Language of document : ECLI:EU:T:2011:283

Υπόθεση T-235/07

Bavaria NV

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής

«Ανταγωνισμός – Συμπράξεις – Ολλανδική αγορά μπίρας – Απόφαση διαπιστώνουσα παράβαση του άρθρου 81 ΕΚ – Απόδειξη της παραβάσεως – Πρόσβαση στον φάκελο – Πρόστιμα – Αρχή της ίσης μεταχειρίσεως – Εύλογη προθεσμία»

Περίληψη της αποφάσεως

1.      Ανταγωνισμός – Συμπράξεις – Συμφωνίες μεταξύ επιχειρήσεων – Έννοια – Σύγκλιση βουλήσεων ως προς τη συμπεριφορά που πρέπει να υιοθετηθεί στην αγορά

(Άρθρο 81 § 1 ΕΚ)

2.      Ανταγωνισμός – Συμπράξεις – Εναρμονισμένη πρακτική – Έννοια – Επαφές ασυμβίβαστες με την υποχρέωση κάθε επιχειρήσεως να καθορίζει αυτοτελώς τη συμπεριφορά της στην αγορά –Ανταλλαγή πληροφοριών – Τεκμήριο – Προϋποθέσεις

(Άρθρο 81 § 1 ΕΚ)

3.      Ανταγωνισμός – Διοικητική διαδικασία – Απόφαση της Επιτροπής διαπιστώνουσα παράβαση – Τρόπος αποδείξεως – Χρησιμοποίηση δέσμης ενδείξεων

(Άρθρο 81 § 1 ΕΚ)

4.      Ανταγωνισμός – Διοικητική διαδικασία – Απόφαση της Επιτροπής διαπιστώνουσα παράβαση – Τρόπος αποδείξεως – Έγγραφη απόδειξη

(Άρθρο 81 § 1 ΕΚ)

5.      Κοινοτικό δίκαιο – Αρχές – Θεμελιώδη δικαιώματα – Τεκμήριο αθωότητας – Διαδικασία στον τομέα του ανταγωνισμού – Εφαρμόζεται

(Άρθρο 81 § 1 ΕΚ)

6.      Ανταγωνισμός – Διοικητική διαδικασία – Απόφαση της Επιτροπής διαπιστώνουσα παράβαση – Χρησιμοποίηση ως αποδεικτικών μέσων δηλώσεων που υποβλήθηκαν στο πλαίσιο της ανακοινώσεως περί της συνεργασίας από άλλες επιχειρήσεις που μετέσχον στην παράβαση – Επιτρέπεται – Προϋποθέσεις

(Άρθρα 81 EΚ και 82 EΚ)

7.      Ανταγωνισμός – Συμπράξεις – Συμφωνίες μεταξύ επιχειρήσεων – Η Επιτροπή φέρει το βάρος αποδείξεως της παραβάσεως – Όρια

(Άρθρο 81 § 1 ΕΚ)

8.      Ανταγωνισμός – Συμπράξεις – Εναρμονισμένη πρακτική – Νόθευση του ανταγωνισμού – Κριτήρια εκτιμήσεως – Αντίθετο προς τον ανταγωνισμό αντικείμενο – Επαρκής διαπίστωση

(Άρθρο 81 § 1 ΕΚ)

9.      Ανταγωνισμός – Διοικητική διαδικασία – Απόφαση της Επιτροπής διαπιστώνουσα παράβαση – Η Επιτροπή φέρει το βάρος αποδείξεως τόσο της παραβάσεως όσο και της διάρκειάς της – Αποδεικτική ισχύς εκούσιων ενοχοποιητικών καταθέσεων κατά επιχειρήσεως εκ μέρους των κυρίων συμμετεχόντων σε σύμπραξη για να τύχουν εφαρμογής της ανακοινώσεως περί επιεικείας

(Άρθρο 81 § 1 ΕΚ· ανακοίνωση 96/C 207/04 της Επιτροπής)

10.    Ανταγωνισμός – Συμπράξεις – Σύνθετη παράβαση με στοιχεία τόσο συμφωνίας όσο και εναρμονισμένης πρακτικής – Ενιαίος χαρακτηρισμός της ως «συμφωνίας και/ή εναρμονισμένης πρακτικής» – Επιτρέπεται

(Άρθρο 81 § 1 ΕΚ)

11.    Ανταγωνισμός – Διοικητική διαδικασία – Απόφαση της Επιτροπής διαπιστώνουσα παράβαση επιχειρήσεως, εκδοθείσα κατόπιν άλλης αποφάσεως της Επιτροπής στην οποία η εν λόγω επιχείρηση αναφέρεται μόνο στο πλαίσιο της εκθέσεως των πραγματικών περιστατικών, χωρίς όμως να είναι αποδέκτης της αποφάσεως και χωρίς να της επιβάλλονται κυρώσεις – Παραβίαση της αρχής ne bis in idem – Δεν υφίσταται

(Άρθρο 81 § 1 ΕΚ)

12.    Ανταγωνισμός – Διοικητική διαδικασία – Απόφαση της Επιτροπής διαπιστώνουσα παράβαση – Η Επιτροπή φέρει το βάρος αποδείξεως τόσο της παραβάσεως όσο και της διάρκειάς της – Περιεχόμενο του βάρους αποδείξεως

(Άρθρο 81 § 1 ΕΚ)

13.    Ανταγωνισμός – Συμπράξεις – Απόδειξη – Απάντηση επιχειρήσεως σε αίτημα της Επιτροπής για παροχή πληροφοριών – Αποδεικτική ισχύς – Εκτίμηση

(Κανονισμοί του Συμβουλίου 17, άρθρο 3 § 1, και 1/2003, άρθρο 18)

14.    Ανταγωνισμός – Διοικητική διαδικασία – Απόφαση της Επιτροπής διαπιστώνουσα παράβαση – Υποχρέωση της Επιτροπής να εξετάσει, με επιμέλεια και αμεροληψία, όλα τα κρίσιμα για την προκειμένη υπόθεση στοιχεία

15.    Ανταγωνισμός – Διοικητική διαδικασία – Πρόωρη εκδήλωση εκ μέρους της Επιτροπής της πεποιθήσεώς της περί της υπάρξεως της παραβάσεως

16.    Ανταγωνισμός – Διοικητική διαδικασία – Σεβασμός των δικαιωμάτων άμυνας – Πρόσβαση στον φάκελο – Περιεχόμενο – Άρνηση κοινοποιήσεως εγγράφου – Συνέπειες – Απαιτείται να γίνει διάκριση μεταξύ ενοχοποιητικών και απαλλακτικών εγγράφων στο πλαίσιο του βάρους αποδείξεως το οποίο φέρει η ενδιαφερόμενη επιχείρηση

(Κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 27 § 2)

17.    Ανταγωνισμός – Διοικητική διαδικασία – Πρόσβαση στον φάκελο – Έγγραφα τα οποία δεν περιλαμβάνονται στον φάκελο έρευνας της υποθέσεως και δεν έγιναν δεκτά από την Επιτροπή ως ενοχοποιητικά έγγραφα – Έγγραφα δυνάμενα να χρησιμοποιηθούν για την άμυνα των διαδίκων

(Άρθρα 81 § 1 ΕΚ και 82 ΕΚ· Συμφωνία ΕΟΧ, άρθρα 53, 54 και 57· κανονισμός 139/2004 του Συμβουλίου· ανακοίνωση 2005/C 325/07 της Επιτροπής, σημείο 27)

18.    Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Καθορισμός – Περιθώριο εκτιμήσεως της Επιτροπής – Όρια – Τήρηση των κατευθυντηρίων γραμμών της Επιτροπής – Δικαστικός έλεγχος

(Άρθρο 81 ΕΚ· κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 23 § 2· ανακοίνωση 98/C 9/03 της Επιτροπής)

19.    Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Καθορισμός – Κριτήρια – Σοβαρότητα της παραβάσεως – Συνεκτίμηση του πραγματικού αντίκτυπου στην αγορά – Περιεχόμενο

(Κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 23 § 2· ανακοίνωση 98/C 9/03 της Επιτροπής, σημείο 1 A)

20.    Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Καθορισμός – Κριτήρια – Σοβαρότητα της παραβάσεως – Εξουσία εκτιμήσεως της Επιτροπής

(Κανονισμοί του Συμβουλίου 17 και 1/2003· ανακοίνωση 98/C 9/03 της Επιτροπής)

21.    Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Καθορισμός – Κατάταξη των εμπλεκομένων επιχειρήσεων σε διάφορες κατηγορίες – Προϋποθέσεις

(Ανακοίνωση 98/C 9/03 της Επιτροπής, σημείο 1 A, εδ. 6 και 7)

22.    Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Καθορισμός – Κατάταξη των εμπλεκομένων επιχειρήσεων σε διάφορες κατηγορίες – Κύκλος εργασιών που λαμβάνεται υπόψη

(Ανακοίνωση 98/C 9/03 της Επιτροπής, σημείο 1 A, εδ. 6 και 7)

23.    Ανταγωνισμός – Διοικητική διαδικασία – Υποχρεώσεις της Επιτροπής – Τήρηση εύλογης προθεσμίας – Κριτήρια εκτιμήσεως – Παράβαση – Συνέπειες

(Κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου)

24.    Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Καθορισμός – Δυνατότητα αυξήσεως του ποσού του προστίμου προς ενίσχυση του αποτρεπτικού του αποτελέσματος

(Άρθρο 81 ΕΚ)

25.    Ανταγωνισμός – Διοικητική διαδικασία – Υποχρεώσεις της Επιτροπής – Τήρηση εύλογης προθεσμίας – Παράβαση – Συνέπειες – Μείωση του ποσού του προστίμου με δίκαιο τρόπο

(Άρθρο 81 ΕΚ)

1.      Για να υπάρχει συμφωνία κατά την έννοια του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ, αρκεί οι εν λόγω επιχειρήσεις να έχουν εκφράσει την κοινή βούλησή τους να συμπεριφερθούν στην αγορά κατά καθορισμένο τρόπο. Μπορεί να θεωρηθεί ότι συνάπτεται συμφωνία, κατά την έννοια του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ, όταν υπάρχει σύγκλιση των βουλήσεων επί της αρχής του περιορισμού του ανταγωνισμού, μολονότι τα συγκεκριμένα στοιχεία του σχεδιαζόμενου περιορισμού αποτελούν ακόμα το αντικείμενο διαπραγματεύσεων. Η ύπαρξη συμφωνίας κατά την έννοια του άρθρου 81 ΕΚ δεν διακυβεύεται ούτε από την πιθανότητα ότι η σύγκλιση βουλήσεως των ζυθοποιών δεν αφορούσε συγκεκριμένες λεπτομέρειες εφαρμογής της αυξήσεως τιμών ούτε από το γεγονός ότι η εν λόγω σύγκλιση βουλήσεως, στην πραγματικότητα, ουδέποτε επιτεύχθηκε στην αγορά.

(βλ. σκέψεις 34-35, 175)

2.      Η έννοια της εναρμονισμένης πρακτικής αφορά μορφή συντονισμού μεταξύ επιχειρήσεων που, χωρίς να φθάνει μέχρι την κατά κυριολεξία σύναψη συμβάσεως, αντικαθιστά ηθελημένα τους κινδύνους που ενέχει ο ανταγωνισμός με την έμπρακτη συνεργασία των επιχειρήσεων αυτών. Συναφώς, το άρθρο 81, παράγραφος 1, ΕΚ απαγορεύει κάθε άμεση ή έμμεση επαφή μεταξύ επιχειρηματιών που μπορεί είτε να επηρεάσει τη συμπεριφορά εντός της αγοράς υφιστάμενου ή εν δυνάμει ανταγωνιστή είτε να αποκαλύψει σε έναν ανταγωνιστή τη συμπεριφορά που ο επιχειρηματίας έχει αποφασίσει ή σκέπτεται να ακολουθήσει στην αγορά, όταν οι επαφές αυτές έχουν ως αντικείμενο ή ως αποτέλεσμα τον περιορισμό του ανταγωνισμού.

Πρέπει να τεκμαίρεται, πλην αποδείξεως του εναντίου η οποία βαρύνει τους ενδιαφερομένους επιχειρηματίες, ότι οι επιχειρήσεις που έχουν μετάσχει στη συνεννόηση και εξακολουθούν να δρουν στην αγορά λαμβάνουν υπόψη τις πληροφορίες που αντήλλαξαν με τους ανταγωνιστές τους για να καθορίσουν τη συμπεριφορά τους στην αγορά. Τούτο ισχύει κατά μείζονα λόγο όταν η συνεννόηση γίνεται σε τακτά διαστήματα και επί μακρά χρονική περίοδο.

(βλ. σκέψεις 36-37, 178)

3.      Όσον αφορά τη διεξαγωγή των αποδείξεων περί παραβάσεως του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ, η Επιτροπή οφείλει να αποδείξει τις παραβάσεις που διαπιστώνει και να συλλέξει τα στοιχεία που αποδεικνύουν επαρκώς κατά νόμο την ύπαρξη των περιστατικών που στοιχειοθετούν παράβαση. Είναι συνεπώς αναγκαίο να προβάλει η Επιτροπή συγκεκριμένα και συγκλίνοντα στοιχεία που να αποδεικνύουν την ύπαρξη της παραβάσεως.

Ωστόσο, κάθε απόδειξη που προσκομίζει η Επιτροπή δεν χρειάζεται να ανταποκρίνεται αναγκαστικά στα κριτήρια αυτά σε σχέση προς κάθε στοιχείο της παραβάσεως. Αρκεί η δέσμη των ενδείξεων που επικαλείται το εν λόγω όργανο, συνολικώς εκτιμώμενη, να ανταποκρίνεται στην απαίτηση αυτή.

Δεδομένου ότι είναι γνωστή η απαγόρευση των συμφωνιών που θίγουν τον ανταγωνισμό, δεν μπορεί να απαιτηθεί από την Επιτροπή να προσκομίσει αποδείξεις που πιστοποιούν ρητά τις συνεννοήσεις μεταξύ των συγκεκριμένων επιχειρηματιών. Τα αποσπασματικά και διάσπαρτα στοιχεία που διαθέτει ενδεχομένως η Επιτροπή μπορούν σε κάθε περίπτωση να συμπληρωθούν με τη συναγωγή συμπερασμάτων που καθιστούν δυνατή τη διαπίστωση των κρίσιμων περιστατικών. Η ύπαρξη θίγουσας τον ανταγωνισμό πρακτικής ή συμφωνίας πρέπει να συνάγεται από ορισμένο αριθμό συμπτώσεων και ενδείξεων οι οποίες, συνολικά θεωρούμενες, μπορούν να αποτελέσουν, ελλείψει άλλης εύλογης εξηγήσεως, απόδειξη περί παραβάσεως των κανόνων ανταγωνισμού.

(βλ. σκέψεις 38-41)

4.      Όταν η Επιτροπή επικαλέστηκε έγγραφα αποδεικτικά στοιχεία προς στήριξη της διαπιστώσεως περί υπάρξεως συμφωνίας θίγουσας τον ανταγωνισμό, απόκειται στους διαδίκους, οι οποίοι αμφισβητούν ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου τη διαπίστωση αυτή, όχι απλώς να εκθέσουν μια εύλογη εξήγηση εναλλακτική της απόψεως της Επιτροπής, αλλά να υποστηρίξουν ότι οι αποδείξεις που δέχεται η προσβαλλόμενη απόφαση προς απόδειξη της υπάρξεως της παραβάσεως είναι ανεπαρκείς.

(βλ. σκέψη 42)

5.      Όσον αφορά την έκταση του δικαστικού ελέγχου, το Γενικό Δικαστήριο, όταν επιλαμβάνεται προσφυγής ακυρώσεως αποφάσεως εφαρμογής του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ, πρέπει να ασκεί, κατά γενικό κανόνα, πλήρη έλεγχο περί του αν πληρούνται ή όχι οι προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ.

Η ύπαρξη αμφιβολίας του δικαστή είναι υπέρ της επιχειρήσεως στην οποία απευθύνεται η απόφαση που διαπιστώνει παράβαση, σύμφωνα με την αρχή του τεκμηρίου αθωότητας, η οποία, ως γενική αρχή του δικαίου της Ένωσης, εφαρμόζεται και επί των διαδικασιών που αφορούν παραβάσεις των ισχυόντων για τις επιχειρήσεις κανόνων ανταγωνισμού που μπορούν να οδηγήσουν στην επιβολή προστίμων ή χρηματικών ποινών.

(βλ. σκέψεις 43-44)

6.      Καμία διάταξη ή γενική αρχή του δικαίου της Ένωσης δεν απαγορεύει στην Επιτροπή να επικαλείται σε βάρος μιας επιχειρήσεως δηλώσεις άλλων κατηγορουμένων επιχειρήσεων. Εάν δεν ίσχυε αυτό, το βάρος της αποδείξεως των συμπεριφορών που αντιβαίνουν στα άρθρα 81 ΕΚ και 82 ΕΚ, το οποίο βαρύνει την Επιτροπή, θα ήταν δυσβάστακτο και ασυμβίβαστο προς την αποστολή της επιβλέψεως της καλής εφαρμογής των διατάξεων αυτών, η οποία της έχει ανατεθεί από τη Συνθήκη ΕΚ.

Ασφαλώς, η δήλωση μιας επιχειρήσεως κατηγορουμένης ότι μετέσχε σε σύμπραξη, της οποίας η ακρίβεια αμφισβητείται από διάφορες άλλες κατηγορούμενες επιχειρήσεις, δεν μπορεί να θεωρηθεί ως συνιστώσα επαρκή απόδειξη της υπάρξεως παραβάσεως διαπραχθείσας από τις επιχειρήσεις αυτές αν δεν τεκμηριώνεται από άλλα αποδεικτικά στοιχεία. Επομένως, τέτοιου είδους δήλωση δεν αρκεί, αυτή και μόνη, για να στοιχειοθετήσει την ύπαρξη της παραβάσεως, αλλά πρέπει να τεκμηριωθεί με άλλα αποδεικτικά στοιχεία. Ωστόσο, πρέπει να θεωρηθεί ότι ο βαθμός τεκμηριώσεως που απαιτείται είναι μικρότερος, τόσο από πλευράς ακρίβειας όσο και από πλευράς εντάσεως, σε περίπτωση πολύ αξιόπιστης δηλώσεως, σε σχέση με μη ιδιαίτερα αξιόπιστη δήλωση.

Έτσι, αν κριθεί ότι, βάσει ενός συνόλου συγκλινουσών ενδείξεων, αποδεικνύεται η ύπαρξη και ορισμένες ιδιαίτερες πτυχές των πρακτικών για τις οποίες γίνεται λόγος στην εν λόγω δήλωση, η εν λόγω δήλωση θα μπορούσε να αρκέσει, αυτή και μόνη, στην περίπτωση αυτή, προς πιστοποίηση άλλων πτυχών της αποφάσεως της Επιτροπής.

Εξάλλου, εφόσον ένα έγγραφο δεν αντιφάσκει προδήλως προς τη δήλωση σχετικά με την ύπαρξη ή το ουσιώδες περιεχόμενο των επικρινόμενων πρακτικών, αρκεί να πιστοποιεί ουσιώδη στοιχεία των πρακτικών τις οποίες περιγράφει ώστε να έχει κάποια αξία ως επαληθευτικό στοιχείο στο πλαίσιο της δέσμης των ενοχοποιητικών αποδεικτικών στοιχείων που λαμβάνονται υπόψη.

(βλ. σκέψεις 60, 79-81)

7.      Η Επιτροπή είναι συχνά υποχρεωμένη να αποδεικνύει την ύπαρξη παραβάσεως υπό αντίξοες προς τούτο συνθήκες, στο μέτρο που μπορεί να έχουν παρέλθει πολλά έτη από την εποχή των περιστατικών που συνιστούν την παράβαση και που πολλές από τις επιχειρήσεις που αποτελούν το αντικείμενο της έρευνας δεν έχουν συνεργαστεί ενεργά μαζί της.

Εναπόκειται μεν αναγκαστικά στην Επιτροπή να αποδείξει ότι συνήφθη παράνομη συμφωνία περί κατανομής των αγορών, θα ήταν όμως υπερβολικό να απαιτείται, επιπλέον, να αποδείξει τον ειδικό μηχανισμό μέσω του οποίου θα επιτυγχανόταν ο σκοπός αυτός. Συγκεκριμένα, θα ήταν ιδιαίτερα εύκολο για μια επιχείρηση ευθυνόμενη για παράβαση να αποφύγει κάθε κύρωση, αν μπορούσε να αντλήσει επιχείρημα από το ότι οι πληροφορίες σχετικά με τη λειτουργία μιας παράνομης συμφωνίας είναι ασαφείς, όταν η ύπαρξη της συμφωνίας και ο θίγων τον ανταγωνισμό σκοπός της έχουν επαρκώς αποδειχθεί. Οι επιχειρήσεις μπορούν να αμυνθούν λυσιτελώς σε μια τέτοια περίπτωση εφόσον έχουν τη δυνατότητα να σχολιάσουν όλα τα αποδεικτικά στοιχεία που επικαλείται εναντίον τους η Επιτροπή.

(βλ. σκέψη 69)

8.      Από την κατά γράμμα διατύπωση της διατάξεως του άρθρου 81 ΕΚ προκύπτει ότι οι συμφωνίες και οι εναρμονισμένες πρακτικές μεταξύ επιχειρήσεων απαγορεύονται, ανεξαρτήτως οποιουδήποτε αποτελέσματος στην αγορά, όταν έχουν αντίθετο προς τον ανταγωνισμό αντικείμενο. Επομένως, εφόσον η Επιτροπή διαπίστωσε την ύπαρξη συμφωνιών και εναρμονισμένων πρακτικών με αντίθετο προς τον ανταγωνισμό αντικείμενο, η διαπίστωση αυτή δεν αναιρείται από τα στοιχεία που αντλούνται από τη μη εφαρμογή συμπαιγνιακών συμφωνιών ή τη μη ύπαρξη αποτελέσματος στην αγορά.

(βλ. σκέψεις 70-71)

9.      Μολονότι επικρατεί γενικώς κάποια δυσπιστία ως προς τις εκούσιες καταθέσεις των κυρίων συμμετεχόντων σε παράνομη σύμπραξη, ενόψει της δυνατότητας ότι οι συμμετέχοντες αυτοί έχουν την τάση να ελαχιστοποιούν τη σημασία της συμβολής τους στην παράβαση και να μεγιστοποιούν τη συμβολή των άλλων, το γεγονός ότι ζήτησαν υπέρ αυτών την εφαρμογή της ανακοινώσεως περί επιεικείας για να επιτύχουν μείωση του προστίμου δεν παροτρύνει οπωσδήποτε τους λοιπούς συμμετέχοντες στην επίμαχη σύμπραξη να προσκομίσουν παραποιημένα αποδεικτικά στοιχεία. Συγκεκριμένα, κάθε προσπάθεια να παραπλανηθεί η Επιτροπή μπορεί να διακυβεύσει την ειλικρίνεια καθώς και την πληρότητα της συνεργασίας του αιτούντος και, κατά συνέπεια, να θέσει σε κίνδυνο τη δυνατότητά του να αντλήσει υπέρ αυτού πλήρες όφελος από την ανακοίνωση περί επιεικείας.

(βλ. σκέψη 78)

10.    Ενώπιον σύνθετης πραγματικής καταστάσεως, ο διπλός χαρακτηρισμός της αντίθετης προς τον ανταγωνισμό συμπεριφοράς ως «συνόλου συμφωνιών και/ή εναρμονισμένων πρακτικών», καθόσον η εν λόγω συμπεριφορά περιλαμβάνει τόσο στοιχεία που πρέπει να χαρακτηρισθούν ως «συμφωνίες» όσο και στοιχεία που πρέπει να χαρακτηρισθούν ως «εναρμονισμένες πρακτικές», δεν πρέπει να νοηθεί ως χαρακτηρισμός που απαιτεί συγχρόνως και σωρευτικώς να αποδεικνύεται ότι έκαστο των πραγματικών αυτών στοιχείων αποτελεί συστατικό στοιχείο συμφωνίας και εναρμονισμένης πρακτικής, αλλά ότι προσδιορίζει ένα σύνθετο σύνολο πραγματικών στοιχείων, ορισμένα από τα οποία χαρακτηρίσθηκαν ως συμφωνίες και άλλα ως εναρμονισμένες πρακτικές υπό την έννοια του άρθρου 81 ΕΚ, το οποίο δεν προβλέπει συγκεκριμένο χαρακτηρισμό για το εν λόγω είδος σύνθετης παραβάσεως.

(βλ. σκέψη 183)

11.    Η αρχή ne bis in idem, η οποία συνιστά γενική αρχή του δικαίου της Ένωσης, την τήρηση της οποίας διασφαλίζει ο δικαστής, απαγορεύει την επιβολή πλειόνων κυρώσεων στο ίδιο πρόσωπο για την ίδια παράνομη συμπεριφορά προς προστασία του ιδίου εννόμου συμφέροντος. Η εφαρμογή της αρχής αυτής εξαρτάται από τρεις σωρευτικές προϋποθέσεις, ήτοι από την ταυτότητα των πραγματικών περιστατικών, την ταυτότητα του παραβάτη και την ταυτότητα του προστατευομένου εννόμου συμφέροντος.

Όταν η Επιτροπή επιβάλλει κυρώσεις σε επιχείρηση λόγω αντίθετης προς τον ανταγωνισμό συμπεριφοράς, η εν λόγω αρχή ουδόλως παραβιάζεται λόγω του ότι η επίδικη συμπεριφορά έχει αποτελέσει το αντικείμενο προγενέστερης αποφάσεως της Επιτροπής, εφόσον δεν επιβλήθηκαν κυρώσεις στην οικεία επιχείρηση με την προγενέστερη αυτή απόφαση και η επιχείρηση αυτή δεν περιλαμβανόταν στους αποδέκτες της αποφάσεως αυτής, ούτε στους αποδέκτες της ανακοινώσεως των αιτιάσεων, η οποία εκδόθηκε στο πλαίσιο της διαδικασίας που οδήγησε στην έκδοση της εν λόγω αποφάσεως, και η συμμετοχή της σε αθέμιτη συμπεριφορά αναφέρθηκε μόνο στο πλαίσιο της εκθέσεως των πραγματικών περιστατικών, χωρίς να αποτελέσει αντικείμενο καμίας νομικής εκτιμήσεως εκ μέρους της Επιτροπής.

(βλ. σκέψεις 186-188)

12.    Η διάρκεια της παραβάσεως αποτελεί συστατικό στοιχείο της έννοιάς της, βάσει του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ, το βάρος αποδείξεως του οποίου φέρει, κυρίως, η Επιτροπή. Συναφώς, όταν δεν υπάρχουν αποδεικτικά στοιχεία δυνάμενα να αποδείξουν άμεσα τη διάρκεια μιας παραβάσεως, η Επιτροπή στηρίζεται, τουλάχιστον, σε αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με πραγματικά περιστατικά χωρίς μεγάλη χρονική απόσταση μεταξύ τους, ώστε να μπορεί λογικά να γίνει δεκτό ότι η παράβαση συνεχίστηκε αδιάλειπτα μεταξύ δύο συγκεκριμένων ημερομηνιών.

(βλ. σκέψη 198)

13.    Δήλωση πραγματοποιηθείσα επ’ ονόματι επιχειρήσεως ως απάντηση σε αίτηση παροχής πληροφοριών, την οποία απηύθυνε η Επιτροπή δυνάμει του άρθρου 11 του κανονισμού 17 και του άρθρου 18 του κανονισμού 1/2003 υπερβαίνει, καθεαυτή, την τυχόν αξιοπιστία απαντήσεως μέλους του προσωπικού ανεξαρτήτως της προσωπικής του εμπειρίας ή γνώμης.

(βλ. σκέψη 217)

14.    Μεταξύ των εγγυήσεων που κατοχυρώνει η κοινοτική έννομη τάξη στις διοικητικές διαδικασίες περιλαμβάνεται ιδίως η αρχή της χρηστής διοικήσεως, η οποία συνεπάγεται την υποχρέωση του αρμοδίου κοινοτικού οργάνου να εξετάζει με επιμέλεια και αμεροληψία όλα τα κρίσιμα στοιχεία της οικείας υποθέσεως.

(βλ. σκέψη 222)

15.    Η ύπαρξη παραβάσεως πρέπει να εκτιμάται βάσει των αποδεικτικών στοιχείων που συνέλεξε η Επιτροπή. Οσάκις το υποστατό μιας παραβάσεως έχει όντως αποδειχθεί κατά το πέρας μιας διοικητικής διαδικασίας, η απόδειξη του ότι η Επιτροπή εκδήλωσε προώρως, κατά τη διαδικασία αυτή, την πεποίθησή της ότι υφίσταται η εν λόγω παράβαση δεν αναιρεί την απόδειξη της παραβάσεως καθεαυτής.

(βλ. σκέψη 226)

16.    Το δικαίωμα προσβάσεως στον φάκελο, απόρροια της αρχής του σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας, συνεπάγεται ότι η Επιτροπή υποχρεούται να παρέχει στην ενδιαφερόμενη επιχείρηση τη δυνατότητα εξετάσεως όλων των εγγράφων που περιλαμβάνονται στον φάκελο έρευνας και τα οποία ενδέχεται να είναι κρίσιμα για την άμυνά της. Στα έγγραφα αυτά συγκαταλέγονται τόσο τα επιβαρυντικά όσο και τα απαλλακτικά στοιχεία, με εξαίρεση τα επιχειρηματικά απόρρητα άλλων επιχειρήσεων, τα εσωτερικά έγγραφα της Επιτροπής και άλλες εμπιστευτικές πληροφορίες.

Όσον αφορά τα αποδεικτικά στοιχεία, η μη κοινοποίηση εγγράφου δεν συνιστά προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας παρά μόνον αν η ενδιαφερόμενη επιχείρηση αποδεικνύει, αφενός, ότι η Επιτροπή στηρίχθηκε στο έγγραφο αυτό προς θεμελίωση της αιτιάσεώς της όσον αφορά την ύπαρξη παραβάσεως και, αφετέρου, ότι η αιτίαση αυτή μπορούσε να αποδειχθεί μόνο με επίκληση του εν λόγω εγγράφου. Συνεπώς, στην ενδιαφερόμενη επιχείρηση απόκειται να αποδείξει ότι το αποτέλεσμα στο οποίο κατέληξε η Επιτροπή με την απόφασή της θα ήταν διαφορετικό αν δεν λαμβανόταν υπόψη, ως ενοχοποιητικό αποδεικτικό στοιχείο, ένα μη κοινοποιηθέν έγγραφο επί του οποίου η Επιτροπή στήριξε τις κατηγορίες της κατά της επιχειρήσεως αυτής.

Αντιθέτως, όταν πρόκειται για μη κοινοποίηση απαλλακτικού εγγράφου, η ενδιαφερόμενη επιχείρηση οφείλει απλώς να αποδείξει ότι η παράλειψη κοινοποιήσεως του εγγράφου αυτού μπόρεσε να επηρεάσει, σε βάρος της επιχειρήσεως αυτής, την εξέλιξη της διαδικασίας και το περιεχόμενο της αποφάσεως της Επιτροπής. Αρκεί η επιχείρηση να αποδείξει ότι θα μπορούσε να έχει χρησιμοποιήσει τα εν λόγω απαλλακτικά έγγραφα για την άμυνά της, αποδεικνύοντας, μεταξύ άλλων, ότι θα μπορούσε να είχε επικαλεστεί στοιχεία τα οποία δεν συμφωνούν με τις εκτιμήσεις της Επιτροπής κατά το στάδιο της ανακοινώσεως των αιτιάσεων, και θα μπορούσε, συνεπώς, να έχει επηρεάσει, καθ’ οιονδήποτε τρόπο, τις εκτιμήσεις που διατύπωσε η Επιτροπή με την απόφαση.

(βλ. σκέψεις 236-239)

17.    Η ανακοίνωση των αιτιάσεων είναι πράξη με σκοπό να οριοθετηθεί το αντικείμενο της κινηθείσας διαδικασίας κατά επιχειρήσεως και να διασφαλιστεί η αποτελεσματική άσκηση των δικαιωμάτων άμυνας των επιχειρήσεων. Υπό το πρίσμα αυτό, η ανακοίνωση των αιτιάσεων ενέχει δικονομικές εγγυήσεις εφαρμόζουσες την αρχή της τηρήσεως των δικαιωμάτων άμυνας, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται το δικαίωμα προσβάσεως στα έγγραφα που ανήκουν στον φάκελο της Επιτροπής.

Οι απαντήσεις στην ανακοίνωση των αιτιάσεων δεν αποτελούν μέρος του καθεαυτού φακέλου της έρευνας. Όσον αφορά τα έγγραφα που δεν αποτελούν μέρος του φακέλου που έχει συσταθεί κατά τον χρόνο της κοινοποιήσεως της ανακοινώσεως των αιτιάσεων, η Επιτροπή υποχρεούται να δημοσιοποιήσει τις εν λόγω απαντήσεις σε άλλα εμπλεκόμενα μέρη μόνον αν προκύπτει ότι περιλαμβάνουν νέα ενοχοποιητικά ή απαλλακτικά στοιχεία. Ομοίως, κατά το σημείο 27 της ανακοινώσεως της Επιτροπής περί των κανόνων πρόσβασης στον φάκελο υπόθεσης της Επιτροπής δυνάμει των άρθρων 81 ΕΚ και 82 ΕΚ, των άρθρων 53, 54 και 57 της Συμφωνίας για τον ΕΟΧ, και του κανονισμού (ΕΚ) 139/2004, κατά γενικό κανόνα δεν παρέχεται πρόσβαση στις απαντήσεις των άλλων μερών στις αιτιάσεις της Επιτροπής. Ένα μέρος έχει πρόσβαση στα έγγραφα αυτά μόνον οσάκις τα έγγραφα αυτά μπορούν να περιέχουν νέα αποδεικτικά στοιχεία, είτε ενοχοποιητικά είτε απαλλακτικά, αναφερόμενα στους ισχυρισμούς που διατυπώνονται κατά του εν λόγω μέρους στην ανακοίνωση των αιτιάσεων της Επιτροπής.

Συναφώς, όσον αφορά, αφενός, τα νέα ενοχοποιητικά στοιχεία, αν η Επιτροπή σκοπεύει να στηριχθεί σε ένα στοιχείο αντλούμενο από απάντηση σε ανακοίνωση αιτιάσεων για να αποδείξει την ύπαρξη παραβάσεως, πρέπει να δοθεί η δυνατότητα στις λοιπές εμπλεκόμενες στη διαδικασία επιχειρήσεις να εκφράσουν την άποψή τους επί του νέου αυτού αποδεικτικού στοιχείου.

Όσον αφορά, αφετέρου, τα νέα απαλλακτικά στοιχεία, κατά την ίδια αυτή νομολογία, η Επιτροπή δεν υποχρεούται να τα καταστήσει προσιτά, με δική της πρωτοβουλία. Σε περίπτωση που η Επιτροπή απορρίψει κατά τη διοικητική διαδικασία την αίτηση ενός προσφεύγοντος να του παρασχεθεί πρόσβαση σε έγγραφα τα οποία δεν υπάρχουν στον φάκελο έρευνας της υποθέσεως, μπορεί να διαπιστωθεί η ύπαρξη προσβολής των δικαιωμάτων άμυνας μόνον εφόσον αποδειχθεί ότι η διοικητική διαδικασία μπορούσε να έχει καταλήξει σε διαφορετικό αποτέλεσμα σε περίπτωση που ο προσφεύγων είχε πρόσβαση στα εν λόγω έγγραφα κατά τη διάρκεια της διαδικασίας αυτής.

(βλ. σκέψεις 241-246, 249)

18.    Η Επιτροπή έχει ευρεία εξουσία εκτιμήσεως όσον αφορά τη μέθοδο επιμετρήσεως των προστίμων. Η μέθοδος αυτή, της οποίας το περίγραμμα δίνουν οι κατευθυντήριες γραμμές για τον υπολογισμό των προστίμων που επιβάλλονται κατ’ εφαρμογή του άρθρου 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17 και του άρθρου 65, παράγραφος 5, της Συνθήκης ΕΚΑΧ, έχει διάφορα στοιχεία ευελιξίας τα οποία δίνουν στην Επιτροπή τη δυνατότητα να ασκεί τη διακριτική της εξουσία σύμφωνα με τις διατάξεις του κανονισμού 1/2003.

Επιπλέον, σε τομείς όπως ο καθορισμός του ύψους ενός προστίμου, στους οποίους η Επιτροπή διαθέτει περιθώριο εκτιμήσεως, για παράδειγμα όσον αφορά τον συντελεστή προσαύξησης λόγω της διάρκειας της παραβάσεως, ο έλεγχος νομιμότητας που ασκείται επί των εκτιμήσεων αυτών περιορίζεται στο να εξακριβωθεί ότι δεν υπάρχει πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως. Αντιθέτως, το περιθώριο εκτιμήσεως της Επιτροπής και τα όρια τα οποία η ίδια έχει ορίσει δεν προδικάζουν την εκ μέρους του κοινοτικού δικαστή άσκηση της αρμοδιότητάς του πλήρους δικαιοδοσίας, που του παρέχει την εξουσία να εξαλείφει, να μειώνει ή να αυξάνει το ποσό του επιβαλλόμενου από την Επιτροπή προστίμου.

(βλ. σκέψεις 265-267)

19.    Η σοβαρότητα των παραβάσεων πρέπει να αποδεικνύεται βάσει πολλών στοιχείων, όπως είναι, ιδίως, τα ιδιαίτερα περιστατικά της υποθέσεως, το γενικό πλαίσιο στο οποίο αυτές εντάσσονται και ο αποτρεπτικός χαρακτήρας των προστίμων, ως προς τα οποία η Επιτροπή διαθέτει περιθώριο εκτιμήσεως.

Συγκεκριμένα, σύμφωνα με το σημείο 1 Α, πρώτο εδάφιο, των κατευθυντηρίων γραμμών για τον υπολογισμό των προστίμων που επιβάλλονται δυνάμει του άρθρου 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17 και του άρθρου 65, παράγραφος 5, της Συνθήκης ΕΚΑΧ, κατά την εκτίμηση της σοβαρότητας της παράβασης λαμβάνονται υπόψη η ίδια η φύση της παράβασης, ο πραγματικός αντίκτυπός της στην αγορά, εφόσον αυτός μπορεί να εκτιμηθεί, και η έκταση της σχετικής γεωγραφικής αγοράς. Στο πλαίσιο του ελέγχου που ασκεί κατά πλήρη δικαιοδοσία, στο Γενικό Δικαστήριο εναπόκειται να εκτιμήσει αν το ποσό του επιβληθέντος προστίμου είναι ανάλογο προς τη σοβαρότητα και τη διάρκεια της παραβάσεως και να σταθμίσει τη σοβαρότητα της παραβάσεως με τις περιστάσεις που επικαλείται η επιχείρηση.

Κατά το γράμμα του σημείου 1 A, δεύτερο εδάφιο, τρίτη περίπτωση, των κατευθυντηρίων γραμμών, οι πολύ σοβαρές παραβάσεις αντιστοιχούν, κατ’ ουσίαν, σε «οριζόντιους περιορισμούς, παραδείγματος χάρη συνασπισμούς επιχειρήσεων με σκοπό τον έλεγχο των τιμών ή τον επιμερισμό των αγορών βάσει ποσοστώσεων». Οι συμπράξεις αυτού του είδους εμπίπτουν στις σοβαρότερες μορφές προσβολής του ανταγωνισμού, καθόσον αποσκοπούν, με το αντικείμενό τους καθεαυτό, απλώς και αμιγώς στην εξάλειψη του ανταγωνισμού μεταξύ των επιχειρήσεων που τις εφαρμόζουν, και θίγουν, κατά συνέπεια, τους θεμελιώδεις σκοπούς της Ένωσης. Οι οριζόντιες συμπράξεις περί τιμών ή οι κατανομές αγορών μπορούν να χαρακτηρισθούν ως πολύ σοβαρές παραβάσεις βάσει και μόνον της φύσεώς τους, χωρίς να υποχρεούται η Επιτροπή να αποδείξει την ύπαρξη συγκεκριμένου αντίκτυπου της παραβάσεως στην αγορά.

Αν ο πραγματικός αντίκτυπος της παραβάσεως στην αγορά αποτελεί στοιχείο που πρέπει να ληφθεί υπόψη προς εκτίμηση της σοβαρότητας της εν λόγω παραβάσεως, πρόκειται για ένα κριτήριο μεταξύ άλλων, όπως ο χαρακτήρας της παραβάσεως και της εκτάσεως της γεωγραφικής αγοράς. Ομοίως, από το σημείο 1 A, πρώτο εδάφιο, των κατευθυντηρίων γραμμών προκύπτει ότι ο αντίκτυπος αυτός πρέπει να λαμβάνεται υπόψη μόνον εφόσον είναι δυνατό να εκτιμηθεί.

(βλ. σκέψεις 270-272, 275-276, 280-281)

20.    Η Επιτροπή διαθέτει, στο πλαίσιο του κανονισμού 17 και του κανονισμού 1/2003, περιθώριο εκτιμήσεως κατά τον καθορισμό του ύψους των προστίμων, προκειμένου να κατευθύνει τη συμπεριφορά των επιχειρήσεων στην τήρηση των κανόνων περί ανταγωνισμού και να μπορεί ανά πάσα στιγμή να προσαρμόζει το επίπεδο των προστίμων με τις ανάγκες της πολιτικής αυτής.

Η προηγούμενη πρακτική λήψεως των αποφάσεων της Επιτροπής δεν συνιστά το νομικό πλαίσιο της επιβολής προστίμων στον τομέα του ανταγωνισμού.

Οι αποφάσεις που αφορούν άλλες υποθέσεις έχουν ενδεικτικό χαρακτήρα όσον αφορά την τυχόν ύπαρξη δυσμενών διακρίσεων, δεδομένου ότι είναι ελάχιστα πιθανό να ταυτίζονται τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τους, όπως οι σχετικές αγορές, τα προϊόντα, οι επιχειρήσεις και οι χρονικές περίοδοι.

Η Επιτροπή εκτιμά τη σοβαρότητα των παραβάσεων βάσει πολυάριθμων στοιχείων που δεν περιέχονται σε ένα δεσμευτικό ή εξαντλητικό κατάλογο κριτηρίων που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη και ότι, εξάλλου, δεν υποχρεούται να εφαρμόζει κάποιο συγκεκριμένο μαθηματικό τύπο, είτε πρόκειται περί του συνολικού ποσού του επιβληθέντος προστίμου είτε περί της αναλύσεώς του σε διάφορα στοιχεία. Υπό τις συνθήκες αυτές, η άμεση σύγκριση των προστίμων που επιβλήθηκαν στους αποδέκτες των δύο αποφάσεων σχετικά με διαφορετικές παραβάσεις ενέχει τον κίνδυνο αλλοιώσεως των συγκεκριμένων σκοπών που πληρούν τα διάφορα στάδια υπολογισμού ενός προστίμου. Συγκεκριμένα, τα τελικά ποσά των προστίμων αντανακλούν τις συγκεκριμένες περιστάσεις που χαρακτηρίζουν κάθε σύμπραξη καθώς και τις ιδιαίτερες εκτιμήσεις της προκειμένης περιπτώσεως.

(βλ. σκέψεις 288, 290, 293-294)

21.    Κατά τις κατευθυντήριες γραμμές για τον υπολογισμό των προστίμων που επιβάλλονται δυνάμει του άρθρου 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17 και του άρθρου 65, παράγραφος 5, της Συνθήκης ΕΚΑΧ, σε περιπτώσεις παραβάσεων στις οποίες εμπλέκονται πολλές επιχειρήσεις, η Επιτροπή μπορεί να διαφοροποιεί τα αρχικά ποσά, προκειμένου να λάβει υπόψη τη συγκεκριμένη οικονομική επιφάνεια κάθε επιχειρήσεως, κατανέμοντας τα μέλη της συμπράξεως σε ομάδες, ιδιαίτερα αν υφίστανται σημαντικές διαφορές ως προς το μέγεθος μεταξύ επιχειρήσεων που διαπράττουν το ίδιο είδος παράβασης. Διευκρινίζεται, εξάλλου, ότι η αρχή της επιβολής ισοδύναμων κυρώσεων για την ίδια συμπεριφορά είναι δυνατό να οδηγήσει, στις περιπτώσεις που αυτό επιβάλλεται, στον καθορισμό διαφορετικών ποσών καταβλητέων από τις εμπλεκόμενες επιχειρήσεις χωρίς η διαφοροποίηση αυτή να ανταποκρίνεται σε κάποιον αριθμητικό υπολογισμό.

Κατά τον καθορισμό της σοβαρότητας της παραβάσεως, η Επιτροπή, σε περίπτωση που επιβάλλει πρόστιμα σε πολλές επιχειρήσεις εμπλεκόμενες στην ίδια παράβαση, δεν υποχρεούται να εξασφαλίζει ότι τα τελικά ποσά των προστίμων στα οποία καταλήγει ο υπολογισμός της για τις εμπλεκόμενες επιχειρήσεις αντανακλούν κάθε διαφοροποίηση μεταξύ των επιχειρήσεων αυτών όσον αφορά τον συνολικό κύκλο εργασιών τους. Αντιθέτως, μπορεί να κατατάσσει τις επιχειρήσεις αυτές σε ομάδες.

Πάντως, η κατάταξη σε κατηγορίες πρέπει να τηρεί την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως, σύμφωνα με την οποία απαγορεύεται να αντιμετωπίζονται με διαφορετικό τρόπο παρόμοιες καταστάσεις και με όμοιο τρόπο διαφορετικές καταστάσεις, εκτός αν η μεταχείριση αυτή δικαιολογείται αντικειμενικώς. Περαιτέρω, το ποσό των προστίμων πρέπει, τουλάχιστον, να είναι ανάλογο προς τα στοιχεία που ελήφθησαν υπόψη για να εκτιμηθεί η βαρύτητα της παραβάσεως.

(βλ. σκέψεις 298-300)

22.    Παρά τον κατά προσέγγιση χαρακτήρα του, ο κύκλος εργασιών αποτελεί κατάλληλο κριτήριο, στο πλαίσιο του δικαίου του ανταγωνισμού, για την εκτίμηση του μεγέθους και της οικονομικής ισχύος των ενδιαφερόμενων επιχειρήσεων.

Όσον αφορά τη χρησιμοποίηση κύκλου εργασιών περιλαμβάνοντος τους ειδικούς φόρους καταναλώσεως για τον υπολογισμό των εξατομικευμένων βασικών ποσών, τονίζεται ότι, καθόσον ο υπολογισμός αυτός συνεπάγεται τη διαφοροποίηση της σχετικής σημασίας στην αγορά των λοιπών συμμετεχόντων στη σύμπραξη, ο μη συνυπολογισμός των δασμών ή ειδικών φόρων καταναλώσεως δεν μεταβάλλει το τελικό συμπέρασμα της Επιτροπής. Μόνο σε περίπτωση κατά την οποία η Επιτροπή είχε υπολογίσει τα εξατομικευμένα βασικά ποσά των λοιπών εμπλεκόμενων μερών βάσει κύκλου εργασιών στον οποίο δεν περιλαμβάνονται οι ειδικοί φόροι καταναλώσεως θα μπορούσε βασίμως να προβληθεί παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως.

(βλ. σκέψεις 304, 306)

23.    Η τήρηση εύλογης προθεσμίας στις διοικητικές διαδικασίες σχετικά με την πολιτική ανταγωνισμού αποτελεί γενική αρχή του δικαίου της Ένωσης, της οποίας τον σεβασμό εξασφαλίζουν τα δικαστήρια της Ένωσης.

Για την εφαρμογή της αρχής αυτής, πρέπει να γίνει διάκριση μεταξύ δύο σταδίων της διοικητικής διαδικασίας, δηλαδή της έρευνας πριν από την ανακοίνωση των αιτιάσεων και της λοιπής διοικητικής διαδικασίας. Η πρώτη περίοδος, η οποία εκτείνεται μέχρι την ανακοίνωση των αιτιάσεων, έχει ως σημείο αφετηρίας την ημερομηνία κατά την οποία η Επιτροπή λαμβάνει μέτρα που συνεπάγονται ότι προσάπτεται μια παράβαση και πρέπει να της δώσει τη δυνατότητα να λάβει θέση σχετικά με τον προσανατολισμό της διαδικασίας. Η δεύτερη περίοδος εκτείνεται από την ανακοίνωση των αιτιάσεων μέχρι την έκδοση της τελικής αποφάσεως. Πρέπει να δώσει στην Επιτροπή τη δυνατότητα να αποφανθεί οριστικά επί της προσαπτομένης παραβάσεως.

Ελλείψει πρόσθετων πληροφοριών ή αιτιολογίας εκ μέρους της Επιτροπής ως προς τις διεξαχθείσες κατά τη διάρκεια της περιόδου αυτής ερευνητικές πράξεις, η διάρκεια των 65 μηνών του πρώτου σταδίου της διαδικασίας πρέπει να θεωρηθεί υπερβολική. Ωστόσο η διαπίστωση προσβολής της αρχής της εύλογης προθεσμίας μπορεί να οδηγήσει στην ακύρωση αποφάσεως διαπιστώνουσας παράβαση μόνον αν η διάρκεια της διαδικασίας είχε επιπτώσεις στην έκβαση της διαδικασίας.

(βλ. σκέψεις 316-318, 320, 322, 325)

24.    Το ότι η Επιτροπή επέβαλε στο παρελθόν πρόστιμα ορισμένου ύψους για ορισμένες μορφές παραβάσεων δεν της στερεί τη δυνατότητα να αυξάνει το ύψος αυτό, εντός των ορίων που τίθενται με τον κανονισμό 1/2003, αν η εν λόγω αύξηση είναι αναγκαία για την εφαρμογή της πολιτικής ανταγωνισμού. Αντιθέτως, η αποτελεσματική εφαρμογή των κοινοτικών κανόνων ανταγωνισμού προϋποθέτει ότι η Επιτροπή μπορεί οποτεδήποτε να προσαρμόζει το ύψος των προστίμων στις ανάγκες της πολιτικής αυτής.

(βλ. σκέψη 335)

25.    Παρατυπία της διαδικασίας, ακόμα και αν δεν δύναται να καταλήξει στην ακύρωση αποφάσεως, εκδοθείσα από την Επιτροπή κατά εταιρίας λόγω παραβάσεως των κανόνων του ανταγωνισμού, δύναται να δικαιολογήσει μείωση του προστίμου. Η υπέρβαση της εύλογης προθεσμίας δύναται να αποτελέσει βάση της αποφάσεως της Επιτροπής να μειώσει δικαίως το ποσό του προστίμου, δεδομένου ότι η δυνατότητα της μειώσεως αυτής εντάσσεται στο πλαίσιο της ασκήσεως των προνομίων της.

(βλ. σκέψεις 337-338)