Language of document : ECLI:EU:C:2023:1028

Προσωρινό κείμενο

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πέμπτο τμήμα)

της 21ης Δεκεμβρίου 2023 (*)

«Προδικαστική παραπομπή – Μεταφορές – Δημόσιες επιβατικές σιδηροδρομικές και οδικές μεταφορές – Κανονισμός (ΕΚ) 1370/2007 – Άρθρο 1, παράγραφος 1 – Άρθρο 2α, παράγραφος 2 – Άρθρο 3, παράγραφος 1 – Άρθρο 4, παράγραφος 1 – Άρθρο 6, παράγραφος 1 – Σύμβαση για την παροχή δημόσιων υπηρεσιών επιβατικών μεταφορών με λεωφορείο – Διαδικασία για την ανάθεση δημόσιας συμβάσεως παροχής υπηρεσιών – Ανοικτός, διαφανής και χωρίς διακρίσεις διαγωνισμός – Συγγραφή υποχρεώσεων – Ποσό της αποζημιώσεως που χορηγείται από την αρμόδια εθνική αρχή – Χρονικώς περιορισμένη τιμαριθμική αναπροσαρμογή για συγκεκριμένες μόνον κατηγορίες κόστους – Καταμερισμός των κινδύνων»

Στην υπόθεση C‑421/22,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Augstākā tiesa (Senāts) (Ανώτατο Δικαστήριο, Λεττονία) με απόφαση της 21ης Ιουνίου 2022, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 22 Ιουνίου 2022, στο πλαίσιο της δίκης

«DOBELES AUTOBUSU PARKS» SIA,

«CATA» AS,

«VTU VALMIERA» SIA,

«JELGAVAS AUTOBUSU PARKS» SIA,

«Jēkabpils autobusu parks» SIA

κατά

Iepirkumu uzraudzības birojs,

«Autotransporta direkcija» VSIA,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πέμπτο τμήμα),

συγκείμενο από τους E. Regan (εισηγητή), πρόεδρο τμήματος, K. Lenaerts, Πρόεδρο του Δικαστηρίου, ασκούντα καθήκοντα δικαστή του πέμπτου τμήματος, Z. Csehi, M. Ilešič και Δ. Γρατσία, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: M. Campos Sánchez-Bordona

γραμματέας: R. Stefanova-Kamisheva, διοικητική υπάλληλος,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 8ης Ιουνίου 2023,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

–        οι «DOBELES AUTOBUSU PARKS» SIA, «CATA» AS, «VTU VALMIERA» SIA, «JELGAVAS AUTOBUSU PARKS» SIA, και «Jēkabpils autobusu parks» SIA, εκπροσωπούμενες από τη S. Novicka, advokāte,

–        η «Autotransporta direkcija» VSIA, εκπροσωπούμενη από τον S. Bērtaitis, advokāts,

–        η Λεττονική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τις J. Davidoviča και K. Pommere,

–        η Κυπριακή Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την Ι. Νεοφύτου,

–        η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τον P. Messina και τις I. Rubene και F. Tomat,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 14ης Σεπτεμβρίου 2023,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 1, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, του άρθρου 2α, παράγραφος 2, και του άρθρου 3, παράγραφος 2, του κανονισμού (ΕΚ) 1370/2007 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Οκτωβρίου 2007, για τις δημόσιες επιβατικές σιδηροδρομικές και οδικές μεταφορές και την κατάργηση των κανονισμών του Συμβουλίου (ΕΟΚ) αριθ. 1191/69 και (ΕΟΚ) αριθ. 1107/70 (ΕΕ 2007, L 315, σ. 1), όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΕ) 2016/2338 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 14ης Δεκεμβρίου 2016 (ΕΕ 2016, L 354, σ. 22) (στο εξής: κανονισμός 1370/2007).

2        Η αίτηση υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ, αφενός, των «DOBELES AUTOBUSU PARKS» SIA, «CATA» AS, «VTU VALMIERA» SIA, «JELGAVAS AUTOBUSU PARKS» SIA και «Jēkabpils autobusu parks» SIA, εταιριών λεττονικού δικαίου δραστηριοποιούμενων στον τομέα των μεταφορών (στο εξής, από κοινού: Dobeles κ.λπ.), και, αφετέρου, της Iepirkumu uzraudzības birojs (υπηρεσίας εποπτείας των δημοσίων συμβάσεων, Λεττονία) και της «Autotransporta direkcija» VSIA (στο εξής: αναθέτουσα αρχή), σχετικά με τον τρόπο υπολογισμού του ποσού της αποζημιώσεως που οφείλεται για την παροχή δημόσιων υπηρεσιών επιβατικών μεταφορών με λεωφορείο στο περιφερειακό οδικό δίκτυο.

 Το νομικό πλαίσιο

 Το δίκαιο της Ένωσης

 Ο κανονισμός 1370/2007

3        Οι αιτιολογικές σκέψεις 4, 7, 27 και 34 του κανονισμού 1370/2007 έχουν ως εξής:

«(4)      Οι κύριοι στόχοι της Λευκής Βίβλου της [Ευρωπαϊκής] Επιτροπής, της 12ης Σεπτεμβρίου 2001, με τίτλο “Η ευρωπαϊκή πολιτική μεταφορών με ορίζοντα το έτος 2010: η ώρα των επιλογών”, είναι να εξασφαλισθούν ασφαλείς, αποτελεσματικές και υψηλής ποιότητας υπηρεσίες επιβατικών μεταφορών χάρη στον ελεγχόμενο ανταγωνισμό, ο οποίος θα εγγυάται επίσης τη διαφάνεια και την απόδοση των δημοσίων υπηρεσιών επιβατικών μεταφορών, λαμβανομένων υπόψη ιδίως των κοινωνικών και περιβαλλοντικών παραγόντων και των παραγόντων περιφερειακής ανάπτυξης, ή την προσφορά συγκεκριμένων όρων τιμολόγησης προς όφελος ορισμένων κατηγοριών επιβατών, όπως οι συνταξιούχοι, και την εξάλειψη των ανομοιοτήτων μεταξύ μεταφορικών επιχειρήσεων των διαφόρων κρατών μελών, οι οποίες μπορούν να προκαλέσουν σημαντική στρέβλωση στον ανταγωνισμό.

[…]

(7)      Οι πραγματοποιηθείσες μελέτες και οι εμπειρίες κρατών μελών στα οποία ο ανταγωνισμός στον τομέα των δημοσίων μεταφορών υφίσταται από ετών δείχνουν ότι, με τις κατάλληλες διασφαλίσεις, η καθιέρωση ελεγχόμενου ανταγωνισμού μεταξύ φορέων καθιστά τις υπηρεσίες πιο ελκυστικές και καινοτόμες και λιγότερο ακριβές, χωρίς να παρεμποδίζει την εκτέλεση των συγκεκριμένων καθηκόντων που ανατίθενται στους φορείς δημοσίων υπηρεσιών. Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο υιοθέτησε την προσέγγιση αυτή, στο πλαίσιο της κοινώς γνωστής διαδικασίας της Λισαβόνας, της 28ης Μαρτίου 2000, καλώντας την Επιτροπή, το Συμβούλιο [της Ευρωπαϊκής Ένωσης] και τα κράτη μέλη, έκαστο εξ αυτών σύμφωνα με τις αντίστοιχες αρμοδιότητές του, “να επισπεύσουν τη φιλελευθεροποίηση σε τομείς όπως οι μεταφορές”.

[…]

(27)      Η αποζημίωση που χορηγούν οι αρμόδιες αρχές για την κάλυψη του κόστους που συνεπάγεται η εκπλήρωση των υποχρεώσεων παροχής δημόσιας υπηρεσίας θα πρέπει να υπολογίζεται έτσι ώστε να αποφεύγεται η υπεραντιστάθμιση. Όταν μια αρμόδια αρχή προτίθεται να αναθέσει σύμβαση δημόσιας υπηρεσίας χωρίς διαγωνισμό, θα πρέπει επίσης να τηρεί λεπτομερείς κανόνες που θα εξασφαλίζουν την επάρκεια της αποζημίωσης και θα αντικατοπτρίζουν την επιθυμία για αποτελεσματικότητα και ποιότητα των υπηρεσιών.

[…]

(34)      Η αποζημίωση για την παροχή δημόσιας υπηρεσίας ενδέχεται να αποδειχθεί αναγκαία στον τομέα των εσωτερικών επιβατικών μεταφορών για τη λειτουργία των επιχειρήσεων που είναι υπεύθυνες για την παροχή δημόσιας υπηρεσίας με βάση αρχές και υπό όρους που τους επιτρέπουν να φέρουν σε πέρας τα καθήκοντά τους. Η αποζημίωση αυτή μπορεί, υπό ορισμένους όρους, να είναι συμβατή με τη συνθήκη [ΕΚ] σύμφωνα με το άρθρο 73. Πρώτον, πρέπει να χορηγείται για να εξασφαλισθεί η παροχή υπηρεσιών πραγματικά γενικού συμφέροντος κατά την έννοια της συνθήκης. Δεύτερον, για να αποφευχθούν αδικαιολόγητες στρεβλώσεις του ανταγωνισμού, το ύψος της αποζημίωσης δεν μπορεί να υπερβαίνει τα αναγκαία όρια για την κάλυψη του καθαρού κόστους που συνεπάγεται η εκπλήρωση των υποχρεώσεων παροχής δημόσιας υπηρεσίας, λαμβανομένων υπόψη των σχετικών εσόδων και του ευλόγου κέρδους.»

4        Το άρθρο 1 του κανονισμού 1370/2007 φέρει τον τίτλο «Αντικείμενο και πεδίο εφαρμογής» και ορίζει, στην παράγραφο 1, τα εξής:

«Ο σκοπός του παρόντος κανονισμού είναι να καθορίσει, σύμφωνα με τους κανόνες του κοινοτικού δικαίου, τον τρόπο με τον οποίον οι αρμόδιες αρχές μπορούν να ενεργούν στον τομέα των δημοσίων επιβατικών μεταφορών για να εξασφαλίζουν την προσφορά υπηρεσιών γενικού συμφέροντος, οι οποίες θα είναι, μεταξύ άλλων, πολυπληθέστερες, ασφαλέστερες, υψηλότερης ποιότητας ή λιγότερο δαπανηρές, από εκείνες που θα μπορούσαν να προσφέρουν από μόνες τους οι δυνάμεις της αγοράς.

Προς τον σκοπό αυτόν, ο παρών κανονισμός καθορίζει τους όρους υπό τους οποίους οι αρμόδιες αρχές, όταν επιβάλλουν υποχρεώσεις παροχής δημοσίων υπηρεσιών ή συνάπτουν σχετικές συμβάσεις, αποζημιώνουν τους φορείς δημοσίων υπηρεσιών για το κόστος με το οποίο επιβαρύνονται ή/και χορηγούν αποκλειστικά δικαιώματα ως αντάλλαγμα για την εκτέλεση υποχρεώσεων δημόσιας υπηρεσίας.»

5        Το άρθρο 2α του ως άνω κανονισμού, το οποίο φέρει τον τίτλο «Προδιαγραφές των υποχρεώσεων παροχής δημόσιας υπηρεσίας», ορίζει τα εξής:

«1.      Η αρμόδια αρχή ορίζει τις προδιαγραφές των υποχρεώσεων δημόσιας υπηρεσίας για την παροχή υπηρεσιών δημόσιων επιβατικών μεταφορών και το πεδίο εφαρμογής τους σύμφωνα με το άρθρο 2 στοιχείο ε). Αυτό περιλαμβάνει τη δυνατότητα ομαδοποίησης υπηρεσιών των οποίων το κόστος καλύπτεται με υπηρεσίες των οποίων το κόστος δεν καλύπτεται.

Όταν ορίζει τις εν λόγω προδιαγραφές και το πεδίο εφαρμογής τους, η αρμόδια αρχή τηρεί δεόντως την αρχή της αναλογικότητας, σύμφωνα με το ενωσιακό δίκαιο.

[…]

2.      Οι προδιαγραφές των υποχρεώσεων παροχής δημόσιας υπηρεσίας και η σχετική αποζημίωση του καθαρού οικονομικού αποτελέσματος των υποχρεώσεων παροχής δημόσιας υπηρεσίας:

α)      επιτυγχάνουν τους στόχους της πολιτικής δημόσιων μεταφορών με οικονομικά συμφέροντα τρόπο· και

β)      υποστηρίζουν την οικονομική βιωσιμότητα της παροχής δημόσιων επιβατικών μεταφορών, σύμφωνα με τις απαιτήσεις που προβλέπονται στην πολιτική δημόσιων μεταφορών, κατά τρόπο μακροπρόθεσμο.»

6        Το άρθρο 3 του εν λόγω κανονισμού, το οποίο φέρει τον τίτλο «Συμβάσεις παροχής δημόσιας υπηρεσίας και γενικοί κανόνες», ορίζει, στις παραγράφους 1 και 2, τα εξής:

«1.      Εφόσον μια αρμόδια αρχή αποφασίζει να χορηγήσει σε φορέα της επιλογής της αποκλειστικό δικαίωμα ή/και αποζημίωση παντός είδους, σε αντιστάθμιση για την εκπλήρωση υποχρεώσεων παροχής δημόσιας υπηρεσίας, πρέπει να το πράττει στο πλαίσιο σύμβασης παροχής δημόσιας υπηρεσίας.

2.      Κατά παρέκκλιση της παραγράφου 1, οι υποχρεώσεις παροχής δημόσιας υπηρεσίας που αποβλέπουν στον καθορισμό ανώτατου ορίου χρέωσης για όλους τους επιβάτες ή για ορισμένες κατηγορίες επιβατών, μπορούν επίσης να διέπονται από γενικούς κανόνες. Σύμφωνα με τις αρχές που καθορίζονται με τα άρθρα 4 και 6 καθώς και με το παράρτημα, η αρμόδια αρχή αποζημιώνει τους φορείς δημοσίων υπηρεσιών για το καθαρό οικονομικό αποτέλεσμα, θετικό ή αρνητικό, επί του κόστους που προκύπτει και των εσόδων που γεννώνται κατά την τήρηση των τιμολογιακών υποχρεώσεων που καθορίζονται από γενικούς κανόνες, έτσι ώστε να αποφεύγεται η υπεραντιστάθμιση. Ταύτα ισχύουν παρά το δικαίωμα των αρμόδιων αρχών να ενσωματώνουν τις υποχρεώσεις παροχής δημόσιας υπηρεσίας καθορίζοντας ανώτατα όρια χρέωσης στις συμβάσεις παροχής δημόσιας υπηρεσίας.»

7        Το άρθρο 4 του κανονισμού 1370/2007, το οποίο φέρει τον τίτλο «Υποχρεωτικό περιεχόμενο των συμβάσεων παροχής δημόσιας υπηρεσίας και των γενικών κανόνων», προβλέπει, στην παράγραφο 1, τα εξής:

«Οι συμβάσεις παροχής δημόσιας υπηρεσίας και οι γενικοί κανόνες:

α)      καθορίζουν με σαφήνεια τις υποχρεώσεις παροχής δημόσιας υπηρεσίας, που ορίζονται στον παρόντα κανονισμό και προσδιορίζονται σύμφωνα με το άρθρο 2α αυτού, με τις οποίες ο φορέας παροχής δημόσιας υπηρεσίας πρέπει να συμμορφώνεται, και τις οικείες γεωγραφικές περιοχές·

β)      καθορίζουν εκ των προτέρων, με αντικειμενικότητα και διαφάνεια,

i)      τις παραμέτρους με βάση τις οποίες πρέπει να υπολογίζεται η πληρωμή της αποζημίωσης, εάν υπάρχει· και

ii)      τη φύση και την έκταση των τυχόν χορηγούμενων αποκλειστικών δικαιωμάτων, έτσι ώστε να αποφεύγεται η υπεραντιστάθμιση.

Στην περίπτωση συμβάσεων παροχής δημόσιας υπηρεσίας μη ανατεθειμένων σύμφωνα με το άρθρο 5 παράγραφος 1, 3 ή 3β, οι εν λόγω παράμετροι καθορίζονται έτσι ώστε καμία πληρωμή αποζημίωσης να μην υπερβαίνει το ποσό που είναι αναγκαίο για να καλύψει το καθαρό οικονομικό αποτέλεσμα επί του κόστους που προκύπτει και των εσόδων που γεννά η εκτέλεση των υποχρεώσεων παροχής δημόσιας υπηρεσίας, λαμβανομένων υπόψη των συναφών εσόδων που αποκομίζει ο φορέας δημόσιας υπηρεσίας και ενός εύλογου κέρδους·

γ)      καθορίζουν τους τρόπους κατανομής των δαπανών που συνδέονται με την παροχή των υπηρεσιών. Οι δαπάνες αυτές μπορούν να περιλαμβάνουν ιδίως τις δαπάνες προσωπικού, ενέργειας, τελών υποδομής, συντήρησης και επισκευής οχημάτων δημόσιας μεταφοράς, τροχαίου υλικού και εγκαταστάσεων απαραίτητων για την παροχή των υπηρεσιών μεταφοράς επιβατών, καθώς και τα πάγια έξοδα και κατάλληλο ποσοστό απόδοσης κεφαλαίου.»

8        Το άρθρο 6 του κανονισμού, το οποίο φέρει τον τίτλο «Αποζημίωση για την παροχή δημόσιας υπηρεσίας», προβλέπει, στην παράγραφο 1, τα εξής:

«Κάθε αποζημίωση συνδεόμενη με γενικό κανόνα ή σύμβαση παροχής δημόσιας υπηρεσίας είναι σύμφωνη προς το άρθρο 4, ανεξάρτητα από τον τρόπο ανάθεσης της σύμβασης. Κάθε αποζημίωση, ανεξάρτητα από τη φύση της, η οποία συνδέεται με σύμβαση παροχής δημόσιας υπηρεσίας που δεν έχει ανατεθεί σύμφωνα με το άρθρο 5 παράγραφος 1, 3 ή 3β ή συνδέεται με γενικό κανόνα, είναι επίσης σύμφωνη με τις διατάξεις του παραρτήματος.»

9        Το σημείο 7 του τιτλοφορούμενου «Ισχύοντες κανόνες αποζημίωσης στις περιπτώσεις του άρθρου 6 παράγραφος 1» παραρτήματος του κανονισμού, προβλέπει τα εξής:

«Η μέθοδος αποζημίωσης πρέπει να προτρέπει στη διατήρηση ή την ανάπτυξη:

–        αποτελεσματικής διαχείρισης από τον φορέα δημόσιας υπηρεσίας, η οποία να μπορεί να αξιολογηθεί αντικειμενικά, και

–        προσφοράς υπηρεσιών μεταφοράς επιβατών αρκετά υψηλής ποιότητας.»

 Οι οδηγίες ερμηνείας

10      Το τμήμα 1 της ανακοινώσεως της Επιτροπής σχετικά με τις οδηγίες ερμηνείας του κανονισμού 1370/2007 (ΕΕ 2014, C 92, σ. 1) (στο εξής: οδηγίες ερμηνείας), υπό τον τίτλο «Εισαγωγή», ορίζει, στο πέμπτο εδάφιο, τα εξής:

«Στην παρούσα ανακοίνωση, η Επιτροπή εξηγεί πώς αντιλαμβάνεται ορισμένες διατάξεις του κανονισμού, οι οποίες βασίζονται σε βέλτιστες πρακτικές, για να βοηθήσει τα κράτη μέλη να αποκομίσουν πλήρως τα οφέλη της εσωτερικής αγοράς. Η παρούσα ανακοίνωση δεν φιλοδοξεί να καλύψει με εξαντλητικό τρόπο όλες τις διατάξεις, ούτε να εισαγάγει νέους νομοθετικούς κανόνες. Σημειώνεται ότι, σε κάθε περίπτωση, αρμόδιο για την ερμηνεία του ενωσιακού δικαίου είναι εντέλει το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης.»

11      Το τμήμα 2.4 των οδηγιών ερμηνείας αφορά, σύμφωνα με τον τίτλο του, την αποζημίωση για την παροχή δημόσιας υπηρεσίας.

12      Το σημείο 2.4.3 των εν λόγω οδηγιών ερμηνείας έχει ως εξής:

«[…]

Το παράρτημα ορίζει ότι ως “εύλογο κέρδος” πρέπει να νοείται το ποσοστό απόδοσης του κεφαλαίου που θεωρείται φυσιολογικό για τον τομέα, στο συγκεκριμένο κράτος μέλος, και στο οποίο συνυπολογίζεται ο κίνδυνος, ή η απουσία κινδύνου, για τον φορέα παροχής δημόσιας υπηρεσίας λόγω της παρέμβασης της δημόσιας αρχής. Ωστόσο, δεν δίδονται άλλες οδηγίες για το ορθό ύψος του “κατάλληλου ποσοστού απόδοσης κεφαλαίου” ή του “εύλογου κέρδους”.

[…]

Σε κάθε περίπτωση, ανάλογα με τις ιδιαίτερες περιστάσεις κάθε σύμβασης παροχής δημόσιας υπηρεσίας, χρειάζεται αξιολόγηση κατά περίπτωση από την αρμόδια αρχή για να προσδιορίζεται το κατάλληλο ύψος του εύλογου κέρδους. Μεταξύ άλλων, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της συγκεκριμένης επιχείρησης, η κανονική τρέχουσα αμοιβή στην αγορά για παρεμφερείς υπηρεσίες και το επίπεδο του ενεχόμενου κινδύνου της εκάστοτε σύμβασης παροχής δημόσιας υπηρεσίας. Παραδείγματος χάρη, μια σύμβαση παροχής δημόσιας υπηρεσίας που περιέχει ειδικές προστατευτικές διατάξεις για το ύψος της αποζημίωσης σε περίπτωση απρόβλεπτων εξόδων είναι λιγότερο επισφαλής από μια σύμβαση που δεν περιέχει τέτοιες εγγυήσεις. Εφόσον όλα τα υπόλοιπα στοιχεία είναι ίδια, το εύλογο κέρδος στην πρώτη σύμβαση αναμένεται συνεπώς χαμηλότερο σε σύγκριση με τη δεύτερη.

Πρέπει γενικώς να ενθαρρύνεται η χρήση κινήτρων αποδοτικότητας στον μηχανισμό αποζημίωσης […]. Πρέπει να υπογραμμιστεί ότι τα υπάρχοντα συστήματα αποζημίωσης που καλύπτουν απλώς το πραγματικό κόστος παρέχουν λίγα κίνητρα για τη μεταφορική εταιρεία για να περιστείλει το κόστος ή για να καταστεί πιο αποτελεσματική με την πάροδο του χρόνου. Η χρήση τους περιορίζεται, συνεπώς, καλύτερα σε περιπτώσεις στις οποίες η αβεβαιότητα σχετικά με το κόστος είναι μεγάλη και ο μεταφορέας χρειάζεται υψηλό βαθμό προστασίας από την αβεβαιότητα.

[…]»

13      Το σημείο 2.4.5 των οδηγιών ερμηνείας διαλαμβάνει τα εξής:

«Η αιτιολογική σκέψη 27 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1370/2007 ορίζει ότι σε περίπτωση σύμβασης δημόσιας υπηρεσίας χωρίς διαγωνισμό ή γενικών κανόνων, πρέπει για την αντιστάθμιση να καθορίζονται παράμετροι ώστε αυτή να είναι η κατάλληλη και να αντικατοπτρίζει “την επιθυμία για αποτελεσματικότητα και ποιότητα των υπηρεσιών”. Αυτό σημαίνει ότι οι αρμόδιες αρχές πρέπει, μέσω του μηχανισμού αντιστάθμισης, να ενθαρρύνουν τους παρόχους να βελτιώνουν την απόδοσή τους και να παρέχουν την υπηρεσία με το απαιτούμενο επίπεδο και την απαιτούμενη ποιότητα με όσο το δυνατόν λιγότερους πόρους.

Οι κανόνες αποζημίωσης του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1370/2007 αφήνουν κάποιο περιθώριο στις αρμόδιες αρχές να καταρτίζουν καθεστώτα παροχής κινήτρων στον πάροχο. Σε κάθε περίπτωση οι αρμόδιες αρχές υποχρεούνται “να προτρέπουν στη διατήρηση ή την ανάπτυξη αποτελεσματικής διαχείρισης από τον φορέα δημόσιας υπηρεσίας, η οποία να μπορεί να αξιολογηθεί αντικειμενικά” (σημείο 7 του παραρτήματος). Αυτό συνεπάγεται ότι το καθεστώς αποζημίωσης πρέπει να σχεδιάζεται κατά τρόπο που να εξασφαλίζει συν τω χρόνω τουλάχιστον κάποια βελτίωση στην απόδοση.

Τα κίνητρα αποτελεσματικότητας πρέπει, ωστόσο, να είναι αναλογικά και να μην υπερβαίνουν ένα εύλογο επίπεδο, ανάλογα με τις δυσχέρειες που παρουσιάζονται στην επίτευξη των στόχων αποτελεσματικότητας. Αυτό είναι δυνατόν να εξασφαλίζεται, π.χ., με ισόρροπο καταμερισμό τυχόν κερδών που προκύπτουν από βελτιώσεις της αποτελεσματικότητας μεταξύ του μεταφορέα, των δημοσίων αρχών ή/και των χρηστών. Σε κάθε περίπτωση, πρέπει να τίθεται καθεστώς το οποίο να διασφαλίζει ότι δεν επιτρέπεται στην επιχείρηση να έχει δυσανάλογα οφέλη αποτελεσματικότητας. Επιπλέον, οι παράμετροι των εν λόγω καθεστώτων παροχής κινήτρων πρέπει να είναι πλήρως και επακριβώς καθορισμένες στη σύμβαση παροχής δημόσιας υπηρεσίας.

Τα κίνητρα για την αποδοτικότερη παροχή υπηρεσιών δημόσιων δεν πρέπει πάντως να παρακωλύουν την παροχή υπηρεσιών υψηλής ποιότητας. Στο πλαίσιο του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1370/2007, η αποτελεσματικότητα πρέπει να νοείται ως η σχέση μεταξύ της ποιότητας ή του επιπέδου των δημοσίων υπηρεσιών και των πόρων που χρησιμοποιούνται για την παροχή αυτών των υπηρεσιών. Τα κίνητρα αποτελεσματικότητας πρέπει επομένως να εστιάζονται στη μείωση του κόστους και ταυτόχρονα στη βελτίωση της ποιότητας ή του επιπέδου της υπηρεσίας.»

14      Το σημείο 2.4.8. των ίδιων οδηγιών ερμηνείας διευκρινίζει, στο δεύτερο και τρίτο εδάφιο, τα εξής:

«[…] [Ο]ι κανόνες του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1370/2007 δεν αποβλέπουν μόνον στην αποφυγή τυχόν υπεραντιστάθμισης για υποχρεώσεις παροχής δημόσιας υπηρεσίας, αλλά και […] σκοπός είναι να εξασφαλίσουν ότι η παροχή δημοσίων υπηρεσιών που καθορίζεται στη σύμβαση παροχής δημόσιας υπηρεσίας είναι οικονομικά βιώσιμη για να επιτευχθεί και να διατηρηθεί υψηλό επίπεδο ποιότητας της παροχής της υπηρεσίας. Η υποχρέωση παροχής δημόσιας υπηρεσίας πρέπει επομένως να αποζημιώνεται κατάλληλα, ώστε να μην συρρικνωθούν μακροπρόθεσμα τα κεφάλαια του μεταφορέα που έχει επενδύσει για τη σύμβαση παροχής δημόσιας υπηρεσίας και να μην αποτραπεί η αποτελεσματική εκπλήρωση των συμβατικών υποχρεώσεών του και να διατηρηθεί η εκτέλεση δημοσίων συγκοινωνιών υψηλών προτύπων, όπως αναφέρεται στο σημείο 7 του παραρτήματος του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1370/2007.

Σε κάθε περίπτωση, εάν η αρμόδια αρχή δεν καταβάλλει κατάλληλη αποζημίωση, κινδυνεύει να μειώσει τον αριθμό των υποβαλλόμενων προσφορών με διαγωνισμό για την ανάθεση σύμβασης παροχής δημόσιας υπηρεσίας ή να δημιουργήσει σοβαρές οικονομικές δυσχέρειες στον μεταφορέα εάν η σύμβαση του έχει ανατεθεί απευθείας ή/και να προκαλέσει πτώση του συνολικού επιπέδου και της ποιότητας των εκτελούμενων συγκοινωνιών κατά τη διάρκεια της σύμβασης.»

 Το λεττονικό δίκαιο

15      Το άρθρο 10 του Sabiedriskā transporta pakalpojumu likums (νόμου περί υπηρεσιών δημόσιων μεταφορών), της 14ης Ιουνίου 2007 (Latvijas Vēstnesis, 2007, αριθ. 106), ορίζει τα εξής:

«1.      Ο μεταφορέας λαμβάνει αποζημίωση για τις ζημίες που υφίσταται και τις δαπάνες στις οποίες υποβάλλεται και οι οποίες συνδέονται με την παροχή των υπηρεσιών δημόσιων μεταφορών, σύμφωνα με τις απαιτήσεις των άρθρων 11 και 12 του παρόντος νόμου.

[…]

3.      Κατά τον παρόντα νόμο, στην έννοια των ζημιών περιλαμβάνεται επίσης το κόστος των υπηρεσιών, εάν η αναθέτουσα αρχή οργάνωσε την ανάθεση της παροχής των υπηρεσιών δημόσιων μεταφορών βάσει του Publisko iepirkumu likums (νόμου περί δημόσιων συμβάσεων).»

16      Το άρθρο 11, παράγραφος 1, του νόμου περί υπηρεσιών δημόσιων μεταφορών προβλέπει τα εξής:

«Ο μεταφορέας λαμβάνει, για τις ζημίες οι οποίες συνδέονται με την παροχή των υπηρεσιών δημόσιων μεταφορών, αποζημίωση της οποίας το ύψος και οι λεπτομέρειες καθορίζονται από το Υπουργικό Συμβούλιο. […]»

17      Η Ministru kabineta noteikumi n° 435 – Kārtība, kādā nosaka un kompensē ar sabiedriskā transporta pakalpojumu sniegšanu saistītos zaudējumus un izdevumus un nosaka sabiedriskā transporta pakalpojuma tarifu» (απόφαση 435 του Υπουργικού Συμβουλίου σχετικά με τη διαδικασία για τον καθορισμό και την αποζημίωση των ζημιών και των δαπανών που σχετίζονται με την παροχή υπηρεσιών δημόσιων μεταφορών και για την τιμολόγηση των εν λόγω υπηρεσιών), της 28ης Ιουλίου 2015 (Latvijas Vēstnesis, 2015, αριθ. 155), περιλαμβάνει τις ακόλουθες διατάξεις:

«[…]

2.      Ο μεταφορέας λαμβάνει αποζημίωση για τις ζημίες που υφίσταται και τις δαπάνες στις οποίες υποβάλλεται σε σχέση με την εκτέλεση της συμβάσεως παροχής υπηρεσιών δημόσιων μεταφορών:

2.1.      στην περίπτωση που η αναθέτουσα αρχή έχει καθορίσει το ύψος του τιμολογίου για την παροχή υπηρεσιών δημόσιων μεταφορών, ισόποση προς τις ζημίες του μεταφορέα εάν το απαιτούμενο κόστος που συνδέεται με την εκτέλεση της συμβάσεως παροχής υπηρεσιών δημόσιων μεταφορών υπερβαίνει τα εξ αυτής έσοδα.

[…]

56.      Η σύμβαση παροχής υπηρεσιών δημόσιων μεταφορών μπορεί να καθορίζει το ύψος της αποζημιώσεως (συμβατική τιμή) ή τη διαδικασία υπολογισμού της εν λόγω αποζημιώσεως (της συμβατικής τιμής). Για τον καθορισμό, στη σύμβαση παροχής υπηρεσιών δημόσιων μεταφορών, του ύψους της αποζημιώσεως (συμβατική τιμή) ή της διαδικασίας υπολογισμού της εν λόγω αποζημιώσεως (της συμβατικής τιμής), η αναθέτουσα αρχή λαμβάνει υπόψη την έκταση των δικαιωμάτων που παραχωρούνται, τη συχνότητα της παρεχόμενης υπηρεσίας δημόσιων μεταφορών, την κερδοφορία της υπηρεσίας δημόσιων μεταφορών, τις απαιτήσεις ποιότητας που θεσπίζονται για την υπηρεσία δημόσιων μεταφορών, τις απαιτήσεις τεχνικού εξοπλισμού των οχημάτων και άλλα αντικειμενικά κριτήρια των οποίων η πλήρωση συνδέεται άμεσα με το ύψος της αποζημιώσεως που πρέπει να καταβληθεί.»

 Η διαφορά της κύριας δίκης και το προδικαστικό ερώτημα

18      Η αναθέτουσα αρχή προκήρυξε ανοικτό διαγωνισμό για την παραχώρηση του δικαιώματος παροχής δημόσιας υπηρεσίας επιβατικών μεταφορών με λεωφορείο στο λεττονικό περιφερειακό οδικό δίκτυο για διάρκεια δέκα ετών.

19      Οι Dobeles κ.λπ. προσέφυγαν ενώπιον της Iepirkumu uzraudzības biroja Iesniegumu izskatīšanas komisija (επιτροπής εξέτασης ενστάσεων της Υπηρεσίας Εποπτείας των Δημοσίων Συμβάσεων, Λεττονία), βάλλοντας κατά των διατάξεων της συγγραφής υποχρεώσεων. Προς στήριξη της διοικητικής προσφυγής τους, οι Dobeles κ.λπ. υποστήριξαν ότι η συγγραφή υποχρεώσεων και το αντίστοιχο σχέδιο συμβάσεως θεσπίζουν από κοινού έναν μη σύννομο μηχανισμό αποζημιώσεως για την παροχή της επίμαχης δημόσιας υπηρεσίας μεταφορών, δεδομένου ότι οι προσφέροντες καλούνται να προβλέψουν, στην προσφορά τους, την τιμή της προσφερόμενης υπηρεσίας για τα επόμενα 10 έτη, τιμή η οποία χρησιμεύει για τον καθορισμό, κατά τη διάρκεια ισχύος της συμβάσεως, της καταβλητέας αποζημιώσεως στους φορείς, ενώ στη σύμβαση δεν προβλέπεται ολοκληρωμένη διαδικασία αναθεωρήσεως της τιμής της υπηρεσίας σε περίπτωση διακυμάνσεως του κόστους το οποίο επηρεάζει την εν λόγω τιμή.

20      Με απόφαση της 11ης Νοεμβρίου 2019, η ανωτέρω επιτροπή απέρριψε τη διοικητική προσφυγή τους.

21      Κατόπιν αυτού, οι Dobeles κ.λπ. προσέφυγαν ενώπιον του Αdministratīvā rajona tiesa (διοικητικού πρωτοδικείου, Λεττονία), ζητώντας την ακύρωση της ως άνω αποφάσεως. Προς στήριξη των ένδικων προσφυγών τους, προβάλλουν την αιτίαση ότι η διαδικασία αναθεωρήσεως της συμβατικής τιμής για την παροχή υπηρεσιών μεταφοράς, η οποία περιλαμβάνεται στο παράρτημα του σχεδίου δημόσιας συμβάσεως, αποκλείει από την τιμαριθμική αναπροσαρμογή της συμβατικής τιμής, η οποία προβλέπεται μόνο για το κόστος καυσίμων και μισθών καθώς και για τις εισφορές κοινωνικής ασφαλίσεως, αφενός, τις διακυμάνσεις του κόστους των καυσίμων και των μισθών οι οποίες δεν υπερβαίνουν, αντιστοίχως, το 5 % και το 8 %, καθώς και, αφετέρου, τα τέσσερα πρώτα και τα τρία τελευταία έτη της παροχής υπηρεσιών. Οι Dobeles κ.λπ. βάλλουν επίσης κατά των διατάξεων της συγγραφής υποχρεώσεων σχετικά με τους κανόνες αναθεωρήσεως της συμβατικής τιμής ανά χιλιόμετρο, κατά τις οποίες η τιμή αυτή μπορεί να αναθεωρηθεί μόνον αν ο όγκος των παρασχεθησομένων υπηρεσιών μειωθεί από την αναθέτουσα αρχή κατά ποσοστό άνω του 30 %, στο μέτρο που οι διατάξεις αυτές δεν προβλέπουν αντικειμενικά και διαφανή κριτήρια πρόσφορα για την αναθεώρηση της συμβατικής τιμής.

22      Με απόφαση της 29ης Μαΐου 2019, το ανωτέρω δικαστήριο απέρριψε τις προσφυγές, με το σκεπτικό, κατ’ ουσίαν, ότι το Δημόσιο δεν υποχρεούται να καλύπτει όλα τα έξοδα των φορέων παροχής δημόσιας υπηρεσίας μεταφορών, ανεξαρτήτως της λειτουργικής αποτελεσματικότητας των εν λόγω φορέων, και ότι η διαδικασία τιμαριθμικής αναπροσαρμογής της συμβατικής τιμής που προβλέπεται στο σχέδιο δημοσίας συμβάσεως δεν είναι αντίθετη προς τις απαιτήσεις του κανονισμού 1370/2007.

23      Οι Dobeles κ.λπ. άσκησαν αναίρεση ενώπιον του Augstākā tiesa (Senāts) (Ανωτάτου Δικαστηρίου, Λεττονία), ήτοι του αιτούντος δικαστηρίου, με αίτημα την αναίρεση της ανωτέρω αποφάσεως. Προς στήριξη της αιτήσεώς τους αναιρέσεως, οι Dobeles κ.λπ. υποστηρίζουν ότι το χρηματοοικονομικό μοντέλο που περιλαμβάνεται στη συγγραφή υποχρεώσεων δεν εγγυάται στους οικείους μεταφορείς «κατάλληλη αποζημίωση», κατά την έννοια του κανονισμού 1370/2007, δεδομένου ότι η χορηγούμενη αποζημίωση δεν καλύπτει το σύνολο του κόστους το οποίο δικαιολογείται αντικειμενικώς για την παροχή της υπηρεσίας που απαιτεί η αναθέτουσα αρχή. Ειδικότερα, η τιμαριθμική αναπροσαρμογή που προβλέπεται στο σχέδιο δημοσίας συμβάσεως είναι υπερβολικά φειδωλή και δεν είναι αντικειμενικώς δυνατό να προβλεφθεί η αύξηση του κόστους η οποία θα μπορούσε να επέλθει κατά την περίοδο των δέκα ετών που καλύπτει η σύμβαση. Επομένως, το επιλεγέν χρηματοοικονομικό μοντέλο δεν σκοπεί στη διασφάλιση της λειτουργικής αποτελεσματικότητας του μεταφορέα, αλλά στη μετακύλιση του κινδύνου αυξήσεως του κόστους από το Δημόσιο στον μεταφορέα.

24      Από την πλευρά της, η αναθέτουσα αρχή υπογραμμίζει ότι ο κανονισμός 1370/2007 αποσκοπεί στην αποφυγή παντός κινδύνου υπεραντισταθμίσεως, αφήνοντας, εξάλλου, στα κράτη μέλη τη δυνατότητα να αποφασίσουν αν θα χορηγήσουν ή όχι αποζημίωση στους μεταφορείς επιβατών, ότι το καθεστώς αποζημιώσεως πρέπει να αξιοποιείται για να ενθαρρύνει τους παρόχους υπηρεσιών να καθίστανται αποτελεσματικότεροι εξασφαλίζοντας παροχές του απαιτούμενου επιπέδου και της απαιτούμενης ποιότητας με όσο το δυνατόν λιγότερους πόρους και ότι οι κανόνες περί αποζημιώσεως που περιλαμβάνονται στον ανωτέρω κανονισμό, οι οποίοι αφήνουν περιθώριο ελιγμών στις αρμόδιες αρχές, δεν επιτρέπουν να συναχθεί το συμπέρασμα ότι το Δημόσιο υποχρεούται να καλύπτει το σύνολο του κόστους των παρόχων δημόσιας υπηρεσίας μεταφορών, ανεξαρτήτως της λειτουργικής αποτελεσματικότητάς τους.

25      Στο πλαίσιο αυτό, το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι από το άρθρο 1, παράγραφος 1, του κανονισμού 1370/2007, καθώς και από τις οδηγίες ερμηνείας, και ειδικότερα από το σημείο 2.4.8 των οδηγιών, προκύπτει ότι το Δημόσιο έχει την υποχρέωση να διασφαλίζει ένα σύστημα δημόσιων υπηρεσιών μεταφορών χάρη στο οποίο οι παρεχόμενες υπηρεσίες να είναι καλύτερης ποιότητας, προσφέροντας στον πάροχο των υπηρεσιών αυτών οικονομική στήριξη κατάλληλη για την επίτευξη του ανωτέρω σκοπού.

26      Κατά το αιτούν δικαστήριο, σωρεία επιχειρημάτων ανατρέπουν την άποψη των Dobeles κ.λπ. ότι ο κανονισμός 1370/2007 επιβάλλει την αποζημίωση για το σύνολο των ζημιών που θα μπορούσε να υποστεί ο πάροχος δημόσιας υπηρεσίας μεταφορών.

27      Ειδικότερα, από την αιτιολογική σκέψη 27 και από το σημείο 7 του παραρτήματος του κανονισμού καθώς και από τα σημεία 2.4.3. και 2.4.5. των οδηγιών ερμηνείας προκύπτει ότι το Δημόσιο δεν υποχρεούται να καλύπτει το σύνολο του κόστους των φορέων δημόσιας υπηρεσίας μεταφορών ανεξαρτήτως της λειτουργικής αποτελεσματικότητάς τους. Συναφώς, η προκήρυξη ανοικτού διαγωνισμού, η οποία προβλέπει τις επίμαχες διατάξεις και το μοντέλο χρηματοδοτήσεως της επίμαχης δημόσιας υπηρεσίας, εντάσσεται στην υλοποίηση της εθνικής αντιλήψεως περί αναπτύξεως των δημοσίων υπηρεσιών στον τομέα των μεταφορών. Συγκεκριμένα, προκειμένου να διασφαλισθεί η αποτελεσματικότερη χρήση των πόρων του κρατικού προϋπολογισμού, η αποζημίωση που χορηγείται για την παροχή τέτοιων υπηρεσιών δεν στηρίζεται πλέον, από το 2021, στο σύστημα της αναλήψεως από το Δημόσιο όλων, κατ’ ουσίαν, των κινδύνων διά της καλύψεως του συνόλου του κόστους του παρόχου υπηρεσιών μεταφοράς, κόστους το οποίο συνδέεται με την προσφορά και τη ζήτηση, αλλά σε ένα συμβατικό μοντέλο στηριζόμενο στη διαφορά μεταξύ της συμβατικής τιμής που προσφέρει ο πάροχος στο πλαίσιο ανοικτού διαγωνισμού και των εσόδων που αντλούνται από τη δημόσια υπηρεσία μεταφορών.

28      Ωστόσο, το αιτούν δικαστήριο φρονεί ότι πρέπει να διερευνηθεί μήπως, όπως προβάλλουν οι Dobeles κ.λπ., το εν λόγω νέο μοντέλο και τα μέσα εφαρμογής του υποχρεώνουν τους προσφέροντες να αναλάβουν υπέρμετρα υψηλούς κινδύνους όταν καθορίζουν την τιμή της παρεχόμενης υπηρεσίας και μήπως οι εν λόγω κίνδυνοι είναι τόσο αυξημένοι ώστε ευλόγως να θεωρηθεί ότι το Δημόσιο δεν εκπληρώνει την υποχρέωσή του περί καταβολής κατάλληλης αποζημιώσεως για τις δαπάνες οι οποίες συνδέονται με τη δημόσια υπηρεσία μεταφορών. Συγκεκριμένα, δεν είναι δυνατή εν γένει η επακριβής πρόβλεψη ούτε της τιμής των ενεργειακών πόρων σε ορίζοντα δεκαετίας ούτε των μέσων μισθών στον οικείο τομέα ή του ύψους των εισφορών κοινωνικής ασφαλίσεως. Στην περίπτωση ενός καθεστώτος αποζημιώσεως το οποίο επιτρέπει τον επανυπολογισμό των τιμών μόνον ανά πολυετή διαστήματα, και δη μόνον ως προς ένα μέρος του κόστους, ενδεχομένως να υπάρχει ακόμη και ο κίνδυνος, ενώ υφίσταται αποτελεσματική οικονομική δραστηριότητα, οι αυξήσεις του κόστους, λόγω μη αρκούντως επακριβών προβλέψεων, να προκαλέσουν ζημίες στον φορέα.

29      Βεβαίως, τίποτα δεν εμποδίζει τους προσφέροντες να συμπεριλάβουν στον υπολογισμό της τιμής της προσφοράς τους το κόστος που συνδέεται με τον κίνδυνο τον οποίον αναλαμβάνουν, καθορίζοντας μια τιμή για συγκεκριμένη περίοδο η οποία να λαμβάνει υπόψη τον μεταβλητό χαρακτήρα των κρίσιμων οικονομικών και εμπορικών συνθηκών.

30      Εντούτοις, τούτο δεν θα απέκλειε πλήρως το ενδεχόμενο το προτεινόμενο καθεστώς αποζημιώσεως να μην καλύπτει όλες τις ζημίες που υφίσταται ο φορέας κατά την εκτέλεση της συμβάσεως. Πράγματι, στο πλαίσιο ενός διαγωνισμού, ενδέχεται οι προσφέροντες, με την προσδοκία να τους ανατεθεί η σύμβαση, να αποφύγουν να προτείνουν συμβατική τιμή αίρουσα τον προμνησθέντα κίνδυνο, ενώ ενδέχεται οι ανακύπτουσες κατά την εκτέλεση της συμβάσεως δυσχέρειες να πρέπει να αντιμετωπισθούν διά της μειώσεως της διαθεσιμότητας ή της ποιότητας της παρεχόμενης υπηρεσίας. Κατά συνέπεια, τίθεται το ζήτημα αν, εν προκειμένω, ο προβλεπόμενος από την αναθέτουσα αρχή μηχανισμός αναθεωρήσεως των τιμών διασφαλίζει επαρκή και σύμφωνη με τον σκοπό τον οποίον επιδιώκει ο κανονισμός 1370/2007 αποζημίωση.

31      Υπό τις συνθήκες αυτές, το Augstākā tiesa (Senāts) (Ανώτατο Δικαστήριο) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα:

«Έχουν το άρθρο 1, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, το άρθρο 2α, παράγραφος 2, και το άρθρο 3, παράγραφος 2, του κανονισμού 1370/2007 […] την έννοια ότι επιτρέπουν καθεστώς αποζημίωσης το οποίο δεν επιβάλλει στην αρμόδια αρχή την υποχρέωση να αποζημιώνει πλήρως τον πάροχο της υπηρεσίας δημόσιων μεταφορών, προβαίνοντας σε περιοδική τιμαριθμική αναπροσαρμογή της συμβατικής τιμής (ποσού της αποζημίωσης), για κάθε αύξηση των σχετιζόμενων με την παροχή της υπηρεσίας στοιχείων κόστους που εκφεύγουν του ελέγχου του εν λόγω παρόχου υπηρεσιών, και το οποίο, επομένως, δεν εξαλείφει πλήρως τον κίνδυνο να υποστεί ο πάροχος των υπηρεσιών ζημίες μη δυνάμενες να αποτελέσουν αντικείμενο αποζημίωσης;»

 Επί του προδικαστικού ερωτήματος

32      Με το προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινισθεί αν ο κανονισμός 1370/2007 έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε καθεστώς αποζημιώσεως το οποίο, στο πλαίσιο δημόσιας συμβάσεως παροχής υπηρεσιών και κατόπιν ανοικτής, διαφανούς και χωρίς διακρίσεις διαδικασίας διαγωνισμού, δεν υποχρεώνει τις αρμόδιες εθνικές αρχές να χορηγούν σε πάροχο υπηρεσιών επιβατικών μεταφορών ο οποίος υπέχει υποχρεώσεις παροχής δημόσιας υπηρεσίας πλήρη αποζημίωση καλύπτουσα, μέσω περιοδικής τιμαριθμικής αναπροσαρμογής, κάθε αύξηση του κόστους διαχειρίσεως και εκμεταλλεύσεως της εν λόγω υπηρεσίας το οποίο εκφεύγει του ελέγχου του.

33      Υπενθυμίζεται ότι, κατά το άρθρο 1, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού 1370/2007, σκοπός του κανονισμού είναι να καθορίσει, σύμφωνα με τους κανόνες του δικαίου της Ένωσης, τον τρόπο με τον οποίο οι αρμόδιες εθνικές αρχές μπορούν να ενεργούν στον τομέα των δημοσίων επιβατικών μεταφορών για να εξασφαλίζουν την προσφορά υπηρεσιών γενικού συμφέροντος, οι οποίες θα είναι, μεταξύ άλλων, πολυπληθέστερες, ασφαλέστερες, υψηλότερης ποιότητας ή λιγότερο δαπανηρές από εκείνες που θα μπορούσαν να προσφέρουν από μόνες τους οι δυνάμεις της αγοράς.

34      Προς τούτο, ο εν λόγω κανονισμός καθορίζει, σύμφωνα με το δεύτερο εδάφιο του άρθρου 1, παράγραφος 1, τους όρους υπό τους οποίους οι αρμόδιες εθνικές αρχές, όταν επιβάλλουν υποχρεώσεις παροχής δημοσίων υπηρεσιών ή συνάπτουν σχετικές συμβάσεις, αποζημιώνουν τους φορείς δημοσίων υπηρεσιών για το κόστος με το οποίο επιβαρύνονται ή/και τους χορηγούν αποκλειστικά δικαιώματα ως αντάλλαγμα για την εκτέλεση υποχρεώσεων δημόσιας υπηρεσίας.

35      Επομένως, ο κανονισμός 1370/2007 περιέχει ειδικούς κανόνες με τους οποίους εισάγονται εξειδικευμένες ρυθμίσεις σε σχέση με τα γενικά συστήματα αναθέσεως δημοσίων συμβάσεων (πρβλ. απόφαση της 27ης Οκτωβρίου 2016, Hörmann Reisen, C‑292/15, EU:C:2016:817, σκέψη 45), σκοπός των οποίων είναι η θέσπιση νομικού πλαισίου για τη χορήγηση αποζημιώσεων και/ή αποκλειστικών δικαιωμάτων για το κόστος που προκύπτει από την εκπλήρωση των υποχρεώσεων παροχής δημόσιας υπηρεσίας [πρβλ. απόφαση της 24ης Οκτωβρίου 2019, Autorità Garante della Concorrenza e del Mercato (Απευθείας ανάθεση συμβάσεως παροχής δημόσιας υπηρεσίας μεταφορών), C‑515/18, EU:C:2019:893, σκέψη 31].

36      Μεταξύ των διατάξεων που αποτελούν το νομικό αυτό πλαίσιο, το άρθρο 3, παράγραφος 1, του ανωτέρω κανονισμού προβλέπει ότι, εφόσον αρμόδια αρχή κράτους μέλους αποφασίζει να χορηγήσει σε φορέα της επιλογής της αποκλειστικό δικαίωμα ή/και αποζημίωση παντός είδους για την παροχή δημόσιας υπηρεσίας, σε αντιστάθμιση για την εκπλήρωση υποχρεώσεων παροχής δημόσιας υπηρεσίας, το πράττει στο πλαίσιο συμβάσεως παροχής δημόσιας υπηρεσίας, οπότε η διάταξη αυτή θέτει την αρχή ότι οι υποχρεώσεις παροχής δημόσιας υπηρεσίας και οι συναφείς αποζημιώσεις πρέπει να προσδιορίζονται στο πλαίσιο συμβάσεως παροχής δημόσιας υπηρεσίας (πρβλ. απόφαση της 8ης Σεπτεμβρίου 2022, Lux Express Estonia, C‑614/20, EU:C:2022:641, σκέψη 52).

37      Κατά παρέκκλιση από το άρθρο 3, παράγραφος 1, η παράγραφος 2 του εν λόγω άρθρου 3 επιτρέπει τον προσδιορισμό, μέσω γενικών κανόνων, υποχρεώσεων παροχής δημόσιας υπηρεσίας που αποβλέπουν στον καθορισμό ανώτατων ορίων χρεώσεως για όλους τους επιβάτες ή για ορισμένες κατηγορίες επιβατών, οπότε η αρμόδια αρχή υποχρεούται να παράσχει αποζημίωση στον οικείο φορέα δημόσιας υπηρεσίας (πρβλ. απόφαση της 8ης Σεπτεμβρίου 2022, Lux Express Estonia, C‑614/20, EU:C:2022:641, σκέψεις 53 έως 55 και 92).

38      Εντούτοις, εν προκειμένω, από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι η διαφορά της κύριας δίκης αφορά τη σύναψη, κατόπιν ανοικτής, διαφανούς και χωρίς διακρίσεις διαδικασίας διαγωνισμού, συμβάσεως παροχής δημόσιας υπηρεσίας προς τον σκοπό της παροχής υπηρεσιών επιβατικών μεταφορών με λεωφορείο, οπότε το άρθρο 3, παράγραφος 2, του κανονισμού 1370/2007, στο οποίο παραπέμπει το αιτούν δικαστήριο με το ερώτημά του, δεν ασκεί επιρροή για την απάντηση στο ερώτημα.

39      Από τη ρητή διατύπωση του άρθρου 6, παράγραφος 1, πρώτη περίοδος, του κανονισμού 1370/2007 προκύπτει ότι η αποζημίωση η οποία συνδέεται με μια τέτοια σύμβαση παροχής δημόσιας υπηρεσίας, ανατιθέμενη κατόπιν ανοικτής, διαφανούς και χωρίς διακρίσεις διαδικασίας διαγωνισμού, πρέπει να πληροί τις απαιτήσεις του άρθρου 4 του κανονισμού, η δε παράγραφος 1 του ίδιου άρθρου διευκρινίζει τους όρους της αποζημιώσεως. Επομένως, η εν λόγω διάταξη πρέπει να ληφθεί υπόψη προκειμένου να δοθεί απάντηση στο υποβληθέν ερώτημα.

40      Κατά πάγια νομολογία, για την ερμηνεία διατάξεως του δικαίου της Ένωσης, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη όχι μόνον το γράμμα της, αλλά και οι σκοποί που επιδιώκονται με τη ρύθμιση της οποίας αποτελεί μέρος καθώς και το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται [πρβλ. απόφαση της 24ης Οκτωβρίου 2019, Autorità Garante della Concorrenza e del Mercato (Απευθείας ανάθεση συμβάσεως παροχής δημόσιας υπηρεσίας μεταφορών), C‑515/18, EU:C:2019:893, σκέψη 23].

41      Όσον αφορά, κατά πρώτον, το γράμμα του άρθρου 4, παράγραφος 1, του κανονισμού 1370/2007, επισημαίνεται ότι η ανωτέρω διάταξη διευκρινίζει ότι οι συμβάσεις παροχής δημόσιας υπηρεσίας πρέπει, αφενός, σύμφωνα με το στοιχείο της βʹ, πρώτο εδάφιο, σημείο i, να καθορίζουν εκ των προτέρων, με αντικειμενικότητα και διαφάνεια, τις παραμέτρους βάσει των οποίων πρέπει να υπολογίζεται η πληρωμή της αποζημίωσης, όταν προβλέπεται, και, αφετέρου, δυνάμει του στοιχείου γʹ της ως άνω διατάξεως, να καθορίζουν τους τρόπους κατανομής των δαπανών που συνδέονται με την παροχή των υπηρεσιών, οι οποίες μπορούν να περιλαμβάνουν ιδίως τις δαπάνες προσωπικού, ενέργειας, τελών υποδομής, συντήρησης και επισκευής οχημάτων δημόσιας μεταφοράς, τροχαίου υλικού και εγκαταστάσεων απαραίτητων για την παροχή των υπηρεσιών μεταφοράς επιβατών, καθώς και τα πάγια έξοδα και κατάλληλο ποσοστό απόδοσης κεφαλαίου.

42      Από το εν λόγω γράμμα προκύπτει σαφώς ότι οι αρμόδιες εθνικές αρχές, στο μέτρο που σ’ αυτές εναπόκειται να καθορίσουν τις παραμέτρους υπολογισμού της αποζημιώσεως που οφείλεται σε πάροχο δημόσιας υπηρεσίας μεταφορών και να καθορίσουν τον τρόπο κατανομής του κόστους που συνδέεται με την παροχή της, απολαύουν, στο πλαίσιο συμβάσεως παροχής δημόσιας υπηρεσίας, περιθωρίου εκτιμήσεως για τον σχεδιασμό του μηχανισμού μιας τέτοιας αποζημιώσεως.

43      Ειδικότερα, επιβάλλεται η διαπίστωση, στην οποία προέβη και ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 35 των προτάσεών του, ότι η δυνατότητα κατανομής του κόστους συνεπάγεται κατ’ ανάγκην ότι οι αρμόδιες εθνικές αρχές δεν υποχρεούνται να αποζημιώνουν το σύνολο του κόστους, αλλά μπορούν να μετακυλίουν στον πάροχο της εν λόγω δημόσιας υπηρεσίας τους κινδύνους που συνδέονται με την εξέλιξη ορισμένων στοιχείων του κόστους, όποια και αν είναι η φύση τους, χωρίς να έχει σημασία επομένως αν ο πάροχος μπορεί ή όχι, όπως συμβαίνει στην περίπτωση του κόστους της ενέργειας ή ορισμένων κοινωνικών δαπανών, να ελέγξει πλήρως την εξέλιξή τους, δεδομένου ότι αυτή συνδέεται με περιστάσεις ξένες προς τον εν λόγω πάροχο.

44      Επομένως, από το ίδιο το γράμμα του άρθρου 4, παράγραφος 1, του κανονισμού 1370/2007 προκύπτει ότι οι αρμόδιες εθνικές αρχές μπορούν να προβλέπουν, κατά την άσκηση του περιθωρίου εκτιμήσεως που διαθέτουν, ένα καθεστώς αποζημιώσεως το οποίο, λόγω των παραμέτρων υπολογισμού της αποζημιώσεως και του τρόπου κατανομής του κόστους που καθορίζονται από τις εν λόγω αρχές, δεν εγγυάται αυτομάτως στον πάροχο της δημόσιας υπηρεσίας μεταφορών την πλήρη κάλυψη του κόστους.

45      Κατά δεύτερον, όσον αφορά τον σκοπό που επιδιώκει ο κανονισμός 1370/2007, υπενθυμίζεται ότι, όπως προκύπτει από τη σκέψη 34 της παρούσας αποφάσεως, ο κανονισμός αυτός αφορά, όπως συνάγεται, μεταξύ άλλων, από το άρθρο 1, παράγραφος 1, το άρθρο 2α, παράγραφος 2, και το σημείο 7 του παραρτήματος του κανονισμού, ερμηνευόμενα υπό το πρίσμα των αιτιολογικών του σκέψεων 4, 7, 27 και 34, τον καθορισμό των όρων χορήγησης αποζημιώσεως προκειμένου να διασφαλισθεί, υπό ισότιμους όρους ανταγωνισμού, η παροχή δημόσιας υπηρεσίας επιβατικών μεταφορών τόσο αποτελεσματικής όσο και οικονομικά αποδοτικής, προκειμένου να επιτευχθεί υψηλό επίπεδο ποιότητας της υπηρεσίας (πρβλ. απόφαση της 8ης Σεπτεμβρίου 2022, Lux Express Estonia, C‑614/20, EU:C:2022:641, σκέψεις 69 και 70).

46      Επομένως, κάθε καθεστώς αποζημιώσεως πρέπει να αποσκοπεί όχι μόνο στην αποφυγή της υπεραντισταθμίσεως του κόστους, αλλά και στην παροχή κινήτρων προκειμένου ο πάροχος δημόσιας υπηρεσίας μεταφορών να επιτύχει μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα. Όμως, ένα καθεστώς αποζημιώσεως το οποίο διασφαλίζει, σε κάθε περίπτωση, την αυτόματη κάλυψη του συνόλου του κόστους που συνδέεται με την εκτέλεση συμβάσεως παροχής δημόσιας υπηρεσίας δεν προσφέρει ένα τέτοιο κίνητρο για μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα, καθόσον ο εν λόγω πάροχος δεν παρακινείται να περιορίσει το κόστος του.

47      Αντιθέτως, ένα καθεστώς αποζημιώσεως το οποίο, ελλείψει περιοδικής τιμαριθμικής αναπροσαρμογής, δεν καλύπτει αυτομάτως το σύνολο του κόστους αυτού, αλλά έχει ως αποτέλεσμα τη μετακύλιση ορισμένων κινδύνων στον πάροχο της δημόσιας υπηρεσίας, μπορεί να συμβάλει στην επίτευξη του ανωτέρω σκοπού. Πράγματι, ακόμη και σε σχέση με το κόστος που εκφεύγει του ελέγχου του οικείου παρόχου δημόσιας υπηρεσίας, η βελτίωση της αποτελεσματικότητας την οποία έχει επιτύχει θα του παράσχει τη δυνατότητα να ενισχύσει την οικονομική βιωσιμότητά του προκειμένου να αντιμετωπίσει το κόστος αυτό, όπερ θα συμβάλει στη διασφάλιση της ορθής εκτελέσεως των υποχρεώσεων που προβλέπει η σύμβαση παροχής δημόσιας υπηρεσίας.

48      Κατά τρίτον, όσον αφορά το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται το άρθρο 4, παράγραφος 1, του κανονισμού 1370/2007, πρέπει να υπομνησθεί, όπως επισήμανε και ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 65 των προτάσεών του, ότι ο κανονισμός 1370/2007 δεν περιέχει συγκεκριμένους κανόνες εφαρμοστέους στη μέθοδο υπολογισμού της αποζημιώσεως όταν η σύμβαση παροχής δημόσιας υπηρεσίας ανατίθεται κατόπιν διαγωνισμού. Πράγματι, σε μια τέτοια περίπτωση, η αποζημίωση, εν αντιθέσει προς εκείνη η οποία συνδέεται με σύμβαση παροχής δημόσιας υπηρεσίας η οποία έχει ανατεθεί απευθείας ή δυνάμει γενικού κανόνα και, ως εκ τούτου, χωρίς διαγωνισμό, δεν απαιτείται να είναι σύμφωνη, δυνάμει του άρθρου 6, παράγραφος 1, δεύτερη περίοδος, του κανονισμού αυτού, με τους λεπτομερέστερους κανόνες που περιέχονται στο παράρτημά του, οι οποίοι αποσκοπούν να διασφαλίσουν, όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 27 του κανονισμού, την καταλληλότητα του ποσού της αποζημιώσεως.

49      Το διαφορετικό αυτό καθεστώς που θέσπισε ο νομοθέτης της Ένωσης στηρίζεται στην παραδοχή ότι, σε περίπτωση διαγωνισμού, η θέσπιση ακριβέστερων κανόνων σχετικά με τον υπολογισμό της αποζημιώσεως προκειμένου να διασφαλισθεί ότι το ποσό της θα είναι κατάλληλο δεν είναι αναγκαία, δεδομένου ότι μια τέτοια διαδικασία έχει, αφ’ εαυτής, ως αποτέλεσμα την ελαχιστοποίηση, λόγω του διαγωνισμού, του ποσού της αποζημιώσεως που οφείλεται στον πάροχο της δημόσιας υπηρεσίας μεταφορών, αποτρέποντας με τον τρόπο αυτόν, μέσω αυτόματης προσαρμογής, όχι μόνον την υπέρμετρη αποζημίωση, αλλά και την ανεπαρκή αποζημίωση.

50      Πράγματι, όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στα σημεία 72 και 82 έως 84 των προτάσεών του, κάθε πάροχος υπηρεσιών που αποφασίζει να συμμετάσχει σε διαδικασία διαγωνισμού για την εκτέλεση συμβάσεως παροχής δημόσιας υπηρεσίας καθορίζει ο ίδιος τους όρους της προσφοράς του, σε συνάρτηση με όλες τις κρίσιμες παραμέτρους και, ιδίως, με την πιθανή εξέλιξη του κόστους το οποίο ενδέχεται να επηρεάσει την παροχή της υπηρεσίας, ανεξαρτήτως του αν το κόστος αυτό είναι ή όχι υπό τον έλεγχό του, καθορίζοντας τοιουτοτρόπως το επίπεδο του κινδύνου που είναι διατεθειμένος να αναλάβει σε σχέση με την εξέλιξη αυτή. Μπορεί, επομένως, να τεκμαίρεται, υπό την επιφύλαξη των διατάξεων του δικαίου της Ένωσης που επιτρέπουν στις εθνικές αρχές να απορρίπτουν ασυνήθιστα χαμηλές προσφορές, ότι η προσφορά του θα είναι ικανή να του διασφαλίσει, αν επιτύχει να του ανατεθεί η σύμβαση, ποσοστό αποδόσεως του επενδεδυμένου κεφαλαίου αντίστοιχο προς το επίπεδο του αναλαμβανομένου κινδύνου.

51      Επομένως, ένα καθεστώς αποζημιώσεως το οποίο συνδέεται με σύμβαση παροχής δημόσιας υπηρεσίας η οποία ανατίθεται κατόπιν ανοικτής, διαφανούς και χωρίς διακρίσεις διαδικασίας διαγωνισμού είναι, αφ’ εαυτού, ικανό να εξασφαλίσει στον πάροχο της δημόσιας υπηρεσίας κάλυψη του κόστους του η οποία του εγγυάται επίσης κατάλληλη αποζημίωση, το ύψος της οποίας θα ποικίλλει ανάλογα με το επίπεδο κινδύνου που ο πάροχος είναι διατεθειμένος να αναλάβει.

52      Επομένως, από το σύνολο των προεκτεθέντων προκύπτει ότι οι αρμόδιες εθνικές αρχές δεν υποχρεούνται, στο πλαίσιο διαγωνισμού, να αποζημιώνουν αυτομάτως, μέσω περιοδικής τιμαριθμικής αναπροσαρμογής, το σύνολο του κόστους το οποίο ανέλαβε ο παρέχων υπηρεσία μεταφοράς και το οποίο συνδέεται με την εκτέλεση συμβάσεως παροχής δημόσιας υπηρεσίας, ανεξαρτήτως του αν το κόστος αυτό τελεί ή όχι υπό τον έλεγχό του, προκειμένου η συγκεκριμένη σύμβαση να του προσπορίζει κατάλληλη αποζημίωση.

53      Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, οι Dobeles κ.λπ. υποστήριξαν, βεβαίως, ορμώμενες συναφώς από τις αμφιβολίες που διατύπωσε το αιτούν δικαστήριο, όπως αυτές υπομνήσθηκαν στις σκέψεις 28 έως 30 της παρούσας αποφάσεως, ότι η απουσία περιοδικής τιμαριθμικής αναπροσαρμογής του κόστους το οποίο συνδέεται με την εκπλήρωση υποχρεώσεως παροχής δημόσιας υπηρεσίας και το οποίο εκφεύγει του ελέγχου του παρόχου θα μπορούσε να έχει ως αποτέλεσμα να μην καταβάλλεται στον πάροχο της δημόσιας υπηρεσίας κατάλληλη αποζημίωση, υπό την έννοια ότι το ύψος της αποζημιώσεως θα μπορούσε να καταστεί ανεπαρκές, όπερ θα ενείχε τον κίνδυνο, όπως αναφέρεται στο σημείο 2.4.8 των οδηγιών ερμηνείας, να θιγεί η οικονομική βιωσιμότητα του παρόχου ή η ποιότητα της παρεχόμενης υπηρεσίας και μάλιστα να μειωθεί τεχνητά ο αριθμός των προσφερόντων, ήδη κατά το στάδιο του διαγωνισμού.

54      Συναφώς, επισημαίνεται, βεβαίως, ότι, δυνάμει της αρχής της αναλογικότητας, η οποία αποτελεί γενική αρχή του δικαίου της Ένωσης και κατοχυρώνεται, όσον αφορά τις προδιαγραφές των υποχρεώσεων δημόσιας υπηρεσίας, στο άρθρο 2α, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 1370/2007, στο οποίο παραπέμπει το αιτούν δικαστήριο με το ερώτημά του, οι αρμόδιες εθνικές αρχές δεν μπορούν να επιβάλλουν στους φορείς παροχής υπηρεσιών μεταφοράς που είναι επιφορτισμένοι με την εκπλήρωση των υποχρεώσεων αυτών όρους, όπως οι σχετικοί με την αποζημίωση, οι οποίοι είναι υπερβολικοί ή παράλογοι.

55      Επομένως, σύμφωνα με την ανωτέρω αρχή, το ποσό της αποζημιώσεως, όπως προκύπτει από τη σκέψη 51 της παρούσας αποφάσεως, πρέπει να ποικίλλει αναλόγως του κινδύνου που είναι διατεθειμένος να αναλάβει ο πάροχος της δημόσιας υπηρεσίας.

56      Εντούτοις, η απουσία μηχανισμού περιοδικής τιμαριθμικής αναπροσαρμογής του κόστους δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι συνιστά, αφ’ εαυτής, παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας. Πράγματι, όπως επισημάνθηκε στη σκέψη 50 της παρούσας αποφάσεως, οσάκις πάροχος υπηρεσιών μεταφοράς αποφασίζει να συμμετάσχει σε μια τέτοια διαδικασία, καθορίζει ο ίδιος τους όρους της προσφοράς του. Ειδικότερα, στον ίδιο εναπόκειται να εκτιμήσει το επίπεδο του κινδύνου που είναι διατεθειμένος να αναλάβει, λαμβάνοντας υπόψη τους όρους αποζημιώσεως που περιλαμβάνονται στη σύμβαση παροχής δημόσιας υπηρεσίας, και ιδίως την απουσία ενός τέτοιου μηχανισμού. Ως εκ τούτου, εάν αρμόδια εθνική αρχή προέβλεπε, στο πλαίσιο διαγωνισμού, παράλογους ή υπερβολικούς όρους σε σχέση με τους κινδύνους τους οποίους θα έπρεπε να αναλάβει ο οικείος πάροχος της δημόσιας υπηρεσίας, θα ήταν ελάχιστα πιθανό να της υποβληθούν προσφορές, οπότε η εν λόγω εθνική αρχή θα έπρεπε να τροποποιήσει τους όρους αυτούς, προκειμένου να τους καταστήσει συμβατούς με την αρχή της αναλογικότητας.

57      Εντούτοις, εν προκειμένω, δεν προκύπτει, όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 86 των προτάσεών του, ότι η επίμαχη συγγραφή υποχρεώσεων περιείχε τέτοιους παράλογους ή υπερβολικούς όρους, δεδομένου εξάλλου ότι από την επ’ ακροατηρίου συζήτηση προέκυψε ότι οι αρμόδιες εθνικές αρχές έλαβαν εκατό περίπου προσφορές από επιχειρήσεις μεταφορών εγκατεστημένες σε πλείονα κράτη μέλη, όπερ εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει.

58      Οι δε κίνδυνοι για τους οποίους γίνεται λόγος στη σκέψη 53 της παρούσας αποφάσεως οφείλονται, όπως επιβεβαιώνεται από τα στοιχεία που παρέσχε το αιτούν δικαστήριο και παρατίθενται στη σκέψη 30 της αποφάσεως αυτής, στο ενδεχόμενο ο πάροχος υπηρεσιών μεταφοράς επιβατών, ευελπιστώντας να του ανατεθεί η σύμβαση, να προτείνει συμβατική τιμή η οποία να μη λαμβάνει επαρκώς υπόψη τη μελλοντική αύξηση του κόστους. Πάντως, το ενδεχόμενο ο πάροχος των υπηρεσιών αυτών να προτείνει τιμή συνεπαγόμενη τον κίνδυνο αδυναμίας του να εκτελέσει προσηκόντως τη σύμβαση είναι εγγενές σε κάθε διαδικασία διαγωνισμού και μπορεί, αναλόγως των περιστάσεων της συγκεκριμένης περιπτώσεως, να επισύρει την εφαρμογή, εφόσον παρίσταται ανάγκη, διατάξεων του δικαίου της Ένωσης που επιτρέπουν στις εθνικές αρχές να απορρίπτουν ασυνήθιστα χαμηλές προσφορές. Αντιθέτως, το ενδεχόμενο αυτό δεν δικαιολογεί την απαίτηση οι συμβάσεις παροχής δημόσιας υπηρεσίας που συνάπτονται από τις αρμόδιες εθνικές αρχές, στο πλαίσιο διαδικασίας για τη σύναψη δημόσιας συμβάσεως υπηρεσιών και κατόπιν ανοικτής, διαφανούς και χωρίς διακρίσεις διαδικασίας διαγωνισμού, να περιλαμβάνουν πάντοτε μηχανισμό περιοδικής τιμαριθμικής αναπροσαρμογής ο οποίος να καθιστά δυνατή, αυτομάτως, τη διασφάλιση πλήρους αποζημιώσεως κάθε αυξήσεως του κόστους που συνδέεται με την εκτέλεσή τους, είτε το κόστος αυτό τελεί υπό τον έλεγχο του παρόχου είτε όχι.

59      Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των ανωτέρω σκέψεων, στο υποβληθέν ερώτημα προσήκει η απάντηση ότι ο κανονισμός 1370/2007 έχει την έννοια ότι δεν αντιτίθεται σε καθεστώς αποζημιώσεως το οποίο, στο πλαίσιο δημόσιας συμβάσεως παροχής υπηρεσιών και κατόπιν ανοικτής, διαφανούς και χωρίς διακρίσεις διαδικασίας διαγωνισμού, δεν υποχρεώνει τις αρμόδιες εθνικές αρχές να χορηγούν σε πάροχο υπηρεσιών επιβατικών μεταφορών ο οποίος υπέχει υποχρεώσεις παροχής δημόσιας υπηρεσίας πλήρη αποζημίωση καλύπτουσα, μέσω περιοδικής τιμαριθμικής αναπροσαρμογής, κάθε αύξηση του κόστους διαχειρίσεως και εκμεταλλεύσεως της εν λόγω υπηρεσίας το οποίο εκφεύγει του ελέγχου του.

 Επί των δικαστικών εξόδων

60      Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (πέμπτο τμήμα) αποφαίνεται:

Ο κανονισμός (ΕΚ) 1370/2007 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Οκτωβρίου 2007, για τις δημόσιες επιβατικές σιδηροδρομικές και οδικές μεταφορές και την κατάργηση των κανονισμών του Συμβουλίου (ΕΟΚ) αριθ. 1191/69 και (ΕΟΚ) αριθ. 1107/70, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΕ) 2016/2338 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 14ης Δεκεμβρίου 2016,

έχει την έννοια ότι:

δεν αντιτίθεται σε καθεστώς αποζημιώσεως το οποίο, στο πλαίσιο δημόσιας συμβάσεως παροχής υπηρεσιών και κατόπιν ανοικτής, διαφανούς και χωρίς διακρίσεις διαδικασίας διαγωνισμού, δεν υποχρεώνει τις αρμόδιες εθνικές αρχές να χορηγούν σε πάροχο υπηρεσιών επιβατικών μεταφορών ο οποίος υπέχει υποχρεώσεις παροχής δημόσιας υπηρεσίας πλήρη αποζημίωση καλύπτουσα, μέσω περιοδικής τιμαριθμικής αναπροσαρμογής, κάθε αύξηση του κόστους διαχειρίσεως και εκμεταλλεύσεως της εν λόγω υπηρεσίας το οποίο εκφεύγει του ελέγχου του.

(υπογραφές)


*      Γλώσσα διαδικασίας: η λεττονική.