Language of document : ECLI:EU:C:2016:47

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

NILS WAHL

της 21ης Ιανουαρίου 2016 (1)

Υπόθεση C‑469/14

Masterrind GmbH

κατά

Hauptzollamt Hamburg-Jonas

[αίτηση του Finanzgericht Hamburg (Γερμανία)
για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

«Γεωργία – Κανονισμός (ΕΕ) 817/210 – Επιστροφές λόγω εξαγωγής – Κανονισμός (ΕΚ) 1/2005 – Προστασία των ζώων κατά τη μεταφορά – Διάρκεια ταξιδιού και αναπαύσεως – Κανόνας “14+1+14” – Απαίτηση για “περίοδο αναπαύσεως, τουλάχιστον μίας ώρας” – Δήλωση του επίσημου κτηνιάτρου ότι η μεταφορά των ζώων δεν πληροί τις απαιτήσεις του κανονισμού 1/2005 – Δυνατότητα αρχής άλλου κράτους μέλους, η οποία είναι αρμόδια για την καταβολή της επιστροφής λόγω εξαγωγής, να ελέγξει τη συγκεκριμένη δήλωση»





1.        Σύμφωνα με μια γνωστή λαϊκή ρήση, η οποία αποδίδεται στον Μαχάτμα Γκάντι, το μεγαλείο και η ηθική πρόοδος ενός έθνους κρίνεται από τη μεταχείριση που επιφυλάσσει στα ζώα. Εφόσον τούτο ισχύει, τότε το υπό εξέταση ζήτημα χρήζει ιδιαίτερης προσοχής.

2.        Στην υπόθεση της κύριας δίκης τίθεται το ζήτημα της νομιμότητας μιας αποφάσεως με την οποία διατάχθηκε η ανάκτηση επιστροφής λόγω εξαγωγής στο πλαίσιο διαδικασίας μεταφοράς ζωντανών βοοειδών από τη Γερμανία στο Μαρόκο (στο εξής: επίμαχη μεταφορά). Στην Ένωση, η καταβολή των επιστροφών λόγω εξαγωγής ζώων σε τρίτες χώρες εξαρτάται, κατ’ αρχήν, από τη συμμόρφωση με τους κανόνες που διέπουν την καλή μεταχείριση των ζώων κατά τη μεταφορά. Η διαφορά που ανέκυψε αφορά το αν η επίμαχη μεταφορά ήταν σύμφωνη με τους εν λόγω κανόνες.

3.        Το υπό εξέταση ζήτημα εγείρει δύο επιμέρους, διακριτά μεταξύ τους, ερωτήματα: πρώτον, πώς πρέπει να ερμηνεύεται και να εφαρμόζεται ο κανόνας που τίθεται στο σημείο 1.4., στοιχείο δʹ, του κεφαλαίου V του παραρτήματος I του κανονισμού (ΕΚ) 1/2005 (2) (στο εξής: κανόνας 14+1+14). Δεύτερον, ποιες συνέπειες έχει για την αρμόδια αρχή κράτους μέλους η δήλωση στην οποία προβαίνει ο επίσημος κτηνίατρος άλλου κράτους μέλους.

4.        Ως προς το δεύτερο ζήτημα, φρονώ ότι η εν λόγω δήλωση έχει χαρακτήρα εισηγήσεως και δεν είναι δεσμευτική. Όσον δε αφορά το πρώτο ζήτημα, μολονότι είναι απαραίτητο να επιδεικνύεται, σε κάποιον βαθμό, πρακτικό πνεύμα όταν εφαρμόζεται ο κανόνας 14+1+14, εντούτοις, τούτο επ’ ουδενί μπορεί να καταλήγει σε χαλάρωση των απαιτήσεων καλής μεταχειρίσεως των ζώων τις οποίες επιβάλλει ο κανονισμός 1/2005.

I –    Νομικό πλαίσιο

 Α –      Κανονισμός (ΕΕ) 817/2010 (3)

5.        Σύμφωνα με την πρώτη περίοδο του άρθρου 1 (Πεδίο εφαρμογής) του κανονισμού 817/2010, η καταβολή των επιστροφών λόγω εξαγωγής εξαρτάται από «[τ]η συμμόρφωση, κατά τη μεταφορά των ζώων μέχρι την πρώτη εκφόρτωση στην τρίτη χώρα τελικού προορισμού,» με τα άρθρα 3 έως 9 του κανονισμού 1/2005 και των αναφερόμενων σε αυτά παραρτημάτων, καθώς και με τον ίδιο τον κανονισμό 817/2010.

6.        Κατά το άρθρο 2, παράγραφος 3, του κανονισμού 817/2010 (Έλεγχοι εντός του τελωνειακού εδάφους της Κοινότητας), εφόσον ο επίσημος κτηνίατρος στο σημείο εξόδου θεωρεί, μεταξύ άλλων, ότι οι όροι που τίθενται από τον κανονισμό 1/2005 πληρούνται εντός της τελωνειακής επικράτειας της [ΕΕ], «[π]αρέχει πιστοποιητικό στο οποίο αναγράφεται μία από τις ενδείξεις που απαριθμούνται στο παράρτημα ΙΙ και θέτει τη σφραγίδα και την υπογραφή του στο έγγραφο το οποίο αποδεικνύει την έξοδο από το τελωνειακό έδαφος της Κοινότητας, είτε στο τμήμα J του αντιτύπου ελέγχου T5, είτε στην καταλληλότερη θέση του εθνικού εγγράφου».

7.        Το άρθρο 4, παράγραφος 2, του κανονισμού 817/2010 (Διαδικασία καταβολής των επιστροφών λόγω εξαγωγής) ορίζει, μεταξύ άλλων, ότι οι αιτήσεις καταβολής των επιστροφών λόγω εξαγωγής συνοδεύονται από το έγγραφο που αναφέρεται στο άρθρο 2, παράγραφος 3, του ίδιου κανονισμού, «δεόντως συμπληρωμένο».

8.        Το άρθρο 5, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, του κανονισμού 817/2010 (Μη καταβολή των επιστροφών λόγω εξαγωγής) προβλέπει, μεταξύ άλλων, ότι οι επιστροφές λόγω εξαγωγής δεν καταβάλλονται για ζώα σε σχέση με τα οποία η αρμόδια αρχή θεωρεί ότι δεν τηρήθηκαν τα άρθρα 3 έως 9 του κανονισμού (ΕΚ) 1/2005 και τα αναφερόμενα σε αυτά παραρτήματα, «[μ]ε βάση τα έγγραφα που αναφέρονται στο άρθρο 4 παράγραφος 2 ή/και κάθε άλλο στοιχείο που έχει στη διάθεσή της σχετικά με τη συμμόρφωση με τον [παρόντα] κανονισμό».

 Β –      Κανονισμός 1/2005

9.        Το άρθρο 3 του κανονισμού 1/2005 (Γενικοί όροι για τη μεταφορά των ζώων) ορίζει, στην πρώτη περίοδό του, ότι «[η] μεταφορά των ζώων επιτρέπεται μόνο εφόσον γίνεται κατά τρόπο που δεν ενδέχεται να προκαλέσει τραυματισμούς και αδικαιολόγητη ταλαιπωρία στα ζώα». Επιπλέον, σύμφωνα με τη δεύτερη περίοδο της ίδιας διατάξεως, πρέπει να πληρούνται οκτώ συγκεκριμένοι γενικοί όροι. Τέτοιοι είναι, μεταξύ άλλων, ότι (i) πρέπει να έχουν ληφθεί όλα τα απαιτούμενα μέτρα για την ελαχιστοποίηση της διάρκειας του ταξιδιού και την κάλυψη των αναγκών των ζώων κατά τη διάρκεια του ταξιδιού· ότι (ii) η μεταφορά πρέπει να πραγματοποιείται χωρίς καθυστέρηση μέχρι τον τόπο προορισμού και οι συνθήκες μεταχείρισης των ζώων ελέγχονται τακτικά και διατηρούνται στα δέοντα επίπεδα· και ότι (iii) πρέπει να παρέχονται στα ζώα, σε τακτικά διαστήματα, νερό, τροφή και περίοδοι ανάπαυσης που αρμόζουν, από πλευράς ποσότητας και ποιότητας, στο είδος τους και το μέγεθός τους.

10.      Το άρθρο 6, παράγραφος 3, του κανονισμού 1/2005 (Μεταφορείς) ορίζει ότι «[ο]ι μεταφορείς μεταφέρουν τα ζώα σύμφωνα με τις τεχνικές προδιαγραφές του παραρτήματος Ι». Το κεφάλαιο V του παραρτήματος I του κανονισμού 1/2005 (Διαστήματα ποτίσματος και παροχής τροφής και διάρκεια ταξιδιού και ανάπαυσης) θεσπίζει τους ακόλουθους κανόνες όσον αφορά, μεταξύ άλλων, τα κατοικίδια βοοειδή:

«1.1. Οι απαιτήσεις του παρόντος τμήματος εφαρμόζονται στη μεταφορά των κατοικίδιων […] βοοειδών, […], πλην των αεροπορικών μεταφορών.

1.2.      Η διάρκεια ταξιδιού των ζώων των ειδών που αναφέρονται στο σημείο 1.1. δεν πρέπει να υπερβαίνει τις οκτώ ώρες.

1.3.      Η ανώτατη διάρκεια ταξιδιού που αναφέρεται στο σημείο 1.2. μπορεί να παρατείνεται εάν πληρούνται οι πρόσθετες απαιτήσεις του κεφαλαίου VI.

1.4.      Όταν χρησιμοποιείται οδικό όχημα που πληροί τους όρους του σημείου 1.3., τα διαστήματα ποτίσματος και παροχής τροφής καθώς και η διάρκεια του ταξιδίου και αναπαύσεως είναι οι εξής:

[…]

(δ)      σε όλα τα […] ζώα [εκτός από τους μη απογαλακτισμένους μόσχους, αμνούς, ερίφια και πώλους, οι οποίοι λαμβάνουν γαλακτούχο τροφή, καθώς και στα μη απογαλακτισμένα χοιρίδια, τους χοίρους και τα κατοικίδια ιπποειδή] των ειδών που αναφέρονται στο σημείο 1.1. πρέπει να παρέχεται, ύστερα από 14 ώρες μεταφοράς, επαρκής χρόνος ανάπαυσης, τουλάχιστον μιας ώρας, ιδίως για να ποτίζονται και, αν χρειάζεται, να ταΐζονται. Μετά από αυτόν το χρόνο ανάπαυσης, το ταξίδι μπορεί να συνεχίζεται για άλλες 14 ώρες.

1.5.      Μετά την καθορισμένη διάρκεια ταξιδιού, τα ζώα πρέπει να εκφορτώνονται και να τους παρέχεται τροφή, νερό και χρόνος ανάπαυσης τουλάχιστον 24 ωρών.

[…]

1.8.      Οι διάρκειες ταξιδιού που αναφέρονται [στα σημεία 1.3. και 1.4.], μπορεί να παρατείνονται κατά 2 ώρες προς το συμφέρον των ζώων, ανάλογα ιδίως με την εγγύτητα του τόπου προορισμού.

[…]»

II – Πραγματικά περιστατικά, διαδικασία και προδικαστικά ερωτήματα

11.      Με διασάφηση εξαγωγής η οποία έφερε ημερομηνία 16 Ιουνίου 20911, η Masterrind GmbH (στο εξής: Masterrind) δήλωσε την εξαγωγή έξι βοοειδών αναπαραγωγής και αιτήθηκε σχετικώς την προκαταβολή της αντίστοιχης επιστροφής λόγω εξαγωγής. Με την από 13 Ιουλίου 2011 απόφασή της, η Hauptzollamt Hamburg-Jonas (κεντρική τελωνειακή αρχή του Αμβούργου, στο εξής: Hauptzollamt) έκανε δεκτή την αίτηση αυτή.

12.      Στις 16 Ιουνίου 2011 και περί ώρα 10:30, τα ζώα φορτώθηκαν σε φορτηγό στο Northeim (Γερμανία). Το φορτηγό έφυγε από τον χώρο φορτώσεως περί τις 11:30. Στις 19:00 της ίδιας ημέρας, το φορτηγό έφθασε στο Wasserbillig (Λουξεμβούργο), όπου πραγματοποίησε ωριαία στάση για παροχή τροφής και πότισμα. Μετά από άλλες δύο ώρες μεταφοράς και προκειμένου ο οδηγός να συμμορφωθεί με τις διατάξεις που ρυθμίζουν τον χρόνο οδηγήσεως και τις περιόδους αναπαύσεως στον τομέα των οδικών μεταφορών βάσει του κανονισμού (ΕΚ) 561/2006 (4), το φορτηγό πραγματοποίησε στο Épinal (Γαλλία) δεύτερη δεκάωρη στάση για παροχή τροφής και πότισμα των ζώων. Το φορτηγό συνέχισε το ταξίδι του το επόμενο πρωί περί ώρα 8:00 και προσέγγισε το λιμάνι του Sète (Γαλλία) στις 17.00 της ίδιας ημέρας. Η μεταφορά από το Northeim στο Sète διήρκεσε 30 ώρες και 30 λεπτά. Στη συνέχεια, τα ζώα μεταφορτώθηκαν σε πλοίο προκειμένου να συνεχιστεί η μεταφορά τους προς το Μαρόκο.

13.      Με έγγραφο της 17ης Ιανουαρίου 2012, η Hauptzollamt ενημέρωσε την προσφεύγουσα ότι ο επίσημος κτηνίατρος στο σημείο εξόδου του τελωνείου του Sète ανέγραψε στην οπίσθια όψη του εγγράφου ελέγχου την ένδειξη «Non conforme au contrôle officiel visé à l’article 2 du reglement [EU] n° 817/2010» [Μη συμμόρφωση με τον επίσημο έλεγχο δυνάμει του άρθρου 2 του κανονισμού 817/2010], ως προς το σύνολο των ζώων. Ακολούθως, η Hauptzollamt ενημέρωσε την προσφεύγουσα ότι μπορούσε να ζητήσει από την αρμόδια γαλλική κτηνιατρική αρχή να ελέγξει τη νομιμότητα της δηλώσεως του κτηνιάτρου. Από συνάντηση που πραγματοποιήθηκε με τη γαλλική κτηνιατρική αρχή προέκυψε ότι η προαναφερθείσα ένδειξη αναγράφεται οσάκις η μεταφορά των ζώων, συνυπολογιζομένου του εκ του νόμου προβλεπόμενου χρόνου οδηγήσεως και των περιόδων αναπαύσεως, υπερβαίνει τις 31 ώρες.

14.      Λαμβάνοντας υπόψη της την αρνητική εισήγηση του επίσημου κτηνιάτρου για όλα τα ζώα, η Hauptzollamt έκρινε ότι η προσφεύγουσα δεν είχε συμμορφωθεί με τις απαιτήσεις του άρθρου 2, παράγραφος 2, του κανονισμού 817/2010 και ότι, ως εκ τούτου, επιβάλλεται η ανάκτηση της προκαταβληθείσας επιστροφής λόγω εξαγωγής. Κατόπιν τούτου, με πράξη της 5ης Ιουνίου 2012, η οποία τροποποιούσε την πράξη της 13ης Ιουλίου 2011, η Hauptzollamt ζήτησε την ανάκτηση της προκαταβληθείσας στην προσφεύγουσα επιστροφής λόγω εξαγωγής, πλέον επιβαρύνσεως ύψους 10 %.

15.      Η προσφεύγουσα κατέθεσε ένσταση κατά της τροποποιητικής πράξεως της 5ης Ιουνίου 2012 και, ακολούθως, απευθύνθηκε στην Επιτροπή ζητώντας διευκρινίσεις ως προς τις απαιτήσεις του κανονισμού 1/2005 σχετικά με τη διάρκεια μεταφοράς και τις περιόδους αναπαύσεως 1/2005. Με επιστολές της 7ης Μαρτίου 2013 και της 27ης Ιουλίου 2013, η τότε Γενική Διεύθυνση Υγείας και Καταναλωτών (στο εξής: ΓΔΥΚ) απάντησε στην προσφεύγουσα ότι, για τα βοοειδή, η επιτρεπόμενη διάρκεια μεταφοράς ανέρχεται κατ’ ανώτατο όριο σε 29 ώρες από τη φόρτωση, συνυπολογιζομένης ωριαίας περιόδου αναπαύσεως εντός του οχήματος μεταφοράς. Αυτή η χρονική περίοδος μπορεί να παραταθεί κατά δύο ώρες προς το συμφέρον των ζώων, λαμβανομένης ιδίως υπόψη της εγγύτητας του προορισμού. Συνεπώς, η ΓΔΥΚ ερμήνευσε τις σχετικές διατάξεις υπό την έννοια ότι η ανώτατη διάρκεια μεταφοράς βοοειδών δεν μπορεί να υπερβαίνει τις 31 ώρες.

16.      Με απόφαση που εξέδωσε στις 19 Ιουλίου 2013, η Hauptzollamt απέρριψε την ένσταση της προσφεύγουσας. Η Hauptzollamt έκρινε ότι τόσο η ίδια όσο και η προσφεύγουσα δεσμεύονται από την απόφαση του Γάλλου επίσημου κτηνιάτρου του οποίου η αρνητική εισήγηση δεν τροποποιήθηκε μετά τις απαντήσεις που δόθηκαν από την Επιτροπή. Κατόπιν τούτου, η προσφεύγουσα άσκησε προσφυγή ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου στις 21 Αυγούστου 2013, με την οποία ζητεί την ακύρωση των πράξεων της 5ης Ιουνίου 2012 και της 19ης Ιουλίου 2013.

17.      Το αιτούν δικαστήριο διευκρινίζει ότι χαρακτηριστικό στοιχείο της επίμαχης μεταφοράς είναι ότι διαμοιράστηκε, στην πράξη, σε τρία σκέλη φυσικής μετακινήσεως (ταξιδίου), κανένα εκ των οποίων δεν υπερέβη τις 14 ώρες. Το δικαστήριο αυτό παρατηρεί επίσης ότι η διάρκεια του πρώτου και του δεύτερου σκέλους δεν υπερέβη συνολικά τις 14 ώρες, το ίδιο δε ισχύει και όσον αφορά τη συνολική διάρκεια του δεύτερου και του τρίτου σκέλους. Σημειώνει επίσης ότι, συνολικά, τα τρία σκέλη της μεταφοράς δεν υπερέβησαν τις 28 ώρες. Ως εκ τούτου, εκτιμά ότι το γεγονός ότι η επίμαχη μεταφορά ζώων ολοκληρώθηκε σε τρία σκέλη δεν αντιβαίνει στο δίκαιο της Ένωσης. Πάντως, το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι η επίμαχη μεταφορά ζώων διακόπηκε από δύο περιόδους αναπαύσεως συνολικής διάρκειας 11 ωρών.

18.      Με αυτά τα δεδομένα, το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι η έκβαση της προσφυγής της κύριας δίκης εξαρτάται, πρώτον, από το αν το δίκαιο της Ένωσης επιτρέπει περιόδους αναπαύσεως οι οποίες υπερβαίνουν τη μία ώρα. Δεύτερον, σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως, τίθεται το ερώτημα αν η Hauptzollamt δεσμεύεται από την καταχώριση του επίσημου κτηνιάτρου στο σημείο εξόδου ή αν μπορεί, αυτεπαγγέλτως, να αποφανθεί ότι η επίμαχη μεταφορά ζώων ήταν σύμφωνη με τις διατάξεις του κανονισμού 1/2005. Κατά συνέπεια, το Finanzgericht Hamburg, εφόσον διατηρούσε αμφιβολίες ως προς την ερμηνεία των κανονισμών 1/2005 και 817/2010, αποφάσισε στις 14 Οκτωβρίου 2014 να αναστείλει την ενώπιον του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«(1)      Πρέπει η ρύθμιση του παραρτήματος I, κεφάλαιο V, σημείο 1.4, του κανονισμού 1/2005, κατά την οποία πρέπει να παρέχεται στα ζώα, ύστερα από 14 ώρες μεταφοράς, επαρκής χρόνος αναπαύσεως, τουλάχιστον μίας ώρας, ιδίως για να ποτίζονται και, αν χρειάζεται, να ταΐζονται, προτού το ταξίδι συνεχιστεί για άλλες 14 ώρες, να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι οι περίοδοι μεταφοράς μπορούν επίσης να διακόπτονται και από περίοδο αναπαύσεως που υπερβαίνει τη μία ώρα ή και από περισσότερες περιόδους αναπαύσεως από τις οποίες μία διαρκεί τουλάχιστον μία ώρα;

(2)      Δεσμεύεται ο οργανισμός πληρωμής κάθε κράτους μέλους από την ένδειξη την οποία αναγράφει ο επίσημος κτηνίατρος στο σημείο εξόδου σύμφωνα με το άρθρο 2, παράγραφος 3, του κανονισμού 817/2010, με αποτέλεσμα η νομιμότητα της αρνήσεως αναγραφής της ενδείξεως να ελέγχεται μόνο από την υπηρεσία στην οποία καταλογίζονται οι πράξεις του συνοριακού κτηνίατρου ή μήπως αποτελεί η ένδειξη που αναγράφει ο επίσημος κτηνίατρος απλή διοικητική διατύπωση η οποία συμπροσβάλλεται μόνο ταυτόχρονα με τα επιτρεπτά ένδικα βοηθήματα κατά της επί της ουσίας αποφάσεως του οργανισμού πληρωμής;»

19.      Γραπτές παρατηρήσεις κατέθεσαν το Hauptzollamt Hamburg-Jonas, η Γαλλική Κυβέρνηση και η Επιτροπή. Σύμφωνα με το άρθρο 76, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, δεν διεξήχθη επ’ ακροατηρίου συζήτηση.

III – Ανάλυση

 Α –      Πρώτο προδικαστικό ερώτημα

1.      Εισαγωγικές παρατηρήσεις και σχόλια που υπέβαλαν οι μετέχοντες στη διαδικασία προδικαστικής παραπομπής

20.      Οι κανόνες που διέπουν τη μεταφορά ζώων, παρότι περιλαμβάνουν λεπτομερείς τεχνικές προδιαγραφές, παραμένουν χαρακτηριστικά ασαφείς. Ως εκ τούτου, δεν προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι έχουν βρεθεί στο επίκεντρο πληθώρας διενέξεων ενώπιον του Δικαστηρίου, περιλαμβανομένων και αρκετών περιπτώσεων στις οποίες την αίτηση προδικαστικής αποφάσεως έχει υποβάλει το ίδιο το αιτούν δικαστήριο (5). Υπ’ αυτή την έννοια, το υπό εξέταση ζήτημα, το οποίο αφορά κυρίως την ερμηνεία της φράσεως «τουλάχιστον μίας ώρας» που περιλαμβάνεται στον κανόνα 14+1+14, δεν είναι κάτι το διαφορετικό.

21.      Στην υπόθεση της κύριας δίκης, η επίμαχη μεταφορά ζώων διήρκεσε 30½ ώρες. Ο πραγματικός χρόνος του ταξιδίου, κατά τον οποίο το φορτηγό βρισκόταν σε φυσική κίνηση, ήταν 19½ ώρες. Στη διάταξη περί παραπομπής επισημαίνεται ότι ο οδηγός του φορτηγού πραγματοποίησε μία στάση 10 ωρών προκειμένου να συμμορφωθεί με τις απαιτήσεις του κανονισμού 561/2006. Δεδομένου ότι στη διάταξη περί παραπομπής δεν αναφέρεται ρητώς οτιδήποτε σχετικό, επιβάλλεται να διευκρινιστεί ότι, στις παρούσες προτάσεις, λαμβάνεται ως δεδομένο ότι κατά τη συγκεκριμένη περίοδο αναπαύσεως τα ζώα δεν εκφορτώθηκαν από το όχημα.

22.      Επομένως, με το πρώτο ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ουσιαστικά ζητεί να μάθει αν, κατ’ ορθή ερμηνεία του κανόνα 14+1+14, τίθεται ένα ανώτατο όριο ως προς τη διάρκεια των περιόδων αναπαύσεως και αν αυτές μπορούν να εξυπηρετούν σκοπό διαφορετικό από αυτόν της καλής μεταχειρίσεως των ζώων που μεταφέρονται. Με άλλα λόγια: μήπως επειδή, βάσει του κανόνα αυτού, οι περίοδοι αναπαύσεως πρέπει να έχουν διάρκεια «τουλάχιστον μίας ώρας», επιτρέπεται, δυνητικώς, ο εγκλεισμός των ζώων για πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα σε ένα σταθμευμένο όχημα;

23.      Το αιτούν δικαστήριο δεν υποβάλει ερώτημα σχετικά με την αλληλεπίδραση μεταξύ των κανόνων που διέπουν την καλή μεταχείριση των ζώων κατά τη μεταφορά και εκείνων που ρυθμίζουν τις μέγιστες περιόδους οδηγήσεως και τις ελάχιστες περιόδους αναπαύσεως των οδηγών των οχημάτων. Κατά συνέπεια, στις παρούσες προτάσεις δεν θα εξετάσω το συγκεκριμένο ζήτημα.

24.      Η Hauptzollamt συντάσσεται με την άποψη του αιτούντος δικαστηρίου ότι από τη λέξη «ιδίως», που χρησιμοποιείται στη διάταξη με την οποία θεσπίζεται ο κανόνας 14+1+14, συνάγεται ότι η ερμηνεία του κανόνα αυτού από τη ΓΔΥΚ (όπως αυτή εκτίθεται στο σημείο 15 ανωτέρω) δεν είναι κατ’ ανάγκην ορθή. Το Finanzgericht Hamburg τάσσεται υπέρ μιας ερμηνείας υπό την έννοια ότι η μέγιστη επιτρεπόμενη διάρκεια των 28 ωρών για τη μεταφορά των ζώων μπορεί να διακόπτεται από περισσότερες περιόδους αναπαύσεως, μία εκ των οποίων θα πρέπει να έχει διάρκεια τουλάχιστον μίας ώρας, και ότι, συνολικώς, οι περίοδοι αναπαύσεως δεν πρέπει να υπερβαίνουν τις 14 ώρες, με το χρονικό αυτό διάστημα να αποτελεί το ανώτατο όριο ενός σκέλους της μεταφοράς σύμφωνα με τον κανόνα 14+1+14.

25.      Η Γαλλική Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι ο κανόνας 14+1+14 δεν μπορεί να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι επιτρέπει μία υπερβολικά μακρά περίοδο αναπαύσεως η οποία μπορεί να αποβαίνει εις βάρος της καλής μεταχειρίσεως των ζώων. Κατά την άποψη της εν λόγω κυβερνήσεως, η λέξη «ιδίως», πέραν του ότι αναφέρεται στην παροχή τροφής και στο πότισμα των ζώων, υποδηλώνει ενέργειες που αποσκοπούν στη διατήρηση της καλής μεταχειρίσεως των ζώων. Επιπλέον, η Γαλλική Κυβέρνηση θεωρεί ότι είναι αδύνατο να παραμένουν τα ζώα έγκλειστα σε ένα όχημα για 10 ώρες χωρίς αυτό να υπονομεύει τον σκοπό του κανονισμού 1/2005.

26.      Η Επιτροπή έχει την άποψη ότι, βάσει του κανόνα 14+1+14, ο μέγιστος δυνατός χρόνος ταξιδίου ανέρχεται στις 29 ώρες, πλην της εξαιρετικής περιπτώσεως στην οποία αναφέρομαι με το σημείο 32 κατωτέρω. Εξάλλου, κατά την Επιτροπή, οι περίοδοι αναπαύσεως δεν επιτρέπεται να χρησιμοποιούνται για άλλους σκοπούς, πέραν της εξασφαλίσεως της καλής μεταχειρίσεως των ζώων. Η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι η χρήση της λέξεως «ιδίως» δεν συνηγορεί υπέρ κάποιας διαφορετικής απόψεως, δεδομένου ότι η λέξη αυτή ακολουθείται από τη φράση «για να ποτίζονται και, αν χρειάζεται, να ταΐζονται».

2.      Ανάλυση

 α)     Προκαταρκτικές παρατηρήσεις

27.      Όπως θα καταστεί σαφές κατωτέρω, ούτε από το γράμμα ούτε από τα συμφραζόμενα του κανόνα 14+1+14 μπορεί να δοθεί απάντηση στο ερώτημα το οποίο προεκτέθηκε στο σημείο 22 ανωτέρω. Συγκεκριμένα, οι έννοιες οι οποίες περιλαμβάνονται, αφενός, στους ορισμούς που παρατίθενται στο κυρίως κείμενο του κανονισμού 1/2005 και, αφετέρου, στο παράρτημα I του ίδιου κανονισμού, χρησιμοποιούνται χωρίς συνοχή και συνέπεια, όχι μόνο σε καθένα από αυτά τα κείμενα χωριστά, αλλά ιδίως αν διαβαστούν σε συνδυασμό το ένα με το άλλο. Θα αναγκαστώ έτσι, δυστυχώς, να διευκρινίζω συνέχεια, στις παρούσες προτάσεις μου, ποιο συγκεκριμένο σύνολο κανόνων αφορούν κάθε φορά οι εν λόγω έννοιες.

28.      Η απουσία συνοχής, στην οποία αναφέρθηκα ανωτέρω, επιτάσσει να δοθεί απόλυτη προτεραιότητα στον σκοπό του κανονισμού 1/2005 –ο οποίος είναι απολύτως σαφής. Τούτο σημαίνει ότι ο κανόνας 14+1+14 θα πρέπει να ερμηνευθεί κατά τέτοιον τρόπο ώστε να τίθεται σαφές όριο στις περιόδους αναπαύσεως εντός σταθμευμένου οχήματος.

29.      Διότι ο σκοπός του κανονισμού 1/2005 δεν επιδέχεται αμφισβητήσεως: είναι να μη μεταφέρονται τα ζώα κατά τρόπο ο οποίος ενδέχεται να τους προξενήσει τραυματισμούς ή αδικαιολόγητη ταλαιπωρία (6). Η θέση αυτή ευθυγραμμίζεται με το άρθρο 13 ΣΛΕΕ, σύμφωνα με το οποίο τα ζώα είναι όντα με συναίσθηση. Επομένως, η εν λόγω διάταξη επιβάλλει στην Ένωση και στα κράτη μέλη της να λαμβάνουν πλήρως υπόψη τους τις απαιτήσεις καλής διαβιώσεως των ζώων κατά τη διαμόρφωση και την υλοποίηση της αγροτικής τους πολιτικής (7).

30.      Ωστόσο, πριν προχωρήσω περαιτέρω, θεωρώ ότι είναι απαραίτητο να αναλύσω σε βάθος τον κανόνα 14+1+14.

 β)     Ο κανόνας 14+1+14

31.      Ο κανόνας 14+1+14 αποτελεί μέρος του συνόλου κανόνων που διέπουν τα «[δ]ιαστήματα ποτίσματος και παροχής τροφής και διάρκεια ταξιδίου και αναπαύσεως» και περιλαμβάνονται στο παράρτημα I του κανονισμού 1/2005. Τυγχάνει εφαρμογής κατά τη φυσική μεταφορά ζώων με τη χρήση αυτοκινήτων οχημάτων τα οποία πληρούν συγκεκριμένες ελάχιστες προδιαγραφές ως προς τις συνθήκες καλής διαβιώσεως των ζώων (και αφορούν τη σκεπή και το δάπεδο του οχήματος, τη στρωμνή των ζώων, την τροφή, τα χωρίσματα, κανόνες σχετικούς με την ηλικιακή κατανομή των ζώων, την παροχή νερού, τον αερισμό και τα συστήματα πλοηγήσεως). Εφόσον αυτές οι προδιαγραφές πληρούνται, τότε το όχημα μπορεί να μεταφέρει βοοειδή για 14 ώρες, μετά την παρέλευση των οποίων στα ζώα πρέπει «[ν]α παρέχεται επαρκής χρόνος αναπαύσεως, τουλάχιστον μίας ώρας, ιδίως για να ποτίζονται και, αν χρειάζεται, να ταΐζονται» πριν (ενδεχομένως) η μεταφορά τους συνεχιστεί για άλλες 14 ώρες κατ’ ανώτατο όριο. Ακολούθως, κατ’ εφαρμογήν του σημείου 1.5. του κεφαλαίου V του ιδίου παραρτήματος, τα βοοειδή θα πρέπει να εκφορτωθούν και να τους παρασχεθεί τροφή, νερό και χρόνος αναπαύσεως τουλάχιστον 24 ωρών.

32.      Βάσει του σημείου 1.8. του κεφαλαίου V του παραρτήματος I του κανονισμού 1/2005 (στο εξής: κανόνας +2), ο συνολικός «χρόνος ταξιδίου», όπως η εν λόγω έννοια χρησιμοποιείται στο παράρτημα, μπορεί, κατ’ εξαίρεση, να παραταθεί για άλλες δύο ώρες, μόνον όμως προς το συμφέρον των ζώων. Η εγγύτητα του τόπου προορισμού αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα περιπτώσεως κατά την οποία η παράταση της μεταφοράς των ζώων για δύο ακόμη ώρες θα προκαλούσε σε αυτά μικρότερη ταλαιπωρία σε σχέση με την εκφόρτωση και την εκ νέου φόρτωσή τους, η οποία είναι πασίγνωστο ότι συνιστά εξαιρετικά οδυνηρή εμπειρία για τα ζώα (8).

33.      Όπως καθίσταται προφανές από τα ανωτέρω, ο κανόνας 14+1+14 δεν ορίζει ρητώς ποια είναι η μέγιστη επιτρεπόμενη διάρκεια των περιόδων αναπαύσεως ούτε ποιες ενέργειες θα πρέπει να γίνουν κατά τη διάρκεια αυτών των περιόδων.

34.      Ούτε η νομολογία δίνει λύση στο συγκεκριμένο πρόβλημα: το Δικαστήριο έχει κρίνει απλώς ότι ο κανόνας 14+1+14 «[…] προβλέπει ανώτατη περίοδο μεταφοράς 28 ωρών με ενδιάμεση περίοδο αναπαύσεως τουλάχιστον 1 ώρας μετά τις πρώτες 14 ώρες […]. Επομένως, [αυτός ο κανόνας] πρέπει να νοηθεί ως επιτρέπων ανώτατη διάρκεια μεταφοράς 28 ωρών, με ενδιάμεση περίοδο αναπαύσεως τουλάχιστον 1 ώρας» (9).

35.      Στον βαθμό που ο ίδιος ο κανόνας 14+1+14 δεν αρκεί για να δοθεί σαφής απάντηση ως προς το υπό εξέταση ζήτημα, επιβάλλεται να διερευνηθούν ορισμένες άλλες πτυχές του κανονισμού 1/2005.

 γ)     Ανάλυση του εννοιολογικού πλαισίου του κανονισμού 1/2005

36.      Στο άρθρο 2 του κανονισμού 1/2005 παρατίθενται οι ορισμοί αρκετών εννοιών που είναι βασικές για τους σκοπούς της εφαρμογής του. Στους ορισμούς αυτούς περιλαμβάνεται τόσο ο ορισμός του ταξιδίου («η συνολική διαδικασία της μεταφοράς από τον τόπο αναχώρησης έως τον τόπο προορισμού, συμπεριλαμβανομένων της εκφόρτωσης, του σταβλισμού και της φόρτωσης που πραγματοποιούνται στους ενδιάμεσους σταθμούς του ταξιδίου») όσο και αυτός της μεταφοράς («η μετακίνηση των ζώων που πραγματοποιείται με ένα ή περισσότερα μεταφορικά μέσα και οι συναφείς δραστηριότητες, συμπεριλαμβανομένης της φόρτωσης, της εκφόρτωσης, της μεταφόρτωσης και της ανάπαυσης, έως ότου ολοκληρωθεί η εκφόρτωση των ζώων στον τόπο προορισμού») (10).

37.      Γενικά, από τους ορισμούς του άρθρου 2 του κανονισμού 1/2005 συνάγεται ότι πριν από ένα ταξίδι πάντοτε προηγείται και πάντοτε ακολουθεί ένα χρονικό διάστημα ελάχιστης διάρκειας 48 ωρών για την ανάπαυση των ζώων εκτός του οχήματος μεταφοράς (11). Επομένως, ένα ταξίδι δεν ολοκληρώνεται παρά μόνον όταν τα ζώα σταβλιστούν για 48 ώρες σε κάποιον χώρο εκφορτώσεως.

38.      Το άρθρο 2 του κανονισμού 1/2005 προσπαθεί να διατηρήσει τη διάκριση μεταξύ των όρων «ταξίδι» και «μεταφορά», υπό την έννοια ότι ο πρώτος όρος καλύπτει συνολικά την όλη δραστηριότητα, ενώ ο δεύτερος μόνο την πραγματική φυσική μετακίνηση. Ωστόσο, σε αντίθεση με όσα ίσχυαν παλαιότερα (12), πλέον η έννοια της «μεταφοράς» παραδόξως περιλαμβάνει και την ανάπαυση. Διότι αφού, σύμφωνα με την ως άνω διάταξη, το «ταξίδι» συνιστά το άθροισμα των χρονικών περιόδων μεταφοράς και αναπαύσεως, τότε η προσθήκη των περιόδων αναπαύσεως στην έννοια της «μεταφοράς» θέτει το εύλογο ερώτημα ποια είναι η πραγματική διαφορά μεταξύ ταξιδιού και μεταφοράς. Αυτή η προφανής έλλειψη συνοχής έχει επιπτώσεις στην ερμηνεία των όρων που χρησιμοποιούνται στο παράρτημα I του κανονισμού, στις οποίες θα επανέλθω στο σημείο 46 κατωτέρω.

39.      Το άρθρο 2 του κανονισμού 1/2005 ορίζει επίσης ως τόπο αναπαύσεως, «κάθε τόπο στάσης κατά τη διάρκεια του ταξιδιού που δεν είναι ο τόπος προορισμού», ανεξάρτητα από το αν τα ζώα εκφορτώνονται ή όχι. Ωστόσο, για αυτή καθαυτή την έννοια της περιόδου αναπαύσεως, η οποία αποτελεί το επίκεντρο του υπό εξέταση ζητήματος, δεν παρέχεται ορισμός. Τον ορισμό αυτής της έννοιας περιείχε προηγούμενος κανονισμός, παλαιότερος του κανονισμού 1/2005 (13), όπου αυτή οριζόταν ως «το συνεχές χρονικό διάστημα κατά τη διάρκεια ταξιδιού, κατά τη διάρκεια του οποίου τα ζώα δεν μετακινούνται με μεταφορικό μέσο». Πάντως, ο ορισμός αυτός δεν διευκρίνιζε ούτε αν μπορούσε να νοηθεί περίοδος αναπαύσεως εντός του οχήματος ούτε ποιον σκοπό εξυπηρετούσε (αν εξυπηρετούσε κάποιον σκοπό) μια τέτοια περίοδος. Επομένως, ούτε αυτός ο ορισμός δίνει λύση στο υπό εξέταση ζήτημα.

40.      Στη συνέχεια, θα επιστήσω την προσοχή σε μία βασική διάταξη του κανονισμού 1/2005, την οποία επικαλέστηκαν αρκετοί από τους μετέχοντες που κατέθεσαν γραπτές παρατηρήσεις, ήτοι το άρθρο 3. Στο πρώτο του εδάφιο αποτυπώνεται αυτό στο οποίο θα αναφέρομαι εφεξής ως «γενική ρήτρα» προστασίας των ζώων κατά τη μεταφορά. Η γενική ρήτρα είναι διατυπωμένη με επιτακτικούς όρους και ισχύει όπου έχει εφαρμογή ο κανονισμός. Επιπλέον, διατυπώνεται κατά τρόπο αρνητικό και όχι θετικό. Πέραν του ότι απαιτεί η επίμεμπτη συμπεριφορά να είναι ικανή να προκαλέσει τραυματισμούς ή αδικαιολόγητη ταλαιπωρία στα ζώα, προβλέπει ότι η υποχρέωση αποχής από συμπεριφορές αυτού του είδους δεν εξαρτάται από άλλους παράγοντες, όπως η παρέλευση ενός συγκεκριμένου χρονικού διαστήματος ή η κάλυψη μιας ελάχιστης γεωγραφικής αποστάσεως.

41.      Το δεύτερο εδάφιο του άρθρου 3 του κανονισμού 1/2005 αποσαφηνίζει ορισμένες βασικές απαιτήσεις με τις οποίες υποχρεούται να συμμορφωθεί οποιοσδήποτε προτίθεται να προβεί σε μεταφορά ζώων. Οι απαιτήσεις αυτές είναι διατυπωμένες κατά τρόπο θετικό και πρέπει να πληρούνται καθ’ όλη τη διάρκεια της «μεταφοράς» (όπως αυτή ορίζεται στο άρθρο 2). Καίτοι η επιλογή των λέξεων («Επιπλέον») υποδηλώνει ότι οι συγκεκριμένες απαιτήσεις ισχύουν ανεξάρτητα και επιπρόσθετα σε σχέση με τη γενική ρήτρα, εντούτοις, ο τίτλος του άρθρου 3 καταδεικνύει ότι οι γενικοί όροι που διέπουν τη μεταφορά ζώων εφαρμόζονται σωρευτικά.

42.      Θα περιοριστώ να προσθέσω ότι προκειμένου να στοιχειοθετηθεί παράβαση του άρθρου 3 –παράβαση η οποία ενδέχεται, κατ’ αρχήν, να συνεπάγεται την επιβολή κυρώσεων δυνάμει του άρθρου 25 του κανονισμού 1/2005– επιβάλλεται, κατά την άποψή μου, να προηγηθεί διεξοδική εξέταση κατά την οποία θα πρέπει να ληφθούν υπόψη όλες οι κρίσιμες περιστάσεις.

43.      Τέλος, θα επανέλθω στο ιστορικό της θεσπίσεως του κανονισμού 1/2005 στα σημεία 51 και 52 κατωτέρω.

 δ)     Γνώμη

44.      Οι παρατηρήσεις που διατυπώθηκαν ανωτέρω με ωθούν να εκφέρω την ακόλουθη άποψη:

45.      Πρώτον, οφείλω να σημειώσω ότι συμφωνώ με το αιτούν δικαστήριο ότι ο κανόνας 14+1+14 επιτρέπει περισσότερες της μίας, και όχι μόνο μία, περιόδους αναπαύσεως, υπό την προϋπόθεση ότι προβλέπεται τουλάχιστον μία ώρα αναπαύσεως μετά από 14, κατ’ ανώτατο όριο, ώρες φυσικής μετακινήσεως (για παράδειγμα 7 + 1+7 + 1½+12½). Ειδάλλως, φρονώ ότι ο εν λόγω κανόνας δεν θα μπορούσε να εφαρμοστεί σε καμία περίπτωση στην πράξη: οι οδηγοί θα έπρεπε να περιμένουν 14 ώρες προτού σταματήσουν προκειμένου να επιληφθούν των προσωπικών τους αναγκών. Εξάλλου, τούτο θα έθετε το ζήτημα αν οποιαδήποτε ακούσια στάση λόγω, για παράδειγμα, οδικών έργων, κυκλοφοριακής συμφορήσεως ή αναμονής σε διάβαση τρένων εμπίπτει στην έννοια της «αναπαύσεως».

46.      Ακολούθως, όσον αφορά το αμφιλεγόμενο νόημα της φράσεως «περίοδος αναπαύσεως τουλάχιστον μίας ώρας», το παράρτημα I του κανονισμού 1/2005 δεν περιέχει οποιονδήποτε ορισμό. Ως εκ τούτου, λογικά τυγχάνουν εφαρμογής οι γενικοί ορισμοί που παρατίθενται στο άρθρο 2.

47.      Δυστυχώς όμως, οι ορισμοί αυτοί είναι απλώς αδύνατο να λειτουργήσουν στο πλαίσιο της ερμηνείας του κεφαλαίου V του παραρτήματος I του κανονισμού 1/2005. Πρώτον, ο γενικός ορισμός του «ταξιδίου» στο άρθρο 2 του κανονισμού περιλαμβάνει και τις περιόδους αναπαύσεως. Κατ’ αντιδιαστολή, το κεφαλαίο V αναφέρεται, στον τίτλο του, σε «χρόνους ταξιδίου» και «περιόδους αναπαύσεως», ως αν επρόκειτο για δύο έννοιες ασύμβατες μεταξύ τους. Δεύτερον, η ερμηνεία της έννοιας «ταξίδι» στο άρθρο 2 του κανονισμού, ως μία κατάσταση η οποία, κατά κανόνα, πλαισιώνεται από δύο χρονικά διαστήματα 48 ωρών (βλ. σημείο 37 ανωτέρω), δεν συμβιβάζεται με τον τρόπο με τον οποίο χρησιμοποιείται ο όρος «καθορισμένη διάρκεια ταξιδίου» στο σημείο 1.5. του ιδίου κεφαλαίου, σύμφωνα με το οποίο μία 24ωρη περίοδος αναπαύσεως «εξουδετερώνει» τους χρόνους ταξιδίου που έχουν καταγραφεί μέχρι τότε. Τρίτον, όπως προαναφέρθηκε στο σημείο 38 ανωτέρω, η έννοια «μεταφορά» περιλαμβάνει πλέον την «ανάπαυση». Τούτο όμως, έρχεται σε αντίθεση με τον κανόνα 14+1+14 ο οποίος διακρίνει μεταξύ, αφενός, των «περιόδων αναπαύσεως» και, αφετέρου, του «ταξιδίου» ή της «μεταφοράς» (14).

48.      Αυτή η προφανής απουσία συνοχής καθιστά αναγκαία την αυτοτελή ερμηνεία του κανόνα 14+1+14, με γνώμονα τον βασικό σκοπό του ίδιου του κανονισμού 1/2005· ο σκοπός αυτός προεκτέθηκε στο σημείο 29 ανωτέρω.

49.      Δεν αμφισβητείται ότι τα ταξίδια (όπως ο όρος χρησιμοποιείται στο άρθρο 2 του κανονισμού 1/2005), ιδίως δε τα ταξίδια μεγάλης διάρκειας, ενδέχεται να προκαλέσουν ταλαιπωρία στα ζώα που μεταφέρονται. Για την ακρίβεια, ο συγκεκριμένος κανονισμός στηρίζεται στην παραδοχή ότι κάθε ταξίδι το οποίο συνεπάγεται τον περιορισμό και τη φόρτωση και εκφόρτωση των ζώων, καθώς και πιθανή στέρηση τροφής και νερού, έχει ως συνέπεια αυτά τα ζώα να υποφέρουν, σε ορισμένο βαθμό. Υπ’ αυτή την έννοια, σκοπός του κανονισμού είναι απλώς να αποφευχθούν οι μεταφορές που προκαλούν ή ενδέχεται να προκαλέσουν τραυματισμούς και αδικαιολόγητη ταλαιπωρία στα ζώα. Επομένως, ο νομοθέτης της Ένωσης δέχεται ότι κατά την μεταφορά τους τα ζώα αναπόφευκτα θα υποστούν κάποια ταλαιπωρία, πλην όμως επιχειρεί, με τον κανονισμό αυτό, να την ελαχιστοποιήσει. Ωστόσο, αυτή η ταλαιπωρία μπορεί να φτάσει σε επίπεδο όπου πλέον δεν μπορεί να θεωρηθεί ανεκτή και μετατρέπεται σε αδικαιολόγητη ταλαιπωρία. Πότε όμως συμβαίνει αυτό;

50.      Επί του συγκεκριμένου ζητήματος, συμφωνώ με την Επιτροπή ότι αν το άθροισμα της «διάρκειας ταξιδίου και αναπαύσεως», όπως ορίζεται στο σημείο 1.4, στοιχείο δʹ, του κεφαλαίου V του παραρτήματος I του κανονισμού 1/2005, υπερβεί τις 29 ώρες –ήτοι, προσθέτοντας τα τρία επιμέρους σκέλη του κανόνα 14+1+14– τότε, το γεγονός αυτό, από μόνο του, αρκεί για να στοιχειοθετηθεί παράβαση του κανονισμού 1/2005 καθόσον είναι πολύ πιθανό να προκαλέσει αδικαιολόγητη ταλαιπωρία στα ζώα. Τούτο, φυσικά, ισχύει υπό την επιφύλαξη της εφαρμογής του κανόνα +2.

51.      Προς στήριξη της απόψεώς μου, υπογραμμίζω, πρώτον, ότι αδιαμφισβήτητος σκοπός του κανονισμού 1/2005 είναι να ελαχιστοποιήσει, στο μέτρο του δυνατού, τα ταξίδια μεγάλης διάρκειας (όπως ορίζονται στο άρθρο 2 του κανονισμού) για τη μεταφορά ζώων (15). Θα αντέβαινε στον ως άνω σκοπό να επιτρέπονται περίοδοι αναπαύσεως απροσδιόριστης διάρκειας εντός του οχήματος, οι οποίες, βάσει του σημείου 1.5. του κεφαλαίου V του παραρτήματος I του κανονισμού 1/2005, δεν έχουν ως αποτέλεσμα την «εξουδετέρωση» του πραγματικού χρόνου ταξιδίου που έχει παρέλθει μέχρι και εκείνη τη στιγμή. Το γεγονός ότι το Συμβούλιο, όταν θέσπισε τον κανονισμό, δεν ακολούθησε ούτε τη συμβουλή των εμπειρογνωμόνων να περιοριστεί η διάρκεια μεταφοράς των βοοειδών σε 24 ώρες (16) ούτε την πρόταση της Επιτροπής να υπάρχει ανώτατο χρονικό όριο ταξιδίου 9 ωρών το οποίο θα ακολουθείται από περίοδο αναπαύσεως 12 ωρών (το οποίο θα μπορούσε να επαναληφθεί) (17), δεν αρκεί για να μεταβάλω την άποψή μου. Πράγματι, μολονότι το Συμβούλιο ουσιαστικά επέλεξε να διατηρήσει αμετάβλητους τους κανόνες οι οποίοι προβλέπονταν στο κεφάλαιο VII του παραρτήματος της οδηγίας 91/628 σχετικά με τη διάρκεια του ταξιδίου και τις περιόδους αναπαύσεως, εντούτοις, δεν μπορώ να διανοηθώ ότι είχε κατά νου περιόδους αναπαύσεως αορίστου διαρκείας εντός των οχημάτων μεταφοράς, τη στιγμή που δηλώνει ότι «[έλαβε] πλήρως υπόψη [του] τις απαιτήσεις καλής διαβιώσεως των ζώων» κατά τη νομοθετική διαδικασία, όπως όφειλε δυνάμει του πρωτοκόλλου για την προστασία και την καλή διαβίωση των ζώων.

52.      Είναι αληθές ότι, στην υπόθεση Interboves (C‑277/06, EU:C:2008:548), στην οποία παραπέμπουν οι μετέχοντες στην προκειμένη διαδικασία, το Δικαστήριο δεν απέκλεισε το ενδεχόμενο η «διάρκεια του ταξιδιού» κατά το κεφάλαιο V, του παραρτήματος I του κανονισμού 1/2005 να μπορεί να υπερβαίνει τις 28 ώρες. Τούτο ωστόσο δεν με εμποδίζει να εκφέρω διαφορετική άποψη. Διότι σε εκείνη την υπόθεση το Δικαστήριο ερμήνευσε τους κανόνες της οδηγίας 91/628 σχετικά με τη διάρκεια του ταξιδίου και τις περιόδους αναπαύσεως. Οι κανόνες εκείνοι είχαν τεθεί πρωτίστως για να εξαλείψουν τους τεχνικούς φραγμούς στο εμπόριο ζώων και να επιτρέψουν στις επιχειρήσεις να λειτουργούν ομαλά, έχοντας ως δευτερεύοντα σκοπό τη διασφάλιση ενός ικανοποιητικού επιπέδου προστασίας των ζώων (18). Στο σύστημα του κανονισμού 1/2005, η στάθμιση των σκοπών έχει κατά τα φαινόμενα αντιστραφεί: πρωταρχικός στόχος του κανονισμού πλέον είναι η προστασία των ζώων, ενώ η εναρμόνιση της οικείας νομοθεσίας έχει παρεπόμενο χαρακτήρα (19). Σε κάθε περίπτωση, συνιστάται προσοχή στην ερμηνεία της αποφάσεως Interboves, διότι, σε διαφορετική περίπτωση, αδίστακτοι μεταφορείς θα μπορούσαν, δυνητικώς, να επωφεληθούν των εγγενών διαφορών μεταξύ των κανόνων που διέπουν τις οδικές και τις θαλάσσιες μεταφορές (20).

53.      Ως εκ τούτου, για τον λόγο που εκτέθηκε στο αμέσως προηγούμενο σημείο, ουδεμία σημασία έχει για το υπό εξέταση ζήτημα η παρατήρηση του γενικού εισαγγελέα P. Mengozzi ότι «[…] η διάρκεια ενός ταξιδιού θα μπορούσε να είναι, παραδείγματος χάριν, 50 ώρες, ήτοι δύο (μέγιστες) περίοδοι μεταφοράς 14 ωρών εκάστη, διακοπτόμενες από περίοδο αναπαύσεως 22 ωρών» (21). Σε κάθε περίπτωση, δεν τέθηκε καν το ζήτημα κατά πόσον θα μπορούσε να νοηθεί νόμιμη περίοδος αναπαύσεως 22 ωρών εντός σταθμευμένου οχήματος.

54.      Δεύτερον, ο κανόνας +2 προβλέπει ότι οι «διάρκειες ταξιδιού» (και όχι το «ταξίδι» κατά την έννοια του άρθρου 2 του κανονισμού 1/2005) –δηλαδή, οι συνολικές περίοδοι φυσικής μετακινήσεως μεταξύ κάθε 24ωρης «εξουδετερωτικής» περιόδου αναπαύσεως, και όχι τα επιμέρους στάδιά της– μπορούν να παρατείνονται για δύο ώρες προς το συμφέρον των ζώων, ανάλογα ιδίως με την εγγύτητα του τόπου προορισμού. Επομένως, από τον κανόνα +2 συνάγεται μάλλον ότι, στο σύνηθες σενάριο, οι «διάρκειες ταξιδιού» (και πάλι, όχι το «ταξίδι» κατά την έννοια του άρθρου 2 του κανονισμού 1/2005) έχουν ένα προκαθορισμένο ανώτατο όριο το οποίο, καλώς ή κακώς, αντιλαμβάνομαι ότι στην περίπτωση του κανόνα 14+1+14 ανέρχεται στις 28 ώρες.

55.      Επομένως, φρονώ ότι μια «περίοδος αναπαύσεως τουλάχιστον μίας ώρας» ουδέποτε μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα η «διάρκεια ταξιδιού και αναπαύσεως» δυνάμει του κανόνα 14+1+14 να υπερβαίνει τις 29 ώρες (ή, κατά περίπτωση, τις 31 ώρες, δυνάμει του κανόνα +2). Από την άλλη, το «ταξίδι», κατά την έννοια του άρθρου 2 του κανονισμού 1/2005, μπορεί να αποτελείται από περισσότερες «διάρκειες ταξιδίου και αναπαύσεως» των 29 ωρών δυνάμει του κεφαλαίου V του παραρτήματος I του κανονισμού 1/2005, υπό τον όρο ότι αυτές οι περίοδοι των 29 ωρών διαχωρίζονται μεταξύ τους από 24ωρες περιόδους, κατά τις οποίες τα ζώα εκφορτώνονται, τους παρέχεται τροφή και νερό και αναπαύονται.

56.      Πάντως, εγείρεται επιπλέον το ερώτημα αν οι περίοδοι αναπαύσεως πρέπει να επιδιώκουν κάποιον συγκεκριμένο σκοπό.

57.      Ως προς αυτό το ζήτημα, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η ελάχιστη περίοδος αναπαύσεως της μίας ώρας μπορεί να παραταθεί μόνο για λόγους που ανάγονται στην καλή μεταχείριση των ζώων. Η Γαλλική Κυβέρνηση προσεγγίζει λιγότερο αυστηρά το ζήτημα. Κατά την άποψή της, οι περίοδοι αναπαύσεως δεν θα πρέπει να υπερβαίνουν μία εύλογη διάρκεια πέραν της οποίας είναι πλέον αδύνατο να γίνει δεκτό ότι τηρείται η βασική αρχή της αποτροπής τυχόν τραυματισμών και αδικαιολόγητης ταλαιπωρίας των ζώων.

58.      Κατά την άποψή μου, είναι σαφές ότι η συνολική επιχείρηση μεταφοράς ή το «ταξίδι» –συμπεριλαμβανομένων των στάσεων για ανάπαυση– πρέπει να συμμορφώνεται με όλες τις απαιτήσεις του κανονισμού 1/2005. Πράγματι, όπως έχει κρίνει το Δικαστήριο, ο νομοθέτης της Ένωσης εκτίμησε ότι, βάσει επιστημονικών και κτηνιατρικών μελετών, καθώς και αξιολογήσεων της εφαρμογής της νομοθεσίας της Ένωσης οι οποίες έχουν πραγματοποιηθεί στον τομέα της προστασίας των ζώων, η καλή μεταχείριση των ζώων δύναται να τεθεί σε κίνδυνο και δεν μπορεί πλέον να διασφαλιστεί από τη στιγμή που δεν τηρούνται οι διατάξεις του κανονισμού (22). Τούτο σημαίνει, τουλάχιστον, δύο πράγματα.

59.      Κατ’ αρχάς, οι περίοδοι αναπαύσεως θα πρέπει να είναι σύμφωνες με τη γενική ρήτρα. Τούτο συνεπάγεται υποχρέωση πρόληψης (ενδεχόμενων) τραυματισμών ή αδικαιολόγητης ταλαιπωρίας των ζώων, και όχι την υποχρέωση οι εν λόγω περίοδοι να αποβαίνουν αποκλειστικά προς όφελος των ζώων. Φυσικά, κατά γενική ομολογία, μια περίοδος κατά την οποία το όχημα μεταφοράς είναι σταθμευμένο θα προκαλέσει μικρότερη ταλαιπωρία στα ζώα σε σχέση με μια περίοδο κατά την οποία το ίδιο όχημα βρίσκεται εν κινήσει. Για παράδειγμα, τα ζώα που μεταφέρονται κινδυνεύουν λιγότερο να υποφέρουν από απώλεια ισορροπίας ή να παρουσιάσουν συμπτώματα ναυτίας (23). Ωστόσο, δεν μπορεί να αποκλειστεί η πιθανότητα μια περίοδος αναπαύσεως η οποία δεν παρατείνει τη συνολική «διάρκεια ταξιδίου και αναπαύσεως» δυνάμει του κανόνα 14+1+14, πέραν των 29 ωρών, να ευθύνεται επίσης για την πρόκληση τραυματισμών και αδικαιολόγητης ταλαιπωρίας των ζώων. Για παράδειγμα, θεωρώ ότι η γενική ρήτρα δεν επιτρέπει τη φυσική μετακίνηση των ζώων για μία ώρα, ακολουθούμενη από περίοδο αναπαύσεως 27 ωρών εντός του οχήματος, και στη συνέχεια την εκ νέου μεταφορά των ζώων για άλλη μία ώρα.

60.      Δεύτερον, κατά τις περιόδους αναπαύσεως θα πρέπει να τηρούνται οπωσδήποτε και με συνέπεια αρκετές από τις υποχρεώσεις που επιβάλλονται με τον κανονισμό 1/2005. Αναφέρομαι, πρωτίστως, στις υποχρεώσεις που απορρέουν από τη δεύτερη περίοδο του άρθρου 3 του κανονισμού 1/2005, καθώς και στις απαιτήσεις που απαριθμούνται στο παράρτημα I του ίδιου κανονισμού και ιδίως στο κεφάλαιο VI, το οποίο τυγχάνει εφαρμογής στα «ταξίδια μεγάλης διάρκειας» όπως αυτά ορίζονται στο άρθρο 2 του κανονισμού.

61.      Προσωπικά αδυνατώ να αντιληφθώ ποια σημασία έχει η αναφορά η οποία γίνεται στο πλαίσιο του κανόνα 14+1+14, ότι στα ζώα πρέπει να παρέχεται «επαρκής χρόνος ανάπαυσης ιδίως για να ποτίζονται και, αν χρειάζεται, να ταΐζονται» δεν έχει ιδιαίτερη σημαία. Μολονότι αυτού του είδους οι ενέργειες είναι σαφώς προς το συμφέρον των ζώων, η συγκεκριμένη φράση δεν προσθέτει οποιοδήποτε νέο στοιχείο στις θετικές απαιτήσεις που ήδη προβλέπονται από τον κανονισμό 1/2005 (24). Εξάλλου, το αντεπιχείρημα που θα μπορούσε να προβληθεί είναι προφανές. Η λέξη «ιδίως» δεν αποκλείει ρητώς την πιθανότητα μίας περιόδου αναπαύσεως η οποία δεν θα είναι αποκλειστικώς προς το συμφέρον των ζώων. Δεδομένου ότι ο κανόνας 14+1+14 είναι απότοκο πολιτικού συμβιβασμού, πρέπει να γίνεται αντιληπτός με κάποιο μέτρο ρεαλισμού, όπως εκτέθηκε στο σημείο 45 ανωτέρω.

62.      Ο έλεγχος του ζητήματος κατά πόσον μια περίοδος αναπαύσεως δεν πληροί τις απαιτήσεις του κανονισμού 1/2005 στηρίζεται σε αξιολόγηση των πραγματικών περιστατικών η οποία επαφίεται στις εθνικές αρχές και, σε τελική ανάλυση, στον εθνικό δικαστή. Ωστόσο, επιβάλλεται η υπενθύμιση ότι στο πλαίσιο των επιστροφών λόγω εξαγωγής εναπόκειται στον εξαγωγέα να αποδείξει ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις για τη χορήγηση της εξαγωγής (25). Υπό φυσιολογικές συνθήκες, φρονώ ότι όσο μεγαλύτερη είναι η διάρκεια της περιόδου αναπαύσεως τόσο δυσκολότερο καθίσταται για τον εξαγωγέα να αποδείξει κάτι τέτοιο.

63.      Επιπλέον, το άρθρο 22, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2005 (Καθυστέρηση κατά τη μεταφορά) απαιτεί από την αρμόδια αρχή όταν «[η] αποστολή των ζώων πρέπει να διακοπεί για διάστημα μεγαλύτερο από δύο ώρες, [να] εξασφαλίζει ότι λαμβάνονται τα δέοντα μέτρα ώστε να παρέχεται περιποίηση στα ζώα και, εάν χρειάζεται, να τους παρέχεται τροφή και νερό, να εκφορτώνονται και να σταβλίζονται». Κατ’ εμέ, αυτός ο κανόνας των δύο ωρών θα μπορούσε κάλλιστα να λειτουργήσει, αναλογικά, ως σημείο αναφοράς και σε σχέση με τους μεταφορείς στις περιπτώσεις όπου η στάση οφείλεται σε αυτούς. Επιπροσθέτως, τούτο θα σήμαινε ότι η ιδέα ότι τα βοοειδή μπορούν να παραμείνουν έγκλειστα σε ένα σταθμευμένο όχημα για 14 ώρες χωρίς να εκφορτωθούν, την οποία φαίνεται να αποδέχεται το αιτούν δικαστήριο, απλώς δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα.

64.      Αναφορικά δε με τη διαφορά της κύριας δίκης, επισημαίνω ότι η διάρκεια της επίμαχης μεταφοράς υπερέβη τις 29 ώρες και ότι η Masterrind, όπως συνάγεται από τα πληροφοριακά στοιχεία που έχει στη διάθεσή του το Δικαστήριο, δεν επικαλέστηκε τον κανόνα +2. Ούτως ή άλλως, δεδομένου ότι τόπος προορισμού της επίμαχης μεταφοράς ήταν το Μαρόκο, διατηρώ σοβαρές αμφιβολίες ως προς το αν η Masterrind θα μπορούσε να επικαλεστεί τον εν λόγω κανόνα. Κατά συνέπεια, κλίνω προς το συμπέρασμα ότι η επίμαχη μεταφορά συνιστά παράβαση του κανόνα 14+1+14 και ότι η οικεία προσφυγή πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη.

65.      Σε κάθε περίπτωση, φρονώ ότι, εκτός από εξαιρετικές περιπτώσεις, μία 10ωρη «περίοδος αναπαύσεως» εντός σταθμευμένου οχήματος δεν μπορεί να δικαιολογηθεί και, ως εκ τούτου, ενδέχεται να προκαλέσει αδικαιολόγητη ταλαιπωρία στα ζώα. Εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να διαπιστώσει υπό ποιες συνθήκες έλαβε εν προκειμένω χώρα η στάση των 10 ωρών.

66.      Βάσει των ανωτέρω παρατηρήσεων, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα ότι, κατ’ ορθή ερμηνεία του κανόνα που θεσπίζεται στο σημείο 1.4. του κεφαλαίου V του παραρτήματος I του κανονισμού 1/2005, η φράση «διάρκεια ταξιδιού και ανάπαυσης» στο εν λόγω σημείο, μπορεί να περιλαμβάνει μία περίοδο αναπαύσεως μεγαλύτερη της μίας ώρας ή περισσότερες περιόδους αναπαύσεως, υπό τον όρο ότι κάθε περίοδος φυσικής μετακινήσεως με μέγιστη διάρκεια 14 ώρες χωρίζεται από τις λοιπές με μια περίοδο αναπαύσεως τουλάχιστον μίας ώρας και, επιπλέον, ότι κατά τον τρόπο αυτό δεν παραβιάζονται οι λοιπές απαιτήσεις τις οποίες επιβάλλει ο ως άνω κανονισμός. Ο έλεγχος του ζητήματος αυτού εναπόκειται στον εθνικό δικαστή. Ωστόσο, μέχρις ότου τα ζώα αφιχθούν στον τόπο προορισμού, όπως αυτός ορίζεται στο άρθρο 2 του εν λόγω κανονισμού, το σημείο 1.4. του κεφαλαίου V του παραρτήματος I του κανονισμού 1/2005 επιτάσσει την εκφόρτωση, την παροχή τροφής και νερού και την ανάπαυση των ζώων για τουλάχιστον 24 ώρες, μετά από 29 ώρες από την πρώτη φόρτωσή τους στον τόπο αναχωρήσεως, όπως αυτός ορίζεται στην ίδια ως άνω διάταξη. Τούτο ισχύει υπό την επιφύλαξη της δυνατότητας, σύμφωνα με το σημείο 1.8. του ιδίου ως άνω κεφαλαίου, να παραταθεί το ταξίδι κατά δύο ώρες προς το συμφέρον των ζώων, λαμβανομένης ιδίως υπόψη της εγγύτητας του τόπου προορισμού.

 Β –      Δεύτερο προδικαστικό ερώτημα

67.      Με το δεύτερο ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ουσιαστικά ζητεί να μάθει αν η αρμόδια για την καταβολή των επιστροφών λόγω εξαγωγής διοικητική αρχή ενός κράτους μέλους δεσμεύεται από τη δήλωση του επίσημου κτηνιάτρου άλλου κράτους μέλους, ότι το ταξίδι (κατά την έννοια του άρθρου 2 του κανονισμού 1/2005) για το οποίο καταβλήθηκε η επιστροφή λόγω εξαγωγής δεν ήταν σύμφωνο με τους κανόνες καλής μεταχείρισης των ζώων.

68.      Όπως παρατήρησαν οι μετέχοντες στη διαδικασία, η νομολογία του Δικαστηρίου είναι ιδιαιτέρως εκτεταμένη όσον αφορά το συγκεκριμένο ζήτημα.

69.      Στην υπόθεση Viamex Agrar Handel το Δικαστήριο κλήθηκε να ερμηνεύσει τον κανονισμό με τον οποίο ρυθμιζόταν ο οικείος τομέας πριν από την έκδοση του κανονισμού 817/2010 (26). Το Δικαστήριο δεν ακολούθησε στην περίπτωση εκείνη την πρόταση του γενικού εισαγγελέα (27), και έκρινε ότι η προσκόμιση, από τον εξαγωγέα, των εγγράφων που απαριθμούνταν στον κανονισμό 615/98 –νυν κανονισμό 817/2010– δεν αποτελούσε αμάχητο τεκμήριο συμμορφώσεως με τους κανόνες που διέπουν την επιστροφή λόγω εξαγωγής, ούτε με αυτούς που ρυθμίζουν την καλή μεταχείριση των ζώων κατά τη μεταφορά. Τα αποδεικτικά αυτά στοιχεία είναι επαρκή μόνο στον βαθμό που η αρμόδια αρχή πληρωμής δεν διαθέτει στοιχεία βάσει των οποίων να μπορεί να κρίνει ότι δεν τηρήθηκαν οι κανόνες για την καλή μεταχείριση των ζώων κατά τη μεταφορά. Υποχρέωση της εν λόγω αρχής είναι να εξετάσει αυτά τα αποδεικτικά στοιχεία και κάθε άλλο στοιχείο που διαθέτει προκειμένου να διαπιστώσει αν τηρήθηκαν ή όχι οι συγκεκριμένοι κανόνες, και να αποφασίσει αν πρέπει να χορηγηθεί η επιστροφή λόγω εξαγωγής (28).

70.      Πάντως, το Δικαστήριο έχει επίσης αποφανθεί ότι τούτο δεν νομιμοποιεί την αρμόδια αρχή να αμφισβητεί αυθαιρέτως τα αποδεικτικά στοιχεία που επισυνάπτει ο εξαγωγέας στην αίτησή του για επιστροφή λόγω εξαγωγής. Η αρμόδια αρχή μπορεί να καταλήξει ότι δεν υπήρξε συμμόρφωση μόνο στηριζόμενη στα έγγραφα που απαριθμούνται στον κανονισμό 615/98 –νυν κανονισμό 817/2010– και/ή σε κάθε άλλο αντικειμενικό στοιχείο το οποίο ενδέχεται να έχει αντίκτυπο στην καλή μεταχείριση των ζώων. Δεν μπορεί να περιοριστεί απλώς σε υποθέσεις ή αμφιβολίες ως προς τη συμμόρφωση, αλλά πρέπει να βασιστεί σε αντικειμενικά και συγκεκριμένα στοιχεία σχετικά με την καλή μεταχείριση των ζώων και, σε κάθε περίπτωση, υποχρεούται να αιτιολογήσει για ποιους λόγους κρίνει ότι δεν είναι δυνατό να συναχθεί από τα αποδεικτικά στοιχεία που προσκόμισε ο εξαγωγέας ότι τηρήθηκαν οι κανόνες για την καλή μεταχείριση των ζώων (29).

71.      Μεταγενέστερα, η ως άνω απόφαση επιβεβαιώθηκε από το τμήμα μείζονος συνθέσεως του Δικαστηρίου στην υπόθεση Heemskerk και Schaap (30).

72.      Και στις δύο προαναφερθείσες υποθέσεις, οι εξαγωγείς διέθεταν δηλώσεις των επισήμων κτηνιάτρων όπου βεβαιωνόταν ότι τα πλοία με τα οποία έγινε η μεταφορά πληρούσαν τους κανόνες που διέπουν την καλή μεταχείριση των ζώων και, ως εκ τούτου, η μεταφορά των ζώων ήταν σύμφωνη με αυτούς τους κανόνες. Η υπόθεση της κύριας δίκης αφορά την αντίστροφη περίπτωση: ο επίσημος κτηνίατρος δήλωσε ότι το ταξίδι που πραγματοποιήθηκε δεν πληρούσε τους κανόνες για την καλή μεταχείριση των ζώων κατά τη μεταφορά. Ο εξαγωγέας δε βάλλει κατά της διαπιστώσεως αυτής.

73.      Σε αντίθεση με όσα υποστηρίζει η Hauptzollamt, το γεγονός ότι το άρθρο 5, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, του κανονισμού 817/2010 αναφέρεται μόνο σε περιπτώσεις όπου οι απαιτήσεις για καλή μεταχείριση των ζώων δεν τηρήθηκαν, και όχι στην περίπτωση κατά την οποία τηρήθηκαν, λογικά σημαίνει ότι η αρμόδια αρχή πληρωμής δεν μπορεί να αρνηθεί την καταβολή σε σχέση με μεταφορά η οποία πληροί όντως αυτές τις προδιαγραφές. Πράγματι, κατά το άρθρο 1 του κανονισμού 817/2010, η καταβολή των επιστροφών λόγω εξαγωγής ζωντανών βοοειδών εξαρτάται από τη συμμόρφωση, κατά τη μεταφορά των ζώων μέχρι την πρώτη εκφόρτωση στην τρίτη χώρα τελικού προορισμού, με τα άρθρα 3 έως 9 του κανονισμού 1/2005 και των αναφερόμενων σε αυτά παραρτημάτων, καθώς και με τον ίδιο τον κανονισμό 817/2010. Τίποτα περισσότερο και τίποτα λιγότερο. Διότι, για την ακρίβεια, ο σκοπός της διαδικασίας επιστροφής λόγω εξαγωγής –μία διαδικασία η οποία εφαρμόζεται κατά την εξαγωγή ζωντανών βοοειδών– συνίσταται απλώς στη διασφάλιση ότι το προϊόν πληροί το σύνολο των προϋποθέσεων που είναι αναγκαίες για την επιστροφή (31).

74.      Κατά συνέπεια, το γεγονός ότι απόκειται στον εξαγωγέα να αποδείξει ότι πληρούνται όλες οι προϋποθέσεις για την έγκριση της αιτήσεώς του για επιστροφή λόγω εξαγωγής δεν ασκεί καθοριστική επιρροή, καθόσον συνδέεται απλώς και μόνο με την κατανομή του βάρους αποδείξεως. Επ’ ουδενί μεταβάλλει το γεγονός ότι το σύστημα των επιστροφών λόγω εξαγωγής έχει ως στόχο να προωθήσει τις αποφάσεις που είναι ορθές επί της ουσίας, ανεξάρτητα από το αν απορρίπτουν ή κάνουν δεκτά τα οικεία αιτήματα, σύμφωνα με τη γενική αρχή κατά την οποία οι διοικητικές αρχές οφείλουν να ενεργούν σύμφωνα με τον νόμο.

75.      Εξάλλου, οφείλω να ομολογήσω ότι δυσκολεύομαι να δεχθώ την άποψη ότι η εγκυρότητα και οι έννομες συνέπειες της δηλώσεως στην οποία προβαίνει ο επίσημος κτηνίατρος για τους σκοπούς του νομικού συστήματος του οποίου αποτελεί μέρος ο κανονισμός 817/2010, συνιστούν απλώς και μόνο ζήτημα του εσωτερικού δικαίου του κράτους μέλους του σημείου εξόδου και όχι του ίδιου του δικαίου της Ένωσης (32).

76.      Ως εκ τούτου, η νομολογία που παρατέθηκε στα σημεία 69 έως 71 των παρουσών προτάσεων εφαρμόζεται αντιστρόφως στην υπό εξέταση υπόθεση. Επομένως, η δήλωση του επισήμου κτηνιάτρου που πιστοποιεί ότι το ταξίδι για το οποίο ζητείται η επιστροφή λόγω εξαγωγής δεν ήταν σύμφωνο με τους κανόνες για την καλή μεταχείριση των ζώων, δεν συνιστά αμάχητο τεκμήριο.

77.      Πάντως, δεν έχω πεισθεί και από ορισμένα επιχειρήματα που προβλήθηκαν προς στήριξη της αντίθετης απόψεως.

78.      Πρώτον, το επιχείρημα που προέβαλε η Hauptzollamt, ότι το έγγραφο που αναφέρεται στο άρθρο 2, παράγραφος 3, του κανονισμού 817/2010 είναι «δεόντως συμπληρωμένο» και, ως εκ τούτου, μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο ελέγχου σύμφωνα με το άρθρο 4, παράγραφος 2, στοιχείο γʹ, του ιδίου κανονισμού, μόνον αν ο επίσημος κτηνίατρος του σημείου ελέγχου βεβαιώσει ότι τα αποτελέσματα των ελέγχων που διεξήχθησαν δυνάμει του άρθρου 2 του κανονισμού είναι ικανοποιητικά, πρέπει να απορριφθεί. Κατ’ αρχάς, η φράση «δεόντως συμπληρωμένο» δεν μπορεί να ερμηνεύεται υπό την έννοια ότι προκαταβάλλει ένα συγκεκριμένο αποτέλεσμα των ελέγχων. Ακολούθως, το άρθρο 2, παράγραφος 4, του κανονισμού ορίζει ότι στο έγγραφο που αναφέρεται στο άρθρο 2, παράγραφος 3, του ίδιου κανονισμού πρέπει να αναφέρεται ο συνολικός αριθμός των ζώων για τα οποία έγινε δεκτή η διασάφηση εξαγωγής μείον τον αριθμό των ζώων που γέννησαν ή απέβαλαν κατά τη μεταφορά, των ζώων που πέθαναν και των ζώων για τα οποία δεν τηρήθηκαν οι διατάξεις του κανονισμού 1/2005.

79.      Δεύτερον, δεν μπορώ να δεχθώ ένα επιχείρημα κατά το οποίο, χάριν της καλής διαβιώσεως των ζώων, δεν θα πρέπει να επιτρέπεται η ο έλεγχος των δηλώσεων που διαπιστώνουν παραβάσεις των κανόνων που αφορούν την καλή μεταχείριση των ζώων κατά τη μεταφορά. Ο σκοπός της προστασίας της καλής διαβιώσεως των ζώων, όσο αξιέπαινος κι αν είναι, δεν μπορεί να δικαιολογήσει την άρνηση καταβολής της επιστροφής λόγω εξαγωγής στην περίπτωση όπου, αντίθετα με τη δήλωση περί μη συμμορφώσεως του επισήμου κτηνιάτρου άλλου κράτους μέλους, στην πραγματικότητα δεν υπήρξε καμία παράβαση των οικείων κανόνων.

80.      Τέλος, το επιχείρημα το οποίο προέβαλε η Hauptzollamt και στηρίζεται στην προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης, φρονώ ότι είναι εμφανώς αβάσιμο. Τα συμφέροντα αυτά ουδόλως απειλούνται όταν, πράγματι, έχουν τηρηθεί οι κανόνες που διέπουν την καλή μεταχείριση των ζώων. Εκτός και αν, για να γίνει κατανοητό το συγκεκριμένο επιχείρημα, στην υποθετική περίπτωση παραβιάσεως της αρχής της νομιμότητας από την Επιτροπή, το Δικαστήριο δεν επικυρώσει ομοίως το ποσό του προστίμου που επιβλήθηκε για παράβαση των κανόνων του ανταγωνισμού υπό τον φόβο οικονομικής ζημίας της Ένωσης (33).

81.      Σε κάθε περίπτωση, όπως επισήμαναν η Hauptzollamt, η Γαλλική Κυβέρνηση και το αιτούν δικαστήριο, η αξιολόγηση της φυσικής καταστάσεως και της υγείας των ζώων απαιτεί συγκεκριμένες δεξιότητες και εμπειρία καθώς και ελέγχους και, ως εκ τούτου, πρέπει να διενεργείται από κτηνιάτρους (34). Τα αποτελέσματα αυτών των ελέγχων ισοδυναμούν με πραγματικές επιτόπιες αξιολογήσεις και περιλαμβάνουν πολύπλοκες και τεχνικές εκτιμήσεις της υγείας και της ευημερίας των ζώων. Επομένως, η διακριτική ευχέρεια που απολαύει η αρμόδια αρχή πληρωμής κατά τον έλεγχο δηλώσεων οι οποίες διαπιστώνουν τη μη συμμόρφωση με τους κανόνες που διέπουν την καλή μεταχείριση των ζώων κατά τη μεταφορά δεν είναι απεριόριστη (35) –αντιθέτως, οριοθετείται, τηρουμένων των αναλογιών, κατά τον τρόπο που παρατέθηκε στο σημείο 70 των παρουσών προτάσεων.

82.      Όταν προσβάλλεται μία δήλωση η οποία διαπιστώνει μη συμμόρφωση, ο εξαγωγέας καλείται να αποδείξει κατά τρόπο απόλυτο και βάσει αντικειμενικών αποδεικτικών στοιχείων, ότι η εκτίμηση στην οποία προέβη ο επίσημος κτηνίατρος είναι αναξιόπιστη. Ωστόσο, απλώς και μόνο το γεγονός ότι ο εξαγωγέας έχει διαφορετική άποψη από αυτήν του επισήμου κτηνιάτρου αναφορικά με την κατάσταση των ζώων για τα οποία ζητείται η επιστροφή λόγω εξαγωγής δεν σημαίνει ότι η εκτίμηση του κτηνιάτρου είναι απολύτως εσφαλμένη ή ότι στηρίζεται σε ανακριβή πραγματικά περιστατικά.

83.      Όπως επισήμανε το αιτούν δικαστήριο, όσον αφορά τις έννομες συνέπειες που απορρέουν από τις διαπιστώσεις των επισήμων κτηνιάτρων, η πείρα που διαθέτουν οι κτηνίατροι δεν δικαιολογεί την ίδια επιφυλακτικότητα εκ μέρους της αρμόδιας αρχής πληρωμής. Επομένως, όλες οι έννομες συνέπειες υπόκεινται σε έλεγχο.

84.      Βάσει των ανωτέρω παρατηρήσεων, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στο δεύτερο προδικαστικό ερώτημα ότι κατά την εξέταση αιτήσεως για την καταβολή επιστροφής λόγω εξαγωγής κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 4, παράγραφος 2, του κανονισμού 817/2010, η αρμόδια αρχή πληρωμής των επιστροφών λόγω εξαγωγής δεν δεσμεύεται από τη δήλωση στην οποία προέβη σύμφωνα με το άρθρο 2, παράγραφος 3, του ιδίου κανονισμού, ο επίσημος κτηνίατρος. Ωστόσο, όταν η αρχή αυτή αποφασίζει να παρεκκλίνει από την αξιολόγηση των πραγματικών περιστατικών του επισήμου κτηνιάτρου όσον αφορά την υγεία και την καλή μεταχείριση των ζώων, τότε είναι υποχρεωμένη να επικαλεστεί συγκεκριμένα και αντικειμενικά αποδεικτικά στοιχεία τα οποία αφορούν την υγεία και την καλή μεταχείριση των ζώων. Αν ή αίτηση απορριφθεί, είτε εν όλω είτε εν μέρει, η αρχή οφείλει, σε κάθε περίπτωση, να αιτιολογήσει την απόφασή της, ενώ, κατά την περίπτωση αυτή, απόκειται στον εξαγωγέα να αποδείξει ότι τα αποδεικτικά στοιχεία στα οποία στηρίχθηκε η αρχή ήταν ανεπαρκή.

IV – Πρόταση

85.      Υπό το πρίσμα της ανωτέρω συλλογιστικής, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στα προδικαστικά ερωτήματα που του υπέβαλε το Finanzgericht Hamburg στην υπόθεση C‑469/14, ως ακολούθως:

–        Κατ’ ορθή ερμηνεία του κανόνα που παρατίθεται στο σημείο 1.4. του κεφαλαίου V του παραρτήματος I του κανονισμού (ΕΚ) 1/2005 του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 2004, για την προστασία των ζώων κατά τη μεταφορά και συναφείς δραστηριότητες και για την τροποποίηση των οδηγιών 64/432/ΕΟΚ και 93/119/ΕΚ και του κανονισμού (ΕΚ) 1255/97, η φράση «διάρκεια ταξιδιού και ανάπαυσης» η οποία αναφέρεται στο εν λόγω σημείο, μπορεί να περιλαμβάνει μία περίοδο αναπαύσεως μεγαλύτερη της μίας ώρας ή περισσότερες περιόδους αναπαύσεως, υπό τον όρο ότι κάθε περίοδος φυσικής μετακινήσεως με μέγιστη διάρκεια 14 ώρες χωρίζεται από τις λοιπές με μία περίοδο αναπαύσεως τουλάχιστον μίας ώρας και, επιπλέον, ότι κατά τον τρόπο αυτό δεν παραβιάζονται οι λοιπές απαιτήσεις που επιβάλλει ο οικείος κανονισμός. Η εκτίμηση αυτή επαφίεται στην κρίση του εθνικού δικαστή. Ωστόσο, μέχρις ότου τα ζώα αφιχθούν στον τόπο προορισμού, όπως αυτός ορίζεται στο άρθρο 2 του εν λόγω κανονισμού, το σημείο 1.4. του κεφαλαίου V του παραρτήματος I του κανονισμού 1/2005 επιτάσσει την εκφόρτωση, την παροχή τροφής και νερού και την ανάπαυση των ζώων για τουλάχιστον 24 ώρες, μετά από 29 ώρες από την πρώτη φόρτωσή τους στον τόπο αναχωρήσεως, όπως αυτός ορίζεται στην ίδια ως άνω διάταξη. Τούτο ισχύει υπό την επιφύλαξη της πιθανότητας, σύμφωνα με το σημείο 1.8. του ιδίου ως άνω κεφαλαίου, να παραταθεί το ταξίδι κατά δύο ώρες προς το συμφέρον των ζώων, λαμβανομένης ιδίως υπόψη της εγγύτητας του τόπου προορισμού.

–        Κατά την εξέταση αιτήσεως για την καταβολή επιστροφής λόγω εξαγωγής κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 4, παράγραφος 2, του κανονισμού (ΕΕ) 817/2010 της Επιτροπής, της 16ης Σεπτεμβρίου 2010, για καθορισμό των λεπτομερειών εφαρμογής με βάση τον κανονισμό (ΕΚ) 1234/2007 του Συμβουλίου, όσον αφορά τις απαιτήσεις για τη χορήγηση επιστροφών λόγω εξαγωγής σε σχέση με την καλή μεταχείριση των ζωντανών βοοειδών κατά τη μεταφορά, η αρμόδια αρχή πληρωμής των επιστροφών λόγω εξαγωγής δεν δεσμεύεται από τη δήλωση στην οποία προέβη σύμφωνα με το άρθρο 2, παράγραφος 3, του ιδίου κανονισμού, ο επίσημος κτηνίατρος. Ωστόσο, όταν η αρχή αυτή αποφασίζει να παρεκκλίνει από την αξιολόγηση των πραγματικών περιστατικών του επισήμου κτηνιάτρου όσον αφορά την υγεία και την καλή μεταχείριση των ζώων, τότε είναι υποχρεωμένη να επικαλεστεί συγκεκριμένα και αντικειμενικά αποδεικτικά στοιχεία τα οποία αφορούν την υγεία και την καλή μεταχείριση των ζώων. Αν ή αίτηση απορριφθεί, είτε εν όλω είτε εν μέρει, η αρχή οφείλει, σε κάθε περίπτωση, να αιτιολογήσει την απόφασή της, ενώ, κατά την περίπτωση αυτή, απόκειται στον εξαγωγέα να αποδείξει ότι τα αποδεικτικά στοιχεία στα οποία στηρίχθηκε η αρχή ήταν ανεπαρκή.


1 –      Γλώσσα του πρωτοτύπου: η αγγλική.


2 –      Κανονισμός του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 2004, για την προστασία των ζώων κατά τη μεταφορά και συναφείς δραστηριότητες και για την τροποποίηση των οδηγιών 64/432/ΕΟΚ και 93/119/ΕΚ και του κανονισμού (ΕΚ) 1255/97 (ΕΕ L 3, σ. 1).


3 –      Κανονισμός της Επιτροπής, της 16ης Σεπτεμβρίου 2010, για [τον] καθορισμό των λεπτομερειών εφαρμογής με βάση τον κανονισμό (ΕΚ) 1234/2007 του Συμβουλίου, όσον αφορά τις απαιτήσεις για τη χορήγηση επιστροφών κατά την εξαγωγή σε σχέση με την καλή μεταχείριση των ζωντανών βοοειδών κατά τη μεταφορά (ΕΕ L 245, σ. 16).


4 –      Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαρτίου 2006, για την εναρμόνιση ορισμένων κοινωνικών διατάξεων στον τομέα των οδικών μεταφορών και για την τροποποίηση των κανονισμών (ΕΟΚ) 3821/85 και (ΕΚ) 2135/98 του Συμβουλίου καθώς και για την κατάργηση του κανονισμού (ΕΟΚ) 3820/85 του Συμβουλίου (ΕΕ L 102, σ. 1).


5 –      Βλ., όσον αφορά το ζήτημα των επιστροφών λόγω εξαγωγής, μεταξύ άλλων, αποφάσεις Viamex Agrar Handel και ZVK (C‑37/06 και C‑58/06, EU:C:2008:18)· Viamex Agrar Handel (C‑96/06, EU:C:2008:158), και Viamex Agrar Handel (C‑485/09, EU:C:2011:440).


6 –      Βλ. αιτιολογική σκέψη 11 του κανονισμού 1/2005.


7 –      Το άρθρο 13 ΣΛΕΕ αντικατοπτρίζει το προσαρτημένο στη Συνθήκη του Άμστερνταμ Πρωτόκολλο για την προστασία και την καλή διαβίωση των ζώων (ΕΕ C 340, σ. 110) (στο εξής: πρωτόκολλο για την καλή διαβίωση των ζώων), το οποίο ίσχυε κατά τον χρόνο εκδόσεως του κανονισμού 1/2005 (βλ., επίσης, απόφαση Zuchtvieh-Export, C‑424/13, EU:C:2015:259, σκέψη 35). Το ζήτημα αν στο πλαίσιο των μέτρων που λαμβάνει η Ένωση συνεκτιμάται επαρκώς η καλή διαβίωση των ζώων συνιστά ζήτημα το οποίο εξετάζεται στο πλαίσιο του ελέγχου της αναλογικότητας του εκάστοτε μέτρου, βλ. απόφαση Jippes κ.λπ. (C‑189/01, EU:C:2001:420, σκέψεις 79 και 85).


8 –      Βλ., μεταξύ άλλων, αιτιολογική σκέψη 13 και άρθρο 3, στοιχείο δʹ, του κανονισμού 1/2005. Βλ., επίσης, The welfare of animals during transport (details for horses, pigs, sheep and cattle), Έκθεση της Επιστημονικής Επιτροπής για την υγεία και την καλή διαβίωση των ζώων, της 11ης Μαρτίου 2002, Ευρωπαϊκή Επιτροπή, Γενική Διεύθυνση Υγείας και Προστασίας των καταναλωτών, Διεύθυνση C – Επιστημονικές Εκθέσεις, σ. 24.


9 –      Απόφαση Interboves (C‑277/06, EU:C:2008:548, σκέψεις 15 και 16), η οποία αφορά έναν παρόμοιο κανόνα που προβλέπεται στο σημείο 48.4., στοιχείο δʹ, του παραρτήματος της οδηγίας 91/628/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 19ης Νοεμβρίου 1991 για την προστασία των ζώων κατά τη μεταφορά και για την τροποποίηση των οδηγιών 90/425/ΕΟΚ και 91/496/ΕΟΚ (ΕΕ L 340, σ. 17, όπως τροποποιήθηκε).


10 –      Χάριν συνοχής, προσπάθησα να παραμείνω συνεπής, καθ’ όλη την έκταση των προτάσεών μου, στους γενικούς ορισμούς του άρθρου 2 του κανονισμού 1/2005, περιλαμβανομένων και αυτών του «ταξιδιού» και της «μεταφοράς». Ωστόσο, όπως θα καταστεί προφανές κατωτέρω, τούτο ήταν προοδευτικά όλο και πιο δύσκολο. Όπως προανέφερα, κατέβαλα προσπάθειες να είμαι όσο πιο συγκεκριμένος γίνεται εκεί όπου ήταν αναγκαίο.


11 –      Το άρθρο 2 του κανονισμού 1/2005 ορίζει ως τόπο αναχωρήσεως τον τόπο όπου το ζώο φορτώνεται για πρώτη φορά σε μεταφορικό μέσο, υπό την προϋπόθεση ότι έχει σταβλιστεί εκεί επί 48 ώρες τουλάχιστον πριν από την ώρα αναχώρησης. Ως τόπος προορισμού ορίζεται ο τόπος όπου το ζώο εκφορτώνεται από μεταφορικό μέσο και σταβλίζεται επί τουλάχιστον 48 ώρες πριν από την ώρα αναχώρησης ή σφάζεται. Υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις τα κέντρα συγκεντρώσεως μπορεί να θεωρηθεί ότι αποτελούν τόπους αναχωρήσεως χωρίς να πρέπει να ικανοποιείται η απαίτηση των 48 ωρών. Ωστόσο, η εξαίρεση αυτή δεν επεκτείνεται στον ορισμό του τόπου προορισμού. Ως εκ τούτου, ένα ταξίδι από τον τόπο όπου το ζώο φορτώνεται για πρώτη φορά σε ένα κέντρο συγκεντρώσεως το οποίο πληροί τις προδιαγραφές ως τόπος προορισμού τυπικά δεν ολοκληρώνεται εκτός και αν τα ζώα σταβλιστούν για 48 ώρες (ή σφαγιαστούν) στο εν λόγω κέντρο συγκεντρώσεως.


12 –      Βλ. άρθρο 2, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 91/628, όπου ως «μεταφορά» ορίζεται «[κ]άθε μετακίνηση ζώου με μεταφορικό μέσο, η οποία περιλαμβάνει φόρτωση και εκφόρτωση του ζώου».


13 –      Άρθρο 2, παράγραφος 2, στοιχείο ηʹ, της οδηγίας 91/628.


14 –      Είναι αναγκαίο να υπογραμμισθεί ότι και μεταξύ των διαφόρων γλωσσικών αποδόσεων του σημείου 1.4., στοιχείο δʹ, του κεφαλαίου V του παραρτήματος I, του κανονισμού 1/2005, παρατηρείται επίσης έλλειψη συνοχής, τόσο στην καθεμία χωριστά όσο και αν συγκριθούν μεταξύ τους. Πρώτον, ο όρος «μεταφορά» δεν χρησιμοποιείται σε όλες τις γλωσσικές αποδόσεις κατ’ αποκλειστικότητα καθόσον ορισμένες από αυτές χρησιμοποιούν όρους των οποίων οι ορισμοί δεν παρατίθενται (γερμανικά: Beförderung, αγγλικά: travel). Δεύτερον, σε ορισμένες από τις γλωσσικές αποδόσεις της ως άνω διατάξεως ο όρος «ταξίδι» χρησιμοποιείται αντί του όρου «μεταφορά» (ιταλικά: viaggio, πορτογαλικά: viagem, ρουμανικά: călătorie).


15 –      Κατά την αιτιολογική σκέψη 5 του κανονισμού 1/2005, «[…] η μεταφορά των ζώων κατά τα ταξίδια μεγάλης διάρκειας, συμπεριλαμβανομένων των ζώων προς σφαγή, θα πρέπει[, για λόγους που ανάγονται στην καλή διαβίωση των ζώων,] να περιορίζεται κατά το δυνατόν», καθόσον τα ταξίδια μεγάλης διάρκειας ενδέχεται, σύμφωνα με την αιτιολογική σκέψη 18, «[…] να επιδεινώνουν περισσότερο τις συνθήκες διαβίωσης των ζώων» σε σχέση με τα σύντομα ταξίδια. Εξάλλου, η δεύτερη περίοδος του άρθρου 3 του κανονισμού ορίζει ότι «[…] η μεταφορά [πρέπει να] πραγματοποιείται χωρίς καθυστέρηση μέχρι τον τόπο προορισμού και οι συνθήκες διαβίωσης των ζώων [να] ελέγχονται τακτικά και [να] διατηρούνται στα δέοντα επίπεδα». Τέλος, το άρθρο 5, παράγραφος 3, στοιχείο αʹ (Υποχρεώσεις προγραμματισμού για τη μεταφορά ζώων), υποχρεώνει τους διοργανωτές να διασφαλίζουν ότι για κάθε ταξίδι «[…] δεν διακυβεύονται οι συνθήκες διαβίωσης των ζώων από ανεπαρκή συντονισμό των διαφόρων τμημάτων του ταξιδίου και λαμβάνονται υπόψη οι καιρικές συνθήκες».


16 –      The welfare of animals during transport (details for horses, pigs, sheep and cattle), όπ.π., σ. 80.


17 –      Πρόταση Κανονισμού του Συμβουλίου, της 16ης Ιουλίου 2003, για την προστασία των ζώων κατά τη μεταφορά και συναφείς δραστηριότητες και για την τροποποίηση των οδηγιών 64/432/ΕΟΚ και 93/119/ΕΚ [COM(2003) 425 τελικό/3], παράρτημα I, κεφάλαιο V, σημείο 1.1., στοιχείο δʹ (σ. 49).


18 –      Βλ. αιτιολογικές σκέψεις 3 και 4 της οδηγίας 95/29/ΕΚ του Συμβουλίου, της 29ης Ιουνίου 1995, για την τροποποίηση της οδηγίας 91/628/ΕΟΚ για την προστασία των ζώων κατά τη μεταφορά (ΕΕ L 148, σ. 52).


19 –      Βλ., συναφώς, απόφαση Pfotenhilfe-Ungarn (C‑301/14, EU:C:2015:793 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Ενδεικτική αυτής της αντιστροφής στην ιεράρχηση των προτεραιοτήτων, σε επίπεδο χαράξεως πολιτικής, είναι η απόφαση Zuchtvieh-Export (C‑424/13, EU:C:2015:259), σύμφωνα με την οποία οι υπεύθυνοι για την οργάνωση μεταφορών είναι υποχρεωμένοι, πριν λάβουν άδεια για διεθνή μεταφορά ζώων η οποία έχει ως αφετηρία την Ένωση, να αποδείξουν ότι θα τηρηθούν όλες οι απαιτήσεις του κανονισμού 1/2005, συμπεριλαμβανομένης της διάρκειας του ταξιδιού και των περιόδων αναπαύσεως, όταν τμήματα του ταξιδιού πρόκειται να πραγματοποιηθούν σε τρίτη χώρα.


20 –      Για παράδειγμα: ας υποθέσουμε ότι ο μέγιστος επιτρεπόμενος χρόνος ταξιδίου με αυτοκίνητο όχημα σύμφωνα με τον κανόνα 14 + 1+14 χωρίς τη χρήση της 24ωρης στάσεως η οποία μπορεί να «εξουδετερώσει» τη μέχρι τότε μεταφορά έχει σχεδόν παρέλθει (27½ ώρες) αμέσως πριν από την επιβίβαση σε οχηματαγωγό επιβατηγό πλοίο το οποίο εκτελεί δρομολόγια εντός της Ένωσης. Το ίδιο το δρομολόγιο υπερβαίνει τις 28 ώρες (αν υποθέσουμε ότι υφίσταται τέτοιο δρομολόγιο). Σε μια τέτοια περίπτωση, η απόφαση Interboves (C‑277/06, EU:C:2008:548, σκέψεις 33 και 38) φαίνεται να δέχεται ότι μία περίοδος αναπαύσεως 12 ωρών αρκεί για να «εξουδετερώσει» τις, τουλάχιστον, 55½ ώρες οδικού και θαλάσσιου ταξιδιού που προηγήθηκαν αυτής της στάσεως, κατά τη διάρκεια των οποίων τα ζώα ουδέποτε εκφορτώθηκαν. Στο παράδειγμα δε αυτό, δεν είναι επίσης σαφές αν, μετά από την ανάπαυση των 12 ωρών η οποία λειτουργεί «εξουδετερωτικά», τα ζώα θα μπορούσαν να μεταφερθούν για ακόμη 28 ώρες οδικώς (υπό τον όρο ότι θα τους παρασχεθεί ακόμη μία ωριαία στάση). Στην περίπτωση δε της μεταφοράς με οχηματαγωγό επιβατηγό πλοίο εκτός της Ένωσης, δεν προβλέπεται καν περίοδος «εξουδετερώσεως»· βλ. απόφαση Schwaninger Martin (C‑207/06, EU:C:2008:414, σκέψεις 30 έως 35).


21 –      Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα P. Mengozzi στην υπόθεση Interboves (C‑277/06, EU:C:2008:162, σημείο 18).


22 –      Βλ., συναφώς, απόφαση Viamex Agrar Handel (C‑96/06, EU:C:2008:158, σκέψη 48).


23 –      Βλ., όσον αφορά την απώλεια ισορροπίας των βοοειδών κατά τη διάρκεια μεταφορών μεγάλων αποστάσεων, The welfare of animals during transport (details for horses, pigs, sheep and cattle), όπ.π., σ. 81.


24 –      Βλ. άρθρο 3, στοιχείο ηʹ, του κανονισμού 1/2005 καθώς και σημεία 1.3. έως και 1.5. και 2.1. έως και 2.3. του κεφαλαίου VI του παραρτήματος I του ιδίου κανονισμού.


25 –      Απόφαση Heemskerk και Schaap (C‑455/06, EU:C:2008:650, σκέψη 24).


26 –      Κανονισμός (ΕΚ) 615/98 της Επιτροπής, της 18ης Μαρτίου 1998, για ειδικές λεπτομέρειες εφαρμογής του καθεστώτος των επιστροφών κατά την εξαγωγή όσον αφορά την καλή μεταχείριση των ζωντανών βοοειδών κατά τη μεταφορά (ΕΕ L 82, σ. 19).


27 –      Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα P. Mengozzi στην υπόθεση Viamex Agrar Handel (C‑96/06, EU:C:2007:680, σημεία 29 και 30 και διατακτικό).


28 –      Απόφαση Viamex Agrar Handel (C‑96/06, EU:C:2008:158, σκέψεις 34 και 37 και πρώτη παράγραφος του διατακτικού).


29 –      Όπ.π. (σκέψεις 39 έως 41 και πρώτη παράγραφος του διατακτικού).


30 –      Απόφαση Heemskerk και Schaap (C‑455/06, EU:C:2008:650, σκέψεις 24 έως 32).


31 –      Βλ., συναφώς, απόφαση Viamex Agrar Handel (C‑96/06, EU:C:2008:158, σκέψεις 31 και 32).


32 –      Υπ’ αυτή την έννοια, μολονότι συμφωνώ ότι το νομικό σύστημα των κανονισμών σχετικά με τις επιστροφές λόγω εξαγωγής «[…] δημιούργησε ένα κοινοτικό δίκτυο» το οποίο «[…] προϋποθέτει αναγκαστικά συνεργασία μεταξύ των κρατών μελών» [βλ. προτάσεις του γενικού εισαγγελέα P. Mengozzi στην υπόθεση Viamex Agrar Handel (C‑96/06, EU:C:2007:680, σημεία 27 και 28)], εντούτοις, φρονώ, αντίθετα, ότι εξ αυτού προέκυψε η ανάγκη δυνατότητας ελέγχου των δηλώσεων όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης.


33 –      Βλ. άρθρο 83 του κανονισμού (ΕΕ, Ευρατόμ) 966/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Οκτωβρίου 2012, σχετικά με τους δημοσιονομικούς κανόνες που εφαρμόζονται στον γενικό προϋπολογισμό της Ένωσης και την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) 1605/2002 του Συμβουλίου (ΕΕ L 298, σ. 1).


34 –      Βλ. αιτιολογική σκέψη 5 του κανονισμού 817/2010.


35 –      Βλ., συναφώς, απόφαση Heemskerk και Schaap (C‑455/06, EU:C:2008:650, σκέψη 29 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).