Language of document : ECLI:EU:T:2007:386

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ (πέμπτο τμήμα)

της 13ης Δεκεμβρίου 2007

Υπόθεση T-113/05

Άγγελος Αγγελίδης

κατά

Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

«Υπαλληλική υπόθεση – Υπάλληλοι – Πλήρωση θέσεως βαθμού Α2 – Απόρριψη υποψηφιότητας – Παράβαση ουσιώδους τύπου – Προσφυγή ακυρώσεως – Αγωγή αποζημιώσεως»

Αντικείμενο: Προσφυγή-αγωγή με αντικείμενο, αφενός, αίτημα ακυρώσεως της αποφάσεως του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου περί απορρίψεως της υποψηφιότητας του προσφεύγοντος-ενάγοντος για τη θέση του διευθυντή της διευθύνσεως «Προϋπολογισμός» της γενικής διευθύνσεως των κοινοβουλευτικών επιτροπών που είναι αρμόδιες για τις εσωτερικές πολιτικές και περί διορισμού στην εν λόγω θέση άλλου υποψηφίου και, αφετέρου, αίτημα περί αποκαταστάσεως της ζημίας την οποία φέρεται ότι υπέστη ο προσφεύγων-ενάγων λόγω της απορρίψεως της υποψηφιότητάς του.

Απόφαση: Η απόφαση του Προεδρείου του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 25ης Φεβρουαρίου 2004, περί διορισμού του W στη θέση του διευθυντή της διευθύνσεως «Προϋπολογισμός» της γενικής διευθύνσεως των επιτροπών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου που είναι αρμόδιες για τις εσωτερικές πολιτικές ακυρώνεται. Η προσφυγή-αγωγή απορρίπτεται κατά τα λοιπά. Το Κοινοβούλιο καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα.

Περίληψη

1.      Υπάλληλοι – Κενή θέση – Πλήρωση θέσεως με προαγωγή ή με μετάθεση –Συγκριτική εξέταση των προσόντων των υποψηφίων

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρα  29 § 1 και 45 § 1)

2.      Προσφυγή ακυρώσεως – Λόγοι – Παράβαση ουσιώδους τύπου – Αυτεπάγγελτη εξέταση από τον δικαστή

(Άρθρο 230, εδ. 2, ΕΚ)

1.      Η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή διαθέτει ευρεία εξουσία εκτιμήσεως όσον αφορά τη συγκριτική εξέταση των προσόντων των υποψηφίων για μετάθεση ή προαγωγή, ιδιαίτερα όταν η προς πλήρωση θέση είναι υψηλόβαθμη και αντιστοιχεί στους βαθμούς Α 1 ή Α 2. Εντούτοις, η ευρεία αυτή εξουσία εκτιμήσεως αντισταθμίζεται από την υποχρέωση που βαρύνει την κοινοτική αρχή που τη διαθέτει να τηρεί τις παρεχόμενες από την κοινοτική έννομη τάξη εγγυήσεις στο πλαίσιο των διοικητικών διαδικασιών, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και η υποχρέωσή της να εξετάζει με επιμέλεια και αμεροληψία όλα τα στοιχεία που ασκούν επιρροή στην κάθε περίπτωση.

Η εξουσία αυτή πρέπει, συνεπώς, να ασκείται τηρουμένων απολύτως όλων των εφαρμοστέων διατάξεων, δηλαδή όχι μόνον της ανακοινώσεως κενής θέσεως, αλλά και των ενδεχομένων διαδικαστικών κανόνων που έχει θεσπίσει το κοινοτικό όργανο για την άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας οι οποίοι αποτελούν μέρος του νομικού πλαισίου, που η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή οφείλει να τηρεί αυστηρώς κατά την άσκηση της ευρείας εξουσίας εκτιμήσεως που διαθέτει. Μόνον κατά τον τρόπο αυτόν είναι σε θέση ο κοινοτικός δικαστής να εξακριβώσει αν συντρέχουν τα πραγματικά και νομικά στοιχεία από τα οποία εξαρτάται η άσκηση της εξουσίας εκτιμήσεως.

(βλ. σκέψεις 60 και 61)

Παραπομπή: ΔΕΚ, 21 Νοεμβρίου 1991, C‑269/90, Technische Universität München, Συλλογή 1991, σ. I‑5469, σκέψη 14· ΠΕΚ, 6 Ιουλίου 1999, T‑203/97, Forvass κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 1999, σ. I‑A‑129 και II‑705, σκέψη 45· ΠΕΚ, 20 Σεπτεμβρίου 2001, T‑95/01, Coget κ.λπ. κατά Ελεγκτικού Συνεδρίου, Συλλογή Υπ.Υπ. 2001, σ. I‑A‑191 και II‑879, σκέψη 113· ΠΕΚ, 9 Ιουλίου 2002, T‑158/01, Tilgenkamp κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2002, σ. I‑A‑111 και II‑595, σκέψη 50· ΠΕΚ, 18 Σεπτεμβρίου 2003, T‑73/01, Παππάς κατά Επιτροπής των Περιφερειών, Συλλογή Υπ.Υπ. 2003, σ. I‑A‑207 και II‑1011, σκέψη 53· ΠΕΚ, 4 Ιουλίου 2006, T‑88/04, Tzirani κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2006, σ. Ι-Α-2-149 και ΙΙ-Α-2-703, σκέψεις 77 και 78

2.      Η μη τήρηση των διαδικαστικών κανόνων που διέπουν την έκδοση πράξεως, που έχει θεσπίσει το ίδιο το αρμόδιο κοινοτικό όργανο, συνιστά παράβαση ουσιώδους τύπου, κατά την έννοια του άρθρου 230, δεύτερο εδάφιο, ΕΚ, την οποία μπορεί να εξετάσει ο κοινοτικός δικαστής, ακόμα και αυτεπαγγέλτως. Η παράβαση ουσιώδους τύπου, σημαντικού για την ασφάλεια δικαίου, συνεπάγεται την ακύρωση της ελαττωματικής πράξεως. Δεν έχει συναφώς σημασία ότι το περιεχόμενο της πράξεως θα ήταν το ίδιο ακόμη και ελλείψει της εν λόγω παρατυπίας.

Επομένως, πρέπει να ακυρωθεί η απόφαση του Προεδρείου του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου περί διορισμού σε θέση βαθμού Α 2, εκδοθείσα χωρίς να έχουν τηρηθεί οι εσωτερικοί κανόνες του κοινοτικού οργάνου που καθορίζουν τα διάφορα στάδια της διαδικασίας διορισμού υψηλόβαθμων υπαλλήλων. Το συμπέρασμα αυτό δεν μπορεί να ανατραπεί από το επιχείρημα κατά το οποίο το Προεδρείο του Κοινοβουλίου, έχοντας θεσπίσει το ίδιο τους διαδικαστικούς κανόνες, είχε τη δυνατότητα, αν το έκρινε αναγκαίο, να αποστεί από αυτούς. Πράγματι, κοινοτικό όργανο δεν μπορεί να παρεκκλίνει από τους εσωτερικούς κανόνες που θέσπισε το ίδιο, χωρίς να έχει τροποποιήσει επισήμως τους κανόνες αυτούς.

(βλ. σκέψεις 62 και 74 έως 76)

Παραπομπή: ΔΕΚ, 23 Φεβρουαρίου 1988, 68/86, Ηνωμένο Βασίλειο κατά Συμβουλίου, Συλλογή 1988, σ. 855, σκέψεις 48 και 49· ΔΕΚ, 6 Απριλίου 2000, C‑286/95 P, Επιτροπή κατά ICI, Συλλογή 2000, σ. I‑2341, σκέψη 52· ΠΕΚ, 19 Μαΐου 1994, T‑465/93, Consorzio gruppo di azione locale Murgia Messapica κατά Επιτροπής, Συλλογή 1994, σ. II‑361, σκέψη 56· ΠΕΚ, 6 Μαρτίου 2003, T‑228/99 και T‑233/99, Westdeutsche Landesbank Girozentrale και Land Nordrhein-Westfalen κατά Επιτροπής, Συλλογή 2003, σ. II‑435, σκέψη 143 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία