Language of document : ECLI:EU:T:2008:519

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ (πέμπτο τμήμα)

της 20ής Νοεμβρίου 2008 (*)

«Γλωσσικό καθεστώς – Λεπτομέρειες εφαρμογής στον τομέα των προσλήψεων στην υπηρεσία της Ευρωπαϊκής Ενώσεως − Προσφυγή ακυρώσεως που στηρίζεται στο άρθρο 230 ΕΚ – Προσφυγή ασκούμενη από κράτος μέλος, αφενός, κατά αποφάσεως της Επιτροπής να δημοσιεύει τις ανακοινώσεις κενής θέσεως για θέσεις ανωτέρων στελεχών στα αγγλικά, στα γαλλικά και στα γερμανικά και, αφετέρου, κατά ανακοινώσεως κενής θέσεως της Επιτροπής δημοσιευθείσας στις εν λόγω τρεις γλώσσες, προς πλήρωση της θέσεως του γενικού διευθυντή της OLAF – Παραδεκτό – Προθεσμία ασκήσεως προσφυγής − Πράξεις δεκτικές προσφυγής − Αιτιολογία – Άρθρα 12 ΕΚ, 230 ΕΚ και 290 ΕΚ – Κανονισμός 1 – Άρθρα 1δ και 27 του ΚΥΚ – Αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων»

Στην υπόθεση T-185/05,

Ιταλική Δημοκρατία, εκπροσωπούμενη από τους I. Braguglia και M. Fiorilli, avvocati dello Stato,

προσφεύγουσα,

υποστηριζόμενη από το

Βασίλειο της Ισπανίας, εκπροσωπούμενο από τον F. Díez Moreno, abogado del Estado,

και από τη

Δημοκρατία της Λεττονίας, εκπροσωπούμενη αρχικώς από την E. Balode-Buraka και, στη συνέχεια, από την L. Ostrovska,

παρεμβαίνουσες,

κατά

Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπουμένης από τους L. Cimaglia και P. Aalto,

καθής,

με αντικείμενο αίτημα ακυρώσεως, αφενός, της αποφάσεως που έλαβε η Επιτροπή κατά τη 1678η συνεδρίασή της, της 10ης Νοεμβρίου 2004, κατά την οποία οι δημοσιεύσεις προς το κοινό στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ενώσεως των ανακοινώσεων κενής θέσεως για θέσεις ανωτέρων στελεχών θα πραγματοποιούνται στα αγγλικά, στα γαλλικά και στα γερμανικά, κατά τη διάρκεια περιόδου λήγουσας, καταρχήν, την 1η Ιανουαρίου 2007 και, αφετέρου, της ανακοινώσεως κενής θέσεως COM/2005/335 για τη θέση γενικού διευθυντή (βαθμού A* 15/ A* 16) της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Καταπολεμήσεως της Απάτης (OLAF), που δημοσίευσε η Επιτροπή στις 9 Φεβρουαρίου 2005 (ΕΕ C 34 A, σ. 3),

ΤΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ (πέμπτο τμήμα),

συγκείμενο από τους Μ. Βηλαρά (εισηγητή), πρόεδρο, M. Prek και V. Ciucă, δικαστές,

γραμματέας: J. Palacio González, κύριος υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 3ης Ιουλίου 2008,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Το νομικό πλαίσιο

1        Tα άρθρα 12 ΕΚ, 230 ΕΚ, 236 ΕΚ, 290 ΕΚ και 314 ΕΚ, όπως ισχύουν στην υπό κρίση υπόθεση, ορίζουν τα ακόλουθα:

«Άρθρο 12

Εντός του πεδίου εφαρμογής της παρούσας Συνθήκης και με την επιφύλαξη των ειδικών διατάξεών της, απαγορεύεται κάθε διάκριση λόγω ιθαγενείας.

Το Συμβούλιο αποφασίζοντας με τη διαδικασία του άρθρου 251, δύναται να λαμβάνει μέτρα για την απαγόρευση των διακρίσεων αυτών.

[…]

Άρθρο 230

Το Δικαστήριο ελέγχει τη νομιμότητα των πράξεων που εκδίδονται από κοινού από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο, από το Συμβούλιο, την Επιτροπή και την ΕΚΤ, εκτός των συστάσεων και γνωμών, και των πράξεων του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου που παράγουν νομικά αποτελέσματα έναντι τρίτων.

Για τον σκοπό αυτό, το Δικαστήριο είναι αρμόδιο να αποφαίνεται επί προσφυγών που ασκούνται από κράτος μέλος, το Συμβούλιο ή την Επιτροπή, λόγω αναρμοδιότητος, παραβάσεως ουσιώδους τύπου, παραβάσεως της παρούσας Συνθήκης ή οποιουδήποτε κανόνα δικαίου σχετικού με την εφαρμογή της ή λόγω καταχρήσεως εξουσίας.

Υπό τις αυτές προϋποθέσεις, το Δικαστήριο είναι αρμόδιο να αποφαίνεται επί προσφυγών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Ελεγκτικού Συνεδρίου και της ΕΚΤ, οι οποίες αποβλέπουν στη διατήρηση των προνομίων τους.

Κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο δύναται με τις ίδιες προϋποθέσεις να ασκεί προσφυγή κατά των αποφάσεων που απευθύνονται σ’ αυτό, καθώς και κατά αποφάσεων που, αν και εκδίδονται ως κανονισμοί ή αποφάσεις που απευθύνονται σε άλλο πρόσωπο, το αφορούν άμεσα και ατομικά.

Οι προσφυγές που προβλέπονται στο παρόν άρθρο ασκούνται εντός δύο μηνών, υπολογιζομένων, κατά περίπτωση, από τη δημοσίευση της πράξεως, την κοινοποίησή της στον προσφεύγοντα ή, ελλείψει δημοσιεύσεως ή κοινοποιήσεως, από την ημέρα κατά την οποία ο προσφεύγων έλαβε γνώμη της πράξεως.

[…]

Άρθρο 236

Το Δικαστήριο είναι αρμόδιο επί οποιασδήποτε διαφοράς μεταξύ της Κοινότητας και των υπαλλήλων της, εντός των ορίων και σύμφωνα με τις προϋποθέσεις που ορίζει ο κανονισμός περί της υπηρεσιακής τους καταστάσεως ή οι οποίες προκύπτουν από το καθεστώς που τους διέπει.

[…]

Άρθρο 290

Το γλωσσικό καθεστώς των οργάνων της Κοινότητας ορίζεται από το Συμβούλιο ομοφώνως, με την επιφύλαξη του κανονισμού διαδικασίας του Δικαστηρίου.

[…]

Άρθρο 314

Η παρούσα Συνθήκη συντάσσεται σε ένα μόνον αντίτυπο στη γαλλική, γερμανική, ιταλική και ολλανδική γλώσσα και τα τέσσερα κείμενα είναι εξίσου αυθεντικά. Η Συνθήκη θα κατατεθεί στο αρχείο της κυβερνήσεως της Ιταλικής Δημοκρατίας η οποία θα διαβιβάσει κεκυρωμένο αντίγραφο στην κυβέρνηση καθενός από τα λοιπά υπογράφοντα κράτη.

Δυνάμει των συνθηκών προσχώρησης, τα κείμενα της παρούσας Συνθήκης στην αγγλική, δανική, ελληνική, εσθονική, ιρλανδική, ισπανική, λεττονική, λιθουανική, μαλτέζικη, ουγγρική, πολωνική, πορτογαλική, σλοβακική, σλοβενική, σουηδική, τσεχική και φινλανδική γλώσσα είναι εξίσου αυθεντικά.»

2        Tα άρθρα 1 έως 6 του κανονισμού 1 του Συμβουλίου, της 15ης Απριλίου 1958, περί καθορισμού του γλωσσικού καθεστώτος της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας (ΕΕ ειδ. έκδ. 01/001, σ. 14), όπως ισχύει στην υπό κρίση υπόθεση, ορίζουν τα εξής:

«Άρθρο 1

Οι επίσημες γλώσσες και οι γλώσσες εργασίας των οργάνων της Ένωσης είναι η αγγλική, η γαλλική, η γερμανική, η δανική, η ελληνική, η εσθονική, η ιρλανδική, η ισπανική, η ιταλική, η λεττονική, η λιθουανική, η μαλτέζικη, η ολλανδική, η ουγγρική, η πολωνική, η πορτογαλική, η σλοβακική, η σλοβενική, η σουηδική, η τσεχική και η φινλανδική.

Άρθρο 2

Τα έγγραφα τα οποία απευθύνονται προς τα όργανα της Κοινότητος από κράτος μέλος ή πρόσωπο που υπάγεται στην δικαιοδοσία κράτους μέλους, συντάσσονται στη γλώσσα του κράτους αυτού.

Άρθρο 3

Τα έγγραφα τα οποία απευθύνονται από τα όργανα της Κοινότητος προς κράτος μέλος ή πρόσωπο, το οποίο υπάγεται στη δικαιοδοσία ενός κράτους, μέλους, συντάσσονται [κατ’ εκλογήν του αποστολέα] στη γλώσσα του κράτους αυτού. [Η απάντηση συντάσσεται στην ίδια γλώσσα.]

Άρθρο 4

Οι κανονισμοί και τα άλλα έγγραφα γενικής εφαρμογής συντάσσονται στις επίσημες γλώσσες.

Άρθρο 5

Η Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης δημοσιεύεται στις επίσημες γλώσσες.

Άρθρο 6

Τα όργανα της Κοινότητος δύνανται να καθορίζουν τις λεπτομέρειες εφαρμογής αυτού του γλωσσικού καθεστώτος στους κανονισμούς τους.»

3        Το άρθρο 1δ, παράγραφοι 1 και 6, το άρθρο 27, το άρθρο 28 και το άρθρο 29, παράγραφος 2, του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, όπως ισχύει στην υπό κρίση υπόθεση (στο εξής: ΚΥΚ), ορίζουν τα εξής:

«Άρθρο 1δ

1. Κατά την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, απαγορεύεται οποιαδήποτε διάκριση ιδίως λόγω φύλου, φυλής, χρώματος, εθνοτικής καταγωγής ή κοινωνικής προέλευσης, γενετικών χαρακτηριστικών, γλώσσας, θρησκείας ή πεποιθήσεων, πολιτικών φρονημάτων ή κάθε άλλης γνώμης, ιδιότητας μέλους εθνικής μειονότητας, περιουσίας, γέννησης, ηλικίας, αναπηρίας ή γενετήσιου προσανατολισμού […].

6. Τηρουμένης της αρχής περί μη διακρίσεων και της αρχής της αναλογικότητας, κάθε περιορισμός στην εφαρμογή των αρχών αυτών πρέπει να είναι εύλογα και αντικειμενικά δικαιολογημένος και πρέπει να ανταποκρίνεται σε θεμιτούς στόχους γενικού συμφέροντος στο πλαίσιο της πολιτικής προσωπικού. Οι στόχοι αυτοί μπορεί ιδίως να δικαιολογούν τον καθορισμό ηλικίας υποχρεωτικής συνταξιοδότησης και ελάχιστης ηλικίας για τη λήψη σύνταξης αρχαιότητας.

[…]

Άρθρο 27

Η πρόσληψη πρέπει να εξασφαλίζει στο όργανο τη συνεργασία υπαλλήλων που κατέχουν τα πιο υψηλά προσόντα ικανότητας, αποδόσεως και ακεραιότητας και επιλέγονται με την ευρύτερη δυνατή γεωγραφική βάση μεταξύ των υπηκόων των κρατών μελών των Κοινοτήτων.

Καμία θέση δεν προορίζεται αποκλειστικά για τους υπηκόους ορισμένου κράτους μέλους.

Άρθρο 28

Κανείς δεν δύναται να διορισθεί υπάλληλος:

[… ]

στ)      αν δεν αποδεικνύει, ότι διαθέτει σε βάθος γνώση μιας από τις γλώσσες των Κοινοτήτων και ικανοποιητική γνώση άλλης γλώσσας των Κοινοτήτων, στο μέτρο που είναι αναγκαίο για τα καθήκοντα που καλείται να ασκήσει.

Άρθρο 29

[…]

2. Για την πρόσληψη του ανώτερου στελεχικού δυναμικού (γενικοί διευθυντές και ισότιμοί τους των βαθμών AD 16 ή AD 15 και διευθυντές και ισότιμοί τους των βαθμών AD 15 ή AD 14), καθώς και, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, για θέσεις που απαιτούν ειδικά προσόντα, η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή δύναται να υιοθετεί διαδικασία προσλήψεως διάφορη από τη διαδικασία διαγωνισμού.»

4        Το άρθρο 18 του εσωτερικού κανονισμού της Επιτροπής [C (2000) 3614, ΕΕ 2000, L 308, σ. 26] ορίζει τα ακόλουθα:

«Άρθρο 18

Οι πράξεις που εκδίδονται σε συνεδρίαση προσαρτώνται άρρηκτα, στη γλώσσα ή στις γλώσσες που είναι αυθεντικές, σε ανακεφαλαιωτικό σημείωμα που καταρτίζεται κατά το τέλος της συνεδρίασης της Επιτροπής κατά τη διάρκεια της οποίας εγκρίθηκαν. Οι πράξεις αυτές καθίστανται γνήσιες με την υπογραφή του Προέδρου και του Γενικού Γραμματέα που τίθενται στην τελευταία σελίδα του ανακεφαλαιωτικού σημειώματος.

Οι πράξεις που εκδίδονται με τη γραπτή διαδικασία προσαρτώνται άρρηκτα, στη γλώσσα ή στις γλώσσες που είναι αυθεντικές, στο ημερήσιο σημείωμα που αναφέρεται στο άρθρο 12. Οι πράξεις αυτές καθίστανται γνήσιες με την υπογραφή του Γενικού Γραμματέα που τίθεται στην τελευταία σελίδα του εν λόγω ημερήσιου σημειώματος.

Οι πράξεις που εκδίδονται με τη διαδικασία εξουσιοδότησης προσαρτώνται άρρηκτα, στη γλώσσα ή στις γλώσσες που είναι αυθεντικές, στο ημερήσιο σημείωμα που αναφέρεται στο άρθρο 15. Οι πράξεις αυτές καθίστανται γνήσιες με την υπογραφή του Γενικού Γραμματέα που τίθεται στην τελευταία σελίδα του εν λόγω ημερήσιου σημειώματος.

Οι πράξεις που εκδίδονται με τη διαδικασία μεταβίβασης αρμοδιοτήτων ή με υπεξουσιοδότηση σύμφωνα με το άρθρο 13, τρίτο εδάφιο, προσαρτώνται άρρηκτα, στη γλώσσα ή στις γλώσσες που είναι αυθεντικές, στο ημερήσιο σημείωμα που αναφέρεται στο άρθρο 15. Οι πράξεις αυτές καθίστανται γνήσιες με βεβαίωση που υπογράφεται από το γενικό διευθυντή ή τον προϊστάμενο υπηρεσίας.

Κατά την έννοια του παρόντος κανονισμού, ως πράξεις νοούνται οι πράξεις που προβλέπονται στο άρθρο 14 της Συνθήκης ΕΚΑΧ, στο άρθρο 249 της Συνθήκης ΕΚ και στο άρθρο 161 της Συνθήκης Ευρατόμ.

Κατά την έννοια του παρόντος κανονισμού, ως αυθεντικές γλώσσες νοούνται όλες οι επίσημες γλώσσες των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων εφόσον πρόκειται για πράξεις γενικής ισχύος και, για τις υπόλοιπες πράξεις, οι γλώσσες των αποδεκτών τους.»

 Ιστορικό της διαφοράς

5        Κατά τη 1678η συνεδρίασή της, της 10ης Νοεμβρίου 2004, η Επιτροπή εξέδωσε μια απόφαση (στο εξής: Απόφαση), το περιεχόμενο της οποίας, όπως προκύπτει από το έγγραφο που συνάπτει η Ιταλική Δημοκρατία στο δικόγραφο της προσφυγής της, είναι το ακόλουθο:

«Η Επιτροπή αποφάσισε ότι οι δημοσιεύσεις προς το κοινό στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης των ανακοινώσεων κενής θέσεως για θέσεις ανωτέρων στελεχών θα πραγματοποιούνται πλέον στα αγγλικά, στα γαλλικά και στα γερμανικά, κατά τη διάρκεια μιας περιόδου που λήγει καταρχήν την 1η Ιανουαρίου 2007. H απόφαση αυτή λαμβάνεται λόγω των δυνατοτήτων της Γενικής Διευθύνσεως Μεταφράσεως να πραγματοποιεί τις σχετικές μεταφράσεις, λαμβάνει υπόψη τους διαδικαστικούς κανόνες στον τομέα των προσλήψεων σε θέσεις ανωτέρων στελεχών [SEC(2004) 252] και εντάσσεται στο πλαίσιο της εφαρμογής της ανακοινώσεως της Επιτροπής της 26ης Μαΐου 2004 με τίτλο “Μετάφραση: Εξισορρόπηση της προσφοράς και της ζητήσεως” [SEC(2004) 638/6].»

6        Το έγγραφο SEC (2004) 252, της 27ης Φεβρουαρίου 2004, με τίτλο «Οι προσλήψεις senior management [ανωτέρων στελεχών] από τα νέα κράτη μέλη. Ανακοίνωση του Ν. Kinnock σε συμφωνία με τον Πρόεδρο», που εγγράφηκε στην ημερησία διάταξη της 1648ης συνεδριάσεως της Επιτροπής, της 3ης Μαρτίου 2004, εγκρίνει τους διαδικαστικούς κανόνες στον τομέα των προσλήψεων υψηλοβάθμων στελεχών της Επιτροπής από τα δέκα κράτη μέλη που προσχώρησαν στην Ευρωπαϊκή Ένωση την 1η Μαΐου 2004. Μεταξύ των κανόνων αυτών περιλαμβάνεται και αυτός που παρατίθεται στο σημείο 5, δεύτερο εδάφιο, τελευταία περίοδος, του εγγράφου αυτού, κατά τον οποίο:

«Οι διαδικασίες προσλήψεως προσωπικού θα διεξάγονται στα αγγλικά, στα γαλλικά και στα γερμανικά.»

7        Το έγγραφο SEC (2004) 638/6, της 26ης Μαΐου 2004, με τίτλο «Μετάφραση: Εξισορρόπηση της προσφοράς και της ζητήσεως. Ανακοίνωση του Ν. Kinnock σε συμφωνία με τον Πρόεδρο», που εγγράφηκε στην ημερησία διάταξη της 1659ης συνεδριάσεως της Επιτροπής, της 26ης Μαΐου 2004, παραθέτει προβλέψεις σχετικά με την εξέλιξη των δυνατοτήτων μεταφράσεως και με τη ζήτηση μεταφράσεων εντός της Επιτροπής μετά τη διεύρυνση 2004, εκθέτει τα όρια που συνεπάγονται, σε σχέση με τους διαθέσιμους πόρους, τα ήδη ληφθέντα μέτρα που στηρίζονται στην προσφορά μεταφραστικών εργασιών και ορίζει ένα πρόγραμμα δράσεως περιλαμβάνον μέτρα που προορίζονται να εξασφαλίσουν τον περιορισμό και τη διαχείριση της ζητήσεως μεταφράσεων κατά τη διάρκεια μιας μεταβατικής περιόδου που θα διαρκέσει μέχρι το τέλος του 2006. Σύμφωνα με τα μέτρα αυτά, όπως περιγράφονται στο σημείο 4 του ίδιου εγγράφου, με τίτλο «Σχέδιο δράσεως» (Action Plan), ορισμένα έγγραφα της Επιτροπής δεν θα μεταφράζονται, κατά τη διάρκεια της μεταβατικής περιόδου, παρά μόνο σε ορισμένες επίσημες γλώσσες, ενώ άλλα έγγραφα, χαρακτηριζόμενα ως «μη κύρια» (non-core documents), δεν θα μεταφράζονται καθόλου (βλ. σημείο 4.2, τελευταία περίπτωση, του εγγράφου). Το έγγραφο αυτό δεν κάνει ειδικά μνεία ούτε για τις ανακοινώσεις κενής θέσεως ούτε για άλλα έγγραφα σχετικά με τις διαδικασίες προσλήψεως προσωπικού.

8        Στις 9 Φεβρουαρίου 2005 η Επιτροπή δημοσίευσε, μόνο στα αγγλικά, στα γαλλικά και στα γερμανικά, την ανακοίνωση κενής θέσεως COM/2005/335 (ΕΕ C 34 A, σ. 3, στο εξής: ανακοίνωση κενής θέσεως), προς πλήρωση της θέσεως, βαθμού A*15/16, του γενικού διευθυντή της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Καταπολεμήσεως της Απάτης (OLAF). Στο σημείο «Προσόντα που απαιτούνται για τη θέση», η ανακοίνωση κενής θέσεως ανέφερε, ιδίως, ότι «κάθε υποψήφιος πρέπει να γνωρίζει άριστα μία από τις επίσημες γλώσσες της Ευρωπαϊκής Ενώσεως και να έχει ικανοποιητική γνώση μιας άλλης από τις γλώσσες αυτές». Στο σημείο «Διαδικασία υποβολής υποψηφιότητας», η ανακοίνωση κενής θέσεως προέβλεπε, μεταξύ άλλων, ότι:

«Οι υποψήφιοι πρέπει να επισυνάψουν στην ηλεκτρονικώς υποβαλλόμενη αίτηση υποψηφιότητας βιογραφικό σημείωμα […] και να συντάξουν ένα έγγραφο εκθέτον τα κίνητρά τους […]. Το βιογραφικό σημείωμα και το ως άνω έγγραφο πρέπει να συνταχθούν στα αγγλικά, στα γαλλικά ή στα γερμανικά.»

9        Επιπλέον, μεταξύ 15ης και 23ης Φεβρουαρίου 2005, η Επιτροπή δημοσίευσε στις κυριότερες εφημερίδες όλων των κρατών μελών, μεταξύ των οποίων οι ιταλικές εφημερίδες La Repubblica, της 17ης Φεβρουαρίου 2005, και Corriere della Sera, της 18ης Φεβρουαρίου 2005, καθώς και σε ορισμένες εφημερίδες ή περιοδικά διεθνούς κυκλοφορίας, σύντομες αγγελίες, συντεταγμένες στη γλώσσα της κάθε εφημερίδας, με τις οποίες ενημέρωνε τους ενδιαφερομένους περί της δημοσιεύσεως της ανακοινώσεως κενής θέσεως, στην οποία παρέπεμπε για περισσότερες λεπτομέρειες.

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

10      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 3 Μαΐου 2005 η Ιταλική Δημοκρατία άσκησε την υπό κρίση προσφυγή.

11      Με δικόγραφα που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου, αντιστοίχως, στις 28 Ιουλίου και τις 3 Αυγούστου 2005, το Βασίλειο της Ισπανίας και η Δημοκρατία της Λεττονίας ζήτησαν να παρέμβουν υπέρ της Ιταλικής Δημοκρατίας. Με διάταξη της 29ης Σεπτεμβρίου 2005 ο πρόεδρος του πέμπτου τμήματος του Πρωτοδικείου δέχθηκε τις αιτήσεις παρεμβάσεως. Το Βασίλειο της Ισπανίας και η Δημοκρατία της Λεττονίας κατέθεσαν υπομνήματα παρεμβάσεως στις 17 Νοεμβρίου 2005.

12      Κατόπιν εκθέσεως του εισηγητή δικαστή, το Πρωτοδικείο (πέμπτο τμήμα) αποφάσισε να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία και, στο πλαίσιο των μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας που προβλέπει το άρθρο 64 του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου, κάλεσε την Ιταλική Δημοκρατία να απαντήσει εγγράφως σε μια ερώτηση. Η Ιταλική Δημοκρατία συμμορφώθηκε προς το αίτημα αυτό.

13      Οι διάδικοι αγόρευσαν και απάντησαν στις ερωτήσεις του Πρωτοδικείου κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 3ης Ιουλίου 2008.

14      Κατά τη διάρκεια της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως η Επιτροπή προσκόμισε αντίγραφο των πρακτικών της 1678ης συνεδριάσεώς της, της 10ης Νοεμβρίου 2004, που περιλαμβάνει, στο σημείο 8.1, την Απόφαση, με το ακόλουθο περιεχόμενο:

«[Η] Επιτροπή αποφασίζει ότι οι δημοσιεύσεις προς το κοινό στην Επίσημη Εφημερίδα των ανακοινώσεων κενής θέσεως για θέσεις ανωτέρων στελεχών θα πραγματοποιούνται πλέον, στα αγγλικά, στα γαλλικά και στα γερμανικά, όπως εκτίθεται στο έγγραφο PERS (2004) 203. H απόφαση αυτή, που αρχίζει να ισχύει αμέσως, εφαρμόζεται μόνο για ένα χρονικό διάστημα που λήγει στις 31 Δεκεμβρίου 2006.»

15      Η Επιτροπή προσκόμισε επίσης, κατά τη διάρκεια της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως, αντίγραφο του εγγράφου PERS (2004) 203 της Επιτροπής, της 5ης Νοεμβρίου 2004, περί του οποίου γινόταν λόγος στα ανωτέρω πρακτικά. Το σημείο 2 του εγγράφου αυτού περιλαμβάνει την πρόταση της Επιτροπής, που έχει ως εξής:

«[λ]αμβάνοντας υπόψη:

–        την ανακοίνωση της Επιτροπής της 26ης Μαΐου 2004 με τίτλο “Εξισορρόπηση της προσφοράς και της ζητήσεως” [SEC (2004) 638/6], η οποία προβλέπει μέτρα με σκοπό την καλύτερη οργάνωση των μεταφραστικών δυνατοτήτων και τον περιορισμό του συνολικού όγκου της σχετικής ζητήσεως κατά τη διάρκεια μιας μεταβατικής περιόδου μέχρι την 1η Ιανουαρίου 2007·

–        τη δυσχέρεια που εξέφρασε η [Γενική Διεύθυνση Μεταφράσεως] προς μετάφραση των κειμένων εντός των ζητούμενων από τις υπηρεσίες προθεσμιών στις γλώσσες των νέων χωρών της Ενώσεως·

–        τον υφιστάμενο φόρτο εργασίας της [Γενικής Διευθύνσεως Μεταφράσεως] που έχει ως αποτέλεσμα ότι για τις ζητούμενες μεταφράσεις απαιτείται χρόνος ασυμβίβαστος προς την επιθυμία των διαφόρων υπηρεσιών να προσλάβουν το αντίστοιχο προσωπικό το συντομότερο δυνατόν·

–        το γεγονός ότι η απόφαση της Επιτροπής της 3ης Μαρτίου 2004 [SEC (2004) 252] σχετικά με τις “προσλήψεις senior management από τα νέα κράτη μέλη” ορίζει ειδικότερα ότι οι διαδικασίες προσλήψεως διεξάγονται υποχρεωτικά στα αγγλικά, τα γαλλικά ή τα γερμανικά,

προτείνεται στην Επιτροπή, σε συμφωνία με τον Πρόεδρο, να αποφασίσει ότι οι δημοσιεύσεις προς το κοινό στην ΕΕ των ανακοινώσεων κενής θέσεως για θέσεις ανωτέρων στελεχών θα πραγματοποιούνται πλέον στα αγγλικά, τα γαλλικά και στα γερμανικά.»

16      Το Πρωτοδικείο αποφάσισε να προσθέσει τα έγγραφα αυτά στη δικογραφία της υποθέσεως και κάλεσε τους διαδίκους να υποβάλουν τις ενδεχόμενες παρατηρήσεις τους επ’ αυτών. Όλοι οι διάδικοι δήλωσαν ότι, μολονότι η φρασεολογία που χρησιμοποιείται στα δύο έγγραφα που προσκόμισε η Επιτροπή είναι ελαφρώς διαφορετική από εκείνη του εγγράφου που συνάπτει η Ιταλική Δημοκρατία στο δικόγραφο της προσφυγής της, το περιεχόμενο της Αποφάσεως, όπως προκύπτει τόσο από τα έγγραφα που προσκόμισε η Επιτροπή όσο και από τα συναπτόμενα στο δικόγραφο της προσφυγής, είναι ακριβώς το ίδιο. Το Πρωτοδικείο σημείωσε τις δηλώσεις αυτές στα πρακτικά της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως. Επιπλέον, κανένας από τους διαδίκους δεν διατύπωσε άλλες παρατηρήσεις σχετικές με τα έγγραφα που προσκόμισε η Επιτροπή.

17      Η Ιταλική Δημοκρατία, υποστηριζόμενη από το Βασίλειο της Ισπανίας και τη Δημοκρατία της Λεττονίας, ζητεί από το Πρωτοδικείο να ακυρώσει την Απόφαση και την ανακοίνωση κενής θέσεως.

18      Η Επιτροπή ζητεί από το Πρωτοδικείο:

–        να απορρίψει την προσφυγή ως απαράδεκτη ή, επικουρικώς, ως αβάσιμη·

–        να καταδικάσει την Ιταλική Δημοκρατία στα δικαστικά έξοδα.

 Σκεπτικό

 Επί του παραδεκτού

19      Χωρίς να προβάλλει ένσταση απαραδέκτου με χωριστό δικόγραφο, βάσει του άρθρου 114, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου, η Επιτροπή εκφράζει αμφιβολίες όσον αφορά το παραδεκτό της προσφυγής. Οι αμφιβολίες αυτές αφορούν, πρώτον, το δικαίωμα των κρατών μελών να ασκούν προσφυγή, βάσει του άρθρου 230 ΕΚ, κατά ανακοινώσεως κενής θέσεως για την πρόσληψη προσωπικού των κοινοτικών οργάνων, δεύτερον, τον χαρακτηρισμό της Αποφάσεως ως πράξεως δεκτικής προσφυγής, υπό την έννοια του άρθρου 230, πρώτο εδάφιο, ΕΚ, τρίτον, τον χαρακτηρισμό της ανακοινώσεως κενής θέσεως ως πράξεως δεκτικής προσφυγής, με την αιτιολογία ότι αυτή αποτελεί πράξη εκτελέσεως ή εφαρμογής της Αποφάσεως, αν η απόφαση αυτή θεωρηθεί ως πράξη δεκτική προσφυγής και, τέταρτον, την τήρηση των προθεσμιών ασκήσεως προσφυγής που προβλέπει το άρθρο 230, πέμπτο εδάφιο, ΕΚ, καθόσον αφορά την ακύρωση της Αποφάσεως.

 Επί του δικαιώματος των κρατών μελών να ασκούν προσφυγή, βάσει του άρθρου 230 ΕΚ, κατά πράξεων των κοινοτικών οργάνων που αφορούν τις σχέσεις τους με τους υπαλλήλους τους

–       Επιχειρήματα των διαδίκων

20      Η Επιτροπή σημειώνει ότι το Δικαστήριο, με την απόφαση της 15ης Μαρτίου 2005, C-160/03, Ισπανία κατά Eurojust (Συλλογή 2005, σ. I-2077, σκέψεις 37 έως 44), κήρυξε απαράδεκτη μία προσφυγή που είχε ασκήσει κράτος μέλος κατά ορισμένων προσκλήσεων προς υποβολή υποψηφιοτήτων για την πρόσληψη εκτάκτων υπαλλήλων, τις οποίες δημοσίευσε η Eurojust, με την αιτιολογία ότι οι προσβληθείσες προσκλήσεις προς υποβολή υποψηφιοτήτων δεν περιλαμβάνονταν στον κατάλογο των πράξεων των οποίων το κύρος μπορεί να ελέγχει το Δικαστήριο, ότι οι υποψήφιοι για τις διάφορες θέσεις που περιλαμβάνονταν στις ως άνω προσκλήσεις είχαν δυνατότητα προσφυγής στον κοινοτικό δικαστή υπό τις προϋποθέσεις που προβλέπει το άρθρο 91 του ΚΥΚ και ότι, σε περίπτωση ασκήσεως μιας τέτοιας προσφυγής, τα κράτη μέλη μπορούν παραδεκτώς να παρέμβουν στη διαφορά και, ενδεχομένως, να ασκήσουν αναίρεση κατά των αποφάσεων του Πρωτοδικείου. Η Επιτροπή εκτιμά ότι, παρά την ιδιαιτερότητα της περιπτώσεις που εξετάστηκε με την απόφαση αυτή, η υπό κρίση προσφυγή, με βάση μια ανάλογη συλλογιστική, πρέπει να θεωρηθεί ως απαράδεκτη όσον αφορά τα αιτήματα που στρέφονται κατά της ανακοινώσεως κενής θέσεως.

21      Η Ιταλική Δημοκρατία εκτιμά ότι το έννομο συμφέρον που δικαιολογεί την παρέμβαση κράτους μέλους σε υπόθεση αφορώσα την εκ μέρους υποψηφίου αμφισβήτηση του κύρους μιας ανακοινώσεως κενής θέσεως δεν διαφέρει από εκείνη που δικαιολογεί ευθεία προσφυγή την οποία ασκεί το κράτος αυτό. Προσθέτει ότι τα κράτη μέλη μπορούν να αμφισβητούν με προσφυγή ακυρώσεως κάθε πράξη της Επιτροπής έχουσα τον χαρακτήρα αποφάσεως, κανονιστικής ή ατομικής φύσεως, και επικαλείται, με την ευκαιρία αυτή, παράβαση κάθε διατάξεως της Συνθήκης ΕΚ. Επομένως, εν προκειμένω, η Ιταλική Δημοκρατία μπορεί νομίμως να αμφισβητήσει τόσο την Απόφαση όσο και την ανακοίνωση κενής θέσεως και να επικαλεστεί παράβαση των άρθρων 12 ΕΚ και 290 ΕΚ προς στήριξη του αιτήματός της.

22      Το Βασίλειο της Ισπανίας συμμερίζεται την επιχειρηματολογία της Ιταλικής Δημοκρατίας και προσθέτει ότι η απόφαση Ισπανία κατά Eurojust, σκέψη 20 ανωτέρω, δεν ασκεί επιρροή εν προκειμένω. Κατά το Βασίλειο της Ισπανίας, στην ως άνω υπόθεση το Δικαστήριο έκρινε ότι το άρθρο 230 ΕΚ δεν μπορεί να συνιστά το έρεισμα προσφυγής ακυρώσεως στρεφόμενης κατά πράξεως της Eurojust, ήτοι οργανισμού υπαγομένου στον τρίτο πυλώνα της Ευρωπαϊκής Ενώσεως. Όμως, εν προκειμένω, η προσφυγή αφορά πράξεις της Επιτροπής, που εμπίπτουν στο άρθρο 230 ΕΚ.

–       Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

23      Το άρθρο 230 ΕΚ προβλέπει τη δυνατότητα των κρατών μελών να αμφισβητούν, ασκώντας προσφυγή ακυρώσεως, κάθε πράξη της Επιτροπής έχουσα τον χαρακτήρα αποφάσεως, χωρίς να αποκλείει εκείνες που αφορούν τις σχέσεις της τελευταίας με τους υπαλλήλους της.

24      Ασφαλώς, έχει γίνει δεκτό ότι το άρθρο 236 ΕΚ, που παρέχει στον κοινοτικό δικαστή αρμοδιότητα να επιλαμβάνεται κάθε διαφοράς μεταξύ της Κοινότητας και των υπαλλήλων της, εντός των ορίων και των προϋποθέσεων που προβλέπει ο ΚΥΚ ή που απορρέουν από το καθεστώς που εφαρμόζεται επί του λοιπού προσωπικού των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, έχει την έννοια ότι εφαρμόζεται, αποκλειστικά, στα άτομα που έχουν την ιδιότητα του μονίμου υπαλλήλου ή του μέλους του λοιπού προσωπικού εκτός των τοπικών υπαλλήλων και σε εκείνους που επιζητούν να αποκτήσουν την ιδιότητα αυτή. Κατά συνέπεια, τα εν λόγω άτομα οφείλουν να στηρίζουν την προσφυγή ακυρώσεως που ασκούν κατά βλαπτικής σε βάρος τους πράξεως όχι στο άρθρο 230 ΕΚ, αλλά στο άρθρο 91 του ΚΥΚ (βλ. διάταξη του Πρωτοδικείου της 2ας Μαΐου 2001, T-208/00, Barleycorn Mongolue και Boixader Rivas κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου, Συλλογή Υπ.Υπ. 2001, σ. I-A-103 και II-479, σκέψεις 26 έως 28 και την εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

25      Εντούτοις, το άρθρο 236 ΕΚ αφορά μόνον τις διαφορές «μεταξύ της Κοινότητας και των υπαλλήλων της». Όμως, μια προσφυγή που ασκεί κράτος μέλος δυνάμει του άρθρου 230 ΕΚ δεν οδηγεί σε μια τέτοια διαφορά.

26      Ακόμη, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι, ναι μεν το μέσο παροχής ένδικης προστασίας που προβλέπει το άρθρο 91 του ΚΥΚ παρέχεται μόνο στους κοινοτικούς υπαλλήλους και όχι σε επαγγελματική ένωση των υπαλλήλων αυτών, όμως μια τέτοια ένωση, νομίμως εκπροσωπουμένη, δικαιούται να ασκήσει προσφυγή ακυρώσεως, δυνάμει του άρθρου 230, τέταρτο εδάφιο, ΕΚ, κατά των αποφάσεων που της απευθύνονται, υπό την έννοια της διατάξεως αυτής (απόφαση του Δικαστηρίου της 8ης Οκτωβρίου 1974, 175/73, Union syndicale κ.λπ. κατά Συμβουλίου, Συλλογή τόμος 1974, σ. 423, σκέψεις 17 έως 20).

27      Επομένως, αν πληρούνται οι προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 230 ΕΚ, η διάταξη αυτή μπορεί να αποτελεί το έρεισμα προσφυγής ακυρώσεως κατά πράξεων της Επιτροπής στον τομέα των σχέσεών της με τους υπαλλήλους της, την οποία ασκεί προσφεύγων μη περιλαμβανόμενος στο άρθρο 91 του ΚΥΚ, ήτοι προσφεύγων που δεν είναι ούτε κοινοτικός υπάλληλος ούτε υποψήφιος για θέση κοινοτικού υπαλλήλου.

28      Εν προκειμένω, με την επιφύλαξη των εκτιθεμένων κατωτέρω όσον αφορά τον χαρακτηρισμό της Αποφάσεως και της ανακοινώσεως κενής θέσεως ως πράξεων δεκτικών προσφυγής, το στηριζόμενο στο άρθρο 230 ΕΚ δικαίωμα κράτους μέλους να ασκήσει προσφυγή ακυρώσεως κατά πράξεως της Επιτροπής έχουσας τον χαρακτήρα αποφάσεως δεν μπορεί να αμφισβητηθεί με την αιτιολογία ότι οι εν λόγω πράξεις αφορούν τις σχέσεις των κοινοτικών οργάνων με τους υπαλλήλους τους.

29      Η απόφαση Ισπανία κατά Eurojust, σκέψη 20 ανωτέρω, που επικαλείται η Επιτροπή, δεν μπορεί να οδηγήσει σε διαφορετικό συμπέρασμα. Με την απόφαση αυτή το Δικαστήριο απέρριψε ως απαράδεκτη τη βάσει του άρθρου 230 ΕΚ προσφυγή του Βασιλείου της Ισπανίας, με την αιτιολογία ότι οι προσβληθείσες με την προσφυγή αυτή πράξεις δεν περιλαμβάνονται μεταξύ των πράξεων των οποίων το Δικαστήριο μπορεί να ελέγξει τη νομιμότητα σύμφωνα με το εν λόγω άρθρο και ότι, εξάλλου, το άρθρο 41 ΕΕ δεν προβλέπει ότι το άρθρο 230 ΕΚ εφαρμόζεται στις διατάξεις για την αστυνομική και δικαστική συνεργασία σε ποινικές υποθέσεις που περιλαμβάνονται στον τίτλο VI της Συνθήκης ΕΕ, στον οποίο υπάγεται η Eurojust, καθόσον η αρμοδιότητα του Δικαστηρίου στον τομέα αυτό καθορίζεται στο άρθρο 35 ΕΕ, στο οποίο παραπέμπει το άρθρο 46, στοιχείο β΄, ΕΕ (απόφαση Ισπανία κατά Eurojust, σκέψη 20 ανωτέρω, σκέψεις 36 έως 40).

30      Οι σκέψεις της αποφάσεως αυτής στις οποίες παραπέμπει η Επιτροπή αφορούν το επιχείρημα του Βασιλείου της Ισπανίας, που αντλείται από το δικαίωμα για αποτελεσματική δικαστική προστασία στο πλαίσιο μιας κοινότητας δικαίου. Για να απαντήσει στο επιχείρημα αυτό το Δικαστήριο υπενθύμισε ότι οι προσβαλλόμενες στην ως άνω υπόθεση πράξεις δεν εξαιρούνται από κάθε δικαστικό έλεγχο, καθόσον οι κύριοι ενδιαφερόμενοι, ήτοι οι υποψήφιοι για τις διάφορες θέσεις που περιλαμβάνονταν στις προσβαλλόμενες προσκλήσεις υποβολής υποψηφιοτήτων, διέθεταν τη δυνατότητα προσβάσεως στον κοινοτικό δικαστή υπό τις προϋποθέσεις του άρθρου 91 του ΚΥΚ και, σε περίπτωση ασκήσεως μιας τέτοιας προσφυγής, τα κράτη μέλη θα μπορούν παραδεκτώς να παρέμβουν στη διαφορά και, ενδεχομένως, να ασκήσουν αναίρεση κατά της αποφάσεως του Πρωτοδικείου (απόφαση Ισπανία κατά Eurojust, σκέψη 20 ανωτέρω, σκέψεις 41 έως 43).

31      Με βάση μόνον τις παρατηρήσεις αυτές δεν μπορεί να συναχθεί ότι, όσον αφορά τις πράξεις της Επιτροπής –οι οποίες, σε αντίθεση προς τις πράξεις της Eurojust, καλύπτονται από το άρθρο 230 ΕΚ–, τα κράτη μέλη δεν δικαιούνται να ασκούν προσφυγή ακυρώσεως, βάσει του άρθρου αυτού, αλλά πρέπει να περιορίζονται στην άσκηση παρεμβάσεως στις διαφορές μεταξύ της Επιτροπής και των υπαλλήλων της.

32      Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω σκέψεων, δεν χωρεί καμία αμφιβολία όσον αφορά τη δυνατότητα εφαρμογής του άρθρου 230 ΕΚ εν προκειμένω.

 Επί του χαρακτηρισμού της αποφάσεως και της ανακοινώσεως κενής θέσεως ως πράξεων δεκτικών προσφυγής, υπό την έννοια του άρθρου 230, πρώτο εδάφιο, ΕΚ

–       Επιχειρήματα των διαδίκων

33      Η Επιτροπή αμφιβάλλει σοβαρά περί του αν η Απόφαση αποτελεί πράξη δεκτική προσφυγής, υπό την έννοια του άρθρου 230 ΕΚ. Η Απόφαση ουσιαστικά δεν προορίζεται να παραγάγει δεσμευτικά έννομα αποτελέσματα έναντι τρίτων, ικανά να θίξουν απευθείας τα συμφέροντά τους, μεταβάλλοντας κατάφωρα τη νομική τους κατάσταση. Αντιθέτως, είναι μια απλή δήλωση προθέσεως της Επιτροπής ότι προτίθεται να ενεργήσει με συγκεκριμένο τρόπο επ’ ευκαιρία ορισμένων μελλοντικών περιστατικών, ήτοι σχετικά με τη δημοσίευση ανακοινώσεων κενής θέσεως. Κατά τη νομολογία, μια τέτοια πράξη, έχουσα καθαρά ενημερωτικό χαρακτήρα, δεν είναι καθαυτή ικανή να παραγάγει έννομα αποτελέσματα έναντι τρίτων ούτε αποσκοπεί σε κάτι τέτοιο. Τα συμφέροντα τρίτων μπορούν να θιγούν συγκεκριμένα μόνον από μέτρα τα οποία θα ληφθούν στην πράξη κατ’ εφαρμογήν της δηλώσεως προθέσεως που εκθέτει η Απόφαση. Την άποψη αυτή επιβεβαιώνει ο ισχυρισμός της προσφεύγουσας ότι η δημοσίευση της ανακοινώσεως κενής θέσεως συγκεκριμενοποιεί την προσβολή που συνεπάγεται η Απόφαση σε βάρος των νομικά προστατευομένων συμφερόντων των προσφευγόντων.

34      Η Επιτροπή προσθέτει ότι, αν η Απόφαση θεωρηθεί ως μέτρο που προορίζεται να παραγάγει δεσμευτικά έννομα αποτελέσματα και, επομένως, ικανό να αποτελέσει το αντικείμενο αυτοτελούς προσφυγής ακυρώσεως, βάσει του άρθρου 230 ΕΚ, οι ατομικές ανακοινώσεις κενής θέσεως, που δημοσιεύονται αργότερα βάσει της Αποφάσεως, αποτελούν απλώς μέτρα εκτελέσεως, στερούμενα αυτοτέλειας της Αποφάσεως, οπότε δεν είναι δεκτικά προσφυγής. Η ίδια η Ιταλική Δημοκρατία, με το δικόγραφο της προσφυγής, χαρακτήρισε την ανακοίνωση κενής θέσεως ως πράξη εκτελέσεως ή εφαρμογής της Αποφάσεως. Η Επιτροπή θεωρεί, κατά συνέπεια, ότι, στην περίπτωση αυτή, η προσφυγή πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη καθόσον αφορά την ανακοίνωση κενής θέσεως.

35      Η Ιταλική Δημοκρατία παραδέχεται ότι δεν είναι βέβαιο ότι η Απόφαση παράγει δεσμευτικά έννομα αποτελέσματα έναντι τρίτων, καθόσον μπορεί να υποστηριχθεί ότι δεν απευθύνεται σε τρίτους, αλλά αφορά αποκλειστικά και μόνον την ίδια την Επιτροπή, και ότι μόνη η δημοσίευση μιας συγκεκριμένης ανακοινώσεως κενής θέσεως θα μπορεί να έχει επίπτωση επί των συμφερόντων προσώπων εκτός Επιτροπής.

36      Εντούτοις, η Ιταλική Δημοκρατία εκτιμά ότι υπάρχουν επιχειρήματα υπέρ της απόψεως ότι η Απόφαση αποτελεί πράξη δεκτική προσφυγής. Αφενός, η Απόφαση προβλέπει το γλωσσικό καθεστώς που θα ισχύει στο μέλλον σε όλες τις ανακοινώσεις κενής θέσεως για θέσεις ανωτέρων στελεχών και ασκεί ήδη επιρροή επί των συμφερόντων προσώπων εκτός Επιτροπής, ειδικότερα επί των συμφερόντων των κρατών μελών των οποίων οι επίσημες γλώσσες εξαιρέθηκαν. Επομένως, τα εμπλεκόμενα κράτη μέλη μπορούν να προσφύγουν αμέσως ενώπιον του Πρωτοδικείου, χωρίς να αναμείνουν τη δημοσίευση μιας ανακοινώσεως κενής θέσεως αποκλειστικά στις τρεις γλώσσες που προβλέπει η Απόφαση. Αφετέρου, το γεγονός ότι η Απόφαση δεν έχει τη μορφή προπαρασκευαστικής πράξεως σε σχέση με μιαν άλλη τελική απόφαση, αλλά εμφανίζεται η ίδια ως τελική απόφαση, συνηγορεί υπέρ της απόψεως ότι η Απόφαση είναι πράξη δεκτική προσφυγής.

37      Η Ιταλική Δημοκρατία προσθέτει ότι, αν δεν είχε λάβει γνώση της Αποφάσεως τυχαίως, θα μπορούσε να προσβάλει μόνον τις ανακοινώσεις κενής θέσεως που θα δημοσιεύονταν και μια τέτοια αμφισβήτηση θα αρκούσε προς αποκατάσταση της νομιμότητας εν προκειμένω. Ωστόσο, το συμφέρον ενός κράτους μέλους, που διαφέρει από εκείνο κάποιου ιδιώτη υποψηφίου για θέση εργασίας στην κοινοτική διοίκηση, προστατεύεται καλύτερα με την ακύρωση της ίδιας της Αποφάσεως, καθόσον η ακύρωση αυτή είναι ικανή να απαλλάξει το οικείο κράτος μέλος από την ανάγκη να αμφισβητήσει ατομικά όλες τις ανακοινώσεις κενής θέσεως που δεν δημοσιεύονται στην επίσημη γλώσσα του.

38      Το Βασίλειο της Ισπανίας συμμερίζεται την επιχειρηματολογία της Ιταλικής Δημοκρατίας, προσθέτοντας ότι η Απόφαση και η ανακοίνωση κενής θέσεως δεν μπορούν να εξετάζονται χωριστά, αλλά αποτελούν μια νομική ενότητα. Η Απόφαση παράγει έννομα αποτελέσματα εξαιρετικά μεγάλης σημασίας και σοβαρότητας, καθόσον προσβάλλει, ιδίως, την αρχή του σεβασμού της γλωσσικής πολυμορφίας, που αποτελεί μία από τις βασικές αρχές επί των οποίων στηρίζεται η Ευρωπαϊκή Ένωση, καθώς και τις αρχές της αρμοδιότητας των κοινοτικών οργάνων, της απαγορεύσεως των διακρίσεων λόγω γλώσσας και της εθνικής ταυτότητας. Η ανακοίνωση κενής θέσεως αποτελεί απλώς πράξη εκτελέσεως και εφαρμογής της Αποφάσεως, οπότε, αν το Πρωτοδικείο ακυρώσει την Απόφαση, τούτο θα έχει ως συνέπεια την ακύρωση και της ανακοινώσεως κενής θέσεως.

–       Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

39      Κατά πάγια νομολογία, μπορεί να ασκηθεί προσφυγή ακυρώσεως, υπό την έννοια του άρθρου 230 ΕΚ, κατά κάθε είδους διατάξεων τις οποίες θεσπίζουν τα κοινοτικά όργανα και οι οποίες αποσκοπούν στην παραγωγή εννόμων αποτελεσμάτων, ασχέτως της φύσεως ή της μορφής τους (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 31ης Μαρτίου 1971, 22/70, Επιτροπή κατά Συμβουλίου, Συλλογή τόμος 1971, σ. 729, σκέψη 42· της 16ης Ιουνίου 1993, C-325/91, Γαλλία κατά Επιτροπής, Συλλογή 1993, σ. I-3283, σκέψη 9· της 20ής Μαρτίου 1997, C-57/95, Γαλλία κατά Επιτροπής, Συλλογή 1997, σ. I-1627, σκέψη 7, και της 1ης Δεκεμβρίου 2005, C-301/03, Ιταλία κατά Επιτροπής, Συλλογή 2005, σ. I-10217, σκέψη 19).

40      Προκειμένου να διαπιστωθεί αν μια πράξη ή μια απόφαση παράγει τέτοια αποτελέσματα, πρέπει να εξετάζεται η ουσία της (απόφαση του Δικαστηρίου της 11ης Νοεμβρίου 1981, 60/81, IBM κατά Επιτροπής, Συλλογή 1981, σ. 2639, σκέψη 9· απόφαση του Πρωτοδικείου της 22ας Μαρτίου 2000, T-125/97 και T-127/97, Coca-Cola κατά Επιτροπής, Συλλογή 2000, σ. II-1733, σκέψη 78 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

41      Δεν αποτελεί πράξη δεκτική προσφυγής υπό την έννοια του άρθρου 230 ΕΚ μέτρο κοινοτικού οργάνου που εκφράζει μόνον την πρόθεσή του, ή την πρόθεση κάποιας υπηρεσίας του, να ενεργήσει με ορισμένο τρόπο σε ένα συγκεκριμένο τομέα (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 27ης Σεπτεμβρίου 1988, 114/86, Ηνωμένο Βασίλειο κατά Επιτροπής, Συλλογή 1988, σ. 5289, σκέψη 13, και της 5ης Μαΐου 1998, C-180/96, Ηνωμένο Βασίλειο κατά Επιτροπής, Συλλογή 1998, σ. I-2265, σκέψη 28). Τέτοιες εσωτερικές υποδείξεις, που εκθέτουν τις γενικές γραμμές βάσει των οποίων κατ’ εφαρμογήν των εφαρμοστέων διατάξεων το οικείο κοινοτικό όργανο προτίθεται να εκδώσει αργότερα ατομικές αποφάσεις, το κύρος των οποίων θα μπορεί να αμφισβητηθεί με τη διαδικασία που προβλέπει το άρθρο 230 ΕΚ, δεν μπορούν να θεωρηθούν ως σκοπούσες την παραγωγή εννόμων αποτελεσμάτων (απόφαση του Δικαστηρίου της 6ης Απριλίου 2000, C-443/97, Ισπανία κατά Επιτροπής, Συλλογή 2000, σ. I-2415, σκέψεις 33 και 34).

42      Ακόμη, πρέπει να υπομνησθεί ότι, όταν πρόκειται για την πρόσληψη υψηλοβάθμων στελεχών, το άρθρο 29, παράγραφος 2, του ΚΥΚ παρέχει τη δυνατότητα σε κάθε κοινοτικό όργανο να ακολουθεί μια διαδικασία προσλήψεων διαφορετική από εκείνη που ισχύει γενικά για τις προσλήψεις.

43      Κατά τη νομολογία, η εξουσία εκτιμήσεως των προσόντων των διαφόρων υποψηφίων για συγκεκριμένη θέση, την οποία έχει κάθε κοινοτικό όργανο, πρέπει να ασκείται τηρουμένων απολύτως όλων των εφαρμοστέων διατάξεων, δηλαδή όχι μόνον της ανακοινώσεως κενής θέσεως, αλλά επίσης των ενδεχομένων διαδικαστικών κανόνων που έχει θεσπίσει το κοινοτικό όργανο (απόφαση του Πρωτοδικείου της 18ης Σεπτεμβρίου 2003, Παππάς κατά Επιτροπής των Περιφερειών, T-73/01, Συλλογή Υπ.Υπ. 2003, σ. I-A-207 και II-1011, σκέψη 53). Οι κανόνες αυτοί αποτελούν μέρος του νομικού πλαισίου το οποίο το κοινοτικό αυτό όργανο οφείλει να τηρεί αυστηρά κατά την άσκηση της ευρείας εξουσίας εκτιμήσεως που έχει (απόφαση του Πρωτοδικείου της 4ης Ιουλίου 2006, Tζιράνη κατά Επιτροπής, T-88/04, Συλλογή Υπ.Υπ. 2006, σ. II-A-2-703, σκέψη 78). Το οικείο κοινοτικό όργανο δεν μπορεί να παρεκκλίνει από τους εσωτερικούς κανόνες περί προσλήψεων που θέσπισε το ίδιο, χωρίς να τροποποιήσει επισήμως τους κανόνες αυτούς (απόφαση του Πρωτοδικείου της 13ης Δεκεμβρίου 2007, Αγγελίδης κατά Κοινοβουλίου, T-113/05, που δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 75).

44      Επομένως, οι διαδικαστικοί κανόνες περί προσλήψεων τους οποίους θεσπίζει ένα κοινοτικό όργανο δυνάμει του άρθρου 29, παράγραφος 2, του ΚΥΚ για την πρόσληψη υψηλοβάθμων στελεχών του δεσμεύουν το κοινοτικό αυτό όργανο και, επομένως, παράγουν έννομα αποτελέσματα, υπό την έννοια της αφορώσας την εφαρμογή του άρθρου 230 ΕΚ νομολογίας.

45      Ασφαλώς, δυνάμει της προαναφερθείσας διατάξεως του ΚΥΚ, τέτοιοι κανόνες μπορούν να θεσπίζονται κατά περίπτωση, για κάθε θέση που καλύπτεται από τη διάταξη αυτή, η οποία κενώνεται στις υπηρεσίες κάποιου κοινοτικού οργάνου. Αν ένα κοινοτικό όργανο αποφασίσει να ακολουθήσει μια τέτοια μέθοδο, τίποτα δεν το εμποδίζει να θεσπίσει εσωτερικές οδηγίες, προβλέπουσες απλώς τις γενικές γραμμές σύμφωνα με τις οποίες το ως άνω όργανο, κάθε φορά που απαιτείται, θα καθορίζει τους διαδικαστικούς κανόνες που πρέπει να ακολουθούνται για την πρόσληψη σε θέση στην οποία έχει εφαρμογή το άρθρο 29, παράγραφος 2, του ΚΥΚ. Κατ’ εφαρμογήν της νομολογίας που παρατίθεται στη σκέψη 41 ανωτέρω, πρέπει να συναχθεί ότι, σε μια τέτοια περίπτωση, οι εσωτερικές αυτές οδηγίες δεν παράγουν, καθαυτές, δεσμευτικά έννομα αποτελέσματα και, επομένως, δεν μπορούν να αποτελέσουν το αντικείμενο προσφυγής ακυρώσεως. Σε μια τέτοια περίπτωση, προσφυγή δεν μπορεί να ασκηθεί παρά μόνον κατά της ανακοινώσεως κενής θέσεως ή κάθε άλλης πράξεως που προσδιορίζει οριστικά τους διαδικαστικούς κανόνες που πρέπει να ακολουθούνται για την πλήρωση συγκεκριμένης θέσεως.

46      Ωστόσο, ούτε το άρθρο 29, παράγραφος 2, του ΚΥΚ, ούτε κάποια άλλη διάταξη εμποδίζουν ένα κοινοτικό όργανο να θεσπίζει, πριν από την κίνηση μιας συγκεκριμένης διαδικασίας προς πλήρωση θέσεως υψηλοβάθμου στελέχους, γενικούς κανόνες εφαρμογής, προσδιορίζοντες οριστικά τουλάχιστον ορισμένες πτυχές της διαδικασίας που πρόκειται να ακολουθηθεί για την πρόσληψη υψηλοβάθμων στελεχών στο πλαίσιο του κοινοτικού αυτού οργάνου. Τέτοιοι κανόνες παράγουν δεσμευτικά έννομα αποτελέσματα, καθόσον το οικείο κοινοτικό όργανο δεν μπορεί να παρεκκλίνει από αυτές για την πρόσληψη προσωπικού σε συγκεκριμένη θέση της κατηγορίας αυτής εφ’ όσον δεν έχουν τροποποιηθεί ή καταργηθεί οι εν λόγω κανόνες. Σε μια τέτοια περίπτωση, ένας προνομιούχος προσφεύγων, όπως είναι τα κράτη μέλη, μπορεί αμέσως να αμφισβητήσει, με προσφυγή ακυρώσεως βάσει του άρθρου 230 ΕΚ, το κύρος των κανόνων αυτών, χωρίς να πρέπει να αναμείνει την εφαρμογή τους σε κάποια συγκεκριμένη περίπτωση.

47      Εν προκειμένω, πρώτον, πρέπει να προσδιοριστεί αν η Απόφαση εκφράζει μόνον την πρόθεση της Επιτροπής να ακολουθεί μιαν ορισμένη μέθοδο ή κάποιες γενικές γραμμές για τις διαδικασίες προσλήψεως υψηλοβάθμων στελεχών ή αν η Απόφαση προσδιορίζει οριστικά μια πτυχή της διαδικασίας που πρόκειται να ακολουθείται στο μέλλον για τις προσλήψεις σε όλες τις θέσεις ανωτέρων στελεχών που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της.

48      Λαμβανομένου υπόψη του περιεχομένου της Αποφάσεως, όπως προκύπτει τόσο από το έγγραφο που συνάπτει η Ιταλική Δημοκρατία στο δικόγραφο της προσφυγής όσο και από τα έγγραφα που προσκόμισε η Επιτροπή κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, πρέπει να γίνει δεκτό ότι συντρέχει η δεύτερη από τις περιπτώσεις αυτές. Η Απόφαση, δεδομένου ότι είναι διατυπωμένη με σαφήνεια και με τρόπο μη επιδεχόμενο παρερμηνεία, δεν εκφράζει απλώς κάποιες γενικές κατευθύνσεις, αλλά καθορίζει ήδη και οριστικά μιαν υποχρεωτική πτυχή των διαδικασιών προσλήψεων, προκειμένου για την πλήρωση θέσεων ανωτέρων στελεχών στο πλαίσιο της Επιτροπής, όσον αφορά τις γλώσσες στις οποίες θα δημοσιεύονται οι σχετικές ανακοινώσεις κενής θέσεως, μάλιστα δε τουλάχιστον μέχρι την 1η Ιανουαρίου 2007, ημερομηνία κατά την οποία θα έληγε η μεταβατική περίοδος εφαρμογής της Αποφάσεως. Τούτο καθόσον μάλιστα, αφενός, η προσβαλλόμενη πράξη χρησιμοποιεί τις εκφράσεις «η Επιτροπή αποφάσισε», «η Επιτροπή αποφασίζει», καθώς και τον όρο «απόφαση», και, αφετέρου, η ανακοίνωση κενής θέσεως δημοσιεύθηκε μόνον στα αγγλικά, στα γαλλικά και στα γερμανικά, ήτοι σε πλήρη συμφωνία με τις σχετικές λεπτομέρειες εφαρμογής που προέβλεπε η Απόφαση (βλ., a contrario, αποφάσεις Ιταλία κατά Επιτροπής, σκέψη 39 ανωτέρω, σκέψεις 21 έως 24, και απόφαση της 27ης Σεπτεμβρίου 1988, Ηνωμένο Βασίλειο κατά Επιτροπής, σκέψη 41 ανωτέρω, σκέψη 14).

49      Έτσι, η Απόφαση δεσμεύει την Επιτροπή, η οποία δεν μπορεί να παρεκκλίνει από αυτήν χωρίς να την τροποποιήσει επισήμως. Εξάλλου, λαμβανομένου υπόψη του περιεχομένου της, η Απόφαση πρέπει να θεωρηθεί ότι παράγει δεσμευτικά έννομα αποτελέσματα και, επομένως, ότι είναι δεκτική προσφυγής ακυρώσεως, στηριζόμενης στο άρθρο 230 ΕΚ, ασκούμενης από προνομιούχο προσφεύγοντα, όπως είναι τα κράτη μέλη.

50      Δεύτερον, πρέπει να εξεταστεί το επιχείρημα της Επιτροπής ότι, σε περίπτωση που η Απόφαση θεωρηθεί ως πράξη παράγουσα έννομα αποτελέσματα, η προσφυγή θα πρέπει να κηρυχθεί απαράδεκτη καθόσον στρέφεται κατά της ανακοινώσεως κενής θέσεως, διότι, στην περίπτωση αυτή, η ως άνω ανακοίνωση αποτελεί αμιγώς εκτελεστική πράξη της Αποφάσεως.

51      Κατά τη νομολογία, μεταξύ των πράξεων που δεν παράγουν δεσμευτικά έννομα αποτελέσματα ικανά να θίξουν τα συμφέροντα των πολιτών περιλαμβάνονται, ιδίως, οι αμιγώς εκτελεστικές πράξεις, οι οποίες, κατά συνέπεια, δεν είναι δεκτικές προσφυγής, υπό την έννοια του άρθρου 230 ΕΚ (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 1ης Δεκεμβρίου 2005, C-46/03, Ηνωμένο Βασίλειο κατά Επιτροπής, Συλλογή 2005, σ. I-10167 σκέψη 25· της 12ης Σεπτεμβρίου 2006, C-131/03 P, Reynolds Tobacco κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2006, σ. I-7795, σκέψη 55, και της 6ης Δεκεμβρίου 2007, Επιτροπή κατά Ferriere Nord, C-516/06 P, που δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 29).

52      Νοούνται ως αμιγώς εκτελεστικές πράξεις, μεταξύ άλλων, τα μέτρα τα οποία, χωρίς να δημιουργούν δικαιώματα και υποχρεώσεις τρίτων, αποσκοπούν μόνο στην εφαρμογή μιας προηγούμενης πράξεως έχουσας τον χαρακτήρα αποφάσεως, ή τα μέτρα τα οποία λαμβάνονται προς εκτέλεση προγενέστερων αποφάσεων που δεν παράγουν έννομα αποτελέσματα παρά μόνο στο πλαίσιο της διοικήσεως, χωρίς να θίγουν τα συμφέροντα τρίτων (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 25ης Φεβρουαρίου 1988, 190/84, Les Verts κατά Κοινοβουλίου, Συλλογή 1988, σ. 1017, σκέψη 8, και της 1ης Δεκεμβρίου 2005, Ηνωμένο Βασίλειο κατά Επιτροπής, σκέψη 51 ανωτέρω, σκέψεις 1 και 25· βλ. επίσης, επ’ αυτού, απόφαση του Δικαστηρίου της 17ης Ιουλίου 1959, 20/58, Phoenix-Rheinrohr κατά Ανωτάτης Αρχής, Συλλογή τόμος 1954-1964, σ. 327).

53      Επομένως, μπορούν να θεωρηθούν ως αμιγώς εκτελεστικές πράξεις, μη δεκτικές προσφυγής βάσει του άρθρου 230 ΕΚ, ιδίως, η πράξη αποδεσμεύσεως από τον προϋπολογισμό ενός ποσού το οποίο η Επιτροπή είχε αποφασίσει προηγουμένως να αποδεσμεύσει (απόφαση της 1ης Δεκεμβρίου 2005, Ηνωμένο Βασίλειο κατά Επιτροπής, σκέψη 51 ανωτέρω, σκέψεις 1 και 25), οι πράξεις αναλήψεως, εκκαθαρίσεως, εντολής και πληρωμής δαπανών που εκδίδονται κατόπιν αποφάσεων σχετικών με την κατανομή και τη χρησιμοποίηση πιστώσεων (απόφαση Les Verts κατά Κοινοβουλίου, σκέψη 52 ανωτέρω, σκέψη 8), καθώς και η μέσω καταπτώσεως μιας τραπεζικής εγγυήσεως εκτέλεση προγενέστερης αποφάσεως της Επιτροπής που επέβαλε πρόστιμο σε επιχείρηση, λόγω της συμμετοχή της σε μια σειρά παραβάσεων περί των οποίων γίνεται λόγος στο άρθρο 81, παράγραφος 1, ΕΚ (απόφαση Επιτροπή κατά Ferriere Nord, σκέψη 51 ανωτέρω, σκέψεις 28 και 29).

54      Εν προκειμένω, σε αντίθεση με όσα ισχυρίζεται η Επιτροπή, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι η ανακοίνωση κενής θέσεως αποτελεί αμιγώς εκτελεστική πράξη της Αποφάσεως, υπό την έννοια της νομολογίας που παρατίθεται στις σκέψεις 51 έως 53 ανωτέρω.

55      Πράγματι, όπως γίνεται παγίως δεκτό, οι ανακοινώσεις κενής θέσεως, καθορίζοντας τους όρους σχετικά με την πρόσβαση σε θέση εργασίας, προσδιορίζουν ποια είναι τα άτομα των οποίων η υποψηφιότητα μπορεί να ληφθεί υπόψη και, επομένως, συνιστούν βλαπτικές πράξεις έναντι των ενδεχομένων υποψηφίων, των οποίων η υποψηφιότητα αποκλείεται εξαιτίας των όρων αυτών (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 19ης Ιουνίου 1975, 79/74, Küster κατά Κοινοβουλίου, Racc. 1975, σ. 725, σκέψεις 5 έως 8, και της 11ης Μαΐου 1978, 25/77, De Roubaix κατά Επιτροπής, Racc. 1975, σ. 1081, σκέψεις 7 έως 9· απόφαση του Πρωτοδικείου της 16ης Σεπτεμβρίου 1993, T-60/92, Noonan κατά Επιτροπής, Συλλογή 1993, σ. II-911, σκέψη 21).

56      Εξάλλου, δεν μπορεί να αμφισβητείται το αν μια ανακοίνωση κενής θέσεως είναι βλαπτική πράξη και, επομένως, δεκτική προσφυγής, υπό την έννοια του άρθρου 230 ΕΚ, με την αιτιολογία ότι αυτή είναι σύμφωνη, όσον αφορά μιαν ειδική πτυχή, προς τους όρους που έχει προσδιορίσει ένας νομικός κανόνας ή μια γενικής ισχύος προγενέστερη απόφαση των κοινοτικών οργάνων, ή ότι επαναλαμβάνει ορισμένους από τους εν λόγω όρους –όταν οι όροι αυτοί συνιστούν την έννομη βάση της εν λόγω ανακοινώσεως κενής θέσεως–, καθόσον ακριβώς η ανακοίνωση κενής θέσεως είναι αυτή η οποία συγκεκριμενοποιεί τη συνολική νομική κατάσταση όλων των ενδεχόμενων προσφευγόντων και τους παρέχει τη δυνατότητα να γνωρίσουν με σαφήνεια και με τρόπο μη επιδεχόμενο παρερμηνεία πώς και σε ποιο βαθμό επηρεάζονται τα συμφέροντά τους.

57      Επομένως, είναι απορριπτέο το επιχείρημα της Επιτροπής που αντλείται από το ότι η ανακοίνωση κενής θέσεως, δημοσιευθείσα στις τρεις γλώσσες που προσδιόρισε η Απόφαση, έπρεπε να θεωρηθεί ως αμιγώς εκτελεστική πράξη, μη δεκτική προσφυγής.

 Επί της προθεσμίας ασκήσεως προσφυγής κατά της Αποφάσεως

–       Επιχειρήματα των διαδίκων

58      Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι, δεδομένου ότι η Απόφαση ούτε δημοσιεύθηκε ούτε κοινοποιήθηκε, η προθεσμία για την άσκηση προσφυγής ακυρώσεως κατ’ αυτής δεν μπορεί να αρχίζει, σύμφωνα με το άρθρο 230, πέμπτο εδάφιο, ΕΚ, παρά μόνον από τη στιγμή που η Ιταλική Δημοκρατία έλαβε ακριβή γνώση περί του περιεχομένου και των αιτιολογιών της Αποφάσεως.

59      Όμως, η Ιταλική Δημοκρατία περιορίστηκε στο να δηλώσει, με το σημείο 11 του δικογράφου της προσφυγής, ότι έλαβε γνώση της Αποφάσεως «επ’ ευκαιρία της δημοσιεύσεως της ανακοινώσεως κενής θέσεως», χωρίς εντούτοις να διευκρινίζει ούτε την ακριβή ημερομηνία που έλαβε γνώση ούτε αν ζήτησε εντός ευλόγου χρόνου να λάβει το πλήρες κείμενο της Αποφάσεως αφού πληροφορήθηκε την ύπαρξή της, σύμφωνα με την πάγια νομολογία στον τομέα των προσφυγών κατά πράξεων που δεν έχουν δημοσιευθεί ή κοινοποιηθεί. Με το υπόμνημα απαντήσεως η Ιταλική Δημοκρατία περιορίστηκε επίσης στην προβολή του ισχυρισμού ότι έλαβε πλήρως γνώση του περιεχομένου της Αποφάσεως μόλις «στα τέλη Μαρτίου» του 2005, χωρίς άλλη διευκρίνιση.

60      Η Επιτροπή δέχεται ότι η ημερομηνία κατά την οποία έλαβε γνώση της Αποφάσεως και εκείνη της δημοσιεύσεως της ανακοινώσεως κενής θέσεως δεν συμπίπτουν, λαμβανομένου υπόψη του κανόνα που επιτάσσει να ληφθεί επίσης υπόψη ο χρόνος που αφιέρωσε η προσφεύγουσα για την εξέταση της ανακοινώσεως κενής θέσεως και για τις έρευνες που αποσκοπούσαν στην εξακρίβωση της υπάρξεως μιας προηγούμενης διοικητικής αποφάσεως, καθώς και για να λάβει πλήρη γνώση του περιεχομένου της. Εντούτοις, λαμβάνοντας υπόψη, πρώτον, τη στάση της Ιταλικής Δημοκρατίας που περιγράφεται στη σκέψη 59 ανωτέρω, δεύτερον, τη μη ανακοίνωση της Αποφάσεως δυνάμει του κανονισμού (EK) 1049/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 30ής Μαΐου 2001, για την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής (ΕΕ L 145, σ. 43), και, τέλος, το γεγονός ότι δεν δόθηκαν εξηγήσεις για το πώς η προσφεύγουσα έλαβε γνώση του κειμένου της Αποφάσεως με άλλον τρόπο, παρέλκει η ένσταση που προβάλλει η Ιταλική Δημοκρατία ότι η Επιτροπή δεν απέδειξε ότι οι ιταλικές αρχές είχαν πλήρη γνώση της Αποφάσεως πριν από τη δημοσίευσή της ανακοινώσεως κενής θέσεως ή κατά τον χρόνο της δημοσιεύσεως αυτής, καθόσον η προσφεύγουσα φέρει το βάρος αποδείξεως στο πλαίσιο των περιστάσεων της υπό κρίση υποθέσεως.

61      Η στάση αυτή της Ιταλικής Δημοκρατίας δεν είναι σύμφωνη προς τις επιταγές της νομολογίας και δημιουργεί εύλογες αμφιβολίες ως προς την τήρηση της προθεσμίας ασκήσεως προσφυγής, καθόσον αυτή στρέφεται κατά της Αποφάσεως. Υπό τις συνθήκες αυτές, η Επιτροπή θεωρεί ότι η ημερομηνία κατά την οποία η Ιταλική Δημοκρατία έλαβε γνώση του ακριβούς περιεχομένου της Αποφάσεως πρέπει να είναι λίγο μεταγενέστερη από την ημερομηνία δημοσιεύσεως της ανακοινώσεως κενής θέσεως και ότι, επομένως, η προθεσμία για την άσκηση προσφυγής κατά της Αποφάσεως, προσφυγής που ασκήθηκε μόλις στις 3 Μαΐου 2005, όπως και για την αμφισβήτηση της ανακοινώσεως κενής θέσεως, θα πρέπει να πιθανολογηθεί ότι έληξε την ημερομηνία αυτή.

62      Η Ιταλική Δημοκρατία σημειώνει, με το δικόγραφο της προσφυγής της, ότι έλαβε γνώση της Αποφάσεως μόνον «επ’ ευκαιρία της δημοσιεύσεως της ανακοινώσεως κενής θέσεως». Με το υπόμνημα απαντήσεως η Ιταλική Δημοκρατία εκθέτει περαιτέρω ότι, καθόσον η ανακοίνωση κενής θέσεως δεν ανέφερε την Απόφαση, το σημείο ενάρξεως της προθεσμίας για την άσκηση προσφυγής κατά της Αποφάσεως δεν μπορεί να συμπίπτει με την ημερομηνία δημοσιεύσεως της ανακοινώσεως κενής θέσεως. Πρέπει να ληφθεί υπόψη ο χρόνος που απαιτείται για την εξέταση ανακοινώσεως κενής θέσεως και για τις έρευνες προς επιβεβαίωση της υπάρξεως της Αποφάσεως και για την εξακρίβωση του περιεχομένου της. Οι έρευνες αυτές ήταν μάλιστα περίπλοκες, λόγω του μεταβατικού χαρακτήρα του μέτρου εσωτερικής οργανώσεως που προέβλεψε η Απόφαση. Λόγω της καθυστερήσεως που προκάλεσαν οι έρευνες αυτές η Ιταλική Δημοκρατία μπόρεσε να λάβει πλήρη γνώση της Αποφάσεως μόλις στα τέλη Μαρτίου 2005. Η Επιτροπή δεν απέδειξε ότι έλαβε γνώση πριν από τον Μάρτιο του 2005 ή πριν από τη δημοσίευση της ανακοινώσεως κενής θέσεως.

63      Εξάλλου, δεδομένου ότι είναι εύλογο να θεωρηθεί εν προκειμένω η ημερομηνία δημοσιεύσεως της ανακοινώσεως κενής θέσεως ως αφετηρία του χρονικού διαστήματος που ήταν αναγκαίο προκειμένου η Ιταλική Δημοκρατία να λάβει γνώση της Αποφάσεως και λαμβανομένης υπόψη της παρεκτάσεως της προθεσμίας ασκήσεως προσφυγής κατά της Αποφάσεως κατά δέκα ημέρες, δυνάμει του άρθρου 102, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, η ως άνω προσφυγή δεν μπορεί να θεωρηθεί ως εκπρόθεσμη. Κατά συνέπεια, η Ιταλική Δημοκρατία εκτιμά ότι η προσφυγή της ασκήθηκε εμπροθέσμως.

64      Το Βασίλειο της Ισπανίας συμμερίζεται τα επιχειρήματα της Ιταλικής Δημοκρατίας και προσθέτει ότι η ημερομηνία δημοσιεύσεως της ανακοινώσεως κενής θέσεως δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη ως αφετηρία της προθεσμίας προς αμφισβήτηση της Αποφάσεως εκ μέρους της Ιταλικής Δημοκρατίας, καθόσον η ανακοίνωση κενής θέσεως δεν δημοσιεύθηκε στην ιταλική έκδοση της Επίσημης Εφημερίδας και διότι δεν μπορεί να απαιτείται από τις ιταλικές αρχές η ανάγνωση άλλων εκδόσεων της Επίσημης Εφημερίδας. Οι σύντομες αγγελίες που είχαν δημοσιευθεί, μεταξύ άλλων, σε δύο ιταλικές εφημερίδες (βλ. σκέψη 9 ανωτέρω) δεν μπορούν να εξομοιωθούν προς τη δημοσίευση στην Επίσημη Εφημερίδα και, επομένως, δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη για τον υπολογισμό της προθεσμίας ασκήσεως προσφυγής.

–       Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

65      Κατά το άρθρο 230, πέμπτο εδάφιο, ΕΚ, οι προσφυγές ακυρώσεως πρέπει να ασκούνται εντός προθεσμίας δύο μηνών. Η προθεσμία αυτή αρχίζει, ανάλογα με την περίπτωση, από τη δημοσίευση της πράξεως, την κοινοποίησή της στον προσφεύγοντα ή, ελλείψει δημοσιεύσεως ή κοινοποιήσεως, από την ημέρα κατά την οποία ο προσφεύγων έλαβε γνώση της πράξεως.

66      Από το γράμμα της διατάξεως αυτής προκύπτει ότι το κριτήριο για την ημερομηνία κατά την οποία ο προσφεύγων λαμβάνει γνώση της πράξεως και από την οποία αρχίζει η προθεσμία ασκήσεως προσφυγής έχει δευτερεύοντα χαρακτήρα σε σχέση με τη δημοσίευση ή την κοινοποίηση της πράξεως (απόφαση του Δικαστηρίου της 10ης Μαρτίου 1998, C-122/95, Γερμανία κατά Συμβουλίου, Συλλογή 1998, σ. I-973, σκέψη 35· βλ., επίσης, απόφαση του Πρωτοδικείου της 27ης Νοεμβρίου 2003, T-190/00, Regione Siciliana κατά Επιτροπής, Συλλογή 2003, σ. II-5015, σκέψη 30 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

67      Κατά τη νομολογία, εναπόκειται στον διάδικο ο οποίος επικαλείται την εκπρόθεσμη άσκηση της προσφυγής να αποδείξει την ημερομηνία επελεύσεως του γεγονότος που συνεπάγεται την έναρξη της προθεσμίας (βλ. διάταξη του Πρωτοδικείου της 13ης Απριλίου 2000, T-263/97, GAL Penisola Sorrentina κατά Επιτροπής, Συλλογή 2000, σ. II-2041, σκέψη 47, και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

68      Από τη νομολογία προκύπτει επίσης ότι, ελλείψει δημοσιεύσεως ή κοινοποιήσεως, εναπόκειται στον λαβόντα γνώση της υπάρξεως πράξεως που τον αφορά να ζητήσει το πλήρες κείμενό της εντός εύλογης προθεσμίας, αλλά, υπό την επιφύλαξη αυτή, η προθεσμία ασκήσεως προσφυγής δεν μπορεί να αρχίσει να τρέχει παρά μόνον από την ημέρα κατά την οποία ο τρίτος ενδιαφερόμενος έλαβε επακριβώς γνώση του περιεχομένου και των αιτιολογιών της σχετικής πράξεως, ώστε να είναι σε θέση να ασκήσει το δικαίωμά του προς άσκηση προσφυγής (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 6ης Ιουλίου 1988, 236/86, Dillinger Hüttenwerke κατά Επιτροπής, Συλλογή 1988, σ. 3761, σκέψη 14, και της 19ης Φεβρουαρίου 1998, C-309/95, Επιτροπή κατά Συμβουλίου, Συλλογή 1998, σ. I-655, σκέψη 18· απόφαση του Πρωτοδικείου της 15ης Ιουνίου 2005, T-17/02, Olsen κατά Επιτροπής, Συλλογή 2005, σ. II-2031, σκέψη 73, και διάταξη του Πρωτοδικείου της 21ης Νοεμβρίου 2005, T-426/04, Tramarin κατά Επιτροπής, Συλλογή 2005, σ. II-4765, σκέψη 48).

69      Επιπλέον, κατά πάγια νομολογία, η προθεσμία για την άσκηση προσφυγής βάσει του άρθρου 230 ΕΚ είναι δημοσίας τάξεως, δεδομένου ότι τάσσεται για να εξασφαλίζεται η σαφήνεια και η βεβαιότητα των εννόμων καταστάσεων και να αποφεύγεται κάθε αυθαίρετη διάκριση ή μεταχείριση κατά την απονομή της δικαιοσύνης, εναπόκειται δε στον κοινοτικό δικαστή να εξετάζει, ακόμα και αυτεπαγγέλτως, αν τηρήθηκε η προθεσμία αυτή (απόφαση του Δικαστηρίου της 23ης Ιανουαρίου 1997, C-246/95, Coen, Συλλογή 1997, σ. I-403, σκέψη 21, και απόφαση του Πρωτοδικείου της 18ης Σεπτεμβρίου 1997, T-121/96 και T-151/96, Mutual Aid Administration Services κατά Επιτροπής, Συλλογή 1997, σ. II-1355, σκέψεις 38 και 39).

70      Εντούτοις, όταν δεν είναι δυνατό να καθοριστεί με βεβαιότητα η ημερομηνία κατά την οποία ο προσφεύγων έλαβε γνώση του ακριβούς περιεχομένου και των αιτιολογιών της πράξεως που προσβάλλει, πρέπει να θεωρηθεί ως ημερομηνία ενάρξεως της προθεσμίας ασκήσεως προσφυγής το αργότερο η ημέρα κατά την οποία ο προσφεύγων αποδεδειγμένα είχε γνώση της εν λόγω πράξεως (απόφαση του Δικαστηρίου της 10ης Ιανουαρίου 2002, C-480/99 P, Plant κ.λπ. κατά Επιτροπής και South Wales Small Mines, Συλλογή 2002, σ. I-265, σκέψη 49).

71      Εν προκειμένω, δεν αμφισβητείται ότι η Απόφαση ούτε δημοσιεύθηκε ούτε κοινοποιήθηκε στην Ιταλική Δημοκρατία. Ακόμη, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι, πριν από την άσκηση της προσφυγής, η Ιταλική Δημοκρατία είχε ακριβή γνώση του περιεχομένου και των αιτιολογιών της Αποφάσεως. Πράγματι, έστω και αν το κείμενο της Αποφάσεως που συνάπτει η Ιταλική Δημοκρατία στο δικόγραφο της προσφυγής διαφέρει ελαφρώς από εκείνο που χρησιμοποιείται στα έγγραφα που προσκόμισε η Επιτροπή κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, δεν αμφισβητείται ότι το περιεχόμενο των δύο κειμένων της Αποφάσεως που έχει στη διάθεσή του το Πρωτοδικείο είναι ακριβώς το ίδιο.

72      Επομένως, το ζήτημα που πρέπει να διευκρινιστεί είναι η ακριβής ημερομηνία κατά την οποία η Ιταλική Δημοκρατία έλαβε το αντίγραφο της Αποφάσεως που συνάπτει στο δικόγραφο της προσφυγής της, καθόσον από την ημερομηνία αυτή άρχισε να τρέχει για την Ιταλική Δημοκρατία η προθεσμία ασκήσεως προσφυγής κατά της Αποφάσεως. Πρέπει να σημειωθεί επίσης ότι από έναν απλό υπολογισμό προκύπτει ότι, για να μην είναι εκπρόθεσμη η προσφυγή κατά της Αποφάσεως, η Ιταλική Δημοκρατία δεν πρέπει να έλαβε γνώση της Αποφάσεως προ της 23ης Φεβρουαρίου 2005.

73      Δεδομένου ότι με τα υπομνήματά της η Ιταλική Δημοκρατία δεν προσκόμισε σαφείς ενδείξεις περί της ημερομηνίας κατά την οποία έλαβε το αντίγραφο της Αποφάσεως που συνάπτει στο δικόγραφο της προσφυγής της, το Πρωτοδικείο, στο πλαίσιο μέτρου οργανώσεως της διαδικασίας, την κάλεσε να προσδιορίσει συγκεκριμένα, προσκομίζοντας σχετικές αποδείξεις, την ημερομηνία κατά την οποία έλαβε αντίγραφο της Αποφάσεως που συνάπτεται στο δικόγραφο της προσφυγής της, καθώς και την πηγή από την οποία προέρχεται το αντίγραφο αυτό και τον τρόπο κτήσεώς του.

74      Με μια πρώτη απάντηση, την οποία κατέθεσε στη Γραμματεία στις 12 Ιουνίου 2008, η Ιταλική Δημοκρατία έκανε λόγο για ένα έγγραφο το οποίο ο μόνιμος αντιπρόσωπός της στην Ευρωπαϊκή Ένωση απηύθυνε στις 10 Μαρτίου 2005 στον γενικό γραμματέα της Επιτροπής, διαμαρτυρόμενη για τη μη δημοσίευση της ανακοινώσεως κενής θέσεως και στα ιταλικά, καθώς και τις απαντήσεις στο έγγραφο αυτό του αντιπροέδρου και του γενικού γραμματέα της Επιτροπής, αμφότερες της 6ης Απριλίου 2005. Η Ιταλική Δημοκρατία προσκόμισε αντίγραφα των τριών αυτών εγγράφων και ισχυρίστηκε ότι μόνον ύστερα από τα έγγραφα αυτά έλαβε γνώση του εσωτερικού εγγράφου SEC (2004) 638/6 της Επιτροπής, της 26ης Μαΐου 2004, ήτοι ενός εγγράφου διαφορετικού από την Απόφαση, μολονότι η τελευταία κάνει λόγο περί αυτού.

75      Με μια συμπληρωματική απάντηση, που κατέθεσε στη Γραμματεία στις 23 Ιουνίου 2008, η Ιταλική Δημοκρατία προσέθεσε ότι είχε λάβει το αντίγραφο της Αποφάσεως που συνάπτει στο δικόγραφο της προσφυγής «τυχαία» χάρη σε μιαν ένωση για την προώθηση της ιταλικής γλώσσας, χωρίς ωστόσο να διευκρινίζει την ημερομηνία κατά την οποία η ένωση αυτή της απέστειλε το εν λόγω αντίγραφο.

76      Έστω και αν η ασάφεια των απαντήσεων της Ιταλικής Δημοκρατίας είναι λυπηρό φαινόμενο, το Πρωτοδικείο διαπιστώνει ότι όχι μόνον η Επιτροπή δεν απέδειξε ότι η Ιταλική Δημοκρατία είχε γνώση της Αποφάσεως προ της 23ης Φεβρουαρίου 2005, αλλά και ότι, κατά τα λοιπά, υπάρχουν στη δικογραφία ορισμένα στοιχεία που συνηγορούν υπέρ της απόψεως ότι, κατά την ημερομηνία αυτή, η Ιταλική Δημοκρατία δεν είχε ακόμη καμία γνώση περί της υπάρξεως και του περιεχομένου της Αποφάσεως.

77      Έτσι, πρώτον, με το από 10 Μαρτίου 2005 έγγραφό του, ο μόνιμος αντιπρόσωπος της Ιταλικής Δημοκρατίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση διαμαρτυρήθηκε έντονα για τη μη δημοσίευση στα ιταλικά της ανακοινώσεως κενής θέσεως, αλλά δεν έκανε καμία μνεία της Αποφάσεως. Όμως, μπορεί λογικά να συναχθεί ότι η διαμαρτυρία αυτή αφορούσε επίσης την Απόφαση, αν η Ιταλική Δημοκρατία εγνώριζε ήδη την ύπαρξη και το περιεχόμενό της κατά την ημερομηνία του προαναφερθέντος εγγράφου.

78      Δεύτερον, το έγγραφο του γενικού γραμματέα της 6ης Απριλίου 2005, που απεστάλη σε απάντηση του εγγράφου της 10ης Μαρτίου 2005, κάνει λόγο μόνο για μια «πρακτική» συνιστάμενη στη δημοσίευση των ανακοινώσεων κενής θέσεως για θέσεις ανωτέρων στελεχών μόνο σε τρεις γλώσσες «η οποία ακολουθείται από τον τελευταίο Νοέμβριο», χωρίς να αναφέρει ότι η πρακτική αυτή στηριζόταν στην Απόφαση.

79      Ούτε το έγγραφο, επίσης της 6ης Απριλίου 2005, του αντιπροέδρου της Επιτροπής αποκάλυψε την ύπαρξη της Αποφάσεως, αλλά ανέφερε, με μια διατύπωση η οποία είναι, τουλάχιστον, διφορούμενη, ότι η πρακτική που συνίσταται στη δημοσίευση των εν λόγω ανακοινώσεων σε τρεις μόνο γλώσσες απέρρεε από το έγγραφο SEC (2004) 638/6 της Επιτροπής, του Μαΐου του 2004.

80      Τέλος, όσον αφορά τον ισχυρισμό της Ιταλικής Δημοκρατίας που προβάλλεται με το δικόγραφο της προσφυγής ότι έλαβε γνώση της Αποφάσεως «επ’ ευκαιρία της δημοσιεύσεως της ανακοινώσεως κενής θέσεως», ο ισχυρισμός αυτός δεν μπορεί να εκληφθεί υπό την έννοια ότι η Ιταλική Δημοκρατία έλαβε γνώση της υπάρξεως και του περιεχομένου της Αποφάσεως την ημέρα της δημοσιεύσεως της (9ης Φεβρουαρίου 2005), δεδομένου ότι, όπως ορθώς διατείνεται η Ιταλική Δημοκρατία, η ανακοίνωση κενής θέσεως ουδόλως αναφέρει την Απόφαση.

81      Υπό τις συνθήκες αυτές, ο ως άνω ισχυρισμός πρέπει να εκληφθεί υπό την έννοια ότι μόνον κατόπιν της δημοσιεύσεως της ανακοινώσεως κενής θέσεως η Ιταλική Δημοκρατία προέβη σε έρευνες στο πλαίσιο των οποίων έλαβε το αντίγραφο της Αποφάσεως που συνάπτεται στο δικόγραφο της προσφυγής, σε κάποια μεταγενέστερη χρονική στιγμή, η οποία δεν μπορεί να προσδιοριστεί με ακρίβεια. Πάντως, από κανένα στοιχείο της δικογραφίας δεν μπορεί να συναχθεί ότι η κρίσιμη ημερομηνία είναι προγενέστερη της 23ης Φεβρουαρίου 2005.

82      Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των ανωτέρω σκέψεων, πρέπει να θεωρηθεί ότι προσφυγή ασκήθηκε εμπροθέσμως, καθόσον αυτή στρέφεται τόσο κατά της Αποφάσεως όσο και κατά της ανακοινώσεως κενής θέσεως, δεδομένου ότι η εμπρόθεσμη άσκησή της κατά της τελευταίας αυτής πράξεως είναι αναμφισβήτητη.

 Επί της ουσίας

83      Η Ιταλική Δημοκρατία επικαλείται ένα μόνο λόγο αντλούμενο από παράβαση του άρθρου 12 ΕΚ, του άρθρου 22 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ενώσεως που θεσπίστηκε στις 7 Δεκεμβρίου 2000 στη Νίκαια (ΕΕ 2000, C 364, σ. 1), των άρθρων 1, 3, 4 και 5 του κανονισμού 1, του άρθρου 1δ, παράγραφος 1, και του άρθρου 27 του ΚΥΚ, του άρθρου 18 του εσωτερικού κανονισμού της Επιτροπής, καθώς και από παραβίαση των αρχών της απαγορεύσεως των διακρίσεων λόγω ιθαγενείας και του σεβασμού της γλωσσικής πολυμορφίας.

 Επιχειρήματα των διαδίκων

84      Η Ιταλική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι η Επιτροπή, προβλέποντας, με την Απόφαση, ότι οι ανακοινώσεις κενής θέσεως για θέσεις ανωτέρων στελεχών δεν θα συντάσσονται στην ιταλική γλώσσα και παραλείποντας να δημοσιεύσει την ανακοίνωση κενής θέσεως στα ιταλικά, παρέβη τα άρθρα 1, 3, 4 και 5 του κανονισμού 1, καθώς και το άρθρο 12 ΕΚ. Η Επιτροπή παρέβη επίσης το άρθρο 22 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, κατά το οποίο η Ένωση σέβεται την πολιτιστική, θρησκευτική και γλωσσική πολυμορφία. Πράγματι, κατά τη νομολογία, στο πλαίσιο μιας Κοινότητας στηριζόμενης στην αρχή της ελεύθερης κυκλοφορίας των προσώπων, η προστασία των δικαιωμάτων και των διευκολύνσεων των πολιτών στον γλωσσικό τομέα έχει ιδιαίτερη σημασία, οπότε κάθε δυσμενής διάκριση που στηρίζεται σε γλωσσικές γνώσεις απαγορεύεται (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 11ης Ιουλίου 1985, 137/84, Mutsch, Συλλογή 1985, σ. 2681, σκέψη 11· της 28ης Νοεμβρίου 1989, C-379/87, Groener, Συλλογή 1989, σ. 3967, σκέψη 13, και της 24ης Νοεμβρίου 1998, C-274/96, Bickel και Franz, Συλλογή 1998, σ. I-7637, σκέψεις 19 και 23).

85      Η Ιταλική Δημοκρατία προσθέτει ότι η αρχή της προστασίας της γλωσσικής πολυμορφίας της Κοινότητας επιβάλλεται ως θεμελιώδης επιταγή όσον αφορά όλα τα κοινοτικά όργανα, θεσμικά και μη. Η εφαρμογή του γλωσσικού καθεστώτος των οργάνων της Ευρωπαϊκής Ενώσεως δεν μπορεί να παρεκκλίνει από την αρχή αυτή. Το εν λόγω καθεστώς εξασφαλίζει την αναγνώριση των γλωσσικών δικαιωμάτων των πολιτών, που έχουν άμεση πρόσβαση στα κοινοτικά όργανα. Τούτο προκύπτει από την ιδιαίτερη φύση των δεσμών μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και των πολιτών της και, επομένως, πρέπει να θεωρείται ως άμεση έκφραση της γλωσσικής πολυμορφίας της Ευρωπαϊκής Ενώσεως.

86      Ασφαλώς, η τήρηση της αρχής της προστασίας της γλωσσικής πολυμορφίας πρέπει να συμβιβάζεται με τις ανάγκες της λειτουργίας των θεσμικών οργάνων και των διοικητικών υπηρεσιών τους, ανάγκες οι οποίες μπορούν να δικαιολογούν στην πράξη ορισμένους περιορισμούς της αρχής αυτής. Ωστόσο, οι σχετικοί περιορισμοί πρέπει να μην υπερβαίνουν ορισμένα όρια και να δικαιολογούνται από επιτακτικές δεσμεύσεις της λειτουργίας των θεσμικών οργάνων και των διοικητικών υπηρεσιών τους, ενώ δεν μπορούν να θίγουν την ουσία της αρχής που επιβάλλει στα κοινοτικά όργανα τον σεβασμό και τη χρήση όλων των επισήμων γλωσσών της Κοινότητας.

87      Συναφώς, η Ιταλική Δημοκρατία διακρίνει τρεις διαφορετικές καταστάσεις καλυπτόμενες από τον κανονισμό 1.

88      Πρώτον, στον τομέα της επικοινωνίας μεταξύ των κοινοτικών οργάνων και των πολιτών της Ενώσεως, η αρχή του σεβασμού της γλωσσικής πολυμορφίας επιβάλλει τη μεγαλύτερη δυνατή προστασία. Στην περίπτωση αυτή, η εν λόγω αρχή συνδέεται με τη θεμελιώδη αρχή της δημοκρατίας, ο σεβασμός της οποίας επιτάσσει, ειδικότερα, ότι τα υποκείμενα δικαίου της Κοινότητας, ήτοι τα κράτη μέλη και οι ευρωπαίοι πολίτες, πρέπει να έχουν ευχερώς πρόσβαση στη νομοθεσία της Κοινότητας και στα κοινοτικά όργανα που τη θεσπίζουν. Προς δικαιολόγηση παρεκκλίσεων από την αρχή του σεβασμού της γλωσσικής πολυμορφίας δεν είναι δυνατή η επίκληση τεχνικών δυσχερειών, τις οποίες ένα αποτελεσματικό στη λειτουργία του κοινοτικό όργανο μπορεί και οφείλει να υπερνικά.

89      Δεύτερον, στον τομέα των διοικητικών διαδικασιών, έχει επίσης ουσιώδη σημασία οι ενδιαφερόμενοι, κράτη μέλη ή πολίτες, να μπορούν να κατανοούν το κοινοτικό θεσμικό ή άλλο όργανο με το οποίο έρχονται σε επαφή. Για τον λόγο αυτό, το άρθρο 3 του κανονισμού 1 επιβάλλει τη χρησιμοποίηση, ως γλώσσας επικοινωνίας, της γλώσσας του ενδιαφερομένου. Ασφαλώς, στο πλαίσιο αυτό, είναι δυνατή η επιβολή περιορισμών στα γλωσσικά δικαιώματα των ενδιαφερομένων, που δικαιολογούνται από ανάγκες διοικητικής φύσεως (απόφαση του Δικαστηρίου της 9ης Σεπτεμβρίου 2003, C-361/01 P, Kik κατά ΓΕΕΑ, Συλλογή 2003, σ. I-8283, σκέψεις 92 έως 94). Εντούτοις, δυνάμει του άρθρου 290 ΕΚ, μόνον το Συμβούλιο, και όχι η Επιτροπή, μπορεί να προβλέψει διαφοροποιημένη μεταχείριση των επισήμων γλωσσών, προβαίνοντας σε σχετική επιλογή που να είναι πρόσφορη και σύμφωνη με την αρχή της αναλογικότητας, αποκλείουσα την επιβολή αδικαιολόγητων δυσμενών διακρίσεων μεταξύ των ευρωπαίων πολιτών.

90      Τρίτον, στο πλαίσιο της εσωτερικής λειτουργίας των κοινοτικών οργάνων, το άρθρο 6 του κανονισμού 1 παρέχει τη δυνατότητα σε κάθε όργανο να επιλέξει και να επιβάλει στους δικούς του υπαλλήλους τη χρησιμοποίηση μιας συγκεκριμένης γλώσσας ευρείας διαδόσεως. Εντούτοις, μολονότι στοιχειώδεις επιταγές σχετικές με την αποτελεσματικότητα της λειτουργίας του διοικητικού μηχανισμού μπορούν να δικαιολογούν την επιβολή ενός περιορισμένου αριθμού γλωσσών εργασίας, το εσωτερικό γλωσσικό καθεστώς δεν μπορεί να αγνοεί απολύτως το σύστημα των εξωτερικών ανακοινώσεων των κοινοτικών οργάνων. Κατά συνέπεια, η επιλογή μιας ή περισσοτέρων γλωσσών εργασίας σε εσωτερικό επίπεδο δεν μπορεί να γίνεται δεκτή παρά μόνον αν στηρίζεται σε αντικειμενικά και λειτουργικού χαρακτήρα στοιχεία και αν δεν εισάγει αδικαιολόγητα δυσμενείς διακρίσεις μεταξύ των πολιτών της Κοινότητας. Έτσι, στις διαδικασίες προσλήψεως προσωπικού ενός κοινοτικού οργάνου πρέπει να εξασφαλίζεται η συμμετοχή κάθε ατόμου που έχει τα αναγκαία προσόντα για να διοριστεί στην οικεία θέση εργασίας.

91      Εν προκειμένω, η δημοσίευση σε τρεις μόνο γλώσσες των ανακοινώσεων κενής θέσεως για θέσεις ανωτέρων στελεχών της Επιτροπής είναι αντίθετη όχι μόνον προς τον κανονισμό 1, αλλά και προς το άρθρο 18, τελευταίο εδάφιο, του εσωτερικού κανονισμού της Επιτροπής, καθώς και προς το άρθρο 1δ, παράγραφος 1, και το άρθρο 27 του ΚΥΚ.

92      Η Επιτροπή δικαιολόγησε το μέτρο αυτό λόγω των δυσχερειών που συνδέονται με τη μετάφραση τέτοιων ανακοινώσεων στις εννέα επίσημες γλώσσες των κρατών μελών που προσχώρησαν στην Κοινότητα την 1η Μαΐου 2004. Όμως, τέτοιες δυσχέρειες, καθαρά διοικητικής και οργανωτικής φύσεως, δεν μπορούν να δικαιολογήσουν την έλλειψη μεταφράσεως προς τις επίσημες γλώσσες άλλων κρατών μελών, καθόσον μάλιστα η δυνατότητα μεταφράσεως στις γλώσσες τους δεν δημιούργησε κανένα πρόβλημα στο παρελθόν.

93      Η έλλειψη μεταφράσεως της επίμαχης ανακοινώσεως κενής θέσεως στις γλώσσες των νέων κρατών μελών θα μπορούσε να δικαιολογηθεί, στο πλαίσιο λήψεως προσωρινών και μεταβατικών μέτρων, αν είχε δοθεί η δυνατότητα στους ενδεχόμενους υποψηφίους από τα κράτη αυτά να λάβουν σαφή γνώση των εν λόγω ανακοινώσεων με άλλους τρόπους. Συναφώς, η Ιταλική Δημοκρατία εκτιμά ότι οι υποψήφιοι αυτοί πρέπει να θεωρηθούν ως άτομα με ιδιαίτερα προσόντα, με εξοπλισμό που να τους παρέχει πρόσβαση σε πηγές πληροφόρησης, ώστε να είναι επαρκώς ενημερωμένοι. Επομένως, η δημοσίευση σε εθνικές εφημερίδες των νέων κρατών μελών αγγελίας σχετική με τη δημοσίευση ανακοινώσεως κενής θέσεως μη δημοσιευθείσας στη γλώσσα των εν λόγω κρατών ή μια σχετική πληροφορία εκ μέρους της Επιτροπής προς τις εθνικές αρχές των ιδίων κρατών θα μπορούσε να καλύψει την προσωρινή προσβολή του γλωσσικού καθεστώτος της Ευρωπαϊκής Ενώσεως.

94      Εντούτοις, η επιλογή της Επιτροπής να μη μεταφράσει τις επίμαχες ανακοινώσεις κενής θέσεως σε όλες τις επίσημες γλώσσες, παρά μόνο σε τρεις, δεν είναι εύλογη, καθόσον, προς αποφυγή μιας δυσμενούς διακρίσεως σε βάρος των γλωσσών των νέων κρατών μελών, η Επιτροπή εισήγαγε μιαν άλλη διάκριση, σε βάρος των περισσοτέρων επισήμων γλωσσών των παλαιών κρατών μελών. Έτσι, η κάλυψη μιας δυσμενούς διακρίσεως μέσω της αυξήσεως του αριθμού των τομέων και των γλωσσών που αποτελούν το αντικείμενο της δυσμενούς διακρίσεως κατέστησε ακόμη μεγαλύτερο το πρόβλημα αντί να οδηγήσει στη λύση του.

95      Η παράλογη αυτή επιλογή αντιβαίνει επίσης προς την αρχή της αναλογικότητας, καθόσον συνεπάγεται ένα πλεονέκτημα και την παροχή προτεραιότητας σε μια περιορισμένη ομάδα γλωσσών, ήτοι στην αγγλική, τη γαλλική και τη γερμανική. Ασφαλώς, το άρθρο 6 του κανονισμού 1 επιτρέπει στα κοινοτικά όργανα να προσδιορίζουν τις λεπτομέρειες εφαρμογής του γλωσσικού καθεστώτος της Κοινότητας με τους εσωτερικούς κανονισμούς τους. Όμως, κανένας γραπτός κανόνας δεν αναφέρει ότι οι τρεις αυτές γλώσσες είναι οι εσωτερικές γλώσσες εργασίας της Επιτροπής. Επιπλέον, οι ανακοινώσεις κενής θέσεως περί των οποίων γίνεται λόγος το άρθρο 29, παράγραφος 2, του ΚΥΚ δεν εμπίπτουν στο εσωτερικό γλωσσικό καθεστώς των κοινοτικών οργάνων. Κατά συνέπεια, η ενδεχόμενη χρησιμοποίηση εκ μέρους της Επιτροπής περιορισμένου αριθμού γλωσσών για τις εσωτερικές διαδικασίες δεν μπορεί να έχει αντίκτυπο ούτε επί του γλωσσικού καθεστώτος της Κοινότητας, όπως το καθόρισε το Συμβούλιο κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 290 ΕΚ, ούτε επί των λεπτομερειών εφαρμογής σχετικά με την πρόσληψη του προσωπικού των κοινοτικών οργάνων.

96      Με το υπόμνημα απαντήσεως η Ιταλική Δημοκρατία προσθέτει ότι η κατάσταση που δημιουργήθηκε μετά τη διεύρυνση της Ενώσεως, την 1η Μαΐου 2004, δεν μπορεί να δικαιολογήσει κάποια χειροτέρευση όσον αφορά το επίπεδο της νομικής μεταχειρίσεως των γλωσσών των κρατών μελών στο πλαίσιο μέτρου εσωτερικής οργανώσεως. Η διεύρυνση αυτή θα μπορούσε να δικαιολογήσει, το πολύ, μια διαφοροποιημένη μεταχείριση των γλωσσών των νέων κρατών μελών, τούτο δε μόνο για μια μεταβατική περίοδο και με απόφαση του Συμβουλίου, εκδιδόμενη με ομοφωνία, σύμφωνα με το άρθρο 290 ΕΚ. Ελλείψει μιας τέτοιας αποφάσεως του Συμβουλίου, το επίμαχο μέτρο της Επιτροπής πάσχει λόγω απόλυτης αναρμοδιότητας και, επομένως, πρέπει να κηρυχθεί παράνομο. Το γεγονός απλώς και μόνον ότι η Απόφαση εκδόθηκε από το σώμα των Επιτρόπων και όχι από μια Γενική Διεύθυνση της Επιτροπής δεν μπορεί να συνεπάγεται τη νομιμότητά της, καθόσον, εν προκειμένω, το ανακύπτον ζήτημα δεν αφορά την αναρμοδιότητα κάποιου εσωτερικού οργάνου της Επιτροπής, αλλά την έλλειψη αρμοδιότητας της ίδιας της Επιτροπής.

97      Πρώτον, το Βασίλειο της Ισπανίας επικαλείται την αναρμοδιότητα της Επιτροπής, καθόσον το Συμβούλιο δεν έλαβε κανένα μέτρο που να παρέχει την εξουσία στην Επιτροπή να εκδώσει την Απόφαση και να τη θέσει σε εφαρμογή. Οι σοβαρές συνέπειες που έχει η Απόφαση δεν μπορούν να γίνουν αποδεκτές χωρίς προηγούμενη απόφαση του Συμβουλίου, η οποία αποτελεί τη νομική βάση των μέτρων που λαμβάνει η Επιτροπή.

98      Δεύτερον, το Βασίλειο της Ισπανίας επικαλείται ανεπαρκή αιτιολογία της Αποφάσεως. Όπως και η Ιταλική Δημοκρατία, το Βασίλειο της Ισπανίας εκτιμά ότι προβλήματα σχετικά με τις δυνατότητες μεταφράσεως προς τις γλώσσες των νέων κρατών μελών δεν μπορούν να δικαιολογούν τη μη μετάφραση της ανακοινώσεως κενής θέσεως σε όλες τις γλώσσες εκτός από τρεις. Προσθέτει ότι, αν οι ανακοινώσεις κενής θέσεως μεταφράζονταν έστω και μερικώς σε όλες τις γλώσσες, προς δημοσίευση σχετικών αγγελιών στον Τύπο, τίποτα δεν θα εμπόδιζε τη δημοσίευση των ανακοινώσεων αυτών, σε όλες τις γλώσσες, και στην Επίσημη Εφημερίδα. Τέλος, το Βασίλειο της Ισπανίας υπενθυμίζει ότι, εν προκειμένω, η ανακοίνωση κενής θέσεως απευθυνόταν στους υποψηφίους από όλα τα κράτη μέλη και όχι μόνον σε εκείνους από τα νέα κράτη μέλη.

99      Τρίτον, το Βασίλειο της Ισπανίας συμμερίζεται τα επιχειρήματα της Ιταλικής Δημοκρατίας, κατά τα οποία η δημοσίευση των ανακοινώσεων κενής θέσεως τις οποίες αφορά η Απόφαση μόνο σε τρεις γλώσσες παρέχει μια προτεραιότητα στις γλώσσες αυτές, κατά παράβαση των αρχών της απαγορεύσεως των διακρίσεων και της αναλογικότητας. Επιπλέον, κατά το Βασίλειο της Ισπανίας η Επιτροπή δεν παρέσχε καμία δικαιολογία για την επιλογή των τριών επίμαχων γλωσσών.

100    Τέλος, το Βασίλειο της Ισπανίας εκτιμά ότι, αντιθέτως προς όσα ισχυρίζεται η Επιτροπή, δεν είναι δυνατός κανένας παραλληλισμός μεταξύ τής υπό κρίση υποθέσεως και εκείνης που οδήγησε στην απόφαση Ισπανία κατά Eurojust, σκέψη 20 ανωτέρω. Πράγματι, οι προσκλήσεις της Eurojust προς υποβολή υποψηφιοτήτων, που αμφισβητούνταν στην τελευταία αυτή υπόθεση, δημοσιεύθηκαν σε όλες τις γλώσσες. Επομένως, όλοι οι ενδιαφερόμενοι έτυχαν της ίδιας μεταχειρίσεως, ανεξάρτητα από την ιθαγένειά τους. Αντιθέτως, εν προκειμένω, ένας Ισπανός που θα επιθυμούσε να υποβάλει υποψηφιότητα για τη θέση του γενικού διευθυντή του OLAF, ήταν υποχρεωμένος να διαβάσει, μια συγκεκριμένη ημέρα, μια συγκεκριμένη μόνον ισπανική εφημερίδα, καθόσον δεν μπορεί να επιβάλλεται σε κάποιον να συμβουλεύεται τις εκδόσεις της Επίσημης Εφημερίδας σε γλώσσες διαφορετικές από τη μητρική του. Έτσι, κατά το Βασίλειο της Ισπανίας, η δημοσίευση της ανακοινώσεως κενής θέσεως μόνο στην αγγλική, τη γαλλική και τη γερμανική έκδοση της Επίσημης Εφημερίδας, αρκεί καθαυτή για να επιφέρει την ακύρωσή της. Επιπλέον, η Eurojust δεν είχε παράσχει καμία δικαιολογία για τις γλωσσικού χαρακτήρα διαφορές που περιελάμβαναν οι προσκλήσεων της προς υποβολή υποψηφιοτήτων. Εν προκειμένω, αντιθέτως, για τον αποκλεισμό ορισμένων γλωσσών που αποφάσισε η Επιτροπή δόθηκε μια δικαιολογία συνδεόμενη με την έλλειψη δυνατότητας μεταφράσεως των ανακοινώσεων κενής θέσεως στις γλώσσες των νέων κρατών μελών. Όμως, η δικαιολογία αυτή δεν μπορεί να σημαίνει ότι το επίμαχο μέτρο είναι πρόσφορο ή σύμφωνο προς την αρχή της αναλογικότητας.

101    Η Δημοκρατία της Λεττονίας συμμερίζεται την επιχειρηματολογία της Ιταλικής Δημοκρατίας και υποστηρίζει ότι η Απόφαση προσβάλλει τις αρχές της ασφαλείας δικαίου, της απαγορεύσεως των διακρίσεων και της αναλογικότητας.

102    Πρώτον, η Δημοκρατία της Λεττονίας ισχυρίζεται ότι, λαμβανομένων υπόψη των άρθρων 4 και 5 του κανονισμού 1, τα άτομα που επιθυμούν να υποβάλουν υποψηφιότητα για θέσεις ανωτέρων στελεχών της Επιτροπής μπορούν ευλόγως να αναμένουν ότι οι οικείες ανακοινώσεις κενής θέσεως θα δημοσιεύονται στην Επίσημη Εφημερίδα σε όλες τις επίσημες γλώσσες. Όμως, η ίδια η Απόφαση δεν δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα, για να ενημερώσει τους ενδεχόμενους υποψηφίους με μητρική γλώσσα διαφορετική από την αγγλική, τη γαλλική ή τη γερμανική περί του ότι, έκτοτε, δεν θα μπορούν να συμβουλεύονται τις ανακοινώσεις κενής θέσεως για θέσεις ανωτέρων στελεχών παρά μόνον στις εκδόσεις της Επίσημης Εφημερίδας που δημοσιεύονται σ’ αυτές τις τρεις γλώσσες. Η κατάσταση αυτή συνιστά προσβολή της αρχής της ασφαλείας δικαίου.

103    Δεύτερον, η Δημοκρατία της Λεττονίας υποστηρίζει ότι η δημοσίευση των ανακοινώσεως κενής θέσεως της Επιτροπής για θέσεις ανωτέρων στελεχών μόνο στα αγγλικά, τα γαλλικά και τα γερμανικά παρέχει ένα αδικαιολόγητο πλεονέκτημα στους πολίτες ορισμένων κρατών μελών κατά παραβίαση της αρχής της απαγορεύσεως των διακρίσεων. Συναφώς, η Δημοκρατία της Λεττονίας υποστηρίζει ότι, μολονότι ούτε στις θεμελιώδεις διατάξεις του κοινοτικού δικαίου ούτε στη νομολογία υπάρχει κάποια άμεση αναφορά σε μια αρχή της ισότητας των γλωσσών, η αρχή αυτή, ως ειδική έκφανση της απαγορεύσεως των διακρίσεων λόγω ιθαγενείας, απορρέει από το άρθρο 12 ΕΚ, δεδομένου ότι η γνώση μιας γλώσσας συνδέεται άμεσα με την ιθαγένεια. Ακόμη, η ύπαρξη της αρχής της ισότητας των γλωσσών δεν αποκλείστηκε με την απόφαση Kik κατά ΓΕΕΑ, σκέψη 89 ανωτέρω, και απορρέει επίσης από το άρθρο 1 του κανονισμού 1, καθώς και από το άρθρο 314 ΕΚ.

104    Τρίτον, η Δημοκρατία της Λεττονίας εκτιμά ότι παρατηρήσεις οικονομικής φύσεως ή ενδεχόμενα προβλήματα σχετικά με τις δυνατότητες μεταφράσεως δεν μπορούν να δικαιολογούν μια δυσμενή διάκριση μεταξύ των γλωσσών. Εξάλλου, τα επιχειρήματα της Επιτροπής περί του αναγκαίου κόστους είναι αμφίβολης σημασίας, καθόσον αντίστοιχοι ανθρώπινοι και οικονομικοί πόροι ήταν αναγκαίοι για τη μετάφραση και τη δημοσίευση αγγελιών στον εθνικό Τύπο των κρατών μελών. Επιπλέον, η Επιτροπή μπορούσε να αποφύγει τον φόρτο εργασίας των μεταφραστικών υπηρεσιών της επιλέγοντας να μη μεταφράσει σε όλες τις γλώσσες άλλα κείμενα λιγότερα σημαντικά, όπως είναι οι ατομικές αποφάσεις οι οποίες, ως τέτοιες, αφορούν ένα μόνον ενδιαφερόμενο. Τέλος, η Επιτροπή, λαμβάνοντας υπόψη την πείρα που αποκτήθηκε κατά τις προηγούμενες διευρύνσεις της Ενώσεως, όφειλε να προετοιμαστεί εγκαίρως, προκειμένου να εξασφαλίσει και να ενισχύσει τα αναγκαία μέσα προς αντιμετώπιση των ενδεχόμενων προβλημάτων σχετικά με τις δυνατότητες μεταφράσεως, κατόπιν της διευρύνσεως του 2004.

105    Τέλος, η Δημοκρατία της Λεττονίας εκτιμά ότι, εν προκειμένω, προσβλήθηκε και η αρχή της αναλογικότητας. Η Επιτροπή δεν έπραξε ό,τι μπορούσε για να περιορίσει τις δυσχέρειες που απορρέουν από τη μη δημοσίευση των επίμαχων ανακοινώσεως κενής θέσεως σε όλες τις επίσημες γλώσσες. Συναφώς, δεν αρκεί ούτε η σχετική με τη δημοσίευση των ανακοινώσεων στην Επίσημη Εφημερίδα επιλογή των τριών περισσότερο χρησιμοποιούμενων γλωσσών στην Ένωση, ούτε η δημοσίευση, στις άλλες γλώσσες, αγγελιών στον εθνικό Τύπο. Ο εθνικός Τύπος δεν μπορεί να εξομοιωθεί με την Επίσημη Εφημερίδα. Θα μπορούσε να δημοσιευθεί, τουλάχιστον, στις άλλες εκδόσεις της Επίσημης Εφημερίδας, παράλληλα με τη δημοσίευση των αγγελιών στις εφημερίδες των κρατών μελών, μια γενική περιγραφή κάθε θέσεως, με τη μνεία ότι το σύνολο των σχετικών πληροφοριών είναι διαθέσιμο στις εκδόσεις στα αγγλικά, τα γαλλικά και τα γερμανικά.

106    Η Επιτροπή παρατηρεί ότι η επιχειρηματολογία της Ιταλικής Δημοκρατίας επαναλαμβάνει, σχεδόν αυτούσιες, ορισμένες παρατηρήσεις περιλαμβανόμενες στις προτάσεις του γενικού εισαγγελέα L. M. Poiares Maduro υπό την απόφαση Ισπανία κατά Eurojust, σκέψη 20 ανωτέρω (Συλλογή 2005, σ. I-2079). Η Επιτροπή υπογραμμίζει τη διαφορά επί της ουσίας μεταξύ της υποθέσεως αυτής και της υπό κρίση, καθόσον, σε αντίθεση προς την περίπτωση που αποτελεί το αντικείμενο των προαναφερθεισών προτάσεων του γενικού εισαγγελέα L. M. Poiares Maduro υπό την απόφαση Ισπανία κατά Eurojust, η Απόφαση και η ανακοίνωση κενής θέσεως που προσβάλλονται εν προκειμένω δεν περιλαμβάνουν καμία ένδειξη σχετική με την αναγκαία γνώση συγκεκριμένων κοινοτικών γλωσσών. Παρά ταύτα, κατά την Επιτροπή, από την προσεκτική και συνολική ανάγνωση των προαναφερθεισών προτάσεων του γενικού εισαγγελέα L. M. Poiares Maduro υπό την απόφαση Ισπανία κατά Eurojust προκύπτει ότι η ενέργεια της Επιτροπής εν προκειμένω, επαρκώς περιορισμένη χρονικά και σε πλήρη αρμονία με το γλωσσικό καθεστώς που ισχύει στην Επιτροπή, πρέπει να θεωρηθεί σύμφωνη προς την αρχή της γλωσσικής πολυμορφίας και, επομένως, δικαιολογημένη, πρόσφορη και σύμφωνη με την αρχή της αναλογικότητας.

107    Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η δημοσίευση μιας ανακοινώσεως κενής θέσεως για θέσεις υψηλοβάθμων στελεχών έχει ουσιαστικά ως σκοπό να ενημερώσει έναν περιορισμένο αριθμό υποψηφίων με ιδιαίτερα προσόντα περί της υπάρξεως μιας τέτοιας κενής θέσεως, για την οποία απαιτούνται ορισμένες ιδιαίτερες ικανότητες και μεγάλη επαγγελματική πείρα. Η ανακοίνωση αυτή απευθύνεται ασφαλώς στο κοινό και μπορεί να προσβληθεί από τους υποψηφίους. Εντούτοις, πρέπει να θεωρηθεί ταυτόχρονα ως πράξη εκδιδόμενη προς το συμφέρον της υπηρεσίας και αφορώσα πλέον ευθέως την εσωτερική οργάνωση της Επιτροπής. Συναφώς, αποτελεί την προβολή προς τα έξω εσωτερικών μέτρων διοικητικού χαρακτήρα τα οποία λαμβάνει η Επιτροπή με σκοπό την εύρυθμη λειτουργία της. Κατά συνέπεια, τέτοιες ανακοινώσεις δεν εμπίπτουν στις εξωτερικές σχέσεις της Επιτροπής.

108    Επομένως, κατά την Επιτροπή, ούτε η Απόφαση ούτε η ανακοίνωση κενής θέσεως είναι πράξεις που πρέπει να δημοσιεύονται σε όλες τις επίσημες γλώσσες βάσει του άρθρου 4 του κανονισμού 1. Γενικότερα, από τη νομολογία προκύπτει ότι ο κανονισμός 1 δεν εφαρμόζεται στις σχέσεις μεταξύ των κοινοτικών οργάνων και των υπαλλήλων τους. Η Επιτροπή εκτιμά ότι το συμπέρασμα αυτό ισχύει επίσης για τους υποψηφίους των διαγωνισμών που προκηρύσσουν τα κοινοτικά όργανα, καθόσον η νομολογία αντιμετωπίζει τους υποψηφίους αυτούς πάντοτε με τον ίδιο τρόπο όπως και τους υπαλλήλους των κοινοτικών οργάνων.

109    Κατά την Επιτροπή, το εσωτερικό γλωσσικό καθεστώς των κοινοτικών οργάνων, των οποίων οι ανακοινώσεις κενής θέσεως αποτελούν μιαν εξωτερική έκφανση του καθεστώτος αυτού, δεν προβλέπει δικαίωμα χρησιμοποιήσεως της γλώσσας που επιλέγει ο υπάλληλος ή ο υποψήφιος σε μια διαδικασία προσλήψεως στο πλαίσιο επαγγελματικών σχέσεων με το οικείο κοινοτικό όργανο. Αντιθέτως, αυτό το οποίο έχει ιδιαίτερη σημασία από πλευράς επικοινωνίας με το κοινοτικό όργανο και το προσωπικό του ή με τους εξωτερικούς υποψηφίους είναι η δυνατότητα των εν λόγω υπαλλήλων ή υποψηφίων να λαμβάνουν λυσιτελώς γνώση των διατάξεων που τους αφορούν.

110    Η ιδιαίτερη κατάσταση στην οποία βρίσκονται οι υποψήφιοι τους οποίους αφορούν οι ανακοινώσεις προκηρύξεως διαγωνισμού ή οι ανακοινώσεις κενής θέσεως όπως η προσβαλλόμενη, δικαιολογεί, κατά την Επιτροπή, τη χρησιμοποίηση, κατά τις διαδικασίες προσλήψεως προσωπικού, γλωσσών ευρείας διαδόσεως, τις οποίες καθορίζει το οικείο κοινοτικό όργανο. Συναφώς, η ύπαρξη μιας αναγκαίας σχέσεως μεταξύ των γλωσσών που χρησιμοποιούνται και των αρμοδιοτήτων που απαιτούνται για την άσκηση των οικείων καθηκόντων, καθώς και η έλλειψη υπερβολικής ζημίας σε βάρος των εννόμων συμφερόντων των ενδεχόμενων υποψηφίων, αποτελούν το όριο της διακριτικής ευχέρειας του κοινοτικού οργάνου .

111    Η Επιτροπή σημειώνει ότι κάθε κοινοτικό όργανο, κατά την άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας, μπορεί επίσης να απαιτεί από υποψηφίους για θέση εργασίας τη γνώση συγκεκριμένων επισήμων γλωσσών, σε συνάρτηση με τις αντικειμενικές ανάγκες της υπηρεσίας. Εντούτοις, κάτι τέτοιο δεν συντρέχει εν προκειμένω, διότι η ανακοίνωση κενής θέσεως δεν περιλαμβάνει καμία ειδική προϋπόθεση σχετικά με τη γνώση μιας των τριών γλωσσών ευρείας διαδόσεως της Επιτροπής, στις οποίες δημοσιεύθηκε η ανακοίνωση αυτή. Η εν λόγω ανακοίνωση απαιτεί μόνον τα έγγραφα υποβολής υποψηφιότητας να συντάσσονται σε μία από τις γλώσσες αυτές. Επομένως, η ανακοίνωση κενής θέσεως δεν είναι, αυτή καθαυτή, ικανή να προκαλέσει ζημία σε βάρος των συμφερόντων των ενδεχόμενων υποψηφίων όσον αφορά τις γλωσσικές τους γνώσεις. Η Επιτροπή εκτιμά ότι, λαμβάνοντας υπόψη τη φύση των καθηκόντων και της αποστολής του γενικού διευθυντή του OLAF, που απαιτούν ικανότητα εργασίας σε ένα περίπλοκο πολυπολιτισμικό περιβάλλον, μπορούσε κάλλιστα να ζητήσει από τους υποψηφίους για την ως άνω θέση να γνωρίζουν μία από τις τρεις γλώσσες εσωτερικής επικοινωνίας του κοινοτικού οργάνου. Πράγματι, διαπιστώνεται σαφώς η ύπαρξη μιας σχέσεως μεταξύ της χρησιμοποιήσεως των τριών αυτών γλωσσών και των ειδικών ικανοτήτων που απαιτούνται για την άσκηση των ως άνω καθηκόντων, όπως αυτά περιγράφονται στην ανακοίνωση κενής θέσεως.

112    Εν πάση περιπτώσει, η Επιτροπή εκτιμά ότι δεν υπάρχει καμία απόδειξη περί υπαρκτής ζημίας σε βάρος των υποψηφίων τους οποίους αφορά η ανακοίνωση κενής θέσεως λόγω της δημοσιεύσεώς της σε τρεις μόνο γλώσσες. Η δημοσίευση αυτή πραγματοποιήθηκε στο σύνολο της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, περιλαμβανομένης της ιταλικής επικρατείας, και, κατά συνέπεια, κάθε Ιταλός πολίτης που πληροί τις προϋποθέσεις που θέτει η ανακοίνωση κενής θέσεως μπορούσε να υποβάλει την υποψηφιότητά του. Πράγματι, υπήρξαν πολυάριθμοι Ιταλοί υπήκοοι που υποψηφιότητα, καθόσον αντιπροσωπεύουν περίπου το 14 % του συνολικού αριθμού υποψηφίων και μόνον οι υποψήφιοι μιας άλλης χώρας της Ενώσεως είναι κατά τι πολυπληθέστεροι από αυτούς. Επιπλέον, οι Ιταλοί υποψήφιοι είναι όχι μόνον πολύ περισσότεροι από τους γερμανόφωνους υποψηφίους, αλλά είναι μάλιστα τριπλάσιοι των αγγλόφωνων υποψηφίων. Η Επιτροπή συνάγει από τα στοιχεία αυτά ότι ο γλωσσικός παράγων δεν είχε καμία επίπτωση επί της υποβολής υποψηφιοτήτων και δεν μπορούσε να έχει αποτρεπτικό χαρακτήρα έναντι των ευρωπαίων πολιτών με μητρική γλώσσα διαφορετική από εκείνες στις οποίες δημοσιεύθηκε η ανακοίνωση κενής θέσεως. Εξάλλου, δεν υποβλήθηκε στην Επιτροπή καμία ένσταση όσον αφορά το επιλεγέν γλωσσικό καθεστώς, πράγμα από το οποίο μπορεί να συναχθεί ότι οι υποψήφιοι τους οποίους αφορούσε η ανακοίνωση κενής θέσεως δεν υπέστησαν δυσμενή διάκριση λόγω της γλώσσας ή της ιθαγενείας τους.

113    Τέλος, η Επιτροπή εκτιμά ότι, λαμβανομένων υπόψη των ευρύτατα γνωστών μεταφραστικών δυσχερειών, η ρεαλιστική λύση την οποία επέλεξε εν προκειμένω οφείλεται σε μεγάλο βαθμό σε σκέψεις συνδεόμενες με την αποτελεσματικότητα και την απρόσκοπτη λειτουργία του κοινοτικού αυτού οργάνου, ενώ, όπως φαίνεται, δεν αποκλίνει ιδιαίτερα από εκείνη που περιγράφεται στις σκέψεις 92 έως 94 της αποφάσεως Kik κατά ΓΕΕΑ, σκέψη 89 ανωτέρω.

 Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

114    Πρώτον, το Πρωτοδικείο υπενθυμίζει ότι η Απόφαση ισχύει μόνο για τις εξωτερικές δημοσιεύσεις στην Επίσημη Εφημερίδα των ανακοινώσεως κενής θέσεως για θέσεις ανωτέρων στελεχών της Επιτροπής.

115    Δεύτερον, πρέπει να σημειωθεί ότι καμία διάταξη και καμία αρχή του κοινοτικού δικαίου δεν επιβάλλουν οι δημοσιεύσεις αυτές να πραγματοποιούνται συστηματικά σε όλες τις επίσημες γλώσσες.

116    Ασφαλώς, ναι μεν τέτοιες θέσεις ενδέχεται να ενδιαφέρουν υποψηφίους από κάθε κράτος μέλος. Εντούτοις, όπως έχει δεχθεί το Δικαστήριο, οι πολυάριθμες αναφορές της Συνθήκης ΕΚ στη χρήση γλωσσών εντός της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, μεταξύ των οποίων, ιδίως, τα άρθρα 290 ΕΚ και 314 ΕΚ, που επικαλείται η Ιταλική Δημοκρατία και οι παρεμβαίνουσες, δεν μπορούν να θεωρηθούν ως αποτελούσες την έκφραση μιας γενικής αρχής του κοινοτικού δικαίου που εξασφαλίζει σε κάθε πολίτη το δικαίωμα να συντάσσεται στη γλώσσα του, σε όλες τις περιπτώσεις, ο,τιδήποτε μπορεί να επηρεάσει τα συμφέροντά του (απόφαση Kik κατά ΓΕΕΑ, σκέψη 89 ανωτέρω, σκέψη 82).

117    Ακόμη, δεν μπορεί να συναχθεί ούτε από τον κανονισμό 1 μια τέτοια αρχή, που συνεπάγεται την υποχρέωση των κοινοτικών οργάνων να δημοσιεύουν συστηματικά στην Επίσημη Εφημερίδα τις επίμαχες ανακοινώσεις κενής θέσεως σε όλες τις επίσημες γλώσσες. Έχει γίνει δεκτό ότι ο κανονισμός αυτός δεν εφαρμόζεται στις σχέσεις μεταξύ των κοινοτικών οργάνων και των υπαλλήλων τους, καθόσον καθορίζει αποκλειστικά το γλωσσικό καθεστώς που ισχύει μεταξύ οργάνων της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και κράτους μέλους ή ατόμου υπαγομένου στη δικαιοδοσία κάποιου από τα κράτη μέλη αυτά (απόφαση του Πρωτοδικείου της 5ης Οκτωβρίου 2005, T-203/03, Rasmussen κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2005, σ. I-A-279 και II-1287, σκέψη 60).

118    Οι κοινοτικοί υπάλληλοι, καθώς και οι υποψήφιοι για τέτοιες θέσεις, υπάγονται στην αποκλειστική αρμοδιότητα των κοινοτικών δικαιοδοτικών οργάνων όσον αφορά την εφαρμογή των διατάξεων του ΚΥΚ, περιλαμβανομένων εκείνων που αφορούν την πρόσληψη σε κάποιο κοινοτικό όργανο. Επιπλέον, το άρθρο 6 του κανονισμού 1 επιτρέπει ρητά στα κοινοτικά όργανα να προσδιορίζουν τις λεπτομέρειες εφαρμογής του γλωσσικού καθεστώτος με τους εσωτερικούς κανονισμούς τους (βλ., επ’ αυτού, απόφαση του Πρωτοδικείου της 7ης Φεβρουαρίου 2001, T-118/99, Bonaiti Brighina κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2001, σ. I-A-25 και II-97, σκέψη 13).

119    Η εξομοίωση προς τους κοινοτικούς υπαλλήλους των υποψηφίων για τέτοιες θέσεις, στον τομέα του εφαρμοστέου γλωσσικού καθεστώτος, δικαιολογείται από το ότι οι εν λόγω υποψήφιοι έρχονται σε επαφή με κοινοτικό όργανο αποκλειστικά για να προσληφθούν σε θέση εργασίας σ’ αυτό ως μόνιμοι ή μη μόνιμοι υπάλληλοι, θέση για την οποία, όπως εκτίθεται κατωτέρω, απαιτούνται ορισμένες γλωσσικές γνώσεις, τις οποίες μπορούν να απαιτούν οι κοινοτικές διατάξεις που ισχύουν όσον αφορά την πρόσληψη στην οικεία θέση.

120    Ούτε το άρθρο 18 του εσωτερικού κανονισμού της Επιτροπής, που επίσης επικαλείται η Ιταλική Δημοκρατία, επιβάλλει κάποια υποχρέωση συστηματικής δημοσιεύσεως σε όλες τις γλώσσες των ανακοινώσεων κενής θέσεως για εργασία στην Επιτροπή. Το άρθρο αυτό δεν ασκεί επιρροή εν προκειμένω, δεδομένου ότι ισχύει, όπως το ίδιο ορίζει, μόνο για τις πράξεις περί των οποίων γίνεται λόγος στα άρθρα 249 ΕΚ και 161 EA και όχι για τις πράξεις, όπως οι ανακοινώσεις κενής θέσεως, τις οποίες εκδίδει η Επιτροπή ως αρμόδια για τους διορισμούς αρχή (στο εξής: ΑΔΑ), υπό την έννοια των εφαρμοστέων διατάξεων του ΚΥΚ.

121    Τέλος, ο ΚΥΚ, αφενός, δεν περιλαμβάνει καμία διάταξη που να επιβάλλει τη δημοσίευση των ανακοινώσεων κενής θέσεως σε όλες τις επίσημες γλώσσες και, αφετέρου, με το άρθρο 29, παράγραφος 2, παρέχει στην ΑΔΑ τη δυνατότητα να ακολουθεί τη διαδικασία εκείνη την οποία κρίνει πρόσφορη για την πρόσληψη υψηλοβάθμων στελεχών.

122    Επομένως, η Επιτροπή εδικαιούτο εν προκειμένω να εκδώσει την Απόφαση για να ρυθμίσει, στο πλαίσιο της εξουσίας που της παρέχουν το άρθρο 6 του κανονισμού 1 και το άρθρο 29, παράγραφος 2, του ΚΥΚ, το ζήτημα των γλωσσών δημοσιεύσεως προς το κοινό των ανακοινώσεων κενής θέσεως προκειμένου περί υψηλοβάθμων στελεχών, ζήτημα που αποτελεί, όπως προαναφέρθηκε, ειδική πτυχή των διαδικασιών προσλήψεως προσωπικού υπαγομένου στην κατηγορία αυτή. Επομένως, κακώς η Ιταλική Δημοκρατία και οι παρεμβαίνοντες διάδικοι επικαλούνται αναρμοδιότητα της Επιτροπής προς έκδοση της Αποφάσεως.

123    Τρίτον, όσον αφορά τη φερόμενη ανεπαρκή αιτιολογία της Αποφάσεως, ζήτημα το οποίο προέβαλε το Βασίλειο της Ισπανίας ως προς το οποίο όμως, εν πάση περιπτώσει, εναπόκειται στο Πρωτοδικείο να εξετάζει ακόμα και αυτεπαγγέλτως, πρέπει να υπομνησθεί ότι η έκταση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως εξαρτάται από τη φύση της οικείας πράξεως και, προκειμένου για πράξεις που προορίζονται να τύχουν γενικής εφαρμογής, η αιτιολογία μπορεί να περιορίζεται στο να αναφέρει, αφενός, την όλη κατάσταση που οδήγησε στην έκδοσή της και, αφετέρου, τους γενικούς σκοπούς που η πράξη αυτή επιδιώκει (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 13ης Μαρτίου 1968, 5/67, Beus, Συλλογή τόμος 1965-1968, σ. 705, και της 19ης Νοεμβρίου 1998, C-284/94, Ισπανία κατά Συμβουλίου, Συλλογή 1998, σ. I-7309, σκέψη 28).

124    Διαπιστώνεται ότι, εν προκειμένω, η Απόφαση είναι σύμφωνη προς τους προαναφερθέντες κανόνες περί αιτιολογήσεως, καθόσον εκθέτει τη γενική κατάσταση που οδήγησε στην έκδοσή της και τους γενικούς σκοπούς που επιδιώκει, με αναφορά στις δυνατότητες πραγματοποιήσεως μεταφράσεων της Γενικής Διευθύνσεως Μεταφράσεως της Επιτροπής. Από την ανάγνωση της Αποφάσεως και των εγγράφων στα οποία αυτή παραπέμπει (βλ. σκέψεις 5 έως 7, 14 και 15 ανωτέρω) καθίσταται σαφές ότι αυτή, λαμβανομένης υπόψη της στενότητας των μεταφραστικών πόρων, αποσκοπεί να μειώσει τη ζήτηση μεταφράσεων προκειμένου αυτή να μην υπερβεί τις διαθέσιμες δυνατότητες.

125    Κακώς η Ιταλική Δημοκρατία και οι παρεμβαίνουσες επικαλούνται, συναφώς, κάποια ανακολουθία μεταξύ της στενότητας σε σχέση με τις δυνατότητες πραγματοποιήσεως μεταφράσεων προς τις γλώσσες των νέων κρατών μελών και της ελλείψεως μεταφράσεως σε όλες τις γλώσσες των παλαιών κρατών μελών των ανακοινώσεων κενής θέσεως προκειμένου για πρόσληψη υψηλοβάθμων στελεχών.

126    Πράγματι, το κείμενο της Αποφάσεως που συνάπτεται στο δικόγραφο της προσφυγής και στο έγγραφο PERS (2004) 203 της Επιτροπής, στο οποίο παραπέμπει το κείμενο της Αποφάσεως που περιλαμβάνεται στα πρακτικά της 1678ης συνεδριάσεως της Επιτροπής, κάνουν λόγο γενικά, αντιστοίχως, περί «των δυνατοτήτων της Γενικής Διευθύνσεως Μεταφράσεως να πραγματοποιεί τις σχετικές μεταφράσεις» ή περί του «υφισταμένου φόρτου εργασίας» της εν λόγω Γενικής Διευθύνσεως και όχι αποκλειστικά στις δυνατότητες πραγματοποιήσεως μεταφράσεων προς τις νέες γλώσσες. Η αναφορά των δύο προαναφερομένων εγγράφων στο έγγραφο SEC (2004) 638/6, της 26ης Μαΐου 2004, που αφορά τις δυνατότητες μεταφράσεως προς τις νέες επίσημες γλώσσες, δεν μπορεί οδηγήσει σε κάποιο αντίθετο συμπέρασμα, καθόσον δεν πρόκειται για τη μοναδική δικαιολογία του μέτρου που ελήφθη με την Απόφαση.

127    Τέταρτον, πρέπει να σημειωθεί ότι, ναι μεν η Επιτροπή δικαιούται να λαμβάνει τα μέτρα που θεωρεί πρόσφορα προς ρύθμιση των πτυχών της διαδικασίας προσλήψεως των υψηλοβάθμων στελεχών της, τα μέτρα αυτά όμως δεν μπορούν να οδηγούν σε δυσμενείς διακρίσεις με βάση τη γλώσσα μεταξύ των υποψηφίων για συγκεκριμένη θέση.

128    Αφενός, τέτοιες διακρίσεις απαγορεύονται ρητά από το άρθρο 1δ, παράγραφος 1, του ΚΥΚ, καθόσον η παράγραφος 6 του ίδιου άρθρου ορίζει ότι, τηρουμένης της αρχής περί απαγορεύσεως των διακρίσεων και της αρχής της αναλογικότητας, κάθε περιορισμός στην εφαρμογή των αρχών αυτών πρέπει να είναι εύλογα και αντικειμενικά δικαιολογημένος και να ανταποκρίνεται σε θεμιτούς σκοπούς γενικού συμφέροντος στο πλαίσιο της πολιτικής προσωπικού.

129    Αφετέρου, το άρθρο 27 του ΚΥΚ κωλύει, και αυτό την ΑΔΑ να απαιτεί από τους υποψηφίους για θέση εργασίας την άριστη γνώση συγκεκριμένης επίσημης γλώσσας όταν αυτός ο όρος γλωσσικού χαρακτήρα έχει ως αποτέλεσμα να επιφυλάσσεται η εν λόγω θέση σε άτομα συγκεκριμένης υπηκοότητας, όταν αυτό δεν δικαιολογείται από λόγους συνδεόμενους με τη λειτουργία της υπηρεσίας (απόφαση του Δικαστηρίου της 4ης Μαρτίου 1964, 15/63, Lassalle κατά Κοινοβουλίου, Racc. 1964, σ. 57, 73 και 74).

130    Επομένως, όταν η Επιτροπή αποφασίζει να δημοσιεύσει στην Επίσημη Εφημερίδα το πλήρες κείμενο μιας ανακοινώσεως κενής θέσεως για υψηλόβαθμα στελέχη αποκλειστικά σε ορισμένες γλώσσες, πρέπει να λαμβάνει τα κατάλληλα μέτρα για να ενημερώσει το σύνολο των υποψηφίων περί της υπάρξεως της οικείας ανακοινώσεως κενής θέσεως και για τα έντυπα στα οποία δημοσιεύεται το πλήρες κείμενό της, προκειμένου να αποφύγει δυσμενείς διακρίσεις λόγω γλώσσας μεταξύ των υποψηφίων τους οποίους ενδέχεται να ενδιαφέρει η εν λόγω ανακοίνωση.

131    Όταν πληρούται η προϋπόθεση αυτή, η δημοσίευση στην Επίσημη Εφημερίδα μιας ανακοινώσεως κενής θέσεως της κατηγορίας την οποία αφορά η Απόφαση σε περιορισμένο αριθμό γλωσσών δεν είναι ικανή να οδηγήσει σε δυσμενή διάκριση μεταξύ των διαφόρων υποψηφίων αν δεν αμφισβητείται ότι οι τελευταίοι έχουν επαρκή γνώση τουλάχιστον μιας από τις γλώσσες αυτές, η οποία τους παρέχει τη δυνατότητα να λάβουν ουσιωδώς γνώση του περιεχομένου της εν λόγω ανακοινώσεως.

132    Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί η νομολογία κατά την οποία το γεγονός ότι έγγραφα που αποστέλλει η κοινοτική διοίκηση σε κάποιον από τους υπαλλήλους της συντάσσονται σε γλώσσα διαφορετική από τη μητρική γλώσσα του υπαλλήλου αυτού ή από την πρώτη ξένη γλώσσα που αυτός έχει επιλέξει δεν συνιστά προσβολή των δικαιωμάτων τού εν λόγω υπαλλήλου αν αυτός γνωρίζει τη γλώσσα που χρησιμοποίησε η διοίκηση ώστε να έχει τη δυνατότητα να λάβει πράγματι γνώση του περιεχομένου των επίμαχων εγγράφων (βλ., επ’ αυτού, απόφαση Rasmussen κατά Επιτροπής, σκέψη 117 ανωτέρω, σκέψεις 62 έως 64). Το συμπέρασμα αυτό ισχύει επίσης όσον αφορά πράξη απευθυνόμενη στο σύνολο των υπαλλήλων ή των υποψηφίων σε διαδικασία προσλήψεως, όπως είναι η ανακοίνωση κενής θέσεως.

133    Πρέπει να υπομνησθεί επίσης ότι, λαμβανομένου υπόψη του άρθρου 28, στοιχείο στ΄, του ΚΥΚ, κάθε υποψήφιος μετέχων σε διαδικασία προσλήψεως πρέπει να δικαιολογεί άριστη γνώση μιας των γλωσσών των Κοινοτήτων και επαρκή γνώση μιας άλλης κοινοτικής γλώσσα, στον βαθμό που απαιτείται για τα καθήκοντα που καλείται να ασκήσει. Πρόκειται για στοιχειώδεις γλωσσικές γνώσεις αναγκαίες για την πρόσληψη κοινοτικών υπαλλήλων, ενώ τα κοινοτικά όργανα μπορούν να καθορίζουν ενδεχομένως αυστηρότερους γλωσσικούς όρους για την πρόσληψη σε συγκεκριμένη θέση (βλ., επ’ αυτού, απόφαση Παππάς κατά Επιτροπής των Περιφερειών, σκέψη 43 ανωτέρω, σκέψη 85).

134    Έτσι, όταν οι ανάγκες της υπηρεσίας ή εκείνες της οικείας θέσεως το απαιτούν, το εμπλεκόμενο κοινοτικό όργανο μπορεί νομίμως να προσδιορίζει τις γλώσσες των οποίων απαιτείται άριστη ή επαρκής γνώση (βλ., a contrario, απόφαση Lassalle κατά Κοινοβουλίου, σκέψη 129 ανωτέρω· βλ., επίσης, προτάσεις του γενικού εισαγγελέα M. Lagrange υπό την απόφαση αυτή, Racc. 1964, σ. 77, 94). Στην τελευταία αυτή περίπτωση, το γεγονός ότι το κείμενο της ανακοινώσεως διατίθεται αποκλειστικά στις γλώσσες αυτές δεν είναι ικανό να οδηγήσει σε δυσμενή διάκριση μεταξύ των υποψηφίων, καθόσον αυτοί οφείλουν να γνωρίζουν τουλάχιστον μια από τις εν λόγω γλώσσες.

135    Αντιθέτως, η δημοσίευση στην Επίσημη Εφημερίδα του κειμένου της ανακοινώσεως αποκλειστικά σε ορισμένες κοινοτικές γλώσσες, ενώ άτομα που έχουν γνώση άλλων κοινοτικών γλωσσών μπορούν βασίμως να υποβάλουν υποψηφιότητα, μπορεί να συνεπάγεται δυσμενή διάκριση σε βάρος τους όταν δεν υφίσταται κανένα άλλο μέτρο που να παρέχει τη δυνατότητα στην τελευταία αυτή κατηγορία ενδεχόμενων υποψηφίων να λάβουν ουσιαστικά γνώση του περιεχομένου της ανακοινώσεως αυτής.

136    Πράγματι, στην περίπτωση αυτή, οι ως άνω υποψήφιοι περιέρχονται σε λιγότερο ευνοϊκή κατάσταση σε σχέση με άλλους υποψηφίους, καθόσον δεν είναι σε θέση να λάβουν ουσιαστικά γνώση των προσόντων που απαιτεί η ανακοίνωση κενής θέσεως, καθώς και των όρων προσλήψεως και των διαδικαστικών κανόνων που θα ακολουθηθούν για την πρόσληψη αυτή. Όμως, η γνώση των στοιχείων αυτών είναι απαραίτητη για να μπορούν να υποβάλουν με τον καλύτερο δυνατό τρόπο την υποψηφιότητά τους, προκειμένου να μεγιστοποιηθούν οι πιθανότητες επιλογής τους για την οικεία θέση.

137    Εν προκειμένω, η Απόφαση ορίζει ότι οι δημοσιεύσεις προς το κοινό των ανακοινώσεων ανακοινώσεις κενής θέσεως για θέσεις ανωτέρων στελεχών στην Επίσημη Εφημερίδα θα πραγματοποιούνται πλέον μόνο στα αγγλικά, τα γαλλικά και τα γερμανικά. Επομένως, αποκλείει τη δημοσίευση του πλήρους κειμένου των οικείων ανακοινώσεων κενής θέσεως στις εκδόσεις της Επίσημης Εφημερίδας στις άλλες κοινοτικές γλώσσες, ενώ δεν προβλέπει ούτε τη δημοσίευση στις άλλες αυτές εκδόσεις μιας αγγελίας που να ενημερώνει περί της υπάρξεως μιας τέτοιας ανακοινώσεως και που να παραπέμπει στην αγγλική, τη γαλλική και τη γερμανική έκδοση όσον αφορά το πλήρες κείμενο, ούτε τη λήψη άλλων αντίστοιχων μέτρων.

138    Λαμβανομένου υπόψη επίσης του γεγονότος ότι η ίδια η Απόφαση δεν δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα, προς ενημέρωση των αναγνωστών των λοιπών εκδόσεων πέραν της αγγλικής, της γαλλικής και της γερμανικής περί της σημαντικής μεταβολής της ακολουθούμενης πρακτικής που επήλθε με τον τρόπο αυτό, υπάρχει σοβαρός κίνδυνος οι ενδεχόμενοι υποψήφιοι με μητρική γλώσσα διαφορετική από κάποια από τις τρεις γλώσσες τις οποίες απαριθμεί η Απόφαση να μην ενημερωθούν για την ύπαρξη ανακοινώσεως κενής θέσεως η οποία ενδέχεται να τους ενδιαφέρει. Έστω και αν οι εν λόγω υποψήφιοι γνωρίζουν μια τουλάχιστον από τις τρεις ως άνω γλώσσες, ήτοι την αγγλική, τη γαλλική ή τη γερμανική, δεν μπορεί θεωρηθεί ως δεδομένο ότι θα συμβουλεύονται μιαν έκδοση της Επίσημης Εφημερίδας πέραν εκείνης που δημοσιεύεται στη μητρική τους γλώσσα.

139    Επιπλέον πρέπει να σημειωθεί ότι η Απόφαση αναφέρεται γενικά σε όλες τις διαδικασίες προσλήψεως για θέσεις υψηλοβάθμων στελεχών της Επιτροπής. Ελλείψει κάποιας σχετικής ενδείξεως στην Απόφαση ή στην ανακοίνωση κενής θέσεως, δεν μπορεί να συναχθεί ότι η γνώση της αγγλικής, της γαλλικής ή της γερμανικής είναι πάντοτε απαραίτητη για την πρόσληψη σε τέτοιες θέσεις. Τούτο αποδεικνύεται από το γεγονός ότι η ανακοίνωση κενής θέσεως, η οποία αφορά ακριβώς θέση της κατηγορίας αυτής, απαιτεί μόνον «άριστη γνώση μιας των επισήμων γλωσσών της Ευρωπαϊκής Ενώσεως και ικανοποιητική γνώση μιας άλλης από τις γλώσσες αυτές».

140    Το γεγονός, που επικαλείται η Επιτροπή, ότι το έγγραφο SEC (2004) 638/6 και η ανακοίνωση κενής θέσεως προβλέπουν ότι οι διαδικασίες προσλήψεως για θέσεις υψηλοβάθμων στελεχών διεξάγονται αποκλειστικά στα αγγλικά, στα γαλλικά ή στα γερμανικά, δεν μπορεί να οδηγήσει σε αντίθετο συμπέρασμα. Πράγματι, αν η Επιτροπή εκτιμά ότι, για βάσιμους λόγους, συνδεόμενους με τη λειτουργία της υπηρεσίας, είναι αναγκαία η γνώση τουλάχιστον μιας από τις ως άνω γλώσσες, σε αυτήν εναπόκειται να περιλάβει σχετική διάταξη στις ανακοινώσεις κενής θέσεως για τις εν λόγω θέσεις. Δεδομένου ότι κάτι τέτοιο δεν συνέβη εν προκειμένω, το επιχείρημα αυτό πρέπει να απορριφθεί, χωρίς να απαιτείται να αποφανθεί το Πρωτοδικείο επί των συνεπειών που έχει ο περιορισμός των γλωσσών που πρέπει να χρησιμοποιούνται στις διαδικασίες προσλήψεως σχετικά με τη νομιμότητα των διαδικασιών αυτών.

141    Αφορώσα ανακοινώσεις κενής θέσεως για θέσεις υψηλοβάθμων στελεχών για τις οποίες δεν απαιτείται η γνώση μιας τουλάχιστον των τριών ως άνω γλωσσών, η Απόφαση δεν προβλέπει κανένα μέτρο παρέχον τη δυνατότητα στους ενδεχόμενους υποψηφίους που δεν γνωρίζουν μία τουλάχιστον από τις γλώσσες αυτές να λάβουν ουσιαστική γνώση του περιεχομένου των ανακοινώσεων αυτών, οι οποίες είναι διαθέσιμες μόνο στις τρεις ως άνω γλώσσες. Δεν προβλέφθηκε καν να δοθεί στους υποψηφίους αυτούς η δυνατότητα να απευθυνθούν στην Επιτροπή προκειμένου να λάβουν μια μετάφραση της επίμαχης ανακοινώσεως κενής θέσεως.

142    Από το σύνολο των ανωτέρω σκέψεων προκύπτει ότι η εφαρμογή της Αποφάσεως μπορεί να οδηγήσει σε δυσμενείς διακρίσεις με βάση τη γλώσσα μεταξύ υποψηφίων που μετέχουν σε διαδικασία προσλήψεως προσωπικού.

143    Ωστόσο, η Επιτροπή υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι το ενδεχόμενο υπάρξεως μιας τέτοιας δυσμενούς διακρίσεως είναι μάλλον θεωρητικό. Οι τρεις γλώσσες που επελέγησαν με την Απόφαση είναι οι εσωτερικές γλώσσες εργασίας της Επιτροπής και, κατά πάσα πιθανότητα, οι ενδιαφερόμενοι για τις σχετικές θέσεις, οι οποίοι θα είναι οπωσδήποτε άτομα με πολλά προσόντα, θα γνωρίζουν μία τουλάχιστον από αυτές. Εξάλλου, λαμβανομένης υπόψη της στενότητας σχετικά με τη δυνατότητα πραγματοποιήσεως μεταφράσεων, για την έκδοση της Αποφάσεως πρυτάνευσαν σκέψεις συνδεόμενες με την αποτελεσματικότητα και την απρόσκοπτη λειτουργία της Επιτροπής.

144    Η επιχειρηματολογία αυτή δεν μπορεί να γίνει δεκτή. Όσον αφορά, καταρχάς, το γεγονός ότι οι τρεις γλώσσες που επέλεξε η Απόφαση είναι οι εσωτερικές γλώσσες εργασίας της Επιτροπής, από τη νομολογία προκύπτει ότι κανένα κοινοτικό όργανο δεν μπορεί να αρκείται στο να απευθύνει σε υπάλληλό του ατομική απόφαση συντασσόμενη σε μία από τις ως άνω γλώσσες εργασίας, αλλά πρέπει να βεβαιώνεται ότι ο υπάλληλος αυτός κατανοεί επαρκώς τη γλώσσα που χρησιμοποιήθηκε, άλλως εναπόκειται στο κοινοτικό όργανο να του παράσχει σχετική μετάφραση (βλ., επ’ αυτού, αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 23ης Μαρτίου 2000, T-197/98, Rudolph κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2000, σ. I-A-55 και II-241, σκέψεις 45 έως 47, και Bonaiti Brighina κατά Επιτροπής, σκέψη 118 ανωτέρω, σκέψεις 20 και 21).

145    Λαμβανομένης υπόψη της νομολογίας αυτής, που μπορεί να μεταφερθεί κατ’ αναλογία στους υποψηφίους που μετέχουν σε διαδικασία προσλήψεως προσωπικού, τα κοινοτικά όργανα δεν μπορούν να αρκούνται να χρησιμοποιούν τις εσωτερικές γλώσσες εργασίας για τις ανακοινώσεις κενής θέσεως σχετικά με τις υφιστάμενες στις υπηρεσίες τους θέσεις εργασίας, αλλά πρέπει να βεβαιώνονται ότι όλοι οι ενδεχόμενοι υποψήφιοι είναι σε θέση να λάβουν ουσιαστική γνώση της υπάρξεως και του περιεχομένου των οικείων ανακοινώσεων κενής θέσεως.

146    Εν πάση περιπτώσει, πρέπει να υπομνησθεί ότι η Απόφαση αφορά μόνον τις δημοσιεύσεις προς το κοινό στην Επίσημη Εφημερίδα οι οποίες, από την ίδια τη φύση τους, απευθύνονται επίσης σε εξωτερικά ως προς την Επιτροπή άτομα, για τα οποία δεν έχει καμία σημασία το γεγονός ότι οι επιλεγόμενες για τη δημοσίευση γλώσσες είναι οι εσωτερικές γλώσσες εργασίας της Επιτροπής.

147    Ακολούθως, πρέπει να σημειωθεί ότι, ασφαλώς, οι θέσεις υψηλοβάθμων στελεχών απευθύνονται οπωσδήποτε σε υποψηφίους με ιδιαίτερα μεγάλα προσόντα και ότι, επομένως, είναι ενδεχόμενο πολλοί από τους υποψηφίους με μητρική γλώσσα διαφορετική από την αγγλική, τη γαλλική ή τη γερμανική να έχουν επαρκή γνώση κάποιας από τις τρεις αυτές γλώσσες, λαμβανομένης υπόψη της διαδόσεώς τους στην Ευρώπη. Εντούτοις, τούτο δεν αρκεί για να δικαιολογήσει το μέτρο που ελήφθη με την Απόφαση.

148    Πράγματι, ακόμα και αν συνέβαινε κάτι τέτοιο, τούτο δεν σημαίνει ότι οι ως άνω υποψήφιοι συμβουλεύονται τις εκδόσεις της Επίσημης Εφημερίδας στις τρεις αυτές γλώσσες και όχι στη μητρική τους γλώσσα. Εν πάση περιπτώσει, δεν μπορεί να θεωρηθεί δεδομένο ότι όλα τα άτομα που διαθέτουν τα απαραίτητα για την πρόσληψη σε θέσεις ανωτέρων στελεχών προσόντα γνωρίζουν την αγγλική, τη γαλλική ή τη γερμανική.

149    Τέλος, το επιχείρημα που αντλείται από την εξασφάλιση της αποτελεσματικότητας και της απρόσκοπτης λειτουργίας της Επιτροπής πρέπει επίσης να απορριφθεί. Τέτοιες σκέψεις δεν μπορούν να δικαιολογήσουν δυσμενή διάκριση απαγορευόμενη από τον ΚΥΚ. Όπως προκύπτει από το άρθρο 1δ, παράγραφος 6, του ΚΥΚ, μόνο «θεμιτοί στόχοι γενικού συμφέροντος στο πλαίσιο της πολιτικής προσωπικού», όπως είναι τα μέτρα σχετικά με την ηλικία υποχρεωτικής συνταξιοδοτήσεως ή το ελάχιστο όριο ηλικίας για τη χορήγηση συντάξεως λόγω συμπληρώσεως συντάξιμου χρόνου, περί των οποίων γίνεται λόγος στη δεύτερη περίοδο της διατάξεως αυτής, μπορούν να δικαιολογούν προσβολή των αρχών της απαγορεύσεως των διακρίσεων και της αναλογικότητας. Όμως, η ορθή διαχείριση των δυνατοτήτων μεταφράσεως δεν εμπίπτει στην πολιτική προσωπικού, υπό την έννοια του ΚΥΚ.

150    Από το σύνολο των ανωτέρω σκέψεων προκύπτει ότι, εκδίδοντας την Απόφαση, η Επιτροπή παρέβη το άρθρο 1δ του ΚΥΚ. Κατά τα λοιπά, παρέβη επίσης, εμμέσως, το άρθρο 27 του ΚΥΚ, καθόσον, στο πλαίσιο των διαδικασιών προσλήψεως υψηλοβάθμων στελεχών, το ληφθέν μέτρο μπορεί να ευνοήσει τους υποψηφίους ορισμένων ιθαγενειών, ήτοι εκείνους που προέρχονται από χώρες των οποίων οι πολίτες έχουν ως μητρική γλώσσα την αγγλική, τη γαλλική ή τη γερμανική, καθώς και να βλάψει τουλάχιστον ένα μέρος των υποψηφίων που είναι υπήκοοι των λοιπών κρατών μελών.

151    Υπό τις συνθήκες αυτές, η Απόφαση πρέπει να ακυρωθεί. Η ανακοίνωση κενής θέσεως, η οποία δημοσιεύθηκε σύμφωνα με τις λεπτομέρειες εφαρμογής που προέβλεψε η Απόφαση, πρέπει επίσης να ακυρωθεί. Ασφαλώς, η Επιτροπή δημοσίευσε στον Τύπο των κρατών μελών αγγελίες συνταχθείσες σε όλες τις άλλες γλώσσες, προς ενημέρωση των ενδιαφερομένων περί της δημοσιεύσεως στην Επίσημη Εφημερίδα της ανακοινώσεως κενής θέσεως, στην οποία γινόταν σχετική παραπομπή για περισσότερες πληροφορίες.

152    Ακόμα και αν υποτεθεί ότι η δημοσίευση των ανωτέρω αγγελιών αρκεί για να ενημερώσει τους υποψηφίους που έχουν μητρική γλώσσα διαφορετική από την αγγλική, τη γαλλική ή τη γερμανική περί της υπάρξεως της ανακοινώσεως κενής θέσεως, διαπιστώνεται ότι η Επιτροπή παρέλειψε να λάβει μέτρα για να παράσχει τη δυνατότητα σε όσους δεν κατέχουν καμία από τις τρεις αυτές γλώσσες να λάβουν επίσης γνώση του ακριβούς περιεχομένου της ως άνω ανακοινώσεως. Απλώς και μόνον το προβαλλόμενο από την Επιτροπή γεγονός ότι κανένας υποψήφιος δεν υπέβαλε ένσταση ή ότι, μεταξύ των υποβληθεισών υποψηφιοτήτων, εκείνες που υποβλήθηκαν από Ιταλούς υπηκόους είναι ιδιαιτέρως πολυάριθμες, δεν αρκεί, καθαυτό, για να οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι η προαναφερθείσα παράλειψη της Επιτροπής δεν μπορούσε να θίξει τα δικαιώματα ορισμένων υποψηφίων.

153    Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των ανωτέρω σκέψεων, η προσφυγή πρέπει να γίνει δεκτή και η Απόφαση και η ανακοίνωση κενής θέσεως πρέπει να ακυρωθούν.

 Επί των δικαστικών εξόδων

154    Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Εξάλλου, κατά το άρθρο 87, παράγραφος 4, του κανονισμού αυτού, τα κράτη μέλη που παρενέβησαν στη διαφορά φέρουν τα δικαστικά τους έξοδα.

155    Εν προκειμένω, η Επιτροπή ηττήθηκε. Εντούτοις, η Ιταλική Δημοκρατία δεν διατύπωσε αίτημα σχετικά με τα δικαστικά έξοδα. Υπό τις συνθήκες αυτές, πρέπει κάθε διάδικος να φέρει τα δικά του δικαστικά έξοδα.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ (πέμπτο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Ακυρώνει την απόφαση που έλαβε η Επιτροπή κατά τη 1678ησυνεδρίασή της, της 10ης Νοεμβρίου 2004, σύμφωνα με την οποία οι δημοσιεύσεις προς το κοινό στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ενώσεως των ανακοινώσεων κενής θέσεως για θέσεις ανωτέρων στελεχών πραγματοποιούνται στα αγγλικά, στα γαλλικά και στα γερμανικά, κατά τη διάρκεια περιόδου που επρόκειτο να λήξει την 1η Ιανουαρίου 2007.

2)      Ακυρώνει την ανακοίνωση κενής θέσεως COM/2005/335 για τη θέση γενικού διευθυντή (βαθμού A* 15/A* 16) της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Καταπολεμήσεως της Απάτης (OLAF), την οποία δημοσίευσε η Επιτροπή στις 9 Φεβρουαρίου 2005 (ΕΕ C 34 A, σ. 3).

3)      Κάθε διάδικος φέρει τα δικά του δικαστικά έξοδα.

Βηλαράς

Prek

Ciucă

(υπογραφές)

Πίνακας περιεχομένων

Το νομικό πλαίσιο

Ιστορικό της διαφοράς

Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

Σκεπτικό

Επί του παραδεκτού

Επί του δικαιώματος των κρατών μελών να ασκούν προσφυγή, βάσει του άρθρου 230 ΕΚ, κατά πράξεων των κοινοτικών οργάνων που αφορούν τις σχέσεις τους με τους υπαλλήλους τους

– Επιχειρήματα των διαδίκων

– Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

Επί του χαρακτηρισμού της αποφάσεως και της ανακοινώσεως κενής θέσεως ως πράξεων δεκτικών προσφυγής, υπό την έννοια του άρθρου 230, πρώτο εδάφιο, ΕΚ

– Επιχειρήματα των διαδίκων

– Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

Επί της προθεσμίας ασκήσεως προσφυγής κατά της Αποφάσεως

– Επιχειρήματα των διαδίκων

– Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

Επί της ουσίας

Επιχειρήματα των διαδίκων

Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

Επί των δικαστικών εξόδων


* Γλώσσα διαδικασίας: η ιταλική.