Language of document : ECLI:EU:C:2023:1026

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πέμπτο τμήμα)

της 21ης Δεκεμβρίου 2023 (*)

«Προδικαστική παραπομπή – Ελευθερία εγκατάστασης – Ελεύθερη παροχή υπηρεσιών – Οδηγία 2006/123/ΕΚ – Άρθρο 2, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ – Πεδίο εφαρμογής – Εξαίρεση των χρηματοοικονομικών υπηρεσιών – Μακροχρόνια μίσθωση αυτοκινήτων – Άρθρο 9, παράγραφος 1, και άρθρο 10, παράγραφοι 1 και 2 – Υπηρεσίες για τις οποίες απαιτείται προηγούμενη άδεια»

Στην υπόθεση C‑278/22,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Upravni sud u Zagrebu (διοικητικό πρωτοδικείο Ζάγκρεμπ, Κροατία) με απόφαση της 12ης Απριλίου 2022, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 22 Απριλίου 2022, στο πλαίσιο της δίκης

AUTOTECHNICA FLEET SERVICES d.o.o., πρώην ANTERRA d.o.o.,

κατά

Hrvatska agencija za nadzor financijskih usluga,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πέμπτο τμήμα),

συγκείμενο από τους E. Regan, πρόεδρο τμήματος, L. Bay Larsen, Αντιπρόεδρο του Δικαστηρίου, ασκούντα καθήκοντα δικαστή του πέμπτου τμήματος, M. Ilešič, I. Jarukaitis και Δ. Γρατσία (εισηγητή), δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: M. Szpunar

γραμματέας: M. Longar, διοικητικός υπάλληλος,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 1ης Μαρτίου 2023,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

–        η AUTOTECHNICA FLEET SERVICES d.o.o., εκπροσωπούμενη από τον G. Božić, odvjetnik, τον A. Κομνηνό, δικηγόρο, την D. Simeunović, odvjetnica, και τον J. Tomas, odvjetnik,

–        ο Hrvatska agencija za nadzor financijskih usluga, εκπροσωπούμενος από τους K. Brkljačić και I. Budiša,

–        η Κροατική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την G. Vidović Mesarek,

–        η Ολλανδική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την M. K. Bulterman και τον J. Langer,

–        η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από την C. Auvret και τους M. Mataija, R. Mrljić, A. Nijenhuis και Δ. Τριανταφύλλου,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 11ης Μαΐου 2023,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 49 ΣΛΕΕ, του άρθρου 2, παράγραφος 2, της οδηγίας 2006/123/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Δεκεμβρίου 2006, σχετικά με τις υπηρεσίες στην εσωτερική αγορά (ΕΕ 2006, L 376, σ. 36), και του άρθρου 4, παράγραφος 1, σημείο 26, του κανονισμού (ΕΕ) 575/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας για πιστωτικά ιδρύματα και επιχειρήσεις επενδύσεων και την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 (ΕΕ 2013, L 176, σ. 1).

2        Η υπό κρίση αίτηση υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της AUTOTECHNICA FLEET SERVICES d.o.o., πρώην ANTERRA d.o.o. (στο εξής: Autotechnica), και του Hrvatska agencija za nadzor financijskih usluga Republike Hrvatske (κροατικού Οργανισμού εποπτείας των χρηματοοικονομικών υπηρεσιών της Δημοκρατίας της Κροατίας, στο εξής: Οργανισμός), σχετικά με απόφαση η οποία απαγορεύει στην Autotechnica να ασκεί δραστηριότητες leasing χωρίς να έχει προηγουμένως λάβει τη σχετική άδεια από τον Οργανισμό.

 Το νομικό πλαίσιο

 Το δίκαιο της Ένωσης

 Η οδηγία 2006/123

3        Οι αιτιολογικές σκέψεις 18, 33 και 54 της οδηγίας 2006/123 έχουν ως εξής:

«(18)      Οι χρηματοοικονομικές υπηρεσίες θα πρέπει να αποκλειστούν από το πεδίο εφαρμογής της παρούσας οδηγίας, δεδομένου ότι οι δραστηριότητες αυτές αποτελούν αντικείμενο ειδικής κοινοτικής νομοθεσίας που έχει ως στόχο, όπως και η παρούσα οδηγία, τη δημιουργία πραγματικής εσωτερικής αγοράς υπηρεσιών. Κατά συνέπεια, η εν λόγω εξαίρεση καλύπτει όλες τις χρηματοοικονομικές υπηρεσίες, όπως αυτές που αφορούν τράπεζες, πιστώσεις, ασφαλίσεις, συμπεριλαμβανομένων των αντασφαλίσεων, επαγγελματικές ή προσωπικές συντάξεις, χρεόγραφα, αμοιβαία κεφάλαια, πληρωμές, συμβουλές επενδύσεων, συμπεριλαμβανομένων των υπηρεσιών που απαριθμούνται στο Παράρτημα Ι της οδηγίας 2006/48/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 2006, σχετικά με την ανάληψη και την άσκηση δραστηριότητας πιστωτικών ιδρυμάτων [(ΕΕ 2006, L 177, σ. 1)].

[…]

(33)      Οι υπηρεσίες που διέπονται από την παρούσα οδηγία αφορούν ευρύ φάσμα δραστηριοτήτων που μεταβάλλονται διαρκώς […]. Διέπονται επίσης από την παρούσα οδηγία οι υπηρεσίες που παρέχονται τόσο σε επιχειρήσεις όσο και σε καταναλωτές, όπως είναι […] η ενοικίαση αυτοκινήτων […]

[…]

(54)      Η δυνατότητα πρόσβασης σε δραστηριότητα παροχής υπηρεσιών θα πρέπει να εξαρτάται από την έγκριση των αρμόδιων αρχών, μόνο εάν η σχετική απόφαση πληροί τα κριτήρια της μη εισαγωγής διακρίσεων, της αναγκαιότητας και της αναλογικότητας. Αυτό σημαίνει, κυρίως, ότι τα συστήματα χορήγησης άδειας επιτρέπονται μόνο στις περιπτώσεις στις οποίες ο εκ των υστέρων έλεγχος δεν θα ήταν αποτελεσματικός, επειδή δεν είναι δυνατόν να διαπιστωθούν εκ των υστέρων οι ελλείψεις των συγκεκριμένων υπηρεσιών, καθώς και εξαιτίας των κινδύνων που θα μπορούσαν να ανακύψουν από την απουσία προηγούμενου ελέγχου. […]»

4        Το άρθρο 1, παράγραφος 1, της οδηγίας 2006/123 προβλέπει ότι η εν λόγω οδηγία θεσπίζει τις γενικές διατάξεις που διευκολύνουν την άσκηση της ελευθερίας εγκατάστασης των παρόχων υπηρεσιών και την ελεύθερη κυκλοφορία των υπηρεσιών, διατηρώντας ταυτόχρονα υψηλό ποιοτικό επίπεδο υπηρεσιών.

5        Το άρθρο 2 της οδηγίας 2006/123 προβλέπει στις παραγράφους 1 και 2 τα εξής:

«1.      Η παρούσα οδηγία εφαρμόζεται στις υπηρεσίες παρόχων εγκατεστημένων σε κράτος μέλος.

2.      Η παρούσα οδηγία δεν εφαρμόζεται στις ακόλουθες δραστηριότητες:

[…]

β)      στις χρηματοοικονομικές υπηρεσίες, όπως αυτές που αφορούν τράπεζες, πιστώσεις, ασφαλίσεις και αντασφαλίσεις, επαγγελματικές ή προσωπικές συντάξεις, χρεόγραφα, επενδύσεις, ταμεία, πληρωμές, συμβουλές επενδύσεων, συμπεριλαμβανομένων των υπηρεσιών που απαριθμούνται στο Παράρτημα Ι της οδηγίας [2006/48]·

[…]».

6        Το άρθρο 4 της οδηγίας 2006/123, το οποίο φέρει τον τίτλο «Ορισμοί», προβλέπει τα εξής:

«Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας:

1)      ως “υπηρεσία” νοείται κάθε μη μισθωτή οικονομική δραστηριότητα, που παρέχεται κατά κανόνα έναντι αμοιβής, κατά το άρθρο [57 ΣΛΕΕ]·

[…]

6)      ως “σύστημα χορήγησης άδειας” νοείται κάθε διαδικασία που υποχρεώνει τον πάροχο ή τον αποδέκτη της υπηρεσίας να υποβάλει αίτηση στην αρμόδια αρχή για την έκδοση επίσημης ή σιωπηρής απόφασης σχετικά με την πρόσβαση σε δραστηριότητα παροχής υπηρεσιών ή με την άσκησή της·

[…]

8)      ως “επιτακτικοί λόγοι δημόσιου συμφέροντος” νοούνται οι λόγοι που αναγνωρίζονται ως τέτοιοι στη νομολογία του Δικαστηρίου, συμπεριλαμβανομένων των ακόλουθων λόγων: δημόσια τάξη· δημόσια ασφάλεια· δημόσια υγεία· προστασία της χρηματοοικονομικής ισορροπίας του συστήματος κοινωνικών ασφαλίσεων· προστασία των καταναλωτών, των αποδεκτών υπηρεσιών και των εργαζομένων· δικαιοσύνη των εμπορικών συναλλαγών· καταπολέμηση της απάτης· προστασία του περιβάλλοντος, περιλαμβανομένου του αστικού περιβάλλοντος· υγεία των ζώων· διανοητική ιδιοκτησία· διατήρηση της εθνικής ιστορικής και καλλιτεχνικής κληρονομιάς· στόχοι κοινωνικής πολιτικής και στόχοι πολιτιστικής πολιτικής·

[…]».

7        Το άρθρο 9 της οδηγίας 2006/123, το οποίο φέρει τον τίτλο «Συστήματα χορήγησης άδειας», προβλέπει τα εξής:

«1.      Τα κράτη μέλη δεν μπορούν να εξαρτούν την πρόσβαση σε δραστηριότητες παροχής υπηρεσιών και την άσκησή τους από σύστημα χορήγησης άδειας, παρά μόνον εάν πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)      το σύστημα χορήγησης άδειας δεν εισάγει διακρίσεις εις βάρος του παρόχου της υπηρεσίας·

β)      η ανάγκη ύπαρξης συστήματος χορήγησης άδειας δικαιολογείται από επιτακτικό λόγο δημόσιου συμφέροντος·

γ)      ο επιδιωκόμενος στόχος δεν μπορεί να επιτευχθεί με λιγότερο περιοριστικό μέτρο, ιδίως επειδή οι εκ των υστέρων έλεγχοι θα λάμβαναν χώρα με πολύ μεγάλη καθυστέρηση για να είναι πραγματικά αποτελεσματικοί.

[…]

3.      Το παρόν τμήμα δεν εφαρμόζεται στις πτυχές των συστημάτων χορήγησης άδειας που διέπονται αμέσως ή εμμέσως από άλλες κοινοτικές πράξεις.»

8        Το άρθρο 10 της οδηγίας 2006/123, το οποίο φέρει τον τίτλο «Προϋποθέσεις για τη χορήγηση άδειας», προβλέπει στις παραγράφους 1 και 2 τα εξής:

«1.      Τα συστήματα χορήγησης άδειας βασίζονται σε κριτήρια τα οποία δεν επιτρέπουν στις αρμόδιες αρχές να ασκούν την εξουσία τους αυθαίρετα.

2.      Τα κριτήρια της παραγράφου 1:

α)      δεν εισάγουν διακρίσεις·

β)      δικαιολογούνται από επιτακτικό λόγο δημόσιου συμφέροντος·

γ)      είναι αναλογικά προς τον προαναφερόμενο στόχο δημόσιου συμφέροντος·

δ)      είναι σαφή και δεν επιδέχονται αμφισβήτηση·

ε)      είναι αντικειμενικά·

στ)      έχουν δημοσιοποιηθεί εκ των προτέρων·

ζ)      είναι διαφανή και προσβάσιμα.»

9        Τα άρθρα 11 έως 13 της οδηγίας αφορούν, αντιστοίχως, τη διάρκεια ισχύος της άδειας, την επιλογή μεταξύ περισσοτέρων υποψηφίων και τις διαδικασίες για τη χορήγηση άδειας.

 Η οδηγία 2013/36/ΕΕ

10      Με το άρθρο 163 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με την πρόσβαση στη δραστηριότητα των πιστωτικών ιδρυμάτων και την προληπτική εποπτεία των πιστωτικών ιδρυμάτων, την τροποποίηση της οδηγίας 2002/87/ΕΚ και την κατάργηση των οδηγιών 2006/48/ΕΚ και 2006/49/ΕΚ (ΕΕ 2013, L 176, σ. 338), καταργήθηκε η οδηγία 2006/48. Από το άρθρο 163, σε συνδυασμό με το παράρτημα II της οδηγίας 2013/36, προκύπτει ότι οι παραπομπές στο παράρτημα I της οδηγίας 2006/48 νοούνται ως παραπομπές στο παράρτημα I της οδηγίας 2013/36. Στο σημείο 3 του τελευταίου αυτού παραρτήματος, το οποίο φέρει τον τίτλο «Κατάλογος δραστηριοτήτων που υπόκεινται σε αμοιβαία αναγνώριση», μνημονεύεται η «[χ]ρηματοδοτική μίσθωση (leasing)».

 Ο κανονισμός 575/2013

11      Το άρθρο 1 του κανονισμού 575/2013 αφορά τους ενιαίους κανόνες σχετικά με τις γενικές προληπτικές απαιτήσεις, προς τους οποίους οφείλουν να συμμορφώνονται τα εποπτευόμενα βάσει της οδηγίας 2013/36 ιδρύματα.

12      Ο όρος «χρηματοδοτικό ίδρυμα», κατά την έννοια του κανονισμού 575/2013, ορίζεται στο άρθρο 4, παράγραφος 1, σημείο 26, του κανονισμού.

 Το κροατικό δίκαιο

 Ο νόμος περί του κροατικού Οργανισμού εποπτείας των χρηματοοικονομικών υπηρεσιών

13      Το άρθρο 15, παράγραφος 1, του Zakon o Hrvatskoj agenciji za nadzor financijskih usluga (νόμου περί του κροατικού Οργανισμού εποπτείας των χρηματοοικονομικών υπηρεσιών) (Narodne novine, br. 140/05, 154/11 και 12/12) ορίζει ότι ο Οργανισμός έχει την εξουσία να θεσπίζει εκτελεστικές διατάξεις, ήτοι διατάξεις οι οποίες αφορούν, μεταξύ άλλων, τις χρηματοοικονομικές υπηρεσίες. Κατά την παράγραφο 2 του άρθρου 15 του εν λόγω νόμου, ο οργανισμός έχει την εξουσία να εποπτεύει τις δραστηριότητες των οντοτήτων που μνημονεύονται στην παράγραφο 1 του άρθρου 15 και να επιβάλλει μέτρα για την άρση των παρανομιών και των παρατυπιών που διαπιστώνει.

 Ο νόμος περί leasing

14      Κατά το άρθρο 2, παράγραφος 4, του Zakon o leasingu (νόμου περί leasing) (Narodne novine, br.141/13), ως «εταιρία leasing» κράτους μέλους νοείται εγκατεστημένο σε κράτος μέλος νομικό πρόσωπο που διαθέτει άδεια για την άσκηση δραστηριοτήτων leasing, η οποία έχει χορηγηθεί σύμφωνα με τη νομοθεσία του εν λόγω κράτους μέλους.

15      Το άρθρο 3, παράγραφος 1, του νόμου περί leasing ορίζει την «εταιρία leasing» ως εμπορική εταιρία η οποία εδρεύει στην Κροατία και είναι εγγεγραμμένη στο εμπορικό μητρώο βάσει άδειας ασκήσεως δραστηριοτήτων leasing, η οποία έχει χορηγηθεί από τον Οργανισμό υπό τις προϋποθέσεις που προβλέπει ο εν λόγω νόμος.

16      Το άρθρο 4, παράγραφος 1, του ίδιου νόμου προβλέπει ότι η σύμβαση leasing είναι δικαιοπραξία βάσει της οποίας ο εκμισθωτής αγοράζει το πράγμα που αποτελεί αντικείμενο της σύμβασης leasing, αποκτώντας με την αγορά την κυριότητά του από τον προμηθευτή, και παρέχει το δικαίωμα χρήσης του πράγματος για ορισμένο χρονικό διάστημα στον μισθωτή, ο οποίος έχει την υποχρέωση καταβολής μισθώματος.

17      Το άρθρο 5, παράγραφος 1, του νόμου περί leasing προβλέπει ότι, ανάλογα με το περιεχόμενο και τα χαρακτηριστικά της σύμβασης leasing, η σύμβαση αυτή μπορεί να αποτελεί είτε «χρηματοδοτική μίσθωση (financijski leasing)» είτε «λειτουργική μίσθωση (operativni leasing)».

18      Κατά την παράγραφο 2 του ανωτέρω αναφερόμενου άρθρου 5, η «χρηματοδοτική μίσθωση» ορίζεται ως δικαιοπραξία στο πλαίσιο της οποίας ο μισθωτής, κατά τη διάρκεια χρήσης του πράγματος που αποτελεί το αντικείμενο της εν λόγω μίσθωσης, καταβάλλει στον εκμισθωτή μίσθωμα το οποίο καθορίζεται βάσει της συνολικής αξίας του πράγματος, φέρει τις δαπάνες απόσβεσής του και μπορεί, ασκώντας το δικαίωμα αγοράς, να αποκτήσει την κυριότητα του πράγματος έναντι ορισμένου τιμήματος, το οποίο, κατά τον χρόνο άσκησης του δικαιώματος αγοράς, υπολείπεται της πραγματικής αξίας του πράγματος κατά τον χρόνο αυτόν, οι δε κίνδυνοι και τα οφέλη που συνδέονται με την κυριότητα επ’ αυτού μεταβιβάζονται, κατά μεγάλο μέρος, στον μισθωτή.

19      Η παράγραφος 3 του ίδιου ως άνω άρθρου 5 προβλέπει ότι η σύμβαση «λειτουργικής μίσθωσης» είναι δικαιοπραξία στο πλαίσιο της οποίας ο μισθωτής, κατά τη διάρκεια χρήσης του πράγματος που αποτελεί το αντικείμενο της εν λόγω σύμβασης, καταβάλλει στον εκμισθωτή μίσθωμα το οποίο δεν απαιτείται να καθορίζεται βάσει της συνολικής αξίας του πράγματος, ο εκμισθωτής φέρει το κόστος απόσβεσής του και ο μισθωτής δεν έχει συμβατικό δικαίωμα αγοράς του αντικειμένου της μίσθωσης, ο δε κίνδυνος και τα οφέλη που συνεπάγεται η κυριότητα επ’ αυτού παραμένουν, κατά μεγάλο μέρος, στον εκμισθωτή, ήτοι δεν μεταβιβάζονται στον μισθωτή.

20      Το άρθρο 6, παράγραφος 1, του νόμου περί leasing προβλέπει ότι δραστηριότητες leasing μπορούν να ασκούν οι εταιρίες leasing του άρθρου 3 του εν λόγω νόμου, οι εταιρίες leasing κράτους μέλους κατά το άρθρο 46 του νόμου αυτού, καθώς και τα υποκαταστήματα εταιριών leasing τρίτων χωρών κατά το άρθρο 48 του ίδιου νόμου.

 Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

21      Η Autotechnica είναι εταιρία καταχωρισμένη στην Κροατία ως ασκούσα δραστηριότητες «leasing αυτοκίνητων οχημάτων», «μίσθωσης και leasing επιβατικών αυτοκινήτων και φορτηγών (με ή χωρίς οδηγό)» και δραστηριότητες «μίσθωσης και leasing ποδηλάτων, μοτοσικλετών κ.λπ.». Είναι θυγατρική μητρικής εταιρίας η οποία είναι εγκατεστημένη σε άλλο κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και η οποία παρέχει, στο εν λόγω κράτος μέλος, υπηρεσίες του ίδιου είδους.

22      Ο Οργανισμός, κατόπιν ελέγχου που διενήργησε στην Autotechnica, διαπίστωσε ότι η εν λόγω εταιρία είχε συνάψει τρεις συμβάσεις μακροχρόνιας μίσθωσης τεσσάρων συνολικά οχημάτων και, στη συνέχεια, κατόπιν ρητού αιτήματος των πελατών της, αγόρασε τα οχήματα από τον προμηθευτή αποκτώντας την κυριότητά τους και παραχώρησε τη χρήση τους στους πελάτες.

23      Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω στοιχείων, ο Οργανισμός έκρινε ότι η Autotechnica ασκούσε δραστηριότητα leasing, κατά την έννοια του νόμου περί leasing, χωρίς να διαθέτει τη σχετική άδεια. Συνεπώς, με απόφαση της 14ης Φεβρουαρίου 2019, απαγόρευσε στην Autotechnica να ασκεί τέτοια δραστηριότητα.

24      Η Autotechnica άσκησε προσφυγή ενώπιον του Upravni sud u Zagrebu (διοικητικού πρωτοδικείου Ζάγκρεμπ, Κροατία), με αίτημα την ακύρωση της αποφάσεως του Οργανισμού. Επικαλείται προσβολή των δικαιωμάτων που αντλεί από το δίκαιο της Ένωσης, υποστηρίζοντας ότι η Δημοκρατία της Κροατίας δεν μπορεί να εξομοιώνει τη λειτουργική μίσθωση με χρηματοοικονομική υπηρεσία και, ως εκ τούτου, η παροχή τέτοιων υπηρεσιών δεν θα πρέπει να υπόκειται στην εποπτεία του Οργανισμού.

25      Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι το παράρτημα I της οδηγίας 2013/36, στην απόδοσή του στην κροατική γλώσσα, αναφέρεται μόνο στη «financijski lizing (χρηματοδοτική μίσθωση)» και δεν καλύπτει την «operativni lizing (λειτουργική μίσθωση)», επί της οποίας θα πρέπει επομένως να εφαρμόζονται, κατ’ αντιδιαστολήν, οι διατάξεις της οδηγίας 2006/123. Από την αιτιολογική σκέψη 33 και το άρθρο 2 της οδηγίας προκύπτει ότι η οδηγία αυτή αφορά ένα ευρύ φάσμα υπηρεσιών, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγεται η μίσθωση αυτοκινήτων, η οποία θα μπορούσε να θεωρηθεί ως υπηρεσία λειτουργικής μίσθωσης.

26      Το αιτούν δικαστήριο προσθέτει ότι η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης κροατική ρύθμιση μπορεί να εμποδίσει ή να αποθαρρύνει την Autotechnica και τα πρόσωπα τα οποία είναι εγκατεστημένα σε άλλα κράτη μέλη και επιθυμούν να δραστηριοποιηθούν στην Κροατία από την άσκηση εμπορικών δραστηριοτήτων μίσθωσης ή λειτουργικής μίσθωσης και, ως εκ τούτου, θα μπορούσε να αντιβαίνει στις απαιτήσεις που απορρέουν από το άρθρο 49 ΣΛΕΕ.

27      Υπό τις συνθήκες αυτές, το Upravni sud u Zagrebu (διοικητικό πρωτοδικείο Ζάγκρεμπ) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)      α)      Εμπίπτουν οι υπηρεσίες λειτουργικής μίσθωσης ή/και μακροχρόνιας μίσθωσης αυτοκινήτων στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας [2006/123], όπως προκύπτει από το Εγχειρίδιο εφαρμογής της οδηγίας [2006/123] της 13ης Μαρτίου 2008, το οποίο εκδόθηκε από τη Γενική Διεύθυνση Εσωτερικής Αγοράς και Υπηρεσιών [της Ευρωπαϊκής Επιτροπής];

β)      Θεωρείται χρηματοδοτικό ίδρυμα, κατά την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 1, σημείο 26, του κανονισμού 575/2013, πρόσωπο το οποίο ασκεί δραστηριότητα λειτουργικής (και όχι χρηματοδοτικής) μίσθωσης ή/και μακροχρόνιας μίσθωσης αυτοκινήτων;

2)      Σε περίπτωση καταφατικής απάντησης στο πρώτο [σκέλος του πρώτου ερωτήματος] και αρνητικής απάντησης στο δεύτερο [σκέλος του πρώτου ερωτήματος], συνάδει με το άρθρο 49 [ΣΛΕΕ] σε συνδυασμό με τα άρθρα 9 έως 13 της οδηγίας [2006/123] το να παρέχεται στον [Οργανισμό] η εξουσία εποπτείας της παροχής υπηρεσιών λειτουργικής μίσθωσης ή/και μακροχρόνιας μίσθωσης αυτοκινήτων, δυνάμει του άρθρου 6, παράγραφος 1, του νόμου περί leasing, και η εξουσία επιβολής πρόσθετων απαιτήσεων και περιορισμών στις επιχειρήσεις που ασκούν τις εν λόγω δραστηριότητες;

3)      Υπό περιστάσεις όπως οι επίμαχες εν προκειμένω, κατά τις οποίες η εδρεύουσα σε κράτος μέλος μητρική εταιρία επιδιώκει να παρέχει, μέσω θυγατρικής της, εντός άλλου κράτους μέλους τις ίδιες υπηρεσίες με αυτές που παρέχει εντός του κράτους μέλους της έδρας της, έχουν το άρθρο 49 [ΣΛΕΕ] και τα άρθρα 9 έως 13 της οδηγίας [2006/123] την έννοια ότι επιτρέπουν εθνική νομοθεσία (τον νόμο περί leasing) που επιβάλλει πρόσθετες απαιτήσεις και περιορισμούς σε θυγατρική εταιρία, δυσχεραίνοντας ή/και καθιστώντας λιγότερο ελκυστική την άσκηση των εν λόγω δραστηριοτήτων;»

 Επί του παραδεκτού της αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως

28      Ο Οργανισμός και η Κροατική Κυβέρνηση εξέφρασαν με τις παρατηρήσεις τους αμφιβολίες ως προς το παραδεκτό της αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως για τον λόγο ότι, κατά την άποψή τους, όλα τα στοιχεία της υποθέσεως της κύριας δίκης περιορίζονται στο εσωτερικό ενός μόνον κράτους μέλους, εν προκειμένω της Δημοκρατίας της Κροατίας.

29      Πρώτον, όσον αφορά το άρθρο 49 ΣΛΕΕ, από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι η ελευθερία εγκαταστάσεως, η οποία κατοχυρώνεται στο εν λόγω άρθρο, περιλαμβάνει, κατά το άρθρο 54 ΣΛΕΕ, όσον αφορά τις εταιρίες που έχουν συσταθεί σύμφωνα με τη νομοθεσία κράτους μέλους και έχουν την καταστατική έδρα τους, την κεντρική διοίκησή τους ή την κύρια εγκατάστασή τους εντός της Ένωσης, το δικαίωμα να ασκούν τη δραστηριότητά τους εντός άλλων κρατών μελών, μεταξύ άλλων, μέσω θυγατρικής (πρβλ. απόφαση της 20ής Ιανουαρίου 2021, Lexel, C‑484/19, EU:C:2021:34, σκέψη 33 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

30      Εν προκειμένω, δεν αμφισβητείται το γεγονός ότι η Autotechnica είναι θυγατρική εταιρίας η οποία συστάθηκε σε άλλο κράτος μέλος και όχι στη Δημοκρατία της Κροατίας. Κατά συνέπεια, δεν μπορεί να υποστηριχθεί ούτε ότι όλα τα στοιχεία της διαφοράς της κύριας δίκης περιορίζονται στο εσωτερικό ενός μόνον κράτους μέλους ούτε ότι το δεύτερο και το τρίτο προδικαστικό ερώτημα, κατά το μέρος που αφορούν το άρθρο 49 ΣΛΕΕ, είναι υποθετικής φύσεως. Επομένως, η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως είναι παραδεκτή όσον αφορά το άρθρο 49 ΣΛΕΕ.

31      Δεύτερον, η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δεν μπορεί να κριθεί απαράδεκτη ούτε κατά το μέρος που αφορά την οδηγία 2006/123. Πράγματι, εν πάση περιπτώσει, τα άρθρα 9 έως 13 της οδηγίας, τα οποία μνημονεύονται στο δεύτερο και το τρίτο προδικαστικό ερώτημα, έχουν εφαρμογή και επί καταστάσεως της οποίας όλα τα στοιχεία περιορίζονται στο εσωτερικό ενός μόνον κράτους μέλους (πρβλ. απόφαση της 4ης Ιουλίου 2019, Kirschstein, C‑393/17, EU:C:2019:563, σκέψη 24 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

32      Τρίτον, υπενθυμίζεται ότι, προκειμένου το Δικαστήριο να έχει τη δυνατότητα να παράσχει χρήσιμη για το εθνικό δικαστήριο ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης, από το άρθρο 94, στοιχείο γʹ, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου προκύπτει ότι η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως πρέπει να περιέχει έκθεση των λόγων που οδήγησαν το αιτούν δικαστήριο να υποβάλει ερωτήματα ως προς την ερμηνεία ή το κύρος ορισμένων διατάξεων του δικαίου της Ένωσης, καθώς και της κατά τη γνώμη του σχέσης μεταξύ των διατάξεων αυτών και της εφαρμοστέας στη διαφορά της κύριας δίκης εθνικής νομοθεσίας [απόφαση της 26ης Ιανουαρίου 2023, Ministerstvo na vatreshnite raboti (Καταγραφή βιομετρικών και γενετικών δεδομένων από την αστυνομία), C‑205/21, EU:C:2023:49, σκέψη 55 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

33      Πλην όμως, εν προκειμένω, το αιτούν δικαστήριο δεν τήρησε την ως άνω υποχρέωση όσον αφορά την ερμηνεία του άρθρου 4, παράγραφος 1, σημείο 26, του κανονισμού 575/2013, το οποίο μνημονεύεται στο δεύτερο σκέλος του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος. Πράγματι, το εν λόγω δικαστήριο δεν εξήγησε ποια σχέση θεωρεί ότι υφίσταται μεταξύ της διατάξεως αυτής και της εφαρμοστέας στη διαφορά της κύριας δίκης εθνικής νομοθεσίας.

34      Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι η έννοια του «χρηματοδοτικού ιδρύματος» ορίζεται, για τους σκοπούς εφαρμογής του κανονισμού 575/2013, στο άρθρο 4, παράγραφος 1, σημείο 26, του εν λόγω κανονισμού, ο οποίος στο άρθρο 1 θεσπίζει ενιαίους κανόνες για τις γενικές προληπτικές απαιτήσεις τις οποίες πρέπει να τηρούν όλα τα εποπτευόμενα βάσει της οδηγίας 2013/36 ιδρύματα. Από την απόφαση περί παραπομπής δεν προκύπτει όμως ότι η υπόθεση της κύριας δίκης αφορά την τήρηση τέτοιων απαιτήσεων.

35      Επομένως, το δεύτερο σκέλος του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος είναι απαράδεκτο.

 Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

 Επί του πρώτου σκέλους του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος

36      Καθόσον το πρώτο σκέλος του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος αφορά τις «υπηρεσίες λειτουργικής μίσθωσης ή/και μακροχρόνιας μίσθωσης αυτοκινήτων», επισημαίνεται εκ προοιμίου ότι, όπως προκύπτει από την απόφαση περί παραπομπής, το εθνικό δίκαιο κάνει διάκριση μεταξύ λειτουργικής μίσθωσης και χρηματοδοτικής μίσθωσης. Σε αντίθεση με τη χρηματοδοτική μίσθωση, η λειτουργική μίσθωση αποτελεί ειδική μορφή μίσθωσης αυτοκινήτων, χαρακτηριστικό της οποίας είναι το γεγονός ότι ο εκμισθωτής αποκτά το μίσθιο με σκοπό να το εκμισθώσει στον μισθωτή, έναντι καταβολής μισθώματος το οποίο δεν καθορίζεται βάσει της συνολικής αξίας του αντικειμένου της μίσθωσης, δεδομένου ότι το κόστος απόσβεσής του δεν βαρύνει τον μισθωτή, ο οποίος δεν έχει δικαίωμα εξαγοράς του κατά τη λήξη της μίσθωσης.

37      Με το πρώτο σκέλος του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν το άρθρο 2, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2006/123 έχει την έννοια ότι οι υπηρεσίες που παρέχονται βάσει συμβάσεως μακροχρόνιας μίσθωσης αυτοκινήτων, τα οποία ο εκμισθωτής έχει αποκτήσει κατόπιν αιτήματος του μισθωτή με σκοπό να τα εκμισθώσει σε αυτόν έναντι καταβολής μισθώματος, συνιστούν «χρηματοοικονομικές υπηρεσίες» κατά την έννοια της εν λόγω διατάξεως.

38      Από το άρθρο 2, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2006/123 προκύπτει ότι η οδηγία αυτή δεν εφαρμόζεται στις χρηματοοικονομικές υπηρεσίες, όπως είναι οι υπηρεσίες που αφορούν πιστώσεις μεταξύ άλλων, περιλαμβανομένων και των υπηρεσιών που απαριθμούνται στο παράρτημα Ι της οδηγίας 2006/48.

39      Όσον αφορά τον όρο «χρηματοοικονομικές υπηρεσίες», επισημαίνεται ότι η έννοιά του δεν ορίζεται ούτε στην εν λόγω οδηγία ούτε, εμμέσως, διά παραπομπής στα εθνικά δίκαια των κρατών μελών. Επομένως, η συγκεκριμένη έννοια πρέπει να θεωρηθεί ως αυτοτελής έννοια του δικαίου της Ένωσης, η οποία πρέπει να ερμηνεύεται ομοιόμορφα στο έδαφός της, λαμβανομένων υπόψη όχι μόνον του γράμματος του άρθρου 2, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2006/123, αλλά και του πλαισίου στο οποίο εντάσσεται η διάταξη αυτή και των σκοπών που επιδιώκονται με τη ρύθμιση της οποίας αποτελεί μέρος (πρβλ. απόφαση της 22ας Δεκεμβρίου 2022, EUROAPTIEKA, C‑530/20, EU:C:2022:1014, σκέψη 31 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

40      Πρώτον, καθόσον η εν λόγω διάταξη μνημονεύει, μεταξύ των παραδειγμάτων που απαριθμεί, τις υπηρεσίες που αφορούν πιστώσεις, διαπιστώνεται ότι η οδηγία 2006/123 δεν περιέχει ορισμό του όρου «πίστωση». Ωστόσο, στην τρέχουσα νομική γλώσσα, ο συγκεκριμένος όρος δηλώνει την εκ μέρους του πιστωτικού φορέα θέση στη διάθεση του δανειολήπτη χρηματικού ποσού ή ακόμη προθεσμίας ή διευκολύνσεων πληρωμής, με σκοπό τη χρηματοδότηση ή την προθεσμιακή εξόφληση και, επομένως, η σύμβαση πίστωσης πρέπει να θεωρείται ως σύμβαση βάσει της οποίας ο πιστωτικός φορέας χορηγεί ή υπόσχεται να χορηγήσει στον καταναλωτή πίστωση υπό μορφή προθεσμιακής πληρωμής, δανείου ή οποιωνδήποτε άλλων παρόμοιων διευκολύνσεων πληρωμής (σημερινή απόφαση, BMW κ.λπ., C‑38/21, C‑47/21 και C‑232/21, σκέψη 144).

41      Επομένως, μια σύμβαση παροχής χρηματοοικονομικής υπηρεσίας η οποία αφορά πίστωση, χαρακτηρίζεται από το γεγονός ότι εντάσσεται σε ένα πλαίσιο με σκοπό τη χρηματοδότηση ή την προθεσμιακή εξόφληση μέσω της διάθεσης κεφαλαίων ή προθεσμίας ή διευκολύνσεων πληρωμής από τον έμπορο στον καταναλωτή (σημερινή απόφαση, BMW κ.λπ., C‑38/21, C‑47/21 και C‑232/21, σκέψη 145).

42      Προκειμένου να διαπιστωθεί αν μια σύμβαση μακροχρόνιας μίσθωσης αυτοκινήτου αφορά πίστωση και, κατά συνέπεια, έχει ως αντικείμενο την παροχή χρηματοοικονομικών υπηρεσιών κατά την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2006/123, πρέπει να ληφθεί υπόψη ο βασικός σκοπός που επιδιώκει, ούτως ώστε να εξακριβωθεί αν το στοιχείο που αφορά την πίστωση υπερισχύει του στοιχείου που αφορά τη μίσθωση ή αν συμβαίνει το αντίστροφο (πρβλ. σημερινή απόφαση, BMW κ.λπ., C‑38/21, C‑47/21 και C‑232/21, σκέψη 147).

43      Επομένως, δεν μπορεί να χαρακτηρισθεί ως «σύμβαση χρηματοοικονομικών υπηρεσιών» μια σύμβαση μακροχρόνιας μίσθωσης αυτοκινήτου στο πλαίσιο της οποίας ο καταναλωτής υποχρεούται να καταβάλλει μίσθωμα ως αντιπαροχή για το δικαίωμα χρήσης του οχήματος, εφόσον το εν λόγω δικαίωμα χρήσης δεν συνοδεύεται από την υποχρέωση αγοράς του οχήματος κατά τη λήξη της διάρκειας ισχύος της σύμβασης leasing και ο καταναλωτής δεν βαρύνεται με την πλήρη απόσβεση των δαπανών στις οποίες υποβλήθηκε ο παρέχων τη χρήση του οχήματος για την αγορά του ούτε φέρει τους κινδύνους που σχετίζονται με την υπολειμματική αξία του οχήματος κατά τη λήξη της σύμβασης. Ωσαύτως δεν μπορεί να γίνει διάκριση μεταξύ των δύο αυτών ειδών συμβάσεων βάσει της υποχρέωσης του καταναλωτή να αντισταθμίσει τη μείωση της αξίας του οχήματος, εάν διαπιστωθεί ότι η κατάστασή του όταν το επιστρέφει δεν αντιστοιχεί στην παλαιότητά του ή ότι υπήρξε υπέρβαση του συμφωνημένου ανώτατου ορίου χιλιομέτρων (πρβλ. σημερινή απόφαση, BMW κ.λπ., C‑38/21, C‑47/21 και C‑232/21, σκέψεις 148 και 149).

44      Δεύτερον, πρέπει επίσης να ληφθεί υπόψη το παράρτημα I της οδηγίας 2013/36, στο οποίο παραπέμπει το άρθρο 2, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2006/123. Στο εν λόγω παράρτημα Ι, σημείο 3, μνημονεύεται μεταξύ των χρηματοοικονομικών υπηρεσιών η «[χ]ρηματοδοτική μίσθωση (leasing)».

45      Συναφώς, διαπιστώνεται ότι η οδηγία 2013/36 δεν περιέχει ορισμό του όρου «χρηματοδοτική μίσθωση (leasing)» ούτε και παραπέμπει στο δίκαιο των κρατών μελών για τον καθορισμό της έννοιας ή της εμβέλειάς του. Ως εκ τούτου, σύμφωνα με τη νομολογία που παρατίθεται στη σκέψη 39 της παρούσας αποφάσεως, ο συγκεκριμένος όρος πρέπει να θεωρείται αυτοτελής έννοια του δικαίου της Ένωσης και να ερμηνεύεται ομοιόμορφα στο έδαφός της. Επομένως, το γεγονός και μόνον ότι μια σύμβαση μακροχρόνιας μίσθωσης οχήματος δεν εμπίπτει στην έννοια της «χρηματοδοτικής μίσθωσης» κατά την επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης εθνική ρύθμιση δεν αποκλείει, αφ’ εαυτού, το ενδεχόμενο η ίδια σύμβαση να συνιστά σύμβαση χρηματοδοτικής μίσθωσης κατά την έννοια του παραρτήματος I, σημείο 3, της οδηγίας 2013/36 και, ως εκ τούτου, να αφορά την παροχή χρηματοοικονομικών υπηρεσιών, κατά την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2006/123.

46      Επομένως, ο όρος «χρηματοδοτική μίσθωση (leasing)», ο οποίος μνημονεύεται στο παράρτημα I, σημείο 3, της οδηγίας 2013/36, πρέπει να ερμηνευθεί λαμβανομένης υπόψη της έννοιάς του στην τρέχουσα νομική γλώσσα, στην οποία ο όρος «σύμβαση χρηματοδοτικής μίσθωσης» καλύπτει σύμβαση με την οποία ο ένας εκ των συμβαλλομένων χορηγεί στον αντισυμβαλλόμενό του πίστωση για τη χρηματοδότηση της χρήσης πράγματος το οποίο του εκμισθώνει και το οποίο παραμένει στην κυριότητά του, κατά τη λήξη δε της σύμβασης ο αντισυμβαλλόμενος μπορεί είτε να επιστρέψει το πράγμα είτε να το αγοράσει, διευκρινιζομένου ότι η πλειονότητα των πλεονεκτημάτων και των κινδύνων που είναι εγγενή στη νόμιμη κυριότητα μεταβιβάζονται στον αντισυμβαλλόμενο καθ’ όλη τη διάρκεια ισχύος της σύμβασης (σημερινή απόφαση, BMW κ.λπ., C‑38/21, C‑47/21 και C‑232/21, σκέψη 134 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

47      Τρίτον, όσον αφορά το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται το άρθρο 2, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2006/123, θα πρέπει να γίνει μνεία της αιτιολογικής σκέψης 33 της εν λόγω οδηγίας, από την οποία προκύπτει ότι η μίσθωση αυτοκινήτων συνιστά υπηρεσία η οποία εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας και, ως εκ τούτου, δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως «χρηματοοικονομική υπηρεσία», κατά την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, της ίδιας οδηγίας.

48      Όσον αφορά, τέταρτον, τον σκοπό που επιδιώκεται με την εξαίρεση των χρηματοοικονομικών υπηρεσιών από το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2006/123, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 2, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, της εν λόγω οδηγίας, από την αιτιολογική της σκέψη 18 προκύπτει ότι η εξαίρεση αυτή δικαιολογείται από το γεγονός ότι τέτοιες δραστηριότητες διέπονται από ειδική νομοθεσία της Ένωσης. Όπως προκύπτει από την οδηγία 2013/36 και τον κανονισμό 575/2013, που αποτελούν μέρος της ειδικής αυτής νομοθεσίας, η εν λόγω νομοθεσία προβλέπει την εποπτεία των χρηματοοικονομικών υπηρεσιών τις οποίες παρέχουν ορισμένα είδη ιδρυμάτων και καθορίζει τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας τις οποίες πρέπει να πληρούν τα ιδρύματα αυτά.

49      Εν προκειμένω, από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι, κατά το εθνικό δίκαιο, το leasing, είτε ως σύμβαση λειτουργικής μίσθωσης είτε ως σύμβαση χρηματοδοτικής μίσθωσης, διακρίνεται από την απλή σύμβαση μακροχρόνιας μίσθωσης κατά το ότι ο εκμισθωτής δεν έχει εξαρχής την κυριότητα του μισθίου, αλλά το αποκτά κατόπιν αιτήματος του μισθωτή για έναν συγκεκριμένο σκοπό, ήτοι για να το εκμισθώσει στον τελευταίο.

50      Βεβαίως, στο πλαίσιο μιας σύμβασης χρηματοδοτικής μίσθωσης, ο εκμισθωτής αποκτά την κυριότητα πράγματος το οποίο στη συνέχεια εκμισθώνει στον μισθωτή, ενώ τα οφειλόμενα βάσει της εν λόγω σύμβασης μισθώματα προορίζονται για την επιστροφή των ποσών που διέθεσε ο εκμισθωτής.

51      Εντούτοις, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι κάθε σύμβαση μακροχρόνιας μίσθωσης αυτοκινήτου, το οποίο αποκτά ο εκμισθωτής κατόπιν αιτήματος του μισθωτή με σκοπό να του το εκμισθώσει, συνιστά οπωσδήποτε σύμβαση χρηματοδοτικής μίσθωσης με αντικείμενο την παροχή «χρηματοοικονομικής υπηρεσίας», κατά την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2006/123. Πράγματι, η απόκτηση του οχήματος από τον εκμισθωτή κατόπιν ειδικού αιτήματος του πελάτη του δεν ασκεί, αυτή καθεαυτήν, επιρροή ως προς το ζήτημα αν οι παρεχόμενες βάσει της συγκεκριμένης συμβάσεως υπηρεσίες πληρούν κάποιο από τα μνημονευόμενα στη σκέψη 43 της παρούσας αποφάσεως κριτήρια, τα οποία είναι κρίσιμα για τον χαρακτηρισμό των εν λόγω υπηρεσιών ως «χρηματοοικονομικών υπηρεσιών».

52      Επιπλέον, λαμβανομένων υπόψη των στοιχείων που παρατίθενται στη σκέψη 43 της παρούσας αποφάσεως, υπογραμμίζεται ότι το γεγονός ότι η σύμβαση μακροχρόνιας μίσθωσης αυτοκινήτου δεν περιλαμβάνει δικαίωμα εξαγοράς του οχήματος δεν αρκεί αφ’ εαυτού προκειμένου να γίνει δεκτό ότι οι παρεχόμενες στο πλαίσιο της εν λόγω συμβάσεως υπηρεσίες δεν είναι χρηματοοικονομικής φύσεως.

53      Πράγματι, αναλόγως της φύσεως του αντικειμένου της μίσθωσης και του ποσοστού απομείωσης της αξίας του, ενδέχεται αυτό, κατά τη λήξη της μακροχρόνιας μίσθωσης, να έχει απολέσει ολόκληρη σχεδόν την αξία του, με αποτέλεσμα ο μισθωτής να μην έχει κανένα συμφέρον να αποκτήσει την κυριότητά του.

54      Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των ανωτέρω σκέψεων, στο πρώτο σκέλος του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 2, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2006/123 έχει την έννοια ότι οι υπηρεσίες που παρέχονται βάσει συμβάσεως μακροχρόνιας μίσθωσης αυτοκινήτων, τα οποία ο εκμισθωτής έχει αποκτήσει κατόπιν αιτήματος του μισθωτή με σκοπό να τα εκμισθώσει σε αυτόν έναντι καταβολής μισθώματος, δεν συνιστούν «χρηματοοικονομικές υπηρεσίες» κατά την έννοια της εν λόγω διατάξεως, εκτός εάν:

–        η σύμβαση μίσθωσης περιλαμβάνει την υποχρέωση αγοράς του οχήματος κατά τη λήξη της μίσθωσης,

–        τα μισθώματα τα οποία καταβάλλει ο μισθωτής βάσει της εν λόγω σύμβασης έχουν ως σκοπό να παράσχουν στον εκμισθωτή τη δυνατότητα πλήρους απόσβεσης των δαπανών στις οποίες υποβλήθηκε για την αγορά του οχήματος ή

–        η εν λόγω σύμβαση προβλέπει τη μεταβίβαση των κινδύνων που συνδέονται με την υπολειμματική αξία του οχήματος κατά τον χρόνο λήξης της.

 Επί του δευτέρου προδικαστικού ερωτήματος

55      Από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει, αφενός, ότι κάθε εθνικό μέτρο σε τομέα ο οποίος αποτέλεσε αντικείμενο πλήρους εναρμονίσεως στο επίπεδο της Ένωσης πρέπει να αξιολογείται με γνώμονα όχι τις διατάξεις του πρωτογενούς δικαίου, αλλά αυτές του εν λόγω μέτρου εναρμονίσεως και, αφετέρου, ότι τα άρθρα 9 έως 13 της οδηγίας 2006/123 προβαίνουν σε πλήρη εναρμόνιση όσον αφορά τις υπηρεσίες που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής τους (απόφαση της 14ης Ιουλίου 2016, Promoimpresa κ.λπ., C‑458/14 και C‑67/15, EU:C:2016:558, σκέψεις 59 και 61). Υπό τις συνθήκες αυτές και όπως κατ’ ουσίαν επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 64 των προτάσεών του, το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να εξεταστεί υπό το πρίσμα της οδηγίας 2006/123, χωρίς να απαιτείται να γίνει παραπομπή στο άρθρο 49 ΣΛΕΕ, το οποίο αφορά την ελευθερία εγκαταστάσεως.

56      Επομένως, πρέπει να γίνει δεκτό ότι, με το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν το άρθρο 9, παράγραφος 1, και το άρθρο 10, παράγραφοι 1 και 2, της οδηγίας 2006/123 έχουν την έννοια ότι αντιτίθενται σε διάταξη του εθνικού δικαίου η οποία θεσπίζει σύστημα χορήγησης άδειας, κατά την έννοια του άρθρου 4, σημείο 6, της οδηγίας, για την παροχή υπηρεσιών μακροχρόνιας μίσθωσης αυτοκινήτων και παρέχει την εξουσία στην εθνική αρχή που είναι επιφορτισμένη με τη διαχείριση του συστήματος να επιβάλλει απαιτήσεις και περιορισμούς στις επιχειρήσεις που παρέχουν τέτοιες υπηρεσίες.

57      Διευκρινίζεται εκ προοιμίου ότι, το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα, όπως το επιβεβαιώνει και η διατύπωσή του, αφορά την παροχή υπηρεσιών μακροχρόνιας μίσθωσης αυτοκινήτων και όχι την παροχή χρηματοοικονομικών υπηρεσιών υπό τον μανδύα σύμβασης η οποία αφορά τέτοια μίσθωση. Οι χρηματοοικονομικές υπηρεσίες εξαιρούνται από το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2006/123, δυνάμει του άρθρου 2, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, αυτής.

58      Επιβάλλεται να υπομνησθεί ότι, κατά το άρθρο 9, παράγραφος 1, της οδηγίας 2006/123, τα κράτη μέλη δεν μπορούν να εξαρτούν την πρόσβαση σε δραστηριότητες παροχής υπηρεσιών και την άσκησή τους από σύστημα χορήγησης άδειας παρά μόνον εάν το σύστημα αυτό δεν εισάγει δυσμενείς διακρίσεις, δικαιολογείται από επιτακτικό λόγο δημόσιου συμφέροντος και ο επιδιωκόμενος σκοπός δεν μπορεί να επιτευχθεί με λιγότερο περιοριστικό μέτρο, ιδίως επειδή οι εκ των υστέρων έλεγχοι θα διενεργούνταν με πολύ μεγάλη καθυστέρηση για να είναι πραγματικά αποτελεσματικοί.

59      Εν προκειμένω, εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εκτιμήσει αν οι ανωτέρω προϋποθέσεις πληρούνται όσον αφορά το επίμαχο στην υπόθεση της κύριας δίκης σύστημα χορήγησης άδειας, κατά το μέρος που το εν λόγω σύστημα αφορά την παροχή υπηρεσιών μακροχρόνιας μίσθωσης αυτοκινήτων, οι οποίες δεν αποτελούν χρηματοοικονομική υπηρεσία.

60      Προς καθοδήγηση του αιτούντος δικαστηρίου στην εκτίμησή του, επισημαίνεται, πρώτον, ότι, όπως διαπίστωσε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 55 των προτάσεών του, η δικογραφία που έχει στη διάθεσή του το Δικαστήριο δεν περιέχει κανένα στοιχείο από το οποίο να μπορεί να συναχθεί ότι το επίμαχο στην υπόθεση της κύριας δίκης σύστημα εισάγει διάκριση εις βάρος της Autotechnica. Εντούτοις, απόκειται στο αιτούν δικαστήριο να προβεί, εφόσον συντρέχει περίπτωση, στις αναγκαίες εξακριβώσεις.

61      Δεύτερον, ο Οργανισμός και η Κροατική Κυβέρνηση υποστήριξαν με τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν στο Δικαστήριο ότι το επίμαχο στην υπόθεση της κύριας δίκης σύστημα χορήγησης άδειας σκοπεί στην προστασία των καταναλωτών. Όπως προκύπτει από το άρθρο 4, σημείο 8, της οδηγίας 2006/123, η προστασία των καταναλωτών συνιστά επιτακτικό λόγο δημόσιου συμφέροντος, του οποίου μπορεί να γίνει επίκληση, κατά το άρθρο 9, παράγραφος 1, της οδηγίας, προς δικαιολόγηση ενός συστήματος χορήγησης άδειας.

62      Εντούτοις, δεν προκύπτει ότι, κατά το κροατικό δίκαιο, η άσκηση δραστηριοτήτων ανάλογων προς τη μακροχρόνια μίσθωση αυτοκινήτων, ιδίως δε η βραχυχρόνια μίσθωση τέτοιων οχημάτων, υπόκειται σε σύστημα χορήγησης άδειας. Επισημαίνεται, συναφώς, ότι ούτε ο Οργανισμός ούτε η Κροατική Κυβέρνηση επικαλέστηκαν με τις παρατηρήσεις τους λόγους οι οποίοι μπορούν να δικαιολογήσουν την ειδική αυτή μεταχείριση μόνον όσον αφορά τις υπηρεσίες μακροχρόνιας μίσθωσης αυτοκινήτων.

63      Επιπλέον, διαπιστώνεται ότι το επίμαχο στην υπόθεση της κύριας δίκης σύστημα χορήγησης άδειας τελεί υπό τη διαχείριση Οργανισμού ο οποίος, κατά το εθνικό δίκαιο, έχει την εξουσία να εποπτεύει τις χρηματοοικονομικές δραστηριότητες. Πλην όμως, ο Οργανισμός και η Κροατική Κυβέρνηση δεν προέβαλαν με τις παρατηρήσεις τους λόγους οι οποίοι μπορούν να δικαιολογήσουν την εκ μέρους μιας τέτοιας εθνικής αρχής διαχείριση συστήματος για τη χορήγηση άδειας το οποίο να καλύπτει την παροχή μη χρηματοοικονομικών υπηρεσιών.

64      Συνεπώς, το αιτούν δικαστήριο οφείλει να ελέγξει αν μπορεί να θεωρηθεί ότι το επίμαχο στην υπόθεση της κύριας δίκης σύστημα χορήγησης άδειας δικαιολογείται από τον επιδιωκόμενο σκοπό της προστασίας των καταναλωτών, λαμβανομένου υπόψη του γεγονότος ότι καλύπτει μόνον τις υπηρεσίες μακροχρόνιας μίσθωσης αυτοκινήτων και όχι άλλες ανάλογες υπηρεσίες και ότι τελεί υπό τη διαχείριση εθνικής αρχής η οποία είναι επιφορτισμένη με την εποπτεία των χρηματοοικονομικών υπηρεσιών.

65      Τρίτον, αν υποτεθεί ότι τούτο ισχύει, θα πρέπει επιπλέον να εξακριβωθεί μήπως ο σκοπός της προστασίας των καταναλωτών μπορεί εν προκειμένω να επιτευχθεί με ένα λιγότερο περιοριστικό μέτρο, όπως απαιτεί το άρθρο 9, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, σε συνδυασμό με την αιτιολογική σκέψη 54, της οδηγίας 2006/123, λόγου χάρη με τη διενέργεια περιοδικών τακτικών ελέγχων στις επιχειρήσεις που παρέχουν υπηρεσίες μακροχρόνιας μίσθωσης αυτοκινήτων.

66      Τέταρτον, αν αποδειχθεί ότι το επίμαχο στην υπόθεση της κύριας δίκης σύστημα χορήγησης άδειας πληροί τις προϋποθέσεις του άρθρου 9, παράγραφος 1, της οδηγίας 2006/123, το αιτούν δικαστήριο οφείλει περαιτέρω να εξακριβώσει αν το εν λόγω σύστημα βασίζεται σε κριτήρια τα οποία, σύμφωνα τις επιταγές του άρθρου 10, παράγραφοι 1 και 2, της οδηγίας, οριοθετούν την εξουσία της αρχής που είναι αρμόδια για τη διαχείρισή του, εν προκειμένω του Οργανισμού, αν είναι σαφή και δεν επιδέχονται αμφισβήτηση, αν είναι διαφανή και προσβάσιμα, αν έχουν δημοσιοποιηθεί εκ των προτέρων, αν είναι αντικειμενικά και δεν εισάγουν διακρίσεις και αν δικαιολογούνται από επιτακτικό λόγο δημόσιου συμφέροντος, όπως η προστασία των καταναλωτών την οποία επικαλούνται ο Οργανισμός και η Κροατική Κυβέρνηση, και αν είναι ανάλογα προς τον σκοπό αυτό.

67      Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των ανωτέρω σκέψεων, στο δεύτερο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 9, παράγραφος 1, και το άρθρο 10, παράγραφοι 1 και 2, της οδηγίας 2006/123 έχουν την έννοια ότι αντιτίθενται σε ρύθμιση κράτους μέλους η οποία, αφενός, θεσπίζει σύστημα χορήγησης άδειας, κατά την έννοια του άρθρου 4, σημείο 6, της οδηγίας, για την παροχή υπηρεσιών μακροχρόνιας μίσθωσης αυτοκινήτων στο πλαίσιο σύμβασης η οποία δεν αφορά την παροχή χρηματοοικονομικών υπηρεσιών, κατά την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, και, αφετέρου, παρέχει στην αρμόδια για τη διαχείριση του εν λόγω συστήματος εθνική αρχή την εξουσία να επιβάλλει απαιτήσεις και περιορισμούς στις επιχειρήσεις που παρέχουν τέτοιες υπηρεσίες, εκτός εάν το σύστημα αυτό πληροί τις απαιτήσεις του άρθρου 9, παράγραφος 1, και του άρθρου 10, παράγραφοι 1 και 2, της ίδιας οδηγίας.

 Επί του τρίτου προδικαστικού ερωτήματος

68      Λαμβανομένων υπόψη των εκτεθέντων στη σκέψη 55 της παρούσας αποφάσεως και της απαντήσεως που δόθηκε στο δεύτερο προδικαστικό ερώτημα, παρέλκει η απάντηση στο τρίτο ερώτημα, δεδομένου ότι αφορά διασυνοριακή κατάσταση η οποία εμπίπτει στο άρθρο 49 ΣΛΕΕ.

 Επί των δικαστικών εξόδων

69      Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (πέμπτο τμήμα) αποφαίνεται:

1)      Το άρθρο 2, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2006/123/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Δεκεμβρίου 2006, σχετικά με τις υπηρεσίες στην εσωτερική αγορά,

έχει την έννοια ότι:

οι υπηρεσίες που παρέχονται βάσει συμβάσεως μακροχρόνιας μίσθωσης αυτοκινήτων, τα οποία ο εκμισθωτής έχει αγοράσει κατόπιν αιτήματος του μισθωτή με σκοπό να τα εκμισθώσει σε αυτόν έναντι καταβολής μισθώματος, δεν συνιστούν «χρηματοοικονομικές υπηρεσίες» κατά την έννοια της εν λόγω διατάξεως, εκτός και εάν:

–        η σύμβαση μίσθωσης περιλαμβάνει την υποχρέωση αγοράς του οχήματος κατά τη λήξη της μίσθωσης,

–        τα μισθώματα τα οποία καταβάλλει ο μισθωτής βάσει της εν λόγω σύμβασης έχουν ως σκοπό να παράσχουν στον εκμισθωτή τη δυνατότητα πλήρους απόσβεσης των δαπανών στις οποίες υποβλήθηκε για την αγορά του οχήματος ή

–        η εν λόγω σύμβαση προβλέπει τη μεταβίβαση των κινδύνων που συνδέονται με την υπολειμματική αξία του οχήματος κατά τον χρόνο λήξης της.

2)      Το άρθρο 9, παράγραφος 1, και το άρθρο 10, παράγραφοι 1 και 2, της οδηγίας 2006/123

έχουν την έννοια ότι:

αντιτίθενται σε ρύθμιση κράτους μέλους η οποία, αφενός, θεσπίζει σύστημα χορήγησης άδειας, κατά την έννοια του άρθρου 4, σημείο 6, της οδηγίας, για την παροχή υπηρεσιών μακροχρόνιας μίσθωσης αυτοκινήτων στο πλαίσιο σύμβασης η οποία δεν αφορά την παροχή χρηματοοικονομικών υπηρεσιών, κατά την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, και, αφετέρου, παρέχει στην αρμόδια για τη διαχείριση του εν λόγω συστήματος εθνική αρχή την εξουσία να επιβάλλει απαιτήσεις και περιορισμούς στις επιχειρήσεις που παρέχουν τέτοιες υπηρεσίες, εκτός εάν το σύστημα αυτό πληροί τις απαιτήσεις του άρθρου 9, παράγραφος 1, και του άρθρου 10, παράγραφοι 1 και 2, της ίδιας οδηγίας.

(υπογραφές)


*      Γλώσσα διαδικασίας: η κροατική.