Language of document : ECLI:EU:T:2015:791

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (δεύτερο τμήμα)

της 21ης Οκτωβρίου 2015 (*)

«Κοινοτικό σήμα – Διαδικασία ανακοπής – Aίτηση καταχωρίσεως κοινοτικού λεκτικού σήματος PETCO – Προγενέστερο κοινοτικό εικονιστικό σήμα PETCO – Σχετικός λόγος απαραδέκτου – Άρθρο 8, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού (ΕΚ) 207/2009 – Αναστολή της διοικητικής διαδικασίας – Κανόνας 20, παράγραφος 7, στοιχείο γʹ, και κανόνας 50, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΚ) 2868/95 – Λόγος ακυρώσεως ο οποίος δεν συνδέεται προς το αίτημα – Απαγόρευση εκδόσεως αποφάσεως ultra petita – Απαράδεκτο»

Στην υπόθεση T‑664/13,

Petco Animal Supplies Stores, Inc., με έδρα το Σαν Ντιέγκο, Καλιφόρνια (Ηνωμένες Πολιτείες), εκπροσωπούμενη από τον C. Aikens, barrister,

προσφεύγουσα,

κατά

Γραφείου Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) (ΓΕΕΑ), εκπροσωπούμενου από τη V. Melgar και τον Ó. Mondéjar Ortuño,

καθού,

έτερος διάδικος κατά τη διαδικασία ενώπιον του τμήματος προσφυγών του ΓΕΕΑ:

Domingo Gutiérrez Ariza, κάτοικος Μάλαγας (Ισπανία),

με αντικείμενο προσφυγή ακυρώσεως κατά της αποφάσεως του τετάρτου τμήματος προσφυγών του ΓΕΕΑ της 7ης Οκτωβρίου 2013 (υπόθεση R 347/2013‑4), σχετικά με διαδικασία ανακοπής μεταξύ του Domingo Gutiérrez Ariza και της Petco Animal Supplies Stores, Inc.,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δεύτερο τμήμα),

συγκείμενο από τους M. E. Martins Ribeiro, πρόεδρο, S. Gervasoni και L. Madise (εισηγητή), δικαστές,

γραμματέας: I. Dragan, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη το δικόγραφο της προσφυγής που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 10 Δεκεμβρίου 2013,

έχοντας υπόψη το υπόμνημα αντικρούσεως που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 11 Απριλίου 2014,

κατόπιν της συνεδριάσεως της 14ης Απριλίου 2015,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Ιστορικό της διαφοράς

1        Στις 11 Ιουλίου 2011 η προσφεύγουσα, Petco Animal Supplies Stores, Inc., υπέβαλε στο Γραφείο Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) (ΓΕΕΑ) αίτηση καταχωρίσεως κοινοτικού σήματος, δυνάμει του κανονισμού (ΕΚ) 207/2009 του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2009, για το κοινοτικό σήμα (ΕΕ L 78, σ. 1).

2        Το σήμα του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση είναι το λεκτικό σημείο PETCO.

3        Οι υπηρεσίες και τα προϊόντα για τα οποία ζητήθηκε η καταχώριση του σήματος εμπίπτουν, ιδίως, στις κλάσεις 31 και 35 κατά την έννοια του Διακανονισμού της Νίκαιας, της 15ης Ιουνίου 1957, για τη διεθνή ταξινόμηση των προϊόντων και των υπηρεσιών με σκοπό την καταχώριση σημάτων, όπως έχει αναθεωρηθεί και τροποποιηθεί, και αντιστοιχούν, για καθεμία από τις κλάσεις αυτές, στην ακόλουθη περιγραφή:

–        κλάση 31: «Ζώντα ζώα· ζωοτροφές· βύνη· τροφή και ποτά για ζώα· τροφές και λιχουδιές για σκύλους· τροφές και λιχουδιές για γάτες· ζωοτροφές για μικρά ζώα· τροφές για ψάρια· τροφές για ερπετά και σπόροι για πτηνά»·

–        κλάση 35: «Υπηρεσίες λιανικής πώλησης και υπηρεσίες επιγραμμικών καταστημάτων σε σχέση με είδη για κατοικίδια, παιχνίδια για κατοικίδια, τροφή για κατοικίδια ζώα και αθλητικά είδη· προώθηση αθλητικών αγώνων και/ή εκδηλώσεων τρίτων, συγκεκριμένα, ψυχαγωγία με τη μορφή μουσικών και θεατρικών εκδηλώσεων, εκπαιδευτικών, πολιτιστικών και πολιτικών εκδηλώσεων και εκθέσεων· υπηρεσίες λιανικής πώλησης στον τομέα των αναλώσιμων για ζώα και κατοικίδια ζώα».

4        Η αίτηση καταχωρίσεως κοινοτικού σήματος δημοσιεύθηκε στο Δελτίο κοινοτικών σημάτων αριθ. 2011/170 της 8ης Σεπτεμβρίου 2011.

5        Στις 16 Νοεμβρίου 2011 ο Domingo Gutiérrez Ariza άσκησε, δυνάμει του άρθρου 41 του κανονισμού 207/2009, ανακοπή κατά της καταχωρίσεως του επίμαχου σήματος, για τα προϊόντα και τις υπηρεσίες που αναφέρονται στη σκέψη 3 ανωτέρω.

6        Η ανακοπή στηριζόταν στο κατωτέρω, ερυθρού και λευκού χρώματος, προγενέστερο κοινοτικό εικονιστικό σήμα:

Image not found

7        Τα προϊόντα και οι υπηρεσίες για τις οποίες καταχωρίστηκε το προγενέστερο σήμα υπάγονται στις κλάσεις 31 και 35, υπό την έννοια του Διακανονισμού της Νίκαιας και αντιστοιχούν, όσον αφορά καθεμία από αυτές, στην ακόλουθη περιγραφή:

–        κλάση 31: «Προϊόντα γεωργικά, κηπουρικά, δασικά και σπόροι, μη περιλαμβανόμενα σε άλλες κλάσεις· ζώντα ζώα· νωπά φρούτα και λαχανικά· σπόροι για σπορά, φυσικά φυτά και άνθη· ζωοτροφές· βύνη»·

–        κλάση 35: «Διαφήμιση· διοίκηση παραγωγής και επιχειρήσεων· διαχείριση επιχειρήσεων· εργασίες γραφείου. Υπηρεσίες χονδρικής και λιανικής πώλησης, επίσης παρεχόμενες μέσω ηλεκτρονικών δικτύων παγκόσμιας εμβέλειας, οι οποίες αφορούν ζωοτροφές, κεχρί για πουλιά, ζύμες, σπόρους, χρωστικές ουσίες, βιταμίνες, φάρμακα, καλαμπόκι για πτηνά, αυγά, πρόσθετα τροφίμων, κλουβιά, σπιτάκια για ζώα, ενυδρεία, θερμικές γυάλες, κλουβιά μεταφοράς ζώων, ταΐστρες, ποτίστρες, στρώματα, κούνιες, φωλιές, ίνες, τριχώματα, περιλαίμια, λουριά, εξαρτίσεις, είδη και συμπληρώματα ρουχισμού, βούρτσες, προϊόντα υγιεινής για ζώα, στύλους και βιβλία, παγίδες, υποστρώματα, σιρούς, χοάνες, φράχτες, σπόρους και δημητριακά, εντομοκτόνα, ακαρεοκτόνα, ζώα, φυτά, ψαλίδια, τανάλιες, εργαλεία, εκκολαπτικές συσκευές, κλουβιά εκκόλαψης αυγών και παιχνίδια».

8        Οι λόγοι που προβλήθηκαν προς στήριξη της ανακοπής ήταν οι προβλεπόμενοι στο άρθρο 8, παράγραφος 1, στοιχεία αʹ και βʹ, του κανονισμού 207/2009.

9        Στις 18 Δεκεμβρίου 2012, το τμήμα ανακοπών έκανε εν μέρει δεκτή την ανακοπή, απορρίπτοντας την υποβληθείσα αίτηση καταχωρίσεως κοινοτικού σήματος καθόσον αφορούσε τα προϊόντα και τις υπηρεσίες που υπάγονται στις κλάσεις 31 και 35, για τον λόγο ότι υφίστατο κίνδυνος συγχύσεως με το προγενέστερο σήμα.

10      Στις 15 Φεβρουαρίου 2013, η προσφεύγουσα άσκησε προσφυγή ενώπιον του ΓΕΕΑ, δυνάμει των άρθρων 58 έως 64 του κανονισμού 207/2009, κατά της αποφάσεως του τμήματος ανακοπών καθόσον τούτο είχε απορρίψει την υποβληθείσα αίτηση καταχωρίσεως κοινοτικού σήματος για τα προϊόντα και τις υπηρεσίες που υπάγονται στις κλάσεις 31 και 35.

11      Με το υπόμνημά της εκθέσεως των λόγων της προσφυγής, το οποίο κατέθεσε στο ΓΕΕΑ στις 18 Απριλίου 2013, η προσφεύγουσα ζήτησε επίσης την αναστολή της διαδικασίας ενώπιον του τμήματος προσφυγών, για τον λόγο ότι, στις 28 Δεκεμβρίου 2012, είχε καταθέσει στο ΓΕΕΑ αίτηση περί κηρύξεως της ακυρότητας του προγενέστερου σήματος (αριθ. πρωτ. 7442 C).

12      Όπως διευκρινίστηκε από τους διαδίκους κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, το αίτημα περί κηρύξεως της ακυρότητας του προγενέστερου σήματος απορρίφθηκε από το ΓΕΕΑ στις 10 Μαρτίου 2014, και κατά της ως άνω απορρίψεως ασκήθηκε προσφυγή, η οποία εκκρεμούσε ακόμα ενώπιον του ΓΕΕΑ κατά τον χρόνο της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως.

13      Με απόφαση της 7ης Οκτωβρίου 2013 (στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση), το τέταρτο τμήμα προσφυγών του ΓΕΕΑ ακύρωσε εν μέρει την απόφαση του τμήματος ανακοπών της 18ης Δεκεμβρίου 2012, με την οποία είχε απορριφθεί η υποβληθείσα αίτηση καταχωρίσεως κοινοτικού σήματος για τις «υπηρεσίες λιανικής πώλησης και υπηρεσίες επιγραμμικών καταστημάτων σε σχέση με […] αθλητικά είδη», οι οποίες περιλαμβάνονται στην κλάση 35, και απέρριψε, κατά τα λοιπά, την προσφυγή.

14      Το τμήμα προσφυγών έκρινε ότι, δεδομένου ότι το προγενέστερο σήμα ήταν κοινοτικό, η κρίσιμη εδαφική περιοχή για την εκτίμηση του κινδύνου συγχύσεως ήταν η Ευρωπαϊκή Ένωση και ότι το ενδιαφερόμενο κοινό, του οποίου το επίπεδο προσοχής κυμαινόταν από μέσο έως υψηλό, συνίστατο στο ευρύ κοινό και στους επαγγελματίες (σημεία 11 και 33 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Επιπροσθέτως, εκτίμησε ότι οι «υπηρεσίες λιανικής πώλησης και υπηρεσίες επιγραμμικών καταστημάτων σε σχέση με […] αθλητικά είδη», οι οποίες περιλαμβάνονται στην κλάση 35 και τις οποίες αφορά το σήμα του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση, διέφεραν από τα προϊόντα και τις υπηρεσίες τα οποία αφορούσε το προγενέστερο σήμα, τα οποία περιλαμβάνονται στις κλάσεις 31 και 35, και, κατά συνέπεια, ότι η ανακοπή κατά της υποβληθείσας αιτήσεως καταχωρίσεως κοινοτικού σήματος αναφορικά με τις ως άνω υπηρεσίες δεν μπορούσε να γίνει δεκτή (σημεία 13 έως 20 και 36 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Αντιθέτως, έκρινε, όπως προκύπτει από τα σημεία 21 έως 23 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι ήταν πανομοιότυπα τα υπόλοιπα προϊόντα και οι υπηρεσίες που αφορούσαν τα αντιπαρατιθέμενα σημεία, και τα οποία περιλαμβάνονται στις κλάσεις 31 και 35, και, ιδίως, οι υπηρεσίες «προωθήσεως αθλητικών αγώνων και/ή εκδηλώσεων τρίτων, συγκεκριμένα, ψυχαγωγίας με τη μορφή μουσικών και θεατρικών εκδηλώσεων, εκπαιδευτικών, πολιτιστικών και πολιτικών εκδηλώσεων και εκθέσεων» που υπάγονται στην κλάση 35 και τις οποίες αφορά το προγενέστερο σήμα. Στα σημεία 27 έως 29 της προσβαλλομένης αποφάσεως, το τμήμα προσφυγών επισήμανε ότι τα αντιπαρατιθέμενα σημεία παρουσίαζαν βαθμό οπτικής ομοιότητας μεγαλύτερο του μέσου όρου, ότι ταυτίζονταν από φωνητικής απόψεως, και ότι η σύγκρισή τους από πλευράς συλλήψεως ήταν ουδέτερη. Κατέληξε δε στο συμπέρασμα, στο σημείο 35 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι, λαμβανομένης υπόψη της ταυτότητας των προϊόντων και των υπηρεσιών που αφορούν τα αντιπαρατιθέμενα σημεία, της ανώτερης του μέσου όρου οπτικής ομοιότητας των ως άνω σημείων, της φωνητικής τους ταυτότητας, καθώς και του κανονικού διακριτικού χαρακτήρα του προγενέστερου σήματος, υφίστατο μεταξύ των αντιπαρατιθέμενων σημείων κίνδυνος συγχύσεως υπό την έννοια του άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 207/2009, και τούτο λαμβανομένου υπόψη ακόμα και του υψηλότερο του μέσου όρου επιπέδου προσοχής του ενδιαφερόμενου καταναλωτή.

15      Το τμήμα προσφυγών εκτίμησε ότι δεν ενδείκνυτο η αναστολή της ενώπιόν του διαδικασίας προσφυγής. Επισήμανε ότι, σύμφωνα με τον κανόνα 20, παράγραφος 7, στοιχείο γʹ, του κανονισμού (ΕΚ) 2868/95 της Επιτροπής, της 13ης Δεκεμβρίου 1995, περί της εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ) 40/94 του Συμβουλίου για το κοινοτικό σήμα (ΕΕ L 303, σ. 1), εξεταζόμενο σε συνδυασμό προς τον κανόνα 50, παράγραφος 1, του κανονισμού 2868/95, η απόφαση περί αναστολής της διαδικασίας προσφυγής επαφίετο στη διακριτική του ευχέρεια (σημεία 38 και 39 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Επιπροσθέτως, πρώτον, επισήμανε ότι η αίτηση περί κηρύξεως της ακυρότητας κοινοτικού σήματος, η οποία προβλέπεται στο άρθρο 52, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, και στο άρθρο 53, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, εξεταζόμενα σε συνδυασμό προς το άρθρο 8, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, και το άρθρο 8, παράγραφοι 4 και 5, του κανονισμού 207/2009, στην οποία βασιζόταν το αίτημα περί αναστολής της διαδικασίας, είχε κατατεθεί πλέον του ενός έτους από την άσκηση της ανακοπής, καθώς και από την έκδοση της αποφάσεως του τμήματος ανακοπών και, ως εκ τούτου, φαινόταν μάλλον να αποσκοπεί στην παρέλκυση της περατώσεως της διαδικασίας. Δεύτερον, το τμήμα προσφυγών υπενθύμισε καταρχάς ότι έπρεπε να εξακριβωθεί εάν, εκ πρώτης όψεως, υπήρχε ενδεχόμενο ακυρώσεως του προγενέστερου δικαιώματος, η δε ακύρωση αυτή να επηρεάσει την έκβαση της ανακοπής. Εν συνεχεία, επισήμανε ότι η προσφεύγουσα είχε βασίσει την αίτησή της περί κηρύξεως ακυρότητας στην κακή πίστη του δικαιούχου του προγενέστερου σήματος, καθώς και σε ορισμένα μη καταχωρισμένα δικαιώματα. Τέλος, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η προσφεύγουσα δεν είχε προσκομίσει επαρκή αντικειμενικά αποδεικτικά στοιχεία ώστε να στηρίξει το αίτημά της περί αναστολής (σημεία 37 έως 40 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

 Αιτήματα των διαδίκων

16      Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση καθόσον αφορά τις υπηρεσίες «προωθήσεως αθλητικών αγώνων και/ή εκδηλώσεων τρίτων, συγκεκριμένα, ψυχαγωγίας με τη μορφή μουσικών και θεατρικών εκδηλώσεων, εκπαιδευτικών, πολιτιστικών και πολιτικών εκδηλώσεων και εκθέσεων» και να απορρίψει την ανακοπή καθόσον αφορά τις υπηρεσίες αυτές·

–        να καταδικάσει το ΓΕΕΑ στα δικαστικά έξοδα·

–        επικουρικώς, να αναστείλει τη διαδικασία έως την έκδοση οριστικής αποφάσεως επί της υπ’ αριθ. 7442 C αιτήσεως κηρύξεως ακυρότητας σήματος.

17      Το ΓΕΕΑ ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή·

–        να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

 Σκεπτικό

18      Προς στήριξη της προσφυγής της, η προσφεύγουσα προβάλλει, κατ’ ουσίαν, δύο λόγους, αντλούμενους, αντιστοίχως, από παράβαση του άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 207/2009 και από παράβαση του κανόνα 20, παράγραφος 7, στοιχείο γʹ, του κανονισμού 2868/95, εξεταζόμενου σε συνδυασμό προς τον κανόνα 50, παράγραφος 1, του ως άνω κανονισμού.

19      Δεδομένου ότι η εξέταση του ζητήματος της αναστολής της διαδικασίας ενώπιον του τμήματος προσφυγών προηγείται της εξετάσεως της υπάρξεως του κινδύνου συγχύσεως μεταξύ του σήματος του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση και του προγενέστερου σήματος, δυνάμει του άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 207/2009, πρέπει να εξετασθεί, καταρχάς, ο δεύτερος λόγος, ο οποίος αντλείται από παράβαση του κανόνα 20, παράγραφος 7, στοιχείο γʹ, εξεταζομένου σε συνδυασμό προς τον κανόνα 50, παράγραφος 1, του κανονισμού 2868/95 και, ακολούθως, ο πρώτος λόγος, ο οποίος αντλείται από παράβαση του άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 207/2009 [βλ., κατ’ αυτήν την έννοια, απόφαση της 25ης Νοεμβρίου 2014, Royalton Overseas κατά ΓΕΕΑ – S.C. Romarose Invest (KAISERHOFF), T‑556/12, EU:T:2014:985, σκέψη 52].

 Επί του δευτέρου λόγου, ο οποίος αντλείται από παράβαση του κανόνα 20, παράγραφος 7, στοιχείο γʹ, εξεταζόμενου προς τον κανόνα 50, παράγραφος 1, του κανονισμού 2868/95

20      Με τον δεύτερο λόγο, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι το τμήμα προσφυγών παρέβη τον κανόνα 20, παράγραφος 7, στοιχείο γʹ, εξεταζόμενο σε συνδυασμό προς τον κανόνα 50, παράγραφος 1, του κανονισμού 2868/95. Εκτιμά ότι το τμήμα προσφυγών όφειλε να είχε αναστείλει τη διαδικασία προσφυγής έως την έκδοση αποφάσεως επί της αιτήσεως περί κηρύξεως ακυρότητας του προγενέστερου σήματος, η οποία είχε κατατεθεί στο ΓΕΕΑ. Συναφώς, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι, δεδομένου ότι το τμήμα προσφυγών κατέληξε στο συμπέρασμα ότι υφίστατο κίνδυνος συγχύσεως μεταξύ των αντιπαρατιθέμενων σημείων, όσον αφορά προϊόντα και υπηρεσίες που υπάγονται στις κλάσεις 31 και 35, τα οποία προσδιορίζουν τα ως άνω σημεία, και η ανακοπή επικαλύπτεται σε μεγάλο βαθμό από την αίτηση περί κηρύξεως ακυρότητας, υφίσταται κίνδυνος κηρύξεως του προγενέστερου σήματος ως άκυρου. Κατά συνέπεια, δεδομένου ότι το προγενέστερο σήμα είναι το μόνο δικαίωμα επί του οποίου βασίζεται η ανακοπή, η ακυρότητα του σήματος αυτού θα καθιστούσε την ανακοπή αβάσιμη.

21      Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, οι διάδικοι κλήθηκαν να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους σχετικά με το απαράδεκτο του δευτέρου λόγου, για τον λόγο ότι, εάν γινόταν δεκτός, το Γενικό Δικαστήριο θα αποφαινόταν ultra petita.

22      Συναφώς, η προσφεύγουσα διευκρίνισε καταρχάς ότι ο δεύτερος λόγος πρέπει να εκλαμβάνεται ως αυτοτελής σε σχέση με τον πρώτο λόγο, οποίος ήταν ο μόνος που προβλήθηκε προς στήριξη του αιτήματός της περί μερικής ακυρώσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως. Εν συνεχεία, επισήμανε ότι δεν την ενδιέφερε να πετύχει αναστολή της διαδικασίας ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου ή ενώπιον του τμήματος προσφυγών και ότι το αίτημά της περί αναστολής της διαδικασίας ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου θα έπρεπε να εκληφθεί ως κύριο και όχι ως επικουρικό, όπως εξέθεσε στο αιτητικό της προσφυγής της. Τέλος, δήλωσε ότι σκοπεί στην ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως στο σύνολό της.

23      Το ΓΕΕΑ, αφενός, υπενθύμισε ότι αίτημα ακυρώσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως στο σύνολό της δεν περιλαμβανόταν μεταξύ των αιτημάτων της προσφυγής και ότι, κατά συνέπεια, έπρεπε να κριθεί ότι το τμήμα της προσβαλλομένης αποφάσεως το οποίο δεν είχε αμφισβητηθεί στο πλαίσιο του πρώτου λόγου είχε καταστεί οριστικό ως προς την προσφεύγουσα. Εξάλλου, παραδέχθηκε ότι, στην περίπτωση που ήθελε κριθεί παραδεκτός ο δεύτερος λόγος, εφόσον γινόταν δεκτός, θα επέφερε την εξ ολοκλήρου ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως.

24      Κατά το άρθρο 21 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το οποίο σύμφωνα με το άρθρο 53, πρώτο εδάφιο, του ίδιου Οργανισμού, καθώς και το άρθρο 44 του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου της 2ας Μαΐου 1991, εφαρμόζεται και στη διαδικασία ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, το δικόγραφο της προσφυγής πρέπει να περιέχει το αντικείμενο της διαφοράς και τα αιτήματα του προσφεύγοντος. Τα αιτήματα πρέπει να εκτίθενται κατά τρόπο σαφή και αναμφίλεκτο, καθόσον, σε αντίθετη περίπτωση, υπάρχει κίνδυνος το Γενικό Δικαστήριο να εκδώσει απόφαση με περιεχόμενο μείζον ή έλασσον του ζητηθέντος θίγοντας, κατ’ αποτέλεσμα, τα δικαιώματα του καθού η προσφυγή (διάταξη της 13ης Απριλίου 2011, Planet κατά Επιτροπής, T‑320/09, EU:T:2011:172, σκέψη 22). Συγκεκριμένα, δεδομένου ότι ο δικαστής της Ένωσης που επιλαμβάνεται προσφυγής ακυρώσεως δεν μπορεί να αποφανθεί ultra petita, η ακύρωση την οποία αποφασίζει δεν μπορεί να υπερβαίνει αυτή που ζήτησε ο προσφεύγων (βλ. διάταξη της 24ης Μαΐου 2011, Κυβέρνηση του Γιβραλτάρ κατά Επιτροπής, T‑176/09, EU:T:2011:239, σκέψη 44 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

25      Επομένως, μόνο τα αιτήματα που περιλαμβάνονται στο εισαγωγικό της δίκης έγγραφο μπορούν να ληφθούν υπόψη και το βάσιμο της προσφυγής πρέπει να εξεταστεί αποκλειστικώς βάσει των αιτημάτων που περιλαμβάνονται στο εισαγωγικό της δίκης δικόγραφο. Το άρθρο 48, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας επιτρέπει την προβολή νέων ισχυρισμών υπό την προϋπόθεση ότι στηρίζονται σε νομικά και πραγματικά στοιχεία που ανέκυψαν κατά τη διαδικασία. Όπως προκύπτει από τη νομολογία, ο όρος αυτός διέπει a fortiori οποιαδήποτε τροποποίηση των αιτημάτων και, ελλείψει πραγματικών και νομικών στοιχείων που ανέκυψαν κατά την έγγραφη διαδικασία, μπορούν να ληφθούν υπόψη μόνον τα περιλαμβανόμενα στο δικόγραφο της προσφυγής αιτήματα (βλ. απόφαση της 26ης Οκτωβρίου 2010, Γερμανία κατά Επιτροπής, T‑236/07, EU:T:2010:451, σκέψεις 27 και 28 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

26      Στην προκειμένη περίπτωση, ακόμη κι αν υποτεθεί ότι η προσφεύγουσα επιδίωξε να προσαρμόσει τα αιτήματά της κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση και να ζητήσει, διά του τρόπου αυτού, την ακύρωση της προσβαλλόμενης αποφάσεως στο σύνολό της, τέτοια τροποποίηση δεν μπορεί να γίνει δεκτή λαμβανομένης υπόψη της ελλείψεως κάθε νέου νομικού και πραγματικού στοιχείου που να προέκυψε κατά την έγγραφη διαδικασία.

27      Ως εκ τούτου, διαπιστώνεται, καταρχάς, ότι το μόνο αίτημα περί ακυρώσεως το οποίο περιλαμβάνεται στο δικόγραφο της προσφυγής είναι εκείνο με το οποίο επιδιώκεται η μερική ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως και στηρίζεται από τον πρώτο λόγο της προσφυγής, όπως προκύπτει εκ της διατυπώσεώς του.

28      Δεύτερον, όπως προκύπτει από το σημείο 6 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ζητήθηκε από το τμήμα προσφυγών να ανασταλεί η «διαδικασία προσφυγής», ήτοι το σύνολο της αμφισβητήσεως της αποφάσεως του τμήματος ανακοπών από μέρους της προσφεύγουσας. Το τμήμα προσφυγών απέρριψε το εν λόγω αίτημα στο σύνολό του, στις σκέψεις 37 έως 40 της προσβαλλομένης αποφάσεως.

29      Εντούτοις, εάν, όπως υποστηρίζει η προσφεύγουσα στο πλαίσιο του δευτέρου προβαλλόμενου λόγου, το τμήμα προσφυγών υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως καθόσον απέρριψε το αίτημα περί αναστολής της ενώπιόν του διαδικασίας προσφυγής, το σύνολο των εκτιμήσεών του περί της βασιμότητας της προσφυγής, στα σημεία 9 έως 36 της προσβαλλομένης αποφάσεως, κατ’ ανάγκην θα ετίθεντο εν αμφιβόλω. Συγκεκριμένα, το τμήμα δεν θα είχε μπορέσει να εξετάσει την προσφυγή και να δικαιώσει, εν μέρει, την προσφεύγουσα, στο σημείο 36 της προσβαλλομένης αποφάσεως, όσον αφορά τις «υπηρεσίες λιανικής πώλησης και υπηρεσίες επιγραμμικών καταστημάτων σε σχέση με […] αθλητικά είδη», οι οποίες υπάγονται στην κλάση 35, εάν είχε αναστείλει τη διαδικασία της προσφυγής, όπως είχε αιτηθεί η προσφεύγουσα. Επιπροσθέτως, εάν η απόφαση περί απορρίψεως της αναστολής ακυρωνόταν, το τμήμα προσφυγών, το οποίο επιλήφθηκε εκ νέου της υποθέσεως, θα ήταν υποχρεωμένο να αναστείλει τη διαδικασία προσφυγής και, κατά τη λήξη της αναστολής, να εφαρμόσει τις συνέπειες της διαδικασίας κηρύξεως της ακυρότητας του προγενέστερου σήματος στην ανάλυση περί του βασίμου του συνόλου των επιχειρημάτων που προβάλλει η προσφεύγουσα κατά της αποφάσεως του τμήματος ανακοπών.

30      Ως εκ τούτου, η απόφαση περί απορρίψεως της αναστολής δεν μπορεί να διαχωριστεί από το υπόλοιπο αιτιολογικό της προσβαλλομένης αποφάσεως, βάσει του οποίου το τμήμα προσφυγών απεφάνθη περί του βασίμου της προσφυγής. Κατά συνέπεια, εάν γινόταν δεκτός ο δεύτερος λόγος, με τον οποίο προβάλλεται παρανομία της αποφάσεως περί απορρίψεως της αναστολής, το Γενικό Δικαστήριο θα ακύρωνε τελικά την προσβαλλόμενη απόφαση στο σύνολό της και, κατά συνέπεια, καθόσον το αίτημα που του έχει υποβληθεί αφορά μερική και μόνον ακύρωση, θα αποφαινόταν ultra petita. Συνεπώς ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος.

31      Επαλλήλως, ακόμα κι αν υποτεθεί ότι ο δεύτερος λόγος είναι παραδεκτός, πρέπει, πρώτον, να υπομνησθεί ότι το τμήμα προσφυγών διαθέτει ευρύ περιθώριο εκτιμήσεως ως προς την αναστολή διαδικασίας. Ο κανόνας 20, παράγραφος 7, στοιχείο γʹ, του κανονισμού 2868/95, ο οποίος εφαρμόζεται στις διαδικασίες ενώπιον του τμήματος προσφυγών σύμφωνα με τον κανόνα 50, παράγραφος 1, του ως άνω κανονισμού, τονίζει την ευρεία αυτή εξουσία εκτιμήσεως αναφέροντας ότι το τμήμα προσφυγών μπορεί να αναστείλει τη διαδικασία εάν οι περιστάσεις το δικαιολογούν. Επομένως, η αναστολή αποτελεί ευχέρεια του τμήματος προσφυγών το οποίο την αποφασίζει εφόσον την κρίνει δικαιολογημένη. Συνεπώς, η διαδικασία ενώπιον του τμήματος προσφυγών δεν αναστέλλεται αυτομάτως κατόπιν υποβολής από τον διάδικο σχετικής αιτήσεως ενώπιον του εν λόγω τμήματος [αποφάσεις της 16ης Μαΐου 2011, Atlas Transport κατά ΓΕΕΑ – Atlas Air (ATLAS), T‑145/08, EU:T:2011:213, σκέψη 69, και KAISERHOFF, σκέψη 19 ανωτέρω, EU:T:2014:985, σκέψη 30· βλ. επίσης, κατ’ αυτήν την έννοια, απόφαση της 16ης Σεπτεμβρίου 2004, Metro-Goldwyn-Mayer Lion κατά ΓΕΕΑ – Moser Grupo Media (Moser Grupo Media), T‑342/02, Συλλογή, EU:T:2004:268, σκέψη 46].

32      Δεύτερον, πρέπει να υπογραμμισθεί ότι το γεγονός ότι το τμήμα προσφυγών διαθέτει ευρεία εξουσία εκτιμήσεως όσον αφορά την αναστολή εκκρεμούς ενώπιόν του διαδικασίας δεν εξαιρεί την εκτίμησή του από τον δικαστή της Ένωσης. Ωστόσο, το γεγονός αυτό περιορίζει τον εν λόγω επί της ουσίας έλεγχο στον έλεγχο ελλείψεως πρόδηλης πλάνης εκτιμήσεως ή καταχρήσεως εξουσίας (αποφάσεις ATLAS, σκέψη 31 ανωτέρω, EU:T:2011:213, σκέψη 70, και KAISERHOFF, σκέψη 19 ανωτέρω, EU:T:2014:985, σκέψη 31).

33      Συναφώς, προκύπτει από τη νομολογία ότι, το τμήμα προσφυγών, κατά την άσκηση εκ μέρους του της εξουσίας εκτιμήσεως όσον αφορά την αναστολή της διαδικασίας, πρέπει να τηρεί τις γενικές αρχές που διέπουν μια δίκαιη δίκη μέσα σε μια Ένωση δικαίου. Στο πλαίσιο αυτό, πρέπει να λαμβάνει υπόψη όχι μόνο το συμφέρον του διαδίκου του οποίου το κοινοτικό σήμα προσβάλλεται, αλλά και το συμφέρον των λοιπών διαδίκων. Η απόφαση περί αναστολής της διαδικασίας πρέπει να αποτελεί προϊόν της σταθμίσεως των επίμαχων συμφερόντων (αποφάσεις ATLAS, σκέψη 31 ανωτέρω, EU:T:2011:213, σκέψη 76, και KAISERHOFF, σκέψη 19 ανωτέρω, EU:T:2014:985, σκέψη 33).

34      Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το σημείο 39 της προσβαλλομένης αποφάσεως και δεν αμφισβητείται από την προσφεύγουσα, το τμήμα προσφυγών προέβη, μεταξύ άλλων, σε μια εκ πρώτης όψεως ανάλυση των πιθανοτήτων ευδοκιμήσεως της αιτήσεως περί κηρύξεως ακυρότητας. Τέτοια ανάλυση, η οποία κατέληξε στη διαπίστωση ισχνών πιθανοτήτων ευδοκιμήσεως, εντάσσεται στο πλαίσιο της ευρείας εξουσίας εκτιμήσεως του τμήματος προσφυγών, όπως υπομνήσθηκε στη σκέψη 31 ανωτέρω, και αποδεικνύεται δικαιολογημένη προκειμένου να αποφευχθεί το ενδεχόμενο να χρησιμοποιηθεί παρελκυστικώς το μέσο της αναστολής.

35      Συναφώς, διαπιστώνεται ότι, οσάκις οι πιθανότητες ευδοκιμήσεως αιτήσεως περί κηρύξεως της ακυρότητας σήματος θεωρούνται εκ πρώτης όψεως ισχνές, στοιχείο που απόκειται στο τμήμα προσφυγών να εξακριβώσει, η στάθμιση των συμφερόντων των διαδίκων ευνοεί κατ’ ανάγκην το έννομο συμφέρον του ανακόπτοντος να πετύχει, το ταχύτερο δυνατόν, έκδοση αποφάσεως επί της ανακοπής.

36      Ως εκ τούτου, ουδεμία πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως αποδείχθηκε στην προκειμένη περίπτωση όσον αφορά την απόφαση του τμήματος προσφυγών περί μη αναστολής της ενώπιόν του διαδικασίας προσφυγής. Επομένως, ακόμα κι υποτεθεί ότι ο δεύτερος λόγος ήταν παραδεκτός, θα έπρεπε να απορριφθεί ως αβάσιμος.

 Επί του πρώτου λόγου, ο οποίος αντλείται από παράβαση του άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 207/2009

37      Με τον πρώτο λόγο, η προσφεύγουσα προβάλλει ότι οι υπηρεσίες «προωθήσεως αθλητικών αγώνων και/ή εκδηλώσεων τρίτων, συγκεκριμένα, ψυχαγωγίας με τη μορφή μουσικών και θεατρικών εκδηλώσεων, εκπαιδευτικών, πολιτιστικών και πολιτικών εκδηλώσεων και εκθέσεων», τις οποίες αφορά το σήμα του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση, διαφέρουν από τις υπηρεσίες «διαφημίσεως» τις οποίες αφορά το προγενέστερο σήμα. Κατ’ αυτήν, τα αντιπαρατιθέμενα σημεία παρουσιάζουν οπτικές διαφορές, διότι το σήμα του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση δεν περιλαμβάνει κανένα εικονιστικό στοιχείο και το κείμενο στο οποίο συνίσταται δεν είναι μορφοποιημένο κατά συγκεκριμένο τρόπο, ενώ το προγενέστερο σήμα συνίσταται σε εικονιστικό σήμα ερυθρού και λευκού χρώματος με μορφοποιημένο κείμενο. Τέλος, η προσφεύγουσα εκτιμά ότι, λαμβανομένων υπόψη των διαφορών μεταξύ των επίμαχων υπηρεσιών, των διαφορών μεταξύ των αντιπαρατιθέμενων σημείων και του αυξημένου βαθμού προσοχής του ενδιαφερόμενου καταναλωτή, η ανακοπή κατά της αιτήσεως καταχωρίσεως του σήματός της έπρεπε να απορριφθεί όσον αφορά τις ως άνω υπηρεσίες.

38      Κατά το άρθρο 8, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 207/2009, κατόπιν ανακοπής του δικαιούχου προγενέστερου σήματος, το σήμα του οποίου ζητείται η καταχώριση δεν καταχωρίζεται εάν, λόγω του ταυτοσήμου ή της ομοιότητάς του με προγενέστερο σήμα και του ταυτοσήμου ή της ομοιότητας των προϊόντων ή υπηρεσιών που προσδιορίζουν τα δύο σήματα, υφίσταται κίνδυνος συγχύσεως του κοινού της εδαφικής περιοχής στην οποία απολαύει προστασίας το προγενέστερο σήμα. Ο κίνδυνος συγχύσεως περιλαμβάνει και τον κίνδυνο συσχετίσεως με το προγενέστερο σήμα.

39      Κατά πάγια νομολογία, κίνδυνος συγχύσεως υφίσταται όταν το κοινό ενδέχεται να σχηματίσει την πεποίθηση ότι τα επίμαχα προϊόντα ή οι επίμαχες υπηρεσίες προέρχονται από την ίδια επιχείρηση ή από οικονομικώς συνδεόμενες μεταξύ τους επιχειρήσεις [απόφαση της 10ης Σεπτεμβρίου 2008, Boston Scientific κατά ΓΕΕΑ – Terumo (CAPIO), T‑325/06, EU:T:2008:338, σκέψη 70, και απόφαση της 31ης Ιανουαρίου 2012, Cervecería Modelo κατά ΓΕΕΑ – Plataforma Continental (LA VICTORIA DE MEXICO), T‑205/10, EU:T:2012:36, σκέψη 23· βλ. επίσης, κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 29ης Σεπτεμβρίου 1998, Canon, C‑39/97, Συλλογή, EU:C:1998:442, σκέψη 29].

40      Επιπροσθέτως, ο κίνδυνος να περιέλθει το κοινό σε σύγχυση πρέπει να εκτιμάται σφαιρικώς λαμβανομένων υπόψη όλων των παραγόντων που ασκούν επιρροή στη συγκεκριμένη περίπτωση (απόφαση CAPIO, σκέψη 39 ανωτέρω, EU:T:2008:338, σκέψη 71· βλ. επίσης, κατ’ αναλογίαν, αποφάσεις της 11ης Νοεμβρίου 1997, SABEL, C‑251/95, Συλλογή, EU:C:1997:528, σκέψη 22, και Canon, σκέψη 39 ανωτέρω, EU:C:1998:442, σκέψη 16).

41      Αυτή η σφαιρική εκτίμηση γίνεται με δεδομένο ότι υφίσταται αμφίδρομη σχέση μεταξύ των συνεκτιμώμενων παραγόντων και, ιδίως, μεταξύ της ομοιότητας των σημάτων καθώς και της ομοιότητας των προσδιοριζομένων προϊόντων ή υπηρεσιών. Ειδικότερα, τυχόν μικρή ομοιότητα μεταξύ των προσδιοριζόμενων από τα σήματα προϊόντων ή υπηρεσιών μπορεί να αντισταθμίζεται από την έντονη ομοιότητα μεταξύ των σημάτων, και αντιστρόφως [απόφαση του Δικαστηρίου της 13ης Σεπτεμβρίου 2007, Il Ponte Finanziaria κατά ΓΕΕΑ, C‑234/06 P, Συλλογή, EU:C:2007:514, σκέψη 48, και απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 23ης Οκτωβρίου 2002, Matratzen Concord κατά ΓΕΕΑ – Hukla Germany (MATRATZEN), T‑6/01, Συλλογή, EU:T:2002:261, σκέψη 25· βλ. επίσης, κατ’ αναλογίαν, απόφαση Canon, σκέψη 39 ανωτέρω, EU:C:1998:442, σκέψη 17].

42      Εξάλλου, η σφαιρική εκτίμηση του κινδύνου συγχύσεως πρέπει, όσον αφορά την οπτική, φωνητική ή εννοιολογική ομοιότητα των αντιπαρατιθέμενων σημείων, να στηρίζεται στη συνολική εντύπωση που αυτά προκαλούν, λαμβανομένων ιδίως υπόψη των διακριτικών και κυρίαρχων στοιχείων τους. Συγκεκριμένα, από το γράμμα του άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 207/2009, κατά το οποίο «υπάρχει κίνδυνος συγχύσεως του κοινού», προκύπτει ότι ο τρόπος με τον οποίο ο μέσος καταναλωτής του επίμαχου είδους προϊόντος ή υπηρεσίας αντιλαμβάνεται τα σήματα έχει καθοριστική σημασία για τη σφαιρική εκτίμηση του κινδύνου συγχύσεως. Εντούτοις, ο μέσος καταναλωτής αντιλαμβάνεται συνήθως το σήμα ως σύνολο και δεν επιδίδεται σε εξέταση των διάφορων λεπτομερειών του [απόφαση της 18ης Σεπτεμβρίου 2012, Scandic Distilleries κατά ΓΕΕΑ – Bürgerbräu, Röhm & Söhne (BÜRGER), T‑460/11, EU:T:2012:432, σκέψη 27· βλ. επίσης, κατ’ αναλογίαν, απόφαση SABEL, σκέψη 40 ανωτέρω, EU:C:1997:528, σκέψη 23].

43      Κατά τη νομολογία, στο πλαίσιο της σφαιρικής εκτιμήσεως του κινδύνου συγχύσεως, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη ο μέσος καταναλωτής της οικείας κατηγορίας προϊόντων ή υπηρεσιών, ο οποίος θεωρείται ότι έχει τη συνήθη πληροφόρηση και είναι ευλόγως προσεκτικός και ενημερωμένος. Πρέπει επίσης να λαμβάνεται υπόψη ότι ο βαθμός προσοχής του μέσου καταναλωτή ποικίλλει αναλόγως της κατηγορίας των οικείων προϊόντων ή υπηρεσιών [βλ. απόφαση της 13ης Φεβρουαρίου 2007, Mundipharma κατά ΓΕΕΑ – Altana Pharma (RESPICUR), T-256/04, Συλλογή, EU:T:2007:46, σκέψη 42 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία].

44      Ο έλεγχος της εκτιμήσεως του κινδύνου συγχύσεως μεταξύ των αντιπαρατιθέμενων σημείων στην οποία προέβη το τμήμα προσφυγών πρέπει να γίνει με γνώμονα τις ανωτέρω παραμέτρους.

45      Προκαταρκτικώς, πρέπει να επικυρωθεί η διαπίστωση του τμήματος προσφυγών στο σημείο 11 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η οποία κατά τα λοιπά δεν αμφισβητήθηκε από την προσφεύγουσα, κατά την οποία, δεδομένου ότι το προγενέστερο σήμα ήταν κοινοτικό, η κρίσιμη εδαφική περιοχή για την οποία πρέπει να εκτιμηθεί η ύπαρξη κινδύνου συγχύσεως μεταξύ των αντιπαρατιθέμενων σημείων εκτείνεται στην επικράτεια της Ένωσης.

 Επί του ενδιαφερομένου κοινού

46      Υπενθυμίζεται ότι το ενδιαφερόμενο κοινό αποτελείται από πρόσωπα που ενδέχεται να χρησιμοποιήσουν τόσο τις υπηρεσίες τις οποίες καλύπτει το προγενέστερο σήμα, όσο και εκείνες που καλύπτει το σήμα του οποίου ζητείται η καταχώριση [βλ., κατ’ αυτήν την έννοια, αποφάσεις της 1ης Ιουλίου 2008, Apple Computer κατά ΓΕΕΑ – TKS-Teknosoft (QUARTZ), T‑328/05, EU:T:2008:238, σκέψη 23, και απόφαση της 30ής Σεπτεμβρίου 2010, PVS κατά ΓΕΕΑ – MeDiTA Medizinische Kurierdienst (medidata), T‑270/09, EU:T:2010:419, σκέψη 28]. Επιπροσθέτως, κατά πάγια νομολογία, το επίπεδο προσοχής των επαγγελματιών πρέπει να εκλαμβάνεται ως υψηλό [απόφαση της 15ης Οκτωβρίου 2008, Air Products and Chemicals κατά ΓΕΕΑ – Messer Group (Ferromix, Inomix και Alumix), T‑305/06 έως T‑307/06, EU:T:2008:444, σκέψη 34].

47      Στην προκειμένη περίπτωση, όπως διευκρινίστηκε από την προσφεύγουσα και το ΓΕΕΑ, και όπως προκύπτει από τα σημεία 11, 33 και 35 της προσβαλλομένης αποφάσεως, κρίνεται ότι, όσον αφορά τις επίμαχες υπηρεσίες τις οποίες αφορούν τα αντιπαρατιθέμενα σημεία, το ενδιαφερόμενο κοινό αποτελείται από επαγγελματίες, των οποίων το επίπεδο προσοχής είναι υψηλό.

 Επί της συγκρίσεως των υπηρεσιών

48      Κατά πάγια νομολογία, για την εκτίμηση της ομοιότητας μεταξύ των επίμαχων προϊόντων ή υπηρεσιών, επιβάλλεται να λαμβάνονται υπόψη όλοι οι κρίσιμοι παράγοντες που χαρακτηρίζουν τη μεταξύ τους σχέση. Στους παράγοντες αυτούς περιλαμβάνονται, ειδικότερα, η φύση τους, ο προορισμός τους, η χρήση τους καθώς και ο ανταγωνιστικός ή συμπληρωματικός χαρακτήρας τους. Μπορούν, επίσης, να λαμβάνονται υπόψη και άλλοι παράγοντες, όπως τα δίκτυα διανομής των οικείων προϊόντων [βλ. απόφαση της 11ης Ιουλίου 2007, El Corte Inglés κατά ΓΕΕΑ – Bolaños Sabri (PiraÑAM diseño original Juan Bolaños), T‑443/05, Συλλογή, EU:T:2007:219, σκέψη 37 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία].

49      Η προσφεύγουσα διατείνεται, μεταξύ άλλων, ότι η προώθηση αθλητικών αγώνων δεν μπορεί να αποτελεί υπηρεσία συναπτόμενη προς διαφημιστική εταιρία και, συνεπώς, δεν μπορεί να συγκαταλέγεται στις παρεχόμενες από αυτήν υπηρεσίες διαφημίσεως, τις οποίες αφορά το προγενέστερο σήμα.

50      Συναφώς, επισημαίνεται ότι, όπως ορθώς έκρινε το τμήμα προσφυγών, οι υπηρεσίες διαφημίσεως ως σκοπό έχουν να βοηθήσουν τρίτους να πωλούν τα προϊόντα και τις υπηρεσίες τους, προωθώντας τη διάθεσή τους στο εμπόριο για πρώτη φορά ή την πώλησή τους και οι ως άνω υπηρεσίες ως σκοπό έχουν να ενισχύσουν τη θέση του πελάτη στην αγορά, ώστε να καταστήσουν δυνατή γι’ αυτόν την απόκτηση ανταγωνιστικού πλεονεκτήματος μέσω της διαφημίσεως. Επιπροσθέτως, ορθώς διέλαβε, στο σημείο 23 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι οι υπηρεσίες «προωθήσεως αθλητικών αγώνων και/ή εκδηλώσεων τρίτων», οι οποίες συνίσταντο κυρίως στη διαχείριση της δημοσιότητας των εκδηλώσεων αυτών, προσφέρονταν συνήθως από διαφημιστικές εταιρίες και ενέπιπταν στην ευρύτερη έννοια της διαφημίσεως.

51      Κατόπιν των προεκτεθέντων, πρέπει να αναγνωρισθεί ότι οι επίμαχες υπηρεσίες τις οποίες αφορούν τα αντιπαρατιθέμενα σημεία ταυτίζονται.

 Επί της συγκρίσεως των σημείων

52      Επιβάλλεται τα αντιπαρατιθέμενα σήματα να εξετάζονται το καθένα στο σύνολό του, πράγμα που δεν αποκλείει, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, το ενδεχόμενο να κυριαρχούν στη συνολική εντύπωση που δημιουργεί ένα σύνθετο σήμα στη μνήμη του οικείου κοινού ένα ή περισσότερα από τα στοιχεία που το συναποτελούν. Εντούτοις, το κυρίαρχο στοιχείο μπορεί να αποτελέσει το μοναδικό κριτήριο για την εκτίμηση της ομοιότητας μόνο στην περίπτωση που όλα τα άλλα στοιχεία που συναποτελούν το σήμα είναι αμελητέα. Τούτο συμβαίνει ιδίως οσάκις το επιμέρους στοιχείο και μόνον αυτό μπορεί να κυριαρχεί στην εικόνα του σήματος την οποία συγκρατεί στη μνήμη του το ενδιαφερόμενο κοινό και, επομένως, όλα τα υπόλοιπα στοιχεία που συναποτελούν το σήμα είναι αμελητέα στο πλαίσιο της συνολικής εντυπώσεως που προκαλεί το εν λόγω σήμα [βλ. απόφαση της 12ης Νοεμβρίου 2008, Shaker κατά ΓΕΕΑ – Limiñana y Botella (Limoncello della Costiera Amalfitana shaker), T‑7/04, Συλλογή, EU:T:2008:481, σκέψη 40 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία· απόφαση LA VICTORIA DE MEXICO, σκέψη 39 ανωτέρω, EU:T:2012:36, σκέψη 37].

53      Κατά τη νομολογία, στο πλαίσιο εκτιμήσεως του κυρίαρχου χαρακτήρα ενός ή περισσοτέρων συγκεκριμένων στοιχείων που συναποτελούν ένα σύνθετο σήμα, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη, μεταξύ άλλων, οι εγγενείς ιδιότητες εκάστου των συνθετικών στοιχείων σε σύγκριση με τις εγγενείς ιδιότητες των άλλων στοιχείων (απόφαση MATRATZEN, σκέψη 41 ανωτέρω, EU:T:2002:261, σκέψη 35). Επιπροσθέτως, μπορεί επικουρικώς να λαμβάνεται υπόψη η σχετική θέση των διαφορετικών στοιχείων που συναποτελούν το σύνθετο σήμα. Τέλος, οσάκις το σήμα απαρτίζεται τόσο από λεκτικά όσο και από εικονιστικά στοιχεία, τα λεκτικά στοιχεία έχουν, καταρχήν, εντονότερο διακριτικό χαρακτήρα σε σχέση με τα εικονιστικά, διότι ο μέσος καταναλωτής θα αναφέρεται πολύ ευκολότερα στο σχετικό προϊόν χρησιμοποιώντας την ονομασία του παρά περιγράφοντας το εικονιστικό στοιχείο του σήματος [απόφαση LA VICTORIA DE MEXICO, σκέψη 39 ανωτέρω, EU:T:2012:36, σκέψη 38· βλ. επίσης, κατ’ αυτήν την έννοια, απόφαση της 18ης Φεβρουαρίουr 2004, Koubi κατά ΓΕΕΑ – Flabesa (CONFORFLEX), T‑10/03, Συλλογή, EU:T:2004:46, σκέψη 45].

54      Πρώτον, όσον αφορά την οπτική ομοιότητα, πρέπει να επισημανθεί ότι τα προς σύγκριση σημεία είναι, αφενός, το σήμα του οποίου ζητείται η καταχώριση, ήτοι λεκτικό σήμα συνιστάμενο αποκλειστικώς στον όρο «petco», και, αφετέρου, το προγενέστερο σήμα, ήτοι εικονιστικό σήμα συνιστάμενο στο λεκτικό στοιχείο «petco», γραμμένο κατά τρόπο ιδιαίτερο με λευκά γράμματα σε κόκκινο οβάλ φόντο και συντιθέμενο, περαιτέρω, κάτω από το γράμμα «t» της λέξεως «petco», από έναν κόκκινο κύκλο στο εσωτερικό του οποίου εμφανίζεται γραμμένο δύο φορές, με μικρότερα και πάντα λευκά γράμματα, η λέξη «petco», ούτως ώστε η λέξη γραμμένη οριζοντίως να διασταυρώνεται με εκείνη που είναι γραμμένη κάθετα, στο ύψος του γράμματος «t».

55      Επομένως, τα δύο αντιπαρατιθέμενα σημεία περιλαμβάνουν αμφότερα το λεκτικό σημείο «petco».

56      Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι τα αντιπαρατιθέμενα σημεία διαφέρουν από οπτικής απόψεως, καθόσον το σήμα του οποίου ζητείται η καταχώριση δεν περιλαμβάνει ούτε ερυθρό, ούτε λευκό χρώμα, ούτε τη μορφοποίηση κειμένου που περιλαμβάνει το προγενέστερο σήμα.

57      Εντούτοις, όπως ορθώς υπογραμμίζει κατ’ ουσίαν το ΓΕΕΑ, διαπιστώνεται ότι το μέγεθος του λεκτικού σημείου «petco», η αντίθεση μεταξύ των λευκών γραμμάτων που το συνθέτουν και του ερυθρού οβάλ φόντου πάνω στο οποίο είναι γραμμένο, καθώς και ο δευτερεύων χαρακτήρας των λοιπών εικονιστικών στοιχείων, καθιστούν τον όρο «petco» το κυρίαρχο και διακριτικό στοιχείο του προγενέστερου σήματος, ενώ τα υπόλοιπα εικονιστικά στοιχεία πρέπει να εκληφθούν ως διακοσμητικά, ιδίως λόγω της παρουσιάσεως του προγενέστερου σήματος κατά τρόπο που προσομοιάζει με ετικέτα.

58      Υπό τις συνθήκες αυτές, και χωρίς να υποπέσει σε πλάνη, το τμήμα προσφυγών έκρινε ότι, από οπτικής απόψεως, τα αντιπαρατιθέμενα σήματα παρουσίαζαν βαθμό ομοιότητας μεγαλύτερο του μέσου όρου, για τον λόγο ότι περιελάμβαναν αμφότερα το λεκτικό στοιχείο «petco» και ότι το μόνο στοιχείο διαφοροποιήσεως ήταν τα εικονιστικά στοιχεία του προγενέστερου σήματος τα οποία, εντούτοις, στην προκειμένη περίπτωση γίνονταν αντιληπτά κυρίως ως διακοσμητικά (σημείο 27 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Συγκεκριμένα, το τμήμα προσφυγών ορθώς διέλαβε ότι, όπως προκύπτει από τη νομολογία, οσάκις σημεία περιλαμβάνουν ταυτοχρόνως λεκτικά και εικονιστικά στοιχεία, το λεκτικό στοιχείο ασκεί κατά κανόνα μεγαλύτερη επιρροή στον καταναλωτή από το εικονιστικό στοιχείο (αποφάσεις CONFORFLEX, σκέψη 53 ανωτέρω, EU:T:2004:46, σκέψη 45, και LA VICTORIA DE MEXICO, σκέψη 39 ανωτέρω, EU:T:2012:36, σκέψη 38) και ότι τούτο ισχύει, μεταξύ άλλων, και για το επίμαχο προγενέστερο σήμα.

59      Δεύτερον, είναι σαφές ότι τα αντιπαρατιθέμενα σημεία ταυτίζονται από φωνητικής απόψεως, δεδομένου ότι τα εικονιστικά στοιχεία του προγενέστερου σήματος δεν προφέρονται.

60      Τρίτον, όσον αφορά την εννοιολογική ομοιότητα, το τμήμα προσφυγών έκρινε, στο σημείο 29 της προσβαλλομένης αποφάσεως, χωρίς να υποπέσει σε πλάνη και χωρίς να αμφισβητηθεί από την προσφεύγουσα, ότι τα αντιπαρατιθέμενα σημεία δεν είχαν σημασία στην κρίσιμη εδαφική περιοχή και εξ αυτού του λόγου ορθώς κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η σύγκριση από εννοιολογικής απόψεως ήταν αλυσιτελής στην προκειμένη περίπτωση.

61      Εντούτοις, πρέπει να σημειωθεί σχετικώς ότι, καίτοι ο μέσος καταναλωτής αντιλαμβάνεται συνήθως το σήμα ως ολότητα και δεν εξετάζει τα επιμέρους στοιχεία του, εντούτοις, όταν υποπίπτει στην αντίληψή του λεκτικό σημείο, το αναλύει σε λεκτικά στοιχεία τα οποία υποδηλώνουν γι’ αυτόν συγκεκριμένη έννοια ή ομοιάζουν προς λέξεις τις οποίες γνωρίζει [βλ., κατ’ αυτήν την έννοια, απόφαση της 27ης Φεβρουαρίου 2008, Citigroup κατά ΓΕΕΑ – Link Interchange Network (WORLDLINK), T‑325/04, EU:T:2008:51, σκέψη 80 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία].

62      Ως εκ τούτου, όπως ορθώς προσβάλλει το ΓΕΕΑ, το λεκτικό στοιχείο «petco» θα μπορούσε να γίνει αντιληπτό από μέρος του αγγλόφωνου κοινού ως εφευρεμένη λέξη η οποία αναφέρεται στην αγγλική λέξη «pet», η οποία σημαίνει «κατοικίδιο ζώο», και τούτο τόσο για το προγενέστερο σήμα, όσο και για το σήμα του οποίου ζητείται η καταχώριση.

 Επί του κινδύνου συγχύσεως

63      Προκειμένου να εκτιμηθεί σφαιρικώς ο κίνδυνος συγχύσεως μεταξύ των αντιπαρατιθέμενων σημείων, πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά τη νομολογία, πρέπει να προσδιορίζεται, σε κάθε περίπτωση χωριστά, βάσει ιδίως αναλύσεως των στοιχείων που συναποτελούν ένα σημείο και της σχετικής βαρύτητάς τους ως προς την αντίληψη του οικείου κοινού, η συνολική εντύπωση την οποία προκαλεί το σημείο του οποίου ζητείται η καταχώριση και η οποία μπορεί να απομνημονευθεί από το κοινό αυτό, εν συνεχεία δε, λαμβανομένων υπόψη της συνολικής αυτής εντυπώσεως και του συνόλου των παραγόντων που ασκούν επιρροή στην προκειμένη περίπτωση, να εκτιμάται ο κίνδυνος συγχύσεως (απόφαση της 8ης Μαΐου 2014, Bimbo κατά ΓΕΕΑ, C‑591/12 P, EU:C:2014:305, σκέψη 34), εφαρμόζοντας επίσης την αρχή της αλληλεπιδράσεως των παραγόντων που πρέπει να ληφθούν υπόψη, όπως υπομνήσθηκε στη σκέψη 41 ανωτέρω.

64      Στην προκειμένη περίπτωση, λαμβανομένου υπόψη του υψηλού βαθμού οπτικής ομοιότητας των αντιπαρατιθέμενων σημείων, της φωνητικής τους ταυτότητας, του κανονικού διακριτικού χαρακτήρα του προγενέστερου σήματος, καθώς και της ταυτότητας μεταξύ των επίμαχων υπηρεσιών τις οποίες προσδιορίζουν τα οικεία σήματα, ορθώς το τμήμα προσφυγών κατέληξε στο συμπέρασμα, στο σημείο 35 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι υφίστατο κίνδυνος συγχύσεως, κατά την έννοια του άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 207/2009, μεταξύ του προγενέστερου σήματος και του σήματος του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση, και τούτο ακόμα και αν το επίπεδο προσοχής του ενδιαφερόμενου κοινού είναι ανώτερο του μέσου όρου.

65      Ως εκ τούτου, ο πρώτος λόγος τον οποίο προβάλλει η προσφεύγουσα πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

66      Κατόπιν όλων των ανωτέρω, συνάγεται ότι, χωρίς να είναι αναγκαίο να κριθεί εάν το αίτημα της προσφεύγουσας περί αναστολής της διαδικασίας ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, όπως αυτό διατυπώνεται στο δικόγραφο της προσφυγής, πρέπει να ερμηνευθεί ως αυτοτελές αίτημα ή ως αίτημα αναστολής βάσει του Κανονισμού Διαδικασίας, παρέλκει η αναστολή της παρούσας διαδικασίας.

67      Κατά συνέπεια, η προσφυγή απορρίπτεται στο σύνολό της, χωρίς να είναι αναγκαία η απόφαση επί του παραδεκτού του αιτήματος της προσφεύγουσας περί απορρίψεως της ανακοπής από το Γενικό Δικαστήριο [βλ., κατ’ αυτήν την έννοια, απόφαση της 21ης Ιανουαρίου 2015, Copernicus-Trademarks κατά ΓΕΕΑ – Blue Coat Systems (BLUECO), T‑685/13, EU:T:2015:38, σκέψη 57, και απόφαση της 4ης Φεβρουαρίου 2015, KSR κατά ΓΕΕΑ – Lampenwelt (Moon), T‑374/13, EU:T:2015:69, σκέψη 55].

 Επί των δικαστικών εξόδων

68      Κατά το άρθρο 134, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα.

69      Δεδομένου ότι η προσφεύγουσα ηττήθηκε, πρέπει να φέρει τα δικαστικά έξοδά του και να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα του ΓΕΕΑ, σύμφωνα με το σχετικό αίτημα του τελευταίου.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δεύτερο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Απορρίπτει την προσφυγή.

2)      Καταδικάζει την Petco Animal Supplies Stores, Inc στα δικαστικά έξοδα.

Martins Ribeiro

Gervasoni

Madise

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 21 Οκτωβρίου 2015.

(υπογραφές)


* Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.