Language of document : ECLI:EU:T:2012:661

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τέταρτο τμήμα)

της 11ης Δεκεμβρίου 2012 (*)

«Κοινή εξωτερική πολιτική και πολιτική ασφάλειας – Περιοριστικά μέτρα κατά του Ιράν προκειμένου να εμποδιστεί η διάδοση πυρηνικών όπλων – Δέσμευση κεφαλαίων – Προσφυγή ακυρώσεως – Υποχρέωση αιτιολογήσεως»

Στην υπόθεση T‑15/11,

Sina Bank, με έδρα την Τεχεράνη (Ιράν), εκπροσωπούμενη από τους B. Mettetal και C. Wucher-North, δικηγόρους,

προσφεύγουσα,

κατά

Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εκπροσωπούμενου από τους M. Bishop και G. Marhic,

καθού,

υποστηριζόμενου από την

Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους F. Erlbacher και M. Κωνσταντινίδη,

παρεμβαίνουσα,

με αντικείμενο, αφενός, την ακύρωση, πρώτον, του παραρτήματος VIII του κανονισμού (ΕΕ) 961/2010 του Συμβουλίου, της 25ης Οκτωβρίου 2010, σχετικά με περιοριστικά μέτρα κατά του Ιράν και την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) 423/2007 (ΕΕ L 281, σ. 1), κατά το μέρος που αφορά την προσφεύγουσα, και, δεύτερον, του από 28 Οκτωβρίου 2010 εγγράφου του Συμβουλίου που περιέχει τη σχετική με την προσφεύγουσα απόφαση, και, αφετέρου, την κήρυξη μη εφαρμοστέου ως προς την προσφεύγουσα, πρώτον, του παραρτήματος II της αποφάσεως 2010/413/ΚΕΠΠΑ του Συμβουλίου, της 26ης Ιουλίου 2010, για περιοριστικά μέτρα κατά του Ιράν και για την κατάργηση της κοινής θέσης 2007/140/ΚΕΠΠΑ (ΕΕ L 195, σ. 39), όπως τροποποιήθηκε με την απόφαση 2010/644/ΚΕΠΠΑ του Συμβουλίου, της 25ης Οκτωβρίου 2010, για την τροποποίηση της αποφάσεως 2010/413 (ΕΕ L 281, σ. 81), κατά το μέρος που αφορά την προσφεύγουσα, δεύτερον, του άρθρου 16, παράγραφος 2, του κανονισμού 961/2010 και, τρίτον, του άρθρου 20, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, της αποφάσεως 2010/413,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τέταρτο τμήμα),

συγκείμενο από τους I. Pelikánová (εισηγήτρια), πρόεδρο, K. Jürimäe και M. van der Woude, δικαστές,

γραμματέας: N. Rosner, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 26ης Ιουνίου 2012,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Ιστορικό της διαφοράς

 Περιοριστικά μέτρα ληφθέντα κατά της Ισλαμικής Δημοκρατίας του Ιράν

1        Η υπό κρίση υπόθεση εντάσσεται στο πλαίσιο των περιοριστικών μέτρων που θεσπίστηκαν με στόχο να ασκηθεί πίεση στην Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν προκειμένου να θέσει τέρμα στις πυρηνικές δραστηριότητες που ενέχουν κίνδυνο διαδόσεως των πυρηνικών όπλων και στην ανάπτυξη συστημάτων εκτοξεύσεως πυρηνικών όπλων (στο εξής: διάδοση πυρηνικών όπλων).

  Περιοριστικά μέτρα κατά της προσφεύγουσας

2        Η προσφεύγουσα, Sina Bank, είναι ιρανική τράπεζα, καταχωρισθείσα ως μετοχική εταιρία του κρατικού τομέα.

3        Στις 26 Ιουλίου 2010 η προσφεύγουσα ενεγράφη στον κατάλογο των οντοτήτων που συμβάλλουν στη διάδοση πυρηνικών όπλων του άρθρου 20, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, της αποφάσεως 2010/413/ΚΕΠΠΑ του Συμβουλίου, της 26ης Ιουλίου 2010, για περιοριστικά μέτρα κατά του Ιράν και για την κατάργηση της κοινής θέσης 2007/140/ΚΕΠΠΑ (ΕΕ L 195, σ. 39), ο οποίος περιλαμβάνεται στο παράρτημα II της εν λόγω αποφάσεως.

4        Κατά συνέπεια, η προσφεύγουσα ενεγράφη επίσης στον κατάλογο των νομικών προσώπων, οντοτήτων και οργανισμών που συμβάλλουν στη διάδοση πυρηνικών όπλων, ο οποίος αναφέρεται στο άρθρο 7, παράγραφος 2, του κανονισμού (ΕΚ) 423/2007 του Συμβουλίου, της 19ης Απριλίου 2007, σχετικά με ορισμένα περιοριστικά μέτρα κατά του Ιράν (ΕΕ L 103, σ. 1), και περιλαμβάνεται στο παράρτημα V του ίδιου κανονισμού. Η εν λόγω καταχώριση τέθηκε σε ισχύ από την ημερομηνία δημοσιεύσεως του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) 668/2010 του Συμβουλίου, της 26ης Ιουλίου 2010, για την εφαρμογή του άρθρου 7, παράγραφος 2, του κανονισμού (ΕΚ) 423/2007 (ΕΕ L 195, σ. 25), στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δηλαδή από τις 27 Ιουλίου 2010. Η εγγραφή αυτή είχε ως συνέπεια τη δέσμευση των κεφαλαίων και των οικονομικών πόρων της προσφεύγουσας, σύμφωνα με το άρθρο 7, παράγραφος 2, του κανονισμού (ΕΚ) 423/2007.

5        Η εγγραφή της προσφεύγουσας στους καταλόγους που περιλαμβάνονται στο παράρτημα II της αποφάσεως 2010/413 και στο παράρτημα V του κανονισμού (ΕΚ) 423/2007 στηρίχθηκε στους ακόλουθους λόγους:

«Η τράπεζα αυτή είναι στενά συνδεδεμένη με τα συμφέροντα του “Νταφτάρ” (γραφείο του πνευματικού ηγέτη [της ισλαμικής επανάστασης]: διοικητικό όργανο συγκροτούμενο από 500 περίπου συνεργάτες). Συμμετέχει επίσης στη χρηματοδότηση στρατηγικών συμφερόντων του καθεστώτος.»

6        Με το από 29 Ιουλίου 2010 έγγραφο, το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης πληροφόρησε την προσφεύγουσα, αφενός, ότι ενεγράφη στους καταλόγους του παραρτήματος II της αποφάσεως 2010/413 και του παραρτήματος V του κανονισμού (ΕΚ) 423/2007 και, αφετέρου, ότι οι λόγοι της εγγραφής αυτής αναφέρονται στα σχετικά μέρη των ως άνω παραρτημάτων, αντίγραφο των οποίων επισυνάφθηκε στο εν λόγω έγγραφο. Στο έγγραφο της 29ης Ιουλίου 2010 αναφερόταν επίσης ότι η προσφεύγουσα είχε τη δυνατότητα να υποβάλει αίτηση στο Συμβούλιο, έως τις 15 Σεπτεμβρίου 2010, προκειμένου να επανεξεταστεί, προσκομίζοντας προς τούτο αποδεικτικά έγγραφα, η εγγραφή της στους προαναφερθέντες καταλόγους.

7        Με το από 8 Σεπτεμβρίου 2010 έγγραφο, η προσφεύγουσα επισήμανε στο Συμβούλιο ότι οι πληροφορίες στις οποίες στηρίχθηκε η εγγραφή της στους καταλόγους ήταν ελλιπείς ή παρωχημένες. Κάλεσε, τέλος, το Συμβούλιο να επανεξετάσει την εν λόγω εγγραφή βάσει των νεότερων πληροφοριών για τους κανόνες λειτουργίας της που παρέθεσε στο εν λόγω έγγραφο, καθώς και βάσει των εγγράφων που προσκόμισε προς στήριξη των πληροφοριών αυτών.

8        Κατόπιν επανεξετάσεως της καταστάσεως της προσφεύγουσας, το Συμβούλιο διατήρησε, για τους ίδιους λόγους με τους προαναφερθέντες στη σκέψη 5 ανωτέρω, την εγγραφή της προσφεύγουσας στον κατάλογο των οντοτήτων που συμβάλλουν στη διάδοση πυρηνικών όπλων του άρθρου 20, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, της αποφάσεως 2010/413, που περιλαμβάνεται στο παράρτημα II της αποφάσεως 2010/413, όπως τροποποιήθηκε με την απόφαση 2010/644/ΚΕΠΠΑ του Συμβουλίου, της 25ης Οκτωβρίου 2010, για την τροποποίηση της αποφάσεως 2010/413 (ΕΕ L 281, σ. 81). Η εγγραφή αυτή τέθηκε σε ισχύ στις 25 Οκτωβρίου 2010, ημερομηνία εκδόσεως της αποφάσεως 2010/644.

9        Ο κανονισμός (ΕΕ) 961/2010 του Συμβουλίου, της 25ης Οκτωβρίου 2010, σχετικά με περιοριστικά μέτρα κατά του Ιράν και την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) 423/2007 (ΕΕ L 281, σ. 1), διατήρησε επίσης, για τους ίδιους λόγους με τους προαναφερθέντες στη σκέψη 5 ανωτέρω, την εγγραφή της προσφεύγουσας στον κατάλογο νομικών προσώπων, οντοτήτων και οργανισμών του άρθρου 16, παράγραφος 2, του κανονισμού 961/2010, που περιλαμβάνεται στο παράρτημα VIII του κανονισμού 961/2010. Η εγγραφή αυτή τέθηκε σε ισχύ στις 27 Οκτωβρίου 2010, ημερομηνία δημοσιεύσεως του κανονισμού 961/2010 στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Βάσει του κανονισμού αυτού, τα κεφάλαια και οι οικονομικοί πόροι της προσφεύγουσας παρέμειναν δεσμευμένα.

10      Με το από 28 Οκτωβρίου 2010 έγγραφο, το οποίο παρελήφθη από την προσφεύγουσα στις 5 Δεκεμβρίου 2010, το Συμβούλιο της γνωστοποίησε ότι, κατόπιν επανεξετάσεως της εγγραφής της στους καταλόγους του παραρτήματος II της αποφάσεως 2010/413 και του παραρτήματος VIII του κανονισμού 961/2010 υπό το πρίσμα των περιλαμβανομένων στο έγγραφο της 8ης Σεπτεμβρίου 2010 παρατηρήσεων, τα περιοριστικά μέτρα που προβλέπονται στην απόφαση 2010/413 και στον κανονισμό 961/2010 εξακολουθούν να ισχύουν και ότι, κατά συνέπεια έπρεπε να διατηρηθεί η εγγραφή της στους καταλόγους του παραρτήματος II της αποφάσεως 2010/413 και του παραρτήματος VIII του κανονισμού 961/2010 (στο εξής: επίδικοι κατάλογοι). Στο παράρτημα του εν λόγω εγγράφου, το Συμβούλιο κοινοποίησε στην προσφεύγουσα αντίγραφο των ανωτέρω πράξεων.

11      Με το από 28 Οκτωβρίου 2010 έγγραφο, το Συμβούλιο γνωστοποίησε στην προσφεύγουσα ότι η διατήρηση της εγγραφής της στους επίδικους καταλόγους στηρίχθηκε στους εξής λόγους:

«Το Συμβούλιο κρίνει ότι ο φάκελος της υποθέσεως δεν περιέχει νέα στοιχεία τα οποία δικαιολογούν μεταβολή της θέσεώς του. Επομένως, το Συμβούλιο κρίνει ότι οι λόγοι που παρατίθενται στην απόφαση […] 2010/413 […] εξακολουθούν να ισχύουν.»

12      Με την από 6 Δεκεμβρίου 2010 συστημένη επιστολή με απόδειξη παραλαβής, η προσφεύγουσα γνωστοποίησε στο Συμβούλιο ότι δεν έλαβε απάντηση στο έγγραφο της 8ης Σεπτεμβρίου 2010. Περαιτέρω, ζήτησε από το Συμβούλιο να της δοθεί, επειγόντως, η δυνατότητα προσβάσεως στον φάκελο και να της κοινοποιηθούν τα έγγραφα επί των οποίων στηρίχθηκε η εγγραφή ή η διατήρηση της εγγραφής της στους επίδικους καταλόγους. Επανέλαβε την πληροφορία και την αίτηση αυτή με συστημένη επιστολή με απόδειξη παραλαβής της 20ής Δεκεμβρίου 2010.

13      Το Συμβούλιο, με έγγραφο της 22ας Δεκεμβρίου 2010, απαντώντας στα έγγραφα της προσφεύγουσας της 6ης και της 20ής Δεκεμβρίου 2010, διαβίβασε στην προσφεύγουσα αντίγραφο του εγγράφου της 28ης Οκτωβρίου 2010 με το οποίο απαντούσε στο από 8 Σεπτεμβρίου 2010 έγγραφο της προσφεύγουσας.

14      Με την από 28 Δεκεμβρίου 2010 συστημένη επιστολή με απόδειξη παραλαβής, η προσφεύγουσα γνωστοποίησε στο Συμβούλιο, πρώτον, ότι, λόγω της ασάφειας του από 22 Δεκεμβρίου 2010 εγγράφου, δεν κατέστη δυνατό να λάβει γνώση των εναντίον της αιτιάσεων, δεύτερον, ότι αμφισβητούσε ρητώς οποιαδήποτε συμμετοχή στη διάδοση πυρηνικών όπλων ή οποιαδήποτε χρηματοδότηση του σκοπού αυτού και, τρίτον, ότι το Συμβούλιο όφειλε να αιτιολογήσει την εγγραφή της ή τη διατήρηση της εγγραφής της στους επίδικους καταλόγους, διευκρινίζοντας τις εναντίον της αιτιάσεις. Εξάλλου, η προσφεύγουσα πρότεινε συνάντηση στις Βρυξέλλες (Βέλγιο) με τον διαχειριστή του φακέλου της, για να μπορέσει να έχει πρόσβαση στον φάκελο.

15      Μετά την επανεξέταση της καταστάσεως της προσφεύγουσας, το Συμβούλιο διατήρησε την εγγραφή της στους επίδικους καταλόγους, με ισχύ από 1ης Δεκεμβρίου 2011, ημερομηνία εκδόσεως της αποφάσεως 2011/783/ΚΕΠΠΑ του Συμβουλίου, της 1ης Δεκεμβρίου 2011, για την τροποποίηση της αποφάσεως 2010/413 (ΕΕ L 319, σ. 71), ή με ισχύ από τις 2 Δεκεμβρίου 2011, ημερομηνία δημοσιεύσεως στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) 1245/2011 του Συμβουλίου, της 1ης Δεκεμβρίου 2011, για την εφαρμογή του κανονισμού (ΕΕ) 961/2010 (ΕΕ L 319, σ. 11).

16      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 10 Φεβρουαρίου 2012, η προσφεύγουσα άσκησε προσφυγή με αίτημα, κατ’ ουσίαν, την ακύρωση της διατηρήσεως της εγγραφής της στους επίδικους καταλόγους, αφού επανεξεταστεί η κατάστασή της κατόπιν της εκδόσεως της αποφάσεως 2011/783 και του εκτελεστικού κανονισμού 1245/2011. Η προσφυγή αυτή πρωτοκολλήθηκε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου με αριθμό T‑67/12.

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

17      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 6 Ιανουαρίου 2011 η προσφεύγουσα άσκησε την υπό κρίση προσφυγή.

18      Με έγγραφο που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 20 Απριλίου 2011 η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ζήτησε να παρέμβει στο πλαίσιο της παρούσας υποθέσεως υπέρ του Συμβουλίου. Με διάταξη της 9ης Ιουνίου 2011 ο πρόεδρος του τετάρτου τμήματος του Γενικού Δικαστηρίου επέτρεψε στην Επιτροπή να παρέμβει.

19      Στις 11 Απριλίου 2011 το Συμβούλιο κατέθεσε υπόμνημα αντικρούσεως.

20      Στις 8 Ιουνίου 2011 η προσφεύγουσα κατέθεσε υπόμνημα απαντήσεως.

21      Με έγγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 6 Ιουλίου 2011 η Επιτροπή δήλωσε ότι συμφωνεί με το υπόμνημα αντικρούσεως του Συμβουλίου, ότι το υποστηρίζει πλήρως και ότι, για λόγους οικονομίας της δίκης, παραιτείται από την κατάθεση υπομνήματος παρεμβάσεως.

22      Στις 29 Ιουλίου 2011 το Συμβούλιο κατέθεσε υπόμνημα ανταπαντήσεως.

23      Κατόπιν εκθέσεως του εισηγητή δικαστή, το Γενικό Δικαστήριο αποφάσισε να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία και, στο πλαίσιο των μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας του άρθρου 64 του Κανονισμού Διαδικασίας, ζήτησε από τους διαδίκους να απαντήσουν σε ορισμένα ερωτήματα. Η προσφεύγουσα και το Συμβούλιο ανταποκρίθηκαν στο αίτημα αυτό εντός της ταχθείσας προθεσμίας. Η Επιτροπή ανακοίνωσε ότι δεν θα παραστεί στην επ’ ακροατηρίου συζήτηση.

24      Η προσφεύγουσα και το Συμβούλιο αγόρευσαν και απάντησαν στις ερωτήσεις που τους έθεσε προφορικά το Γενικό Δικαστήριο κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 26ης Ιουνίου 2012.

25      Η προσφεύγουσα ζητεί, κατ’ ουσίαν, από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει το παράρτημα VIII του κανονισμού 961/2010, στο μέτρο που αφορά την προσφεύγουσα, καθώς και το από 28 Οκτωβρίου 2010 έγγραφο που περιέχει τη σχετική με την προσφεύγουσα απόφαση του Συμβουλίου·

–        να δεχθεί ότι το παράρτημα ΙΙ της αποφάσεως 2010/413, ως έχει κατόπιν της αποφάσεως 2010/644, καθώς και το άρθρο 16, παράγραφος 2, του κανονισμού 961/2010 και το άρθρο 20, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, της αποφάσεως 2010/413, δεν έχουν εφαρμογή κατά το μέρος τους που αφορά την προσφεύγουσα·

–        να καταδικάσει το Συμβούλιο στα δικαστικά έξοδα.

26      Το Συμβούλιο, υποστηριζόμενο από την Επιτροπή, ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει, ως απαράδεκτο, το αίτημα ακυρώσεως του από 28 Οκτωβρίου 2010 εγγράφου που περιέχει τη σχετική με την προσφεύγουσα απόφαση του Συμβουλίου και το αίτημα περί μη εφαρμογής του παραρτήματος ΙΙ της αποφάσεως 2010/413, ως έχει κατόπιν της αποφάσεως 2010/644, κατά το μέρος της που αφορά την προσφεύγουσα, καθώς και το αίτημα περί μη εφαρμογής του άρθρου 20, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, της αποφάσεως 2010/413·

–        να απορρίψει κατά τα λοιπά την προσφυγή ως αβάσιμη·

–        να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

 Σκεπτικό

 Επί του αιτήματος ακυρώσεως του παραρτήματος VIII του κανονισμού 961/2010, κατά το μέρος του που αφορά την προσφεύγουσα

27      Τα υπό κρίση αιτήματα πρέπει να θεωρηθεί ότι αποσκοπούν στην ακύρωση της εγγραφής της προσφεύγουσας στον κατάλογο που περιλαμβάνεται στο παράρτημα VIII του κανονισμού 961/2010, κατά το άρθρο 36, παράγραφος 2, του εν λόγω κανονισμού, για την επιβολή σε βάρος της των περιοριστικών μέτρων που αναφέρονται στο άρθρο 16, παράγραφος 2, του ίδιου κανονισμού.

 Επί του παραδεκτού

28      Το Συμβούλιο, υποστηριζόμενο από την Επιτροπή, ζητεί την απόρριψη ως απαράδεκτου του αιτήματος ακυρώσεως του εγγράφου της 28ης Οκτωβρίου 2010 που περιέχει τη σχετική με την προσφεύγουσα απόφαση του Συμβουλίου και του αιτήματος περί μη εφαρμογής του παραρτήματος ΙΙ της αποφάσεως 2010/413, ως έχει κατόπιν της αποφάσεως 2010/644, κατά το μέρος της που αφορά την προσφεύγουσα, καθώς και του αιτήματος περί μη εφαρμογής του άρθρου 20, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, της αποφάσεως 2010/413.

 Επί της ενστάσεως απαραδέκτου που στηρίζεται στο απαράδεκτο του αιτήματος ακυρώσεως του εγγράφου της 28ης Οκτωβρίου 2010 που περιέχει τη σχετική με την προσφεύγουσα απόφαση του Συμβουλίου

29      Το Συμβούλιο, υποστηριζόμενο από την Επιτροπή, ισχυρίζεται, κατ’ ουσίαν, ότι το από 28 Οκτωβρίου 2010 έγγραφο δεν αποτελεί πράξη δεκτική προσφυγής, κατά την έννοια του άρθρου 263 ΣΛΕΕ, δεδομένου ότι δεν παρήγαγε, ως προς την προσφεύγουσα, έννομο αποτέλεσμα διαφορετικό από το αποτέλεσμα που παρήγαγαν οι πράξεις δυνάμει των οποίων το Συμβούλιο διατήρησε, χωρίς καμία τροποποίηση, την εγγραφή της προσφεύγουσας στους επίδικους καταλόγους. Το έγγραφο αυτό είχε χαρακτήρα αμιγώς ενημερωτικό ως προς την ύπαρξη και το περιεχόμενο των εν λόγω πράξεων.

30      Κατά πάγια νομολογία, συνιστά πράξη δεκτική προσφυγής ακυρώσεως, κατά την έννοια του άρθρου 263 ΣΛΕΕ, κάθε μέτρο του οποίου τα έννομα αποτελέσματα είναι δεσμευτικά και ικανά να επηρεάσουν τα συμφέροντα του προσφεύγοντος, μεταβάλλοντας κατά τρόπο σαφή τη νομική του θέση (απόφαση του Δικαστηρίου της 11ης Νοεμβρίου 1981, 60/81, ΙΒΜ κατά Επιτροπής, Συλλογή 1981, σ. 2639, σκέψη 9, και απόφαση του Πρωτοδικείου της 16ης Ιουλίου 1998, T‑81/97, Regione Toscana κατά Επιτροπής, Συλλογή 1998, σ. ΙΙ‑2889, σκέψη 21). Εξάλλου, έχει κριθεί ότι πράξη καθαρά ενημερωτικού χαρακτήρα δεν μπορεί να επηρεάσει τα συμφέροντα του παραλήπτη ούτε να μεταβάλει τη νομική θέση του σε σχέση με την προγενέστερη της παραλαβής της εν λόγω πράξεως θέση (βλ., συναφώς, διάταξη του Δικαστηρίου της 4ης Οκτωβρίου 2007, C‑457/06 Ρ, Φινλανδία κατά Επιτροπής, που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 36).

31      Εν προκειμένω, όπως ορθώς επισημαίνει το Συμβούλιο, υποστηριζόμενο από την Επιτροπή, το από 28 Οκτωβρίου 2010 έγγραφο είναι απλώς η πράξη με την οποία το Συμβούλιο γνωστοποίησε στην προσφεύγουσα, αφενός, την κατόπιν επανεξετάσεως διατήρηση της εγγραφής της στους επίδικους καταλόγους και, αφετέρου, τους λόγους διατηρήσεως της εγγραφής αυτής, κατά το άρθρο 24, παράγραφος 3, της αποφάσεως 2010/413 και κατά το άρθρο 36, παράγραφος 3, του κανονισμού 961/2010. Πρόκειται επομένως για πράξη αμιγώς ενημερωτικού χαρακτήρα, η οποία δεν είναι δεκτική προσφυγής ακυρώσεως, κατά την έννοια του άρθρου 263 ΣΛΕΕ.

32      Τούτο πάντως, χωρίς να αγνοείται το γεγονός ότι το αίτημα ακυρώσεως του εγγράφου της 28ης Οκτωβρίου 2010, που περιέχει την απόφαση του Συμβουλίου τη σχετική με την προσφεύγουσα, πρέπει να ερμηνευθεί σύμφωνα με το δικόγραφο της προσφυγής και το πλαίσιο εντός του οποίου διατυπώθηκε το αίτημα αυτό.

33      Σε απάντηση γραπτής και προφορικής ερωτήσεως του Γενικού Δικαστηρίου, το Συμβούλιο υποστήριξε ότι η υπό κρίση προσφυγή, μολονότι τυπικά στρέφεται κατά του προαναφερομένου ενημερωτικού εγγράφου, ωστόσο πρέπει να γίνει δεκτό ότι, κατ’ ουσίαν, στρέφεται κατά της, κατόπιν επανεξετάσεως, διατηρήσεως της εγγραφής της προσφεύγουσας στους επίδικους καταλόγους.

34      Εντούτοις, το Συμβούλιο δεν έλαβε υπόψη ότι, όπως προκύπτει από το δικόγραφο της προσφυγής, αίτημα της προσφυγής είναι, στην πράξη, η ακύρωση τής, κατόπιν επανεξετάσεως, διατηρήσεως της εγγραφής της προσφεύγουσας στους επίδικους καταλόγους, η οποία λήφθηκε ως περιοριστικό μέτρο κατ’ αυτής.

35      Στη σκέψη 64 του δικογράφου της προσφυγής, η προσφεύγουσα ανέφερε ότι, με το από 28 Οκτωβρίου 2010 έγγραφο, «το Συμβούλιο [της γνωστοποιούσε] […] την απόφαση [2010/413, ως έχει κατόπιν της αποφάσεως 2010/644,] και τον κανονισμό 961/2010, καθώς και ότι έπρεπε να συνεχιστεί η εφαρμογή των προβλεπομένων περιοριστικών μέτρων».

36      Εξάλλου, το Συμβούλιο δεν έλαβε υπόψη ότι, με το άρθρο 24 της αποφάσεως 2010/413 και το άρθρο 36 του κανονισμού 961/2010, ενέγραψε στις επίδικους καταλόγους το πρόσωπο ή την οντότητα εις βάρος των οποίων επιθυμούσε να εφαρμοστούν τα προβλεπόμενα από τις διατάξεις αυτές μέτρα δεσμεύσεως κεφαλαίων και οικονομικών πόρων και στη συνέχεια γνωστοποιούσε στο θιγόμενο πρόσωπο ή οντότητα την εγγραφή αυτή και τους λόγους που τη δικαιολογούν.

37      Κατόπιν των προεκτεθέντων, το αίτημα ακυρώσεως του από 28 Οκτωβρίου 2010 εγγράφου που περιέχει τη σχετική με την προσφεύγουσα απόφαση του Συμβουλίου πρέπει να ερμηνευθεί, εν προκειμένω, υπό την έννοια ότι δεν σκοπεί στην ακύρωση του ίδιου του εγγράφου, αλλά της, κατόπιν επανεξετάσεως, διατηρήσεως της εγγραφής της προσφεύγουσας στους επίδικους καταλόγους, για τους σκοπούς της εφαρμογής των περιοριστικών μέτρων του άρθρου 20, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, της αποφάσεως 2010/413 και του άρθρου 16, παράγραφος 2, του κανονισμού 961/2010, καθώς και των λόγων διατηρήσεως της εγγραφής αυτής, οι οποίοι γνωστοποιήθηκαν στην προσφεύγουσα με το από 28 Οκτωβρίου 2010 έγγραφο.

38      Κατά το άρθρο 275, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ και το άρθρο 263, παράγραφοι 4 και 6, ΣΛΕΕ, η προσφεύγουσα νομιμοποιείται ενεργητικώς να ζητήσει την ακύρωση των εγγραφών αυτών.

39      Συνεπώς, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη η προβαλλόμενη από το Συμβούλιο, υποστηριζόμενο από την Επιτροπή, ένσταση απαραδέκτου κατά του αιτήματος ακυρώσεως του από 28 Οκτωβρίου 2010 εγγράφου που περιέχει τη σχετική με την προσφεύγουσα απόφαση του Συμβουλίου, το οποίο πρέπει να ερμηνευθεί εν προκειμένω, υπό την έννοια ότι σκοπεί στην ακύρωση τής, κατόπιν επανεξετάσεως, διατηρήσεως της εγγραφής της προσφεύγουσας στους επίδικους καταλόγους.

 Επί της ενστάσεως απαραδέκτου αντλούμενης από το απαράδεκτο του αιτήματος με το οποίο ζητείται να μην εφαρμοστεί ως προς την προσφεύγουσα το παράρτημα II της αποφάσεως 2010/413, ως έχει κατόπιν της αποφάσεως 2010/644, στο μέτρο που αφορά την προσφεύγουσα, και το άρθρο 20, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, της αποφάσεως 2010/413, και επί του παραδεκτού του αιτήματος με το οποίο ζητείται να μην εφαρμοστεί ως προς την προσφεύγουσα το άρθρο 16, παράγραφος 2, του κανονισμού 961/2010

40      Το Συμβούλιο, υποστηριζόμενο από την Επιτροπή, ισχυρίζεται ότι το αίτημα με το οποίο ζητείται να μην εφαρμοστεί ως προς την προσφεύγουσα το παράρτημα II της αποφάσεως 2010/413, ως έχει κατόπιν της αποφάσεως 2010/644, στο μέτρο που αφορά την προσφεύγουσα, και το άρθρο 20, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, της αποφάσεως 2010/413 είναι απαράδεκτο στον βαθμό που δεν συνοδεύεται από αίτημα ακυρώσεως της ατομικής πράξεως με την οποία το Συμβούλιο αποφάσισε να διατηρήσει το όνομα της προσφεύγουσας στον κατάλογο του παραρτήματος II της αποφάσεως 2010/413, ως έχει κατόπιν της αποφάσεως 2010/644. Πάντως, το άρθρο 277 ΣΛΕΕ, το οποίο παρέχει τη δυνατότητα στον διάδικο να αμφισβητήσει τη νομιμότητα μιας πράξεως γενικής ισχύος επικαλούμενος ότι δεν είναι εφαρμοστέα ως προς αυτόν, έχει παρεπόμενο χαρακτήρα και επομένως πρέπει να προβάλλεται προς στήριξη της προσφυγής ακυρώσεως ατομικής πράξεως που αφορά την προσφεύγουσα, στο πλαίσιο των πράξεων γενικής ισχύος, των οποίων τη νομιμότητα, εν προκειμένω, αμφισβητεί.

41      Προκαταρκτικώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά το άρθρο 113 του Κανονισμού Διαδικασίας, το Γενικό Δικαστήριο μπορεί οποτεδήποτε, αυτεπαγγέλτως, αφού ακούσει τους διαδίκους, να αποφανθεί ως προς το απαράδεκτο για λόγους δημοσίας τάξεως, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται, κατά τη νομολογία, η αρμοδιότητα του δικαστή της Ευρωπαϊκής Ένωσης να αποφανθεί επί της προσφυγής (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 18ης Μαρτίου 1980, 154/78, 205/78, 206/78, 226/78 έως 228/78, 263/78 και 264/78, 31/79, 39/79, 83/79 και 85/79, Valsabbia κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή τόμος 1980/Ι, σ. 489, σκέψη 7, και του Πρωτοδικείου της 17ης Ιουνίου 1998, Τ‑174/95, Svenska Journalistförbundet κατά Συμβουλίου, Συλλογή 1998, σ. II‑2289, σκέψη 80) και τα ερωτήματα που αφορούν το παραδεκτό της προσφυγής (απόφαση του Δικαστηρίου της 16ης Δεκεμβρίου 1960, 6/60, Humblet κατά État belge, Συλλογή τόμος 1954-1964, σ. 543). Επομένως ο έλεγχος του Γενικού Δικαστηρίου δεν περιορίζεται στην εξέταση των ενστάσεων απαραδέκτου που προβλήθηκαν από τους διαδίκους (διάταξη του Πρωτοδικείου της 10ης Ιουλίου 2002, Τ‑387/00, Comitato organizzatore del convegno internazionale κατά Επιτροπής, Συλλογή 2002, σ. II‑3031, σκέψη 36). Ωστόσο, ο δικαστής της Ένωσης δεν μπορεί, κατ’ αρχήν, να στηρίξει την απόφασή του σε νομικό λόγο ή λόγο απαραδέκτου, έστω και αν πρόκειται για λόγο δημοσίας τάξεως, χωρίς να έχει προηγουμένως καλέσει τους διαδίκους να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους (βλ., συναφώς, αποφάσεις του Δικαστηρίου της 2ας Δεκεμβρίου 2009, C‑89/08 P, Επιτροπή κατά Ιρλανδίας κ.λπ., Συλλογή 2009, σ. I‑11245, σκέψεις 50 έως 59, και της 17ης Δεκεμβρίου 2009, C‑197/09 RX‑II, Επανεξέταση M κατά EMEΑ, Συλλογή 2009, σ. I‑12033, σκέψη 57).

42      Μολονότι στο δικόγραφο της προσφυγής δεν διευκρινίζεται η βάση του αιτήματος ακυρώσεως κατά του οποίου προέβαλε ένσταση απαραδέκτου το Συμβούλιο, υποστηριζόμενο από την Επιτροπή, κρίνοντας από τη διατύπωση του αιτήματος, τούτο δεν μπορεί να βασίζεται παρά στο άρθρο 277 ΣΛΕΕ, κατά το οποίο «κάθε διάδικος μπορεί, επ’ ευκαιρία διαφοράς που θέτει υπό αμφισβήτηση πράξη γενικής ισχύος που έχει εκδοθεί από θεσμικό όργανο […] της Ένωσης, να επικαλείται το ανεφάρμοστο της πράξης αυτής ενώπιον του δικαστή της Ένωσης για έναν από τους λόγους του άρθρου 263, δεύτερο εδάφιο.» Σε απάντηση γραπτής και προφορικής ερωτήσεως του Γενικού Δικαστηρίου, η προσφεύγουσα και το Συμβούλιο επιβεβαίωσαν εξάλλου ότι τα αιτήματα ακυρώσεως αποτελούσαν, κατ’ ουσίαν, ενστάσεις ελλείψεως νομιμότητας, οι οποίες προβλήθηκαν προς στήριξη των αιτημάτων ακυρώσεως της εγγραφής ή της διατηρήσεως, κατόπιν επανεξετάσεως, της εγγραφής της προσφεύγουσας στους επίδικους καταλόγους.

43      Όσον αφορά, πρώτον, την ένσταση ελλείψεως νομιμότητας του παραρτήματος ΙΙ της αποφάσεως 2010/413, ως έχει κατόπιν της αποφάσεως 2010/644, κατά το μέρος του που αφορά την προσφεύγουσα, πρέπει να διευκρινιστεί ότι, με την ένσταση αυτή η προσφεύγουσα υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι η διατήρηση της εγγραφής της στον κατάλογο του παραρτήματος ΙΙ της αποφάσεως 2010/413, ως έχει κατόπιν της αποφάσεως 2010/644, πρέπει να μην εφαρμοστεί. Κατά πάγια νομολογία, το άρθρο 277 ΣΛΕΕ εκφράζει γενική αρχή διασφαλίζουσα σε κάθε διάδικο το δικαίωμα να αμφισβητήσει, για να επιτύχει την ακύρωση αποφάσεως που τον αφορά άμεσα και ατομικά, το κύρος προγενεστέρων πράξεων κοινοτικού οργάνου, που αποτελούν τη νομική βάση της προσβαλλομένης αποφάσεως, αν το εν λόγω μέρος δεν διέθετε το δικαίωμα να ασκήσει, δυνάμει του άρθρου 263, απευθείας προσφυγή κατά των εν λόγω πράξεων, των οποίων υφίσταται έτσι τις συνέπειες, χωρίς να του έχει παρασχεθεί η δυνατότητα να ζητήσει την ακύρωση (απόφαση του Δικαστηρίου της 6ης Μαρτίου 1979, 92/78, Simmenthal κατά Επιτροπής, Συλλογή τόμος 1978, σ. 239, σκέψη 39). Επιπλέον, όπως προκύπτει από τη νομολογία, η δυνατότητα προβολής ενστάσεως ελλείψεως νομιμότητας παρέχεται μόνον ελλείψει άλλου προβλεπομένου ενδίκου βοηθήματος (βλ., συναφώς, αποφάσεις του Δικαστηρίου της 9ης Μαρτίου 1994, C‑188/92, TWD Textilwerke Deggendorf, Συλλογή 1994, σ. I‑833, σκέψη 17· της 15ης Φεβρουαρίου 2001, C‑239/99, Nachi Europe, Συλλογή 2001, σ. I‑1197, σκέψη 37, και της 8ης Μαρτίου 2007, C‑441/05, Roquette Frères, Συλλογή 2007, σ. I‑1993, σκέψη 40· βλ., συναφώς, απόφαση του Πρωτοδικείου της 12ης Ιουλίου 2001, T‑120/99, Kik κατά ΓΕΕΑ (Kik), Συλλογή 2001, σ. II‑2235, σκέψη 26). Εν προκειμένω, η προσφεύγουσα νομιμοποιείται, δυνάμει του άρθρου 275, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ, να ασκήσει απευθείας προσφυγή ακυρώσεως της πράξεως κατά της οποίας ισχυρίζεται ότι προβάλει ένσταση ελλείψεως νομιμότητας. Ως εκ τούτου, δεν μπορεί να προβάλει παραδεκτώς την ένσταση ελλείψεως νομιμότητας της πράξεως αυτής.

44      Συνεπώς, και χωρίς να είναι απαραίτητο να αποφανθεί το Γενικό Δικαστήριο επί της ενστάσεως απαραδέκτου του Συμβουλίου, υποστηριζόμενου από την Επιτροπή, το αίτημα με το οποίο ζητείται να κηρυχθεί μη εφαρμοστέο το παράρτημα II της αποφάσεως 2010/413, ως έχει κατόπιν της αποφάσεως 2010/644, στο μέτρο που αφορά την προσφεύγουσα, πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτο. Τα ανωτέρω ισχύουν με την επιφύλαξη της εξετάσεως επί της ουσίας του αιτήματος ακυρώσεως της διατηρήσεως, κατόπιν επανεξετάσεως, της εγγραφής της προσφεύγουσας στον κατάλογο του παραρτήματος II της αποφάσεως 2010/413, ως έχει κατόπιν της αποφάσεως 2010/644, το οποίο νόμιμα υπέβαλε η προσφεύγουσα (βλ. σκέψεις 37 έως 39 ανωτέρω).

45      Όσον αφορά, δεύτερον, τις ενστάσεις ελλείψεως νομιμότητας του άρθρου 20, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, της αποφάσεως 2010/413 και του άρθρου 16, παράγραφος 2, του κανονισμού 961/2010, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι οι προαναφερόμενες διατάξεις προβλέπουν τη δέσμευση των κεφαλαίων και των οικονομικών πόρων των «προσώπων ή οντοτήτων […], όπως αυτά απαριθμούνται στο παράρτημα II» της αποφάσεως 2010/413 ή «στο παράρτημα VIII» του κανονισμού 961/2010. Έχουν επομένως, ως προς την προσφεύγουσα, η οποία δεν αναφέρεται ονομαστικώς σε αυτές, χαρακτήρα πράξεων γενικής ισχύος κατά την έννοια του άρθρου 277 ΣΛΕΕ. Συγκεκριμένα, ισχύουν για αντικειμενικώς καθοριζόμενες καταστάσεις και παράγουν νομικά αποτελέσματα έναντι κατηγοριών προσώπων ή οντοτήτων που προσδιορίζονται κατά τρόπο γενικό και αφηρημένο (βλ., συναφώς και κατ’ αναλογία, απόφαση του Δικαστηρίου της 6ης Οκτωβρίου 1982, 307/81, Alusuisse Italia κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, Συλλογή 1982, σ. 3463, σκέψη 9). Η προσφεύγουσα δεν έχει το δικαίωμα να ασκήσει ευθεία προσφυγή, δυνάμει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ, κατά των διατάξεων αυτών, οι οποίες εντούτοις αποτελούν μια από τις νομικές βάσεις της εγγραφής ή της διατηρήσεως της εγγραφής της, κατόπιν επανεξετάσεως, στους επίδικους καταλόγους. Συγκεκριμένα, οι εγγραφές αυτές πραγματοποιήθηκαν για τους σκοπούς της εφαρμογής των περιοριστικών μέτρων του άρθρου 20, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, της αποφάσεως 2010/413 και του άρθρου 16, παράγραφος 2, του κανονισμού 961/2010. Επομένως, πρόκειται για πράξεις έναντι των οποίων η προσφεύγουσα μπορεί να επικαλεστεί τη μη εφαρμογή βάσει του άρθρου 277 ΣΛΕΕ.

46      Εντούτοις, για να αποφανθεί το Γενικό Δικαστήριο επί της δυνατότητας της προσφεύγουσας να προβάλει, προς στήριξη της προσφυγής κατά ατομικής πράξεως, την έλλειψη νομιμότητας της γενικής ισχύος αποφάσεως στην οποία στηρίχθηκε αυτή η ατομική πράξη, πρέπει, μεταξύ άλλων, να εξεταστεί αν η προσφεύγουσα επικαλείται κατά της εν λόγω αποφάσεως γενικής ισχύος έναν από τους τέσσερις λόγους ακυρώσεως του άρθρου 263, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ (βλ., συναφώς, απόφαση της 13ης Ιουνίου 1958, 9/56, Meroni κατά Ανωτάτης Αρχής, Συλλογή τόμος 1954-1964, σ. 174.) Πάντως, η προσφεύγουσα, με το δικόγραφο της προσφυγής, δεν διευκρίνισε ποιοι είναι οι λόγοι ακυρώσεως ή οι αιτιάσεις του άρθρου 263, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ, που ειδικώς στηρίζουν τις ενστάσεις ελλείψεως νομιμότητας του άρθρου 20, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, της αποφάσεως 2010/413 και του άρθρου 16, παράγραφος 2, του κανονισμού 961/2010. Περαιτέρω, η προσφεύγουσα δεν ήταν σε θέση να απαντήσει στη γραπτή και προφορική ερώτηση του Γενικού Δικαστηρίου το οποίο της ζήτησε να προσδιορίσει, στο δικόγραφο της προσφυγής, τους λόγους ακυρώσεως ή τις αιτιάσεις που στηρίζουν ειδικώς τις ενστάσεις ελλείψεως νομιμότητας.

47      Επομένως, οι εν λόγω ενστάσεις ελλείψεως νομιμότητας δεν μπορούν να θεωρηθούν ότι ικανοποιούν την απαίτηση συνοπτικής παραθέσεως των υποστηρικτικών της προσφυγής λόγων και αιτιάσεων, όπως προβλέπει το άρθρο 44, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, του Κανονισμού Διαδικασίας.

48      Βάσει του λόγου ακυρώσεως που εξετάστηκε αυτεπαγγέλτως, πρέπει να απορριφθούν ως απαράδεκτες οι προβαλλόμενες από την προσφεύγουσα ενστάσεις ακυρώσεως του άρθρου 20, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, της αποφάσεως 2010/413 και του άρθρου 16, παράγραφος 2, του κανονισμού 961/2010.

49      Από το σύνολο των σκέψεων αυτών προκύπτει ότι η προσφυγή είναι παραδεκτή μόνον καθόσον αποβλέπει στην ακύρωση της εγγραφής ή της, κατόπιν επανεξετάσεως, διατηρήσεως της εγγραφής της προσφεύγουσας στους επίδικους καταλόγους (στο εξής: προσβαλλόμενες πράξεις). Κατά τα λοιπά, η προσφυγή πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη.

 Επί της ουσίας

50      Προς στήριξη της προσφυγής της, η προσφεύγουσα προβάλλει τέσσερις λόγους ακυρώσεως των προσβαλλόμενων πράξεων. Ο πρώτος λόγος στηρίζεται σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως, καθόσον το Συμβούλιο ενέγραψε ή διατήρησε το όνομα της προσφεύγουσας στους επίδικους καταλόγους, χωρίς η ίδια να πληροί τα ουσιαστικά κριτήρια μιας τέτοιας εγγραφής. Ο δεύτερος λόγος στηρίζεται στην παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως, καθόσον υπήρξε διαφορετική μεταχείρισή της σε σχέση με τις λοιπές ιρανικές τράπεζες που δεν ενεγράφησαν στους επίδικους καταλόγους, με το Νταφτάρ (γραφείο του πνευματικού ηγέτη της ισλαμικής επανάστασης, στο εξής: γραφείο του πνευματικού ηγέτη και πνευματικός ηγέτης, αντιστοίχως) και με το Ίδρυμα Mostaz’afan της Ισλαμικής Δημοκρατίας του Ιράν (στο εξής: Ίδρυμα) και όμοια μεταχείριση με τις λοιπές ιρανικές τράπεζες που ενεγράφησαν στους επίδικους καταλόγους. Ο τρίτος λόγος στηρίζεται σε παραβίαση της αρχής του σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας, σε προσβολή του δικαιώματος αποτελεσματικής ένδικης προστασίας και της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως, καθόσον δεν κοινοποιήθηκαν στην προσφεύγουσα τόσο οι ακριβείς λόγοι όσο και τα αποδεικτικά στοιχεία και τα δικαιολογητικά της εγγραφής της ή της διατηρήσεως της εγγραφής της στους επίδικους καταλόγους. Ο τέταρτος λόγος στηρίζεται σε προσβολή του δικαιώματος ιδιοκτησίας και σε παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας, καθόσον, εν πάση περιπτώσει, η δέσμευση κεφαλαίων και οικονομικών πόρων συνιστά μη απαραίτητη και δυσανάλογη προσβολή του δικαιώματος ιδιοκτησίας.

51      Για λόγους ορθής απονομής της δικαιοσύνης, οικονομίας της δίκης και για λόγους σκοπιμότητας, πρέπει να εξετασθεί, πρώτον, ο τρίτος λόγος της προσφυγής. Στο πλαίσιο αυτού του λόγου ακυρώσεως, η προσφεύγουσα προβάλλει τρεις αιτιάσεις που στηρίζονται, πρώτον, σε παραβίαση της αρχής του σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας, δεύτερον, σε προσβολή του δικαιώματος αποτελεσματικής ένδικης προστασίας και, τρίτον, σε παραβίαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως, καθόσον το Συμβούλιο εξέδωσε τις προσβαλλόμενες πράξεις χωρίς να κοινοποιήσει στην προσφεύγουσα τους ακριβείς λόγους, τα αποδεικτικά στοιχεία και τα έγγραφα που δικαιολογούν την εγγραφή της ή τη διατήρηση της εγγραφής της στους επίδικους καταλόγους.

52      Για τους ίδιους λόγους με αυτούς που εκτέθηκαν στη σκέψη 51 ανωτέρω, πρέπει να εξεταστεί κατ’ αρχάς η τρίτη αιτίαση του τρίτου λόγου ακυρώσεως, που στηρίζεται σε παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως.

53      Με τον λόγο αυτό η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι, με την έκδοση των προσβαλλόμενων πράξεων, το Συμβούλιο δεν τήρησε τον ουσιώδη τύπο που επιβάλλει την κοινοποίηση στον ενδιαφερόμενο των λόγων εγγραφής στους επίδικους καταλόγους, παρέχοντάς του τη δυνατότητα να υποβάλει παρατηρήσεις, όπως ρητά υπογραμμίζεται στο άρθρο 36, παράγραφος 3, του κανονισμού 961/2010. Οι λόγοι που επικαλέστηκε το Συμβούλιο προς στήριξη των προσβαλλόμενων πράξεων είναι εξαιρετικά συνοπτικοί, αόριστοι, ασαφείς ή απροσδιόριστοι για να εξομοιωθούν με αιτιολόγηση. Το Συμβούλιο δεν διευκρίνισε με ποιον τρόπο συνδεόταν η προσφεύγουσα με το γραφείο του πνευματικού ηγέτη ή ποια ήταν η συμβολή της στη διάδοση πυρηνικών όπλων ή έστω, μόνο, στην προώθηση των «στρατηγικών συμφερόντων του καθεστώτος». Δεν ανέφερε σε τι συνίστατο η φερόμενη συμβολή (παροχή χρηματοοικονομικών υπηρεσιών, συμπεριλαμβανομένης της προσφοράς εγγυητικών επιστολών και της τήρησης λογαριασμών) ούτε τους φερόμενους δικαιούχους. Οι προσπάθειες του Συμβουλίου να θεραπεύσει την έλλειψη αιτιολογήσεως κατά τη διάρκεια της παρούσας ένδικης διαδικασίας δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη, διότι διαφορετικά προσβάλλεται το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη και παραβιάζεται η αρχή της ισότητας των διαδίκων ενώπιον του δικαστή της Ένωσης.

54      Το Συμβούλιο, υποστηριζόμενο από την Επιτροπή, αντικρούει τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας και ζητεί την απόρριψη ως αβάσιμης της τρίτης αιτιάσεως του τρίτου λόγου ακυρώσεως.

55      Προκαταρκτικώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι η δέσμευση των κεφαλαίων και οικονομικών πόρων έχει σημαντικές συνέπειες για τις ενδιαφερόμενες οντότητες, καθόσον το μέτρο αυτό είναι ικανό να περιορίσει την άσκηση των θεμελιωδών τους δικαιωμάτων (απόφαση του Δικαστηρίου της 16ης Νοεμβρίου 2011, C‑548/09 P, Bank Melli Iran κατά Συμβουλίου, Συλλογή 2011, σ. Ι‑11381, σκέψη 49).

56      Το δικαίωμα αποτελεσματικής ένδικης προστασίας συνεπάγεται ότι μια διοικητική αρχή της Ένωσης που εκδίδει πράξη συνεπαγόμενη περιοριστικά μέτρα κατά προσώπου ή οντότητας οφείλει να γνωστοποιήσει στους ενδιαφερόμενους τους λόγους στους οποίους η πράξη αυτή στηρίζεται, κατά το μέτρο του δυνατού, είτε κατά τον χρόνο εκδόσεως της πράξεως αυτής είτε, τουλάχιστον, το ταχύτερο δυνατό μετά τη έκδοσή της, ώστε να παρασχεθεί στα πρόσωπα ή στις οντότητες αυτές η δυνατότητα να ασκήσουν, εμπροθέσμως, το δικαίωμά τους για προσφυγή (βλ. απόφαση Bank Melli Iran κατά Συμβουλίου, σκέψη 55 ανωτέρω, σκέψη 47 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Εν πάση περιπτώσει, η αιτιολογία της πράξεως πρέπει να γνωστοποιείται στο θιγόμενο πρόσωπο πριν αυτό ασκήσει προσφυγή κατ’ αυτής. Συγκεκριμένα, η μη τήρηση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως δεν μπορεί να καλυφθεί από το γεγονός ότι το θιγόμενο πρόσωπο πληροφορείται την αιτιολογία της πράξεως κατά τη διαδικασία ενώπιον του δικαστή της Ένωσης (βλ., συναφώς, απόφαση του Πρωτοδικείου της 14ης Οκτωβρίου 2009, T‑390/08, Bank Melli Iran κατά Συμβουλίου, Συλλογή 2009, σ. II‑3967, σκέψη 80 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

57      Προκειμένου, ακριβώς, να προστατευθεί το δικαίωμα αποτελεσματικής ένδικης προστασίας, το άρθρο 24, παράγραφος 3, της αποφάσεως 2010/413 και το άρθρο 36, παράγραφος 3, του κανονισμού 961/2010 επιβάλλουν στο Συμβούλιο την υποχρέωση να προσδιορίζει τους ατομικούς και ειδικούς λόγους που δικαιολογούν τα μέτρα της δέσμευσης των κεφαλαίων και των οικονομικών πόρων, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 20, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, της αποφάσεως 2010/413 και του άρθρου 16, παράγραφος 2, του κανονισμού 961/2010, και να τους γνωστοποιεί στα θιγόμενα πρόσωπα, οντότητες και οργανισμούς (βλ., συναφώς και κατ’ αναλογία, απόφαση της 16ης Νοεμβρίου 2011, Bank Melli Iran κατά Συμβουλίου, σκέψη 55 ανωτέρω, σκέψη 48). Όπως προκύπτει από τη νομολογία, το Συμβούλιο οφείλει να εκπληρώσει, εν προκειμένω, μέσω ατομικής κοινοποιήσεως, την υποχρέωση που υπέχει δυνάμει του άρθρου 24, παράγραφος 3, της αποφάσεως 2010/413 και του άρθρου 36, παράγραφος 3, του κανονισμού 961/2010 (βλ., συναφώς και κατ’ αναλογία, απόφαση της 16ης Νοεμβρίου 2011, Bank Melli Iran κατά Συμβουλίου, σκέψη 55 ανωτέρω, σκέψη 52).

58      Εν προκειμένω, το Συμβούλιο, με το από 28 Οκτωβρίου 2010 έγγραφο, γνωστοποίησε στην προσφεύγουσα ότι οι προσβαλλόμενες πράξεις στηρίχθηκαν στο γεγονός ότι «[το Συμβούλιο] έκρινε ότι ο φάκελος της υποθέσεως δεν περιείχε νέα στοιχεία τα οποία δικαιολογούν μεταβολή της θέσεώς του [σχετικά με τη δέσμευση κεφαλαίων και οικονομικών πόρων της προσφεύγουσας] και, επομένως, […] οι λόγοι που παρατίθενται στην απόφαση […] 2010/413 […] εξακολουθούν να ισχύουν».

59      Το έγγραφο αυτό δεν προσδιορίζει τους ατομικούς και ειδικούς λόγους που δικαιολογούν τη δέσμευση κεφαλαίων και οικονομικών πόρων της προσφεύγουσας. Ωστόσο, από τη νομολογία προκύπτει ότι η αιτιολογία πρέπει να προσαρμόζεται στη φύση της επίμαχης πράξεως και στο πλαίσιο εντός του οποίου αυτή εκδόθηκε. Ειδικότερα, μια βλαπτική πράξη είναι επαρκώς αιτιολογημένη εφόσον έχει εκδοθεί εντός πλαισίου γνωστού στον θιγόμενο, το οποίο του επιτρέπει να γνωρίζει το περιεχόμενο του ληφθέντος εις βάρος του μέτρου (βλ. απόφαση της 14ης Οκτωβρίου 2009, Bank Melli Iran κατά Συμβουλίου, σκέψη 56 ανωτέρω, σκέψη 82 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

60      Εν προκειμένω, πρέπει επομένως να ληφθεί υπόψη ότι, αφενός, αντίγραφο της αποφάσεως 2010/413 επισυνάφθηκε στο παράρτημα του εγγράφου της 28ης Οκτωβρίου 2010 και ότι, αφετέρου, τη στιγμή που η προσφεύγουσα έλαβε το προαναφερόμενο έγγραφο, η απόφαση 2010/413 είχε ήδη δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δηλαδή στις 27 Ιουλίου 2010. Επομένως, η προσφεύγουσα ήταν σε θέση να γνωρίζει τους λόγους που αναφέρονταν στην απόφαση 2010/413 ως δικαιολογία για τη δέσμευση των κεφαλαίων και των οικονομικών πόρων της, όπως αυτοί εκτέθηκαν ανωτέρω στη σκέψη 5.

61      Περαιτέρω, με το υπόμνημα αντικρούσεως, το Συμβούλιο δέχθηκε ότι δεν διέθετε «άλλες πληροφορίες όσον αφορά την προσφεύγουσα πλην αυτών που αναφέρονταν στην αιτιολογική έκθεση τη σχετική με την εγγραφή της [στους επίδικους καταλόγους]». Επομένως, καμία συμπληρωματική αιτιολογία δεν γνωστοποιήθηκε στην προσφεύγουσα πριν την άσκηση της παρούσας προσφυγής.

62      Στον βαθμό που, ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, το Συμβούλιο επιχειρεί να θεμελιώσει τις προσβαλλόμενες πράξεις σε στοιχεία που προσκομίζει η προσφεύγουσα προς στήριξη της προσφυγής της, από τα οποία προκύπτει ότι ο πνευματικός ηγέτης ασκούσε έμμεσο έλεγχο σε αυτή, μέσω του Ιδρύματος, πρέπει να υπομνησθεί ότι, σύμφωνα με τη νομολογία που παρατίθεται στη σκέψη 56 ανωτέρω, αυτή η εκ των υστέρων συμπλήρωση της αιτιολογίας δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι θεραπεύει την ενδεχομένως ανεπαρκή αιτιολόγηση των προσβαλλόμενων πράξεων, εφόσον γνωστοποιήθηκε στην προσφεύγουσα μετά την άσκηση της υπό κρίση προσφυγής.

63      Επομένως, η απάντηση του Γενικού Δικαστηρίου στην αιτίαση που στηρίζεται στην παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως πρέπει να δοθεί μόνο σε σχέση με τους λόγους που αναφέρονται στη σκέψη 5 ανωτέρω.

64      Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι, προκειμένου να επιτευχθεί η λειτουργία της αιτιολογήσεως, δηλαδή η εξασφάλιση του σεβασμού του δικαιώματος αποτελεσματικής ένδικης προστασίας, πρέπει, αφενός, να παρέχονται στον θιγόμενο επαρκείς ενδείξεις για να υπερασπιστεί τα δικαιώματά του και να εξακριβώσει αν η πράξη είναι όντως βάσιμη ή αν ενδεχομένως βαρύνεται με πλημμέλεια δυνάμενη να αποτελέσει λόγο αμφισβητήσεως του κύρους της ενώπιον των δικαιοδοτικών οργάνων της Ένωσης και, αφετέρου, να παρέχεται στα εν λόγω όργανα η δυνατότητα ελέγχου της νομιμότητας της πράξεως αυτής (απόφαση της 14ης Οκτωβρίου 2009, Bank Melli Iran κατά Συμβουλίου, σκέψη 56 ανωτέρω, σκέψη 80). Δεν απαιτείται να διασαφηνίζει η αιτιολογία όλα τα ουσιώδη πραγματικά και νομικά στοιχεία, καθόσον ο επαρκής χαρακτήρας μιας αιτιολογίας πρέπει να εκτιμάται όχι μόνο βάσει του γράμματός της, αλλά και του πλαισίου στο οποίο εντάσσεται καθώς και του συνόλου των κανόνων δικαίου που διέπουν το σχετικό θέμα (απόφαση της 14ης Οκτωβρίου 2009, Bank Melli Iran κατά Συμβουλίου, σκέψη 56 ανωτέρω, σκέψη 82).

65      Κατά συνέπεια η αιτιολογία των προσβαλλόμενων πράξεων πρέπει μεταξύ άλλων να εκτιμάται υπό το πρίσμα των διατάξεων βάσει των οποίων οι πράξεις αυτές εκδόθηκαν, δηλαδή αντιστοίχως του άρθρου 20, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, της αποφάσεως 2010/413 και του άρθρου 16, παράγραφος 2, του κανονισμού 961/2010, τα οποία, πρέπει να ερμηνευθούν, λαμβανομένου υπόψη του περιεχομένου τους, του πλαισίου εντός του οποίου εκδόθηκαν και των σκοπών που επιδιώκονται με τη ρύθμιση της οποίας αποτελούν μέρος (βλ. απόφαση του Δικαστηρίου της 13ης Μαρτίου 2012, C‑380/09 P, Melli Bank κατά Συμβουλίου, που δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 38 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

66      Το άρθρο 20, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, της αποφάσεως 2010/413 και το άρθρο 16, παράγραφος 2, στοιχείο α΄, του κανονισμού 961/2010 επιτάσσουν τη δέσμευση των κεφαλαίων και οικονομικών πόρων των φυσικών και νομικών προσώπων, οντοτήτων και οργανισμών τα οποία «έχουν αναγνωρισθεί» «ότι μετέχουν, συνδέονται άμεσα ή παρέχουν στήριξη στις δραστηριότητες [διάδοσης πυρηνικών όπλων]» ή «ότι τελούν υπό την κατοχή [των προαναφερόμενων], ή υπό τον έλεγχο, ακόμη και με παράνομα μέσα, ή ενεργούν εξ ονόματός τους ή υπό την καθοδήγησή τους», δεδομένου ότι το Συμβούλιο κρίνει ανά περίπτωση ποιες από τις προϋποθέσεις αυτές πληροί το προαναφερόμενο πρόσωπο, οντότητα ή οργανισμός (βλ., συναφώς και κατ’ αναλογία, απόφαση Melli Bank κατά Συμβουλίου, σκέψη 65 ανωτέρω, σκέψεις 39 και 40).

67      Κατά συνέπεια οι ατομικοί και ειδικοί λόγοι τους οποίους υποχρεούται να προσδιορίσει το Συμβούλιο, δυνάμει του άρθρου 24, παράγραφος 3, της αποφάσεως 2010/413 και του άρθρου 36, παράγραφος 3, του κανονισμού 961/2010 (βλ. σκέψη 55 ανωτέρω), είναι οι σχετικοί με την εγγραφή των οικείων προσώπων, οντοτήτων και οργανισμών στους επίδικους καταλόγους, δηλαδή, ανάλογα με την περίπτωση, η συμμετοχή, η άμεση σύνδεση ή η στήριξη της διαδόσεως πυρηνικών όπλων ή, προκειμένου για οντότητες που ανήκουν ή ελέγχονται ή ενεργούν εξ ονόματός ή υπό την καθοδήγηση των προσώπων αυτών, οι λόγοι βάσει των οποίων το Συμβούλιο έκρινε ότι πληρούται η προϋπόθεση κατοχής ή ελέγχου ή ενεργειών εξ ονόματός των προαναφερομένων προσώπων, οντοτήτων και οργανισμών ή υπό την καθοδήγησή τους (βλ., συναφώς και κατ’ αναλογία, απόφαση Melli Bank κατά Συμβουλίου, σκέψη 65 ανωτέρω, σκέψη 43).

68      Όπως προκύπτει από πάγια νομολογία, προκειμένου να εκπληρώσει ορθώς την υποχρέωση αιτιολογήσεως μιας πράξης που επιβάλει περιοριστικά μέτρα, το Συμβούλιο οφείλει να εκθέτει τα πραγματικά και νομικά στοιχεία, από τα οποία εξαρτάται η νόμιμη δικαιολόγηση των οικείων μέτρων, και τους λόγους για τους οποίους τα έκρινε επιβεβλημένα (βλ., συναφώς, απόφαση της 14ης Οκτωβρίου, Melli Bank Iran κατά Συμβουλίου, σκέψη 56 ανωτέρω, σκέψη 81 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Κατά συνέπεια, κατ’ αρχήν, η αιτιολόγηση μιας τέτοιας πράξεως πρέπει να αφορά όχι μόνον τις νόμιμες προϋποθέσεις εφαρμογής των περιοριστικών μέτρων, αλλά και τους ειδικούς και συγκεκριμένους λόγους για τους οποίους το Συμβούλιο εκτιμά, στο πλαίσιο ασκήσεως της διακριτικής εξουσίας του εκτιμήσεως, ότι πρέπει να ληφθούν τα μέτρα αυτά εις βάρος του θιγόμενου προσώπου (βλ., συναφώς και κατ’ αναλογία, αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 12ης Δεκεμβρίου 2006, T‑228/02, Organisation des Modjahedines du peuple d’Iran κατά Συμβουλίου, Συλλογή 2006, σ. II‑4665, σκέψη 146· της 7ης Δεκεμβρίου 2010, T‑49/07, Fahas κατά Συμβουλίου, Συλλογή 2010, σ. ΙΙ‑5555, σκέψη 53, και της 8ης Ιουνίου 2011, T‑86/11, Bamba κατά Συμβουλίου, Συλλογή 2011, σ. ΙΙ‑2749, σκέψη 47).

69      Έτσι, το μέτρο της δεσμεύσεως των κεφαλαίων και οικονομικών πόρων που έλαβε το Συμβούλιο δεν μπορεί να θεωρηθεί επαρκώς αιτιολογημένο παρά μόνον εφόσον το Συμβούλιο αναφέρει τα πραγματικά και νομικά στοιχεία βάσει των οποίων εκτιμά, αναλόγως της περιπτώσεως, ότι το οικείο πρόσωπο, οντότητα ή οργανισμός συμμετείχε, ήταν άμεσα συνδεδεμένο ή παρείχε στήριξη στη διάδοση των πυρηνικών όπλων ή ότι το πρόσωπο, η οντότητα ή ο οργανισμός αυτός τελούσε υπό την κατοχή ή υπό τον έλεγχο ή ενεργούσε εξ ονόματος ή υπό την καθοδήγηση προσώπου, οντότητας ή οργανισμού που μετείχε, ήταν άμεσα συνδεδεμένο ή παρείχε στήριξη στη διάδοση των πυρηνικών όπλων.

70      Όπως προκύπτει από τους λόγους που γνωστοποιήθηκαν στην προσφεύγουσα πριν από την άσκηση της παρούσας προσφυγής, με το έγγραφο της 28ης Οκτωβρίου 2010, οι προσβαλλόμενες πράξεις στηρίχθηκαν στους «λόγους που προβάλλονται στην απόφαση 2010/413 […]», δηλαδή στους εξής λόγους: «[Η προσφεύγουσα] είναι στενά συνδεδεμένη με τα συμφέροντα του “Νταφτάρ” (γραφείο του πνευματικού ηγέτη: διοικητικό όργανο συγκροτούμενο από 500 περίπου συνεργάτες)» και «συνεισφέρει επίσης στη χρηματοδότηση στρατηγικών συμφερόντων του καθεστώτος». Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, το Συμβούλιο διευκρίνισε ότι πρόθεσή του ήταν να θεμελιώσει τις προσβαλλόμενες πράξεις σε δύο λόγους οι οποίοι αφορούν, ο μεν πρώτος, το γεγονός ότι η προσφεύγουσα ελεγχόταν πράγματι από το ιρανικό καθεστώς, ο δε δεύτερος, το γεγονός ότι λόγω αυτού του ελέγχου μπορούσε να συναχθεί, σχεδόν με βεβαιότητα, ότι η προσφεύγουσα χρηματοδοτούσε τη διάδοση πυρηνικών όπλων. Κατά συνέπεια το Συμβούλιο είχε την πρόθεση να θεμελιώσει τις προσβαλλόμενες πράξεις στους λόγους που στηρίζονται, αφενός, στη συμμετοχή, στην άμεση σύνδεση ή στην παροχή στηρίξεως της προσφεύγουσας στη διάδοση των πυρηνικών όπλων και, αφετέρου, στον έλεγχο της προσφεύγουσας από πρόσωπο ή οντότητα που συμμετέχει, συνδέεται άμεσα ή παρέχει στήριξη στις προαναφερόμενες δραστηριότητες, το οποίο προσδιορίστηκε, στους λόγους που γνωστοποιήθηκαν στην προσφεύγουσα, ως το γραφείο του πνευματικού ηγέτη. Οι δύο λόγοι κατανοήθηκαν καλώς από την προσφεύγουσα, η οποία αμφισβητεί, αφενός, ότι ελέγχεται από πρόσωπα, οντότητες ή οργανισμούς που συμμετέχουν, συνδέονται άμεσα ή παρέχουν στήριξη στη διάδοση των πυρηνικών όπλων, όπως οι ιρανικές αρχές, και, αφετέρου, ότι συμμετείχε, συνδεόταν άμεσα ή έχει παράσχει στήριξη στη διάδοση των πυρηνικών όπλων.

71      Όσον αφορά, πρώτον, τους λόγους που γνωστοποιήθηκαν στην προσφεύγουσα οι οποίοι αφορούν τον έλεγχο που της ασκείται από πρόσωπα, οντότητες ή οργανισμούς που έχουν συμμετάσχει, συνδεθεί άμεσα ή παράσχει στήριξη στη διάδοση των πυρηνικών όπλων, τούτοι δεν είναι επαρκώς προσδιορισμένοι και ακριβείς ώστε να παράσχουν στην προσφεύγουσα και στο Γενικό Δικαστήριο τη δυνατότητα να κατανοήσουν γιατί το Συμβούλιο έκρινε ότι πληρούται, εν προκειμένω, αυτό το κριτήριο.

72      Κατά το Συμβούλιο, «[η προσφεύγουσα] είναι στενά συνδεδεμένη με τα συμφέροντα του “Νταφτάρ” (γραφείο του πνευματικού ηγέτη: διοικητικό όργανο συγκροτούμενο από 500 περίπου συνεργάτες)». Η έννοια, όμως, του «συνδέσμου με συμφέροντα τρίτου» είναι, αυτή καθεαυτήν, αόριστη και ασαφής. Δεν συνδέεται, με τρόπο εμφανή και άμεσο, με την έννοια του «ελέγχου» του άρθρου 20, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, της αποφάσεως 2010/413 και του άρθρου 16, παράγραφος 2, στοιχείο α΄, του κανονισμού 961/2010. Το Συμβούλιο δεν ανέφερε κανένα επακριβές και συγκεκριμένο στοιχείο από το οποίο να προκύπτει ότι μπορεί να ασκήθηκε έλεγχος στην προσφεύγουσα από το γραφείο του πνευματικού ηγέτη.

73      Στο πλαίσιο της υπό κρίση υποθέσεως, η εφαρμογή της έννοιας του «συνδέσμου με συμφέροντα τρίτου» του «Νταφτάρ (γραφείο του πνευματικού ηγέτη: διοικητικό όργανο συγκροτούμενο από 500 περίπου συνεργάτες)» είναι κατά μείζονα λόγο αόριστη και ασαφής διότι το εν λόγω γραφείο δεν προσδιορίστηκε, αυτό καθεαυτό ως πρόσωπο, οντότητα ή οργανισμός που συμμετέχει, συνδέεται άμεσα ή παρέχει στήριξη στη διάδοση των πυρηνικών όπλων. Όπως ορθώς επισημαίνει η προσφεύγουσα, το γραφείο του πνευματικού ηγέτη δεν περιλαμβάνεται στους επίδικους καταλόγους, σε αντίθεση με οντότητες που ασκούν πολιτικά καθήκοντα στο Ιράν ή άλλα κυβερνητικά όργανα που έχουν εγγραφεί στους καταλόγους αυτούς, με το αιτιολογικό ότι πρόκειται για πρόσωπα, οντότητες ή οργανισμούς που έχουν συμμετάσχει, συνδεθεί άμεσα ή παράσχει στήριξη στη διάδοση των πυρηνικών όπλων. Εξάλλου, το Συμβούλιο δεν διευκρίνισε τα συγκεκριμένα μέσα με τα οποία το γραφείο του πνευματικού ηγέτη, είτε το ίδιο, είτε, ενδεχομένως, μέσω των μελών του, ασκεί έλεγχο στην προσφεύγουσα, ώστε αυτή να ενεργεί προς όφελος των συμφερόντων του και, ιδίως, να παρέχει οικονομική στήριξη στη διάδοση των πυρηνικών όπλων.

74      Καθόσον η προσφεύγουσα δέχεται, με τα δικόγραφά της, ότι ανήκε και εξακολουθεί εν μέρει να ανήκει στο Ίδρυμα, το οποίο με τη σειρά του καθοδηγείται από τον πνευματικό ηγέτη, και καθόσον το Συμβούλιο ισχυρίζεται, στο πλαίσιο της υπό κρίση διαδικασίας, ότι στηρίζεται στα στοιχεία αυτά για να αιτιολογήσει τη βασιμότητα των προσβαλλόμενων πράξεων, πρέπει να τονιστεί ότι οι λόγοι αυτοί είναι νέοι λόγοι, εφόσον το Συμβούλιο ουδέποτε κοινοποίησε στην προσφεύγουσα, πριν από την άσκηση της παρούσας προσφυγής, λόγους που αφορούν την ύπαρξη δεσμών μεταξύ αυτής και του πνευματικού ηγέτη, μέσω του Ιδρύματος, αλλά μόνον τους λόγους που θεμελιώθηκαν στην ύπαρξη δεσμών μεταξύ αυτής και του γραφείου του πνευματικού ηγέτη. Το Συμβούλιο δεν ανέφερε ποτέ, πριν από την άσκηση της παρούσας προσφυγής, την ύπαρξη δεσμών μεταξύ του πνευματικού ηγέτη, του Ιδρύματος και της προσφεύγουσας και ενδεχομένως αγνοούσε τους δεσμούς αυτούς μέχρι την προαναφερθείσα ημερομηνία. Ακόμα και αν υποτεθεί ότι οι δεσμοί αυτοί επαρκούν για να αιτιολογήσουν τη δέσμευση των κεφαλαίων και των οικονομικών πόρων της προσφεύγουσας, γεγονός παραμένει ότι πρόκειται για νέο λόγο, ο οποίος προβάλλεται εκπροθέσμως, και, κατά συνέπεια, δεν μπορεί να γίνει δεκτός από το Γενικό Δικαστήριο, σύμφωνα με την παρατιθέμενη στη σκέψη 56 ανωτέρω νομολογία.

75      Κατά συνέπεια, ελλείψει άλλου ειδικού και συγκεκριμένου στοιχείου, το βάσιμο των προσβαλλόμενων πράξεων, στο μέτρο που οι πράξεις αυτές θεμελιώνονται στην ύπαρξη δεσμών μεταξύ της προσφεύγουσας και του ιρανικού καθεστώτος, κατά την έννοια του άρθρου 20, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, της αποφάσεως 2010/413 και του άρθρου 16, παράγραφος 2, στοιχείο α΄, του κανονισμού 961/2010, μπορεί να κριθεί μόνον από τους λόγους που πράγματι κοινοποίησε το Συμβούλιο, δηλαδή ότι «[η προσφεύγουσα] είναι στενά συνδεδεμένη με τα συμφέροντα του “Νταφτάρ” (γραφείο του πνευματικού ηγέτη: διοικητικό όργανο συγκροτούμενο από 500 περίπου συνεργάτες)».

76      Επομένως, η πρώτη κατηγορία λόγων που γνωστοποιήθηκαν στην προσφεύγουσα δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι αιτιολογεί επαρκώς τις προσβαλλόμενες πράξεις.

77      Όσον αφορά, δεύτερον, τους λόγους που αναφέρονται σε συμμετοχή, άμεση σύνδεση ή παροχή στήριξης της προσφεύγουσας στη διάδοση πυρηνικών όπλων, αυτοί δεν είναι επαρκώς προσδιορισμένοι και ακριβείς ώστε να παράσχουν στην προσφεύγουσα και στο Γενικό Δικαστήριο τη δυνατότητα να κατανοήσουν τους λόγους για τους οποίους το Συμβούλιο θεώρησε ότι πληρούται, εν προκειμένω, κάποιο από τα προβλεπόμενα από τον νόμο κριτήρια που απαιτούνται για να διαπιστωθεί εάν ένα πρόσωπο, μία οντότητα ή ένα όργανο εμπλέκεται ευθέως στη διάδοση των πυρηνικών όπλων.

78      Κατά το Συμβούλιο, η προσφεύγουσα «συνεισφέρει […] στη χρηματοδότηση των στρατηγικών συμφερόντων του καθεστώτος». Μολονότι, όπως παρατηρεί η προσφεύγουσα, ο λόγος αυτός αφορά μόνον την υποτιθέμενη συνεισφορά της «στη χρηματοδότηση των στρατηγικών συμφερόντων του καθεστώτος» και όχι στη διάδοση των πυρηνικών όπλων, γεγονός παραμένει, όπως υποστηρίζει το Συμβούλιο, ότι η προαναφερόμενη δραστηριότητα εμπεριέχεται κατ’ ανάγκη στην έννοια «των στρατηγικών συμφερόντων του καθεστώτος». Επομένως, ο λόγος αυτός έχει την έννοια ότι το Συμβούλιο προσήψε πράγματι στην προσφεύγουσα ότι συνεισέφερε στη χρηματοδότηση της διαδόσεως των πυρηνικών όπλων.

79      Εφόσον το Συμβούλιο επιχειρεί να θεμελιώσει τη «συνεισφορά» της προσφεύγουσας στη «χρηματοδότηση» της διαδόσεως των πυρηνικών όπλων στο γεγονός ότι αυτή «είναι στενά συνδεδεμένη με τα συμφέροντα του […] γραφείου του πνευματικού ηγέτη», παρατηρείται, για τους ίδιους λόγους με αυτούς που προβλήθηκαν στις σκέψεις 73 έως 76 ανωτέρω, ότι οι προσβαλλόμενες πράξεις δεν αιτιολογούνται επαρκώς κατά νόμο, στον βαθμό που οι επίμαχοι δεσμοί συμφερόντων δεν προσδιορίζονται επαρκώς, ώστε να μπορέσουν η προσφεύγουσα και το Γενικό Δικαστήριο να εκτιμήσουν το βάσιμο των εν λόγω πράξεων ως προς το σημείο αυτό.

80      Ακόμη και αν υποτεθεί ότι το Συμβούλιο θέλησε να αποδείξει τη συνεισφορά της προσφεύγουσας στη χρηματοδότηση της διαδόσεως των πυρηνικών όπλων, δεν προσκόμισε, εν πάση περιπτώσει, κανένα ειδικό και συγκεκριμένο στοιχείο για τη χρηματοδότηση της δραστηριότητας αυτής από την προσφεύγουσα, όσον αφορά, π.χ., τη φύση, το ποσό ή τον προορισμό των χρηματοδοτήσεων.

81      Επομένως ούτε η δεύτερη κατηγορία λόγων που γνωστοποιήθηκαν στην προσφεύγουσα μπορεί να θεωρηθεί ότι αιτιολογεί επαρκώς τις προσβαλλόμενες πράξεις.

82      Κατά συνέπεια, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι οι προσβαλλόμενες πράξεις δεν αιτιολογήθηκαν επαρκώς κατά νόμο από το Συμβούλιο, το οποίο, επομένως, παρέβη την υποχρέωση γνωστοποιήσεως των λόγων, την οποία υπέχει δυνάμει του άρθρου 24, παράγραφος 3, της αποφάσεως 2010/413 και του άρθρου 36, παράγραφος 3, του κανονισμού 961/2010, και την υποχρέωση αιτιολογήσεως, την οποία υπέχει γενικότερα για τις πράξεις που εκδίδει.

83      Κατόπιν των ανωτέρω, πρέπει να γίνει δεκτή η τρίτη αιτίαση του τρίτου λόγου, που αντλείται από παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως, και να ακυρωθούν για τον λόγο αυτό οι προσβαλλόμενες πράξεις, χωρίς να απαιτείται να αποφανθεί το Γενικό Δικαστήριο επί της πρώτης και δεύτερης αιτιάσεως του τρίτου λόγου και επί του πρώτου, δεύτερου και τέταρτου λόγου της προσφυγής.

84      Όσον αφορά τα διαχρονικά αποτελέσματα της ακυρώσεως του παραρτήματος VIII του κανονισμού 961/2010, στον βαθμό που το εν λόγω παράρτημα αφορά την προσφεύγουσα, πρέπει να υπομνησθεί ότι η εν λόγω ακύρωση συνεπάγεται την ακύρωση και της εγγραφής της προσφεύγουσας στον κατάλογο που περιλαμβάνεται στο εν λόγω παράρτημα. Όμως η εγγραφή αυτή έχει την ίδια φύση με αυτήν του κανονισμού 961/2010, ο οποίος είναι πράξη γενικής ισχύος, και για τον οποίο το άρθρο 41, δεύτερο εδάφιο, προβλέπει ότι είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος, κατ’ αντιστοιχία προς τα αποτελέσματα ενός κανονισμού, όπως αυτά προβλέπονται στο άρθρο 288 ΣΛΕΕ.

85      Δυνάμει του άρθρου 60, δεύτερο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, κατά παρέκκλιση από το άρθρο 280 ΣΛΕΕ, οι αποφάσεις του Γενικού Δικαστηρίου που ακυρώνουν κανονισμό, ή έστω μόνο διάταξη κανονισμού, παράγουν αποτελέσματα μόνον από τη λήξη της προθεσμίας ασκήσεως αναιρέσεως του άρθρου 56, πρώτο εδάφιο, του εν λόγω Οργανισμού ή, εφόσον έχει ασκηθεί αναίρεση εντός της προθεσμίας αυτής, από την απόρριψή της. Επομένως, το Συμβούλιο έχει προθεσμία δύο μηνών, παρεκτεινόμενη λόγω αποστάσεως κατά δέκα ημέρες, από την κοινοποίηση της παρούσας αποφάσεως, για να άρει τις διαπιστωθείσες παραβάσεις λαμβάνοντας, ενδεχομένως, νέο περιοριστικό μέτρο έναντι της προσφεύγουσας.

86      Εν προκειμένω, ο κίνδυνος να θιγεί κατά τρόπο σοβαρό και ανεπανόρθωτο η αποτελεσματικότητα των περιοριστικών μέτρων που επιβάλλονται στην προσφεύγουσα με το παράρτημα VIII του κανονισμού 961/2010, λαμβανομένων μάλιστα υπόψη των σημαντικών συνεπειών που επάγονται τα μέτρα αυτά επί των δικαιωμάτων και ελευθεριών της προσφεύγουσας, προφανώς δεν είναι τόσο υψηλός ώστε να δικαιολογεί τη διατήρηση των εννόμων συνεπειών του εν λόγω κανονισμού για χρονικό διάστημα που υπερβαίνει τον προβλεπόμενο στο άρθρο 60, δεύτερο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου χρόνο (βλ., κατ’ αναλογία, απόφαση του Πρωτοδικείου της 16ης Σεπτεμβρίου 2011, Τ‑316/11, Kadio Morokro κατά Συμβουλίου, που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 38).

87      Δυνάμει του άρθρου 264, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ, το Γενικό Δικαστήριο μπορεί, αν το κρίνει αναγκαίο, να επισημάνει ποια από τα αποτελέσματα της προσβαλλόμενης πράξεως πρέπει να θεωρηθούν οριστικά.

88      Εν προκειμένω, η ύπαρξη διαφοράς μεταξύ της ημερομηνίας κατά την οποία αρχίζει να παράγει τα αποτελέσματά της η ακύρωση του παραρτήματος VIII του κανονισμού 961/2010 και η ακύρωση του παραρτήματος ΙΙ της αποφάσεως 2010/413, όπως τροποποιήθηκε με την απόφαση 2010/644, δύναται να συνεπάγεται σοβαρή προσβολή στην ασφάλεια δικαίου, εφόσον οι δύο αυτές πράξεις επιβάλλουν στην προσφεύγουσα παρεμφερή μέτρα.

89      Επομένως, τα αποτελέσματα του παραρτήματος ΙΙ της αποφάσεως 2010/413, όπως τροποποιήθηκε με την απόφαση 2010/644, πρέπει να διατηρηθούν όσον αφορά την προσφεύγουσα έως ότου η ακύρωση του παραρτήματος VIII του κανονισμού 961/2010 αρχίσει να παράγει τα αποτελέσματά της (βλ., κατ’ αναλογία, απόφαση Kadio Morokro κατά Συμβουλίου, σκέψη 86 ανωτέρω, σκέψη 39).

 Επί των δικαστικών εξόδων

90      Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας, το Γενικό Δικαστήριο μπορεί να αποφασίσει ότι κάθε διάδικος φέρει τα δικαστικά έξοδά του σε περίπτωση μερικής ήττας των διαδίκων.

91      Δεδομένου ότι η προσφυγή έγινε εν μέρει μόνο δεκτή (βλ. σκέψη 49 ανωτέρω), αποφασίζεται, κατ’ ορθή εκτίμηση των επίδικων περιστατικών, ότι το Συμβούλιο φέρει τα δύο τρίτα των δικαστικών εξόδων της προσφεύγουσας και τα δύο τρίτα των δικών του δικαστικών εξόδων. Η προσφεύγουσα φέρει το ένα τρίτο των δικών της δικαστικών εξόδων και το ένα τρίτο των δικαστικών εξόδων του Συμβουλίου.

92      Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 4, πρώτο εδάφιο, του ίδιου κανονισμού, τα θεσμικά όργανα που παρενέβησαν στη διαφορά φέρουν τα δικαστικά έξοδά τους. Συνεπώς, η Επιτροπή φέρει τα δικαστικά έξοδά της.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τέταρτο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Ακυρώνει το παράρτημα II της αποφάσεως 2010/413/ΚΕΠΠΑ του Συμβουλίου, της 26ης Ιουλίου 2010, για περιοριστικά μέτρα κατά του Ιράν και για την κατάργηση της κοινής θέσης 2007/140/ΚΕΠΠΑ, όπως τροποποιήθηκε με την απόφαση 2010/644/ΚΕΠΠΑ του Συμβουλίου, της 25ης Οκτωβρίου 2010, για την τροποποίηση της αποφάσεως 2010/413, και το παράρτημα VIII του κανονισμού (ΕΕ) 961/2010 του Συμβουλίου, της 25ης Οκτωβρίου 2010, σχετικά με περιοριστικά μέτρα κατά του Ιράν και την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) 423/2007, στο μέτρο που τα παραρτήματα αυτά αφορούν τη Sina Bank.

2)      Τα αποτελέσματα του παραρτήματος ΙΙ της αποφάσεως 2010/413, όπως τροποποιήθηκε με την απόφαση 2010/644, διατηρούνται ως προς τη Sina Bank, έως ότου αρχίσει να παράγει αποτελέσματα η ακύρωση του παραρτήματος VIII του κανονισμού 961/2010.

3)      Απορρίπτει κατά τα λοιπά την προσφυγή.

4)      Το Συμβούλιο φέρει τα δύο τρίτα των δικαστικών εξόδων της Sina Bank και τα δύο τρίτα των δικών του δικαστικών εξόδων.

5)      Η Sina Bank φέρει το ένα τρίτο των δικών της δικαστικών εξόδων και το ένα τρίτο των δικαστικών εξόδων του Συμβουλίου.

6)      Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή φέρει τα δικαστικά έξοδά της.

Pelikánová

Jürimäe

Van der Woude

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 11 Δεκεμβρίου 2012.

(υπογραφές)


* Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.