Language of document : ECLI:EU:C:2019:121

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

HENRIK SAUGMANDSGAARD ØE

της 14ης Φεβρουαρίου 2019 (1)

Υπόθεση C-585/17

Finanzamt Linz,

Finanzamt Kirchdorf Perg Steyr

παρισταμένης της

Dilly’s Wellnesshotel GmbH

[αίτηση του Verwaltungsgerichtshof
(Ανωτάτου Διοικητικού Δικαστηρίου, Αυστρία)
για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

«Προδικαστική παραπομπή – Κρατικές ενισχύσεις – Καθεστώς ενισχύσεων υπό μορφή μειώσεων περιβαλλοντικών φόρων – Οδηγία 2003/96/ΕΚ – Φορολογία των ενεργειακών προϊόντων και της ηλεκτρικής ενέργειας – Άρθρο 17, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ – Ενεργειοβόρες επιχειρήσεις – Κανονισμός (ΕΕ) 651/2014 – Άρθρο 44, παράγραφοι 1 έως 3 – Επιλογή των δικαιούχων βάσει διαφανών και αντικειμενικών κριτηρίων – Καταβολή σταθερού ποσού αντισταθμίσεως – Άρθρο 58, παράγραφος 1 – Μεταβατικές διατάξεις – Άρθρο 5, παράγραφος 2, στοιχείο δʹ – Διαφάνεια των ενισχύσεων – Ενισχύσεις υπό μορφή φορολογικών πλεονεκτημάτων»






I.      Εισαγωγή

1.        Με την παρούσα αίτηση προδικαστικής αποφάσεως, το Verwaltungsgerichtshof (Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο, Αυστρία) υπέβαλε στο Δικαστήριο διάφορα ερωτήματα σχετικά με την ερμηνεία του άρθρου 108, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ, καθώς και του άρθρου 44, παράγραφος 3, και του άρθρου 58, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΕ) 651/2014 (2).

2.        Η αίτηση αυτή εντάσσεται στο πλαίσιο δύο αιτήσεων αναιρέσεως («Revision»), με αναιρεσείοντες, αφενός, το Finanzamt Linz (φορολογική αρχή του Linz, Αυστρία) και, αφετέρου, το Finanzamt Kirchdorf Perg Steyr (φορολογική αρχή του Kirchdorf Perg Steyr, Αυστρία) και αναιρεσίβλητη την εταιρία Dilly’s Wellnesshotel GmbH, με αντικείμενο την επιστροφή φόρων επί της ενέργειας για το έτος 2011 και για τη χρονική περίοδο μεταξύ των μηνών Φεβρουαρίου 2013 και Ιανουαρίου 2014, την οποία ζήτησε η αναιρεσίβλητη.

3.        Η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης αυστριακή ρύθμιση περί επιστροφής των φόρων επί της ενέργειας συνιστά καθεστώς κρατικών ενισχύσεων κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ. Ενώ το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι η Επιτροπή είχε εγκρίνει το 2004 μια προγενέστερη μορφή του επίμαχου στην κύρια δίκη καθεστώτος ενισχύσεων, ο κύκλος των δικαιούχων του καθεστώτος αυτού ενισχύσεων τροποποιήθηκε στη συνέχεια, η δε σχετική τροποποίηση, η οποία αποτελεί μέρος του επίμαχου στην κύρια δίκη καθεστώτος ενισχύσεων, δεν κοινοποιήθηκε στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή.

4.        Συναφώς, αν υποτεθεί ότι η τροποποίηση του κύκλου των δικαιούχων υπόκειται στην υποχρέωση κοινοποιήσεως δυνάμει του άρθρου 108, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ, το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινισθεί εάν το επίμαχο στην κύρια δίκη καθεστώς ενισχύσεων μπορεί να απαλλαγεί από την υποχρέωση κοινοποιήσεως δυνάμει του κανονισμού 651/2014, οπότε στην περίπτωση αυτή είναι νόμιμο παρά την έλλειψη προηγουμένης κοινοποιήσεως. Για τον σκοπό αυτό έθεσε, πιο συγκεκριμένα, το ερώτημα εάν το εν λόγω καθεστώς ενισχύσεων πληροί τους όρους που προβλέπονται στο άρθρο 44, παράγραφος 3, και στο άρθρο 58, παράγραφος 1, του κανονισμού 651/2014. Κατόπιν αιτήματος του Δικαστηρίου, οι παρούσες προτάσεις θα περιοριστούν στην ανάλυση του συγκεκριμένου αυτού ζητήματος.

5.        Θα προτείνω στο Δικαστήριο να δώσει καταφατική απάντηση στο ερώτημα αυτό.

II.    Το νομικό πλαίσιο

1.      Το δίκαιο της Ένωσης

1.      Ο κανονισμός 651/2014

6.        Το άρθρο 5 του κανονισμού 651/2014, με τίτλο «Διαφάνεια των ενισχύσεων», προβλέπει τα εξής:

«1.      Ο παρών κανονισμός εφαρμόζεται μόνο στις ενισχύσεις ως προς τις οποίες είναι δυνατόν να υπολογιστεί εκ των προτέρων με ακρίβεια το ακαθάριστο ισοδύναμο επιχορήγησης της ενίσχυσης χωρίς να είναι αναγκαία η εκτίμηση κινδύνου (“διαφανείς ενισχύσεις”).

2.      Οι ακόλουθες κατηγορίες ενισχύσεων θεωρείται ότι χαρακτηρίζονται από διαφάνεια:

[…]

δ)      ενισχύσεις με τη μορφή φορολογικών πλεονεκτημάτων, όταν το μέτρο προβλέπει ανώτατο όριο με το οποίο διασφαλίζεται ότι δεν γίνεται υπέρβαση του ισχύοντος ορίου·

[…]».

7.        Το άρθρο 44 του εν λόγω κανονισμού, με τίτλο «Ενισχύσεις υπό μορφή μειώσεων περιβαλλοντικών φόρων δυνάμει της οδηγίας 2003/96/ΕΚ (3)», προβλέπει τα εξής:

«1.      Τα καθεστώτα ενισχύσεων υπό μορφή μειώσεων των περιβαλλοντικών φόρων που πληρούν τις προϋποθέσεις της [οδηγίας 2003/96/ΕΚ] συμβιβάζονται με την εσωτερική αγορά κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 3, [ΣΛΕΕ] και απαλλάσσονται από την υποχρέωση κοινοποίησης του άρθρου 108, παράγραφος 3, [ΣΛΕΕ], εφόσον πληρούνται οι όροι του παρόντος άρθρου και του κεφαλαίου Ι.

2.      Οι δικαιούχοι της μείωσης φόρου επιλέγονται βάσει διαφανών και αντικειμενικών κριτηρίων και καταβάλλουν τουλάχιστον το αντίστοιχο ελάχιστο επίπεδο φορολογίας που καθορίζεται από την οδηγία 2003/96.

3.      Τα καθεστώτα ενισχύσεων με τη μορφή φορολογικών μειώσεων βασίζονται στη μείωση του εφαρμοστέου συντελεστή περιβαλλοντικού φόρου ή στην καταβολή ενός σταθερού ποσού αντιστάθμισης ή σε συνδυασμό αυτών των μηχανισμών.

[…]»

8.        Το άρθρο 58 του κανονισμού 651/2014, με τίτλο «Μεταβατικές διατάξεις», ορίζει, στην παράγραφο 1, τα εξής:

«Ο παρών κανονισμός εφαρμόζεται στις μεμονωμένες ενισχύσεις που χορηγήθηκαν πριν από την έναρξη ισχύος του, εφόσον πληρούν όλες τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό, με εξαίρεση το άρθρο 9.»

2.      Η οδηγία 2003/96

9.        Το άρθρο 17, παράγραφος 1, της οδηγίας 2003/96 έχει ως εξής:

«Εφόσον τα ελάχιστα επίπεδα φορολογίας που καθορίζονται στην παρούσα οδηγία τηρούνται κατά μέσον όρο για κάθε επιχείρηση, τα κράτη μέλη μπορούν να παρέχουν φορολογικές μειώσεις για την κατανάλωση ενεργειακών προϊόντων που χρησιμοποιούνται για θέρμανση ή για τους σκοπούς του άρθρου 8, παράγραφος 2, στοιχεία βʹ και γʹ, και ηλεκτρικής ενέργειας στις ακόλουθες περιπτώσεις:

α)      υπέρ των ενεργειοβόρων επιχειρήσεων.

Ως “ενεργειοβόρος επιχείρηση” νοείται η επιχείρηση, όπως αναφέρεται στο άρθρο 11, στην οποία είτε η αγορά ενεργειακών προϊόντων και ηλεκτρικής ενέργειας ανέρχεται τουλάχιστον στο 3,0 % της αξίας παραγωγής, είτε ο καταβλητέος εθνικός ενεργειακός φόρος ανέρχεται τουλάχιστον στο 0,5 % της προστιθέμενης αξίας. Στο πλαίσιο του ορισμού αυτού, τα κράτη μέλη μπορούν να εφαρμόζουν πιο περιοριστικές έννοιες [αυστηρότερα κριτήρια], συμπεριλαμβανομένων των ορισμών της αξίας των πωλήσεων, της επεξεργασίας και του κλάδου δραστηριοτήτων.

[…]»

2.      Το αυστριακό δίκαιο

10.      Το άρθρο 1, παράγραφος 1, του Energieabgabenvergütungsgesetz (νόμου περί επιστροφής φόρων επί της ενέργειας, στο εξής: EAVG), όπως ίσχυε στην υπόθεση κύριας δίκης, ορίζει τα ακόλουθα:

«Οι φόροι επί της ενέργειας που καταβάλλονται για τους μνημονευόμενους στην παράγραφο 3 ενεργειακούς πόρους, επιστρέφονται, κατόπιν αιτήσεως, ανά ημερολογιακό έτος (οικονομική χρήση), εφόσον υπερβαίνουν (συνολικώς) το 0,5 % του ποσού της διαφοράς μεταξύ

1.      των πράξεων που αναφέρονται στο άρθρο 1, παράγραφος 1, σημεία 1 και 2, του Umsatzsteuergesetz 1994 (αυστριακού νόμου περί του φόρου κύκλου εργασιών του 1994) και

2.      των πράξεων που αναφέρονται στο άρθρο 1, παράγραφος 1, σημεία 1 και 2, του νόμου περί του φόρου κύκλου εργασιών του 1994, οι οποίες πραγματοποιούνται υπέρ της επιχείρησης (καθαρή αξίας παραγωγής).»

11.      Το άρθρο 1, παράγραφος 1, του EAVG συμπληρώνεται από το άρθρο 2, παράγραφος 2, το οποίο, στη μορφή του που είναι εφαρμοστέα στην υπόθεση της κύριας δίκης, ορίζει τα εξής:

«1.      Κατόπιν αιτήσεως του δικαιούχου, το ποσό που υπερβαίνει το αναφερόμενο στο άρθρο 1 ποσοστό επί της καθαρής αξίας παραγωγής επιστρέφεται ανά ημερολογιακό έτος (οικονομική χρήση). Στην αίτηση περιλαμβάνεται η καταναλωθείσα από την επιχείρηση ποσότητα των μνημονευόμενων στο άρθρο 1, παράγραφος 3, ενεργειακών πόρων και τα αναφερόμενα στο άρθρο 1 ποσά. […]

2.      Κατά τον υπολογισμό του ποσού επιστροφής, λαμβάνεται υπόψη είτε το όριο του 0,5 % της καθαρής αξίας παραγωγής είτε τα ακόλουθα κατ’ αποκοπήν ποσά και πιστώνεται το χαμηλότερο ποσό:

–        για την ηλεκτρική ενέργεια, 0,0005 ευρώ/kWh,

–        για το φυσικό αέριο που αναφέρεται στον κωδικό 2711 21 00 της συνδυασμένης ονοματολογίας, 0,00598 ευρώ/κανονικό m³,

–        για τους λιθάνθρακες, λιγνίτες, οπτάνθρακες, ασφαλτούχα ορυκτά και προϊόντα εν γένει των κωδικών 2701, 2702, 2704, 2713 και 2714 της συνδυασμένης ονοματολογίας, 0,15 ευρώ/gigajoule,

–        για το ελαφρύ πετρέλαιο (παράγωγα πετρελαίου των διακρίσεων 2710 19 41, 2710 19 45, 2710 19 49 της συνδυασμένης ονοματολογίας) 21 ευρώ/1000 l,

–        για το ελαφρύ, μέτριο, βαρύ πετρέλαιο (διακρίσεις 2710 19 61, 2710 19 63, 2710 19 65, 2710 19 69 της συνδυασμένης ονοματολογίας), 15 ευρώ/1000 kg,

–        για το υγροποιημένο φυσικό αέριο (διακρίσεις 2711 12, 2711 13, 2711 14, 2711 19 της συνδυασμένης ονοματολογίας) 7,5 ευρώ/1000 kg.

[…]»

12.      Το άρθρο 2, παράγραφος 1, του EAVG, όπως δημοσιεύθηκε στο BGBl Ι, 92/2004, ορίζει τα εξής:

«Δικαίωμα επιστροφής χορηγείται σε όλες τις επιχειρήσεις […]».

13.      Tο άρθρο 2, παράγραφος 1, του EAVG τροποποιήθηκε με τον Budgetbegleitgesetz 2011 (συνοδευτικό νόμο του προϋπολογισμού του 2011, της 30ής Δεκεμβρίου 2010, δημοσιευθέντα στο BGBl I, 111/2010) (στο εξής: BBG 2011) ως εξής:

«Δικαίωμα επιστροφής χορηγείται μόνο στις επιχειρήσεις που έχουν αποδεδειγμένως ως κύρια δραστηριότητα την παραγωγή ενσώματων αγαθών […]».

14.      Περαιτέρω, στο άρθρο 4 του EAVG προστέθηκε η ακόλουθη παράγραφος 7:

«Υπό την επιφύλαξη της εγκρίσεως της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, τα άρθρα 2 και 3 αντιστοίχως [του BBG 2011] τυγχάνουν εφαρμογής επί των αιτήσεων επιστροφής που αφορούν περιόδους μετά την 31η Δεκεμβρίου 2010» (4).

III. Η διαφορά της κύριας δίκης, τα προδικαστικά ερωτήματα και η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου

15.      Με αίτηση την οποία υπέβαλε στις 29 Δεκεμβρίου 2011, η Dilly’s Wellnesshotel, η οποία διαχειρίζεται ένα ξενοδοχείο, ζήτησε την επιστροφή των φόρων επί της ενέργειας για το έτος 2011.

16.      Η αίτηση αυτή απορρίφθηκε με την από 21 Φεβρουαρίου 2012 απόφαση της φορολογικής αρχής του Linz, με την αιτιολογία ότι ο BBG 2011 προέβλεψε, τροποποιώντας τα άρθρα 2 και 3 του EAVG, ότι για τις υποβαλλόμενες μετά την 31η Δεκεμβρίου 2010 αιτήσεις η επιστροφή των φόρων επί της ενέργειας είναι δυνατή μόνο για τις επιχειρήσεις οι οποίες αποδεδειγμένως έχουν ως κύρια δραστηριότητα την παραγωγή ενσώματων αγαθών. Επομένως, κατά την απόφαση της διοικητικής αυτής αρχής, η Dilly’s Wellnesshotel, ως επιχείρηση παροχής υπηρεσιών, δεν έχει δικαίωμα επιστροφής των φόρων επί της ενέργειας για την περίοδο μετά την 31η Δεκεμβρίου 2010.

17.      Η Dilly’s Wellnesshotel άσκησε προσφυγή κατά της αποφάσεως αυτής ενώπιον του Unabhängiger Finanzsenat (ανεξάρτητου οργάνου αρμόδιου για την επίλυση φορολογικών διαφορών, Αυστρία), το οποίο, με την από 23 Μαρτίου 2012 απόφασή του, απέρριψε την προσφυγή ως αβάσιμη.

18.      Η Dilly’s Wellnesshotel προσέφυγε κατά της αποφάσεως αυτής ενώπιον του Verwaltungsgerichtshof (Ανώτατου Διοικητικού Δικαστηρίου), το οποίο ακύρωσε την προσβληθείσα απόφαση με απόφαση της 19ης Μαρτίου 2013.

19.      Με απόφαση της 31ης Οκτωβρίου 2014, το Bundesfinanzgericht (Ομοσπονδιακό Δικαστήριο Φορολογικών Διαφορών, Αυστρία), το οποίο διαδέχθηκε το Unabhängiger Finanzsenat (ανεξάρτητο όργανο αρμόδιο για την επίλυση φορολογικών διαφορών), υπέβαλε στο Δικαστήριο διάφορα προδικαστικά ερωτήματα.

20.      Με την απόφασή του της 21ης Ιουλίου 2016 (5), το Δικαστήριο έκρινε ότι, κατ’ ορθή ερμηνεία του άρθρου 3, παράγραφος 1, του κανονισμού 800/2008, η απουσία από καθεστώς ενισχύσεων, όπως το επίμαχο στην υπόθεση της κύριας δίκης, ρητής παραπομπής στον εν λόγω κανονισμό διά της παραθέσεως του τίτλου του και των στοιχείων δημοσιεύσεώς του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης αποκλείει τη θεώρηση του εν λόγω καθεστώτος ως πληρούντος τις προϋποθέσεις για την απαλλαγή του οικείου κράτους μέλους, βάσει του άρθρου 25, παράγραφος 1, του εν λόγω κανονισμού, από την επιβαλλόμενη από το άρθρο 108, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ υποχρέωση κοινοποιήσεως.

21.      Με απόφαση της 3ης Αυγούστου 2016, το Bundesfinanzgericht (Ομοσπονδιακό Δικαστήριο Φορολογικών Διαφορών) δέχθηκε την προσφυγή και διέταξε την επιστροφή των φόρων επί της ενέργειας για το έτος 2011, σύμφωνα με την αίτηση της Dilly’s Wellnesshotel. Κατ’ ουσίαν, το εν λόγω δικαστήριο έκρινε ότι τα άρθρα 2 και 3, καθώς και το άρθρο 4, παράγραφος 7, του EAVG, όπως ισχύουν μετά την τροποποίησή τους με τον BBG 2011, δεν περιλαμβάνουν καμία παραπομπή στον κανονισμό 800/2008 ούτε πληρούν τις βασικές προϋποθέσεις εφαρμογής αυτού. Ελλείψει δε σχετικής εγκρίσεως από την Επιτροπή, ο περιορισμός του πεδίου εφαρμογής όσον αφορά τις επιχειρήσεις παροχής υπηρεσιών δεν τέθηκε σε ισχύ.

22.      Η φορολογική αρχή του Linz άσκησε αναίρεση («Revision») κατά της αποφάσεως αυτής ενώπιον του Verwaltungsgerichtshof (Ανωτάτου Διοικητικού Δικαστηρίου).

23.      Με άλλη αίτηση της 25ης Ιουλίου 2014, η Dilly’s Wellnesshotel ζήτησε την επιστροφή των φόρων επί της ενέργειας για τη χρονική περίοδο μεταξύ Φεβρουαρίου 2013 και Ιανουαρίου 2014.

24.      Με απόφαση της 9ης Ιανουαρίου 2015, η φορολογική αρχή του Kirchdorf Perg Steyr απέρριψε την αίτηση αυτή με αιτιολογία ίδια με αυτή της από 21 Φεβρουαρίου 2012 αποφάσεως της φορολογικής αρχής του Linz.

25.      Η Dilly’s Wellnesshotel άσκησε προσφυγή κατά της αποφάσεως της 9ης Ιανουαρίου 2015 ενώπιον του Bundesfinanzgericht (Ομοσπονδιακού Δικαστηρίου Φορολογικών Διαφορών), το οποίο δέχθηκε την προσφυγή και διέταξε την επιστροφή των φόρων επί της ενέργειας σύμφωνα με την αίτηση της Dilly’s Wellnesshotel, παραπέμποντας, κατ’ ουσίαν, στην απόφασή του της 3ης Αυγούστου 2016 η οποία προπαρατέθηκε στο σημείο 21 των παρουσών προτάσεων.

26.      Η φορολογική αρχή του Kirchdorf Perg Steyr άσκησε αναίρεση («Revision») κατά της αποφάσεως αυτής ενώπιον του Verwaltungsgerichtshof (Ανωτάτου Διοικητικού Δικαστηρίου).

27.      Το ως άνω δικαστήριο εκτιμά ότι η επιστροφή των φόρων επί της ενέργειας, κατ’ εφαρμογήν του EAVG, ως είχε πριν από τον BBG 2011, συνιστά ενίσχυση η οποία έχει εγκριθεί σιωπηρώς και άνευ περιορισμού από την Επιτροπή με απόφαση της 9ης Μαρτίου 2004 (6).

28.      Το εν λόγω δικαστήριο επισημαίνει ότι, με τον BBG 2011, ο αυστριακός νομοθέτης θέλησε να περιορίσει τον κύκλο των δικαιούχων του εν λόγω καθεστώτος ενισχύσεων, έτσι ώστε το δικαίωμα επιστροφής των φόρων επί της ενέργειας να χορηγείται πλέον μόνο στις επιχειρήσεις οι οποίες αποδεδειγμένως έχουν ως κύρια δραστηριότητα την παραγωγή ενσώματων αγαθών. Η τροποποίηση όμως αυτή του EAVG δεν κοινοποιήθηκε στην Επιτροπή (7).

29.      Το αιτούν δικαστήριο διευκρινίζει, επιπλέον, ότι, εξαρτώντας τη θέση σε ισχύ του EAVG, όπως τροποποιήθηκε με τον BBG 2011, από την προϋπόθεση της εγκρίσεώς του από την Επιτροπή (8), ο νομοθέτης ήθελε προδήλως να διασφαλίσει ότι ο προβλεφθείς με τον BBG 2011 περιορισμός δεν θα παραβιάζει τις διατάξεις του δικαίου της Ένωσης περί κρατικών ενισχύσεων και ότι, συνεπώς, δεν θα θίγει την άνευ περιορισμού έγκριση του προηγούμενου καθεστώτος ενισχύσεων. Σε περίπτωση που ο περιορισμός του κύκλου των δικαιούχων της ενισχύσεως δεν επιτρέπεται από τους κανόνες για τις κρατικές ενισχύσεις ή, σε περίπτωση, ιδίως, που δεν καταστεί δυνατή η λήψη της απαιτούμενης εγκρίσεως από την Επιτροπή, το μέτρο πρέπει να παραμείνει σε ισχύ ως έχει.

30.      Στο πλαίσιο αυτό, με απόφαση της 14ης Σεπτεμβρίου 2017, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 5 Οκτωβρίου 2017, το Verwaltungsgerichtshof (Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα εξής προδικαστικά ερωτήματα:

«1.      Συνιστά, σε περίπτωση όπως αυτή της υπό κρίση υποθέσεως, η τροποποίηση εγκεκριμένου καθεστώτος ενισχύσεων, με την οποία το κράτος μέλος αποφασίζει ότι η έγκριση της ενισχύσεως δεν ισχύει πλέον για μια συγκεκριμένη (και αυτοτελή) κατηγορία δικαιούχων, μειώνοντας, κατ’ αυτόν τον τρόπο, απλώς τα διατιθέμενα στο πλαίσιο υφιστάμενης ενισχύσεως ποσά, τροποποίηση καθεστώτος ενισχύσεων υποκείμενη (καταρχήν) σε κοινοποίηση βάσει του άρθρου 108, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ;

2.      Στο πλαίσιο της εφαρμογής του [κανονισμού 800/2008], μπορεί η υποχρέωση αναστολής κατ’ άρθρον 108, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ να έχει, σε περίπτωση τυπικής πλημμέλειας, ως συνέπεια τη μη εφαρμογή περιορισμού που έχει θεσπιστεί για εγκεκριμένο καθεστώς ενισχύσεων, με αποτέλεσμα το κράτος μέλος να υποχρεούται εν τέλει, λόγω της υποχρεώσεως αναστολής, να καταβάλει την ενίσχυση σε συγκεκριμένους δικαιούχους (“υποχρέωση εφαρμογής”);

3      α)      Πληροί τις προϋποθέσεις που τάσσει ο [κανονισμός 651/2014] ρύθμιση σχετική με την επιστροφή φόρων επί της ενέργειας, όπως η εξεταζόμενη στην υπό κρίση υπόθεση ρύθμιση, η οποία καθορίζει σαφώς, μέσω ρητώς προβλεπόμενης στον νόμο μεθόδου υπολογισμού, το ποσό των επιστρεφόμενων φόρων επί της ενέργειας;

3      β)      Συνεπάγεται το άρθρο 58, παράγραφος 1, του κανονισμού 651/2014 την από τον Ιανουάριο 2011 και εντεύθεν απαλλαγή από την υποχρέωση κοινοποιήσεως της ως άνω ρυθμίσεως η οποία αφορά την επιστροφή φόρων επί της ενέργειας;»

31.      Κατόπιν αιτήματος του Δικαστηρίου, οι παρούσες προτάσεις θα περιοριστούν στην ανάλυση του τρίτου προδικαστικού ερωτήματος, στοιχεία α και β.

32.      Η Dilly’s Wellnesshotel, η Αυστριακή Κυβέρνηση, καθώς και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατέθεσαν γραπτές παρατηρήσεις ενώπιον του Δικαστηρίου. Οι ίδιοι διάδικοι παρέστησαν κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση η οποία διεξήχθη στις 21 Νοεμβρίου 2018.

IV.    Ανάλυση

1.      Εισαγωγικές παρατηρήσεις επί του πλαισίου στο οποίο εντάσσεται το τρίτο προδικαστικό ερώτημα

33.      Ο EAVG έχει ήδη αποτελέσει αντικείμενο δύο αποφάσεων του Δικαστηρίου, ήτοι των αποφάσεων Adria-Wien Pipeline και Wietersdorfer & Peggauer Zementwerke (9) και Dilly’s Wellnesshotel (10).

34.      Στην αρχική του μορφή, ο EAVG προέβλεπε την επιστροφή μέρους των φόρων επί της ενέργειας αποκλειστικώς στις επιχειρήσεις οι οποίες αποδεδειγμένως είχαν ως κύρια δραστηριότητα την παραγωγή ενσώματων αγαθών. Επομένως, οι επιχειρήσεις παροχής υπηρεσιών δεν είχαν δικαίωμα επιστροφής του φόρου αυτού. Στην απόφαση Adria-Wien Pipeline και Wietersdorfer & Peggauer Zementwerke (11), το Δικαστήριο έκρινε ότι τέτοια εθνικά μέτρα είναι επιλεκτικά και συνιστούν κρατικές ενισχύσεις, κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ.

35.      Με τροποποίηση ισχύουσα από 1ης Ιανουαρίου 2002, ο Αυστριακός νομοθέτης διεύρυνε το πεδίο εφαρμογής του EAVG προβλέποντας την επιστροφή μέρους του φόρου στις επιχειρήσεις όλων των κλάδων δραστηριότητας. Με την προπαρατεθείσα απόφαση της 9ης Μαρτίου 2004 (12), η Επιτροπή έκρινε ότι το μέτρο αυτό παρέμενε επιλεκτικό και ότι, συνεπώς, εξακολουθούσε να συνιστά κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ (13).

36.      Με την τροποποίηση που εισήχθη με τον BBG 2011, ο Αυστριακός νομοθέτης απέκλεισε εκ νέου τις επιχειρήσεις παροχής υπηρεσιών από το δικαίωμα επιστροφής των φόρων επί της ενέργειας από 1ης Φεβρουαρίου 2011. Όπως ανέλυσα ανωτέρω (14), η επίμαχη εθνική ρύθμιση στην υπόθεση της κύριας δίκης, ήτοι ο EAVG όπως τροποποιήθηκε με τον BBG 2011 (στο εξής: επίμαχο καθεστώς ενισχύσεων ή EAVG 2011), δεν κοινοποιήθηκε στην Επιτροπή.

37.      Υπενθυμίζω ότι στην προηγούμενη υπόθεση Dilly’s Wellnesshotel, η οποία μνημονεύεται στο σημείο 20 των παρουσών προτάσεων, το Δικαστήριο έκρινε, κατ’ ουσίαν, ότι το επίμαχο καθεστώς ενισχύσεων δεν πληρούσε τις προϋποθέσεις του κανονισμού 800/2008, προκειμένου να απαλλαγεί από την επιβαλλόμενη από το άρθρο 108, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ υποχρέωση κοινοποιήσεως, ελλείψει ρητής παραπομπής από το συγκεκριμένο καθεστώς ενισχύσεων στον εν λόγω κανονισμό, όπως επιτάσσει το άρθρο 3, παράγραφος 1, του κανονισμού αυτού (15).

38.      Σημειώνω ότι ο κανονισμός 651/2014 κατήργησε και αντικατέστησε τον κανονισμό 800/2008 από 1ης Ιουλίου 2014. Ο κανονισμός 651/2014 προβλέπει διαφορετικές προϋποθέσεις σε σχέση με τον κανονισμό 800/2008 για την απαλλαγή από την υποχρέωση κοινοποιήσεως καθεστώτων ενισχύσεων, όπως το επίμαχο. Ιδίως, ο κανονισμός 651/2014 δεν απαιτεί από τα καθεστώτα ενισχύσεων να περιέχουν ρητή παραπομπή στον εν λόγω κανονισμό.

39.      Στην περίπτωση που για την εισαχθείσα με τον BBG 2011 τροποποίηση του καθεστώτος ενισχύσεων ισχύει, κατ’ αρχήν, υποχρέωση κοινοποιήσεως δυνάμει του άρθρου 108, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ, πράγμα που αποτελεί το αντικείμενο του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, με το τρίτο ερώτημα που υποβλήθηκε στην παρούσα υπόθεση, να διευκρινισθεί, κατ’ ουσίαν, εάν το επίμαχο καθεστώς ενισχύσεων, παρά το γεγονός ότι δεν απαλλάσσεται από την υποχρέωση κοινοποιήσεως δυνάμει του κανονισμού 800/2008, μπορεί εντούτοις να απαλλαγεί από την υποχρέωση αυτή δυνάμει του κανονισμού 651/2014.

40.      Το τρίτο αυτό προδικαστικό ερώτημα που αφορά την ερμηνεία των διατάξεων του κανονισμού 651/2014 θα παράσχει τη δυνατότητα στο αιτούν δικαστήριο να κρίνει εάν το επίμαχο καθεστώς ενισχύσεων τέθηκε σε εφαρμογή παρανόμως, υπό το πρίσμα του δικαίου της Ένωσης, λόγω ελλείψεως της επιβαλλόμενης από το άρθρο 108, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ προηγουμένης κοινοποιήσεως στην Επιτροπή.

41.      Η απάντηση που θα δώσει το Δικαστήριο στο ερώτημα αυτό θα παράσχει τη δυνατότητα στο αιτούν δικαστήριο να καθορίσει τις συνέπειες, βάσει του εθνικού δικαίου, μιας τέτοιας ελλείψεως νομιμότητας.

42.      Ειδικότερα, στην περίπτωση που το Δικαστήριο απαντήσει ότι ο κανονισμός 651/2014 έχει εφαρμογή στο επίμαχο καθεστώς ενισχύσεων και ότι, ως εκ τούτου, το καθεστώς αυτό απαλλάσσεται από την υποχρέωση κοινοποιήσεως, το αιτούν δικαστήριο κατ’ αρχήν εκτιμά ότι τούτο θα σημαίνει ότι το επίμαχο καθεστώς ενισχύσεων πράγματι τέθηκε σε ισχύ την 1η Φεβρουαρίου 2011, όπως προέβλεψε ο Αυστριακός νομοθέτης (16). Δεδομένου δε ότι το εν λόγω καθεστώς ενισχύσεων δεν εφαρμόζεται στις επιχειρήσεις παροχής υπηρεσιών, όπως η Dilly’s Wellnesshotel, η υποβληθείσα από την επιχείρηση αυτή αίτηση περί επιστροφής του φόρου θα πρέπει, κατά συνέπεια, να απορριφθεί.

43.      Αντιθέτως, στην περίπτωση που το Δικαστήριο απαντήσει ότι ο κανονισμός 651/2014 δεν έχει εφαρμογή στο εν λόγω καθεστώς ενισχύσεων και ότι, κατά συνέπεια, αυτό είναι παράνομο υπό το πρίσμα του δικαίου της Ένωσης, το αιτούν δικαστήριο εκτιμά κατ’ αρχήν ότι, επειδή, σε μια τέτοια περίπτωση, το επίμαχο καθεστώς ενισχύσεων δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι τέθηκε σε ισχύ, θα πρέπει να γίνει δεκτό ότι εξακολουθεί να εφαρμόζεται το παλαιό καθεστώς ενισχύσεων όπως αυτό προβλέφθηκε από τον Αυστριακό νομοθέτη (17). Στην περίπτωση αυτή, η Dilly’s Wellnesshotel θα έχει το δικαίωμα να λάβει τα ποσά του φόρου που ζητεί να της επιστραφούν δυνάμει του παλαιού καθεστώτος, το οποίο έχει εφαρμογή και στις επιχειρήσεις παροχής υπηρεσιών (18). Όπως εξήγησα στο σημείο 27 των παρουσών προτάσεων, το αιτούν δικαστήριο εκτιμά, συναφώς, ότι το παλαιό καθεστώς ενισχύσεων εγκρίθηκε σιωπηρώς και άνευ περιορισμού από την Επιτροπή.

44.      Εφόσον το Δικαστήριο δώσει καταφατική απάντηση στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα και κρίνει ότι, κατά συνέπεια, η εισαχθείσα με τον BBG 2011 τροποποίηση του καθεστώτος ενισχύσεων αποτελεί τροποποίηση για την οποία υφίσταται, κατ’ αρχήν, υποχρέωση κοινοποιήσεως δυνάμει του άρθρου 108, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ, τότε ανακύπτει το ζήτημα εάν η τροποποίηση αυτή μπορεί, ωστόσο, να απαλλαγεί από τη συγκεκριμένη υποχρέωση δυνάμει του κανονισμού 651/2014.

2.      Επί της εφαρμογής του κανονισμού 651/2014 στο επίμαχο καθεστώς ενισχύσεων (τρίτο προδικαστικό ερώτημα)

45.      Με το τρίτο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινισθεί, κατ’ ουσίαν, αφενός, εάν το επίμαχο καθεστώς ενισχύσεων πληροί τις ουσιαστικές προϋποθέσεις που προβλέπονται στο άρθρο 44 του κανονισμού 651/2014 (τρίτο ερώτημα, στοιχείο α) και, αφετέρου, εάν το επίμαχο καθεστώς ενισχύσεων εμπίπτει στο χρονικό πεδίο εφαρμογής του κανονισμού αυτού δυνάμει της μεταβατικής διατάξεως του άρθρου 58, παράγραφος 1, του εν λόγω κανονισμού (τρίτο ερώτημα, στοιχείο β).

46.      Δεδομένου ότι το τρίτο ερώτημα, στοιχείο α, έχει σημασία μόνο εφόσον το επίμαχο καθεστώς ενισχύσεων εμπίπτει στο χρονικό πεδίο εφαρμογής του κανονισμού 651/2014, πρέπει, κατ’ αρχάς, να δοθεί απάντηση στο τρίτο ερώτημα, στοιχείο β.

1.      Επί της ερμηνείας του άρθρου 58, παράγραφος 1, του κανονισμού 651/2014 (τρίτο προδικαστικό ερώτημα, στοιχείο β)

47.      Με το τρίτο προδικαστικό ερώτημα, στοιχείο β, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται εάν ο κανονισμός 651/2014 μπορεί να τύχει αναδρομικής εφαρμογής. Εφόσον υποτεθεί ότι το επίμαχο καθεστώς ενισχύσεων πληροί όλες τις ουσιαστικές προϋποθέσεις που προβλέπονται από τον κανονισμό 651/2014, το αιτούν δικαστήριο ζητεί ειδικότερα να πληροφορηθεί εάν το άρθρο 58, παράγραφος 1, του κανονισμού αυτού, συνεπάγεται απαλλαγή του επίμαχου καθεστώτος ενισχύσεων από την υποχρέωση κοινοποιήσεως και για τη χρονική περίοδο μεταξύ Φεβρουαρίου 2011 και 30ής Ιουνίου 2014, παρά το γεγονός ότι ο κανονισμός 651/2014 τέθηκε σε ισχύ μόλις την 1η Ιουλίου 2014 (19).

48.      Όπως ισχυρίζονται η Αυστριακή Κυβέρνηση και η Επιτροπή, φρονώ ότι πρέπει να δοθεί καταφατική απάντηση στο ερώτημα αυτό.

49.      Το άρθρο 58 του εν λόγω κανονισμού θεσπίζει μεταβατικές διατάξεις. Κατά το άρθρο 58, παράγραφος 1, του κανονισμού αυτού, ο κανονισμός 651/2014 εφαρμόζεται στις μεμονωμένες ενισχύσεις (20) που χορηγήθηκαν πριν από την έναρξη ισχύος του, ήτοι πριν από την 1η Ιουλίου 2014, εφόσον πληρούν όλες τις προϋποθέσεις που προβλέπονται σε αυτόν, με εξαίρεση το άρθρο 9.

50.      Οι ενισχύσεις που θεσπίζονται με το επίμαχο καθεστώς είναι ενισχύσεις υπό μορφή μειώσεων περιβαλλοντικών φόρων δυνάμει της οδηγίας 2003/96 (21). Γι’ αυτό το είδος ενισχύσεων, οι όροι που πρέπει να πληρούνται βάσει του κανονισμού 651/2014, προκειμένου οι εν λόγω ενισχύσεις να απαλλάσσονται από την υποχρέωση κοινοποιήσεως, καθορίζονται στο άρθρο 44 του κανονισμού αυτού.

51.      Κατά συνέπεια, αν υποτεθεί ότι το επίμαχο καθεστώς ενισχύσεων πληροί όλες τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στο άρθρο 44 του κανονισμού 651/2014, ο εν λόγω κανονισμός έχει εφαρμογή στο επίμαχο καθεστώς ενισχύσεων για την περίοδο μεταξύ Φεβρουαρίου 2011 και 30ής Ιουνίου 2014, δυνάμει του άρθρου 58, παράγραφος 1, του κανονισμού αυτού.

52.      Πρέπει, επομένως, να απορριφθεί το προβαλλόμενο από την Dilly’s Wellnesshotel επιχείρημα με το οποίο αυτή ισχυρίζεται, αφενός, ότι το άρθρο 58, παράγραφος 1, του εν λόγω κανονισμού πρέπει να ερμηνευθεί σε συνδυασμό με τις παραγράφους 2 και 3 του άρθρου αυτού και, αφετέρου, ότι δεν μπορεί να συναχθεί από το εν λόγω άρθρο 58, παράγραφος 1, ότι ένα καθεστώς ενισχύσεων μη απαλλασσόμενο δυνάμει του εν λόγω άρθρου 58, παράγραφος 3, τυγχάνει, παρά ταύτα, απαλλαγής δυνάμει του ίδιου άρθρου 58, παράγραφος 1.

53.      Πράγματι, το άρθρο 58, παράγραφος 1, του κανονισμού 651/2014 ουδόλως απαιτεί να πληρούνται οι προϋποθέσεις που καθορίζονται από τις λοιπές παραγράφους του ίδιου άρθρου ώστε να έχει εφαρμογή το εν λόγω άρθρο 58, παράγραφος 1. Αντιθέτως, με καθεμία από τις παραγράφους 1 έως 4 του ίδιου άρθρου 58 θεσπίζονται μεταβατικοί κανόνες οι οποίοι αφορούν διαφορετικές μεταξύ τους περιπτώσεις (22).

54.      Κατά συνέπεια, θα προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στο τρίτο προδικαστικό ερώτημα, στοιχείο β, ότι το άρθρο 58, παράγραφος 1, του κανονισμού 651/2014 έχει την έννοια ότι ο κανονισμός αυτός συνεπάγεται απαλλαγή από την υποχρέωση κοινοποιήσεως των μεμονωμένων ενισχύσεων υπό μορφή μειώσεων περιβαλλοντικών φόρων κατ’ εφαρμογήν της οδηγίας 2003/96, που χορηγήθηκαν πριν από την 1η Ιουλίου 2014, όπως αυτές που χορηγήθηκαν δυνάμει του επίμαχου καθεστώτος ενισχύσεων στην υπόθεση της κύριας δίκης, για την περίοδο μεταξύ Φεβρουαρίου 2011 και 30ής Ιουνίου 2014, εφόσον οι ενισχύσεις αυτές πληρούν όλες τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στο άρθρο 44 του κανονισμού 651/2014.

2.      Επί της ερμηνείας του άρθρου 44 του κανονισμού 651/2014 (τρίτο προδικαστικό ερώτημα, στοιχείο α)

55.      Το άρθρο 44, παράγραφος 1, του κανονισμού 651/2014 απαλλάσσει τα καθεστώτα ενισχύσεων υπό μορφή μειώσεων περιβαλλοντικών φόρων οι οποίες χορηγούνται δυνάμει της οδηγίας 2003/96 από την υποχρέωση κοινοποιήσεως που προβλέπεται στο άρθρο 108, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ, εφόσον αυτά πληρούν όλες τις προϋποθέσεις που προβλέπονται, αφενός, στις παραγράφους 2 έως 4 του ίδιου άρθρου του κεφαλαίου ΙΙΙ και στο κεφάλαιο I του κανονισμού αυτού και, αφετέρου, από την οδηγία 2003/96.

56.      Μολονότι το τρίτο ερώτημα, στοιχείο α, είναι διατυπωμένο κατά τρόπο ώστε να μην αφορά κάποιο συγκεκριμένο άρθρο του κανονισμού 651/2014, εντούτοις, από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι το αιτούν δικαστήριο διατυπώνει επιφύλαξη μόνον όσον αφορά την ερμηνεία του άρθρου 44, παράγραφος 3, του κανονισμού 651/2014, εκτιμώντας ότι όλες οι λοιπές προϋποθέσεις του άρθρου 44, παράγραφος 1, πληρούνται στη διαφορά της κύριας δίκης.

57.      Ως εκ τούτου, με το τρίτο ερώτημα, στοιχείο α, το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινισθεί, κατ’ ουσίαν, εάν το επίμαχο καθεστώς ενισχύσεων πληροί την προϋπόθεση που προβλέπεται στο άρθρο 44, παράγραφος 3, του κανονισμού 651/2014.

58.      Ωστόσο, η Dilly’s Wellnesshotel αντικρούει επίσης την ερμηνεία από το αιτούν δικαστήριο του άρθρου 44, παράγραφοι 1 και 2, του εν λόγω κανονισμού. Κατά συνέπεια, εκτιμώ ότι είναι χρήσιμο να σχολιάσω, εν συντομία, την ερμηνεία του άρθρου 44, παράγραφοι 1 και 2.

59.      Πριν από την εξέταση του άρθρου 44, παράγραφοι 1 έως 3, του κανονισμού 651/2014, θεωρώ απαραίτητο να εξηγηθεί, κατ’ αρχάς, πώς το επίμαχο καθεστώς ενισχύσεων, ειδικότερα ο τρόπος υπολογισμού της ενισχύσεως, πληροί τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στο άρθρο 17, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2003/96.

60.      Το προκαταρκτικό αυτό ζήτημα είναι κρίσιμο, δεδομένου ότι οι προϋποθέσεις που προβλέπονται στο άρθρο 44 του κανονισμού 651/2014 πρέπει να ερμηνευθούν σε συνδυασμό με τις προϋποθέσεις που απορρέουν από το άρθρο 17, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2003/96, οι οποίες πρέπει επίσης να πληρούνται, ώστε το επίμαχο καθεστώς ενισχύσεων να απαλλάσσεται από την υποχρέωση κοινοποιήσεως δυνάμει του άρθρου 44, παράγραφος 1, του κανονισμού 651/2014.

61.      Στη συνέχεια της αναλύσεώς μου, θα εξετάσω, λοιπόν, το ζήτημα αυτό σχετικά με την οδηγία 2003/96 (τμήμα α), πριν απαντήσω στα ερωτήματα σχετικά με το άρθρο 44, παράγραφοι 1 έως 3 (τμήμα β).

1)      Επί του άρθρου 17, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2003/96

62.      Οι αναφερόμενες στο άρθρο 44, παράγραφος 1, του κανονισμού 651/2014 προϋποθέσεις που αφορούν την οδηγία 2003/96 παραπέμπουν, ειδικότερα, στο άρθρο 17, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2003/96, το οποίο προβλέπει, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, τη δυνατότητα των κρατών μελών να θεσπίζουν φορολογικές μειώσεις όσον αφορά την κατανάλωση ενεργειακών προϊόντων και ηλεκτρικής ενέργειας υπέρ των ενεργειοβόρων επιχειρήσεων (23).

63.      Το άρθρο 17, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, περιλαμβάνει, κατ’ ουσίαν, δύο κριτήρια. Αφενός, καθορίζει τις επιχειρήσεις οι οποίες δύνανται να τύχουν μειώσεως του φόρου, ήτοι τις «ενεργειοβόρες επιχειρήσεις». Ως «ενεργειοβόρος επιχείρηση» νοείται ειδικότερα η επιχείρηση, όπως αναφέρεται στο άρθρο 11 της οδηγίας 2003/96, στην οποία είτε η αγορά ενεργειακών προϊόντων και ηλεκτρικής ενέργειας ανέρχεται τουλάχιστον στο 3,0 % της αξίας παραγωγής, είτε ο καταβλητέος εθνικός ενεργειακός φόρος ανέρχεται τουλάχιστον στο 0,5 % της προστιθέμενης αξίας. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι, στο πλαίσιο του ορισμού αυτού, τα κράτη μέλη μπορούν να εφαρμόζουν αυστηρότερα κριτήρια, συμπεριλαμβανομένου του ορισμού του κλάδου δραστηριοτήτων.

64.      Αφετέρου, το εν λόγω άρθρο 17, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, προβλέπει ότι πρέπει να τηρούνται τα ελάχιστα επίπεδα φορολογίας που καθορίζονται στην οδηγία αυτή, συγκεκριμένα στο παράρτημα I, πίνακας Γ, σύμφωνα με το οποίο καθορίζονται τα ελάχιστα επίπεδα φορολογίας για τα καύσιμα θέρμανσης και την ηλεκτρική ενέργεια.

65.      Εν προκειμένω, η Αυστριακή Κυβέρνηση και η Επιτροπή θεωρούν ότι οι ενισχύσεις που προβλέπονται από το επίμαχο καθεστώς ενισχύσεων είναι ενισχύσεις υπό μορφή μειώσεων περιβαλλοντικών φόρων οι οποίες χορηγούνται δυνάμει της οδηγίας 2003/96 και ότι το συγκεκριμένο καθεστώς ενισχύσεων πληροί τα δύο κριτήρια που προβλέπονται στο άρθρο 17, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2003/96. Το ζήτημα αυτό δεν αμφισβητείται από την Dilly’s Wellnesshotel. Επομένως, η άποψή μου θα στηριχθεί στο επιχείρημα αυτό το οποίο εκτιμώ ότι είναι βάσιμο.

66.      Ειδικότερα, όπως εξηγεί και η Αυστριακή Κυβέρνηση, επιβάλλεται, κατ’ αρχάς, η παραδοχή ότι το επίμαχο καθεστώς ενισχύσεων προβλέπει φορολογικές μειώσεις για την κατανάλωση ενεργειακών προϊόντων κατά την έννοια του άρθρου 17, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής, με τη μορφή επιστροφής μέρους του ποσού του φόρου. Το είδος αυτό φορολογικής μειώσεως προβλέπεται στο άρθρο 6, στοιχείο γʹ, της εν λόγω οδηγίας (24).

67.      Ακολούθως, όσον αφορά το πρώτο κριτήριο που προβλέπεται στο άρθρο 17, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της ίδιας οδηγίας, το άρθρο 1, παράγραφος 1, του EAVG 2011 ορίζει ότι οι φόροι επί της ενέργειας επιστρέφονται ανά ημερολογιακό έτος, εφόσον υπερβαίνουν συνολικώς το 0,5 % της καθαρής αξίας παραγωγής. Όπως επισημαίνει η Αυστριακή Κυβέρνηση, η προϋπόθεση αυτή σχετικά με την καθαρή αξία της παραγωγής εξασφαλίζει ότι μόνον οι επιχειρήσεις που θεωρούνται «ενεργειοβόρες επιχειρήσεις» σύμφωνα με το άρθρο 17, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, μπορούν να είναι δικαιούχοι του επίμαχου καθεστώτος ενισχύσεων (25).

68.      Επιπλέον, όπως επισημαίνει η Αυστριακή Κυβέρνηση, ο περιορισμός του κύκλου των δικαιούχων του επίμαχου καθεστώτος ενισχύσεων που θεσπίστηκε με τον BBG 2011 είναι απολύτως σύμφωνος με τον ορισμό της «ενεργειοβόρου επιχειρήσεως» που περιέχεται στο άρθρο 17, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2003/96. Πράγματι, η Αυστριακή Κυβέρνηση, περιορίζοντας τον κύκλο των δικαιούχων στις επιχειρήσεις των οποίων η κύρια δραστηριότητα συνίσταται στην παραγωγή ενσώματων αγαθών, απλώς εφάρμοσε ένα αυστηρότερο κριτήριο όσον αφορά τον σχετικό κλάδο δραστηριοτήτων, σύμφωνα με το γράμμα του άρθρου 17, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, το οποίο προβλέπει τη δυνατότητα αυτή για τα κράτη μέλη. Στο ίδιο πλαίσιο, επισημαίνω ότι το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι το άρθρο 17, παράγραφος 1, της οδηγίας 2003/96 δεν αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση η οποία προβλέπει φορολογικές μειώσεις για την κατανάλωση ηλεκτρικής ενέργειας υπέρ ενεργειοβόρων επιχειρήσεων μόνον του μεταποιητικού τομέα (26).

69.      Όσον αφορά το δεύτερο κριτήριο που προβλέπεται στο άρθρο 17, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2003/96, σχετικά με τα ελάχιστα επίπεδα φορολογίας, εκτιμώ, όπως εξηγεί και η Αυστριακή Κυβέρνηση, ότι το επίμαχο καθεστώς ενισχύσεων πληροί επίσης το κριτήριο αυτό.

70.      Πράγματι, όπως, κατ’ ουσίαν, προκύπτει από το άρθρο 2, παράγραφοι 1 και 2, του EAVG 2011, το ποσό επιστροφής φόρου, το οποίο αποτελεί την ενίσχυση, είναι ίσο προς τη διαφορά μεταξύ του συνολικού ποσού των καταβληθέντων φόρων και του μεγαλύτερου από τα ακόλουθα δύο ποσά, ήτοι: είτε του ποσού που αντιστοιχεί στο 0,5 % της καθαρής αξίας παραγωγής είτε αθροιστικά του ποσού των ελάχιστων επίπεδων φορολογίας που ισχύουν για τις συγκεκριμένες πηγές ενέργειας.

71.      Αυτός ο τρόπος υπολογισμού της ενισχύσεως εξασφαλίζει, αφενός, ότι μόνον οι επιχειρήσεις που θεωρούνται «ενεργειοβόρες επιχειρήσεις» κατά την έννοια του άρθρου 17, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2003/96 είναι δικαιούχοι της ενισχύσεως, και, αφετέρου, ότι με την χορηγούμενη στους δικαιούχους ενίσχυση εξακολουθούν να τηρούνται τα ελάχιστα απαιτούμενα επίπεδα φορολογίας που καθορίζονται στο παράρτημα I, πίνακας Γ, της οδηγίας αυτής.

72.      Το ζήτημα που ανακύπτει στη συνέχεια είναι εάν η προϋπόθεση που προβλέπεται στο άρθρο 44, παράγραφος 3, του κανονισμού 651/2014, πληρούται επίσης στη διαφορά της κύριας δίκης.

2)      Επί του άρθρου 44, παράγραφοι 1 έως 3, του κανονισμού 651/2014

73.      Κατωτέρω, θα διατυπώσω, κατ’ αρχάς, ορισμένα σύντομα σχόλια επί του άρθρου 44, παράγραφοι 1 και 2, για την ερμηνεία του οποίου, κατά την άποψή μου, δεν υπάρχουν σοβαρές αμφιβολίες, πριν ασχοληθώ με την ερμηνεία του άρθρου 44, παράγραφος 3.

1)      Επί της ερμηνείας του άρθρου 44, παράγραφος 1, του κανονισμού 651/2014

74.      Κατά το άρθρο 44 παράγραφος 1, του κανονισμού 651/2014, προκειμένου να απαλλάσσεται ένα καθεστώς ενισχύσεων από την υποχρέωση κοινοποιήσεως πρέπει να πληρούνται οι όροι του κεφαλαίου Ι του κανονισμού αυτού. Το άρθρο 5, παράγραφος 1, το οποίο περιλαμβάνεται στο κεφάλαιο Ι του εν λόγω κανονισμού, ορίζει ότι ο κανονισμός αυτός εφαρμόζεται μόνο στις διαφανείς ενισχύσεις. Ειδικότερα, όσον αφορά τις ενισχύσεις υπό μορφή φορολογικών πλεονεκτημάτων, το άρθρο 5, παράγραφος 2, στοιχείο δʹ, του ίδιου κανονισμού προβλέπει ότι οι ενισχύσεις αυτές θεωρούνται διαφανείς όταν το μέτρο προβλέπει ανώτατο όριο με το οποίο διασφαλίζεται ότι δεν γίνεται υπέρβαση του ισχύοντος ορίου.

75.      Η Dilly’s Wellnesshotel υποστηρίζει ότι το επίμαχο καθεστώς ενισχύσεων δεν πληροί την εν λόγω προϋπόθεση του άρθρου 5, παράγραφος 2, στοιχείο δʹ, του κανονισμού 651/2014, θεωρώντας ότι, εφόσον το επίμαχο καθεστώς ενισχύσεων δεν περιλαμβάνει ανώτατο όριο, το εν λόγω καθεστώς ενισχύσεων δεν είναι διαφανές κατά την έννοια του άρθρου 5, παράγραφος 2, στοιχείο δʹ, του κανονισμού αυτού.

76.      Όπως δέχεται το αιτούν δικαστήριο και όπως ισχυρίζονται η Αυστριακή Κυβέρνηση και η Επιτροπή, εκτιμώ ότι η επίκληση του άρθρου 5, παράγραφος 2, στοιχείο δʹ, δεν ασκεί επιρροή εν προκειμένω. Πράγματι, κατά τη διατύπωση του άρθρου αυτού, το συγκεκριμένο ανώτατο όριο θα ασκούσε επιρροή μόνο σε περίπτωση ισχύος ενός ορίου του οποίου η υπέρβαση θα συνεπαγόταν υποχρέωση κοινοποιήσεως. Όσον αφορά, όμως, τις ενισχύσεις υπό μορφή μειώσεων περιβαλλοντικών φόρων δυνάμει της οδηγίας 2003/96, επισημαίνω ότι δεν προβλέπεται τέτοιο όριο κοινοποιήσεως από τον κανονισμό 651/2014 (27).

2)      Επί της ερμηνείας του άρθρου 44, παράγραφος 2, του κανονισμού 651/2014

77.      Κατά το άρθρο 44, παράγραφος 2, του κανονισμού 651/2014, οι δικαιούχοι του επίμαχου καθεστώτος ενισχύσεων πρέπει να επιλέγονται βάσει διαφανών και αντικειμενικών κριτηρίων.

78.      Επί του ζητήματος αυτού, αντιλαμβάνομαι το επιχείρημα της Dilly’s Wellnesshotel υπό την έννοια ότι το επίμαχο καθεστώς ενισχύσεων δεν πληροί την προϋπόθεση αυτή, διότι κανένας λόγος δεν δικαιολογεί τη χορήγηση της μειώσεως της φορολογίας μόνο στις παραγωγικές επιχειρήσεις.

79.      Αρχικώς, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι το ζήτημα της επιλογής των δικαιούχων της ενισχύσεως επιχειρήσεων ρυθμίζεται κυρίως από το άρθρο 17, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2003/96. Όπως εξηγήθηκε στο σημείο 68 των παρουσών προτάσεων, ο περιορισμός του κύκλου των δικαιούχων του επίμαχου καθεστώτος ενισχύσεων είναι απολύτως σύμφωνος με τους όρους που προβλέπονται στο άρθρο αυτό.

80.      Περαιτέρω, κατά την άποψή μου, πρέπει να θεωρηθεί, κατ’ ορθή ερμηνεία των προϋποθέσεων διαφάνειας και αντικειμενικότητας που προβλέπονται στο άρθρο 44, παράγραφος 2, του κανονισμού 651/2014, ότι αυτές επιβάλλουν, αφενός, ο κύκλος των δικαιούχων, όπως αυτός καθορίζεται από τα κράτη μέλη σύμφωνα με το άρθρο 17 παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2003/96, να προσδιορίζεται κατά τρόπο σαφή στον εθνικό νόμο και, αφετέρου, ο κύκλος αυτός των δικαιούχων να καθορίζεται κατά τέτοιο τρόπο ώστε οι ενισχύσεις να χορηγούνται με τον ίδιο τρόπο σε όλους τους ανταγωνιστές που βρίσκονται στην ίδια πραγματική κατάσταση, σύμφωνα με την αιτιολογική σκέψη 64 του κανονισμού 651/2014.

81.      Εν προκειμένω, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι το επίμαχο καθεστώς ενισχύσεων είναι σύμφωνο προς τις εν λόγω απαιτήσεις, δεδομένου ότι, αφενός, οι δικαιούχοι του επίμαχου καθεστώτος ενισχύσεων προσδιορίζονται από το καθεστώς αυτό κατά τρόπο σαφή στο άρθρο 2, παράγραφος 1, του EAVG 2011 και, αφετέρου, διότι οι ενισχύσεις χορηγούνται με τον ίδιο τρόπο σε όλους τους ανταγωνιστές που βρίσκονται στην ίδια πραγματική κατάσταση, ήτοι στις επιχειρήσεις οι οποίες αποδεδειγμένως έχουν ως κύρια δραστηριότητα την παραγωγή ενσώματων αγαθών.

3)      Επί της ερμηνείας του άρθρου 44, παράγραφος 3, του κανονισμού 651/2014

82.      Κατά το άρθρο 44, παράγραφος 3, του κανονισμού 651/2014, τα καθεστώτα ενισχύσεων με τη μορφή φορολογικών μειώσεων πρέπει να βασίζονται στη μείωση του εφαρμοστέου συντελεστή περιβαλλοντικού φόρου ή στην καταβολή ενός σταθερού ποσού αντιστάθμισης ή σε συνδυασμό αυτών των μηχανισμών.

83.      Το αιτούν δικαστήριο διερωτάται, κατ’ ουσίαν, εάν το επίμαχο καθεστώς ενισχύσεων βασίζεται σε έναν από τους τρεις αυτούς μηχανισμούς, δεδομένου ότι η προβλεπόμενη από τον EAVG 2011 μείωση της φορολογίας προκύπτει με βάση έναν συγκεκριμένο τύπο υπολογισμού.

84.      Συναφώς, επιβάλλεται να προσδιορισθεί, αρχικώς, ποια είναι η ακριβής έννοια της προϋποθέσεως του άρθρου 44, παράγραφος 3, του κανονισμού 651/2014 και, εν συνεχεία, εάν το εν λόγω καθεστώς ενισχύσεων ικανοποιεί την προϋπόθεση αυτή.

85.      Όσον αφορά το πρώτο σημείο, επισημαίνω εκ προοιμίου ότι η προϋπόθεση αυτή, η οποία εισήχθη με τον κανονισμό 651/2014 και η οποία δεν περιλαμβανόταν στον παλαιό κανονισμό απαλλαγής κατά κατηγορία (28), δεν έχει, κατά την άποψή μου, ακόμη αποτελέσει αντικείμενο εκτιμήσεως από το Δικαστήριο.

86.      Στη συνέχεια, επισημαίνω ότι, όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 64 του κανονισμού 651/2014, όσον αφορά τις ενισχύσεις υπό μορφή φορολογικών ελαφρύνσεων δυνάμει της οδηγίας 2003/96, «για να μην αλλοιώνεται το μήνυμα σχετικά με τις τιμές που έχει ως στόχο να μεταδώσει στις επιχειρήσεις ο περιβαλλοντικός φόρος», τα κράτη μέλη πρέπει να έχουν την επιλογή να «σχεδιάζουν το καθεστώς φορολογικών μειώσεων με βάση έναν μηχανισμό εκταμίευσης σταθερού ετήσιου ποσού αντιστάθμισης (επιστροφή φόρου)».

87.      Με βάση το τελευταίο τμήμα της συγκεκριμένης αιτιολογικής σκέψης, που όντως περιέχει ορισμό της έννοιας «καταβολή σταθερού ετήσιου ποσού αντιστάθμισης», θεωρώ ότι, κατ’ ορθή ερμηνεία, το άρθρο 44, παράγραφος 3, απαιτεί το καθεστώς ενισχύσεων να βασίζεται είτε σε έναν μηχανισμό επιστροφής του φόρου που χορηγεί ένα σταθερό ετήσιο ποσό είτε σε έναν μηχανισμό μειώσεως των εφαρμοστέων φορολογικών συντελεστών, περίπτωση στην οποία η ενίσχυση δεν λαμβάνει τη μορφή επιστροφής, αλλά χορηγείται επί τη βάσει εφαρμογής μειωμένων συντελεστών, είτε σε έναν συνδυασμό των δύο. Όπως εξήγησα στο σημείο 66 και στην υποσημείωση 24 των παρουσών προτάσεων, οι δύο αυτές μέθοδοι προβλέπονται και στο άρθρο 6, στοιχεία βʹ και γʹ, της οδηγίας 2003/96, για τις φορολογικές μειώσεις.

88.      Εκτός από την απαίτηση αυτή, το άρθρο 44, παράγραφος 3, του κανονισμού 651/2014, δεν καθορίζει, κατά τη γνώμη μου, τους όρους εφαρμογής των μηχανισμών αυτών. Αντιθέτως, όπως εκτίθεται στα σημεία 63 έως 71 των παρουσών προτάσεων, το άρθρο 17, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2003/96 προβλέπει τέτοιες λεπτομέρειες για τις φορολογικές ελαφρύνσεις, εν προκειμένω δε οι όροι αυτοί πληρούνται.

89.      Θεωρώ εξάλλου την ερμηνεία αυτή του άρθρου 44, παράγραφος 3, του κανονισμού 651/2014 απολύτως σύμφωνη προς τον γενικό σκοπό του κανονισμού αριθ. 651/2014. Πράγματι, ένας εκ των σκοπών του εν λόγω κανονισμού είναι να ενισχυθεί η διαφάνεια, η παρακολούθηση και η ορθή αξιολόγηση των καθεστώτων ενισχύσεων πολύ μεγάλης κλίμακας, λαμβανομένων υπόψη των επιπτώσεών τους στον ανταγωνισμό στην εσωτερική αγορά (29).

90.      Συναφώς, θεωρώ, όπως και η Επιτροπή, ότι, κατ’ ορθή ερμηνεία του άρθρου 44, παράγραφος 3, του κανονισμού 651/2014, εάν τα καθεστώτα ενισχύσεων βασίζονται σε έναν από τους τρεις μηχανισμούς που προβλέπονται στο εν λόγω άρθρο, αυτό σημαίνει ότι το ποσό της ενισχύσεως χορηγείται κατά τρόπο διαφανή.

91.      Εν προκειμένω, όπως και η Επιτροπή και η Αυστριακή Κυβέρνηση, εκτιμώ ότι το επίμαχο καθεστώς ενισχύσεων πληροί την προϋπόθεση που προβλέπεται στο άρθρο 44, παράγραφος 3, του κανονισμού 651/2014.

92.      Η Επιτροπή θεωρεί ότι το επίμαχο καθεστώς ενισχύσεων βασίζεται σε «μείωση του εφαρμοστέου συντελεστή περιβαλλοντικού φόρου» κατά την έννοια του άρθρου 44, παράγραφος 3, προβάλλοντας τελολογική, ιδίως, ερμηνεία του άρθρου αυτού.

93.      Κατά τη γνώμη μου, το επίμαχο καθεστώς ενισχύσεων βασίζεται μάλλον στην «καταβολή ενός σταθερού ποσού αντιστάθμισης», δηλαδή σε έναν μηχανισμό επιστροφής του φόρου που προβλέπει τη χορήγηση ενός σταθερού ετήσιου ποσού. Ειδικότερα, το επίμαχο καθεστώς ενισχύσεων προβλέπει την επιστροφή του καταβληθέντος φόρου επί της ενέργειας κατόπιν αιτήσεως ανά ημερολογιακό έτος. Επί τη βάσει του καταβληθέντος φόρου, ο τύπος υπολογισμού του επίμαχου καθεστώτος ενισχύσεων οδηγεί σε χορήγηση μιας σταθερής επιστροφής, υπό την έννοια ότι, όπως υποστηρίζει η Αυστριακή Κυβέρνηση, ο υπολογισμός αυτός δεν αφήνει περιθώριο εκτιμήσεως στη φορολογική διοίκηση σχετικά με το επιστρεπτέο ποσό.

94.      Συνεπώς, πρέπει να απορριφθεί ο ισχυρισμός της Dilly’s Wellnesshotel κατά τον οποίο οι λεπτομέρειες εφαρμογής του επίμαχου καθεστώτος ενισχύσεων δεν πληρούν την προϋπόθεση που προβλέπεται στο άρθρο 44, παράγραφος 3, του κανονισμού 651/2014, ιδίως διότι το ποσό επιστροφής υπολογίζεται με βάση έναν συγκεκριμένο τύπο υπολογισμού, με βάση τον οποίο το επιστρεπτέο ποσό εξαρτάται από την κατανάλωση ενέργειας της οικείας επιχειρήσεως. Διαπιστώνεται ότι όλες οι υπό τη μορφή φορολογικών ελαφρύνσεων χορηγούμενες βάσει της οδηγίας 2003/96 ενισχύσεις υπολογίζονται, εκ της φύσεώς τους, με βάση την συγκεκριμένη κατανάλωση ενέργειας των ενδιαφερόμενων επιχειρήσεων (30).

95.      Κατά συνέπεια, θα προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στο τρίτο προδικαστικό ερώτημα, στοιχείο α, ότι το άρθρο 44, παράγραφος 3, του κανονισμού 651/2014, έχει την έννοια ότι καταλαμβάνει ένα καθεστώς ενισχύσεων, όπως το επίμαχο καθεστώς στην υπόθεση της κύριας δίκης, το οποίο βασίζεται σε μηχανισμό επιστροφής του περιβαλλοντικού φόρου και το οποίο καθορίζει ρητώς το ποσό των επιστρεφόμενων φόρων μέσω προβλεπόμενης εκ του νόμου μεθόδου υπολογισμού.

V.      Πρόταση

96.      Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στο τρίτο προδικαστικό ερώτημα του Verwaltungsgerichtshof (Ανωτάτου Διοικητικού Δικαστηρίου, Αυστρία) ως εξής:

1)      Το άρθρο 44, παράγραφος 3, του κανονισμού (ΕΕ) 651/2014 της Επιτροπής, της 17ης Ιουνίου 2014, για την κήρυξη ορισμένων κατηγοριών ενισχύσεων ως συμβατών με την εσωτερική αγορά κατ’ εφαρμογή των άρθρων 107 και 108 της Συνθήκης, έχει την έννοια ότι καταλαμβάνει καθεστώς ενισχύσεων το οποίο βασίζεται σε μηχανισμό επιστροφής του περιβαλλοντικού φόρου και το οποίο καθορίζει ρητώς, μέσω προβλεπόμενης εκ του νόμου μεθόδου υπολογισμού, το ποσό του επιστρεφόμενου φόρου, όπως το επίμαχο καθεστώς στην υπόθεση της κύριας δίκης.

2)      Το άρθρο 58, παράγραφος 1, του κανονισμού 651/2014 έχει την έννοια ότι ο κανονισμός αυτός συνεπάγεται απαλλαγή από την υποχρέωση κοινοποιήσεως των μεμονωμένων ενισχύσεων υπό μορφή μειώσεων περιβαλλοντικών φόρων δυνάμει της οδηγίας 2003/96/ΕΚ του Συμβουλίου, της 27ης Οκτωβρίου 2003, σχετικά με την αναδιάρθρωση του κοινοτικού πλαισίου φορολογίας των ενεργειακών προϊόντων και της ηλεκτρικής ενέργειας, οι οποίες χορηγήθηκαν πριν από την 1η Ιουλίου 2014, όπως αυτές που χορηγήθηκαν δυνάμει του επίμαχου καθεστώτος ενισχύσεων στην υπόθεση της κύριας δίκης, για την περίοδο μεταξύ των μηνών Φεβρουαρίου 2011 και 30ής Ιουνίου 2014, εφόσον οι ενισχύσεις αυτές πληρούν όλες τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στο άρθρο 44 του κανονισμού 651/2014.


1      Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γαλλική.


2       Κανονισμός της Επιτροπής, της 17ης Ιουνίου 2014, για την κήρυξη ορισμένων κατηγοριών ενισχύσεων ως συμβατών με την εσωτερική αγορά κατ’ εφαρμογή των άρθρων 107 και 108 της Συνθήκης (ΕΕ 2014, L 187, σ. 1). Ο κανονισμός αυτός κατήργησε τον κανονισμό (ΕΚ) 800/2008 της Επιτροπής, της 6ης Αυγούστου 2008, για την κήρυξη ορισμένων κατηγοριών ενισχύσεων ως συμβατών με την κοινή αγορά κατ’ εφαρμογή των άρθρων 87 και 88 της Συνθήκης (ΕΕ 2008, L 214, σ. 3).


3       Οδηγία του Συμβουλίου, της 27ης Οκτωβρίου 2003, σχετικά με την αναδιάρθρωση του κοινοτικού πλαισίου φορολογίας των ενεργειακών προϊόντων και της ηλεκτρικής ενέργειας (ΕΕ 2003, L 283, σ. 51).


4      Το αιτούν δικαστήριο εξηγεί ότι, αν και η έναρξη ισχύος του BBG 2011 είχε αρχικά προβλεφθεί για την 1η Ιανουαρίου 2011, εντούτοις διευκρινίστηκε στη συνέχεια, με απόφαση του Verwaltungsgerichtshof (Ανώτατου Διοικητικού Δικαστηρίου) και με τροποποιητικό διάταγμα της 29ης Αυγούστου 2013, ότι ο BBG 2011 ισχύει από 1ης Φεβρουαρίου 2011.


5       Dilly’s Wellnesshotel (C-493/14, EU:C:2016:577).


6       Απόφαση της Επιτροπής, σχετικά με μέτρο ενίσχυσης που εφάρμοσε η Αυστρία το οποίο αφορά την έκπτωση του φόρου κατανάλωσης φυσικού αερίου και ηλεκτρισμού το 2002 και το 2003 (ΕΕ 2005, L 190, σ. 13).


7       Βλ. απόφαση της 21ης Ιουλίου 2016, Dilly’s Wellnesshotel (C-493/14, EU:C:2016:577, σκέψη 39).


8       Βλ. άρθρο 4, παράγραφος 7, του EAVG 2011, το οποίο παρατίθεται στο σημείο 14 των παρουσών προτάσεων.


9       Απόφαση της 8ης Νοεμβρίου 2001 (C-143/99, EU:C:2001:598).


10       Απόφαση της 21ης Ιουλίου 2016 (C-493/14, EU:C:2016:577).


11       Απόφαση της 8ης Νοεμβρίου 2001 (C-143/99, EU:C:2001:598).


12       Βλ. σημείο 27 και υποσημείωση 6 των παρουσών προτάσεων.


13       Όσον αφορά την ως άνω επιστροφή, μολονότι μπορεί θεωρητικώς να χορηγηθεί σε όλες τις επιχειρήσεις, η Επιτροπή έκρινε ότι αυτή ωφελεί de facto τις επιχειρήσεις οι οποίες παρουσιάζουν υψηλή κατανάλωση ενέργειας σε σχέση με την καθαρή αξία παραγωγής τους (βλ. σημεία 45 έως 55 της εν λόγω αποφάσεως της Επιτροπής).


14       Βλ. σημείο 28 των παρουσών προτάσεων.


15       Απόφαση της 21ης Ιουλίου 2016 (C-493/14, EU:C:2016:577, σκέψεις 30 έως 52).


16       Βλ. σημείο 29 των παρουσών προτάσεων.


17       Βλ. σημείο 29 των παρουσών προτάσεων.


18       Επισημαίνω επίσης ότι το Bundesfinanzgericht (Ομοσπονδιακό Δικαστήριο Φορολογικών Διαφορών) έκρινε με τις δύο αποφάσεις που προαναφέρθηκαν στα σημεία 21 και 25 των παρουσών προτάσεων ότι, δεδομένου ότι το επίμαχο καθεστώς ενισχύσεων εφαρμόστηκε κατά παραβίαση του δικαίου της Ένωσης, πρέπει να θεωρηθεί ότι το εν λόγω καθεστώς ενισχύσεων ουδέποτε τέθηκε σε ισχύ και να επιδικαστεί στην Dilly’s Wellnesshotel η ζητηθείσα επιστροφή φόρου, δυνάμει του προϊσχύσαντος καθεστώτος ενισχύσεων.


19       Άρθρο 59 του κανονισμού 651/2014.


20      Το άρθρο 2, στοιχείο 14, ορίζει τη «μεμονωμένη ενίσχυση» κατά την έννοια του κανονισμού 651/2014 ως ενίσχυση ad hoc και ως ενίσχυση που χορηγείται σε μεμονωμένους δικαιούχους βάσει καθεστώτος ενισχύσεων.


21       Βλ. σημείο 66 των παρουσών προτάσεων.


22       Όσον αφορά το άρθρο 58, παράγραφος 3, του κανονισμού 651/2014, το οποίο επικαλείται η Dilly’s Wellnesshotel, επισημαίνω ότι η διάταξη αυτή προβλέπει απαλλαγή από την υποχρέωση κοινοποιήσεως για κάθε μεμονωμένη ενίσχυση χορηγηθείσα πριν από την 1η Ιανουαρίου 2015 δυνάμει του κανονισμού 800/2008, ήτοι του παλαιού γενικού κανονισμού απαλλαγής κατά κατηγορία. Η εν λόγω μεταβατική διάταξη απορρέει από το άρθρο 44, παράγραφος 3, του κανονισμού 800/2008, κατά το οποίο στο τέλος της περιόδου ισχύος του ως άνω κανονισμού, τα καθεστώτα ενισχύσεων που απαλλάσσονται βάσει αυτού θα διατηρήσουν την απαλλαγή τους για μεταβατική περίοδο έξι μηνών, ήτοι έως την 31η Δεκεμβρίου 2014. Επομένως, το άρθρο 58, παράγραφος 3, του κανονισμού 651/2014 προβλέπει για την περίοδο από 1ης Ιουλίου 2014 μέχρι 31 Δεκεμβρίου 2014 απαλλαγή για τις ενισχύσεις που χορηγούνται βάσει του κανονισμού 800/2008. Ακόμη και αν οι εν λόγω ενισχύσεις δεν απαλλάσσονται δυνάμει του κανονισμού 651/2014, ο οποίος εφαρμόζεται από την 1η Ιουλίου 2014, ωστόσο το άρθρο 58, παράγραφος 3, του εν λόγω κανονισμού τούς χορηγεί απαλλαγή έως την 31η Δεκεμβρίου 2014. Εν προκειμένω, δεδομένου ότι το Δικαστήριο έκρινε, στην απόφαση Dilly’s Wellnesshotel (C‑493/14, EU:C:2016:577), ότι το επίμαχο καθεστώς ενισχύσεων δεν απαλλάσσεται από την επιβαλλόμενη βάσει του κανονισμού 800/2008 υποχρέωση κοινοποιήσεως, συνάγεται ότι το άρθρο 58, παράγραφος 3, του κανονισμού 651/2014 δεν έχει σημασία εν προκειμένω.


23       Επισημαίνω ότι το άρθρο 17 παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, και το άρθρο 17, παράγραφος 3, της οδηγίας 2003/96 προβλέπουν επίσης τη δυνατότητα των κρατών μελών να θεσπίζουν φορολογικές μειώσεις και σε άλλες περιπτώσεις. Ωστόσο, οι περιπτώσεις αυτές δεν αφορούν την προκείμενη περίπτωση.


24       Το άρθρο αυτό ορίζει ότι τα κράτη μέλη μπορούν να παρέχουν τις μειώσεις του επιπέδου φορολογίας που προβλέπονται στην οδηγία αυτή με τη μορφή επιστροφής μέρους του φόρου που καταβλήθηκε. Επιπλέον, το άρθρο 6, στοιχείο βʹ, της οδηγίας προβλέπει ότι οι απαλλαγές μπορούν να παρέχονται με την εφαρμογή διαφοροποιημένου φορολογικού συντελεστή.


25       Στηρίζομαι στην παραδοχή ότι η «καθαρή αξία παραγωγής» που προβλέπεται στο άρθρο 1, παράγραφος 1, του EAVG 2011 πρέπει να νοείται ως η «προστιθέμενη αξία» κατά την έννοια του άρθρου 17, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2003/96.


26       Βλ. απόφαση της 18ης Ιανουαρίου 2017, IRCCS κατά Fondazione Santa Lucia (C-189/15, EU:C:2017:17, σκέψεις 45 έως 52)


27       Αντιθέτως, το άρθρο 4 του εν λόγω κανονισμού καθορίζει όρια κοινοποιήσεως για διάφορα άλλα είδη ενισχύσεων, επί των οποίων το άρθρο 5, παράγραφος 2, στοιχείο δʹ, θα έχει εφαρμογή αν υποτεθεί ότι οι ενισχύσεις αυτές χορηγούνται υπό μορφή φορολογικών πλεονεκτημάτων. Όσον αφορά το επίμαχο καθεστώς ενισχύσεων, επισημαίνω ότι το ποσό της χορηγουμένης ενισχύσεως δυνάμει του εν λόγω καθεστώτος ενισχύσεων εξαρτάται από την κατανάλωση ενέργειας της οικείας επιχειρήσεως και, ως εκ τούτου, ο κανονισμός 651/2014 δεν οριοθετεί το ποσό αυτό.


28       Οι ενισχύσεις υπό μορφή μειώσεως περιβαλλοντικών φόρων ρυθμίζονταν με το άρθρο 25 του κανονισμού 800/2008. Κατά το άρθρο αυτό, τα καθεστώτα ενισχύσεων που πληρούν τις προϋποθέσεις της οδηγίας 2003/96 απαλλάσσονται από την υποχρέωση κοινοποιήσεως, υπό την προϋπόθεση ότι οι δικαιούχοι καταβάλλουν τουλάχιστον το κοινοτικό ελάχιστο επίπεδο φόρου που θεσπίζεται με την οδηγία 2003/96 και ότι οι φορολογικές μειώσεις χορηγούνται για δεκαετείς το πολύ περιόδους.


29       Βλ., ιδίως, αιτιολογικές σκέψεις 3 έως 5 του κανονισμού 651/2014.


30       Βλ., επίσης, υποσημείωση 27 των παρουσών προτάσεων.