Language of document : ECLI:EU:T:2015:791

Υπόθεση T‑664/13

Petco Animal Supplies Stores, Inc.

κατά

Γραφείου Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς
(εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) (ΓΕΕΑ)

«Κοινοτικό σήμα — Διαδικασία ανακοπής — Aίτηση καταχωρίσεως κοινοτικού λεκτικού σήματος PETCO — Προγενέστερο κοινοτικό εικονιστικό σήμα PETCO — Σχετικός λόγος απαραδέκτου — Άρθρο 8, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού (ΕΚ) 207/2009 — Αναστολή της διοικητικής διαδικασίας — Κανόνας 20, παράγραφος 7, στοιχείο γʹ, και κανόνας 50, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΚ) 2868/95 — Λόγος ακυρώσεως ο οποίος δεν συνδέεται προς το αίτημα — Απαγόρευση εκδόσεως αποφάσεως ultra petita — Απαράδεκτο»

Περίληψη — Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου (δεύτερο τμήμα)
της 21ης Οκτωβρίου 2015

1.      Κοινοτικό σήμα — Διαδικασία προσφυγής — Προσφυγή ενώπιον του δικαστή της Ένωσης — Αυτοτελής λόγος ακυρώσεως ο οποίος δεν συνδέεται προς το αίτημα περί μερικής ακυρώσεως — Απαράδεκτο

2.      Ένδικη διαδικασία — Εισαγωγικό δικόγραφο — Τυπικά στοιχεία — Προσδιορισμός του αντικειμένου της διαφοράς — Σαφής και αναμφίλεκτη διατύπωση των αιτημάτων — Μεταβολή κατά τη διάρκεια της δίκης — Προϋπόθεση

[Οργανισμός του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, άρθρο 21· Κανονισμός Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου (1991), άρθρα 44 και 48 § 2]

3.      Κοινοτικό σήμα — Διαδικασία προσφυγής — Προσφυγή ενώπιον των τμημάτων προσφυγών — Αναστολή της διαδικασίας — Προϋποθέσεις

(Κανονισμός 2868/95 της Επιτροπής, άρθρο 1, κανόνες 20 § 7, στοιχείο γʹ, και 50 § 1)

4.      Κοινοτικό σήμα — Ορισμός και κτήση του κοινοτικού σήματος — Σχετικοί λόγοι απαραδέκτου — Ανακοπή από τον δικαιούχο προγενέστερου πανομοιότυπου ή παρόμοιου σήματος που έχει καταχωρισθεί για πανομοιότυπα ή παρόμοια προϊόντα ή υπηρεσίες — Κίνδυνος συγχύσεως με το προγενέστερο σήμα — Κριτήρια εκτιμήσεως

(Κανονισμός 207/2009 του Συμβουλίου, άρθρο 8 § 1, στοιχείο βʹ)

5.      Κοινοτικό σήμα — Ορισμός και κτήση του κοινοτικού σήματος — Σχετικοί λόγοι απαραδέκτου — Ανακοπή από τον δικαιούχο προγενέστερου πανομοιότυπου ή παρόμοιου σήματος που έχει καταχωρισθεί για πανομοιότυπα ή παρόμοια προϊόντα ή υπηρεσίες — Ομοιότητα των οικείων προϊόντων ή υπηρεσιών — Κριτήρια εκτιμήσεως

(Κανονισμός 207/2009 του Συμβουλίου, άρθρο 8 § 1, στοιχείο βʹ)

6.      Κοινοτικό σήμα — Ορισμός και κτήση του κοινοτικού σήματος — Σχετικοί λόγοι απαραδέκτου — Ανακοπή από τον δικαιούχο προγενέστερου πανομοιότυπου ή παρόμοιου σήματος που έχει καταχωρισθεί για πανομοιότυπα ή παρόμοια προϊόντα ή υπηρεσίες — Κίνδυνος συγχύσεως με το προγενέστερο σήμα — Εκτίμηση του κινδύνου συγχύσεως — Καθορισμός του ενδιαφερόμενου κοινού — Βαθμός προσοχής του κοινού

(Κανονισμός 207/2009 του Συμβουλίου, άρθρο 8 § 1, στοιχείο βʹ)

7.      Κοινοτικό σήμα — Ορισμός και κτήση του κοινοτικού σήματος — Σχετικοί λόγοι απαραδέκτου — Ανακοπή από τον δικαιούχο προγενέστερου πανομοιότυπου ή παρόμοιου σήματος που έχει καταχωρισθεί για πανομοιότυπα ή παρόμοια προϊόντα ή υπηρεσίες — Κίνδυνος συγχύσεως με το προγενέστερο σήμα — Λεκτικό σήμα PETCO και εικονιστικό σήμα PETCO

(Κανονισμός 207/2009 του Συμβουλίου, άρθρο 8 § 1, στοιχείο βʹ)

8.      Κοινοτικό σήμα — Ορισμός και κτήση του κοινοτικού σήματος — Σχετικοί λόγοι απαραδέκτου — Ανακοπή από τον δικαιούχο προγενέστερου πανομοιότυπου ή παρόμοιου σήματος που έχει καταχωρισθεί για πανομοιότυπα ή παρόμοια προϊόντα ή υπηρεσίες — Ομοιότητα των οικείων σημάτων — Κριτήρια εκτιμήσεως — Σύνθετο σήμα

(Κανονισμός 207/2009 του Συμβουλίου, άρθρο 8 § 1, στοιχείο βʹ)

1.      Εάν το Γενικό Δικαστήριο διαπίστωνε ότι το τμήμα προσφυγών του Γραφείου Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως καθόσον απέρριψε το αίτημα περί αναστολής της ενώπιόν του διαδικασίας προσφυγής σχετικά με απόφαση του τμήματος ανακοπών έως την έκδοση αποφάσεως επί του αιτήματος κηρύξεως της ακυρότητας του προγενέστερου σήματος που είχε κατατεθεί στο ΓΕΕΑ, το σύνολο των εκτιμήσεών του περί της βασιμότητας της προσφυγής κατ’ ανάγκην θα ετίθεντο εν αμφιβόλω. Συγκεκριμένα, το τμήμα δεν θα είχε μπορέσει να εξετάσει την προσφυγή και να δικαιώσει, εν μέρει, την προσφεύγουσα, εάν είχε αναστείλει τη διαδικασία της προσφυγής. Επιπροσθέτως, εάν η απόφαση περί απορρίψεως της αναστολής ακυρωνόταν, το τμήμα προσφυγών, το οποίο επιλήφθηκε εκ νέου της υποθέσεως, θα ήταν υποχρεωμένο να αναστείλει τη διαδικασία προσφυγής και, κατά τη λήξη της αναστολής, να εφαρμόσει τις συνέπειες της διαδικασίας κηρύξεως της ακυρότητας του προγενέστερου σήματος στην ανάλυση περί του βασίμου του συνόλου των επιχειρημάτων που προβάλλει η προσφεύγουσα κατά της αποφάσεως του τμήματος ανακοπών.

Ως εκ τούτου, η απόφαση περί απορρίψεως της αναστολής δεν μπορεί να διαχωριστεί από το υπόλοιπο αιτιολογικό της προσβαλλομένης αποφάσεως, βάσει του οποίου το τμήμα προσφυγών απεφάνθη περί του βασίμου της προσφυγής. Κατά συνέπεια, εάν γινόταν δεκτός ο δεύτερος λόγος, με τον οποίο προβάλλεται παρανομία της αποφάσεως περί απορρίψεως της αναστολής, το Γενικό Δικαστήριο θα ακύρωνε τελικά την προσβαλλόμενη απόφαση στο σύνολό της και, κατά συνέπεια, καθόσον το αίτημα που του έχει υποβληθεί αφορά μερική και μόνον ακύρωση, θα αποφαινόταν ultra petita. Εντούτοις, δεδομένου ότι το Γενικό Δικαστήριο, επιλαμβανόμενο προσφυγής ακυρώσεως, δεν δύναται να αποφανθεί ultra petita, η ακύρωση στην οποία προβαίνει δεν δύναται να υπερβαίνει εκείνη που ζητήθηκε από τον προσφεύγοντα. Τέτοιος αυτοτελής λόγος, ο οποίος δεν συνδέεται προς το αίτημα περί μερικής ακυρώσεως πρέπει, ως εκ τούτου, να απορριφθεί ως απαράδεκτος.

(βλ. σκέψεις 20, 22, 24, 29, 30)

2.      Κατά το άρθρο 21 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το οποίο σύμφωνα με το άρθρο 53, πρώτο εδάφιο, του ίδιου Οργανισμού, καθώς και το άρθρο 44 του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου της 2ας Μαΐου 1991, εφαρμόζεται και στη διαδικασία ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, το δικόγραφο της προσφυγής πρέπει να περιέχει το αντικείμενο της διαφοράς και τα αιτήματα του προσφεύγοντος. Τα αιτήματα πρέπει να εκτίθενται κατά τρόπο σαφή και αναμφίλεκτο, καθόσον, σε αντίθετη περίπτωση, υπάρχει κίνδυνος το Γενικό Δικαστήριο να εκδώσει απόφαση με περιεχόμενο μείζον ή έλασσον του ζητηθέντος θίγοντας, κατ’ αποτέλεσμα, τα δικαιώματα του καθού η προσφυγή. Συγκεκριμένα, δεδομένου ότι ο δικαστής της Ένωσης που επιλαμβάνεται προσφυγής ακυρώσεως δεν μπορεί να αποφανθεί ultra petita, η ακύρωση την οποία αποφασίζει δεν μπορεί να υπερβαίνει αυτή που ζήτησε ο προσφεύγων

Επομένως, μόνο τα αιτήματα που περιλαμβάνονται στο εισαγωγικό της δίκης έγγραφο μπορούν να ληφθούν υπόψη και το βάσιμο της προσφυγής πρέπει να εξεταστεί αποκλειστικώς βάσει των αιτημάτων που περιλαμβάνονται στο εισαγωγικό της δίκης δικόγραφο. Το άρθρο 48, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας επιτρέπει την προβολή νέων ισχυρισμών υπό την προϋπόθεση ότι στηρίζονται σε νομικά και πραγματικά στοιχεία που ανέκυψαν κατά τη διαδικασία. Ο όρος αυτός διέπει a fortiori οποιαδήποτε τροποποίηση των αιτημάτων και, ελλείψει πραγματικών και νομικών στοιχείων που ανέκυψαν κατά την έγγραφη διαδικασία, μπορούν να ληφθούν υπόψη μόνον τα περιλαμβανόμενα στο δικόγραφο της προσφυγής αιτήματα.

(βλ. σκέψεις 24, 25)

3.      Το τμήμα προσφυγών διαθέτει ευρύ περιθώριο εκτιμήσεως ως προς την αναστολή διαδικασίας. Ο κανόνας 20, παράγραφος 7, στοιχείο γʹ, του κανονισμού 2868/95, ο οποίος εφαρμόζεται στις διαδικασίες ενώπιον του τμήματος προσφυγών σύμφωνα με τον κανόνα 50, παράγραφος 1, του ως άνω κανονισμού, τονίζει την ευρεία αυτή εξουσία εκτιμήσεως αναφέροντας ότι το τμήμα προσφυγών μπορεί να αναστείλει τη διαδικασία εάν οι περιστάσεις το δικαιολογούν. Επομένως, η αναστολή αποτελεί ευχέρεια του τμήματος προσφυγών το οποίο την αποφασίζει εφόσον την κρίνει δικαιολογημένη. Συνεπώς, η διαδικασία ενώπιον του τμήματος προσφυγών δεν αναστέλλεται αυτομάτως κατόπιν υποβολής από τον διάδικο σχετικής αιτήσεως ενώπιον του εν λόγω τμήματος.

Το γεγονός ότι το τμήμα προσφυγών διαθέτει ευρεία εξουσία εκτιμήσεως όσον αφορά την αναστολή εκκρεμούς ενώπιόν του διαδικασίας δεν εξαιρεί την εκτίμησή του από τον έλεγχο του δικαστή της Ένωσης. Ωστόσο, το γεγονός αυτό περιορίζει τον εν λόγω έλεγχο επί της ουσίας στον έλεγχο ελλείψεως πρόδηλης πλάνης εκτιμήσεως ή κατάχρησης εξουσίας.

Συγκεκριμένα, προκύπτει από τη νομολογία ότι το τμήμα προσφυγών, κατά την άσκηση εκ μέρους του της εξουσίας εκτιμήσεως όσον αφορά την αναστολή της διαδικασίας, πρέπει να τηρεί τις γενικές αρχές που διέπουν μια δίκαιη δίκη μέσα σε μια Ένωση δικαίου. Έτσι, κατά την εν λόγω άσκηση, πρέπει όχι μόνο να λαμβάνει υπόψη το συμφέρον του διαδίκου του οποίου το κοινοτικό σήμα προσβάλλεται, αλλά επίσης και το συμφέρον των λοιπών διαδίκων. Η απόφαση αναστολής ή μη αναστολής της διαδικασίας πρέπει επομένως να είναι το αποτέλεσμα της σταθμίσεως των επίμαχων συμφερόντων.

(βλ. σκέψεις 31-33)

4.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 39-41, 63)

5.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 42, 48)

6.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 43, 46)

7.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 47, 50, 51, 62, 64)

8.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 52, 53, 61)