Language of document : ECLI:EU:C:2023:932

Προσωρινό κείμενο

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πρώτο τμήμα)

της 30ής Νοεμβρίου 2023 (*)

«Αίτηση αναιρέσεως – Υπαλληλική υπόθεση – Προσωπικό της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων (ΕΤΕπ) – Διοικητικές διατάξεις που εφαρμόζονται στο προσωπικό της ΕΤΕπ – Αποδοχές – Οικογενειακά επιδόματα – Καταβολή τους μόνο στον γονέα που έχει την αποκλειστική επιμέλεια του τέκνου – Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Άρθρο 41, παράγραφος 2 – Δικαίωμα ακρόασης – Ένσταση ελλείψεως νομιμότητας των διοικητικών διατάξεων – Αρχή της ίσης μεταχείρισης – Αρχή της αναλογικότητας – Προσφυγή ακυρώσεως και αγωγή αποζημιώσεως»

Στην υπόθεση C‑173/22 P,

με αντικείμενο αίτηση αναιρέσεως δυνάμει του άρθρου 56 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η οποία ασκήθηκε στις 3 Μαρτίου 2022,

MG, εκπροσωπούμενος από την L. Levi, δικηγόρο,

αναιρεσείων,

όπου ο έτερος διάδικος είναι η:

Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων (ΕΤΕπ), εκπροσωπούμενη από τις K. Carr, G. Faedo και E. Manoukian, επικουρούμενες από τον A. Dal Ferro, avvocato,

καθής-εναγομένη πρωτοδίκως,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πρώτο τμήμα),

συγκείμενο από τους A. Arabadjiev, πρόεδρο τμήματος, T. von Danwitz, P. G. Xuereb, A. Kumin και I. Ziemele (εισηγήτρια), δικαστές,

Γενική εισαγγελέας: T. Ćapeta

γραμματέας: M. Krausenböck, διοικητική υπάλληλος,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 17ης Μαΐου 2023,

αφού άκουσε τη γενική εισαγγελέα, που ανέπτυξε τις προτάσεις της κατά τη συνεδρίαση της 6ης Ιουλίου 2023,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Με την υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως, ο αναιρεσείων (στο εξής, επίσης: προσφεύγων-ενάγων) ζητεί την αναίρεση της απόφασης του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, της 21ης Δεκεμβρίου 2021, MG κατά ΕΤΕπ (T‑573/20, στο εξής: αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, EU:T:2021:915), με την οποία το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε την προσφυγή-αγωγή που είχε ασκήσει ο αναιρεσείων δυνάμει του άρθρου 270 ΣΛΕΕ και του άρθρου 50α του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης με αίτημα, αφενός, την ακύρωση εγγράφων της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων (ΕΤΕπ) βάσει των οποίων ο ίδιος στερήθηκε το ευεργέτημα των οικογενειακών επιδομάτων και των συνακόλουθων οικονομικών παροχών και, αφετέρου, τη χρηματική ικανοποίηση της ηθικής βλάβης που ισχυρίζεται ότι υπέστη.

 Το νομικό πλαίσιο

 Ο κανονισμός 260/68

2        Το άρθρο 3, παράγραφοι 3 και 4, του κανονισμού (ΕΟΚ, Ευρατόμ, ΕΚΑΧ) 260/68 του Συμβουλίου, της 29ης Φεβρουαρίου 1968, περί καθορισμού των όρων και της διαδικασίας επιβολής του φόρου του θεσπισθέντος υπέρ των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΕΕ ειδ. έκδ. 01/001, σ. 115), όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ, Ευρατόμ) 1750/2002 του Συμβουλίου, της 30ής Σεπτεμβρίου 2002 (ΕΕ 2002, L 264, σ. 15) (στο εξής: κανονισμός 260/68), ορίζει τα εξής:

«3.      Οι παροχές και τα επιδόματα οικογενειακής ή κοινωνικής φύσεως που απαριθμούνται κατωτέρω εκπίπτουν από τη φορολογητέα βάση:

α)      τα οικογενειακά επιδόματα:

–        επίδομα εστίας,

–        το επίδομα συντηρούμενου τέκνου,

–        το σχολικό επίδομα,

–        το επίδομα τοκετού·

[…]

4.      Με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 5, γίνεται μία έκπτωση 10 % για επαγγελματικά και προσωπικά έξοδα επί του ποσού που αποκτάται μετά την εφαρμογή των προηγουμένων διατάξεων.

Για κάθε συντηρούμενο τέκνο του φορολογουμένου καθώς και για κάθε πρόσωπο που εξομοιούται προς συντηρούμενο τέκνο, κατά την έννοια του άρθρου 2 παράγραφος 4 του παραρτήματος VII του κανονισμού περί της υπηρεσιακής καταστάσεως των υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, γίνεται συμπληρωματική έκπτωση που αντιστοιχεί στο διπλάσιο του ποσού του επιδόματος συντηρούμενου τέκνου.»

 Ο Κανονισμός Προσωπικού

3        Ο Κανονισμός Προσωπικού της ΕΤΕπ, ο οποίος εγκρίθηκε στις 20 Απριλίου 1960 από το Διοικητικό Συμβούλιο της ΕΤΕπ, όπως ίσχυε κατά τον κρίσιμο εν προκειμένω χρόνο (στο εξής: Κανονισμός Προσωπικού), προέβλεπε στο άρθρο 41 τα εξής:

«Οι πάσης φύσεως ατομικές διαφορές μεταξύ της [ΕΤΕπ] και των μελών του προσωπικού της άγονται ενώπιον του Δικαστηρίου [της Ευρωπαϊκής Ένωσης].

Οι διαφορές, πλην εκείνων που απορρέουν από την εφαρμογή προβλεπόμενων στο άρθρο 38 μέτρων, αποτελούν αντικείμενο διαδικασίας φιλικού διακανονισμού ενώπιον της επιτροπής συμβιβασμού της [ΕΤΕπ], ανεξάρτητα από την άσκηση προσφυγής ενώπιον του Δικαστηρίου [της Ευρωπαϊκής Ένωσης].

[…]»

 Οι διοικητικές διατάξεις

4        Τα σημεία 2.2.1 και 2.2.2 των διοικητικών διατάξεων που εφαρμόζονται στο προσωπικό της ΕΤΕπ (στο εξής: διοικητικές διατάξεις) έχουν ως εξής:

«2.2.1. Οικογενειακό επίδομα

Τα παρακάτω μέλη του προσωπικού δικαιούνται οικογενειακό επίδομα που αντιστοιχεί στο 5 % του βασικού μηνιαίου μισθού:

α)      έγγαμοι υπάλληλοι·

β)      υπάλληλοι οι οποίοι τελούν σε διάσταση ή έχουν λάβει διαζύγιο και οι οποίοι υποχρεούνται βάσει δικαστικής απόφασης να καταβάλλουν διατροφή·

γ)      υπάλληλοι οι οποίοι είναι άγαμοι, τελούν σε διάσταση, έχουν λάβει διαζύγιο ή τελούν εν χηρεία, στην περίπτωση που δικαιούνται επίδομα συντηρούμενου τέκνου (βλ. σημείο 2.2.3.).

Η Διευθύνουσα Επιτροπή καθορίζει το ελάχιστο ποσό του επιδόματος (βλ. παράρτημα I).

Στην περίπτωση που αμφότεροι οι σύζυγοι είναι υπάλληλοι της Τράπεζας, το επίδομα πρέπει να καταβάλλεται στον σύζυγο με τον υψηλότερο βασικό μηνιαίο μισθό. Στην περίπτωση που ο ένας σύζυγος εργάζεται στην Τράπεζα και ο άλλος σε διαφορετικό διεθνή οργανισμό, ο υπάλληλος που εργάζεται στην Τράπεζα λαμβάνει το επίδομα υπό την προϋπόθεση ότι ο άλλος οργανισμός δεν καταβάλλει παρόμοιο επίδομα στον/στην σύζυγό του.

Σε περίπτωση θανάτου του μόνου προσώπου εκ του οποίου γεννάται το δικαίωμα στο επίδομα, η καταβολή διακόπτεται κατά το πέρας του έκτου μήνα μετά τον θάνατο.

Η παρούσα διάταξη εφαρμόζεται, τηρουμένων των αναλογιών, στους δικαιούχους σύνταξης που καταβάλλεται από την Τράπεζα.

2.2.2. Συντηρούμενο τέκνο

Τέκνο η διατροφή του οποίου καταβάλλεται ουσιαστικά από μέλος του προσωπικού και το οποίο είναι το νόμιμο, νομιμοποιημένο, αναγνωρισμένο φυσικό ή θετό τέκνο του ή τέκνο του συζύγου του θεωρείται συντηρούμενο τέκνο του εν λόγω μέλους του προσωπικού, υπό την προϋπόθεση ότι η Τράπεζα ή άλλο όργανο της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν θεωρεί το τέκνο συντηρούμενο τέκνο άλλου μέλους του προσωπικού, μόνιμου ή άλλου υπαλλήλου και ότι το τέκνο δεν ασκεί επικερδή επαγγελματική δραστηριότητα.

Υπό τις ίδιες προϋποθέσεις, η Τράπεζα μπορεί επίσης να θεωρήσει ένα τέκνο στο οποίο παρέχεται κατοικία από μέλος του προσωπικού ως συντηρούμενο τέκνο.

Στην περίπτωση που το τέκνο συγκατοικεί με μέλος του προσωπικού ή στην περίπτωση που το μέλος αυτό συμβάλλει στη διατροφή του τέκνου με ποσό που υπερβαίνει τουλάχιστον κατά 50 % το επίδομα συντηρούμενου τέκνου θεωρείται ότι το μέλος του προσωπικού καταβάλλει ουσιαστικά τη διατροφή του τέκνου (βλ. παράρτημα I).»

 Το ιστορικό της διαφοράς

5        Το ιστορικό της διαφοράς εκτίθεται στις σκέψεις 1 έως 25 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης ως εξής:

«1      Ο προσφεύγων-ενάγων (στο εξής: προσφεύγων), ήτοι ο MG, είναι υπάλληλος της [ΕΤΕπ] από την 1η Φεβρουαρίου 1998.

2      Στις 12 Σεπτεμβρίου 2003 ο προσφεύγων συνήψε γάμο με την A, επίσης υπάλληλο της ΕΤΕπ από το 2002. Έχουν πέντε τέκνα.

3      Στις 22 Αυγούστου 2017 η A άσκησε αγωγή διαζυγίου κατά του προσφεύγοντος ενώπιον του tribunal d’arrondissement de Luxembourg (πρωτοδικείου Λουξεμβούργου, Λουξεμβούργο) ζητώντας να χορηγηθεί προσωρινή άδεια για χωριστή διαμονή, να αποχωρήσει ο σύζυγός της από τη οικογενειακή στέγη και να της ανατεθεί η προσωρινή επιμέλεια των πέντε ανήλικων τέκνων τους.

4      Στις 14 Νοεμβρίου 2017 το tribunal d’arrondissement de Luxembourg (πρωτοδικείο Λουξεμβούργου) εξέδωσε διάταξη ασφαλιστικών μέτρων (στο εξής: διάταξη ασφαλιστικών μέτρων της 14ης Νοεμβρίου 2017) με την οποία ανέθεσε την προσωρινή επιμέλεια των τέκνων στην Α. Επιπλέον, διέταξε τον προσφεύγοντα να μετοικήσει από την οικογενειακή στέγη εντός ενός μηνός από την επίδοση της εν λόγω διάταξης.

5      Ο προσφεύγων μετοίκησε από την οικογενειακή στέγη τον Δεκέμβριο του 2017.

6      Με διάταξη της 20ής Ιουλίου 2018 (στο εξής: διάταξη ασφαλιστικών μέτρων της 20ής Ιουλίου 2018 […]), η οποία επιδόθηκε στον προσφεύγοντα στις 7 Μαρτίου 2019, ο λουξεμβουργιανός δικαστής των ασφαλιστικών μέτρων διέταξε τον προσφεύγοντα να καταβάλλει στην A διατροφή ύψους 1 500 ευρώ μηνιαίως, που αντιστοιχεί σε ποσό 300 ευρώ για καθένα από τα τέκνα τους, εξαιρουμένων των οικογενειακών επιδομάτων, καθώς και τα έξοδα για τις υπηρεσίες παιδικής φροντίδας και το Πολυδύναμο Κέντρο Παιδικής Ηλικίας […] για τρία τέκνα και το ήμισυ όλων των έκτακτων εξόδων που πραγματοποιούνται προς το συμφέρον των πέντε τέκνων του προσφεύγοντος και της A. Επιπλέον, ο δικαστής των ασφαλιστικών μέτρων διέταξε την ΕΤΕπ να καταβάλλει στην A το επίδομα συντηρούμενου τέκνου και το σχολικό επίδομα.

7      Στις 9 Ιανουαρίου 2019 το Cour supérieure de justice de Luxembourg (ανώτερο δικαστήριο του Λουξεμβούργου, Λουξεμβούργο), το οποίο εκδίκασε την υπόθεση ως δευτεροβάθμιο δικαστήριο, απέρριψε την έφεση που άσκησε ο προσφεύγων κατά της διάταξης ασφαλιστικών μέτρων της 14ης Νοεμβρίου 2017 κατά το μέρος που η διάταξη αυτή όριζε ως κατοικία των ανήλικων τέκνων τη διεύθυνση της Α, αλλά του αναγνώρισε δικαίωμα επικοινωνίας και φιλοξενίας των τέκνων κάθε δεύτερο Σαββατοκύριακο και κατά το ήμισυ των σχολικών διακοπών.

8      Στις 21 Μαρτίου 2019 το tribunal d’arrondissement de Luxembourg (πρωτοδικείο Λουξεμβούργου) εξέδωσε απόφαση διαζυγίου μεταξύ του προσφεύγοντος και της Α.

9      Στις 10 Ιουλίου 2019 το Cour supérieure de justice de Luxembourg (ανώτερο δικαστήριο του Λουξεμβούργου) εξέδωσε απόφαση επί της έφεσης κατά της διάταξης ασφαλιστικών μέτρων της 20ής Ιουλίου 2018, με την οποία επικύρωσε το δικαίωμα της Α να λαμβάνει διατροφή από τον προσφεύγοντα ύψους 300 ευρώ μηνιαίως για κάθε τέκνο. Ωστόσο, μεταρρύθμισε τη διάταξη ασφαλιστικών μέτρων της 20ής Ιουλίου 2018 απαλλάσσοντας τον προσφεύγοντα από την υποχρέωση καταβολής ορισμένων εξόδων, ιδίως για υπηρεσίες παιδικής φροντίδας, που πραγματοποιούνται προς το συμφέρον των τέκνων, εκτιμώντας ότι τα έξοδα αυτά είχαν συνυπολογιστεί στη διατροφή.

10      Στις 24 Νοεμβρίου 2017 ο προσφεύγων πληροφορήθηκε από την ΕΤΕπ ότι, κατόπιν της έκδοσης της διάταξης ασφαλιστικών μέτρων της 14ης Νοεμβρίου 2017, το επίδομα συντηρούμενου τέκνου και το σχολικό επίδομα θα καταβάλλονταν στην Α.

11      Στις 28 Δεκεμβρίου 2017 η Α υπέβαλε αίτημα συμβιβασμού βάσει του άρθρου 41 του [Κανονισμού Προσωπικού], ως είχε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της υπό κρίση υπόθεσης, προκειμένου να αναγνωριστούν τα πέντε τέκνα της ως συντηρούμενα από την ίδια, σύμφωνα με τη διάταξη ασφαλιστικών μέτρων της 14ης Νοεμβρίου 2017, και να αναγνωριστεί το δικαίωμά της στη λήψη των οικογενειακών επιδομάτων και των συνακόλουθων οικονομικών παροχών που προβλέπονται στον εν λόγω κανονισμό.

12      Στις 12 Σεπτεμβρίου 2018 ο Πρόεδρος της ΕΤΕπ, επικυρώνοντας το αποτέλεσμα άλλης διαδικασίας συμβιβασμού την οποία αποφάσισε να επεκτείνει στην περίπτωση του Α, έκρινε ότι, από τον Οκτώβριο του 2018, τα τέκνα του προσφεύγοντος και της Α θα θεωρούνταν ως συντηρούμενα από την Α (στο εξής: απόφαση της 12ης Σεπτεμβρίου 2018). Τούτο σήμαινε, επιπλέον, ότι αναγνωριζόταν το δικαίωμα της Α στη λήψη των οικογενειακών επιδομάτων και των συνακόλουθων οικονομικών παροχών.

13      Με έγγραφο της 11ης Οκτωβρίου 2018 (στο εξής: έγγραφο της 11ης Οκτωβρίου 2018), η ΕΤΕπ ενημέρωσε τον προσφεύγοντα ότι, από τον Οκτώβριο του 2018, δεν θα δικαιούνταν πλέον το οικογενειακό επίδομα, το επίδομα συντηρούμενου τέκνου και το σχολικό επίδομα (στο εξής, από κοινού: οικογενειακά επιδόματα) ούτε τις συνακόλουθες οικονομικές παροχές, που χορηγούνταν βάσει των διοικητικών διατάξεων […], δεδομένου ότι, δυνάμει της απόφασης της 12ης Σεπτεμβρίου 2018, τα επιδόματα και οι παροχές αυτές θα χορηγούνταν στην A.

14      Με έγγραφο της 29ης Οκτωβρίου 2018, ο προσφεύγων ενημέρωσε την ΕΤΕπ ότι αντετίθετο στα μέτρα που γνωστοποιήθηκαν με το έγγραφο της 11ης Οκτωβρίου 2018. Επισήμανε, επίσης, ότι το από 29 Οκτωβρίου 2018 έγγραφό του έπρεπε να θεωρηθεί ως αίτημα συμβιβασμού κατά την έννοια του άρθρου 41 του Κανονισμού Προσωπικού […]

15      Δεδομένου ότι δεν έλαβε απάντηση από την ΕΤΕπ, ο προσφεύγων υπέβαλε εκ νέου το αίτημά του με επιστολή στις 10 Δεκεμβρίου 2018.

16      Με έγγραφο της 7ης Ιανουαρίου 2019, η ΕΤΕπ απέρριψε το αίτημα του προσφεύγοντος, χωρίς να εξετάσει το ζήτημα της κίνησης της διαδικασίας συμβιβασμού (στο εξής: έγγραφο της 7ης Ιανουαρίου 2019 […]).

17      Με μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της 11ης Ιανουαρίου 2019, ο προσφεύγων υπέβαλε αίτημα συμβιβασμού δυνάμει του άρθρου 41 του Κανονισμού Προσωπικού. Το εν λόγω αίτημα αποσκοπούσε στην αμφισβήτηση του εγγράφου της 11ης Οκτωβρίου 2018 και, καθόσον αυτό κρινόταν αναγκαίο, του εγγράφου της 7ης Ιανουαρίου 2019.

18      Με μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της 14ης Ιανουαρίου 2019, η υπηρεσία ανθρωπίνων πόρων της ΕΤΕπ επιβεβαίωσε την παραλαβή του αιτήματος συμβιβασμού που είχε υποβάλει ο προσφεύγων. Με μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της 15ης Ιανουαρίου 2019, ο Πρόεδρος της ΕΤΕπ επιβεβαίωσε επίσης την παραλαβή του εν λόγω αιτήματος συμβιβασμού.

19      Με μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της 17ης Ιανουαρίου 2019, ο προσφεύγων όρισε τον B, προϊστάμενο τμήματος της ΕΤΕπ, ως εκπρόσωπό του στην επιτροπή συμβιβασμού και ζήτησε από την ΕΤΕπ να του αναφέρει ποιος θα την εκπροσωπούσε. Επανέλαβε το αίτημά του με συστημένη επιστολή στις 4 Φεβρουαρίου 2019.

20      Με έγγραφο της 17ης Απριλίου 2019, η υπηρεσία ανθρωπίνων πόρων της ΕΤΕπ ενημέρωσε τον προσφεύγοντα ότι, σε απάντηση του από 11 Ιανουαρίου 2019 εγγράφου του, το αίτημα συμβιβασμού που είχε υποβάλει έγινε δεκτό και ότι, κατά συνέπεια, κινήθηκε διαδικασία συμβιβασμού. Η ΕΤΕπ ανάφερε ότι η C ορίστηκε εκπρόσωπος της ΕΤΕπ στο πλαίσιο της εν λόγω διαδικασίας.

21      Από τις 24 Απριλίου 2019, οι B και C αντάλλαξαν σειρά μηνυμάτων ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προκειμένου να ορίσουν τον πρόεδρο της επιτροπής συμβιβασμού. Κατόπιν συμφωνίας, ορίστηκε ως πρόεδρος ο D, συνταξιούχος υπάλληλος της ΕΤΕπ.

22      Η επιτροπή συμβιβασμού συνεδρίασε στις 23 Ιουλίου και στις 2 Αυγούστου 2019 καθώς και στις 5 και 9 Μαρτίου 2020.

23      Με μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της 12ης Φεβρουαρίου 2020, η υπηρεσία ανθρωπίνων πόρων της ΕΤΕπ πρότεινε στην επιτροπή συμβιβασμού, υπό το πρίσμα των όσων είχαν αποφασιστεί σε υπόθεση την οποία αυτή χαρακτήριζε ως “παράλληλη”, να καταβάλλονται ορισμένα επιδόματα κατά το ήμισυ στον προσφεύγοντα και κατά το ήμισυ στην A, υπό την προϋπόθεση ότι ο προσφεύγων θα προσκόμιζε αποδείξεις για τα ποσά που κατέβαλλε για τα τέκνα του. Ο προσφεύγων απέρριψε την πρόταση αυτή.

24      Μεταξύ της 9ης Μαρτίου και της 4ης Ιουνίου 2020, τα τρία μέλη της επιτροπής συμβιβασμού αντάλλαξαν σειρά μηνυμάτων ηλεκτρονικού ταχυδρομείου με σκοπό να υποβάλουν παρατηρήσεις και να τροποποιήσουν το περιεχόμενο των πρακτικών της διαδικασίας συμβιβασμού. Με μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της 4ης Ιουνίου 2020, ο πρόεδρος της επιτροπής συμβιβασμού διαβίβασε στον Πρόεδρο της ΕΤΕπ τα πρακτικά αυτά, στα οποία επισήμανε, μεταξύ άλλων, την αποτυχία της διαδικασίας συμβιβασμού και την αδυναμία συμφωνίας για τη σύνταξη έκθεσης σχετικά με την περάτωση της διαδικασίας.

25      Με έγγραφο της 30ής Ιουλίου 2020, το οποίο διαβιβάστηκε στον προσφεύγοντα με μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της 31ης Ιουλίου 2020, ο Πρόεδρος της ΕΤΕπ ενημέρωσε τον τελευταίο ότι έλαβε τα συμπεράσματα της επιτροπής συμβιβασμού και επισήμανε ότι έλαβε γνώση της αποτυχίας της διαδικασίας συμβιβασμού (στο εξής: έγγραφο της 30ής Ιουλίου 2020). Τα πρακτικά της διαδικασίας αυτής επισυνάπτονταν στο εν λόγω έγγραφο.»

 Η προσφυγή-αγωγή ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση

6        Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 14 Σεπτεμβρίου 2020, ο αναιρεσείων άσκησε προσφυγή-αγωγή δυνάμει του άρθρου 270 ΣΛΕΕ και του άρθρου 50α του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης με αίτημα, αφενός, την ακύρωση των εγγράφων της ΕΤΕπ της 11ης Οκτωβρίου 2018, της 7ης Ιανουαρίου 2019 και της 30ής Ιουλίου 2020 βάσει των οποίων ο αναιρεσείων στερήθηκε το ευεργέτημα των οικογενειακών επιδομάτων και των συνακόλουθων οικονομικών παροχών και, αφετέρου, τη χρηματική ικανοποίηση της ηθικής βλάβης που ο αναιρεσείων ισχυρίζεται ότι υπέστη.

7        Προς στήριξη των ακυρωτικών αιτημάτων του, ο αναιρεσείων προέβαλε έξι λόγους ακυρώσεως, εκ των οποίων ο πρώτος αφορά προσβολή του δικαιώματος ακρόασης, ο δεύτερος παράβαση της υποχρέωσης αιτιολόγησης, ο τρίτος πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως και, επικουρικώς, ένσταση ελλείψεως νομιμότητας των διοικητικών διατάξεων, ο τέταρτος παράβαση του άρθρου 3, παράγραφος 4, του κανονισμού 260/68 και πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως, ο πέμπτος παράβαση του άρθρου 4, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΕ) 2018/1725 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Οκτωβρίου 2018, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τα θεσμικά και λοιπά όργανα και τους οργανισμούς της Ένωσης και την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών, και για την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 45/2001 και της απόφασης αριθ. 1247/2002/ΕΚ (ΕΕ 2018, L 295, σ. 39), καθώς και παραβίαση της αρχής της χρηστής διοίκησης και του καθήκοντος μέριμνας, και ο έκτος παράβαση του άρθρου 41 του Κανονισμού Προσωπικού, της αρχής της χρηστής διοίκησης και του καθήκοντος μέριμνας.

8        Με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε όλους τους ανωτέρω λόγους και, κατά συνέπεια, τα ακυρωτικά αιτήματα.

9        Προς στήριξη του αιτήματός του για χρηματική ικανοποίηση, ο αναιρεσείων υποστήριξε ότι υπέστη ηθική βλάβη λόγω των πράξεων και παραλείψεων του εργοδότη του, η οποία απορρέει, πρώτον, από την απότομη και πολύ σημαντική μείωση των αποδοχών του εξαιτίας της έκδοσης παράνομης πράξης, πράγμα που αποτελεί πηγή άγχους, δεύτερον, από τη γνωστοποίηση των προσωπικών του δεδομένων σε τρίτους χωρίς τη συγκατάθεσή του, τρίτον, από τη θέση που έλαβε η ΕΤΕπ υπέρ της πρώην συζύγου του, καθόσον η θέση αυτή στηριζόταν κατά τρόπο καθοριστικό στο αποτέλεσμα της ένδικης διαδικασίας ενώπιον των δικαστηρίων του Λουξεμβούργου, και, τέταρτον, από την αδικαιολόγητη καθυστέρηση στην κίνηση της διαδικασίας συμβιβασμού. Ο αναιρεσείων υπολόγισε την ηθική του βλάβη κατά δίκαιη και εύλογη κρίση σε 10 000 ευρώ, ποσό το οποίο δεσμεύθηκε να προσφέρει για φιλανθρωπικό σκοπό σε περίπτωση που του επιδικαστεί.

10      Με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε τα τρία πρώτα σκέλη του αιτήματος χρηματικής ικανοποίησης που προβλήθηκε πρωτοδίκως. Αντιθέτως, όσον αφορά το τέταρτο σκέλος του αιτήματος αυτού και λαμβανομένου ιδίως υπόψη ότι η ΕΤΕπ χρειάστηκε πάνω από τρεις μήνες για να απαντήσει στο αίτημα του αναιρεσείοντος σχετικά με την κίνηση της διαδικασίας συμβιβασμού κατόπιν του εγγράφου της 7ης Ιανουαρίου 2019, όπερ συνιστά μη εύλογο χρονικό διάστημα, και ότι η ΕΤΕπ δεν απάντησε στο πρώτο αίτημα συμβιβασμού που περιλαμβανόταν στο έγγραφο της 29ης Οκτωβρίου 2018, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι ο αναιρεσείων παρέμεινε σε παρατεταμένη κατάσταση αβεβαιότητας εξαιτίας της αδικαιολόγητης αυτής καθυστέρησης της ΕΤΕπ και, ως εκ τούτου, η τελευταία τού προκάλεσε ηθική βλάβη. Συνεπώς, υποχρέωσε την ΕΤΕπ να καταβάλει στον αναιρεσείοντα χρηματική ικανοποίηση η οποία υπολογίστηκε κατά δίκαιη και εύλογη κρίση στο ποσό των 500 ευρώ.

11      Το Γενικό Δικαστήριο αποφάσισε επίσης ότι κάθε διάδικος έπρεπε να φέρει τα δικαστικά του έξοδα.

 Τα αιτήματα των διαδίκων στην αναιρετική διαδικασία

12      Ο αναιρεσείων ζητεί από το Δικαστήριο:

–        να κρίνει παραδεκτή και βάσιμη την αίτηση αναιρέσεως·

–        να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, κατά συνέπεια, να κάνει δεκτά τα αιτήματα που προέβαλε πρωτοδίκως ο αναιρεσείων και, ως εκ τούτου, να ακυρώσει την απόφαση της ΕΤΕπ της 11ης Οκτωβρίου 2018 με την οποία ο αναιρεσείων στερήθηκε το ευεργέτημα των οικογενειακών επιδομάτων (περιλαμβανομένων ιδίως των σχετικών με την κάλυψη των εξόδων παιδικού σταθμού και των εξόδων για το Πολυδύναμο Κέντρο Παιδικής Ηλικίας τα οποία η ΕΤΕπ παρακράτησε αδικαιολόγητα από τον μισθό του αναιρεσείοντος μέχρι τον Νοέμβριο του 2019) και των συνακόλουθων οικονομικών παροχών (περιλαμβανομένων ιδίως των φορολογικών ελαφρύνσεων και της επιστροφής των ιατρικών εξόδων των τέκνων τα οποία καταβάλλει ο αναιρεσείων), να ακυρώσει, εφόσον κριθεί αναγκαίο, την απόφαση της 7ης Ιανουαρίου 2019 με την οποία απορρίφθηκαν όλα τα αιτήματα του αναιρεσείοντος καθώς και να ακυρώσει, εφόσον κριθεί αναγκαίο, την απόφαση της ΕΤΕπ της 30ής Ιουλίου 2020 με την οποία διαπιστώθηκε ότι δεν υπήρξε συμβιβασμός και επικυρώθηκε η απόφαση της 11ης Οκτωβρίου 2018, να αποκαταστήσει την περιουσιακή ζημία και να ικανοποιήσει την ηθική βλάβη που υπέστη ο αναιρεσείων και

–        να καταδικάσει την ΕΤΕπ στο σύνολο των δικαστικών εξόδων αμφότερων των βαθμών δικαιοδοσίας.

13      Η ΕΤΕπ ζητεί από το Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την αίτηση αναιρέσεως και

–        να καταδικάσει τον αναιρεσείοντα στο σύνολο των δικαστικών εξόδων.

 Επί της αιτήσεως αναιρέσεως

14      Προς στήριξη της αιτήσεως αναιρέσεως, ο αναιρεσείων προβάλλει πέντε λόγους, εκ των οποίων ο πρώτος αφορά προσβολή του δικαιώματος ακρόασης, ο δεύτερος παράβαση της υποχρέωσης αιτιολόγησης, ο τρίτος παραμόρφωση των πραγματικών περιστατικών, πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως και παραβίαση των αρχών της ίσης μεταχείρισης και της αναλογικότητας, ο τέταρτος παράβαση του άρθρου 3, παράγραφος 4, του κανονισμού 260/68 και ο πέμπτος παραμόρφωση των στοιχείων της δικογραφίας, παράβαση του άρθρου 85 του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, εσφαλμένο χαρακτηρισμό των πραγματικών περιστατικών και παράβαση της υποχρέωσης αιτιολόγησης.

15      Πρέπει να εξεταστεί αρχικά ο πρώτος λόγος αναιρέσεως και εν συνεχεία το δεύτερο σκέλος του τρίτου λόγου αναιρέσεως.

 Επί του πρώτου λόγου αναιρέσεως

 Επιχειρήματα των διαδίκων

16      Με τον λόγο αυτόν, ο αναιρεσείων υποστηρίζει ότι, στις σκέψεις 73 και 74 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, το Γενικό Δικαστήριο προσέβαλε το δικαίωμα ακρόασης, το οποίο κατοχυρώνεται στο άρθρο 41, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Χάρτης).

17      Επισημαίνει ότι, με την προσφυγή-αγωγή του ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, υποστήριξε ότι δεν έτυχε ακρόασης από την ΕΤΕπ πριν από την έκδοση του εγγράφου της 11ης Οκτωβρίου 2018. Το έγγραφο αυτό εκδόθηκε κατόπιν διαδικασίας συμβιβασμού η οποία κινήθηκε μετά από αίτημα της πρώην συζύγου του, χωρίς ο αναιρεσείων να ενημερωθεί σχετικά, και η οποία κατέληξε στην κατ’ αναλογίαν εφαρμογή απόφασης που έλαβε η ΕΤΕπ στο πλαίσιο άλλης διαδικασίας συμβιβασμού κινηθείσας από άλλον υπάλληλο, της οποίας τα πραγματικά και νομικά στοιχεία αγνοούσε ο αναιρεσείων. Ο τελευταίος υποστήριξε επίσης ότι το αποτέλεσμα της διαδικασίας θα ήταν διαφορετικό εάν είχε τύχει ακρόασης, διότι, αφενός, θα είχε μπορέσει να εξηγήσει ακριβώς ποια ήταν η κατάστασή του όσον αφορά τις ένδικες διαδικασίες που εκκρεμούσαν ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων και, αφετέρου, η ΕΤΕπ θα είχε μπορέσει να προτείνει, συναφώς, την κατανομή των οικογενειακών επιδομάτων ή ορισμένων από αυτά μεταξύ του αναιρεσείοντος και της πρώην συζύγου του.

18      Με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, το Γενικό Δικαστήριο δέχθηκε ότι ο αναιρεσείων δεν έτυχε ακρόασης στο πλαίσιο της διαδικασίας που κατέληξε στην έκδοση της απόφασης που κοινοποιήθηκε με το έγγραφο της 11ης Οκτωβρίου 2018. Ωστόσο, κακώς έκρινε, κατά τον αναιρεσείοντα, ότι το δικαίωμα ακρόασης του τελευταίου έγινε σεβαστό για τον λόγο και μόνον ότι αυτός είχε τη δυνατότητα, με τα από 29 Οκτωβρίου και 10 Δεκεμβρίου 2018 έγγραφά του, να σχολιάσει τη συλλογιστική της απόφασης της 11ης Οκτωβρίου 2018 και ότι οι παρατηρήσεις του ελήφθησαν υπόψη πριν η ΕΤΕπ διατυπώσει τη θέση της με το έγγραφο της 7ης Ιανουαρίου 2019.

19      Η ΕΤΕπ αντιτείνει ότι ορθώς το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι η πρώτη παρέσχε στον αναιρεσείοντα τη δυνατότητα να τύχει ακρόασης σχετικά με το έγγραφο της 11ης Οκτωβρίου 2018. Επισημαίνει, συναφώς, ότι το άρθρο 41, παράγραφος 2, του Κανονισμού Προσωπικού ορίζει ότι η προβλεπόμενη στην εν λόγω διάταξη διαδικασία συμβιβασμού μπορεί να κινηθεί μόνον ατομικά κατόπιν πρωτοβουλίας του ενδιαφερομένου, ήτοι του υπαλλήλου της ΕΤΕπ που θεωρεί ότι θίγεται από απόφαση ή συμπεριφορά της διοίκησης. Δεδομένου ότι η πρώην σύζυγος του αναιρεσείοντος, επίσης υπάλληλος της ΕΤΕπ, ανέλαβε την πρωτοβουλία να προσφύγει σε μια τέτοια διαδικασία συμβιβασμού όσον αφορά την καταβολή των οικογενειακών επιδομάτων και των συνακόλουθων οικονομικών παροχών, ήταν η μόνη την οποία αφορούσε η εν λόγω διαδικασία, η δε ΕΤΕπ δεν είχε τη δυνατότητα να την επεκτείνει και στον αναιρεσείοντα.

20      Συναφώς, η ΕΤΕπ οργάνωσε την άσκηση του δικαιώματος ακρόασης του αναιρεσείοντος με τον μόνο τρόπο που ήταν συμβατός με το δικαίωμα της πρώην συζύγου του να κάνει χρήση της ατομικής διαδικασίας συμβιβασμού που προβλέπει το άρθρο 41 του Κανονισμού Προσωπικού. Ειδικότερα, ο αναιρεσείων ενημερώθηκε για τα αποτελέσματα της διαδικασίας συμβιβασμού που αφορούσε ατομικά την πρώην σύζυγό του μετά την περάτωση της διαδικασίας, και στο μέτρο που οι ενέργειες στις οποίες επρόκειτο να προβεί η ΕΤΕπ κατόπιν της διαδικασίας αυτής μπορούσαν να έχουν συνέπειες για τη θέση του, και έτυχε ακρόασης επί του θέματος. Εν πάση περιπτώσει, ο αναιρεσείων δεν απέδειξε ότι η επίμαχη διαδικασία θα μπορούσε, ενδεχομένως, να έχει διαφορετικό αποτέλεσμα.

 Εκτίμηση του Δικαστηρίου

21      Υπενθυμίζεται ότι, κατά το άρθρο 41, παράγραφος 2, του Χάρτη, το δικαίωμα χρηστής διοίκησης περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, το δικαίωμα κάθε προσώπου σε προηγούμενη ακρόαση πριν να ληφθεί ατομικό μέτρο εις βάρος του.

22      Όπως προκύπτει από το ίδιο το γράμμα της, η διάταξη αυτή έχει γενική εφαρμογή. Επομένως, το δικαίωμα ακρόασης πρέπει να γίνεται σεβαστό σε κάθε διαδικασία δυνάμενη να καταλήξει στην έκδοση βλαπτικής πράξης, ακόμη και όταν η εφαρμοστέα ρύθμιση δεν προβλέπει ρητώς την τήρηση μιας τέτοιας διατύπωσης (απόφαση της 18ης Ιουνίου 2020, Επιτροπή κατά RQ, C‑831/18 P, EU:C:2020:481, σκέψη 67 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

23      Κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, την οποία υπενθύμισε το Γενικό Δικαστήριο στη σκέψη 70 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, το δικαίωμα ακρόασης επιδιώκει διττό σκοπό. Αφενός, συμβάλλει στην κατά το δυνατόν ακριβέστερη και ορθότερη εξέταση του φακέλου και εξακρίβωση των πραγματικών περιστατικών και, αφετέρου, διασφαλίζει την αποτελεσματική προστασία του ενδιαφερομένου. Ειδικότερα, το δικαίωμα ακρόασης σκοπεί να διασφαλίσει ότι κάθε βλαπτική απόφαση λαμβάνεται εν πλήρη γνώσει της κατάστασης και επιδιώκει, μεταξύ άλλων, να παράσχει τη δυνατότητα στην αρμόδια αρχή να διορθώσει ένα λάθος ή στον ενδιαφερόμενο να προβάλει στοιχεία της προσωπικής του κατάστασης που συνηγορούν υπέρ του να ληφθεί η απόφαση, να μη ληφθεί ή να έχει το τάδε ή το δείνα περιεχόμενο (απόφαση της 4ης Ιουνίου 2020, ΕΥΕΔ κατά De Loecker, C‑187/19 P, EU:C:2020:444, σκέψη 69 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

24      Συνεπώς, το δικαίωμα ακρόασης εγγυάται σε όλους τη δυνατότητα να καθιστούν γνωστή, λυσιτελώς και ουσιαστικώς, την άποψή τους κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας και πριν από την έκδοση οποιασδήποτε απόφασης που θα μπορούσε να επηρεάσει δυσμενώς τα δικαιώματά τους και τα έννομα συμφέροντά τους (πρβλ. αποφάσεις της 18ης Ιουνίου 2020, Επιτροπή κατά RQ, C‑831/18 P, EU:C:2020:481, σκέψη 67, και της 21ης Οκτωβρίου 2021, Κοινοβούλιο κατά UZ, C‑894/19 P, EU:C:2021:863, σκέψη 89 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

25      Υπό το πρίσμα αυτών των σκέψεων, πρέπει να εξακριβωθεί αν το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κρίνοντας, στις σκέψεις 73 και 74 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, ότι το δικαίωμα ακρόασης δεν συνεπαγόταν υποχρέωση της ΕΤΕπ να ακούσει τον αναιρεσείοντα πριν από την έκδοση του εγγράφου της 11ης Οκτωβρίου 2018.

26      Πρώτον, όσον αφορά το ζήτημα αν το έγγραφο της 11ης Οκτωβρίου 2018 συνιστά «ατομικό μέτρο εις βάρος» των δικαιωμάτων και των έννομων συμφερόντων του αναιρεσείοντος, κατά την έννοια του άρθρου 41, παράγραφος 2, του Χάρτη, το Γενικό Δικαστήριο επισήμανε, στη σκέψη 73 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, ότι ήδη από τη σκέψη 35 της απόφασης αυτής προέκυπτε ότι, με το εν λόγω έγγραφο, η ΕΤΕπ ενημέρωσε τον αναιρεσείοντα ότι δεν θα εισέπραττε πλέον τα οικογενειακά επιδόματα, δεδομένης της έκβασης της διαδικασίας συμβιβασμού που είχε κινήσει η πρώην σύζυγός του. Στη σκέψη 35, το Γενικό Δικαστήριο υπογράμμισε ειδικότερα ότι, δεδομένου ότι ο αναιρεσείων στερήθηκε τη δυνατότητα να λάβει τα οικογενειακά επιδόματα και τις συνακόλουθες οικονομικές παροχές, το έγγραφο της 11ης Οκτωβρίου 2018 επηρέασε άμεσα την ατομική του κατάσταση.

27      Καθόσον όμως στη σκέψη 73 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης παρέπεμψε στην ανωτέρω διαπίστωση, στο πλαίσιο της εξέτασης του λόγου ακυρώσεως που αφορούσε προσβολή του δικαιώματος ακρόασης του αναιρεσείοντος, το Γενικό Δικαστήριο, εμμέσως πλην σαφώς, έκρινε, χωρίς τούτο να αμφισβητηθεί στο πλαίσιο της υπό κρίση αιτήσεως αναιρέσεως, ότι το έγγραφο της 11ης Οκτωβρίου 2018 συνιστά πράγματι ατομικό μέτρο ικανό να αποβεί «εις βάρος» των δικαιωμάτων και των έννομων συμφερόντων του αναιρεσείοντος, κατά την έννοια του άρθρου 41, παράγραφος 2, του Χάρτη, οπότε ο τελευταίος έπρεπε, σύμφωνα με τη διάταξη αυτή, να τύχει ακρόασης πριν από τη λήψη του εν λόγω μέτρου.

28      Δεύτερον, δεν αμφισβητείται ότι ο αναιρεσείων δεν έτυχε ακρόασης από την ΕΤΕπ πριν από την έκδοση του εγγράφου της 11ης Οκτωβρίου 2018. Πράγματι, όπως προκύπτει από τις σκέψεις 12 και 13 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, το έγγραφο αυτό κοινοποιήθηκε στον αναιρεσείοντα αφού η ΕΤΕπ έλαβε, στις 12 Σεπτεμβρίου 2018, την απόφαση να χορηγήσει τα οικογενειακά επιδόματα στην πρώην σύζυγό του, στο πλαίσιο διαδικασίας συμβιβασμού κινηθείσας από την τελευταία βάσει του άρθρου 41 του Κανονισμού Προσωπικού, στην οποία ο αναιρεσείων δεν συμμετείχε, όπως προκύπτει από τη σκέψη 73 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης.

29      Βεβαίως, αφενός, όπως επισήμανε κατ’ ουσίαν το Γενικό Δικαστήριο στη σκέψη 74 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, ο αναιρεσείων απευθύνθηκε στην ΕΤΕπ μετά την παραλαβή του εγγράφου της 11ης Οκτωβρίου 2018, για να αμφισβητήσει την απόφαση που του είχε κοινοποιηθεί. Ειδικότερα, υποστήριξε, με επιστολή της 29ης Οκτωβρίου 2018, ότι το έγγραφο της 11ης Οκτωβρίου 2018 εκδόθηκε κατά παράβαση των διαδικαστικών δικαιωμάτων του, ότι το περιεχόμενο του εγγράφου αυτού ήταν ακατανόητο και ότι στο έγγραφο δεν λαμβάνονταν υπόψη οι οικονομικές ρυθμίσεις εντός της οικογένειας, ιδίως το γεγονός ότι ο αναιρεσείων επωμιζόταν σημαντικό μέρος των οικογενειακών δαπανών.

30      Αφετέρου, η ΕΤΕπ απάντησε πράγματι, με το έγγραφο της 7ης Ιανουαρίου 2019, σε ορισμένες αντιρρήσεις του αναιρεσείοντος, όπως υπογράμμισε επίσης το Γενικό Δικαστήριο στη σκέψη 74 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης.

31      Ωστόσο, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η ανωτέρω απάντηση στις γραπτές αντιρρήσεις του αναιρεσείοντος, η οποία εστάλη στον δικηγόρο του τελευταίου αρκετές εβδομάδες μετά την έκδοση του εγγράφου της 11ης Οκτωβρίου 2018, δεν μπορεί να αναπληρώσει την έλλειψη ακρόασης του αναιρεσείοντος πριν από την έκδοση της απόφασης αυτής. Πράγματι, όπως επισήμανε η γενική εισαγγελέας στο σημείο 50 των προτάσεών της, το εν λόγω έγγραφο δεν αποτελεί προπαρασκευαστική πράξη ενσωματωθείσα σε μεταγενέστερη απόφαση. Αποτελεί την αρχική απόφαση, την οποία επιβεβαιώνει το έγγραφο της 7ης Ιανουαρίου 2019. Συνεπώς, η απόφαση με την οποία ο αναιρεσείων στερήθηκε το δικαίωμά του στα οικογενειακά επιδόματα είναι το έγγραφο της 11ης Οκτωβρίου 2018.

32      Στο πλαίσιο αυτό, υπενθυμίζεται ότι το δικαίωμα ακρόασης συνεπάγεται ότι πρέπει να έχει δοθεί στον ενδιαφερόμενο η δυνατότητα να καταστήσει λυσιτελώς γνωστή την άποψή του επί του σχεδίου απόφασης, στο πλαίσιο προφορικής και/ή γραπτής ανταλλαγής απόψεων δρομολογηθείσας από την οικεία αρχή, πράγμα του οποίου η απόδειξη βαρύνει την αρχή αυτή. Ειδικότερα, ο ενδιαφερόμενος πρέπει να έχει ενημερωθεί ρητώς για το σχέδιο απόφασης και να έχει κληθεί να υποβάλει τις παρατηρήσεις του. Μόνον τότε, εφόσον θα έχει επίγνωση των συνεπειών της απόφασης που πρόκειται να ληφθεί, θα του έχει δοθεί η δυνατότητα να επηρεάσει την επίμαχη διαδικασία λήψης απόφασης (πρβλ. απόφαση της 6ης Δεκεμβρίου 2007, Marcuccio κατά Επιτροπής, C‑59/06 P, EU:C:2007:756, σκέψεις 47 και 58).

33      Εν προκειμένω όμως, όπως προκύπτει από τις σκέψεις 28 και 31 της παρούσας απόφασης, η ΕΤΕπ δεν παρέσχε στον αναιρεσείοντα τη δυνατότητα να υποβάλει εγκαίρως τις παρατηρήσεις του και, κατά συνέπεια, να επηρεάσει την επίμαχη διαδικασία λήψης απόφασης.

34      Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι το Γενικό Δικαστήριο, στη σκέψη 74 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο καθόσον έκρινε ότι το δικαίωμα ακρόασης του αναιρεσείοντος δεν προσβλήθηκε εν προκειμένω, για τον λόγο ότι ο αναιρεσείων είχε τη δυνατότητα να σχολιάσει τη συλλογιστική που ακολούθησε η ΕΤΕπ στο έγγραφο της 11ης Οκτωβρίου 2018 και να υποβάλει τις παρατηρήσεις του επί των λόγων που εκτίθεντο σε αυτό, μολονότι ο αναιρεσείων δεν μπόρεσε να διατυπώσει τις παρατηρήσεις του παρά μόνο μετά την έκδοση της απόφασης αυτής και, ως εκ τούτου, δεν του δόθηκε η δυνατότητα να επηρεάσει την επίμαχη διαδικασία λήψης απόφασης.

35      Τρίτον, υπενθυμίζεται ότι αν το σκεπτικό απόφασης του Γενικού Δικαστηρίου ενέχει παραβίαση του δικαίου της Ένωσης, πλην όμως το διατακτικό της είναι ορθό για άλλους νομικούς λόγους, η παραβίαση αυτή δεν δύναται να οδηγήσει σε αναίρεση της ως άνω απόφασης, χωρεί όμως αντικατάσταση αιτιολογίας (απόφαση της 17ης Ιανουαρίου 2023, Ισπανία κατά Επιτροπής, C‑632/20 P, EU:C:2023:28, σκέψη 48 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

36      Συναφώς, από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι η προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας, και ειδικότερα του δικαιώματος ακρόασης, συνεπάγεται την ακύρωση της απόφασης που εκδόθηκε κατά το πέρας της σχετικής διοικητικής διαδικασίας μόνο στην περίπτωση που, αν δεν υπήρχε η πλημμέλεια αυτή, η εν λόγω διαδικασία θα μπορούσε να έχει καταλήξει σε διαφορετικό αποτέλεσμα (απόφαση της 18ης Ιουνίου 2020, Επιτροπή κατά RQ, C‑831/18 P, EU:C:2020:481, σκέψη 105 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

37      Για να μπορεί όμως η προσβολή του δικαιώματος ακρόασης του ενδιαφερομένου να έχει ως αποτέλεσμα την ακύρωση ατομικής απόφασης της διοικητικής αρχής η οποία ενδέχεται να είναι δυσμενής γι’ αυτόν, πρέπει να εξακριβωθεί αν η εν λόγω αρχή διέθετε περιθώριο εκτίμησης κατά τη λήψη της επίμαχης απόφασης. Πράγματι, δεν αναγνωρίζεται σε υπάλληλο έννομο συμφέρον να ζητήσει την ακύρωση απόφασης λόγω τυπικής πλημμέλειας, και ιδίως λόγω προσβολής του δικαιώματος ακρόασης πριν από τη λήψη οποιασδήποτε βλαπτικής απόφασης, στην περίπτωση κατά την οποία η διοίκηση δεν διαθέτει κανένα περιθώριο εκτίμησης και είναι υποχρεωμένη να ενεργήσει όπως ενήργησε. Σε αυτή την περίπτωση δέσμιας αρμοδιότητας της διοίκησης, η ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης θα οδηγούσε αναπόφευκτα, μετά τη διόρθωση της πλημμέλειας, στην έκδοση απόφασης που θα ήταν πανομοιότυπη, επί της ουσίας, προς την ακυρωθείσα (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 6ης Ιουλίου 1983, Geist κατά Επιτροπής, 117/81, EU:C:1983:191, σκέψη 7).

38      Συναφώς, ο αναιρεσείων, προκειμένου να αποδείξει ότι η ΕΤΕπ προσέβαλε το δικαίωμα ακρόασής του, υποστηρίζει κατ’ ουσίαν ότι, εάν είχε τύχει ακρόασης πριν από την έκδοση του εγγράφου της 11ης Οκτωβρίου 2018, θα είχε μπορέσει να εκθέσει την προσωπική του κατάσταση όσον αφορά τις ένδικες διαδικασίες που εκκρεμούσαν ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων, και ιδίως το γεγονός ότι συμβάλλει στη διατροφή των τέκνων του με ποσό που υπερβαίνει τουλάχιστον κατά 50 % το επίδομα συντηρούμενου τέκνου, οπότε η ΕΤΕπ θα μπορούσε να έχει προτείνει την κατανομή των οικογενειακών επιδομάτων ή ορισμένων εξ αυτών μεταξύ του αναιρεσείοντος και της πρώην συζύγου του.

39      Από την πλευρά της, η ΕΤΕπ υποστήριξε κατ’ ουσίαν, ιδίως κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ότι η διαδικασία δεν θα μπορούσε να έχει καταλήξει σε διαφορετικό αποτέλεσμα, καθώς το σημείο 2.2.2 των διοικητικών διατάξεων προβλέπει ότι για να θεωρηθεί ένα τέκνο ως συντηρούμενο τέκνο μέλους του προσωπικού, το μέλος αυτό πρέπει να καταβάλλει ουσιαστικά τη διατροφή του τέκνου, η δε ουσιαστική αυτή διατροφή προϋποθέτει ότι αποδεικνύεται, αφενός, ότι το τέκνο ζει με το μέλος του προσωπικού και, αφετέρου, ότι το εν λόγω μέλος συμβάλλει στη διατροφή του τέκνου με ποσό που υπερβαίνει τουλάχιστον κατά 50 % το επίδομα συντηρούμενου τέκνου. Όπως όμως επισήμανε η ΕΤΕπ στο έγγραφο της 7ης Ιανουαρίου 2019, η πρώτη από τις προϋποθέσεις αυτές δεν πληρούνταν, δεδομένου ότι η επιμέλεια των τέκνων ανατέθηκε από το εθνικό δικαστήριο στην πρώην σύζυγο του αναιρεσείοντος.

40      Συναφώς, επισημαίνεται ότι ο ισχυρισμός της ΕΤΕπ ότι δεν ήταν δυνατόν να κατανεμηθούν διαφορετικά τα οικογενειακά επιδόματα μεταξύ του αναιρεσείοντος και της πρώην συζύγου του, λαμβανομένου υπόψη του γράμματος των σημείων 2.2.1 και 2.2.2 των διοικητικών διατάξεων, αντικρούεται από τη διατυπωθείσα στη σκέψη 23 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης διαπίστωση περί τα πραγματικά περιστατικά, η οποία δεν αμφισβητήθηκε από την ΕΤΕπ στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας και κατά την οποία η υπηρεσία ανθρωπίνων πόρων της ΕΤΕπ πρότεινε στην επιτροπή συμβιβασμού, με μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της 12ης Φεβρουαρίου 2020 και υπό το πρίσμα όσων είχαν αποφασιστεί σε υπόθεση χαρακτηριζόμενη ως «παράλληλη», να καταβάλλονται ορισμένα επιδόματα κατά το ήμισυ στον αναιρεσείοντα και κατά το ήμισυ στην πρώην σύζυγό του, υπό την προϋπόθεση ότι ο αναιρεσείων θα προσκόμιζε αποδείξεις για τα ποσά που κατέβαλλε για τα τέκνα του.

41      Υπό τις συνθήκες αυτές, πρέπει να γίνει δεκτό ότι, όπως επισήμανε και η γενική εισαγγελέας στο σημείο 66 των προτάσεών της, η ΕΤΕπ θα μπορούσε να έχει ερμηνεύσει διαφορετικά τις διοικητικές της διατάξεις. Επομένως, η ΕΤΕπ διέθετε περιθώριο εκτίμησης, κατά την έννοια της νομολογίας που υπομνήσθηκε στη σκέψη 37 της παρούσας απόφασης, οπότε η επίμαχη διαδικασία θα μπορούσε να έχει καταλήξει σε διαφορετικό αποτέλεσμα, εάν είχε δοθεί στον αναιρεσείοντα η δυνατότητα να υποβάλει τις παρατηρήσεις του πριν από την έκδοση του εγγράφου της 11ης Οκτωβρίου 2018.

42      Κατόπιν των ανωτέρω σκέψεων, ο πρώτος λόγος αναιρέσεως πρέπει να γίνει δεκτός.

 Επί του δεύτερου σκέλους του τρίτου λόγου αναιρέσεως

 Επιχειρήματα των διαδίκων

43      Με το δεύτερο σκέλος του τρίτου λόγου αναιρέσεως, ο αναιρεσείων υποστηρίζει ότι κακώς το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε, στις σκέψεις 100, 101, 107 και 108 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, την ένσταση ελλείψεως νομιμότητας των διοικητικών διατάξεων σχετικά με τα οικογενειακά επιδόματα. Συναφώς, ο αναιρεσείων ισχυρίζεται ότι οι διατάξεις αυτές παραβιάζουν τις αρχές της ίσης μεταχείρισης και της απαγόρευσης των διακρίσεων καθόσον οι γονείς, οι οποίοι καταβάλλουν αμφότεροι διατροφή για τα τέκνα τους, δεν απολαύουν των ίδιων συνακόλουθων οικονομικών παροχών, ενώ οι παροχές αυτές καθορίζονται με βάση την ουσιαστική διατροφή των τέκνων. Ειδικότερα, το γεγονός ότι ένας γονέας έχει την επιμέλεια τέκνου δεν τον διαφοροποιεί, όσον αφορά το δικαίωμα στα οικογενειακά επιδόματα, από τον άλλο γονέα ο οποίος δεν έχει την επιμέλεια του τέκνου. Στο πλαίσιο αυτό, ο αναιρεσείων απέδειξε επαρκώς κατά νόμον ότι επωμιζόταν σημαντικές δαπάνες για τη διατροφή των τέκνων του, μολονότι αυτά ζούσαν ως επί το πλείστον με την πρώην σύζυγό του.

44      Από την πλευρά της, η ΕΤΕπ υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν παραβίασε την αρχή της απαγόρευσης των διακρίσεων ή της ίσης μεταχείρισης, δεδομένου ότι οι διοικητικές διατάξεις επιτρέπουν στα μέλη του προσωπικού να αποδείξουν ότι συμβάλλουν στη διατροφή των τέκνων και, ακολούθως, να λάβουν οικογενειακά επιδόματα. Επιπλέον, τα επιδόματα αυτά καταβάλλονται υπέρ των τέκνων και όχι υπέρ των μελών του προσωπικού. Εν πάση περιπτώσει, η θέση του γονέα που έχει την επιμέλεια των τέκνων διαφέρει από τη θέση του γονέα που δεν έχει την επιμέλεια και, ως εκ τούτου, η διαφορετική μεταχείριση των δύο γονέων είναι απολύτως δικαιολογημένη.

 Εκτίμηση του Δικαστηρίου

45      Προκαταρκτικώς, υπενθυμίζεται ότι η αρχή της ίσης μεταχείρισης, όπως κατοχυρώνεται στο άρθρο 20 του Χάρτη, συνιστά γενική αρχή του δικαίου της Ένωσης, η οποία επιτάσσει να μην επιφυλάσσεται διαφορετική μεταχείριση σε παρεμφερείς καταστάσεις ούτε όμοια μεταχείριση σε διαφορετικές καταστάσεις, εκτός αν η μεταχείριση αυτή δικαιολογείται αντικειμενικώς. Διαφορετική μεταχείριση δικαιολογείται εφόσον βασίζεται σε αντικειμενικό και εύλογο κριτήριο, ήτοι συνδέεται με νομίμως επιδιωκόμενο από την επίμαχη ρύθμιση σκοπό, και εφόσον είναι ανάλογη προς τον σκοπό που επιδιώκεται με τη συγκεκριμένη μεταχείριση [αποφάσεις της 16ης Δεκεμβρίου 2008, Huber, C‑524/06, EU:C:2008:724, σκέψη 75, και της 4ης Μαΐου 2023, Glavna direktsia «Pozharna bezopasnost i zashtita na naselenieto» (Νυχτερινή εργασία), C‑529/21 έως C‑536/21 και C‑732/21 έως C‑738/21, EU:C:2023:374, σκέψη 52 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

46      Κατά πάγια νομολογία, η παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχείρισης λόγω διαφορετικής μεταχείρισης προϋποθέτει ότι οι σχετικές καταστάσεις είναι παρεμφερείς υπό το πρίσμα του συνόλου των στοιχείων που τις χαρακτηρίζουν. Τα στοιχεία που χαρακτηρίζουν διαφορετικές καταστάσεις και επομένως τον παρεμφερή χαρακτήρα τους πρέπει, ειδικότερα, να προσδιορίζονται και να εκτιμώνται υπό το φως του αντικειμένου των επίμαχων διατάξεων και του σκοπού που αυτές επιδιώκουν, εξυπακουομένου ότι πρέπει, προς τούτο, να λαμβάνονται υπόψη οι αρχές και οι στόχοι του τομέα στον οποίο εμπίπτει η επίμαχη πράξη (αποφάσεις της 26ης Σεπτεμβρίου 2013, IBV & Cie, C‑195/12, EU:C:2013:598, σκέψεις 51 και 52, και της 14ης Ιουνίου 2017, Compass Contract Services, C‑38/16, EU:C:2017:454, σκέψη 25 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

47      Εν προκειμένω, όπως επισήμανε το Γενικό Δικαστήριο στη σκέψη 102 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, το επίδομα συντηρούμενου τέκνου ανταποκρίνεται σε έναν κοινωνικό σκοπό ο οποίος δικαιολογείται από τις δαπάνες που απορρέουν από μια υφιστάμενη και συγκεκριμένη ανάγκη, συνδεόμενη με την ύπαρξη του τέκνου και την ουσιαστική διατροφή του. Συναφώς, μολονότι περιλαμβάνονται στις αποδοχές, τα οικογενειακά επιδόματα, όπως το επίδομα οικογενείας, το επίδομα συντηρούμενου τέκνου, το σχολικό επίδομα ή ακόμη και η προοριζόμενη για τα τέκνα κατ’ αποκοπήν αποζημίωση για μετακινήσεις μεταξύ του τόπου υπηρεσίας και του κέντρου των συμφερόντων, δεν προορίζονται για τη συντήρηση του υπαλλήλου, αλλά αποκλειστικά για τη συντήρηση του τέκνου (πρβλ. απόφαση της 14ης Ιουνίου 1988, Χριστιανός κατά Δικαστηρίου, 33/87, EU:C:1988:300, σκέψη 15).

48      Επομένως, όπως επισήμανε η γενική εισαγγελέας στο σημείο 87 των προτάσεών της, δεδομένου του ανωτέρω σκοπού, το κριτήριο βάσει του οποίου πρέπει να κριθεί αν, όσον αφορά την καταβολή του επιδόματος συντηρούμενου τέκνου, ο γονέας που έχει την αποκλειστική επιμέλεια του τέκνου βρίσκεται σε παρεμφερή κατάσταση με τον γονέα που δεν έχει την αποκλειστική επιμέλεια συνίσταται στο κατά πόσον καθένας από τους γονείς συμβάλλει οικονομικά στη διατροφή του τέκνου.

49      Ως εκ τούτου, αντιθέτως προς ό,τι έκρινε το Γενικό Δικαστήριο στη σκέψη 107 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, οι γονείς που συμβάλλουν πράγματι, αμφότεροι, στη διατροφή του τέκνου τους βρίσκονται σε παρεμφερή κατάσταση όσον αφορά την καταβολή του επιδόματος συντηρούμενου τέκνου, η δε καταβολή του, κατ’ αρχήν, σε έναν μόνον εξ αυτών συνιστά διαφορετική μεταχείριση, η οποία πρέπει να δικαιολογείται αντικειμενικώς.

50      Συναφώς, πρέπει να γίνει δεκτό ότι το γεγονός ότι ένας εκ των γονέων έχει εν τοις πράγμασι την αποκλειστική επιμέλεια του τέκνου, το οποίο ως εκ τούτου ζει με τον γονέα αυτόν, συνεπάγεται κατ’ αρχήν ότι ο εν λόγω γονέας θα συμβάλλει ουσιαστικά στη διατροφή του τέκνου.

51      Ωστόσο, το γεγονός αυτό ουδόλως αποκλείει το ενδεχόμενο να συμβάλλει και ο άλλος γονέας ουσιαστικά στη διατροφή του τέκνου, ακόμη και αν δεν έχει την αποκλειστική επιμέλειά του, λαμβανομένου ιδίως υπόψη του δικαιώματος του τέκνου, το οποίο κατοχυρώνεται στο άρθρο 24, παράγραφος 3, του Χάρτη, να διατηρεί τακτικά προσωπικές σχέσεις και απευθείας επαφές με τους δύο γονείς του, εκτός αν τούτο είναι αντίθετο προς το συμφέρον του.

52      Στο πλαίσιο αυτό, πρέπει επίσης να τηρείται η αρχή της αναλογικότητας, η οποία, όπως υπενθύμισε το Γενικό Δικαστήριο στη σκέψη 106 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, απαιτεί να μην υπερβαίνουν οι πράξεις των θεσμικών οργάνων της Ένωσης τα όρια του κατάλληλου και αναγκαίου μέτρου για την επίτευξη των σκοπών που νομίμως επιδιώκει η σχετική ρύθμιση, εξυπακουομένου ότι, όταν υφίσταται δυνατότητα επιλογής μεταξύ περισσότερων καταλλήλων μέτρων, πρέπει να επιλέγεται το λιγότερο επαχθές και τα δυσμενή αποτελέσματα που προκαλούνται δεν πρέπει να είναι δυσανάλογα προς τους επιδιωκόμενους σκοπούς.

53      Εν προκειμένω, τα σημεία 2.2.1 και 2.2.2 των διοικητικών διατάξεων, ερμηνευόμενα υπό την έννοια ότι απαιτούν να καταβάλλει η ΕΤΕπ τα οικογενειακά επιδόματα μόνο στον γονέα στον οποίο έχει ανατεθεί η αποκλειστική επιμέλεια του τέκνου, ανεξαρτήτως της πραγματικής συμβολής των γονέων στη διατροφή του, βαίνει πέραν του αναγκαίου μέτρου για την επίτευξη του σκοπού που νομίμως επιδιώκει η σχετική ρύθμιση, καθόσον αυτή δεν επιτρέπει να ληφθεί υπόψη, προς το υπέρτερο συμφέρον του τέκνου και δεδομένου του υπομνησθέντος στη σκέψη 51 της παρούσας απόφασης δικαιώματός του να διατηρεί τακτικά προσωπικές σχέσεις και απευθείας επαφές με τους δύο γονείς του, η εν τοις πράγμασι υφιστάμενη κατάσταση σχετικά με την πραγματική συμβολή κάθε γονέα στη διατροφή του τέκνου, ήτοι την πραγματική κάλυψη του συνόλου ή μέρους των βασικών αναγκών του τέκνου, ιδίως όσον αφορά τη στέγαση, τη διατροφή, την ένδυση, την εκπαίδευση, τη φροντίδα και τα ιατρικά έξοδα.

54      Συναφώς, η ύπαρξη δικαστικής απόφασης εκδοθείσας από εθνικό δικαστήριο η οποία καθορίζει το ποσό κατά το οποίο ένας διαζευγμένος υπάλληλος οφείλει να συμβάλλει στα έξοδα για τη διατροφή του τέκνου συνιστά μεν στοιχείο που πρέπει να ληφθεί υπόψη από το θεσμικό όργανο, πλην όμως το στοιχείο αυτό δεν μπορεί να απαλλάξει το εν λόγω όργανο από την άσκηση της εξουσίας εκτιμήσεως που διαθέτει προκειμένου να κρίνει αν ο υπάλληλος συμβάλλει πράγματι στη διατροφή του τέκνου.

55      Υπό τις συνθήκες αυτές, πρέπει να γίνει δεκτό ότι τα σημεία 2.2.1 και 2.2.2 των διοικητικών διατάξεων, στο μέτρο που η ερμηνεία τους ουδόλως επιτρέπει να θεωρηθεί ότι ο γονέας στον οποίο δεν έχει ανατεθεί η αποκλειστική επιμέλεια του τέκνου συμβάλλει πράγματι στη διατροφή του, παραβιάζουν τις αρχές της ίσης μεταχείρισης και της αναλογικότητας.

56      Επομένως, το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο καθόσον έκρινε, στις σκέψεις 107 και 108 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, ότι οι διοικητικές διατάξεις δεν παραβιάζουν τις αρχές αυτές.

57      Κατόπιν των ανωτέρω σκέψεων, το δεύτερο σκέλος του τρίτου λόγου αναιρέσεως πρέπει επίσης να γίνει δεκτό.

 Επί του δεύτερου λόγου αναιρέσεως, επί του πρώτου σκέλους του τρίτου λόγου αναιρέσεως καθώς και επί του τέταρτου και του πέμπτου λόγου αναιρέσεως

58      Δεδομένου ότι ο πρώτος λόγος αναιρέσεως και το δεύτερο σκέλος του τρίτου λόγου αναιρέσεως έγιναν δεκτά και δικαιολογούν την αναίρεση της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, παρέλκει η εξέταση των λοιπών σκελών και των λοιπών λόγων αναιρέσεως, καθώς δεν μπορούν να οδηγήσουν σε περαιτέρω αναίρεση της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης.

 Επί της προσφυγής-αγωγής ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου

59      Σύμφωνα με το άρθρο 61, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το Δικαστήριο, σε περίπτωση αναίρεσης της απόφασης του Γενικού Δικαστηρίου, μπορεί είτε το ίδιο να αποφανθεί οριστικά επί της διαφοράς, εφόσον είναι ώριμη προς εκδίκαση, είτε να την αναπέμψει στο Γενικό Δικαστήριο για να την κρίνει.

60      Εν προκειμένω, το Δικαστήριο έχει στη διάθεσή του τα αναγκαία στοιχεία προκειμένου να αποφανθεί οριστικά επί της προσφυγής-αγωγής που άσκησε ο αναιρεσείων ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου με αίτημα, αφενός, να ακυρωθούν το έγγραφο της ΕΤΕπ της 11ης Οκτωβρίου 2018 και, εφόσον κριθεί αναγκαίο, τα έγγραφα της 7ης Ιανουαρίου 2019 και της 30ής Ιουλίου 2020 και, αφετέρου, να του καταβληθεί χρηματική ικανοποίηση.

 Επί των ακυρωτικών αιτημάτων

61      Από τις σκέψεις 21 έως 57 της παρούσας απόφασης προκύπτει ότι ο πρώτος λόγος ακυρώσεως καθώς και το δεύτερο σκέλος του τρίτου λόγου ακυρώσεως είναι βάσιμα και ότι πρέπει να ακυρωθούν τα έγγραφα της 11ης Οκτωβρίου 2018, της 7ης Ιανουαρίου 2019 και της 30ής Ιουλίου 2020 λόγω προσβολής του δικαιώματος ακρόασης καθώς και λόγω έλλειψης νομιμότητας των σημείων 2.2.1 και 2.2.2 των διοικητικών διατάξεων, στο μέτρο που η ερμηνεία τους ουδόλως επιτρέπει να θεωρηθεί ότι ο γονέας στον οποίο δεν έχει ανατεθεί η αποκλειστική επιμέλεια του τέκνου συμβάλλει πράγματι στη διατροφή του.

 Επί του αιτήματος χρηματικής ικανοποίησης

62      Προς στήριξη του αιτήματος χρηματικής ικανοποίησης που προέβαλε πρωτοδίκως, όπως αυτό υπομνήσθηκε στη σκέψη 9 της παρούσας απόφασης, ο αναιρεσείων υποστήριξε ότι υπέστη ηθική βλάβη λόγω, πρώτον, της απότομης και πολύ σημαντικής μείωσης των αποδοχών του, η οποία αποτελεί πηγή άγχους, δεύτερον, της γνωστοποίησης των προσωπικών του δεδομένων σε τρίτους χωρίς τη συγκατάθεσή του, τρίτον, της θέσης που έλαβαν μέλη της διοίκησης της ΕΤΕπ υπέρ της πρώην συζύγου του στο πλαίσιο ένδικης διαδικασίας ενώπιον των δικαστηρίων του Λουξεμβούργου και, τέταρτον, της αδικαιολόγητης καθυστέρησης στην κίνηση της διαδικασίας συμβιβασμού, ηθική βλάβη η οποία μπορεί να αποκατασταθεί μόνο με χρηματική ικανοποίηση υπολογιζόμενη προσωρινά, κατά δίκαιη και εύλογη κρίση, σε 10 000 ευρώ, ποσό το οποίο ο αναιρεσείων δεσμεύεται, όπως έπραξε και ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, να προσφέρει για φιλανθρωπικό σκοπό σε περίπτωση που του επιδικαστεί.

63      Όσον αφορά τα τρία πρώτα σκέλη του αιτήματος χρηματικής ικανοποίησης, το Γενικό Δικαστήριο, όπως αναφέρθηκε στη σκέψη 10 της παρούσας απόφασης, απέρριψε το αίτημα αυτό, αλλά έκρινε, όσον αφορά το τέταρτο σκέλος του, ότι ο αναιρεσείων υπέστη ηθική βλάβη λόγω της αδικαιολόγητης καθυστέρησης της ΕΤΕπ να κινήσει τη διαδικασία συμβιβασμού και υποχρέωσε το θεσμικό αυτό όργανο να καταβάλει στον αναιρεσείοντα χρηματική ικανοποίηση η οποία υπολογίστηκε κατά δίκαιη και εύλογη κρίση στο ποσό των 500 ευρώ.

64      Συναφώς, αφενός, όσον αφορά την προβαλλόμενη ηθική βλάβη λόγω της απότομης και πολύ σημαντικής μείωσης των αποδοχών, επισημαίνεται ότι, κατά τη νομολογία, η ακύρωση παράνομης πράξης μπορεί να συνιστά, αυτή καθεαυτήν, πρόσφορη και, κατ’ αρχήν, επαρκή ικανοποίηση για κάθε ηθική βλάβη που τυχόν προκάλεσε η εν λόγω πράξη (απόφαση της 4ης Απριλίου 2019, OZ κατά ΕΤΕπ, C‑558/17 P, EU:C:2019:289, σκέψη 80), εκτός αν ο προσφεύγων-ενάγων αποδεικνύει ότι υπέστη ηθική βλάβη η οποία είναι δυνατόν να διαχωριστεί από την παρανομία που δικαιολογεί την ακύρωση και η οποία δεν μπορεί να επανορθωθεί πλήρως με την ακύρωση αυτή. Εν προκειμένω, όμως, ο αναιρεσείων ουδόλως αποδεικνύει κάτι τέτοιο.

65      Αφετέρου, όσον αφορά την προβαλλόμενη ηθική βλάβη λόγω της γνωστοποίησης των προσωπικών δεδομένων του αναιρεσείοντος σε τρίτους χωρίς τη συγκατάθεσή του ή, ακόμη, λόγω της θέσης που έλαβαν μέλη της διοίκησης της ΕΤΕπ υπέρ της πρώην συζύγου του στο πλαίσιο ένδικης διαδικασίας ενώπιον των δικαστηρίων του Λουξεμβούργου, ο αναιρεσείων δεν απέδειξε την ύπαρξη πραγματικής και βέβαιης ζημίας, συνδεόμενης με τις προβαλλόμενες παραβάσεις, κατά την έννοια της νομολογίας που παρατέθηκε στη σκέψη 148 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, και, ως εκ τούτου, δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις στοιχειοθέτησης της ευθύνης της ΕΤΕπ, οι οποίες υπομνήσθηκαν στη σκέψη 145 της απόφασης αυτής.

66      Υπό τις συνθήκες αυτές, δεν μπορεί να γίνει δεκτό το αίτημα χρηματικής ικανοποίησης του αναιρεσείοντος.

 Επί των δικαστικών εξόδων

67      Κατά το άρθρο 184, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, όταν η αίτηση αναιρέσεως γίνεται δεκτή και το Δικαστήριο κρίνει το ίδιο οριστικά τη διαφορά, αυτό αποφαίνεται επί των εξόδων.

68      Κατά το άρθρο 138, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, το οποίο εφαρμόζεται στην αναιρετική διαδικασία δυνάμει του άρθρου 184, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου.

69      Δεδομένου ότι ο αναιρεσείων ζήτησε την καταδίκη της ΕΤΕπ στα δικαστικά έξοδα και η τελευταία ηττήθηκε, η ΕΤΕπ πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα τόσο της πρωτόδικης διαδικασίας στην υπόθεση T‑573/20 όσο και της αναιρετικής διαδικασίας.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (πρώτο τμήμα) αποφασίζει:

1)      Αναιρεί την απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 21ης Δεκεμβρίου 2021, MG κατά ΕΤΕπ (T573/20, EU:T:2021:915).

2)      Ακυρώνει τις αποφάσεις της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων (ΕΤΕπ) οι οποίες κοινοποιήθηκαν στον αναιρεσείοντα με τα έγγραφα της 11ης Οκτωβρίου 2018, της 7ης Ιανουαρίου 2019 και της 30ής Ιουλίου 2020.

3)      Απορρίπτει κατά τα λοιπά την προσφυγή-αγωγή.

4)      Η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων (ΕΤΕπ) φέρει, πέραν των δικών της δικαστικών εξόδων, και τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκε ο MG τόσο στην πρωτόδικη όσο και στην αναιρετική διαδικασία.

(υπογραφές)


*      Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική.