Language of document : ECLI:EU:C:2021:686

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

GIOVANNI PITRUZZELLA

της 2ας Σεπτεμβρίου 2021 (1)

Υπόθεση C262/20

VB

κατά

Glavna direktsia «Pozharna bezopasnost i zaschtita na naselenieto» kam Ministerstvo na vatreshnite raboti

[αίτηση του Rayonen sad Lukovit
(περιφερειακού δικαστηρίου Lukovit, Βουλγαρία)
για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

«Αίτηση προδικαστικής αποφάσεως – Κοινωνική πολιτική – Οργάνωση του χρόνου εργασίας – Οδηγία 2003/88/ΕΚ – Περιορισμός της διάρκειας της νυκτερινής εργασίας – Εργαζόμενοι του δημόσιου και του ιδιωτικού τομέα – Ίση μεταχείριση»






1.        Είναι αναγκαίο, προκειμένου να διασφαλίζεται η πλήρης αποτελεσματικότητα της προστασίας της υγείας και της ασφάλειας των εργαζομένων, την οποία επιδιώκει η οδηγία 2003/88/ΕΚ (2), να προβλέπουν τα κράτη μέλη ότι η κανονική διάρκεια της νυκτερινής εργασίας των πυροσβεστών είναι μικρότερη από την κανονική διάρκεια της ημερήσιας εργασίας; Συνάδει προς τις διατάξεις του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων εθνική νομοθεσία η οποία ορίζει μόνο για τους εργαζομένους του ιδιωτικού τομέα τη μέγιστη διάρκεια της νυκτερινής εργασίας σε επτά ώρες; Τέλος, είναι αναγκαίο να προβλέπουν τα κράτη μέλη ρητώς την κανονική διάρκεια της νυκτερινής εργασίας και για τους δημοσίους υπαλλήλους;

2.        Αυτά είναι, κατ’ ουσίαν, τα ερωτήματα που τίθενται με την αίτηση προδικαστικής αποφάσεως την οποία υπέβαλε το Rayonen sad Lukovit (περιφερειακό δικαστήριο Lukovit, Βουλγαρία), τα οποία αποτελούν το αντικείμενο της παρούσας διαδικασίας και παρέχουν στο Δικαστήριο την ευκαιρία να εξετάσει εις βάθος, υπό το πρίσμα της οδηγίας 2003/88, αλλά και ορισμένων διατάξεων του Χάρτη (ιδίως των άρθρων 20 και 31), το θέμα των ορίων της νυκτερινής εργασίας, ιδίως δε των ρυθμίσεων που ισχύουν στα κράτη μέλη για τον ιδιωτικό και τον δημόσιο τομέα.

3.        Με τις παρούσες προτάσεις θα εξηγήσω τους λόγους για τους οποίους εκτιμώ ότι η οδηγία 2003/88 παρέχει στα κράτη μέλη σημαντικά περιθώρια διακριτικής ευχέρειας όσον αφορά το καθεστώς της νυκτερινής εργασίας, υπό την επιφύλαξη των στοιχειωδών προδιαγραφών που επιβάλλει η οδηγία αυτή, σκοπός της οποίας είναι η διασφάλιση της πλήρους αποτελεσματικότητας της προστασίας της υγείας και της ασφάλειας των εργαζομένων.

I.      Το νομικό πλαίσιο

Α.      Το δίκαιο της Ένωσης

4.        Το άρθρο 6, παράγραφος 1, της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση ορίζει ότι ο Χάρτης «έχει το ίδιο νομικό κύρος με τις Συνθήκες».

5.        Το άρθρο 20 του Χάρτη προβλέπει τα εξής:

«Όλοι οι άνθρωποι είναι ίσοι έναντι του νόμου.»

6.        Το άρθρο 31, υπό τον τίτλο «Δίκαιες και πρόσφορες συνθήκες εργασίας», προβλέπει τα εξής:

«1. Κάθε εργαζόμενος έχει δικαίωμα σε συνθήκες εργασίας οι οποίες σέβονται την υγεία, την ασφάλεια και την αξιοπρέπειά του.

2. Κάθε εργαζόμενος έχει δικαίωμα σε ένα όριο μέγιστης διάρκειας εργασίας, σε ημερήσιες και εβδομαδιαίες περιόδους ανάπαυσης καθώς και σε ετήσια περίοδο αμειβόμενων διακοπών».

7.        Οι αιτιολογικές σκέψεις 7, 8 και 10 της οδηγίας 2003/88 έχουν ως εξής:

«(7) Από σχετικές μελέτες έχει αποδειχθεί ότι ο ανθρώπινος οργανισμός είναι πιο ευαίσθητος κατά τη διάρκεια της νύχτας στις περιβαλλοντικές οχλήσεις και σε ορισμένες επαχθείς μορφές οργάνωσης της εργασίας, καθώς και ότι μακριές περίοδοι νυκτερινής εργασίας είναι επιζήμιες για την υγεία των εργαζομένων και μπορούν να θέσουν σε κίνδυνο την ασφάλειά τους στην εργασία.

(8) Θα πρέπει να περιορίζεται η διάρκεια της νυκτερινής και της υπερωριακής εργασίας και να προβλέπεται ότι, όταν ο εργοδότης χρησιμοποιεί τακτικά εργαζομένους τη νύχτα, ενημερώνει σχετικά τις αρμόδιες αρχές, εφόσον του το ζητήσουν.

[…]

(10) Η κατάσταση των εργαζόμενων τη νύχτα και των εργαζόμενων σε βάρδιες απαιτεί προσαρμογή του επιπέδου προστασίας, όσον αφορά την ασφάλεια και την υγεία, στη φύση της εργασίας τους, καθώς και την αποτελεσματική οργάνωση και λειτουργία των υπηρεσιών και των μέσων προστασίας και πρόληψης».

8.        Το άρθρο 8 της οδηγίας 2003/88, υπό τον τίτλο «Διάρκεια της νυκτερινής εργασίας», έχει ως εξής:

«Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα ώστε:

α)      ο κανονικός χρόνος νυκτερινής εργασίας να μην υπερβαίνει, κατά μέσον όρο, τις οκτώ ώρες ανά εικοσιτετράωρο·

β)      οι εργαζόμενοι τη νύχτα των οποίων η εργασία ενέχει ιδιαίτερους κινδύνους ή σημαντική σωματική ή πνευματική ένταση να μην εργάζονται περισσότερο από οκτώ ώρες κατά τη διάρκεια εικοσιτετράωρης περιόδου κατά την οποία πραγματοποιούν νυκτερινή εργασία.

Για τους σκοπούς του στοιχείου βʹ, η εργασία που ενέχει ιδιαίτερους κινδύνους ή σημαντική σωματική ή πνευματική ένταση ορίζεται από τις εθνικές νομοθεσίες ή/και πρακτικές ή από συλλογικές συμβάσεις ή από συμφωνίες μεταξύ κοινωνικών εταίρων, λαμβανομένων υπόψη των επιπτώσεων και των κινδύνων που συνδέονται με τη νυκτερινή εργασία.»

9.        Το άρθρο 12 της οδηγίας 2003/88, υπό τον τίτλο «Προστασία της ασφάλειας και της υγείας», προβλέπει ότι:

«Τα κράτη μέλη θεσπίζουν τα αναγκαία μέτρα ώστε:

α)      οι εργαζόμενοι τη νύχτα και οι εργαζόμενοι σε βάρδιες να απολαύουν προστασίας της υγείας και της ασφάλειάς τους, ανάλογης προς τη φύση της εργασίας τους·

β)      οι κατάλληλες υπηρεσίες ή μέτρα προστασίας και πρόληψης στον τομέα της ασφάλειας και της υγείας των εργαζομένων τη νύχτα και των εργαζομένων σε βάρδιες να είναι ισοδύναμα με τα προσφερόμενα στους άλλους εργαζομένους και να είναι διαθέσιμα ανά πάσα στιγμή.»

Β.      Η εθνική νομοθεσία

10.      Σύμφωνα με το άρθρο 140 του Kodeks na truda (εργατικού κώδικα):

«(1) Η κανονική εβδομαδιαία διάρκεια νυκτερινής εργασίας για μία εβδομάδα πέντε εργάσιμων ημερών δεν μπορεί να υπερβαίνει τις 35 ώρες. Η κανονική διάρκεια της νυκτερινής εργασίας σε μία εβδομάδα πέντε εργάσιμων ημερών δεν μπορεί να υπερβαίνει τις επτά ώρες.

(2) Νυκτερινή είναι η εργασία που παρέχεται μεταξύ 22:00 και 6:00, η οποία, για τους εργαζομένους ηλικίας κάτω των 16 ετών, εκτείνεται από τις 20:00 έως τις 6:00.

[…]»

11.      Το άρθρο 142 του Zakon za Ministerstvo vatreshnite raboti (νόμου περί του Υπουργείου Εσωτερικών, DV αριθ. 53 της 27ης Ιουνίου 2014, στο εξής: ZMVR) ορίζει ότι:

«(1)      Υπάλληλοι του Υπουργείου Εσωτερικών είναι:

1. αστυνομικοί και υπάλληλοι της πυροσβεστικής υπηρεσίας και της υπηρεσίας πολιτικής προστασίας,

2. δημόσιοι υπάλληλοι,

3. υπάλληλοι υπό καθεστώς συμβάσεων ιδιωτικού δικαίου.

[…]

(5)      Το καθεστώς των υπαλλήλων υπό καθεστώς συμβάσεων ιδιωτικού δικαίου διέπεται από τις διατάξεις του εργατικού κώδικα και του παρόντος νόμου.»

12.      Σύμφωνα με το άρθρο 187 του ZMVR:

«(1)      Ο κανονικός χρόνος εργασίας των υπαλλήλων του Υπουργείου Εσωτερικών ανέρχεται σε οκτώ ώρες ημερησίως και σε 40 ώρες εβδομαδιαίως για εβδομάδα εργασίας πέντε ημερών.

[…]

(3)      Η διάρκεια της εργασίας των δημοσίων υπαλλήλων υπολογίζεται σε εργάσιμες ημέρες σε ημερήσια βάση, ενώ υπολογίζεται σε περίοδο τριών μηνών για όσους εργάζονται σε βάρδιες οκτώ, δώδεκα ή 24 ωρών. […] Σε περίπτωση εργασίας σε βάρδιες, η νυκτερινή εργασία μπορεί να παρασχεθεί από τις 22:00 έως τις 6:00, αλλά η μέση διάρκεια της εργασίας δεν πρέπει να υπερβαίνει τις οκτώ ώρες ανά εικοσιτετράωρο.

[…]

(9)      Οι διαδικασίες οργανώσεως και κατανομής του χρόνου εργασίας των δημοσίων υπαλλήλων και η καταμέτρηση και καταχώρισή του, η αποζημίωση για την εργασία που παρέχουν οι δημόσιοι υπάλληλοι εκτός του κανονικού χρόνου εργασίας, το σύστημα υπηρεσίας, η ανάπαυση και τα διαλείμματα για τους δημοσίους υπαλλήλους καθορίζονται με διάταγμα του Υπουργού Εσωτερικών.»

13.      Το άρθρο 188, παράγραφος 2, του ZMVR έχει ως εξής:

«Οι δημόσιοι υπάλληλοι που εργάζονται μεταξύ 22:00 και 6:00 απολαύουν της ειδικής προστασίας που προβλέπει ο Εργατικός Κώδικας».

14.      Οι αποφάσεις που εκδίδει ο Υπουργός Εσωτερικών βάσει του άρθρου 187, παράγραφος 9, του ZMVR καθορίζουν τις λεπτομέρειες οργανώσεως και κατανομής του χρόνου εργασίας, την αποζημίωση για την εργασία που παρέχεται εκτός του κανονικού χρόνου εργασίας, καθώς και τις λεπτομέρειες αναπαύσεως και διαλείμματος των υπαλλήλων του Υπουργείου Εσωτερικών.

15.      Εντούτοις, η απόφαση 8121z‑407 της 11ης Αυγούστου 2014 (DV αριθ. 69 της 19ης Αυγούστου 2014, στο εξής: απόφαση του 2014), προέβλεψε στο άρθρο 31, παράγραφος 2, τη μετατροπή των ωρών νυκτερινής εργασίας σε ώρες ημερήσιας εργασίας με την εφαρμογή διορθωτικού συντελεστή· κατά συνέπεια, οι ώρες εργασίας μεταξύ 22:00 και 6:00 έπρεπε να πολλαπλασιαστούν με συντελεστή 0,143, το δε αποτέλεσμα έπρεπε να προστεθεί στον συνολικό αριθμό των ωρών εργασίας που είχαν παρασχεθεί κατά την περίοδο εκείνη.

16.      Αυτή η απόφαση καταργήθηκε με την απόφαση 8121h-592, της 25ης Μαΐου 2015 (DV αριθ. 40, της 2ας Ιουνίου 2015), και στη συνέχεια με την απόφαση 8121h‑776, της 29ης Ιουλίου 2016 (DV αριθ. 60, της 2ας Αυγούστου 2016), η οποία δεν προβλέπει πλέον το σύστημα υπολογισμού των ωρών νυκτερινής εργασίας που προέβλεπε το άρθρο 31, παράγραφος 2, της αποφάσεως του 2014.

17.      Όσον αφορά τους εργαζομένους εκτός του Υπουργείου Εσωτερικών, το άρθρο 9, παράγραφος 2, της αποφάσεως για τη διάρθρωση και την οργάνωση των αμοιβών (DV αριθ. 9, της 26ης Ιανουαρίου 2007) έχει ως εξής:

«Κατά τον υπολογισμό του συνολικού χρόνου εργασίας, οι ώρες νυκτερινής εργασίας μετατρέπονται σε ώρες ημερήσιας εργασίας βάσει ενός συντελεστή ο οποίος αντικατοπτρίζει τη σχέση μεταξύ της κανονικής διάρκειας του χρόνου ημερήσιας εργασίας και του χρόνου νυκτερινής εργασίας, που καθορίζεται στο πλαίσιο της καθημερινής διαχείρισης του χρόνου εργασίας για συγκεκριμένη θέση.»

II.    Τα πραγματικά περιστατικά, η κύρια δίκη και τα προδικαστικά ερωτήματα

18.      Ο VB είναι υπάλληλος στη διοικητική υπηρεσία του Δήμου του Lukovit (Βουλγαρία), στην Κεντρική Διεύθυνση «Πυροπροστασίας και Πολιτικής Προστασίας» του Υπουργείου Εσωτερικών (στο εξής: Διεύθυνση) ως «επιστάτης βάρδιας».

19.      Κατά το επίδικο χρονικό διάστημα, από τις 3 Οκτωβρίου 2016 έως τις 3 Οκτωβρίου 2019, ο VB πραγματοποίησε εφημερίες εικοσιτετράωρης διάρκειας, οι οποίες υπολογίστηκαν αντίστοιχα για χρονικό διάστημα τριών μηνών συνολικά. Για κάθε τρίμηνο, υπολογίστηκαν και καταβλήθηκαν στον VB οι συνολικές, πέραν του κανονικού χρόνου υπηρεσίας για το αντίστοιχο χρονικό διάστημα, πραγματοποιηθείσες υπερωρίες.

20.      Έως τις 25 Μαΐου 2015, σύμφωνα με τις τότε ισχύουσες εθνικές διατάξεις (απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών του 2014), η παρασχεθείσα από τον VB νυκτερινή εργασία πολλαπλασιαζόταν με συντελεστή 0,143, το δε αποτέλεσμα προστίθετο στον συνολικό αριθμό των πραγματοποιηθεισών για το υπολογιζόμενο χρονικό διάστημα ωρών και κατά τον τρόπο αυτόν υπολογίζονταν επτά ώρες νυκτερινής εργασίας ως οκτώ ώρες εκτελέσεως των καθηκόντων του.

21.      Η μεταγενέστερη απόφαση του 2015 δεν περιλάμβανε αντίστοιχη ρύθμιση. Ως εκ τούτου, από τις 25 Μαΐου 2015 και, επομένως, κατά το επίδικο χρονικό διάστημα, η Διεύθυνση δεν εφάρμοζε κατά τον υπολογισμό του χρόνου εκτελέσεως των καθηκόντων του ενάγοντος τη ρύθμιση περί μετατροπής των ωρών της νυκτερινής εργασίας σε ώρες ημερήσιας εργασίας.

22.      Ο VB άσκησε αγωγή ενώπιον του Rayonen sad Lukovit (περιφερειακού δικαστηρίου Lukovit), πρωτοβάθμιου δικαστηρίου κατά το εθνικό δικαιοδοτικό σύστημα και ήδη αιτούντος δικαστηρίου, και ζήτησε να καταδικαστεί η Διεύθυνση να του καταβάλει το ποσό των 1 683,74 βουλγαρικών λέβα (BGN) πλέον των νόμιμων τόκων υπερημερίας, ως αμοιβή για υπερωρίες που πραγματοποίησε και για τις οποίες δεν πληρώθηκε.

23.      Ισχυρίζεται ότι, κατά το χρονικό διάστημα από τις 3 Οκτωβρίου 2016 έως τις 3 Οκτωβρίου 2019, παρείχε νυκτερινή εργασία συνολικής διάρκειας 1 784 ωρών, την οποία η Διεύθυνση έπρεπε να μετατρέψει σε ώρες ημερήσιας εργασίας με συντελεστή 1,143.

24.      Κατά την άποψή του, η Διεύθυνση έπρεπε να είχε εφαρμόσει προς τον σκοπό αυτόν το άρθρο 9, παράγραφος 2, της αποφάσεως περί διαρθρώσεως και οργανώσεως των αποδοχών (3), σύμφωνα με το οποίο, κατά τον συνολικό υπολογισμό του χρόνου εργασίας, οι ώρες της νυκτερινής εργασίας μετατρέπονται σε ώρες ημερήσιας εργασίας μέσω συντελεστή που αντιστοιχεί στη σχέση μεταξύ της κανονικής διάρκειας της ημερήσιας εργασίας προς εκείνη της νυκτερινής εργασίας για την αντίστοιχη θέση.

25.      Με αυτά τα δεδομένα, το αιτούν δικαστήριο ανέστειλε την κύρια διαδικασία και υπέβαλε στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1) Απαιτεί η αποτελεσματική προστασία σύμφωνα με το άρθρο 12, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2003/88/ΕΚ να είναι η κανονική διάρκεια της νυκτερινής εργασίας των αστυνομικών και των πυροσβεστών μικρότερη από την καθορισμένη κανονική διάρκεια της ημερήσιας εργασίας;

2)      Απαιτεί η κατοχυρωμένη στα άρθρα 20 και 31 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης αρχή της ισότητας να ισχύει η κανονική διάρκεια της νυκτερινής εργασίας, η οποία έχει καθοριστεί βάσει του εθνικού δικαίου στις επτά ώρες για τους εργαζομένους στον ιδιωτικό τομέα, και για τους απασχολούμενους στον δημόσιο τομέα, συμπεριλαμβανομένων των αστυνομικών και των πυροσβεστών;

3)      Προϋποθέτει η αποτελεσματική επίτευξη του σκοπού περιορισμού της διάρκειας της νυκτερινής εργασίας, που διατυπώνεται στην αιτιολογική σκέψη 8 της οδηγίας 2003/88/ΕΚ να καθορίζεται ρητά στην εθνική νομοθεσία η κανονική διάρκεια της νυκτερινής εργασίας και για τους απασχολούμενους στον δημόσιο τομέα;

III. Νομική εκτίμηση

Α.      Εφαρμογή της επείγουσας προδικαστικής διαδικασίας

26.      Το αιτούν δικαστήριο ζήτησε την εφαρμογή της επείγουσας προδικαστικής διαδικασίας λόγω του μεγάλου αριθμού των παρόμοιων με την παρούσα υποθέσεων που εκκρεμούν ενώπιον των βουλγαρικών δικαστηρίων και των διαφορετικών λύσεων που έχουν γίνει δεκτές από τα δικαστήρια αυτά.

27.      Εντούτοις, δεδομένου ότι η υπό κρίση υπόθεση δεν αφορά έναν από τους τομείς στους οποίους αναφέρεται ο τίτλος V του τρίτου μέρους της ΣΛΕΕ, σχετικά με τον χώρο ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης, το άρθρο 107, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας δεν μπορεί να τύχει εφαρμογής στην περίπτωση αυτή.

Β.      Παραδεκτό των αιτήσεων

28.      Η οδηγία 2003/88, η οποία στηρίζεται στο άρθρο 153, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, ρυθμίζει απλώς ορισμένα στοιχεία της οργάνωσης του χρόνου εργασίας προς εξασφάλιση της προστασίας της ασφάλειας και της υγείας των εργαζομένων και δεν έχει εφαρμογή, κατά την έννοια της παραγράφου 5 του ίδιου άρθρου, επί πτυχών σχετικών με τις αποδοχές των εργαζομένων, εξαιρουμένης της ιδιαίτερης περίπτωσης η οποία αφορά την ετήσια άδεια μετ’ αποδοχών και την οποία προβλέπει το άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής· επομένως, κατ’ αρχήν, η οδηγία αυτή δεν εφαρμόζεται στις αποδοχές των εργαζομένων (4).

29.      Στην κύρια δίκη, το ζήτημα αφορά τον καθορισμό του αριθμού των υπερωριών που πραγματοποίησε ο ενάγων τη νύχτα, προκειμένου να καθοριστεί η αμοιβή του και να του καταβληθεί για τις ώρες εργασίας για τις οποίες δεν πληρώθηκε.

30.      Η επίλυση της διαφοράς της κύριας δίκης, κατά την άποψη του αιτούντος δικαστηρίου, εξαρτάται από την ερμηνεία από το Δικαστήριο της έννοιας της «διάρκειας της νυκτερινής εργασίας» κατά τα άρθρα 8 και 12 της οδηγίας 2003/88, στο πλαίσιο της προστασίας της ασφάλειας και της υγείας των εργαζομένων.

31.      Όπως ορθώς παρατηρεί η Επιτροπή, ο κύριος σκοπός των προδικαστικών ερωτημάτων που υποβλήθηκαν στο Δικαστήριο είναι να καθοριστεί εάν η ρύθμιση που εφαρμόζεται στο προσωπικό του Υπουργείου Εσωτερικών σχετικά με την κανονική διάρκεια της νυκτερινής εργασίας πρέπει να ερμηνευθεί με γνώμονα τις διατάξεις του εργατικού κώδικα που προβλέπονται για τους εργαζόμενους του ιδιωτικού τομέα και οι οποίες ορίζουν την κανονική διάρκεια της νυκτερινής εργασίας σε επτά ώρες (τούτο δε συνεπάγεται τη μετατροπή της νυκτερινής εργασίας σε ημερήσια εργασία, πράγμα που θα είχε αντίκτυπο στις αποδοχές του ενάγοντος). Ως εκ τούτου, υφίσταται σύνδεση μεταξύ των προδικαστικών ερωτημάτων και του αντικειμένου της διαφοράς.

32.      Το γεγονός, επομένως, ότι η διαφορά αυτή αφορά πρωτίστως ζήτημα αμοιβής είναι άνευ σημασίας, δεδομένου ότι απόκειται στο εθνικό δικαστήριο και όχι στο Δικαστήριο να επιλύσει το ζήτημα αυτό στο πλαίσιο της κύριας δίκης (5).

33.      Κατά συνέπεια, λαμβανομένου υπόψη του τεκμηρίου λυσιτέλειας των προδικαστικών ερωτημάτων, εκτιμώ ότι τα ερωτήματα που υποβλήθηκαν στο Δικαστήριο στο πλαίσιο της υπό κρίση προδικαστικής παραπομπής χρήζουν απαντήσεως επί της ουσίας.

Γ.      Σκοπός της οδηγίας και εξουσία εκτιμήσεως των κρατών μελών

34.      Σκοπός της οδηγίας 2003/88 είναι ο καθορισμός στοιχειωδών προδιαγραφών για τη βελτίωση της προστασίας της υγείας και της ασφάλειας στους χώρους εργασίας και ο σκοπός αυτός επιτυγχάνεται, μεταξύ άλλων, με την εναρμόνιση των εθνικών νομοθεσιών σχετικά με τον χρόνο εργασίας (6).

35.      Για την επίτευξη των προμνησθέντων σκοπών, οι διατάξεις της οδηγίας 2003/88 καθορίζουν: ελάχιστες περιόδους ημερήσιας και εβδομαδιαίας αναπαύσεως, ανώτατο όριο σαράντα οκτώ ωρών για τη μέση διάρκεια της εβδομαδιαίας εργασίας (περιλαμβανομένων των υπερωριών) και τη μέγιστη διάρκεια των ωρών νυκτερινής εργασίας.

36.      Με τις προαναφερθείσες διατάξεις, τίθεται σε εφαρμογή το άρθρο 31 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, το οποίο, στην παράγραφο 1, αναγνωρίζει ότι «κάθε εργαζόμενος έχει δικαίωμα σε συνθήκες εργασίας οι οποίες σέβονται την υγεία, την ασφάλεια και την αξιοπρέπειά του» και προβλέπει, εν συνεχεία, στην παράγραφο 2, ότι «κάθε εργαζόμενος έχει δικαίωμα σε ένα όριο μέγιστης διάρκειας εργασίας, σε ημερήσιες και εβδομαδιαίες περιόδους ανάπαυσης καθώς και σε ετήσια περίοδο αμειβόμενων διακοπών». Το δικαίωμα αυτό συνδέεται άμεσα με τον σεβασμό της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, η οποία προστατεύεται ευρύτερα στον τίτλο I του Χάρτη (7).

37.      Σε αυτό το συστηματικό πλαίσιο, το Δικαστήριο έχει αποφανθεί ότι οι κανόνες της οδηγίας 2003/88 συνιστούν ιδιαίτερης σπουδαιότητας κανόνες του κοινωνικού δικαίου της Ένωσης, οι οποίοι πρέπει να ισχύουν για κάθε εργαζόμενο ως στοιχειώδεις, αναγκαίες προδιαγραφές για την κατοχύρωση της προστασίας της ασφάλειας και της υγείας του (8).

38.      Στο πλαίσιο αυτής της προστασίας, ο καθορισμός ανώτατου ορίου για τη διάρκεια της νυκτερινής εργασίας (9) δεν άπτεται μόνον του ατομικού συμφέροντος του εργαζομένου, αλλά και του συμφέροντος του εργοδότη και του γενικού συμφέροντος (10). Ειδικότερα, οι αιτιολογικές σκέψεις 7 και 10 της οδηγίας 2003/88 υπογραμμίζουν τις δυνητικώς επιζήμιες συνέπειες της νυκτερινής εργασίας και την ανάγκη περιορισμού της διάρκειάς της, προκειμένου να διασφαλίζεται αυξημένο επίπεδο προστασίας στον τομέα της ασφάλειας και της υγείας των εργαζομένων.

39.      Το Δικαστήριο διευκρίνισε ότι είναι απαραίτητο να διασφαλίζεται στο ακέραιο η πρακτική αποτελεσματικότητα των δικαιωμάτων που χορηγεί η οδηγία 2003/88 στους εργαζομένους, πράγμα που συνεπάγεται κατ’ ανάγκην την υποχρέωση των κρατών μελών να διασφαλίζουν την τήρηση όλων των στοιχειωδών προδιαγραφών που θεσπίζει η εν λόγω οδηγία. Η ερμηνεία αυτή είναι η μόνη σύμφωνη προς τον σκοπό της οδηγίας 2003/88, που συνίσταται στη διασφάλιση της αποτελεσματικής προστασίας της ασφάλειας και της υγείας των εργαζομένων, με την παροχή σε αυτούς της δυνατότητας να επωφελούνται πράγματι από τα δικαιώματα που τους παρέχει η εν λόγω οδηγία (11).

40.      Οι απαιτήσεις της οδηγίας 2003/88, όπως ανωτέρω περιγράφονται, επιβάλλουν στα κράτη μέλη υποχρεώσεις ως προς το αποτέλεσμα προς διασφάλιση της πρακτικής αποτελεσματικότητας των δικαιωμάτων που η οδηγία αυτή χορηγεί στους εργαζομένους.

41.      Εντούτοις, από την ίδια οδηγία, ιδίως δε από την αιτιολογική της σκέψη 15, προκύπτει ότι αυτή παρέχει κάποια ευελιξία στα κράτη μέλη κατά την εφαρμογή των διατάξεών της (12).

42.      Εντεύθεν προκύπτει, επομένως, ότι τα κράτη μέλη διαθέτουν ορισμένο περιθώριο εκτιμήσεως όσον αφορά τους τρόπους εφαρμογής των εν λόγω στοιχειωδών προδιαγραφών, υποχρεούνται συγχρόνως, όμως, όπως ρητώς προκύπτει από την ίδια αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 2003/88, να διασφαλίζουν πάντοτε την τήρηση των αρχών της προστασίας της ασφάλειας και της υγείας των εργαζομένων (13).

Δ.      Τα προδικαστικά ερωτήματα

1.      Γενικές παρατηρήσεις

43.      Από την ανάγνωση της αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως προκύπτει ότι, στο κράτος μέλος από το οποίο αυτή προέρχεται, διεξάγεται διάλογος, σε διάφορους βαθμούς δικαιοδοσίας, σε σχέση με το καθεστώς που εφαρμόζεται στη νυκτερινή εργασία των δημοσίων υπαλλήλων του Υπουργείου Εσωτερικών και, ειδικότερα, των πυροσβεστών, κατηγορίας υπαλλήλων στην οποία ανήκει ο ενάγων της κύριας δίκης.

44.      Τα χρήσιμα για τη νομική ανάλυση πραγματικά στοιχεία που θεωρώ ότι μπορούν να συναχθούν από τη δικογραφία είναι τα ακόλουθα.

45.      Ο ενάγων της κύριας δίκης είναι μέλος του πυροσβεστικού σώματος, κατηγορία υπαλλήλων η οποία, κατά τη γνώμη μου, περιλαμβάνεται μεταξύ των δημοσίων υπαλλήλων - αστυνομικών, υπαλλήλων της πυροσβεστικής υπηρεσίας και υπαλλήλων της πολιτικής προστασίας του Υπουργείου Εσωτερικών κατά την έννοια του άρθρου 142 ZMVR.

46.      Στη Βουλγαρία υπάρχει μια γενική ρύθμιση για τη νυκτερινή εργασία, την οποία υπαγορεύει ο εργατικός κώδικας, και μια ειδική ρύθμιση για τους υπαλλήλους του Υπουργείου Εσωτερικών (ZMVR).

47.      Ο ZMVR διέπει την εργασιακή σχέση των υπαλλήλων του Υπουργείου Εσωτερικών οι οποίοι είναι: αστυνομικοί και υπάλληλοι της πυροσβεστικής και της πολιτικής προστασίας, μόνιμοι και συμβασιούχοι υπάλληλοι. Το καθεστώς των συμβασιούχων υπαλλήλων διέπεται από τις διατάξεις του εργατικού κώδικα και του ZMVR (άρθρο 142).

48.      Η ρύθμιση του χρόνου εργασίας (συμπεριλαμβανομένης της νυκτερινής) των δημοσίων υπαλλήλων (κατηγορία στην οποία επίσης πρέπει να υπαχθεί η κατηγορία των πυροσβεστών όπου ανήκει ο ενάγων της κύριας δίκης) διέπεται ρητώς από το άρθρο 187 του ZMVR, το οποίο παραπέμπει, για τη ρύθμιση των λεπτομερειών, σε ειδικά διατάγματα του Υπουργείου Εσωτερικών.

49.      Το αιτούν δικαστήριο υπογραμμίζει ότι, σύμφωνα με το άρθρο 187, παράγραφος 1, του ZMVR, η κανονική διάρκεια του χρόνου υπηρεσίας των υπαλλήλων του Υπουργείου είναι οκτώ ώρες την ημέρα. Ο εν λόγω ειδικός νόμος, που εφαρμόζεται επί των δημοσίων υπαλλήλων του Υπουργείου Εσωτερικών, δεν περιλαμβάνει ρητή διάταξη για τον καθορισμό της κανονικής διάρκειας της νυκτερινής εργασίας, αλλά ορίζει μόνο σε ποιο χρονικό διάστημα θεωρείται ότι εκτελείται η νυκτερινή εργασία, δηλαδή από τις 22:00 έως τις 06:00, ακριβώς όπως ορίζει ο εργατικός κώδικας.

50.      Εντούτοις, όπως παρατηρεί το αιτούν δικαστήριο, το άρθρο 188, παράγραφος 2, του ZMVR παραπέμπει ρητώς στην προστασία που προβλέπει ο εργατικός κώδικας, η οποία περιλαμβάνει μικρότερη διάρκεια για τη νυκτερινή εργασία, δηλαδή έως επτά ώρες.

51.      Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει, επίσης, ότι η διάταξη του άρθρου 187, παράγραφος 3, του ZMVR, δεν προβλέπει ότι η κανονική διάρκεια της νυκτερινής εργασίας είναι οκτώ ώρες, αλλά περιορίζεται να διευκρινίσει ότι, σε περίπτωση υπηρεσίας κατά βάρδιες, όπως στην προκειμένη περίπτωση, επιτρέπεται η νυκτερινή υπηρεσία μεταξύ 22:00 και 06:00, πλην όμως οι ώρες υπηρεσίας δεν επιτρέπεται να υπερβαίνουν, κατά μέσο όρο, τις οκτώ σε χρονικό διάστημα 24 ωρών.

52.      Επομένως, το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι η κανονική διάρκεια της νυκτερινής εργασίας για τους δημοσίους υπαλλήλους του Υπουργείου Εσωτερικών πρέπει να είναι επτά ώρες, προκειμένου αυτοί να μην τυγχάνουν λιγότερο ευνοϊκής μεταχειρίσεως σε σχέση με τους υπαλλήλους του ιδιωτικού τομέα.

53.      Όπως αναφέρει το αιτούν δικαστήριο, η προπεριγραφείσα ερμηνεία του εθνικού δικαίου δεν έγινε δεκτή από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο (το Okrazhen sad Lovech – εφετείο Lovech, Βουλγαρία) το οποίο, από ό,τι γίνεται αντιληπτό, σε περίπτωση όπως αυτή της κύριας δίκης, αποτελεί τον τελευταίο βαθμό δικαιοδοσίας στο εθνικό δικαιοδοτικό σύστημα.

54.      Η βασική άποψη του εφετείου, η οποία εκφράστηκε στις αποφάσεις του επί ίδιων αξιώσεων αστυνομικών και πυροσβεστών, εδράζεται σε δύο βασικά επιχειρήματα.

55.      Η πρώτη σκέψη συνίσταται στο ότι η απουσία ρυθμίσεως στους κατώτερης τυπικής ισχύος κανόνες δικαίου που εκδόθηκαν μετά την κατάργηση της αποφάσεως του 2014, η οποία να προβλέπει τη μετατροπή των ωρών νυκτερινής εργασίας σε ώρες ημερήσιας εργασίας σε σχέση 7:8, δεν αποτελεί ρυθμιστικό κενό, αλλά απόφαση του νομοθέτη. Περαιτέρω, επισημαίνεται ότι η αμφιβολία για την ορθότητα μιας τέτοιας νομικής λύσεως θα μπορούσε να αποτελέσει έναυσμα για τον νομοθέτη για να μην την εφαρμόσει στο μέλλον ή για να την τροποποιήσει, δεν μπορεί όμως να αποτελέσει επιχείρημα υπέρ μιας αναλογικής εφαρμογής δικαίου.

56.      Το δεύτερο επιχείρημα συνίσταται στο ότι το άρθρο 188, παράγραφος 2, του ZMVR δεν εφαρμόζεται άμεσα, διότι παραπέμπει στην ειδική προστασία του εργατικού κώδικα.

57.      Η σχετική νομολογία στη Βουλγαρία είναι, όπως αναφέρει το αιτούν δικαστήριο, αντιφατική. Ως εκ τούτου, κινήθηκε κατόπιν αιτήσεως του Υπουργού Δικαιοσύνης διαδικασία ερμηνείας ενώπιον του Varhoven kasatsionen sad (Ανώτατου Ακυρωτικού Δικαστηρίου, Βουλγαρία), εκκρεμεί όμως ακόμη η έκδοση της σχετικής αποφάσεως.

58.      Μολονότι η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως, όπως προαναφέρεται, κρίνεται παραδεκτή, δεν παρέχει τη δυνατότητα σφαιρικής γνώσεως της πορείας της εν λόγω συζητήσεως προκειμένου να εξακριβωθεί η πλήρης συμβατότητα του ισχύοντος εσωτερικού δικαίου, όπως αυτό ερμηνεύεται από τα εθνικά δικαστήρια, με το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

59.      Προσθέτω επίσης ότι η ανάλυση της δικογραφίας με οδηγεί στο συμπέρασμα ότι, εν προκειμένω, πρόκειται κυρίως για νομικό ζήτημα που αφορά το εσωτερικό δίκαιο, δεδομένου ότι, στο μέτρο που θα διευκρινίσω, το δίκαιο της Ένωσης δεν επιβάλλει σαφώς τη μία ή την άλλη λύση από τις διαφορετικές λύσεις που προβλέπουν τα διάφορα δικαστήρια του κράτους μέλους.

60.      Στην ανάλυση που ακολουθεί, θα περιοριστώ να προτείνω απάντηση στα προδικαστικά ερωτήματα με βάση αυτό που μπορώ να συναγάγω από τη δικογραφία, λαμβάνοντας υπόψη το γεγονός ότι η έκθεση του αιτούντος δικαστηρίου είναι από πολλές απόψεις ελλιπής.

2.      Επί του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος

61.      Με το πρώτο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ερωτά εάν το άρθρο 12, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2003/88/ΕΚ απαιτεί να είναι η κανονική διάρκεια της νυκτερινής εργασίας των αστυνομικών και των πυροσβεστών μικρότερη από την κανονική διάρκεια της ημερήσιας εργασίας.

62.      Ο σκοπός της οδηγίας 2003/88 ορίζεται, όπως προαναφέρθηκε, στο άρθρο 1, παράγραφος 1, το οποίο καθορίζει τις στοιχειώδεις προδιαγραφές ασφάλειας και υγείας όσον αφορά την οργάνωση του χρόνου εργασίας.

63.      Όσον αφορά ειδικότερα τη νυκτερινή εργασία, η αιτιολογική σκέψη 7 της οδηγίας λαμβάνει υπόψη τους κινδύνους που είναι συμφυείς με την εν λόγω περίοδο δραστηριότητας, εκθέτοντας ότι «[α]πό σχετικές μελέτες έχει αποδειχθεί ότι ο ανθρώπινος οργανισμός είναι πιο ευαίσθητος κατά τη διάρκεια της νύχτας στις περιβαλλοντικές οχλήσεις και σε ορισμένες επαχθείς μορφές οργάνωσης της εργασίας, καθώς και ότι μακριές περίοδοι νυκτερινής εργασίας είναι επιζήμιες για την υγεία των εργαζομένων και μπορούν να θέσουν σε κίνδυνο την ασφάλειά τους στην εργασία».

64.      Ως εκ τούτου, το άρθρο 12, στοιχείο αʹ, της οδηγίας επιβάλλει στα κράτη μέλη να θεσπίζουν τα αναγκαία μέτρα ώστε οι εργαζόμενοι τη νύχτα και οι εργαζόμενοι σε βάρδιες να απολαύουν προστασίας της υγείας και της ασφάλειάς τους, ανάλογης προς τη φύση της εργασίας τους.

65.      Οι ελάχιστες απαιτήσεις σχετικά με τη διάρκεια της νυκτερινής εργασίας καθορίζονται στο άρθρο 8 της οδηγίας 2003/88, το οποίο επιβάλλει στα κράτη μέλη να εξασφαλίζουν ότι ο κανονικός χρόνος νυκτερινής εργασίας δεν υπερβαίνει, κατά μέσον όρο, τις οκτώ ώρες ανά εικοσιτετράωρο.

66.      Εντούτοις, η οδηγία 2003/88 δεν περιέχει καμία ένδειξη ως προς τη σχέση μεταξύ της διάρκειας της νυκτερινής και της ημερήσιας εργασίας. Επομένως, το άρθρο 8 της οδηγίας δεν αποκλείει εθνική διάταξη καθορίζουσα την ίδια διάρκεια ημερήσιας και νυκτερινής εργασίας, υπό την προϋπόθεση ότι δεν υπάρχει υπέρβαση του ορίου των οκτώ ωρών ανά εικοσιτετράωρο (στοιχείο αʹ).

67.      Όσον αφορά, ειδικότερα, τους αστυνομικούς και τους πυροσβέστες, όταν οι εν λόγω κατηγορίες εργαζομένων μπορούν να χαρακτηριστούν, όπως είναι εύλογο (14), «εργαζόμενοι τη νύχτα η εργασία των οποίων ενέχει ιδιαίτερους κινδύνους ή σημαντική σωματική ή πνευματική ένταση», το άρθρο 8, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2003/88, προσδιορίζοντας το περιεχόμενο του στοιχείου αʹ, προβλέπει ότι δεν πρέπει να εργάζονται «περισσότερο από οκτώ ώρες κατά τη διάρκεια εικοσιτετράωρης περιόδου κατά την οποία πραγματοποιούν νυκτερινή εργασία». Επομένως, ακόμη και για τους συγκεκριμένους αυτούς εργαζομένους, η οδηγία δεν καθιερώνει καμία σχέση μεταξύ της μέγιστης διάρκειας της νυκτερινής και της ημερήσιας εργασίας.

68.      Όσον αφορά, στη συνέχεια, την υποχρέωση που προβλέπει το άρθρο 12, στοιχείο αʹ, της οδηγίας, εφόσον η διάταξη δεν διευκρινίζει λεπτομερώς, πρέπει να θεωρηθεί ότι η οδηγία αφήνει ευρύ περιθώριο εκτιμήσεως στα κράτη μέλη σχετικά με τα κατάλληλα μέτρα που πρέπει να τεθούν σε ισχύ (15).

69.      Αυτή η εξουσία εκτιμήσεως πρέπει, βεβαίως, να ασκείται κατά τρόπο που να διασφαλίζει την πρακτική αποτελεσματικότητα της οδηγίας και να επιτυγχάνει τους σκοπούς προστασίας που θέτει η ίδια η οδηγία. Επειδή η νυκτερινή εργασία είναι πιο επαχθής σε σχέση με την ημερήσια εργασία, η μείωση της μέσης ή μέγιστης διάρκειας της νυκτερινής εργασίας σε σχέση με την ημερήσια εργασία θα μπορούσε ασφαλώς να αποτελέσει ορθή λύση εκ μέρους των κρατών μελών για την προστασία της ασφάλειας και της υγείας των εργαζομένων.

70.      Εντούτοις, φρονώ, λαμβανομένης υπόψη της επιχειρηματολογίας της Επιτροπής, ότι η μείωση της διάρκειας της νυκτερινής εργασίας σε σχέση με τη διάρκεια της ημερήσιας εργασίας είναι μία μόνον από τις δυνατές λύσεις για την πλήρωση των απαιτήσεων του άρθρου 12, στοιχείο αʹ. Επίσης, η χορήγηση επιπλέον περιόδων αναπαύσεως ή ελεύθερου χρόνου, παραδείγματος χάριν, θα μπορούσε να συμβάλει στην προστασία της υγείας και της ασφάλειας των εργαζομένων.

71.      Ως εκ τούτου, είμαι της γνώμης ότι, ελλείψει ειδικής υποχρεώσεως υπαγορευομένης από την οδηγία 2003/88 και λόγω της φύσεως της ελάχιστης εναρμονίσεως της οδηγίας αυτής, των σκοπών της και του περιθωρίου εκτιμήσεως που διαθέτουν τα κράτη μέλη, δεν μπορεί να συναχθεί από τη γενική υποχρέωση που επιβάλλει το άρθρο 12, στοιχείο αʹ, της οδηγίας αυτής ειδική απαίτηση για τα κράτη μέλη να θέτουν όριο στην κανονική διάρκεια της νυκτερινής εργασίας χαμηλότερο από εκείνο της ημερήσιας εργασίας.

3.      Επί του δευτέρου προδικαστικού ερωτήματος

72.      Με το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα, το εθνικό δικαστήριο ζητεί από το Δικαστήριο να αποφανθεί εάν η κατοχυρωμένη στα άρθρα 20 και 31 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης αρχή της ισότητας απαιτεί να ισχύει η κανονική διάρκεια της νυκτερινής εργασίας, η οποία έχει καθοριστεί βάσει του εθνικού δικαίου στις επτά ώρες για τους εργαζομένους στον ιδιωτικό τομέα, και για τους απασχολούμενους στον δημόσιο τομέα, συμπεριλαμβανομένων των αστυνομικών και των πυροσβεστών.

73.      Όπως ορθώς επισημαίνει η Επιτροπή, το άρθρο 31 του Χάρτη δεν αφορά την αρχή της ισότητας, αλλά κατοχυρώνει «το δικαίωμα σε δίκαιες και πρόσφορες συνθήκες εργασίας».

74.      Ως εκ τούτου, συμμερίζομαι την πρόταση της Επιτροπής να αναδιατυπωθεί το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα ως εξής: «Απαιτούν το άρθρο 20 του Χάρτη, το οποίο κατοχυρώνει την αρχή της ισότητας, και το άρθρο 31 αυτού, να ισχύει και για τους απασχολούμενους στον δημόσιο τομέα, συμπεριλαμβανομένων των αστυνομικών και των πυροσβεστών, η κανονική διάρκεια νυκτερινής εργασίας επτά ωρών;»

75.      Επομένως, το προς επίλυση ζήτημα αφορά τη συμβατότητα με το δίκαιο της Ένωσης εθνικής νομοθεσίας η οποία, όπως ερμηνεύεται από τα εθνικά δικαστήρια, ρυθμίζει διαφορετικά τη συνήθη διάρκεια της νυκτερινής εργασίας για τον ιδιωτικό τομέα και διαφορετικά για μια συγκεκριμένη κατηγορία εργαζομένων του δημοσίου τομέα (τους δημοσίους υπαλλήλους του Υπουργείου Εσωτερικών, εν προκειμένω τους πυροσβέστες).

76.      Υπενθυμίζεται κατ’ αρχάς ότι, κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, τα θεμελιώδη δικαιώματα που κατοχυρώνονται από την έννομη τάξη μπορούν να εφαρμόζονται σε όλες τις καταστάσεις που διέπονται από το δίκαιο της Ένωσης (16).

77.      Ως εκ τούτου, πρέπει πρώτα να εξεταστεί εάν οι ισχύουσες στο κράτος μέλος εθνικές διατάξεις συνιστούν εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης (κατά την έννοια του άρθρου 51 του Χάρτη).

78.      Η οδηγία 2003/88 δεν προβλέπει μέτρα εναρμονίσεως της διάρκειας της νυκτερινής εργασίας, αλλά απλώς καθορίζει, στο άρθρο 8, τις ελάχιστες απαιτήσεις που περιορίζουν τη διάρκεια της εργασίας αυτής: ο κανονικός χρόνος νυκτερινής εργασίας δεν πρέπει να υπερβαίνει, κατά μέσον όρο, τις οκτώ ώρες ανά εικοσιτετράωρο. Επομένως, ο νομοθέτης της Ένωσης θέτει ένα «μέσο» όριο στο «κανονικό» ωράριο εργασίας των εργαζομένων τη νύχτα.

79.      Μόνο στην περίπτωση που η εργασία ενέχει «ιδιαίτερους κινδύνους ή σημαντική σωματική ή πνευματική ένταση» καθίσταται το όριο που προβλέπεται στο άρθρο 8, στοιχείο βʹ, «ανώτατο» όριο: οι εργαζόμενοι δεν πρέπει να εργάζονται «περισσότερο από οκτώ ώρες κατά τη διάρκεια εικοσιτετράωρης περιόδου».

80.      Αντιθέτως, το άρθρο 140, παράγραφος 1, του βουλγαρικού εργατικού κώδικα ορίζει ότι «η κανονική διάρκεια της νυκτερινής εργασίας σε εβδομάδα 5 εργάσιμων ημερών δεν μπορεί να υπερβαίνει τις 7 ώρες». Η διάταξη αυτή, όπως υπενθυμίζει το αιτούν δικαστήριο, έχει εφαρμογή στους εργαζόμενους του ιδιωτικού τομέα.

81.      Μπορεί να θεωρηθεί ότι, με τη διάταξη αυτή, η εθνική νομοθεσία θεσπίζει ευνοϊκότερο καθεστώς από αυτό που προβλέπει η οδηγία;

82.      Όπως προκύπτει από τη νομολογία του Δικαστηρίου, και ιδίως από την απόφαση TSN (17), οι στοιχειώδεις προδιαγραφές που θέτει η οδηγία δεν εμποδίζουν την εκ μέρους κράτους μέλους θέσπιση προστατευτικών μέτρων αυστηρότερων από εκείνα που αποτελούν αντικείμενο της παρεμβάσεως του νομοθέτη της Ένωσης, υπό την προϋπόθεση ότι τα μέτρα αυτά δεν θέτουν υπό αμφισβήτηση τη συνοχή της παρεμβάσεως αυτής.

83.      Ο εργατικός κώδικας, καθορίζοντας την κανονική διάρκεια της νυκτερινής εργασίας στις επτά ώρες, θέτει σε εφαρμογή την προβλεπόμενη στο άρθρο 8 της οδηγίας υποχρέωση, λαμβάνοντας υπόψη το περιθώριο εκτιμήσεως που παρέχεται βάσει των στοιχειωδών προδιαγραφών που προβλέπει η εν λόγω διάταξη. Επομένως, ο Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων εφαρμόζεται σύμφωνα με το άρθρο 51 αυτού (18).

84.      Όπως ορθώς υποστήριξε, κατά τη γνώμη μου, η Επιτροπή, η υπό κρίση υπόθεση διαφέρει από την υπόθεση TSN (19), καθόσον, στην υπόθεση TSN, ήταν δυνατόν να γίνει διάκριση μεταξύ των δικαιωμάτων ετήσιας άδειας που απορρέουν από την εφαρμογή του άρθρου 7 της οδηγίας (όπως μεταφέρθηκε στο εθνικό δίκαιο με τη σχετική εθνική νομοθεσία) και των πρόσθετων δικαιωμάτων που παρέχει η επιχειρησιακή συλλογική σύμβαση, ώστε να μπορεί να διαπιστωθεί σαφώς ποιος κανόνας απορρέει από την εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης και ποιος υπάγεται στο εθνικό δίκαιο. Αυτό δεν είναι δυνατό στην προκειμένη περίπτωση, δεδομένου ότι το άρθρο 140 παράγραφος 1, του εργατικού κώδικα, μολονότι προβλέπει καθεστώς ευνοϊκότερο σε σχέση με τη μέγιστη διάρκεια που προβλέπει το άρθρο 8 της οδηγίας, εισάγει την ελάχιστη απαίτηση που προβλέπει η οδηγία, χωρίς όμως να είναι δυνατόν να προσδιοριστεί τι ακριβώς προκύπτει από τις ελάχιστες απαιτήσεις της οδηγίας και τι βαίνει πέραν αυτών.

85.      Εντούτοις, αυτό δεν αποκλείει, όπως θα δούμε, να υπάρξει παρέκκλιση από την εφαρμογή της υποχρεώσεως που προβλέπει το άρθρο 8 της οδηγίας 2003/88 για την ιδιωτική εργασία για άλλες ειδικές κατηγορίες εργαζομένων. Το γεγονός ότι το άρθρο 140 του εργατικού κώδικα θέτει σε εφαρμογή την ελάχιστη απαίτηση που προβλέπει η οδηγία αυτή δεν συνεπάγεται ότι εκλείπει η αρμοδιότητα του κράτους μέλους να ασκεί τη δική του εξουσία εκτιμήσεως, καθορίζοντας για άλλους εργαζομένους, λόγω των αντικειμενικών χαρακτηριστικών των καθηκόντων που ασκούν, άλλο όριο στη διάρκεια της νυκτερινής εργασίας, υπό την επιφύλαξη της τηρήσεως των στοιχειωδών προδιαγραφών που προβλέπει η οδηγία 2003/88.

86.      Οι αρχές που διατυπώνονται στα άρθρα 20 και 31 του Χάρτη πρέπει να ερμηνεύονται συνδυαστικά και χρησιμεύουν ως παράμετροι προκειμένου να εξακριβώνεται ότι η εθνική νομοθετική παρέμβαση εξασφαλίζει δίκαιες και πρόσφορες συνθήκες εργασίας σε όλους τους εργαζομένους.

87.      Η αρχή της ίσης μεταχειρίσεως αποτελεί γενική αρχή του δικαίου της Ένωσης, η οποία κατοχυρώνεται στο άρθρο 20 του Χάρτη, της οποίας ιδιαίτερη έκφανση είναι η αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων που διατυπώνεται στο άρθρο 21, παράγραφος 1, του Χάρτη. Η αρχή αυτή επιβάλλει στον νομοθέτη της Ένωσης να μην αντιμετωπίζονται κατά διαφορετικό τρόπο όμοιες καταστάσεις ούτε καθ’ όμοιο τρόπο διαφορετικές καταστάσεις (20).

88.      Διαφορετική μεταχείριση δικαιολογείται όταν στηρίζεται σε αντικειμενικό και εύλογο κριτήριο, δηλαδή όταν αφορά νομικώς παραδεκτό σκοπό που επιδιώκει η επίμαχη ρύθμιση, και εφόσον η διαφορετική αυτή μεταχείριση είναι ανάλογη προς τον σκοπό που επιδιώκεται με την εν λόγω μεταχείριση (21).

89.      Ο συγκρίσιμος χαρακτήρας των καταστάσεων πρέπει, εν τέλει, να εκτιμάται όχι κατά τρόπο γενικό και αφηρημένο, αλλά κατά τρόπο ειδικό και συγκεκριμένο υπό το πρίσμα του συνόλου των στοιχείων που τις χαρακτηρίζουν, ιδίως βάσει του αντικειμένου και του σκοπού της εθνικής κανονιστικής ρυθμίσεως που εισάγει την εν λόγω διάκριση και, ενδεχομένως, των αρχών και των σκοπών του τομέα στον οποίο εμπίπτει η εν λόγω εθνική ρύθμιση (22).

90.      Στην υπό κρίση υπόθεση, είναι δύσκολο να αναλυθεί ο συγκρίσιμος χαρακτήρας των καταστάσεων, στο μέτρο που το αιτούν δικαστήριο προτείνει σύγκριση μεταξύ αφηρημένων κατηγοριών, όπως είναι οι δημόσιοι υπάλληλοι και οι εργαζόμενοι του ιδιωτικού τομέα, χωρίς να παρέχει καμία πληροφορία σχετικά με τους όρους εργασίας που ισχύουν για τους εργαζομένους τη νύχτα στο πλαίσιο των δύο συστημάτων η οποία θα επέτρεπε μια συγκεκριμένη ανάλυση.

91.      Η ανάγνωση των διατάξεων του εθνικού δικαίου, όπως μπορούν να γίνουν κατανοητές από τη δικογραφία, δεν καθιστά δυνατό τον αποκλεισμό διαφορετικών αλλά συμβατών προς το δίκαιο της Ένωσης ερμηνειών.

92.      Πράγματι, από ό,τι αντιλαμβάνομαι, πρόκειται για διατάξεις του πρωτογενούς δικαίου (του εργατικού κώδικα και του νόμου περί του Υπουργείου Εσωτερικών) που ρυθμίζουν κατά τρόπο εν μέρει άνισο την οργάνωση της εργασίας στον ιδιωτικό και τον δημόσιο τομέα. Ο νόμος περί του Υπουργείου Εσωτερικών αναθέτει ακολούθως σε κανόνες κατώτερης τυπικής ισχύος (διατάγματα) τον καθορισμό των λεπτομερειών της ρυθμίσεως.

93.      Η παραπομπή της μιας διάταξης στην άλλη, η οποία φαίνεται να είναι καθοριστική κατά την κρίση του αιτούντος δικαστηρίου, είναι πολύ ευρεία και δεν παρέχει τη δυνατότητα ενιαίας ερμηνείας: το άρθρο 188, παράγραφος 2, του ZMVR ορίζει ότι οι δημόσιοι υπάλληλοι που εκτελούν νυκτερινή εργασία «απολαύουν της ειδικής προστασίας που προβλέπει ο εργατικός κώδικας». Εντούτοις, κατά τη γνώμη μου, η διάταξη αυτή δεν επιτρέπει αφ’ εαυτής να θεωρηθεί ότι τα όσα προβλέπει ο εργατικός κώδικας για τους εργαζομένους του ιδιωτικού τομέα είναι εφαρμοστέα στο σύνολο των εργαζομένων του δημοσίου τομέα, ανεξαρτήτως των καθηκόντων που ασκούνται για διάφορους λόγους.

94.      Πρώτον, λόγω του γενικού χαρακτήρα της παραπομπής, και δεύτερον, λόγω της συμπερίληψής της σε μέτρο το οποίο περιέχει διατάξεις δυνάμενες να οδηγήσουν σε διαφορετικές ερμηνείες: το προαναφερθέν άρθρο 187, παράγραφος 1, ορίζει τον κανονικό χρόνο εργασίας για τους υπαλλήλους του Υπουργείου σε οκτώ ώρες ημερησίως, χωρίς να κάνει διάκριση μεταξύ της ημερήσιας και της νυκτερινής εργασίας, διευκρινίζοντας, στην παράγραφο 3, ότι, σε περίπτωση νυκτερινής εργασίας, «η μέση διάρκεια εργασίας δεν πρέπει να υπερβαίνει τις 8 ώρες ανά εικοσιτετράωρο».

95.      Περαιτέρω, προκύπτει ότι το άρθρο 187, παράγραφος 9, παραπέμπει σε διατάγματα του Υπουργού Εσωτερικών προκειμένου να καθοριστούν οι λεπτομέρειες οργανώσεως και κατανομής του χρόνου εργασίας, της αποζημιώσεως για την εργασία που παρέχεται εκτός του κανονικού χρόνου εργασίας, καθώς και οι λεπτομέρειες αναπαύσεως και διαλείμματος των δημοσίων υπαλλήλων του Υπουργείου Εσωτερικών.

96.      Η τελευταία αυτή διάταξη φαίνεται να επιβεβαιώνει τη βούληση του νομοθέτη του κράτους μέλους να ασκήσει την εξουσία εκτιμήσεώς του, στο μέτρο που επιτρέπεται από την οδηγία 2003/88, όσον αφορά τον χρόνο εργασίας της ιδιαίτερης κατηγορίας εργαζομένων που είναι οι δημόσιοι υπάλληλοι του Υπουργείου Εσωτερικών, μεταξύ των οποίων και οι πυροσβέστες, παραπέμποντας σε πράξεις παράγωγου δικαίου τη ρύθμιση των λεπτομερειών, λαμβανομένων υπόψη των ιδιαιτέρων καθηκόντων που ασκούνται και τον ειδικό τρόπο παροχής της εργασίας.

97.      Επομένως, το αποσπασματικό και μη ενιαίο πλαίσιο που προκύπτει φαίνεται να αναφέρεται σε ζητήματα εσωτερικού δικαίου, τα οποία πρέπει να επιλύονται αποκλειστικώς από το εθνικό δικαστήριο.

98.      Πράγματι, δεν φρονώ ότι μπορεί να αποκλειστεί ότι κάποια από τις προβαλλόμενες ερμηνευτικές απόψεις μπορεί κατ’ αρχήν να είναι ασύμβατη με το δίκαιο της Ένωσης: εάν το ερώτημα αφορά μόνον την πτυχή της αμοιβής (τη μετατροπή των επτά νυκτερινών ωρών σε μεγαλύτερο αριθμό ημερησίων ωρών μέσω ενός πολλαπλασιαστή) εκφεύγει του πεδίου εφαρμογής της οδηγίας 2003/88 και, εν γένει, των ισχυουσών διατάξεων του δικαίου της Ένωσης όσον αφορά τον χρόνο εργασίας.

99.      Εάν, αντιθέτως, το ερώτημα αφορά την προστασία του εργαζομένου προκειμένου να αποτραπεί το ενδεχόμενο να θιγεί η υγεία του από υπέρβαση των ωρών νυκτερινής εργασίας, όλες οι ερμηνείες είναι σύμφωνες με το δίκαιο της Ένωσης, το οποίο, όπως προαναφέρθηκε, περιορίζεται στον καθορισμό ανώτατου ορίου οκτώ ωρών εργασίας κατά τη διάρκεια ενός εικοσιτετραώρου, εάν η εργασία αυτή παρέχεται μεταξύ 22:00 και 06:00.

100. Εάν το ερώτημα αφορά την ίση μεταχείριση και την αρχή της ισότητας μεταξύ των εργαζομένων, όπως προαναφέρθηκε, η σύγκριση πρέπει να γίνει κατά τρόπο ειδικό και συγκεκριμένο, λαμβανομένων υπόψη όχι του γενικού καθεστώτος (εργαζομένου του δημόσιου ή του ιδιωτικού τομέα), αλλά του συγκεκριμένου τρόπου παροχής της εργασίας, των σκοπών των διατάξεων που εισάγουν διαφορετική μεταχείριση, με γνώμονα το δημόσιο συμφέρον, το οποίο πρέπει να συμβιβάζεται με τις απαιτήσεις προστασίας του εργαζομένου.

101. Η σύγκριση αυτή, όπως επισημάνθηκε με την απάντηση στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα, θα πρέπει να λάβει υπόψη το σύνολο της ρυθμίσεως της οργανώσεως της εργασίας, δεδομένου ότι η διάρκεια της νυκτερινής εργασίας αποτελεί απλώς μία από τις συνιστώσες για την αξιολόγηση της αποτελεσματικής προστασίας της υγείας των εργαζομένων (23). Πράγματι, με την επιφύλαξη του ανώτατου ορίου που θέτει το άρθρο 8 της οδηγίας 2003/88, η χορήγηση επιπλέον περιόδων αναπαύσεως ή ελεύθερου χρόνου, παραδείγματος χάριν, θα μπορούσε να συμβάλει στην προστασία της υγείας και της ασφάλειας των εργαζομένων.

102. Από την άλλη πλευρά, η νομική βάση της οδηγίας είναι το άρθρο 153 ΣΛΕΕ και σκοπός της είναι, όπως επισημαίνεται στην αιτιολογική σκέψη της 2, η υποστήριξη και συμπλήρωση της δράσεως των κρατών μελών προκειμένου να βελτιωθεί ο εργασιακός χώρος, με σκοπό την προστασία της υγείας και της ασφάλειας των εργαζομένων. Κατά συνέπεια, άλλες παράμετροι, όπως η διάρκεια της αναπαύσεως ή ο αριθμός των ημερών ετήσιας άδειας, μπορούν επίσης να συμβάλουν στην εξασφάλιση ορισμένου επιπέδου προστασίας, στοιχείο που αποδεικνύει ότι η σύγκριση του χρόνου εργασίας δεν μπορεί να αποτελέσει το μόνο σημαντικό στοιχείο για τη διασφάλιση της επιτεύξεως του σκοπού που επιδιώκει η οδηγία.

103. Επιπλέον, το εθνικό δικαστήριο, όσον αφορά τη συγκρισιμότητα των καταστάσεων, δεν αναφέρει εάν, μεταξύ των υπαλλήλων που εργάζονται ως πυροσβέστες ή αστυνομικοί στη Βουλγαρία, υπάρχουν συμβασιούχοι υπάλληλοι που προσλαμβάνονται βάσει του εργατικού κώδικα και εκτελούν τα ίδια καθήκοντα με τους δημοσίους υπαλλήλους του Υπουργείου Εσωτερικών.

104. Κατά τα λοιπά, η ευελιξία που παρέχει στα κράτη μέλη η οδηγία τούς επιτρέπει να λαμβάνουν υπόψη, στις εθνικές διατάξεις περί μεταφοράς της εν λόγω οδηγίας στο εσωτερικό δίκαιο, απαιτήσεις συνδεόμενες με την προστασία συμφερόντων γενικού χαρακτήρα, όπως η προστασία της δημοσίας τάξεως, ή ιδιαιτερότητες συγκεκριμένων δραστηριοτήτων, οι οποίες απαιτούν ορισμένο βαθμό ευελιξίας στην οργάνωση του χρόνου εργασίας (24).

105. Πρόκειται για τη στάθμιση, αφενός, της αδιάλειπτης ασκήσεως ορισμένων επαγγελματικών καθηκόντων, όπως είναι αυτά των αστυνομικών και των πυροσβεστών, και, αφετέρου, της αποτελεσματικότητας της εργασίας τους κατά τη διάρκεια της νύχτας, ακριβώς λόγω του υψηλού κινδύνου που χαρακτηρίζει τα επαγγέλματα αυτά.

106. Αυτή η στάθμιση συμφερόντων εκφράζεται στο άρθρο 2, παράγραφος 2, της οδηγίας 89/391 (25), το οποίο εξαιρεί ορισμένες δραστηριότητες από το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας αυτής και, εμμέσως, από το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2003/88. Το χρησιμοποιούμενο κριτήριο δεν στηρίζεται στο γεγονός ότι οι εργαζόμενοι ανήκουν σε έναν από τους τομείς της δημοσίας διοικήσεως που προβλέπει η διάταξη αυτή, αλλά αποκλειστικά στην ειδική φύση ορισμένων ειδικών καθηκόντων που ασκούν οι εργαζόμενοι στους τομείς της υγείας, της ασφάλειας και της δημοσίας τάξεως. Η φύση αυτή δικαιολογεί παρέκκλιση από τους κανόνες περί προστασίας της ασφάλειας και της υγείας των εργαζομένων, λόγω της απόλυτης ανάγκης εξασφαλίσεως αποτελεσματικής προστασίας του κοινωνικού συνόλου (26).

107. Σε περίπτωση που είναι δυνατή η σύγκριση των καταστάσεων αυτών, εναπόκειται πάντως στο αιτούν δικαστήριο, το οποίο είναι το μόνο αρμόδιο να εκτιμήσει τα πραγματικά περιστατικά, να κρίνει εάν ο επίμαχος σκοπός μπορεί να δικαιολογήσει τη διαφορετική μεταχείριση και εάν το μέτρο που συνεπάγεται τη διαφορετική μεταχείριση βαίνει πέραν αυτού που είναι αναγκαίο για την επίτευξη του σκοπού αυτού (27). Η διαφορετική μεταχείριση, όπως προαναφέρθηκε, δικαιολογείται εφόσον στηρίζεται σε αντικειμενικό και εύλογο κριτήριο, δηλαδή εφόσον σχετίζεται με τον νομίμως επιδιωκόμενο από την επίμαχη νομοθεσία σκοπό, η δε διαφορά αυτή είναι ανάλογη προς τον σκοπό που επιδιώκεται με την οικεία μεταχείριση (28).

108. Η έλλειψη αντικειμενικής δικαιολόγησης της επιλογής του νομοθέτη να διαφοροποιήσει τη μεταχείριση όσον αφορά τη νυκτερινή εργασία μεταξύ διαφόρων παρεμφερών κατηγοριών εργαζομένων θα μπορούσε να οδηγήσει σε αντίθεση προς το ευρωπαϊκό δίκαιο και, ενδεχομένως, στην υποχρέωση του εθνικού δικαστηρίου να μην εφαρμόσει την εθνική νομοθετική διάταξη στην οποία στηρίζεται η διαφορετική μεταχείριση.

109. Αυτό σημαίνει ότι η αρχή της σύμφωνης ερμηνείας θα παρείχε στο εθνικό δικαστήριο τη δυνατότητα να λάβει υπόψη το σύνολο του εθνικού δικαίου και να εφαρμόσει τις αναγνωρισμένες από αυτό μεθόδους ερμηνείας, προκειμένου να διασφαλίσει την πλήρη αποτελεσματικότητα του δικαίου της Ένωσης και να καταλήξει σε λύση σύμφωνη προς τον σκοπό που αυτό επιδιώκει (29).

110. Ως εκ τούτου, φρονώ ότι το άρθρο 20 του Χάρτη, το οποίο κατοχυρώνει την αρχή της ισότητας, και το άρθρο 31 αυτού, το οποίο κατοχυρώνει το δικαίωμα σε δίκαιες και πρόσφορες συνθήκες εργασίας, δεν επιβάλλουν η κανονική διάρκεια νυκτερινής εργασίας επτά ωρών, που προβλέπεται σε κράτος μέλος για τους εργαζομένους του ιδιωτικού τομέα, να εφαρμόζεται αδιακρίτως και στους εργαζομένους του δημοσίου τομέα, περιλαμβανομένων των αστυνομικών και των πυροσβεστών. Εναπόκειται στην εξουσία εκτιμήσεως του κράτους μέλους να καθορίσει διαφορετική διάρκεια, πάντα εντός των ανώτατων ορίων που θέτει το άρθρο 8 της οδηγίας 2003/88, υπό την προϋπόθεση ότι δικαιολογείται αντικειμενικά η επιλογή του νομοθέτη να διαφοροποιήσει τη μεταχείριση όσον αφορά τη νυκτερινή εργασία μεταξύ των διαφόρων κατηγοριών εργαζομένων που είναι συγκρίσιμες κατά τρόπο ειδικό και συγκεκριμένο.

4.      Επί του τρίτου προδικαστικού ερωτήματος

111. Με το τρίτο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινιστεί εάν ο προβλεπόμενος στην αιτιολογική σκέψη 8 της οδηγίας 2003/88/ΕΚ σκοπός, ήτοι ο περιορισμός της διάρκειας της νυκτερινής εργασίας, απαιτεί να καθορίζεται ρητά στην εθνική νομοθεσία η κανονική διάρκεια της νυκτερινής εργασίας και για τους απασχολούμενους στον δημόσιο τομέα.

112. Πρέπει να υπογραμμιστεί, όπως παρατήρησε η Επιτροπή, ότι οι αιτιολογικές σκέψεις δεν είναι αφ’ εαυτών δεσμευτικές. Εν προκειμένω, η αιτιολογική αυτή σκέψη αποσκοπεί στην αποσαφήνιση του περιεχομένου του άρθρου 8 της οδηγίας, το οποίο καθορίζει τη μέγιστη διάρκεια της νυκτερινής εργασίας σε οκτώ ώρες ανά εικοσιτετράωρο.

113. Επομένως, συμμερίζομαι την πρόταση της Επιτροπής να αναδιατυπωθεί το τρίτο προδικαστικό ερώτημα ως εξής: «Απαιτεί το άρθρο 8 της οδηγίας, σε συνδυασμό με την αιτιολογική σκέψη 8, να ορίζει ρητώς η εθνική νομοθεσία την κανονική διάρκεια της νυκτερινής εργασίας και για τους εργαζομένους του δημοσίου τομέα;»

114. Το άρθρο 8 της οδηγίας επιβάλλει στα κράτη μέλη να λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα ώστε ο κανονικός χρόνος νυκτερινής εργασίας να μην υπερβαίνει μια ορισμένη διάρκεια, ήτοι τις οκτώ ώρες ανά εικοσιτετράωρο. Εντούτοις, δεν επιβάλλει στα κράτη μέλη να καθορίζουν την κανονική διάρκεια της νυκτερινής εργασίας. Συναφώς, η φράση «θα πρέπει να περιορίζεται η διάρκεια της νυκτερινής […] εργασίας» της αιτιολογικής σκέψεως 8 της οδηγίας έχει την έννοια ότι η οδηγία πρέπει να αναφέρει τη μέγιστη διάρκεια της νυκτερινής εργασίας.

115. Επομένως, η οδηγία αφήνει στα κράτη μέλη την ευχέρεια να αποφασίσουν εάν θα καθορίσουν την κανονική διάρκεια της νυκτερινής εργασίας και θα την εφαρμόσουν σε ορισμένους ή όλους τους εργαζομένους, ανάλογα με τη φύση της σχετικής δραστηριότητας. Τα κράτη μέλη έχουν την ευχέρεια να αποφασίζουν για τη διάρκεια αυτή βάσει προηγούμενης μελέτης των επιπτώσεών της στην υγεία και την ασφάλεια, σύμφωνα με τις ελάχιστες απαιτήσεις του δικαίου της Ένωσης. Από την άποψη αυτή, η οδηγία 2003/88 απαιτεί μόνον να πληρούνται οι στοιχειώδεις προδιαγραφές που θέτει το άρθρο 8 της οδηγίας για τη διάρκεια της νυκτερινής εργασίας.

116. Κατά τα λοιπά, όπως προεκτέθηκε, η οδηγία αφήνει ευρεία διακριτική ευχέρεια στα κράτη μέλη ακριβώς για να λάβουν υπόψη τις ειδικές απαιτήσεις των διαφόρων τομέων. Πράγματι, υπάρχουν σημαντικές διαφορές μεταξύ των τομέων που απαιτούν λειτουργία σε εικοσιτετράωρη βάση, δηλαδή χωρίς διακοπή, ή τουλάχιστον κατά τη νύχτα ή τμήμα αυτής, και των τομέων που, αντιθέτως, δεν απαιτούν αυτήν τη συνέχεια λειτουργίας.

117. Επομένως, από την άποψη αυτή, το άρθρο 187 του ZMVR φαίνεται ότι είναι σύμφωνο προς τις στοιχειώδεις προδιαγραφές της οδηγίας 2003/88.

118. Ως εκ τούτου, κατά την άποψή μου, το άρθρο 8 της οδηγίας, σε συνδυασμό με την αιτιολογική σκέψη 8, δεν απαιτεί από την εθνική νομοθεσία να καθορίζει ρητώς την κανονική διάρκεια της νυκτερινής εργασίας και για τους εργαζομένους του δημοσίου τομέα.

IV.    Πρόταση

119. Υπό το πρίσμα των ανωτέρω εκτιμήσεων, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στην αίτηση προδικαστικής αποφάσεως που υπέβαλε το Rayonen sad Lukovit (περιφερειακό δικαστήριο Lukovit, Βουλγαρία) ως εξής:

1) Η οδηγία 2003/88 αναφέρει μόνον τη μέγιστη διάρκεια των ωρών νυκτερινής εργασίας, ειδικότερα δε το άρθρο 12, στοιχείο αʹ, δεν επιβάλλει στα κράτη μέλη να καθορίζουν χρόνο νυκτερινής εργασίας μικρότερο από αυτόν της ημερήσιας εργασίας. Τα κράτη μέλη είναι ελεύθερα να λαμβάνουν τα μέτρα που κρίνουν ως πλέον πρόσφορα για την επίτευξη της πρακτικής αποτελεσματικότητας της οδηγίας.

2) Το άρθρο 20 του Χάρτη, το οποίο κατοχυρώνει την αρχή της ισότητας, και το άρθρο 31 αυτού, το οποίο κατοχυρώνει το δικαίωμα σε δίκαιες και πρόσφορες συνθήκες εργασίας, δεν επιβάλλουν να εφαρμόζεται αδιακρίτως και στους εργαζομένους του δημοσίου τομέα, περιλαμβανομένων των αστυνομικών και των πυροσβεστών, η κανονική διάρκεια νυκτερινής εργασίας επτά ωρών που προβλέπεται σε κράτος μέλος για τους εργαζομένους του ιδιωτικού τομέα. Εναπόκειται στην εξουσία εκτιμήσεως του κράτους μέλους να καθορίσει διαφορετική διάρκεια, πάντα εντός των ανώτατων ορίων που θέτει το άρθρο 8 της οδηγίας 2003/88, υπό την προϋπόθεση ότι δικαιολογείται αντικειμενικά η επιλογή του νομοθέτη να διαφοροποιήσει τη μεταχείριση όσον αφορά τη νυκτερινή εργασία μεταξύ των διαφόρων κατηγοριών εργαζομένων που είναι συγκρίσιμες κατά τρόπο ειδικό και συγκεκριμένο.

3) Το άρθρο 8 της οδηγίας, σε συνδυασμό με την αιτιολογική σκέψη 8, δεν απαιτεί από την εθνική νομοθεσία να καθορίζει ρητώς την κανονική διάρκεια της νυκτερινής εργασίας και για τους εργαζομένους του δημοσίου τομέα. Τα κράτη μέλη είναι ελεύθερα να προβλέπουν τα πλέον κατάλληλα μέτρα για να διασφαλίσουν την επίτευξη της πρακτικής αποτελεσματικότητας των διατάξεων της οδηγίας.


1      Γλώσσα του πρωτοτύπου: η ιταλική.


2      Οδηγία 2003/88/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 4ης Νοεμβρίου 2003, σχετικά με ορισμένα στοιχεία της οργάνωσης του χρόνου εργασίας (ΕΕ 2003, L 299, σ. 9).


3      Η οποία δεν περιλαμβάνει στο πεδίο εφαρμογής της τους δημοσίους υπαλλήλους του Υπουργείου Εσωτερικών.


4      Βλ. απόφαση της 30ής Απριλίου 2020, Készenléti Rendőrség (C‑211/19, EU:C:2020:344, σκέψη 23).


5      Βλ. απόφαση της 21ης Φεβρουαρίου 2018, Matzak (C‑518/15, EU:C:2018:82, σκέψεις 25 και 26).


6      Πρβλ. αποφάσεις της 9ης Νοεμβρίου 2017, Maio Marques da Rosa (C‑306/16, EU:C:2017:844, σκέψη 45), και της 10ης Σεπτεμβρίου 2015, Federación de Servicios Privados del sindicato Comisiones obreras (C‑266/14, EU:C:2015:578, σκέψη 23).


7      Πρβλ., επίσης, προτάσεις του γενικού εισαγγελέα E. Tanchev στην υπόθεση King (C‑214/16, EU:C:2017:439, σημείο 36).


8      Βλ. αποφάσεις της 10ης Σεπτεμβρίου 2015, Federación de Servicios Privados del sindicato Comisiones obreras (C‑266/14, EU:C:2015:578, σκέψη 24), και της 1ης Δεκεμβρίου 2005, Dellas κ.λπ. (C‑14/04, EU:C:2005:728, σκέψη 49 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία), και διάταξη της 4ης Μαρτίου 2011, Grigore (C‑258/10, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2011:122, σκέψη 41).


9      Βλ. απόφαση της 9ης Μαρτίου 2021, Stadt Offenbach am Main (Περίοδος εργασιακής ετοιμότητας υπό καθεστώς επιφυλακής πυροσβέστη) (C‑580/19, EU:C:2021:183, σκέψεις 24 και 25).


10      Βλ. προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Y. Bot στην υπόθεση Max-Planck-Gesellschaft zur Förderung der Wissenschaften (C‑684/16, EU:C:2018:338, σημείο 52).


11      Πρβλ. απόφαση της 7ης Σεπτεμβρίου 2006, Επιτροπή κατά Ηνωμένου Βασιλείου (C‑484/04, EU:C:2006:526, σκέψη 40 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


12      Βλ. απόφαση της 9ης Νοεμβρίου 2017, Maio Marques da Rosa (C‑306/16, EU:C:2017:844, σκέψη 46).


13      Βλ. αποφάσεις της 17ης Μαρτίου 2021, Academia de Studii Economice din Bucureşti (C‑585/19, EU:C:2021:210, σκέψη 49), της 9ης Μαρτίου 2021, Stadt Offenbach am Main (Περίοδος εργασιακής ετοιμότητας πυροσβέστη) (C‑580/19, EU:C:2021:183, σκέψη 26), της 9ης Μαρτίου 2021, Radiotelevizija Slovenija (Περίοδος εργασιακής ετοιμότητας σε απομακρυσμένη τοποθεσία) (C‑344/19, EU:C:2021:182, σκέψη 25), και της 14ης Μαΐου 2019, CCOO (C‑55/18, EU:C:2019:402, σκέψεις 36 και 37 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Προς επιβεβαίωση της ευρείας εξουσίας εκτιμήσεως που διαθέτουν τα κράτη μέλη ελλείψει ενδείξεων που να προκύπτουν από τους όρους και το πλαίσιο των διατάξεων της οδηγίας 2003/88, εφόσον τηρούνται οι σκοποί που επιδιώκει η οδηγία αυτή, βλ. απόφαση της 11ης Απριλίου 2019, Syndicat des cadres de la sécurité intérieure (C‑254/18, EU:C:2019:318, σκέψη 31). Σε εκείνη την περίπτωση, επρόκειτο για την περίοδο αναφοράς για τον υπολογισμό της διάρκειας της εβδομαδιαίας εργασίας.


14      Μολονότι, υπενθυμίζω, η δεύτερη παράγραφος του άρθρου 8 της οδηγίας 2003/88 προβλέπει ότι οι εργαζόμενοι αυτοί ορίζονται «από τις εθνικές νομοθεσίες ή/και πρακτικές ή από συλλογικές συμβάσεις ή από συμφωνίες μεταξύ κοινωνικών εταίρων, λαμβανομένων υπόψη των επιπτώσεων και των κινδύνων που συνδέονται με τη νυκτερινή εργασία».


15      Κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, η οδηγία αφήνει στα κράτη μέλη ευρύ περιθώριο εκτιμήσεως για την εφαρμογή των διατάξεών της. Πρβλ. αποφάσεις της 24ης Ιανουαρίου 2012, Dominguez (C‑282/10, EU:C:2012:33, σκέψη 35), της 9ης Νοεμβρίου 2017, Maio Marques da Rosa (C‑306/16, EU:C:2017:844, σκέψεις 39 και 48), και της 11ης Απριλίου 2019, Syndicat des cadres de la sécurité intérieure (C‑254/18, EU:C:2019:318, σκέψεις 23 και 35).


16      Βλ. απόφαση της 6ης Νοεμβρίου 2018, στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις Bauer και Willmeroth (C‑569/16 και C‑570/16, EU:C:2018:871, σκέψεις 52 και 53).


17      Βλ. απόφαση της 19ης Νοεμβρίου 2019, TSN και AKT (C‑609/17 και C‑610/17, EU:C:2019:981, σκέψεις 48 και 49).


18      Παρατηρήσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, σημείο 50.


19      Όπως είναι γνωστό, η υπόθεση αφορά συλλογική σύμβαση η οποία βαίνει πέραν των ελαχίστων απαιτήσεων που προβλέπει η οδηγία σχετικά με τις άδειες μετ’ αποδοχών (4 εβδομάδες), απαγορεύοντας τη μεταφορά της άδειας όταν ο ενδιαφερόμενος έλαβε αναρρωτική άδεια. Σε εκείνη την περίπτωση το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι «όταν τα κράτη μέλη προβλέπουν επιπλέον ημέρες ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών πέραν της προβλεπόμενης στο άρθρο 7, παράγραφος 1, της ως άνω οδηγίας ελάχιστης διάρκειας των τεσσάρων εβδομάδων ή όταν επιτρέπουν στους κοινωνικούς εταίρους να προβλέψουν τέτοιες επιπλέον ημέρες, η χορήγηση των ημερών αυτών ή, ακόμη, ο καθορισμός των προϋποθέσεων της ενδεχόμενης μεταφοράς τους σε περίπτωση ασθένειας κατά τη διάρκεια της άδειας εμπίπτει στην αρμοδιότητα που εξακολουθούν να έχουν τα κράτη μέλη και δεν διέπεται από την εν λόγω οδηγία ούτε εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της».


20      Βλ. απόφαση της 14ης Σεπτεμβρίου 2010, Akzo Nobel Chemicals και Akcros Chemicals κατά Επιτροπής (C‑550/07 P, EU:C:2010:512, σκέψεις 54 και 55).


21      Βλ. αποφάσεις της 29ης Οκτωβρίου 2020, Veselības ministrija (C‑243/19, EU:C:2020:872, σκέψη 37), και της 17ης Οκτωβρίου 2013, Schaible (C‑101/12, EU:C:2013:661, σκέψη 77).


22      Βλ. απόφαση της 26ης Ιουνίου 2018, ΜΒ (Αλλαγή φύλου και σύνταξη γήρατος) (C‑451/16, EU:C:2018:492, σκέψη 42 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Πρβλ., επίσης, απόφαση της 26ης Ιανουαρίου 2021, Szpital Kliniczny im. dra J. Babińskiego Samodzielny Publiczny Zakład Opieki Zdrowotnej w Krakowie (C‑16/19, EU:C:2021:64, σκέψη 43).


23      Όσον αφορά την ανάγκη να λαμβάνεται υπόψη το σύνολο των κρίσιμων περιστάσεων, όπως η φύση της εργασίας και οι συνθήκες αυτής για την εκτίμηση των επιπτώσεων μιας ειδικής διατάξεως της οδηγίας 2003/88 στην ασφάλεια και στην υγεία των εργαζομένων, βλ. απόφαση της 11ης Απριλίου 2019, Syndicat des cadres de la sécurité intérieure (C‑254/18, EU:C:2019:318, σκέψη 39). Σε εκείνη την περίπτωση, επρόκειτο για την περίοδο αναφοράς για τον υπολογισμό της διάρκειας της εβδομαδιαίας εργασίας.


24      Βλ. απόφαση της 11ης Απριλίου 2019,Syndicat des cadres de la sécurité intérieure (C‑254/18, EU:C:2019:318, σκέψη 39).


25      Οδηγία 89/391/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 12ης Ιουνίου 1989, σχετικά με την εφαρμογή μέτρων για την προώθηση της βελτίωσης της ασφάλειας και της υγείας των εργαζομένων κατά την εργασία (ΕΕ 1989, L 183, σ. 1).


26      Bλ. απόφαση της 12ης Ιανουαρίου 2006, Επιτροπή κατά Ισπανίας (C‑132/04, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2006:18, σκέψη 24).


27      Bλ. απόφαση της 5ης Ιουνίου 2018, Montero Mateos (C‑677/16, EU:C:2018:393, σκέψη 52).


28      Bλ. αποφάσεις της 29ης Οκτωβρίου 2020, Veselības ministrija (C‑243/19, EU:C:2020:872, σκέψη 37), και της 9ης Μαρτίου 2017, Milkova (C‑406/15, EU:C:2017:198, σκέψη 55).


29      Βλ. αποφάσεις της 5ης Οκτωβρίου 2004, Pfeiffer κ.λπ. (C‑397/01 έως C‑403/01, EU:C:2004:584, σκέψη 117), και της 8ης Μαΐου 2019, Praxair MRC (C‑486/18, EU:C:2019:379, σκέψη 37 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).