Language of document : ECLI:EU:T:2011:699

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (αναιρετικό τμήμα)

της 29ης Νοεμβρίου 2011

Υπόθεση T‑10/11 P

Gerhard Birkhoff

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής

«Αίτηση αναιρέσεως – Υπαλληλική υπόθεση – Υπάλληλοι – Οικογενειακά επιδόματα – Επίδομα συντηρούμενου τέκνου – Τέκνο με αναπηρία η οποία το εμποδίζει να καλύπτει τις βιοποριστικές ανάγκες του – Άρνηση παρατάσεως καταβολής του επιδόματος»

Αντικείμενο:      Αίτηση αναιρέσεως κατά της αποφάσεως του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης (δεύτερο τμήμα) της 27ης Οκτωβρίου 2010, F‑60/09, Birkhoff κατά Επιτροπής.

Απόφαση:      Η απόφαση του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης (δεύτερο τμήμα) της 27ης Οκτωβρίου 2010, F‑60/09, Birkhoff κατά Επιτροπής, αναιρείται. Η υπόθεση αναπέμπεται ενώπιον του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης. Το Γενικό Δικαστήριο επιφυλάσσεται ως προς τα δικαστικά έξοδα.

Περίληψη

1.      Υπάλληλοι – Αποδοχές – Οικογενειακά επιδόματα – Επίδομα συντηρούμενου τέκνου – Δικαίωμα σε παράτασή του χωρίς περιορισμό ηλικίας σε περίπτωση αδυναμίας του τέκνου να καλύπτει τις ανάγκες του

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, παράρτημα VII, άρθρο 2 § 5)

2.      Υπάλληλοι – Αποδοχές – Οικογενειακά επιδόματα – Επίδομα συντηρούμενου τέκνου – Δικαίωμα σε παράτασή του χωρίς περιορισμό ηλικίας σε περίπτωση αδυναμίας του τέκνου να καλύπτει τις ανάγκες του

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, παράρτημα VII, άρθρο 2 § 5)

1.      Κατά το άρθρο 2, παράγραφος 5, του παραρτήματος VII του ΚΥΚ, η καταβολή του επιδόματος συντηρούμενου τέκνου παρατείνεται χωρίς κανένα όριο ηλικίας αν το τέκνο έχει προσβληθεί από βαρειά ασθένεια ή αναπηρία που το εμποδίζει να ανταποκριθεί στις βιοποριστικές ανάγκες του.

Όσον αφορά το τέκνο που ασθενεί ή έχει αναπηρία, η έννοια της εκφράσεως «εμποδίζε[ται] να ανταποκριθεί στις ανάγκες του» επιτάσσει να λαμβάνονται υπόψη οι ειδικές συνθήκες κάθε περιπτώσεως.

Όμως, στο πλαίσιο της συλλογιστικής η οποία, για λόγους κοινωνικής τάξεως, απαιτεί να λαμβάνονται υπόψη οι ιδιαίτερες νομικές και πραγματικές περιστάσεις κάθε περιπτώσεως, προς προσδιορισμό του ύψους του εισοδήματος που διαθέτει το ανάπηρο άτομο για να ανταποκριθεί στις ανάγκες του, υπό την έννοια της εν λόγω διατάξεως, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη το καθαρό εισόδημα μετά την αφαίρεση κάθε είδους φόρων, κρατήσεων και κρατικών επιβαρύνσεων του ατόμου αυτού και όχι το ακαθάριστο εισόδημά του.

Πράγματι, πρώτον, μόνον το καθαρό εισόδημα συνιστά το ποσό το οποίο το ενδιαφερόμενο άτομο μπορεί πράγματι να διαθέτει για να καλύπτει τις ανάγκες της καθημερινής ζωής και τα συνήθη έξοδά του, όπως τα έξοδα διατροφής, ενδύσεως, κατοικίας, επιπλώσεως, τα οικιακά έξοδα, τα έξοδα θερμάνσεως, κ.λπ.

Δεύτερον, από πλευράς της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως –η οποία επιβάλλει διαφορετικές καταστάσεις να μην τυγχάνουν της ίδιας μεταχειρίσεως, εκτός αν μια τέτοια μεταχείριση δικαιολογείται αντικειμενικά–, δεν μπορεί να παραβλέπεται το ότι ένας ανάπηρος στου οποίου το ακαθάριστο εισόδημα επιβάλλονται πολύ υψηλές επιβαρύνσεις κάθε είδους και ο οποίος διαθέτει, επομένως, ένα σχετικά χαμηλό καθαρό εισόδημα βρίσκεται σε διαφορετική πραγματική κατάσταση από εκείνη του αναπήρου που αποκομίζει το ίδιο ακαθάριστο εισόδημα στο οποίο επιβάλλονται πολύ μικρότερες κρατήσεις, όποιες και αν είναι αυτές, και, κατά συνέπεια, έχει σχετικά υψηλό καθαρό εισόδημα. Λαμβανομένου υπόψη του προαναφερθέντος σκοπού κοινωνικής τάξεως, κανένα στοιχείο δεν δικαιολογεί την ίση μεταχείριση των δύο αυτών περιπτώσεων με τη δικαιολογία ότι και τα δύο αυτά ακαθάριστα εισοδήματα είναι τα ίδια, ενώ τα πράγματι διαθέσιμα προς κάλυψη των αναγκών της καθημερινής ζωής εισοδήματα διαφέρουν κατά πολύ. Η αρμόδια αρχή υποχρεούται να εξετάζει τις ιδιαίτερες νομικές και πραγματικές περιστάσεις κάθε περιπτώσεως προκειμένου να προσδιορίσει αν το ενδιαφερόμενο ανάπηρο άτομο όντως εμποδίζεται να ανταποκριθεί στις ανάγκες του, υπό την έννοια της εν λόγω διατάξεως του ΚΥΚ.

Τρίτον, το να λαμβάνεται υπόψη το καθαρό εισόδημα, το οποίο διαθέτει όντως το ενδιαφερόμενο άτομο, συνάδει προς το γεγονός ότι πρέπει επίσης να αφαιρούνται από το επαγγελματικό του εισόδημα τα έξοδα με τα οποία επιβαρύνεται το άτομο αυτό λόγω της αναπηρίας του.

Τέλος, καίτοι οι διατάξεις του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης που παρέχουν δικαίωμα λήψεως οικονομικών παροχών πρέπει να ερμηνεύονται στενά, από τις ανωτέρω σκέψεις προκύπτει ότι μόνο μια ερμηνεία που λαμβάνει υπόψη το καθαρό εισόδημα το οποίο διαθέτει πράγματι το προσβληθέν από σοβαρή ασθένεια ή ανάπηρο τέκνο είναι σύμφωνο προς τον κοινωνικό σκοπό που επιδιώκεται με την καταβολή του επιδόματος το οποίο προβλέπει το άρθρο 2, παράγραφος 5, του παραρτήματος VII του ΚΥΚ για ένα τέτοιο τέκνο αν αυτό εμποδίζεται να ανταποκριθεί στις ανάγκες του.

(βλ. σκέψεις 28, 34, 37 έως 40 και 50)

Παραπομπή:

ΔΕΕ: 3 Μαΐου 2007, C‑303/05, Advocaten voor de Wereld, Συλλογή 2007, σ. I‑3633, σκέψη 56 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία

ΓΔΕΕ: 30 Νοεμβρίου 1994, T‑498/93, Dornonville de la Cour κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 1994, σ. I‑A‑257 και II‑813, σκέψη 39

2.      Το επίδομα συντηρούμενου τέκνου ανταποκρίνεται σε ένα σκοπό κοινωνικού χαρακτήρα, ο οποίος δικαιολογείται από τα έξοδα που απορρέουν από μια ενεστώσα και βέβαιη ανάγκη, συνδεόμενη με την ύπαρξη και την ουσιαστική συντήρηση του τέκνου, πράγμα το οποίο πρέπει να οδηγεί την αρμόδια αρχή να εξακριβώνει, σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, αν επιτυγχάνεται ο εν λόγω σκοπός και να προσδιορίζει, λαμβάνοντας υπόψη όλες τις περιστάσεις της κάθε περιπτώσεως, αν η σχετική σοβαρή ασθένεια ή αναπηρία εμποδίζει το τέκνο να καλύπτει τις ανάγκες του.

Υπό την προοπτική αυτή, η εκ μέρους θεσμικού οργάνου διατύπωση αντικειμενικού κριτηρίου, με σκοπό την ερμηνεία του άρθρου 2, παράγραφος 5, του παραρτήματος VII του ΚΥΚ, δεν το απαλλάσσει, όποιο και είναι το κριτήριο αυτό, από την υποχρέωση να εξετάζει τις συγκεκριμένες περιστάσεις της κάθε υποθέσεως.

Προκειμένου να ληφθούν υπόψη οι ιδιαίτερες νομικές και πραγματικές συνθήκες της καταστάσεως ενός ανάπηρου ατόμου πρέπει να αφαιρεί από τα επαγγελματικά εισοδήματα του ατόμου αυτού κάθε είδους έξοδο με το οποίο επιβαρύνεται λόγω της αναπηρίας του. Έτσι, μόνο το απομένον εισόδημα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη προς εκτίμηση του αν ο ανάπηρος εμποδίζεται να ανταποκριθεί στις βιοποριστικές ανάγκες του, υπό την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 5, του παραρτήματος VII του ΚΥΚ.

Η υπέρ του αναπήρου ατόμου δράση δεν αποτελεί αυτοσκοπό, αλλά σκοπεί στη διασφάλιση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως, οπότε αυτή επιτρέπεται μόνον εφόσον τείνει στη διασφάλιση της ίσης μεταχειρίσεως του αναπήρου έναντι ατόμου χωρίς αναπηρία ευρισκόμενου σε παρεμφερή κατάσταση. Στην περίπτωση αυτή, η αρχή της ίσης μεταχειρίσεως υποχρεώνει τη Διοίκηση να λαμβάνει υπόψη μόνον τα έξοδα που συνδέονται ειδικά με την αναπηρία του οικείου τέκνου, έτσι ώστε να εξομοιωθεί οικονομικά προς άτομο χωρίς αναπηρία ευρισκόμενο σε παρεμφερή κατάσταση.

Συναφώς, η μερική έκπτωση των εξόδων που συνδέονται με αγαθά και υπηρεσίες που χρησιμοποιούνται ευρέως από κάθε άτομο, και όχι μόνον από αναπήρους, δεν πάσχει ούτε λόγω πλάνης περί τα πράγματα ούτε λόγω πλάνης περί το δίκαιο ούτε λόγω πρόδηλης πλάνης εκτιμήσεως.

(βλ. σκέψεις 30, 32, 36, 57, 59 και 60)

Παραπομπή:

ΓΔΕΕ: 21 Οκτωβρίου 2003, T‑302/01, Birkhoff κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2003, σ. I‑A‑245 και II‑1185, σκέψεις 39, 40 και 44