Language of document : ECLI:EU:C:2016:445

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πέμπτο τμήμα)

της 16ης Ιουνίου 2016 (*)

«Αίτηση αναιρέσεως – Ανταγωνισμός – Συμπράξεις – Άρθρο 81 ΕΚ – Αγορές της σκόνης και των κόκκων ανθρακασβεστίου, καθώς και των κόκκων μαγνησίου, σε σημαντικό τμήμα του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου – Καθορισμός τιμών, κατανομή των αγορών και ανταλλαγή πληροφοριών – Κανονισμός (EK) 773/2004 – Άρθρα 12 και 14 – Δικαίωμα ακροάσεως – Ακρόαση κεκλεισμένων των θυρών»

Στην υπόθεση C‑154/14 P,

με αντικείμενο αίτηση αναιρέσεως δυνάμει του άρθρου 56 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που ασκήθηκε στις 2 Απριλίου 2014,

SKW Stahl-Metallurgie GmbH, με έδρα το Unterneukirchen (Γερμανία),

SKW Stahl-Metallurgie Holding AG, με έδρα το Unterneukirchen,

εκπροσωπούμενες από τους A. Birnstiel και S. Janka, Rechtsanwälte,

αναιρεσείουσες,

όπου οι έτεροι διάδικοι είναι οι:

Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους G. Meessen και R. Sauer, επικουρούμενους από τον A. Böhlke, Rechtsanwalt,

καθής πρωτοδίκως,

Gigaset AG, πρώην Arques Industries AG, με έδρα το Μόναχο (Γερμανία),

παρεμβαίνουσα πρωτοδίκως,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πέμπτο τμήμα),

συγκείμενο από τους T. von Danwitz, πρόεδρο του τετάρτου τμήματος, ασκούντα καθήκοντα προέδρου του πέμπτου τμήματος, D. Šváby (εισηγητή), A. Rosas, E. Juhász και C. Vajda, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: N. Wahl

γραμματέας: I. Illéssy, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 13ης Μαΐου 2015,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 3ης Σεπτεμβρίου 2015,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Με την αίτησή τους αναιρέσεως, η SKW Stahl-Metallurgie GmbH (στο εξής: SKW) και η SKW Stahl-Metallurgie Holding AG (στο εξής: SKW Holding) ζητούν την αναίρεση της αποφάσεως την οποία εξέδωσε το Γενικό Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης στις 23 Ιανουαρίου 2014, SKW Stahl-Metallurgie Holding και SKW Stahl-Metallurgie κατά Επιτροπής (T‑384/09, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2014:27, στο εξής: αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση), και με την οποία απέρριψε την προσφυγή τους με αίτημα, κυρίως, την ακύρωση της αποφάσεως C(2009) 5791 τελικό της Επιτροπής, της 22ας Ιουλίου 2009, σχετικά με διαδικασία εφαρμογής του άρθρου 81 ΕΚ και του άρθρου 53 της Συμφωνίας ΕΟΧ (υπόθεση COMP/39.396 ‐ Αντιδραστήρια με βάση ανθρακασβέστιο και μαγνήσιο για τη βιομηχανία φυσικού αερίου και τη χαλυβουργία) (στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση), καθόσον η απόφαση αυτή τις αφορά, καθώς και, επικουρικώς, την ακύρωση του προστίμου που τους επιβλήθηκε με την εν λόγω απόφαση ή τη μείωση του ύψους του.

 Το νομικό πλαίσιο

 Ο κανονισμός (ΕΚ) 1/2003

2        Το άρθρο 23, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, του κανονισμού (ΕΚ) 1/2003 του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2002, για την εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού που προβλέπονται στα άρθρα 81 και 82 της Συνθήκης (ΕΕ 2003, L 1, σ. 1), ορίζει τα εξής:

«Η Επιτροπή δύναται με απόφασή της να επιβάλλει σε επιχειρήσεις και ενώσεις επιχειρήσεων πρόστιμα σε περίπτωση που αυτές, εκ προθέσεως ή εξ αμελείας:

α)      διαπράττουν παράβαση των διατάξεων του άρθρου 81 ή του άρθρου 82 [ΕΚ], ή

β)      ενεργούν κατά τρόπο που αντιβαίνει σε εκδοθείσα δυνάμει του άρθρου 8 απόφαση με την οποία διατάσσεται η λήψη προσωρινών μέτρων, ή

γ)      δεν εκπληρώνουν αναληφθείσα από τις ίδιες δέσμευση η οποία έχει καταστεί υποχρεωτική με απόφαση κατ’ εφαρμογή του άρθρου 9.

Για καθεμία από τις επιχειρήσεις και ενώσεις επιχειρήσεων που συμμετείχαν στην παράβαση το πρόστιμο δεν υπερβαίνει το 10 % του συνολικού κύκλου εργασιών κατά το προηγούμενο οικονομικό έτος.

Όταν η παράβαση που διέπραξε η ένωση επιχειρήσεων συνδέεται με τις δραστηριότητες των μελών της, το πρόστιμο δεν υπερβαίνει το 10 % του αθροίσματος του συνολικού κύκλου εργασιών κάθε μέλους που συμμετέχει ενεργά στην αγορά που έχει επηρεασθεί από την παράβαση που διέπραξε η ένωση.»

 Ο κανονισμός (ΕΚ) 773/2004

3        Το άρθρο 12, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΚ) 773/2004 της Επιτροπής, της 7ης Απριλίου 2004, σχετικά με τη διεξαγωγή από την Επιτροπή των διαδικασιών δυνάμει των άρθρων 81 και 82 της Συνθήκης ΕΚ (ΕΕ 2004, L 123, σ. 18), όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) 622/2008 της Επιτροπής, της 30ής Ιουνίου 2008 (ΕΕ 2008, L 171, σ. 3, στο εξής: κανονισμός 773/2004»), ορίζει ότι:

«Η Επιτροπή παρέχει στα μέρη, προς τα οποία έχει αποστείλει κοινοποίηση αιτιάσεων, τη δυνατότητα να αναπτύξουν τα επιχειρήματά τους σε προφορική εξέταση, εάν ζητήσουν τούτο στο πλαίσιο των υποβαλλόμενων από αυτούς γραπτών παρατηρήσεων.»

4        Το άρθρο 14, παράγραφοι 6 έως 8, του κανονισμού αυτού ορίζει τα εξής:

«6. Οι προφορικές ακροάσεις δεν είναι δημόσιες. Κάθε πρόσωπο είναι δυνατόν να διατυπώσει τα επιχειρήματά του χωριστά ή με παρουσία και των άλλων προσώπων που καλούνται να παραστούν στην προφορική ακρόαση, λαμβανομένου υπόψη του εννόμου συμφέροντος των επιχειρήσεων ως προς την προστασία του επιχειρηματικού απορρήτου τους και των λοιπών πληροφοριών εμπιστευτικού χαρακτήρα.

7.      Ο σύμβουλος ακροάσεων μπορεί να επιτρέπει στα μέρη προς τα οποία έχει αποσταλεί κοινοποίηση αιτιάσεων, στους καταγγέλλοντες, στα λοιπά πρόσωπα που καλούνται να παραστούν σε προφορική ακρόαση, στις υπηρεσίες της Επιτροπής και στις αρχές των κρατών μελών να υποβάλλουν ερωτήσεις κατά τη διάρκεια της προφορικής ακρόασης.

8.      Η κατάθεση κάθε προσώπου που παρίσταται σε προφορική εξέταση καταγράφεται. Εφόσον τούτο ζητηθεί, η καταγραφή της προφορικής εξέτασης τίθεται στη διάθεση των προσώπων που έχουν παραστεί στην προφορική εξέταση. Λαμβάνεται υπόψη το έννομο συμφέρον των μερών ως προς την προστασία του επιχειρηματικού απορρήτου τους και των λοιπών πληροφοριών εμπιστευτικού χαρακτήρα.»

 Ο Κανονισμός Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου

5        Το άρθρο 48, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, όπως ίσχυε κατά τον χρόνο ασκήσεως της προσφυγής ακυρώσεως από τις νυν αναιρεσείουσες, ορίζει ότι:

«Κατά τη διάρκεια της δίκης απαγορεύεται η προβολή νέων ισχυρισμών, εκτός αν στηρίζονται σε νομικά και πραγματικά στοιχεία που ανέκυψαν κατά τη διαδικασία.

Αν κατά τη διάρκεια της διαδικασίας προβάλει ο διάδικος νέο ισχυρισμό κατά τους όρους του προηγουμένου εδαφίου, ο πρόεδρος μπορεί, μετά την εκπνοή των συνήθων δικονομικών προθεσμιών, βάσει εκθέσεως του εισηγητή δικαστή και αφού ακουστεί ο γενικός εισαγγελέας, να χορηγήσει στον αντίδικο προθεσμία για να απαντήσει.

Το Γενικό Δικαστήριο επιφυλάσσει την κρίση του για το παραδεκτό του ισχυρισμού στην απόφαση με την οποία τερματίζεται η δίκη.»

 Ιστορικό της διαφοράς

6        Το ιστορικό της διαφοράς εξετέθη, όσον αφορά τα κρίσιμα στοιχεία του, στις σκέψεις 2 έως 4, 24 έως 33, 43 και 63 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως ως εξής.

7        Η διαδικασία που είχε ως αποτέλεσμα την έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως κινήθηκε κατόπιν αιτήσεως επιείκειας, κατά την έννοια της ανακοινώσεως της Επιτροπής σχετικά με τη μη επιβολή και τη μείωση των προστίμων σε περιπτώσεις συμπράξεων (ΕΕ 2002, C 45, σ. 3), την οποία υπέβαλε στις 20 Νοεμβρίου 2006 η Akzo Nobel NV.

8        Κατόπιν ελέγχων που διενεργήθηκαν στις 16 Ιανουαρίου 2007 και αιτήσεων παροχής στοιχείων με αποδέκτριες τις εταιρίες που εμπλέκονταν στη διαδικασία από 11ης Ιουλίου 2007, η Επιτροπή απηύθυνε στις εταιρίες αυτές, στις 24 Ιουνίου 2008, κοινοποίηση αιτιάσεων. Με το έγγραφο αυτό, η Επιτροπή προσήπτε ειδικότερα στην SKW ότι μετείχε σε αντίθετη προς το άρθρο 81 ΕΚ σύμπραξη σχετική με τις τιμές στην αγορά ανθρακασβεστίου και μαγνησίου προοριζομένων για χρήση στις βιομηχανίες χάλυβα και φυσικού αερίου εντός του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου (ΕΟΧ), εκτός της Ιρλανδίας, της Ισπανίας, της Πορτογαλίας και του Ηνωμένου Βασιλείου, κατά το χρονικό διάστημα από τις 22 Απριλίου 2004 έως τις 16 Ιανουαρίου 2007. Επιπλέον, επειδή η Evonik Degussa GmbH (στο εξής: Degussa) και η SKW Holding κατείχαν διαδοχικώς, άμεσα ή έμμεσα, το σύνολο του εταιρικού κεφαλαίου της SKW, η Επιτροπή επισήμανε επίσης ότι προετίθετο να θεωρήσει υπεύθυνες για τη συμπεριφορά της SKW, αφενός, την Degussa, για το χρονικό διάστημα από τις 22 Απριλίου 2004 έως τις 30 Αυγούστου 2004, ημερομηνία κατά την οποία η SKW μεταβιβάσθηκε στην SKW Holding, και, αφετέρου, την SKW Holding, για το χρονικό διάστημα από τις 30 Αυγούστου 2004 έως τις 16 Ιανουαρίου 2007.

9        Με τις από 6 Οκτωβρίου 2008 γραπτές παρατηρήσεις τους προς την Επιτροπή, επί της κοινοποιήσεως αιτιάσεων, οι νυν αναιρεσείουσες ζήτησαν να τους παρασχεθεί η δυνατότητα να αναπτύξουν στο πλαίσιο ακροάσεως τα επιχειρήματά τους σχετικά, ιδίως, με το ότι η SKW Holding δεν ασκούσε πραγματικά καθοριστική επιρροή στην SKW κατά το χρονικό διάστημα διαπράξεως της παραβάσεως, λαμβανομένου υπόψη ότι η Degussa εξακολούθησε να ασκεί καθοριστική επιρροή στην SKW, ακόμη και μετά την εξαγορά της τελευταίας από την SKW Holding.

10      Με ηλεκτρονική επιστολή της 31ης Οκτωβρίου 2008, οι αναιρεσείουσες ζήτησαν από τον σύμβουλο ακροάσεων να τους παρασχεθεί η δυνατότητα να αναπτύξουν κεκλεισμένων των θυρών τα επιχειρήματά τους σχετικά με την επιρροή που φέρεται να ασκούσε η Degussa στην SKW. Προς στήριξη της αιτήσεως αυτής, διατείνονταν ότι η οικονομική επιβίωση της SKW εξηρτάτο από την Degussa, διότι αυτή της προμήθευε σχεδόν το σύνολο του ανθρακασβεστίου που η πρώτη αυτή εταιρία διέθετε στο εμπόριο και διότι οι δύο εταιρίες διαπραγματεύονταν τη μεταξύ τους σύναψη νέας συμβάσεως προμήθειας. Προσέθεσαν ότι η ανάπτυξη των επιχειρημάτων αυτών παρουσία της Degussa θα έθετε σε σοβαρό κίνδυνο την εμπορική σχέση μεταξύ της εταιρίας αυτής και της SKW και μπορεί να είχε ως συνέπεια αντίποινα εκ μέρους της Degussa.

11      Στις 5 Νοεμβρίου 2008 οι νυν αναιρεσείουσες απέστειλαν νέα ηλεκτρονική επιστολή στην Επιτροπή, με την οποία πρότειναν ως «εφικτή λύση» να παρασχεθεί στην Degussa πρόσβαση στις απόψεις που θα ανέπτυσσαν προφορικώς κεκλεισμένων των θυρών μετά το τέλος του 2008 ή μετά τη σύναψη συμβάσεως προμήθειας μεταξύ των δύο αυτών επιχειρήσεων. Στις 6 Νοεμβρίου 2008 οι αναιρεσείουσες παρέσχον διευκρινίσεις ως προς τη δικαιολόγηση του αιτήματός τους να αναπτύξουν μέρος της επιχειρηματολογίας τους σε ακρόαση κεκλεισμένων των θυρών, καθώς και ως προς το περιεχόμενο της επιχειρηματολογίας αυτής, και υπέβαλαν εκ νέου την εναλλακτική πρότασή τους.

12      Με το από 6 Νοεμβρίου 2008 έγγραφό του, ο σύμβουλος ακροάσεων απέρριψε το αίτημα των αναιρεσειουσών. Καταρχάς, επισήμανε ότι το αίτημα αυτό δεν στηριζόταν, εν στενή εννοία, σε θεμιτό συμφέρον προστασίας επιχειρηματικού απορρήτου και άλλων πληροφοριών εμπιστευτικού χαρακτήρα. Ως εκ τούτου, προέκρινε τη λύση να εξετάσει το αίτημα τους με γνώμονα το δικαίωμά τους ακροάσεως. Επισήμανε συναφώς ότι τα επίμαχα επιχειρήματα των αναιρεσειουσών αφορούν τη συμπεριφορά της Degussa και ότι, για να τα λάβει υπόψη η Επιτροπή ως ελαφρυντική περίσταση, θα έπρεπε να διακριβωθεί η αποδεικτική αξία τους διά συγκρίσεως με κατάθεση που θα έπρεπε να δώσει η Degussa. Επιπλέον, ενδεχόμενη ακρόαση κεκλεισμένων των θυρών θα στερούσε από την Degussa το δικαίωμά της να απαντήσει προφορικώς στις αιτιάσεις των αναιρεσειουσών βάσει των οποίων εγείρεται ζήτημα, τουλάχιστον εμμέσως, ευθύνης της εταιρίας αυτής. Ο σύμβουλος προσέθεσε ότι η εναλλακτική λύση που πρότειναν οι αναιρεσείουσες δεν ήταν εφικτή, δεδομένου ότι δεν υπήρχε βεβαιότητα ούτε ως προς τον χρόνο ολοκληρώσεως των διαπραγματεύσεων μεταξύ των αναιρεσειουσών και της Degussa ούτε ως προς την έκβασή τους.

13      Ακρόαση πραγματοποιήθηκε στις 10 και 11 Νοεμβρίου 2008.

14      Με έγγραφο της 28ης Ιανουαρίου 2009, οι αναιρεσείουσες, μνημονεύοντας εκ νέου το αίτημά τους που απορρίφθηκε από τον σύμβολο ακροάσεων με το προμνημονευθέν στη σκέψη 12 της παρούσας αποφάσεως έγγραφο, επισήμαναν ότι εν τω μεταξύ οι διαπραγματεύσεις μεταξύ της SKW και της Degussa είχαν ολοκληρωθεί με τη σύναψη νέας συμβάσεως προμήθειας, οπότε δεν υφίστατο πλέον, από μέρους τους, καμία δυσχέρεια προκειμένου να αναπτύξουν προφορικώς και παρουσία της Degussa τα επιχειρήματά τους εκείνα που αφορούσαν τη δράση της εταιρίας αυτής. Ως εκ τούτου, ζήτησαν από τον σύμβουλο ακροάσεων τη διεξαγωγή νέας ακροάσεως, για να τους παρασχεθεί η δυνατότητα να αναπτύξουν προφορικώς το μέρος της επιχειρηματολογίας τους το οποίο δεν είχε αναπτυχθεί στο πλαίσιο της ακροάσεως της 10ης και της 11ης Νοεμβρίου 2008.

15      Με έγγραφο της 3ης Φεβρουαρίου 2009, ο σύμβουλος ακροάσεων απέρριψε το νέο αυτό αίτημα, για τον λόγο ότι το δικαίωμα ακροάσεως ενεργοποιείται με την κοινοποίηση αιτιάσεων και παρέχεται άπαξ. Ωστόσο, ο σύμβουλος ακροάσεως επέτρεψε στις αναιρεσείουσες να υποβάλουν συμπληρωματικές γραπτές παρατηρήσεις, εντός της ταχθείσας από αυτόν προθεσμίας, σχετικά με τη συμπεριφορά της Degussa.

16      Με το άρθρο 1, στοιχείο στʹ, της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή διαπίστωσε ότι η SKW Holding συμμετείχε στην παράβαση από τις 30 Αυγούστου 2004 έως τις 16 Ιανουαρίου 2007 και ότι η SKW συμμετείχε στην παράβαση από τις 22 Απριλίου 2004 έως τις 16 Ιανουαρίου 2007. Όσον αφορά την SKW, από την αιτιολογική σκέψη 226 της αποφάσεως αυτής προκύπτει ότι η Επιτροπή έκρινε ότι, κατά το χρονικό διάστημα αυτό, υπάλληλοι της εταιρίας αυτής εμπλέκονταν άμεσα στις συμφωνίες και/ή τις εναρμονισμένες πρακτικές της επίμαχης συμπράξεως. Όσον αφορά την SKW Holding, από την αιτιολογική σκέψη 245 της εν λόγω αποφάσεως προκύπτει ότι, από τις 30 Αυγούστου 2004 έως τις 16 Ιανουαρίου 2007, κατείχε το σύνολο του εταιρικού κεφαλαίου της SKW και ότι, για τους λόγους που παρατίθενται στις αιτιολογικές σκέψεις 245 έως 250 της ιδίας αυτής αποφάσεως, η Επιτροπή έκρινε ότι η εν λόγω εταιρία αποτελούσε μέρος της ιδίας οικονομικής ενότητας με την SKW και, ως εκ τούτου, μπορούσε να θεωρηθεί υπεύθυνη για την εκ μέρους της δεύτερης παράβαση των κανόνων περί ανταγωνισμού.

17      Με το άρθρο 2, στοιχείο στʹ, της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή επέβαλε στις αναιρεσείουσες, καθώς και στην Arques Industries AG, νυν Gigaset AG, λόγω της συμμετοχής τους στην επίμαχη παράβαση, για το χρονικό διάστημα από τις 30 Αυγούστου 2004 έως τις 16 Ιανουαρίου 2007, πρόστιμο ύψους 13,3 εκατομμυρίων ευρώ, χαρακτηρίζοντάς τες ως αλληλεγγύως και εις ολόκληρον υπεύθυνες για την καταβολή του προστίμου αυτού. Επιπλέον, με το άρθρο 2, στοιχείο ζʹ, της αποφάσεως αυτής επέβαλε, όσον αφορά το χρονικό διάστημα από τις 22 Απριλίου 2004 έως τις 30 Αυγούστου 2004, στις Degussa, AlzChem Hart GmbH και SKW, ως αλληλεγγύως και εις ολόκληρον υπεύθυνες, πρόστιμο ύψους 1,04 εκατομμυρίου ευρώ.

 Η ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου διαδικασία και η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση

18      Με δικόγραφο που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου την 1η Οκτωβρίου 2009, οι SKW Holding και SKW ζήτησαν την ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως, καθόσον τις αφορά, ή, επικουρικώς, την ακύρωση των προστίμων που επιβλήθηκαν με την απόφαση αυτή ή τη μείωση του ύψους τους.

19      Προς στήριξη της προσφυγής τους, οι νυν αναιρεσείουσες προέβαλαν έξι λόγους ακυρώσεως, εκ των οποίων ο πρώτος αντλείται από προσβολή του δικαιώματός τους ακροάσεως, ο δεύτερος από πεπλανημένη εφαρμογή του άρθρου 81 ΕΚ, ο τρίτος από παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως, ο τέταρτος από παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως, ο πέμπτος από παράβαση των άρθρων 7 και 23 του κανονισμού 1/2003, καθώς και από παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας και της αρχής nulla poena sine lege, και, τέλος, ο έκτος από παράβαση του άρθρου 23, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003.

20      Το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε την προσφυγή στο σύνολό της.

 Αιτήματα των διαδίκων κατ’ αναίρεση

21      Οι SKW και SKW Holding ζητούν από το Δικαστήριο:

–        να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση στο σύνολό της, καθόσον με αυτήν απορρίφθηκαν τα αιτήματά τους, και να δεχθεί στο σύνολό τους τα πρωτοδίκως υποβληθέντα αιτήματα·

–        επικουρικώς, να αναιρέσει εν μέρει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση·

–        επικουρικότερον, να μειώσει, κατά δίκαιη κρίση, τα πρόστιμα που τους επιβλήθηκαν βάσει του άρθρου 2, στοιχεία στʹ και ζʹ, της προσβαλλομένης αποφάσεως·

–        έτι επικουρικότερον, να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση και να αναπέμψει την υπόθεση ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και

–        να καταδικάσει την αναιρεσίβλητη και καθής πρωτοδίκως στα δικαστικά έξοδα.

22      Η Επιτροπή ζητεί από το Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την αίτηση αναιρέσεως και

–        να καταδικάσει τις αναιρεσείουσες στα δικαστικά έξοδα.

 Επί της αιτήσεως αναιρέσεως

23      Προς στήριξη της αιτήσεώς τους, οι αναιρεσείουσες προβάλλουν τέσσερις λόγους αναιρέσεως.

24      Ο πρώτος λόγος αναιρέσεως αντλείται από προσβολή του δικαιώματος ακροάσεως και από παραβίαση των αρχών της αναλογικότητας και της «απαγορεύσεως της άνευ ετέρου αποδοχής της εκτιμήσεως περί των αποδεικτικών στοιχείων». Ο δεύτερος λόγος αντλείται από παράβαση των άρθρων 101 και 296 ΣΛΕΕ. Ο τρίτος λόγος αντλείται από παράλειψη της Επιτροπής να καθορίσει τα ποσοστά επί του ποσού του προστίμου που αναλογούν σε κάθε οφειλέτη μεταξύ των αλληλεγγύως και εις ολόκληρον υπόχρεων για την καταβολή του. Ο τέταρτος λόγος αντλείται κατ’ ουσίαν από παράβαση του άρθρου 48, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου.

 Επί του δευτέρου λόγου αναιρέσεως, ο οποίος αντλείται από παράβαση των άρθρων 101 και 296 ΣΛΕΕ

 Επιχειρήματα των διαδίκων

25      Με το πρώτο σκέλος του δευτέρου λόγου τους αναιρέσεως, ο οποίος πρέπει να εξετασθεί καταρχάς, οι αναιρεσείουσες προσάπτουν στο Γενικό Δικαστήριο ότι παρέβη το άρθρο 101 ΣΛΕΕ, παραβαίνοντας την υποχρέωσή του, η οποία συνάγεται από τη σκέψη 74 της αποφάσεως της 10ης Σεπτεμβρίου 2009, Akzo Nobel κ.λπ. κατά Επιτροπής (C‑97/08 P, EU:C:2009:536), να λάβει υπόψη το σύνολο των κρίσιμων στοιχείων σχετικά με τους οικονομικούς, οργανωτικούς και νομικούς δεσμούς μεταξύ της SKW Holding και της SKW προκειμένου να καταλογίσει στην πρώτη την ευθύνη για τη συμπεριφορά της δεύτερης.

26      Ειδικότερα, στο Γενικό Δικαστήριο προσάπτεται ότι δεν έλαβε επαρκώς υπόψη ουσιώδεις οικονομικές περιστάσεις της υποθέσεως, δηλαδή την έλλειψη οικονομικού συμφέροντος της SKW Holding στη σύμπραξη, τη φύση των σχέσεων μεταξύ των αναιρεσειουσών και της Degussa ή, επιπλέον, ότι, ακόμη και κατόπιν της μεταβιβάσεως της SKW στην SKW Holding, η Degussa εξακολούθησε να διατηρεί οικονομικά συμφέροντα και μέσα ασκήσεως ελέγχου στην SKW, στοιχείο που αποτελεί ουσιώδη ένδειξη περί του ότι η Degussa μπορούσε να ασκεί καθοριστική επιρροή στην SKW.

27      Με το δεύτερο σκέλος του δευτέρου λόγου τους αναιρέσεως, οι αναιρεσείουσες υποστηρίζουν ότι το Γενικό Δικαστήριο παρέβη το άρθρο 296 ΣΛΕΕ, διαπιστώνοντας, μεταξύ άλλων στις σκέψεις 117 έως 119 και 140 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πλάνη παραλείποντας να εξετάσει επιχειρήματα που προέβαλαν οι νυν αναιρεσείουσες προς αμφισβήτηση του καταλογισμού της συμπεριφοράς της SKW στην SKW Holding, χωρίς εντούτοις να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση, για τον λόγο ότι η επίμαχη αιτιολογία της προσβαλλομένης αποφάσεως παρετίθετο επαλλήλως.

28      Κατά τις αναιρεσείουσες, η αιτιολογία αυτή δεν μπορεί να χαρακτηρισθεί ως επαλλήλως παρατιθέμενη, δεδομένου ότι αφορά περίσταση ουσιώδη για τη σφαιρική εκτίμηση της επιρροής που ασκούσε η μητρική εταιρία στη θυγατρική της.

29      Επιπλέον, η αντιμετώπιση της οποίας έτυχε η εν λόγω επιχειρηματολογία καταδεικνύει ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν αποδίδει επαρκή σημασία στο ουσιώδες δικαίωμα των επιχειρήσεων να εξετάζει η Επιτροπή με τη δέουσα προσοχή τα απαλλακτικά στοιχεία που αυτές επικαλούνται προς ανατροπή του τεκμηρίου περί καθοριστικής επιρροής. Συγκεκριμένα, είναι ουσιώδες η Επιτροπή να εξετάζει ενδελεχώς όλες τις απαλλακτικές περιστάσεις, όπως υπενθύμισε το Δικαστήριο στην απόφαση της 20ής Ιανουαρίου 2011, General Química κ.λπ. κατά Επιτροπής (C‑90/09 P, EU:C:2011:21).

30      Εν προκειμένω, όμως, το Γενικό Δικαστήριο όφειλε να διαπιστώσει ότι η Επιτροπή, αποφαινόμενη απλώς συνοπτικά ότι η SKW Holding ασκούσε καθοριστική επιρροή στην SKW κατά το χρονικό διάστημα από τις 30 Αυγούστου 2004 έως τις 16 Ιανουαρίου 2007, παρέλειψε να λάβει υπόψη και να εκτιμήσει ενδελεχώς το σύνολο των κρίσιμων στοιχείων σχετικά με τους οικονομικούς, οργανωτικούς και νομικούς δεσμούς μεταξύ της SKW και της πρώην μητρικής εταιρίας της, δηλαδή της Degussa.

31      Η Επιτροπή διατείνεται ότι ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως είναι απαράδεκτος, καθόσον με τον λόγο αυτό οι αναιρεσείουσες αμφισβητούν την εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου εκτίμηση των αποδεικτικών στοιχείων που υπέβαλαν στην κρίση του. Η Επιτροπή προσθέτει ότι ο λόγος αυτός είναι, εν πάση περιπτώσει, αβάσιμος.

 Εκτίμηση του Δικαστηρίου

32      Με το πρώτο σκέλος του δευτέρου λόγου τους αναιρέσεως, οι αναιρεσείουσες προσάπτουν στο Γενικό Δικαστήριο ότι δεν έλαβε επαρκώς υπόψη ορισμένα πραγματικά στοιχεία κατά την εκτίμηση περί της ασκήσεως από την SKW Holding καθοριστικής επιρροής επί της SKW, ειδικότερα δε το οικονομικό συμφέρον που εξακολούθησε να έχει η Degussa όσον αφορά τη διαχείριση της πρώην θυγατρικής της εταιρίας, δηλαδή της SKW.

33      Υπενθυμίζεται συναφώς ότι, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, το Γενικό Δικαστήριο είναι αποκλειστικώς αρμόδιο να προβαίνει στη διαπίστωση και εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών και, καταρχήν, να εξετάζει τα αποδεικτικά στοιχεία που λαμβάνει υπόψη όσον αφορά τα περιστατικά αυτά. Συγκεκριμένα, εφόσον η προσκόμιση των αποδεικτικών αυτών στοιχείων ήταν νομότυπη και τηρήθηκαν οι γενικές αρχές του δικαίου και οι δικονομικοί κανόνες που διέπουν τη διεξαγωγή των αποδείξεων και το βάρος αποδείξεως, το Γενικό Δικαστήριο είναι το μόνο αρμόδιο να εκτιμά την αξία που πρέπει να προσδοθεί στα στοιχεία τα οποία του έχουν υποβληθεί. Κατά συνέπεια, η εκτίμηση αυτή δεν αποτελεί, εκτός αν υπάρχει παραμόρφωση των στοιχείων αυτών, νομικό ζήτημα υποκείμενο ως τέτοιο στον έλεγχο του Δικαστηρίου (απόφαση της 9ης Ιουλίου 2015, InnoLux κατά Επιτροπής, C‑231/14 P, EU:C:2015:451, σκέψη 59 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

34      Εν προκειμένω, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι οι αναιρεσείουσες απλώς αμφισβητούν την εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου εκτίμηση περί των πραγματικών στοιχείων σχετικά με την άσκηση καθοριστικής επιρροής από την SKW Holding στην SKW, χωρίς να του προσάπτουν ότι παραμόρφωσε τα στοιχεία αυτά.

35      Υπό τις συνθήκες αυτές, το πρώτο σκέλος του δευτέρου λόγου αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτο.

36      Με το δεύτερο σκέλος του δευτέρου λόγου αναιρέσεως, οι αναιρεσείουσες προσάπτουν στο Γενικό Δικαστήριο ότι παρέβη το άρθρο 296 ΣΛΕΕ, καθόσον δεν ακύρωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, μολονότι η Επιτροπή δεν είχε παραθέσει στην απόφαση αυτή τους λόγους για τους οποίους έκρινε ότι τα στοιχεία που προσκόμισαν οι νυν αναιρεσείουσες δεν ήταν επαρκή για να ανατραπεί το τεκμήριο περί ασκήσεως καθοριστικής επιρροής από την SKW Holding στην SKW.

37      Πρέπει να υπομνησθεί συναφώς ότι το ζήτημα αν ορθώς αποφάνθηκε το Γενικό Δικαστήριο ότι η Επιτροπή δεν παρέβη την υποχρέωσή της αιτιολογήσεως αποτελεί νομικό ζήτημα υποκείμενο στον αναιρετικό έλεγχο του Δικαστηρίου (βλ., σχετικώς, αποφάσεις της 6ης Νοεμβρίου 2008, Κάτω Χώρες κατά Επιτροπής, C‑405/07 P, EU:C:2008:613, σκέψη 44, της 3ης Σεπτεμβρίου 2009, Moser Baer India κατά Συμβουλίου, C‑535/06 P, EU:C:2009:498, σκέψη 34, και της 16ης Φεβρουαρίου 2012, Συμβούλιο και Επιτροπή κατά Interpipe Niko Tube και Interpipe NTRP, C‑191/09 P και C‑200/09 P, EU:C:2012:78, σκέψη 108).

38      Ως εκ τούτου, το δεύτερο σκέλος του υπό κρίση λόγου αναιρέσεως είναι παραδεκτό.

39      Υπενθυμίζεται ότι η υποχρέωση αιτιολογήσεως, κατά το άρθρο 296, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ, αποτελεί ουσιώδη τύπο που πρέπει να διακρίνεται από το ζήτημα του βασίμου της αιτιολογίας, δεδομένου ότι το δεύτερο αφορά την ουσιαστική νομιμότητα της επίμαχης πράξεως. Συγκεκριμένα, η αιτιολογία αποφάσεως συνίσταται στην επίσημη παράθεση του σκεπτικού στο οποίο στηρίζεται η απόφαση αυτή. Εάν το σκεπτικό αυτό ενέχει σφάλματα, αυτά πλήττουν την ουσιαστική νομιμότητα της αποφάσεως, αλλά όχι την αιτιολογία της, η οποία μπορεί να είναι επαρκής έστω και αν παραθέτει εσφαλμένο σκεπτικό. Συνεπώς, οι αιτιάσεις και τα επιχειρήματα που σκοπούν να αμφισβητηθεί το βάσιμο πράξεως είναι αλυσιτελή στο πλαίσιο λόγου αντλούμενου από παράβαση του άρθρου 296 ΣΛΕΕ (απόφαση της 18ης Ιουνίου 2015, Ipatau κατά Συμβουλίου, C‑535/14 P, EU:C:2015:407, σκέψη 37 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

40      Πρέπει επίσης να υπομνησθεί ότι, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, μολονότι από την απαιτούμενη κατά το άρθρο 296, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ αιτιολογία πράξεως της Ένωσης πρέπει να προκύπτει κατά τρόπο σαφή και μη διφορούμενο η συλλογιστική του συντάκτη της οικείας πράξεως, ώστε να παρέχεται η δυνατότητα στους μεν ενδιαφερομένους να λάβουν γνώση των λόγων για τους οποίους ελήφθη το μέτρο, στο δε Δικαστήριο να ασκήσει τον εκ μέρους του έλεγχο, δεν απαιτείται εντούτοις με την αιτιολογία να διευκρινίζονται όλα τα ουσιώδη πραγματικά και νομικά στοιχεία. Επιπλέον, η τήρηση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως πρέπει να εκτιμάται σε σχέση όχι μόνο με το γράμμα της πράξεως, αλλά και με το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται, καθώς και με το σύνολο των νομικών κανόνων που διέπουν το σχετικό θέμα (απόφαση της 16ης Ιουνίου 2015, Gauweiler κ.λπ., C‑62/14, EU:C:2015:400, σκέψη 70 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

41      Εν προκειμένω, πρέπει να γίνει δεκτό ότι το Γενικό Δικαστήριο, διαπιστώνοντας στις σκέψεις 139 έως 144 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως ότι η Επιτροπή δεν παρέβη την υποχρέωση αιτιολογήσεως την οποία υπέχει, εφήρμοσε προσηκόντως τις αρχές που υπομνήσθηκαν στις σκέψεις 39 και 40 της παρούσας αποφάσεως.

42      Πράγματι, από την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει ότι η Επιτροπή, στην αιτιολογική σκέψη 245 της αποφάσεως αυτής, καταλόγισε στην SKW Holding την ευθύνη για τη συμπεριφορά της SKW στηριζόμενη στο ότι η πρώτη κατείχε το σύνολο του εταιρικού κεφαλαίου της δεύτερης, επισημαίνοντας πάντως, στην αιτιολογική σκέψη 246 της ιδίας αυτής αποφάσεως, ότι το τεκμήριο περί του ότι, λόγω του στοιχείου αυτού σχετικά με την κατοχή του κεφαλαίου, η SKW Holding ασκούσε πράγματι καθοριστική επιρροή στην SKW επιβεβαιωνόταν από πλείονα άλλα στοιχεία.

43      Εν συνεχεία, στις αιτιολογικές σκέψεις 247 έως 250 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή απέρριψε καθένα από τα επιχειρήματα τα οποία είχαν προβάλει οι αναιρεσείουσες στις γραπτές παρατηρήσεις επί της κοινοποιήσεως αιτιάσεων προκειμένου να ανατρέψουν το τεκμήριο περί πραγματικής ασκήσεως καθοριστικής επιρροής από την SKW Holding στην SKW. Συγκεκριμένα, ως προς το επιχείρημα που αντλείται από το ότι η SKW Holding δεν είχε λάβει γνώση της παραβάσεως, η Επιτροπή, στην αιτιολογική σκέψη 247 της αποφάσεως αυτής, παρέπεμψε στην, προεκτεθείσα κατά εμπεριστατωμένο τρόπο, στην αιτιολογική σκέψη 224 της προσβαλλομένης αποφάσεως αιτιολογία, κατά την οποία η μνεία στην καθοριστική επιρροή που κατά τεκμήριο ασκούσε η SKW Holding στην SKW δεν είχε την έννοια ότι στην πρώτη εκ των εταιριών αυτών προσαπτόταν ότι έκανε χρήση της επιρροής της για να παρακινήσει τη θυγατρική της να μετάσχει στην παράβαση ή, τουλάχιστον, ότι δεν έκανε χρήση της επιρροής αυτής για να αποτρέψει τη συμμετοχή αυτή. Όσον αφορά το επιχείρημα που αντλείται από το ότι η SKW Holding δεν είχε κανένα οικονομικό συμφέρον στην επίμαχη σύμπραξη, επειδή είχε θέση εμπορικού αντιπροσώπου της Degussa, η Επιτροπή, στην αιτιολογική σκέψη 248 της προσβαλλομένης αποφάσεως, απέρριψε το επιχείρημα αυτό στηριζόμενη στο γράμμα της συμβάσεως παραδόσεως και παροχής υπηρεσιών, που διαλαμβάνεται στις αιτιολογικές σκέψεις 28 και 31 της αποφάσεως αυτής, κατά την οποία ουδέν εκ των συμβαλλομένων μερών δεν διαπραγματεύθηκε για λογαριασμό του αντισυμβαλλομένου του. Όσον αφορά το επιχείρημα ότι η θέση της SKW Holding ως προς την SKW ήταν απλώς αυτή του χρηματοοικονομικού επενδυτή, η Επιτροπή έκρινε, στην αιτιολογική σκέψη 250 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι, λαμβανομένης υπόψη της διαλαμβανομένης στην ίδια αυτή απόφαση νομολογίας του Δικαστηρίου, το επιχείρημα αυτό δεν μπορούσε να αναιρέσει το τεκμήριο περί πραγματικής ασκήσεως καθοριστικής επιρροής από την SKW Holding στην SKW.

44      Ως εκ τούτου, το Γενικό Δικαστήριο δεν υπέπεσε σε πλάνη διαπιστώνοντας, στη σκέψη 145 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι η Επιτροπή τήρησε την υποχρέωση αιτιολογήσεως που υπέχει.

45      Η κρίση αυτή δεν αναιρείται από την περίσταση την οποία προβάλλουν οι αναιρεσείουσες ότι η Επιτροπή δεν έλαβε υπόψη, κατά την έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως, τις παρατηρήσεις τους σχετικά με ηλεκτρονική επιστολή την οποία είχε συντάξει μέλος του προσωπικού της SKW και την οποία είχε μνημονεύσει η Επιτροπή στην κοινοποίηση αιτιάσεων προκειμένου να αποφανθεί ότι το προσωπικό της SKW Holding γνώριζε την ύπαρξη της επίμαχης συμπράξεως.

46      Πράγματι, όπως ορθώς έκρινε το Γενικό Δικαστήριο στις σκέψεις 118, 119 και 140 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, μια τέτοια περίσταση δεν δύναται να καταδείξει παράβαση, εκ μέρους του θεσμικού οργάνου αυτού, της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως, δεδομένου ότι, για να αποφανθεί ότι η SKW Holding ασκούσε πράγματι καθοριστική επιρροή στη συμπεριφορά της SKW εντός της αγοράς, η Επιτροπή στηρίχθηκε, αφενός, στο ότι η πρώτη κατείχε το 100 % του εταιρικού κεφαλαίου της δεύτερης και, αφετέρου, στο ότι το θεσμικό όργανο αυτό μνημόνευσε, στην αιτιολογική σκέψη 246 της προσβαλλομένης αποφάσεως, πλείονες άλλες περιστάσεις, οι οποίες αποδείχθηκαν ακριβείς και επαρκείς για να θεμελιώσουν την κρίση περί ασκήσεως, εκ μέρους της SKW Holding, καθοριστικής επιρροής στην SKW.

47      Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως εν μέρει απαράδεκτος και εν μέρει αβάσιμος.

 Επί του τρίτου και του τετάρτου λόγου αναιρέσεως, οι οποίοι αντλούνται, αντιστοίχως, από παράλειψη της Επιτροπής να καθορίσει τα ποσοστά επί του ποσού του επιβληθέντος με την προσβαλλόμενη απόφαση προστίμου τα οποία αναλογούν σε καθέναν από τους αλληλεγγύως και εις ολόκληρον υπόχρεους για την καταβολή του, καθώς και από παράβαση του άρθρου 48, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου

48      Με τον τρίτο λόγο τους αναιρέσεως, οι αναιρεσείουσες διατείνονται ότι το Γενικό Δικαστήριο παραβίασε τις αρχές της σαφήνειας των κυρώσεων και της εξατομικεύσεως των ποινών και των κυρώσεων, παραλείποντας να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση, μολονότι η Επιτροπή δεν είχε καθορίσει το ποσοστό επί του αλληλεγγύως οφειλομένου προστίμου που αναλογεί σε καθεμία από τις οικείες εταιρίες στη σχέση της με τους υπόλοιπους αλληλεγγύως και εις ολόκληρον ευθυνόμενους οφειλέτες, παραβλέποντας τις αρχές που διατυπώθηκαν στις σκέψεις 153 και 164 της αποφάσεως της 3ης Μαρτίου 2011, Siemens και VA Tech Transmission & Distribution κατά Επιτροπής (T‑122/07 έως T‑124/07, EU:T:2011:70).

49      Με τον τέταρτο λόγο τους αναιρέσεως, ο οποίος βάλλει κατά των σκέψεων 126 έως 130 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, οι αναιρεσείουσες προσάπτουν στο Γενικό Δικαστήριο ότι έκρινε ότι η επιχειρηματολογία που ανέπτυξαν σχετικώς ενώπιόν του αποτελούσε νέο ισχυρισμό και ήταν, ως εκ τούτου, απαράδεκτη, κατά την έννοια του άρθρου 48, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, όπως ίσχυε προ της 1ης Ιουλίου 2015.

50      Συναφώς, όσον αφορά τον τρίτο λόγο αναιρέσεως, το Δικαστήριο έχει κρίνει, αποφαινόμενο επί αιτήσεως αναιρέσεως ασκηθείσας κατά της αποφάσεως της 3ης Μαρτίου 2011, Siemens και VA Tech Transmission & Distribution κατά Επιτροπής (T‑122/07 έως T‑124/07, EU:T:2011:70), την οποία επικαλούνται οι αναιρεσείουσες, ότι η εξουσία της Επιτροπής για την επιβολή κυρώσεων δεν περιλαμβάνει και τον καθορισμό των ποσοστών επί του ποσού του προστίμου τα οποία αναλογούν σε καθέναν από τους αλληλεγγύως και εις ολόκληρον οφειλέτες στο πλαίσιο των μεταξύ τους σχέσεων, αλλά ότι απόκειται στα εθνικά δικαστήρια να προβαίνουν στον καθορισμό αυτό, τηρουμένου του δικαίου της Ένωσης, κατ’ εφαρμογήν του εθνικού δικαίου τους (βλ., σχετικώς, απόφαση της 10ης Απριλίου 2014 Επιτροπή κ.λπ. κατά Siemens Österreich κ.λπ., C‑231/11 P έως C‑233/11 P, EU:C:2014:256, σκέψεις 58 και 67).

51      Ως εκ τούτου, δεν μπορεί να προσαφθεί στο Γενικό Δικαστήριο ότι δεν ακύρωσε την προσβαλλόμενη απόφαση για τον λόγο ότι η Επιτροπή δεν καθόρισε το ποσοστό επί του ποσού του προστίμου που αναλογεί σε καθέναν από τους αλληλεγγύως και εις ολόκληρον οφειλέτες στο πλαίσιο των μεταξύ τους σχέσεων.

52      Επομένως, ο τρίτος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

53      Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, ο τέταρτος λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο οι αναιρεσείουσες προσάπτουν στο Γενικό Δικαστήριο ότι, βάσει του άρθρου 48, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, του Κανονισμού Διαδικασίας του, απέρριψε ως απαράδεκτη την επιχειρηματολογία τους περί παραλείψεως καθορισμού, με την προσβαλλόμενη απόφαση, των εν λόγω ποσοστών, δεν δύναται σε καμία περίπτωση να έχει ως συνέπεια την αναίρεση της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως και, επομένως, πρέπει να απορριφθεί ως αλυσιτελής.

 Επί του πρώτου λόγου αναιρέσεως, ο οποίος αντλείται από προσβολή του δικαιώματος ακροάσεως και παραβίαση των αρχών της αναλογικότητας και της «απαγορεύσεως της άνευ ετέρου αποδοχής της εκτιμήσεως περί των αποδεικτικών στοιχείων»

 Επιχειρήματα των διαδίκων

54      Με τον πρώτο λόγο τους αναιρέσεως, ο οποίος βάλλει κατά των σκέψεων 35 έως 63 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, οι αναιρεσείουσες προσάπτουν στο Γενικό Δικαστήριο ότι υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κρίνοντας ότι η άρνηση του συμβούλου ακροάσεων της Επιτροπής να οργανώσει ακρόαση κεκλεισμένων των θυρών στο πλαίσιο της διοικητικής διαδικασίας δεν παραβίαζε το δικαίωμά τους ακροάσεως.

55      Υποστηρίζουν ότι η άρνηση αυτή αποτελεί προσβολή του διαδικαστικού δικαιώματός τους να γνωστοποιήσουν λυσιτελώς και αναλυτικώς την άποψή τους περί των πραγματικών περιστατικών τόσο εγγράφως όσο και προφορικώς, στο πλαίσιο ακροάσεως, δικαίωμα το οποίο υφίσταται ήδη κατά το στάδιο της διοικητικής διαδικασίας. Συγκεκριμένα, η Επιτροπή πρέπει να δέχεται αίτημα για την πραγματοποίηση ακροάσεως κεκλεισμένων των θυρών, ιδίως σε περίπτωση, όπως εν προκειμένω, κατά την οποία, αφενός μεν, η ενδαφερόμενη εταιρία επιδιώκει να αμφισβητήσει τη διαπίστωση περί εκ μέρους της ασκήσεως καθοριστικής επιρροής στη θυγατρική της, αφετέρου δε, η ίδια η ύπαρξη της εταιρίας αυτής θα τεθεί σε κίνδυνο εάν διεξαχθεί ακρόαση παρουσία άλλων, επίσης διωκομένων, εταιριών.

56      Οι αναιρεσείουσες φρονούν ότι, μολονότι το Γενικό Δικαστήριο, όπως προηγουμένως και η Επιτροπή, προέβη σε στάθμιση των αντιπαρατιθεμένων συμφερόντων, συγκεκριμένα δε, αφενός, του συμφέροντος των επιχειρήσεως των οποίων οι εμπιστευτικού χαρακτήρα πληροφορίες δεν πρέπει να δημοσιοποιηθούν και, αφετέρου, του συμφέροντος των λοιπών επιχειρήσεων να έχουν τη δυνατότητα να αμυνθούν έναντι ενδεχομένων επιβαρυντικών στοιχείων, εντούτοις προέβη, εν προκειμένω, σε εκτίμηση των συμφερόντων αυτών εντελώς αντίθετη προς την αρχή της αναλογικότητας, τούτο δε σε βάρος των αναιρεσειουσών.

57      Κατά τις αναιρεσείουσες, εφόσον η διοικητική διαδικασία μπορούσε να έχει διαφορετικό αποτέλεσμα σε περίπτωση κατά την οποία θα τους παρεχόταν η δυνατότητα να αναπτύξουν, στο πλαίσιο ακροάσεως κεκλεισμένων των θυρών, τα επιχειρήματά τους σχετικά με τη συμπεριφορά της Degussa, το Γενικό Δικαστήριο όφειλε να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση.

58      Συγκεκριμένα, κρίνοντας, στη σκέψη 53 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι τα επιχειρήματα αυτά δεν εδύναντο να απαλλάξουν τις αναιρεσείουσες από την ευθύνη τους, το Γενικό Δικαστήριο παραβίασε την «αρχή της απαγορεύσεως της άνευ ετέρου αποδοχής της εκτιμήσεως περί των αποδεικτικών στοιχείων» και στηρίχθηκε σε πεπλανημένα αποδεικτικά στοιχεία, κάτι που είχε ως αποτέλεσμα να υποπέσει σε πλάνη εκτιμήσεως όσον αφορά την αποδεικτική αξία των επιχειρημάτων τους.

59      Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι ο λόγος αυτός αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί είτε ως απαράδεκτος, καθόσον, με αυτόν, οι αναιρεσείουσες επιδιώκουν να αμφισβητήσουν τις διαπιστώσεις του Γενικού Δικαστηρίου περί των πραγματικών περιστατικών και την εκτίμησή του περί των αποδεικτικών στοιχείων, είτε, εν πάση περιπτώσει, ως αβάσιμος, δεδομένου ότι παρασχέθηκε επαρκώς στις αναιρεσείουσες η δυνατότητα, κατά τη διοικητική διαδικασία, να αναπτύξουν τις απόψεις τους όσον αφορά τον ρόλο της Degussa στη σύμπραξη. Συναφώς, η Επιτροπή διατείνεται επίσης ότι υποχρεούται να επιτρέπει σε κάθε επιχείρηση η οποία ενδέχεται να κατηγορηθεί στο πλαίσιο ακροάσεως να παρίσταται στην ακρόαση αυτή προκειμένου να έχει τη δυνατότητα, αφενός, να λάβει γνώση των στοιχείων βάσει των οποίων είναι πιθανό η Επιτροπή να της αντιτάξει συμπληρωματικές αιτιάσεις και, αφετέρου, να αμυνθεί.

 Εκτίμηση του Δικαστηρίου

60      Με τον πρώτο λόγο τους αναιρέσεως, οι αναιρεσείουσες προσάπτουν στο Γενικό Δικαστήριο ότι έκρινε, στη σκέψη 63 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι η Επιτροπή και ο σύμβουλος ακροάσεων έλαβαν επαρκώς υπόψη την αναγκαιότητα σεβασμού του δικαιώματος ακροάσεως των αναιρεσειουσών, αρνούμενοι να δεχθούν το αίτημά τους να πραγματοποιηθεί ακρόαση κεκλεισμένων των θυρών, λαμβανομένων υπόψη των στοιχείων τα οποία αυτές προετίθεντο να εκθέσουν σχετικά με τη θέση της SKW έναντι της Degussa.

61      Καταρχάς και όπως προκύπτει από τη σκέψη 56 της παρούσας αποφάσεως, επισημαίνεται ότι οι αναιρεσείουσες δεν αμφισβητούν ότι, όπως έκρινε το Γενικό Δικαστήριο στη σκέψη 39 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, απόκειται στον σύμβουλο ακροάσεων, οσάκις εκτιμά τη σκοπιμότητα της πραγματοποιήσεως ακροάσεως κεκλεισμένων των θυρών, να συγκεράσει την προστασία των δικαιωμάτων άμυνας της επιχειρήσεως που διώκεται λόγω προβαλλομένης παραβάσεως των κανόνων ανταγωνισμού του δικαίου της Ένωσης με το θεμιτό συμφέρον τρίτων, προσώπων ή επιχειρήσεων, οι οποίοι παρέσχον πληροφορίες ή προσκόμισαν στοιχεία σχετικά με την τεκμαιρόμενη παράβαση, να τύχουν προστασίας το επιχειρηματικό τους απόρρητο και άλλες πληροφορίες εμπιστευτικού χαρακτήρα.

62      Στο πλαίσιο του υπό κρίση λόγου αναιρέσεως, αντικείμενο επικρίσεων αποτελούν μόνον οι όροι υπό τους οποίους προέβη το Γενικό Δικαστήριο στη στάθμιση των αντιπαρατιθέμενων συμφερόντων.

63      Συναφώς, η σκέψη 62 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως έχει ως εξής:

«Εν κατακλείδι, πρέπει να επισημανθεί ότι οι [αναιρεσείουσες] παραβλέπουν κατά τα φαινόμενα ότι τα επιχειρήματά τους σχετικά με τον ρόλο της Degussa στη σύμπραξη, κατόπιν της μεταβιβάσεως του συνόλου του εταιρικού κεφαλαίου της SKW, και το αίτημά τους να μη λάβει γνώση των επιχειρημάτων αυτών η Degussa επιβάλλουν συγκερασμό των απαιτήσεων που απορρέουν από τα δικαιώματα άμυνας των [αναιρεσειουσών] και από εκείνα της Degussa, καθώς και στάθμιση των αντιστοίχων συμφερόντων των επιχειρήσεων αυτών. Τα πραγματικά περιστατικά που παρετέθησαν στις σκέψεις 24 έως 32 [της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως] καταδεικνύουν ότι ο σύμβουλος ακροάσεων προέβη στη στάθμιση αυτή αφού προηγουμένως οι [αναιρεσείουσες] παρέσχον εξηγήσεις ως προς το περιεχόμενο των επιχειρημάτων αυτών και την προβαλλόμενη σημασία τους για την άμυνά τους. Επιπλέον, από τα προεκτεθέντα συνάγεται ότι ορθώς αποφάνθηκε ο σύμβουλος ακροάσεων ότι δεν ήταν δικαιολογημένο να δοθεί προτεραιότητα στην προστασία των δικαιωμάτων άμυνας των [αναιρεσειουσών] και να δεχθεί, επομένως, ενδεχόμενη προσβολή των αντίστοιχων δικαιωμάτων της Degussa. [...]»

64      Από τη σκέψη 62 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι, κατά τη στάθμιση των αντιπαρατιθέμενων συμφερόντων, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε κατ’ ουσίαν ότι τα δικαιώματα άμυνας των αναιρεσειουσών δεν μπορούν να κατισχύσουν εκείνων της Degussa. Το Γενικό Δικαστήριο έκρινε συναφώς, στις σκέψεις 58 και 59 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι ο σεβασμός των δικαιωμάτων άμυνας της Degussa επέτασσε να της δοθεί η δυνατότητα, κατά την ακρόαση, να λάβει αμέσως γνώση των εναντίον της κατηγοριών τις οποίες θα προέβαλλαν ενδεχομένως οι αναιρεσείουσες και να τις αντικρούσει προφορικώς.

65      Από τη σκέψη 55 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως και από τις σκέψεις 9 και 10 της παρούσας αποφάσεως προκύπτει ότι τα επιχειρήματα τα οποία οι αναιρεσείουσες προετίθεντο να αναπτύξουν κεκλεισμένων των θυρών αφορούσαν τη δράση της Degussa κατά το χρονικό διάστημα κατόπιν της εκ μέρους της μεταβιβάσεως της SKW στην SKW Holding. Ούτε, όμως, την ημέρα της ακροάσεως ούτε εν συνεχεία κατηγόρησε η Επιτροπή την Degussa για το χρονικό διάστημα αυτό.

66      Διαπιστώνεται, συνεπώς, ότι ο σύμβουλος ακροάσεων, προκειμένου να απορρίψει το αίτημα των αναιρεσειουσών περί πραγματοποιήσεως ακροάσεως κεκλεισμένων των θυρών, έλαβε υπόψη τα δικαιώματα άμυνας της Degussa, ενώ εκείνη δεν μπορούσε να τα επικαλεσθεί ως τρίτη ως προς τη διαδικασία όσον αφορά το εν λόγω χρονικό διάστημα.

67      Συναφώς, το ότι ορισμένα από τα γνωστοποιηθέντα στην Επιτροπή στοιχεία, σε περίπτωση κατά την οποία αυτή θα δεχόταν το αίτημα περί ακροάσεως κεκλεισμένων των θυρών, θα μπορούσαν να οδηγήσουν το θεσμικό όργανο αυτό να κρίνει την Degussa υπεύθυνη για την οικεία παράβαση όσον αφορά χρονικό διάστημα μεγαλύτερο του αρχικώς προσδιορισθέντος, στερείται σημασίας, διότι, εν πάση περιπτώσει και όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 60 των προτάσεών του, η Επιτροπή όφειλε, σε τέτοια περίπτωση, να απευθύνει στην εν λόγω εταιρία συμπληρωματική κοινοποίηση αιτιάσεων προκειμένου να καταστήσει δυνατό στην εταιρία αυτή να υποβάλει τις παρατηρήσεις της επί των σχετικών στοιχείων.

68      Ως εκ τούτου, το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο και προσέβαλε το δικαίωμα ακροάσεως των αναιρεσειουσών, κρίνοντας ότι ο σύμβουλος ακροάσεως μπορούσε να απορρίψει το αίτημα περί ακροάσεως κεκλεισμένων των θυρών για τον λόγο ότι μια τέτοια ακρόαση θα έθιγε τα δικαιώματα άμυνας της Degussa.

69      Ωστόσο, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, προκειμένου προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας να συνεπάγεται την ακύρωση της προσβαλλομένης πράξεως, απαιτείται, ελλείψει της παρατυπίας αυτής, να ήταν δυνατό η διαδικασία να καταλήξει σε διαφορετικό αποτέλεσμα (βλ., σχετικώς, απόφαση της 3ης Ιουλίου 2014, Kamino International Logistics και Datema Hellmann Worldwide Logistics, C‑129/13 και C‑130/13, EU:C:2014:2041, σκέψη 79 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία), στοιχείο το οποίο πρέπει να αποδείξει η ενδιαφερόμενη επιχείρηση (βλ., σχετικώς, απόφαση της 29ης Ιουνίου 2006, SGL Carbon κατά Επιτροπής, C‑308/04 P, EU:C:2006:433, σκέψη 98).

70      Επισημαίνεται συναφώς ότι, στη σκέψη 53 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο διαπίστωσε ότι τα επιχειρήματα των αναιρεσειουσών περί της επιρροής της Degussa στη συμπεριφορά της SKW, ακόμη κι αν γινόταν δεκτό ότι ευσταθούν, στερούνται σημασίας όσον αφορά το ζήτημα της ευθύνης τους για την επίμαχη παράβαση.

71      Οι αναιρεσείουσες αμφισβητούν τη διαπίστωση αυτή διατεινόμενες ότι η απόδειξη περί της συνεχιζόμενης ασκήσεως ελέγχου της Degussa επί της SKW κατόπιν της μεταβιβάσεως της δεύτερης στην SKW Holding μπορούσαν σαφώς να θέσουν εν αμφιβόλω την καθοριστική επιρροή της τελευταίας στην SKW, λαμβανομένου ιδίως υπόψη του ότι η SKW Holding ήταν απλώς ένας εξωτερικός στον συγκεκριμένο κλάδο χρηματοοικονομικός επενδυτής ο οποίος απέκτησε μια εξειδικευμένη στον χώρο της χημικής βιομηχανίας εμπορική επιχείρηση.

72      Η επιχειρηματολογία αυτή δεν μπορεί να γίνει δεκτή. Όπως προκύπτει, κατ’ ουσίαν, από τις σκέψεις 43, 119 και 120 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο διαπίστωσε, κατά την εκ μέρους του εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών, ότι ο καταλογισμός της ευθύνης για την επίμαχη παράβαση στην SKW Holding μπορούσε, εν πάση περιπτώσει, να στηριχθεί σε πλείονες περιστάσεις οι οποίες, κατά το Γενικό Δικαστήριο, ήταν αφεαυτών επαρκείς για να θεμελιώσουν την κρίση περί ασκήσεως, εκ μέρους της SKW Holding, καθοριστικής επιρροής επί της SKW. Λαμβανομένης υπόψη της διαπιστώσεως αυτής, το Γενικό Δικαστήριο δεν υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο αποφαινόμενο, μεταξύ άλλων στις σκέψεις 48, 49 και 52 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, στις οποίες παραπέμπει η σκέψη 53 της αποφάσεως αυτής, ότι, προκειμένου να αμφισβητήσει αυτόν τον καταλογισμό ευθύνης, η SKW Holding έπρεπε να αποδείξει ότι δεν ασκούσε η ίδια τέτοια επιρροή, οπότε το ζήτημα αν κάποια άλλη οντότητα, όπως η Degussa, ασκούσε καθοριστική επιρροή στερούταν σημασίας.

73      Η επιχειρηματολογία των αναιρεσειουσών δεν μπορεί να ευδοκιμήσει ούτε καθόσον αυτές προσάπτουν επίσης στο Γενικό Δικαστήριο ότι παραβίασε την αρχή της «απαγορεύσεως της άνευ ετέρου αποδοχής της εκτιμήσεως περί των αποδεικτικών στοιχείων». Πράγματι, το Γενικό Δικαστήριο, διαπιστώνοντας ότι τα επιχειρήματα των αναιρεσειουσών περί επιρροής της Degussa στη συμπεριφορά της SKW, ακόμη κι αν υποτεθεί ότι ευσταθούν, στερούνται σημασίας όσον αφορά το ζήτημα της ευθύνης τους για την επίμαχη παράβαση, δεν προέβη σε άνευ ετέρου αποδοχή της εκτιμήσεως περί των αποδεικτικών στοιχείων, αλλά απλώς απέρριψε τα επιχειρήματά τους περί επιρροής της Degussa στη συμπεριφορά της SKW ακόμη κι αν γινόταν δεκτό, όπως υποστήριζαν οι αναιρεσείουσες, ότι η επιρροή αυτή είχε αποδειχθεί.

74      Επιπροσθέτως, πρέπει να επισημανθεί ότι, στις σκέψεις 214 έως 228 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, στις οποίες παραπέμπει η σκέψη 56 της ιδίας αυτής αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο δεν δέχθηκε τον λόγο ακυρώσεως των αναιρεσειουσών ο οποίος αντλούταν από την προβαλλόμενη ως παράνομη άρνηση της Επιτροπής να αναγνωρίσει υπέρ τους ελαφρυντικές περιστάσεις, τις οποίες, όπως προκύπτει από τη σκέψη 53 της εν λόγω αποφάσεως, προετίθεντο να αναπτύξουν κεκλεισμένων των θυρών.

75      Κατά συνέπεια, οι αναιρεσείουσες δεν απέδειξαν ότι η διαδικασία που κινήθηκε εναντίον τους θα μπορούσε να καταλήξει, ελλείψει της παρατυπίας που διαπράχθηκε, σε διαφορετικό αποτέλεσμα.

76      Επιπλέον, από τις σκέψεις 31, 33 και 62 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το περιεχόμενο των οποίων υπομνήσθηκε στη σκέψη 15 της παρούσας αποφάσεως, προκύπτει ότι, κατόπιν της συνάψεως νέας συμβάσεως προμήθειας μεταξύ της SKW και της Degussa, δηλαδή σε χρονικό σημείο κατά το οποίο δεν υπήρχε πλέον δυσχέρεια γα τις αναιρεσείουσες να αναπτύξουν τα επιχειρήματά τους σχετικά με τη δράση της Degussa, δόθηκε σε αυτές η δυνατότητα να υποβάλουν γραπτές παρατηρήσεις στην Επιτροπή.

77      Ως εκ τούτου, ο πρώτος λόγος της αιτήσεως αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί.

78      Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των προεκτεθέντων, η αίτηση αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της.

 Επί των δικαστικών εξόδων

79      Κατά το άρθρο 184, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, όταν η αίτηση αναιρέσεως απορρίπτεται ως αβάσιμη, το Δικαστήριο αποφαίνεται επί των δικαστικών εξόδων.

80      Κατά το άρθρο 138, παράγραφος 1, του εν λόγω Κανονισμού, το οποίο έχει εφαρμογή στην αναιρετική διαδικασία δυνάμει του άρθρου του 184, παράγραφος 1, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου.

81      Δεδομένου ότι η Επιτροπή ζήτησε να καταδικασθούν οι SKW και SKW Holding στα δικαστικά έξοδα και ότι αυτές ηττήθηκαν ως προς τα αιτήματά τους, αυτές φέρουν τα δικαστικά έξοδά τους, καθώς και τα δικαστικά έξοδα στα οποία υποβλήθηκε η Επιτροπή.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (πέμπτο τμήμα) αποφασίζει:

1)      Απορρίπτει την αίτηση αναιρέσεως.

2)      Η SKW Stahl-Metallurgie GmbH και η SKW Stahl-Metallurgie Holding AG φέρουν, πέραν των εξόδων τους, τα δικαστικά έξοδα στα οποία υποβλήθηκε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή.

(υπογραφές)


* Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική.