Language of document : ECLI:EU:T:2021:637

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ένατο πενταμελές τμήμα)

της 29ης Σεπτεμβρίου 2021 (*)

«Ανταγωνισμός – Συμπράξεις – Αγορά των ηλεκτρολυτικών πυκνωτών αλουμινίου και τανταλίου – Απόφαση με την οποία διαπιστώνεται παράβαση του άρθρου 101 ΣΛΕΕ και του άρθρου 53 της Συμφωνίας ΕΟΧ – Συντονισμός των τιμών σε ολόκληρο τον ΕΟΧ – Πρόστιμα – Μερική απαλλαγή από το πρόστιμο – Παράγραφος 26 της ανακοινώσεως του 2006 περί συνεργασίας – Μείωση του ποσού του προστίμου – Παράγραφος 37 των κατευθυντηρίων γραμμών του 2006 για τον υπολογισμό των προστίμων – Ανώτατο όριο του 10 % του κύκλου εργασιών – Πλήρης δικαιοδοσία»

Στην υπόθεση T‑344/18,

Rubycon Corp., με έδρα την Ina (Ιαπωνία),

Rubycon Holdings Co. Ltd, με έδρα την Ina,

εκπροσωπούμενες από τους J. Rivas Andrés και A. Federle, δικηγόρους,

προσφεύγουσες,

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπούμενης από τις B. Ernst, L. Wildpanner και F. van Schaik,

καθής,

με αντικείμενο προσφυγή δυνάμει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ με αίτημα, αφενός, την ακύρωση της αποφάσεως C(2018) 1768 τελικό της Επιτροπής, της 21ης Μαρτίου 2018, σχετικά με διαδικασία εφαρμογής του άρθρου 101 [ΣΛΕΕ] και του άρθρου 53 της Συμφωνίας ΕΟΧ (υπόθεση AT.40136 – Πυκνωτές), καθόσον αφορά τις προσφεύγουσες, και, αφετέρου, τη μείωση του ποσού των επιβληθέντων σε αυτές προστίμων,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (ένατο πενταμελές τμήμα),

συγκείμενο από τους M. J. Costeira (εισηγήτρια), πρόεδρο, Δ. Γρατσία, M. Kancheva, B. Berke και T. Perišin, δικαστές,

γραμματέας: Ε. Αρτεμίου, διοικητική υπάλληλος,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 21ης Οκτωβρίου 2020,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση (1)

I.      Ιστορικό της διαφοράς

Α.      Προσφεύγουσες και οικείος κλάδος

1        Οι προσφεύγουσες, Rubycon Corp. (στο εξής: πρώτη προσφεύγουσα) και Rubycon Holdings Co. Ltd. (στο εξής: δεύτερη προσφεύγουσα), είναι εταιρίες με έδρα την Ιαπωνία. Η πρώτη προσφεύγουσα κατασκευάζει και πωλεί ηλεκτρολυτικούς πυκνωτές αλουμινίου. Από την 1η Φεβρουαρίου 2007, η δεύτερη προσφεύγουσα κατέχει το 100 % του κεφαλαίου της πρώτης προσφεύγουσας.

2        Η επίμαχη παράβαση αφορά τους ηλεκτρολυτικούς πυκνωτές αλουμινίου και τανταλίου. Οι πυκνωτές είναι ηλεκτρικά κατασκευαστικά στοιχεία που αποθηκεύουν ενέργεια ηλεκτροστατικά σε ένα ηλεκτρικό πεδίο. Οι ηλεκτρολυτικοί πυκνωτές χρησιμοποιούνται στο σύνολο σχεδόν των ηλεκτρονικών προϊόντων, όπως οι προσωπικοί υπολογιστές, οι ταμπλέτες, τα τηλέφωνα, τα κλιματιστικά, τα ψυγεία, τα πλυντήρια ρούχων, τα προϊόντα αυτοκινητοβιομηχανίας και ο βιομηχανικός εξοπλισμός. Επομένως, χρησιμοποιούνται από ευρύτατο φάσμα πελατών. Οι ηλεκτρολυτικοί πυκνωτές, και συγκεκριμένα οι ηλεκτρολυτικοί πυκνωτές αλουμινίου και τανταλίου, είναι προϊόντα των οποίων η τιμή συνιστά σημαντική παράμετρο ανταγωνισμού.

Β.      Διοικητική διαδικασία

3        Στις 4 Οκτωβρίου 2013 η Panasonic και οι θυγατρικές της ζήτησαν από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή τη χορήγηση αριθμού προτεραιότητας βάσει των παραγράφων 14 και 15 της ανακοινώσεως της Επιτροπής σχετικά με τη μη επιβολή και τη μείωση των προστίμων σε περιπτώσεις συμπράξεων (καρτέλ) (ΕΕ 2006, C 298, σ. 17, στο εξής: ανακοίνωση του 2006 περί συνεργασίας), ενημερώνοντάς τη σχετικά με την ύπαρξη πιθανολογούμενης παραβάσεως στον τομέα των ηλεκτρολυτικών πυκνωτών.

4        Στις 28 Μαρτίου 2014 η Επιτροπή ζήτησε, βάσει του άρθρου 18 του κανονισμού (ΕΚ) 1/2003 του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2002, για την εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού που προβλέπονται στα άρθρα [101 και 102 ΣΛΕΕ] (ΕΕ 2003, L 1, σ. 1), πληροφορίες από διάφορες επιχειρήσεις δραστηριοποιούμενες στον τομέα των ηλεκτρολυτικών πυκνωτών, μεταξύ των οποίων και οι προσφεύγουσες.

5        Στις 26 Μαΐου 2014 οι προσφεύγουσες υπέβαλαν στην Επιτροπή αίτηση μειώσεως του ποσού του προστίμου βάσει της ανακοινώσεως του 2006 περί συνεργασίας.

6        Στις 4 Νοεμβρίου 2015 η Επιτροπή εξέδωσε ανακοίνωση αιτιάσεων την οποία απηύθυνε, μεταξύ άλλων, στις προσφεύγουσες. Οι προσφεύγουσες δεν απάντησαν στην ανακοίνωση των αιτιάσεων.

7        Οι αποδέκτες της ανακοινώσεως των αιτιάσεων, μεταξύ των οποίων και οι προσφεύγουσες, ανέπτυξαν τις απόψεις τους ενώπιον της Επιτροπής κατά την ακρόαση που πραγματοποιήθηκε από τις 12 έως τις 14 Σεπτεμβρίου 2016.

Γ.      Προσβαλλόμενη απόφαση

8        Στις 21 Μαρτίου 2018 η Επιτροπή εξέδωσε την απόφαση C(2018) 1768 τελικό, σχετικά με διαδικασία εφαρμογής του άρθρου 101 [ΣΛΕΕ] και του άρθρου 53 της Συμφωνίας ΕΟΧ (υπόθεση AT.40136 – Πυκνωτές) (στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση).

1.      Παράβαση

9        Με την προσβαλλόμενη απόφαση, η Επιτροπή διαπίστωσε την ύπαρξη ενιαίας και διαρκούς παραβάσεως του άρθρου 101 ΣΛΕΕ και του άρθρου 53 της Συμφωνίας για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο (ΕΟΧ) στον τομέα των ηλεκτρολυτικών πυκνωτών, στην οποία μετέσχαν εννέα επιχειρήσεις ή όμιλοι επιχειρήσεων, ήτοι οι Elna, Hitachi AIC, Holy Stone, Matsuo, NEC Tokin, Nichicon, Nippon Chemi‑Con, Sanyo (ήτοι Sanyo και Panasonic από κοινού) και οι προσφεύγουσες (στο εξής, από κοινού: μετέχοντες στη σύμπραξη) (αιτιολογική σκέψη 1 και άρθρο 1 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

10      Η Επιτροπή επισήμανε, κατ’ ουσίαν, ότι η επίμαχη παράβαση έλαβε χώρα μεταξύ της 26ης Ιουνίου 1998 και της 23ης Απριλίου 2012, σε ολόκληρο τον ΕΟΧ, και συνίστατο σε συμφωνίες και/ή εναρμονισμένες πρακτικές που είχαν ως αντικείμενο τον συντονισμό των τιμολογιακών πολιτικών όσον αφορά την προμήθεια ηλεκτρολυτικών πυκνωτών αλουμινίου και τανταλίου (αιτιολογική σκέψη 1 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

11      Η σύμπραξη λειτουργούσε, κατ’ ουσίαν, βάσει ιδίως πολυμερών συναντήσεων, οι οποίες πραγματοποιούνταν κατά κανόνα στην Ιαπωνία, ανά μήνα ή ανά δίμηνο, σε επίπεδο ανώτερων στελεχών πωλήσεων, και ανά έξι μήνες, σε επίπεδο διευθυντικού προσωπικού, συμπεριλαμβανομένων των προέδρων (αιτιολογικές σκέψεις 63, 68 και 738 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

12      Οι πολυμερείς συναντήσεις πραγματοποιούνταν, κατ’ αρχάς, μεταξύ 1998 και 2003, υπό την ονομασία «κύκλος ηλεκτρολυτικών πυκνωτών» ή «διάσκεψη ηλεκτρολυτικών πυκνωτών» (στο εξής: συναντήσεις ECC). Εν συνεχεία, μεταξύ 2003 και 2005, οι συναντήσεις πραγματοποιούνταν υπό την ονομασία «διάσκεψη αλουμινίου-τανταλίου», «ομάδα πυκνωτών αλουμινίου ή τανταλίου» ή «συναντήσεις ATC». Τέλος, μεταξύ 2005 και 2012, οι συναντήσεις πραγματοποιούνταν υπό την ονομασία «ομάδα έρευνας αγοράς» ή «ομάδα μάρκετινγκ» (στο εξής: συναντήσεις MK). Παράλληλα με τις συναντήσεις MK, και συμπληρωματικά προς αυτές, πραγματοποιούνταν, μεταξύ 2006 και 2008, συναντήσεις υπό την ονομασία «αύξηση του κόστους» ή «αύξηση των πυκνωτών» (στο εξής: συναντήσεις CUP) (αιτιολογική σκέψη 69 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

13      Πέραν των πολυμερών αυτών συναντήσεων, οι μετέχοντες στη σύμπραξη είχαν επίσης, ανάλογα με τις ανάγκες, ad hoc διμερείς και τριμερείς επαφές (αιτιολογικές σκέψεις 63, 75 και 739 της προσβαλλομένης αποφάσεως) (στο εξής, από κοινού: αντίθετες προς τους κανόνες του ανταγωνισμού επαφές).

14      Στο πλαίσιο των αντίθετων προς τους κανόνες του ανταγωνισμού επαφών, οι μετέχοντες στη σύμπραξη αντάλλασσαν, κατ’ ουσίαν, πληροφορίες σχετικά με τις τιμές και τις μελλοντικές τιμές, τις μελλοντικές μειώσεις τιμών και τις κλίμακες των μειώσεων αυτών, την προσφορά και τη ζήτηση, συμπεριλαμβανομένης της μελλοντικής προσφοράς και ζητήσεως, και, σε ορισμένες περιπτώσεις, συνήπταν, εφάρμοζαν και παρακολουθούσαν την εφαρμογή συμφωνιών σχετικά με τις τιμές (αιτιολογικές σκέψεις 62, 715, 732 και 741 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

15      Η Επιτροπή έκρινε ότι η συμπεριφορά των μετεχόντων στη σύμπραξη αποτελούσε μορφή συμφωνίας και/ή εναρμονισμένης πρακτικής, η οποία αποσκοπούσε στην επίτευξη κοινού σκοπού, ήτοι στην αποφυγή του ανταγωνισμού ως προς τις τιμές και στον συντονισμό της μελλοντικής τους συμπεριφοράς όσον αφορά την πώληση ηλεκτρολυτικών πυκνωτών, μειώνοντας έτσι την αβεβαιότητα στην αγορά (αιτιολογικές σκέψεις 726 και 731 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

16      Η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η συμπεριφορά αυτή είχε ενιαίο στόχο στρεφόμενο κατά του ανταγωνισμού (αιτιολογική σκέψη 743 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

2.      Ευθύνη των προσφευγουσών

17      Η Επιτροπή καταλόγισε ευθύνη στην πρώτη προσφεύγουσα λόγω της άμεσης συμμετοχής της στη σύμπραξη από την 26η Ιουνίου 1998 έως την 23η Απριλίου 2012 (αιτιολογική σκέψη 961 και άρθρο 1, στοιχείο ηʹ, της προσβαλλομένης αποφάσεως).

18      Περαιτέρω, η Επιτροπή καταλόγισε ευθύνη στη δεύτερη προσφεύγουσα υπό την ιδιότητά της ως μητρικής εταιρίας, κατέχουσας το σύνολο του εταιρικού κεφαλαίου της πρώτης προσφεύγουσας, για την περίοδο από την 1η Φεβρουαρίου 2007 έως την 23η Απριλίου 2012 (αιτιολογικές σκέψεις 962 και 963 και άρθρο 1, στοιχείο ηʹ, της προσβαλλομένης αποφάσεως).

3.      Επιβληθέντα στις προσφεύγουσες πρόστιμα

19      Με το άρθρο 2, στοιχεία ιαʹ και ιβʹ, της προσβαλλομένης αποφάσεως επιβάλλεται, αφενός, πρόστιμο ύψους 27 718 000 ευρώ στην πρώτη προσφεύγουσα «από κοινού και εις ολόκληρον» με τη δεύτερη προσφεύγουσα και, αφετέρου, πρόστιμο ύψους 706 000 ευρώ στην πρώτη προσφεύγουσα.

4.      Υπολογισμός του ποσού του προστίμου

20      Για τον υπολογισμό του ποσού των προστίμων, η Επιτροπή ακολούθησε τη μεθοδολογία που καθορίζεται στις κατευθυντήριες γραμμές για τον υπολογισμό των προστίμων που επιβάλλονται κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 23, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 1/2003 (ΕΕ 2006, C 210, σ. 2, στο εξής: κατευθυντήριες γραμμές του 2006) (αιτιολογική σκέψη 980 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

21      Πρώτον, για τον καθορισμό του βασικού ποσού των προστίμων που επιβλήθηκαν στις προσφεύγουσες, η Επιτροπή έλαβε υπόψη την αξία των πωλήσεων κατά τη διάρκεια του τελευταίου πλήρους οικονομικού έτους συμμετοχής στην παράβαση, σύμφωνα με την παράγραφο 13 των κατευθυντήριων γραμμών του 2006 (αιτιολογική σκέψη 989 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

22      Η Επιτροπή υπολόγισε την αξία των πωλήσεων βάσει των πωλήσεων ηλεκτρολυτικών πυκνωτών αλουμινίου και τανταλίου που τιμολογήθηκαν σε πελάτες εγκατεστημένους εντός του ΕΟΧ (αιτιολογική σκέψη 990 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

23      Επιπλέον, η Επιτροπή υπολόγισε τη σχετική αξία των πωλήσεων χωριστά για τις δύο κατηγορίες προϊόντων, ήτοι τους ηλεκτρολυτικούς πυκνωτές αλουμινίου και τους ηλεκτρολυτικούς πυκνωτές τανταλίου, και επέβαλε διαφορετικούς συντελεστές προσαυξήσεως ανάλογα με τη διάρκεια (αιτιολογική σκέψη 991 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

24      Η Επιτροπή καθόρισε σε 16 % το ποσοστό της αξίας των πωλήσεων το οποίο έπρεπε να ληφθεί υπόψη λόγω της σοβαρότητας της παραβάσεως. Συναφώς, η Επιτροπή έκρινε ότι οι οριζόντιες «συνεννοήσεις» συντονισμού των τιμών περιλαμβάνονταν, ως εκ της φύσεώς τους, μεταξύ των σοβαρότερων παραβάσεων του άρθρου 101 ΣΛΕΕ και του άρθρου 53 της Συμφωνίας ΕΟΧ και ότι η σύμπραξη κάλυπτε ολόκληρο τον ΕΟΧ (αιτιολογικές σκέψεις 1001 έως 1003 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

25      Επιπλέον, η Επιτροπή επέβαλε πρόσθετο ποσό 16 %, βάσει της παραγράφου 25 των κατευθυντήριων γραμμών του 2006, προκειμένου να διασφαλίσει ότι το επιβληθέν πρόστιμο είχε αρκούντως αποτρεπτικό χαρακτήρα (αιτιολογική σκέψη 1009 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

26      Όσον αφορά περαιτέρω τον συντελεστή προσαυξήσεως λόγω της διάρκειας της παραβάσεως, η Επιτροπή χορήγησε στην πρώτη προσφεύγουσα, βάσει της παραγράφου 26, τρίτο εδάφιο, της ανακοινώσεως του 2006 περί συνεργασίας, μερική απαλλαγή από το πρόστιμο λόγω της διάρκειας της παραβάσεως, που αντιστοιχούσε στην περίοδο από την 26η Ιουνίου 1998 έως την 28η Αυγούστου 2003, για τον λόγο ότι αυτή είχε υποβάλει αδιάσειστα αποδεικτικά στοιχεία τα οποία η Επιτροπή μπορούσε να χρησιμοποιήσει για να αποδείξει πρόσθετα περιστατικά που αυξάνουν τη διάρκεια της παραβάσεως για την εν λόγω περίοδο (βλ. αιτιολογική σκέψη 1087 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

27      Στο πλαίσιο αυτό, η Επιτροπή όρισε, όσον αφορά την πρώτη προσφεύγουσα, συντελεστή προσαυξήσεως 8,65, που αντιστοιχεί στο διάστημα μεταξύ της 29ης Αυγούστου 2003 και της 23ης Απριλίου 2012, χωρίς να λάβει υπόψη το διάστημα από την 26η Ιουνίου 1998 έως την 28η Αυγούστου 2003 (βλ. σκέψη 26 κατωτέρω). Όσον αφορά τη δεύτερη προσφεύγουσα, η Επιτροπή όρισε συντελεστή προσαυξήσεως 5,22, που αντιστοιχεί στο διάστημα μεταξύ της 1ης Φεβρουαρίου 2007 και της 23ης Απριλίου 2012 (αιτιολογική σκέψη 1007, πίνακας 1, και υποσημείωση 1658 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

28      Ως εκ τούτου, η Επιτροπή καθόρισε σε 61 434 000 ευρώ το βασικό ποσό του προστίμου για την πρώτη προσφεύγουσα και σε 39 598 000 ευρώ το βασικό ποσό του προστίμου για τη δεύτερη προσφεύγουσα (αιτιολογική σκέψη 1010 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

29      Δεύτερον, όσον αφορά τις αναπροσαρμογές του βασικού ποσού των προστίμων, κατ’ αρχάς, η Επιτροπή αρνήθηκε να χορηγήσει στις προσφεύγουσες πρόσθετη μείωση του προστίμου βάσει της παραγράφου 37 των κατευθυντηρίων γραμμών του 2006 (αιτιολογικές σκέψεις 1052 και 1053 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

30      Περαιτέρω, η Επιτροπή έκρινε ότι δεν υφίσταντο επιβαρυντικές ή ελαφρυντικές περιστάσεις ως προς τις προσφεύγουσες (αιτιολογική σκέψη 1054 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

31      Εν συνεχεία, η Επιτροπή εφάρμοσε, δυνάμει του άρθρου 23, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003, το ανώτατο όριο του 10 % του συνολικού κύκλου εργασιών του προηγούμενου οικονομικού έτους (αιτιολογικές σκέψεις 1057 και 1058 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

32      Τέλος, μετά την εφαρμογή του εν λόγω ανωτάτου ορίου του 10 %, η Επιτροπή χορήγησε στις προσφεύγουσες, δυνάμει της παραγράφου 26, πρώτο εδάφιο, δεύτερη περίπτωση, της ανακοινώσεως του 2006 περί συνεργασίας, μείωση κατά 30 % του ποσού του προστίμου το οποίο θα τους είχε διαφορετικά επιβληθεί, καθόσον έκρινε ότι ήταν η δεύτερη επιχείρηση που υπέβαλε αποδεικτικά στοιχεία με σημαντική προστιθέμενη αξία (αιτιολογικές σκέψεις 1082 και 1083 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

33      Περαιτέρω, η Επιτροπή αρνήθηκε να χορηγήσει στις προσφεύγουσες μερική απαλλαγή από το πρόστιμο όσον αφορά τη σοβαρότητα της παραβάσεως, δυνάμει της εν λόγω παραγράφου 26, τρίτο εδάφιο, με την αιτιολογία ότι τα αποδεικτικά στοιχεία τα οποία αυτές υπέβαλαν δεν έδωσαν στην Επιτροπή τη δυνατότητα να αποδείξει πρόσθετα περιστατικά που να αυξάνουν τη βαρύτητα της παραβάσεως (αιτιολογικές σκέψεις 1093 έως 1096 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

34      Ως εκ τούτου, η Επιτροπή καθόρισε σε 28 424 000 ευρώ το συνολικό ποσό των επιβληθέντων στις προσφεύγουσες προστίμων (αιτιολογική σκέψη 1139 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

[παραλειπόμενα]

II.    Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

36      Με δικόγραφο που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 4 Ιουνίου 2018, οι προσφεύγουσες άσκησαν την υπό κρίση προσφυγή.

37      Στις 27 Σεπτεμβρίου 2018, η Επιτροπή κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου υπόμνημα αντικρούσεως.

38      Το υπόμνημα απαντήσεως και το υπόμνημα ανταπαντήσεως κατατέθηκαν στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου, αντιστοίχως, στις 21 Νοεμβρίου 2018 και στις 29 Ιανουαρίου 2019.

39      Κατόπιν προτάσεως του δευτέρου τμήματος του Γενικού Δικαστηρίου, το Γενικό Δικαστήριο αποφάσισε, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 28 του Κανονισμού Διαδικασίας, να παραπέμψει την υπόθεση ενώπιον πενταμελούς τμήματος.

40      Κατόπιν μεταβολής της συνθέσεως των τμημάτων του Γενικού Δικαστηρίου, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 27, παράγραφος 5, του Κανονισμού Διαδικασίας, η εισηγήτρια δικαστής τοποθετήθηκε στο ένατο πενταμελές τμήμα, στο οποίο ανατέθηκε, κατά συνέπεια, η υπό κρίση υπόθεση.

41      Κατόπιν προτάσεως της εισηγήτριας δικαστή, το Γενικό Δικαστήριο (ένατο πενταμελές τμήμα) αποφάσισε να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία και, στο πλαίσιο των μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας που προβλέπει το άρθρο 89 του Κανονισμού Διαδικασίας, έθεσε γραπτές ερωτήσεις στους διαδίκους, καλώντας τους να απαντήσουν κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση.

42      Οι διάδικοι ανέπτυξαν προφορικώς τις απόψεις τους και απάντησαν στις γραπτές και προφορικές ερωτήσεις του Γενικού Δικαστηρίου κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 21ης Οκτωβρίου 2020.

43      Κατόπιν του θανάτου του δικαστή Β. Berke την 1η Αυγούστου 2021, οι τρεις δικαστές που υπογράφουν την παρούσα απόφαση συνέχισαν τη διάσκεψη, σύμφωνα με το άρθρο 22 και το άρθρο 24, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας.

44      Οι προσφεύγουσες ζητούν από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση καθόσον τις αφορά και, ειδικότερα, να ακυρώσει το άρθρο 1, στοιχείο ηʹ, το άρθρο 2, στοιχεία ιαʹ και ιβʹ, και το άρθρο 4 της προσβαλλομένης αποφάσεως·

–        να μειώσει το ποσό των επιβληθέντων σε αυτές προστίμων,

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

45      Η Επιτροπή ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή·

–        να καταδικάσει τις προσφεύγουσες στα δικαστικά έξοδα.

III. Σκεπτικό

[παραλειπόμενα]

Β.      Επί της ουσίας

53      Οι προσφεύγουσες προβάλλουν δύο λόγους ακυρώσεως προς στήριξη τόσο του αιτήματός τους περί ακυρώσεως των επιβληθέντων σε αυτές προστίμων όσο και του αιτήματός τους περί μειώσεως του ποσού των εν λόγω προστίμων. Ο πρώτος λόγος ακυρώσεως αφορά την άρνηση της Επιτροπής να χορηγήσει στις προσφεύγουσες μερική απαλλαγή από το πρόστιμο λόγω των αποδεικτικών στοιχείων που αυτές υπέβαλαν σχετικά με πρόσθετα περιστατικά που αυξάνουν τη βαρύτητα της παραβάσεως. Ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως αφορά την άρνηση της Επιτροπής να αποκλίνει από τη γενική μέθοδο που προβλέπουν οι κατευθυντήριες γραμμές του 2006 και να μειώσει το ποσό του προστίμου βάσει της παραγράφου 37 των εν λόγω κατευθυντηρίων γραμμών.

1.      Επί του αιτήματος περί ακυρώσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως

[παραλειπόμενα]

α)      Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως, που αφορά την άρνηση της Επιτροπής να χορηγήσει στις προσφεύγουσες μερική απαλλαγή από το πρόστιμο λόγω των αποδεικτικών στοιχείων που αυτές υπέβαλαν σχετικά με πρόσθετα περιστατικά που αυξάνουν τη βαρύτητα της παραβάσεως

59      Στο πλαίσιο του πρώτου λόγου ακυρώσεως, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν, κατ’ ουσίαν, ότι κακώς η Επιτροπή αρνήθηκε να τους χορηγήσει μερική απαλλαγή από το πρόστιμο δυνάμει της παραγράφου 26, τρίτο εδάφιο, της ανακοινώσεως του 2006 περί συνεργασίας, στο μέτρο που τα αποδεικτικά στοιχεία τα οποία υπέβαλαν όσον αφορά τις συναντήσεις ECC και CUP παρείχαν στην Επιτροπή τη δυνατότητα να τα χρησιμοποιήσει προς ενίσχυση της σοβαρότητας της παραβάσεως.

[παραλειπόμενα]

2)      Επί του δευτέρου σκέλους του πρώτου λόγου ακυρώσεως, το οποίο αφορά πλάνη περί το δίκαιο κατά την εφαρμογή της παραγράφου 26, τρίτο εδάφιο, της ανακοινώσεως του 2006 περί συνεργασίας

[παραλειπόμενα]

i)      Επί της πρώτης αιτιάσεως, που αφορά πλάνη περί το δίκαιο καθόσον η Επιτροπή καταλόγισε ευθύνη στις προσφεύγουσες για τη συμμετοχή τους στις συναντήσεις ECC και στις συναντήσεις CUP

78      Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι κακώς η Επιτροπή χρησιμοποίησε τα αποδεικτικά στοιχεία που υπέβαλαν όσον αφορά τις συναντήσεις CUP και τις συναντήσεις ECC προκειμένου να τις θεωρήσει υπεύθυνες για όλες τις εκφάνσεις της παραβάσεως, συμπεριλαμβανομένων των εν λόγω συναντήσεων. Συγκεκριμένα, οι προσφεύγουσες ήταν οι πρώτες που υπέβαλαν αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με τις συναντήσεις CUP, η ύπαρξη των οποίων ήταν άγνωστη στην Επιτροπή μέχρι την ημερομηνία αυτή. Επιπλέον, οι προσφεύγουσες ήταν οι μόνες που υπέβαλαν αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με τις συναντήσεις ECC.

79      Η Επιτροπή αντικρούει τα επιχειρήματα αυτά.

80      Εν προκειμένω, διαπιστώνεται ότι, αφενός, η Επιτροπή καταλόγισε ευθύνη στην πρώτη προσφεύγουσα λόγω της άμεσης συμμετοχής της στη σύμπραξη από την 26η Ιουνίου 1998 έως την 23η Απριλίου 2012 και στη δεύτερη προσφεύγουσα, υπό την ιδιότητά της ως μητρικής εταιρίας της πρώτης, για την περίοδο από την 1η Φεβρουαρίου 2007 έως την 23η Απριλίου 2012 (βλ. σκέψεις 17 και 18 ανωτέρω).

81      Αφετέρου, η Επιτροπή έκρινε ότι οι προσφεύγουσες ήταν οι μόνες που υπέβαλαν αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με τις αντίθετες προς τους κανόνες του ανταγωνισμού ανταλλαγές που πραγματοποιήθηκαν κατά τα έτη 1998 έως 2004, με εξαίρεση μια ανταλλαγή που πραγματοποιήθηκε στη διάρκεια του 2003, και ότι τα αποδεικτικά αυτά στοιχεία της είχαν παράσχει τη δυνατότητα να αυξήσει τη διάρκεια της παραβάσεως για την περίοδο από την 26η Ιουνίου 1998 έως την 28η Αυγούστου 2003 (αιτιολογική σκέψη 1080 και υποσημειώσεις 1708 και 1709 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

82      Επιπλέον, η Επιτροπή έκρινε ότι οι προσφεύγουσες ήταν οι πρώτες που υπέβαλαν αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με τις συναντήσεις CUP (αιτιολογικές σκέψεις 1080 και 1096 και υποσημείωση 1710 της προσβαλλομένης αποφάσεως) και ότι τα αποδεικτικά αυτά στοιχεία της είχαν παράσχει τη δυνατότητα να ανακαλύψει μια άλλη λειτουργική πτυχή της συμπράξεως, ήτοι την ύπαρξη, τη φύση και το περιεχόμενο των συναντήσεων CUP, που πραγματοποιήθηκαν μεταξύ 2006 και 2008 (αιτιολογική σκέψη 1080 και υποσημείωση 1710 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

83      Κατόπιν των ανωτέρω, αφενός, η Επιτροπή χορήγησε στην πρώτη προσφεύγουσα μερική απαλλαγή από το πρόστιμο, δυνάμει της παραγράφου 26, τρίτο εδάφιο, της ανακοινώσεως του 2006 περί συνεργασίας, για το διάστημα της παραβάσεως από την 26η Ιουνίου 1998 έως την 28η Αυγούστου 2003. Συγκεκριμένα, μολονότι η Επιτροπή καταλόγισε ευθύνη στην πρώτη προσφεύγουσα λόγω της άμεσης συμμετοχής της στη σύμπραξη κατά την περίοδο από την 26η Ιουνίου 1998 έως την 23η Απριλίου 2012, εντούτοις δεν έλαβε υπόψη την περίοδο από την 26η Ιουνίου 1998 έως την 28η Αυγούστου 2003 κατά τον καθορισμό του συντελεστή προσαυξήσεως για τη διάρκεια συμμετοχής στην παράβαση (βλ. σκέψεις 17 και 26 ανωτέρω).

84      Ως εκ τούτου η Επιτροπή έκρινε ότι η περίοδος που αντιστοιχεί στη μερική αυτή απαλλαγή από το πρόστιμο, η οποία χορηγήθηκε σε σχέση με τη διάρκεια της παραβάσεως, περιλάμβανε την περίοδο κατά τη διάρκεια της οποίας πραγματοποιήθηκαν όλες οι συναντήσεις ECC, με εξαίρεση τη συνάντηση της 7ης Νοεμβρίου 2003 (βλ. αιτιολογικές σκέψεις 78 και 80 και υποσημείωση 128 της προσβαλλομένης αποφάσεως καθώς και σκέψεις 12 και 26 ανωτέρω).

85      Αφετέρου, η Επιτροπή έκρινε ότι τα αποδεικτικά στοιχεία που υπέβαλαν οι προσφεύγουσες, σχετικά με τις συναντήσεις ECC και τις συναντήσεις CUP, δεν της είχαν παράσχει τη δυνατότητα να αποδείξει πρόσθετα περιστατικά που να αυξάνουν τη βαρύτητα της παραβάσεως. Κατά συνέπεια, η Επιτροπή αρνήθηκε να χορηγήσει στις προσφεύγουσες μερική απαλλαγή από το πρόστιμο σχετική με τη σοβαρότητα της παραβάσεως δυνάμει του σημείου 26, τρίτο εδάφιο, της ανακοινώσεως του 2006 περί συνεργασίας (βλ. σκέψη 33 ανωτέρω).

86      Εξάλλου, η Επιτροπή εκτίμησε, βάσει του συνόλου των αποδεικτικών στοιχείων που υπέβαλαν οι προσφεύγουσες, ότι αυτές έπρεπε να θεωρηθούν ως η δεύτερη επιχείρηση που παρέσχε στοιχεία με σημαντική προστιθέμενη αξία (αιτιολογικές σκέψεις 1082 και 1083 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Κατά συνέπεια, η Επιτροπή χορήγησε στις προσφεύγουσες μείωση κατά 30 % του προστίμου που θα τους είχε διαφορετικά επιβληθεί, σύμφωνα με την παράγραφο 26, πρώτο εδάφιο, δεύτερη περίπτωση, της ανακοινώσεως του 2006 περί συνεργασίας (βλ. σκέψη 32 ανωτέρω).

87      Στο πλαίσιο αυτό, επισημαίνεται ότι, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζουν οι προσφεύγουσες, η Επιτροπή δεν υπέπεσε σε πλάνη καθόσον τους καταλόγισε ευθύνη για την παράβαση κατά τα προεκτεθέντα στη σκέψη 80 ανωτέρω.

88      Συγκεκριμένα, η μερική απαλλαγή από το πρόστιμο που προβλέπεται στην παράγραφο 26, τρίτο εδάφιο, της ανακοινώσεως του 2006 περί συνεργασίας αφορά μόνον το ύψος του προστίμου. Όπως υπομνήσθηκε στη σκέψη 75 ανωτέρω, οσάκις πληρούνται οι προϋποθέσεις για τη χορήγηση της εν λόγω μερικής απαλλαγής, η μόνη συνέπεια που απορρέει συναφώς είναι ότι η Επιτροπή δεν μπορεί να στηριχθεί στα επίμαχα αποδεικτικά στοιχεία για να καθορίσει τη σοβαρότητα ή τη διάρκεια της παραβάσεως του αιτούντος επιεική μεταχείριση. Με άλλα λόγια, στην περίπτωση αυτή, η Επιτροπή δεν λαμβάνει υπόψη τα εν λόγω περιστατικά κατά τον καθορισμό του ύψους του προστίμου.

89      Ως εκ τούτου, η μερική απαλλαγή από το πρόστιμο, την οποία προβλέπει η παράγραφος 26, τρίτο εδάφιο, της ανακοινώσεως του 2006 περί συνεργασίας, ουδόλως επηρεάζει την έκταση της ευθύνης για την παράβαση που καταλογίστηκε στις επιχειρήσεις οι οποίες έτυχαν της απαλλαγής.

[παραλειπόμενα]

91      Επομένως, πρέπει να απορριφθεί η πρώτη αιτίαση του δεύτερου σκέλους του πρώτου λόγου ακυρώσεως, η οποία αφορά πλάνη περί το δίκαιο, καθόσον η Επιτροπή καταλόγισε ευθύνη στις προσφεύγουσες για τη συμμετοχή τους στις συναντήσεις ECC και στις συναντήσεις CUP.

ii)    Επί της δεύτερης αιτιάσεως, που αφορά πλάνη περί το δίκαιο καθόσον η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι τα αποδεικτικά στοιχεία που υπέβαλαν οι προσφεύγουσες δεν επηρέαζαν τη σοβαρότητα της παραβάσεως

92      Οι προσφεύγουσες αμφισβητούν το συμπέρασμα στο οποίο κατέληξε η Επιτροπή, με τις αιτιολογικές σκέψεις 1094 και 1096 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι τα αποδεικτικά στοιχεία που αυτές υπέβαλαν όσον αφορά τις συναντήσεις ECC και τις συναντήσεις CUP δεν επηρέαζαν τη σοβαρότητα της παραβάσεως. Κατά τις προσφεύγουσες, από τα αποδεικτικά αυτά στοιχεία κατέστη δυνατό να αποδειχθεί ότι η παράβαση κάλυπτε και συμφωνίες σχετικά με τις τιμές και ότι, επομένως, δεν περιοριζόταν σε συζητήσεις με αντικείμενο πληροφορίες σχετικά με τις τιμές και την προσφορά και τη ζήτηση. Επιπλέον, τα αποδεικτικά αυτά στοιχεία καταδεικνύουν την ύπαρξη ενός μηχανισμού αναφοράς και ενός μηχανισμού εποπτείας με σκοπό τη διασφάλιση της εκ μέρους των επιχειρήσεων τηρήσεως των συμφωνιών σχετικά με τις τιμές. Κατά συνέπεια, τα αποδεικτικά αυτά στοιχεία ήταν αδιάσειστα σε ό,τι αφορά την ενίσχυση της σοβαρότητας της παραβάσεως. Προς στήριξη της θέσεώς τους, οι προσφεύγουσες επικαλούνται τις αποφάσεις της 21ης Ιανουαρίου 2016, Galp Energía España κ.λπ. κατά Επιτροπής (C‑603/13 P, EU:C:2016:38), και της 26ης Απριλίου 2007, Bolloré κ.λπ. κατά Επιτροπής (T‑109/02, T‑118/02, T‑122/02, T‑125/02, T‑126/02, T‑128/02, T‑129/02, T‑132/02 και T‑136/02, EU:T:2007:115).

93      Η Επιτροπή αντικρούει τα επιχειρήματα αυτά.

94      Όπως υπομνήσθηκε με τις σκέψεις 73 και 74 ανωτέρω, το ευεργέτημα της μερικής απαλλαγής από το πρόστιμο που προβλέπεται στην παράγραφο 26, τρίτο εδάφιο, της ανακοινώσεως του 2006 περί συνεργασίας απαιτεί να πληρούνται πλείονες προϋποθέσεις, ήτοι ότι η οικεία επιχείρηση ήταν η πρώτη που υπέβαλε αδιάσειστα στοιχεία κατά την έννοια της παραγράφου 25 της εν λόγω ανακοινώσεως, ότι τα αποδεικτικά αυτά στοιχεία πρέπει να καθιστούν δυνατό να αποδειχθούν πρόσθετα περιστατικά σε σχέση με εκείνα τα οποία είναι σε θέση να αποδείξει η Επιτροπή και ότι τα πρόσθετα αυτά περιστατικά αυξάνουν τη σοβαρότητα ή τη διάρκεια της παραβάσεως.

95      Επομένως, για την εφαρμογή της παραγράφου 26, τρίτο εδάφιο, της ανακοινώσεως του 2006 περί συνεργασίας, τα αποδεικτικά στοιχεία δεν αρκεί να είναι αδιάσειστα κατά την έννοια της παραγράφου 25 της εν λόγω ανακοινώσεως, αλλά πρέπει, επιπλέον, να παρέχουν στην Επιτροπή τη δυνατότητα να αποδείξει πρόσθετα περιστατικά που αυξάνουν τη βαρύτητα ή τη διάρκεια της παραβάσεως (απόφαση της 29ης Φεβρουαρίου 2016, Deutsche Bahn κ.λπ. κατά Επιτροπής, T‑267/12, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2016:110, σκέψη 405).

96      Εν προκειμένω, η Επιτροπή έκρινε ότι η πρώτη προσφεύγουσα ήταν η μόνη που υπέβαλε αποδεικτικά στοιχεία όσον αφορά τις συναντήσεις ECC και ότι οι προσφεύγουσες ήταν οι πρώτες που υπέβαλαν αποδεικτικά στοιχεία όσον αφορά τις συναντήσεις CUP. Η Επιτροπή έκρινε ότι τα αποδεικτικά στοιχεία που προσκόμισε η πρώτη προσφεύγουσα όσον αφορά τις συναντήσεις ECC της είχαν παράσχει τη δυνατότητα να αυξήσει τη διάρκεια της παραβάσεως και, ως εκ τούτου, της χορήγησε μερική απαλλαγή από το πρόστιμο για την περίοδο από την 26η Ιουνίου 1998 έως την 28η Αυγούστου 2003 (βλ. σκέψεις 80 έως 84 ανωτέρω).

97      Εντούτοις, η Επιτροπή έκρινε ότι τα εν λόγω αποδεικτικά στοιχεία, ιδίως εκείνα τα οποία αφορούσαν τις συναντήσεις CUP, δεν της είχαν παράσχει τη δυνατότητα να αποδείξει πρόσθετα περιστατικά που να αυξάνουν τη σοβαρότητα της παραβάσεως (αιτιολογικές σκέψεις 1094 και 1096 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Ως εκ τούτου, η Επιτροπή αρνήθηκε να χορηγήσει στις προσφεύγουσες μερική απαλλαγή από το πρόστιμο όσον αφορά τη σοβαρότητα της παραβάσεως (βλ. σκέψη 85 ανωτέρω).

98      Συναφώς, από την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει ότι η Επιτροπή θεώρησε ότι, καθ’ όλη τη διάρκεια της συμπράξεως, τα μέρη είχαν ανταλλάξει πληροφορίες σχετικά με τις τιμές, την προσφορά και τη ζήτηση και ότι, ασφαλώς, κατά τη διάρκεια ορισμένων συναντήσεων ECC και CUP, οι επιχειρήσεις είχαν συνάψει συμφωνίες σχετικά με τις τιμές. Εντούτοις, κατά την Επιτροπή, τόσο οι εναρμονισμένες πρακτικές όσο και οι συμφωνίες σχετικά με τις τιμές, ως εκδηλώσεις, εν προκειμένω, της συμπαιγνιακής συμπεριφοράς, εντάσσονταν στην ίδια σοβαρή παράβαση του άρθρου 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ. Επομένως, το γεγονός ότι οι εμπλεκόμενοι μετείχαν όχι μόνο σε εναρμονισμένες πρακτικές, αλλά και σε συμφωνίες, ουδεμία επιρροή ασκούσε επί της σοβαρότητας της παραβάσεως. Επιπλέον, κατά την Επιτροπή, οι συναντήσεις ECC και οι συναντήσεις CUP δεν διέφεραν ουσιαστικά από τις λοιπές πολυμερείς συναντήσεις που μνημονεύονται στη σκέψη 12 ανωτέρω, καθόσον εντάσσονταν στην ίδια ενιαία και διαρκή παράβαση που αποτελεί το αντικείμενο της προσβαλλομένης αποφάσεως (βλ. αιτιολογικές σκέψεις 72, 1094 και 1096 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

99      Ειδικότερα, όσον αφορά τις συναντήσεις CUP, η Επιτροπή έκρινε ότι, λαμβανομένης υπόψη της περιόδου κατά τη διάρκεια της οποίας πραγματοποιήθηκαν οι συναντήσεις αυτές και λαμβανομένης υπόψη της φύσεώς τους και του γεγονότος ότι πραγματοποιούνταν παράλληλα με τις συναντήσεις MK, η αποκάλυψη, από τις προσφεύγουσες, της ύπαρξης των συναντήσεων CUP δεν αύξησε ούτε τη διάρκεια ούτε τη σοβαρότητα της παραβάσεως (βλ. αιτιολογική σκέψη 1096 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

100    Ομοίως, όσον αφορά την εποπτεία που διασφαλιζόταν στο πλαίσιο των συναντήσεων CUP, η Επιτροπή έκρινε ότι η εποπτεία αυτή δεν αποτελούσε ιδιαιτερότητα της συμπράξεως ικανή να επηρεάσει τη σοβαρότητα της παραβάσεως, δεδομένου ιδίως ότι οι επιχειρήσεις επόπτευαν την αμοιβαία συμπεριφορά τους γενικά, καθώς και εκτός των συναντήσεων CUP (βλ. αιτιολογική σκέψη 716 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

101    Ως εκ τούτου, η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ούτε οι συναντήσεις ECC ούτε οι συναντήσεις CUP ήταν διαφορετικής φύσεως από τις λοιπές εκδηλώσεις, εν προκειμένω, της συμπαιγνιακής συμπεριφοράς, οι οποίες όλες συνιστούσαν εναρμονισμένες πρακτικές και/ή συμφωνίες σχετικά με τις τιμές που εντάσσονταν στην ίδια σοβαρή παράβαση του άρθρου 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ. Ειδικότερα, όσον αφορά τις συναντήσεις CUP, η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ακόμη και χωρίς τις συναντήσεις αυτές η παράβαση θα ήταν εξίσου μακρά και θα συνιστούσε εξίσου σοβαρή παράβαση των κανόνων του ανταγωνισμού.

102    Τα ανωτέρω συμπεράσματα δεν κλονίζονται από τα επιχειρήματα των προσφευγουσών.

103    Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι η κατ’ άρθρο 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ έννοια της συμφωνίας, όπως αυτή έχει ερμηνευθεί από τη νομολογία, εδράζεται στη σύμπτωση των βουλήσεων δύο τουλάχιστον μερών, της οποίας η μορφή εξωτερικεύσεως δεν είναι σημαντική εφόσον συνιστά πιστή έκφραση των εν λόγω βουλήσεων (βλ. απόφαση της 16ης Ιουνίου 2015, FSL κ.λπ. κατά Επιτροπής, T‑655/11, EU:T:2015:383, σκέψη 413 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

104    Επιπροσθέτως, η κατά την ίδια διάταξη έννοια της εναρμονισμένης πρακτικής αναφέρεται σε μορφή συντονισμού μεταξύ επιχειρήσεων η οποία, χωρίς να φθάνει μέχρι τη σύναψη κατά κυριολεξία συμβάσεως, αντικαθιστά εσκεμμένως τους κινδύνους ανταγωνισμού με πρακτική συνεργασία μεταξύ των επιχειρήσεων (βλ. απόφαση της 16ης Ιουνίου 2015, FSL κ.λπ. κατά Επιτροπής, T‑655/11, EU:T:2015:383, σκέψη 414 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

105    Κατά πάγια νομολογία, όμως, οι έννοιες συμφωνία και εναρμονισμένη πρακτική, κατά το άρθρο 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ καταλαμβάνουν μορφές συμπαιγνίας της ίδιας φύσεως οι οποίες διακρίνονται μεταξύ τους μόνον ως προς την ένταση και τις μορφές υπό τις οποίες εκδηλώνονται (βλ. απόφαση της 5ης Δεκεμβρίου 2013, Solvay Solexis κατά Επιτροπής, C‑449/11 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2013:802, σκέψη 52 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία πρβλ. επίσης απόφαση της 8ης Ιουλίου 1999, Επιτροπή κατά Anic Partecipazioni, C‑49/92 P, EU:C:1999:356, σκέψη 132).

106    Επομένως, μολονότι αποτελούνται από εν μέρει διαφορετικά στοιχεία, οι έννοιες της συμφωνίας και της εναρμονισμένης πρακτικής δεν είναι ασύμβατες μεταξύ τους. Η Επιτροπή δεν υποχρεούται, συνεπώς, να υπαγάγει καθεμιά από τις διαπιστωθείσες μορφές συμπεριφοράς στην έννοια της συμφωνίας ή στην έννοια της εναρμονισμένης πρακτικής, αλλά δύναται να χαρακτηρίσει ορισμένες εξ αυτών ως «συμφωνίες», άλλες δε ως «εναρμονισμένες πρακτικές» (πρβλ. αποφάσεις της 8ης Ιουλίου 1999, Επιτροπή κατά Anic Partecipazioni, C‑49/92 P, EU:C:1999:356, σκέψη 132, και της 16ης Ιουνίου 2015, FSL κ.λπ. κατά Επιτροπής, T‑655/11, EU:T:2015:383, σκέψη 453).

107    Ο διττός χαρακτηρισμός της παραβάσεως ως συμφωνίας «και/ή» εναρμονισμένης πρακτικής πρέπει να γίνει αντιληπτός υπό την έννοια ότι προσδιορίζει ένα σύνθετο σύνολο, που περιέχει πραγματικά στοιχεία από τα οποία ορισμένα χαρακτηρίστηκαν ως συμφωνία και άλλα ως εναρμονισμένη πρακτική κατά την έννοια του άρθρου 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, το οποίο δεν προβλέπει κάποιον ειδικό χαρακτηρισμό γι’ αυτού του είδους τη σύνθετη παράβαση (πρβλ. απόφαση της 17ης Μαΐου 2013, MRI κατά Επιτροπής, T‑154/09, EU:T:2013:260, σκέψη 165 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

108    Τούτο συμβαίνει στην προκειμένη περίπτωση. Συγκεκριμένα, με την προσβαλλόμενη απόφαση, η Επιτροπή διαπίστωσε την ύπαρξη ενιαίας και διαρκούς παραβάσεως του άρθρου 101 ΣΛΕΕ και του άρθρου 53 της Συμφωνίας ΕΟΧ συνιστάμενη σε συμφωνίες και/ή εναρμονισμένες πρακτικές που είχαν ως αντικείμενο τον συντονισμό των τιμολογιακών πολιτικών στον τομέα των ηλεκτρολυτικών πυκνωτών αλουμινίου και τανταλίου (βλ. σκέψεις 9 και 10 ανωτέρω).

109    Ειδικότερα, από τις αιτιολογικές σκέψεις 704 έως 743 της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι η Επιτροπή έκρινε ότι, δεδομένου ότι η επίμαχη παράβαση ήταν σύνθετη και μακράς διάρκειας, δεν ήταν υποχρεωμένη να χαρακτηρίσει τις συμπεριφορές ως συμφωνία ή ως εναρμονισμένη πρακτική. Συναφώς, η Επιτροπή έκρινε, κατ’ αρχάς, ότι οι αντίθετες προς τον ανταγωνισμό ανταλλαγές, οι οποίες μνημονεύονται στις σκέψεις 12 και 13 ανωτέρω, είχαν όλες τον ίδιο αντίθετο προς τους κανόνες του ανταγωνισμού σκοπό, ήτοι τον συντονισμό των τιμολογιακών πολιτικών. Εν συνεχεία, η Επιτροπή διευκρίνισε ότι η συμπεριφορά των επιχειρήσεων περιλάμβανε τόσο ανταλλαγές πληροφοριών σχετικά με τις τιμές και ανταλλαγές πληροφοριών σχετικά με την προσφορά και τη ζήτηση, όσο και τη σύναψη συμφωνιών σχετικά με τις τιμές, συνοδευόμενων από έναν μηχανισμό εποπτείας προκειμένου να διασφαλιστεί η εφαρμογή τους. Επιπλέον, η Επιτροπή έκρινε ότι αυτός ο μηχανισμός εποπτείας δεν αποτελούσε ιδιαιτερότητα της συμπράξεως, στο μέτρο που, ανεξαρτήτως της υπάρξεως ενός τέτοιου μηχανισμού, οι επιχειρήσεις επόπτευαν εν γένει την αμοιβαία συμπεριφορά τους. Τέλος, η Επιτροπή έκρινε ότι οι συμπεριφορές αυτές είχαν τη μορφή συμφωνιών και/ή εναρμονισμένων πρακτικών και ακολουθούσαν ένα συνολικό σχέδιο με ενιαίο, αντίθετο προς τους κανόνες του ανταγωνισμού, σκοπό.

110    Είναι, ασφαλώς, αληθές ότι, στην προσβαλλόμενη απόφαση, η Επιτροπή αναφέρει τις συναντήσεις ECC και τις συναντήσεις CUP ως παραδείγματα πολυμερών συναντήσεων κατά τη διάρκεια των οποίων οι επιχειρήσεις συνήψαν συμφωνίες σχετικά με τις τιμές, συνοδευόμενες από ένα μηχανισμό εποπτείας προκειμένου να διασφαλιστεί η εφαρμογή τους (βλ. αιτιολογική σκέψη 715, στοιχείο γ,ʹ της προσβαλλομένης αποφάσεως).

111    Είναι, όμως, εξίσου αληθές ότι η Επιτροπή έκρινε ότι όλες οι πολυμερείς συναντήσεις που περιγράφονται στη σκέψη 12 ανωτέρω είχαν κοινά χαρακτηριστικά και ότι το αντικείμενο των συζητήσεων που πραγματοποιήθηκαν κατά τις πολυμερείς αυτές συναντήσεις παρέμεινε το ίδιο ή εν πολλοίς παρεμφερές καθ’ όλη τη διάρκεια της παραβάσεως (αιτιολογικές σκέψεις 70 έως 72 και 741 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Επιπλέον, η Επιτροπή έκρινε ότι ο μηχανισμός εποπτείας δεν αποτελούσε ιδιαιτερότητα της συμπράξεως, δεδομένου ότι οι επιχειρήσεις ασκούσαν γενική και αμοιβαία εποπτεία εκτός του μηχανισμού αυτού (βλ. αιτιολογική σκέψη 716 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

112    Επομένως, υπό το πρίσμα της νομολογίας που υπομνήσθηκε στις σκέψεις 105 έως 107 ανωτέρω, επισημαίνεται ότι, στο πλαίσιο της υπό κρίση σύνθετης παραβάσεως, στην οποία είχαν εμπλακεί επί σειρά ετών πλείονες επιχειρήσεις που επιδίωκαν κοινό σκοπό συνιστάμενο στον συντονισμό των τιμολογιακών πολιτικών, η Επιτροπή δεν ήταν υποχρεωμένη να χαρακτηρίσει επακριβώς καθεμιά από τις αντίθετες προς τους κανόνες του ανταγωνισμού συμπεριφορές ως συμφωνία ή ως εναρμονισμένη πρακτική. Εν πάση περιπτώσει, αυτές οι μορφές παραβάσεως εμπίπτουν αμφότερες στο άρθρο 101 ΣΛΕΕ.

113    Κατά συνέπεια, δεν είναι, εν προκειμένω, δυνατό να γίνει διάκριση μεταξύ της προβαλλόμενης αυξημένης σοβαρότητας των «συμφωνιών» σε σχέση με τη μικρότερη σοβαρότητα των «εναρμονισμένων πρακτικών». Συγκεκριμένα, σε ένα πλαίσιο όπως αυτό της υπό κρίση υποθέσεως, όπου οι αντίθετες προς τους κανόνες του ανταγωνισμού συμπεριφορές χαρακτηρίστηκαν αδιακρίτως ως συμφωνίες «και/ή» εναρμονισμένες πρακτικές, καθεμιά δε από αυτές επιβεβαιώνει την ύπαρξη σύνθετης, ενιαίας και διαρκούς παραβάσεως του άρθρου 101 ΣΛΕΕ, ο ακριβής χαρακτηρισμός των συμπεριφορών αυτών ως συμφωνιών ή εναρμονισμένων πρακτικών δεν συνεπάγεται ότι υφίσταται διαφορά ως προς τη σοβαρότητα κάθε συμπεριφοράς.

114    Αντιθέτως, ο ακριβής χαρακτηρισμός κάθε αντίθετης προς τους κανόνες του ανταγωνισμού συμπεριφοράς που συνιστά τη σύμπραξη ως συμφωνίας ή ως εναρμονισμένης πρακτικής δεν δύναται να επηρεάσει τη σοβαρότητα της παραβάσεως, δεδομένου ότι οι δύο αυτές μορφές παραβάσεως μνημονεύονται στο άρθρο 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ και το άρθρο αυτό δεν προβλέπει κάποιον ειδικό χαρακτηρισμό για ένα είδος σύνθετης παραβάσεως, όπως η επίμαχη εν προκειμένω.

115    Εξάλλου, επισημαίνεται ότι οι αποφάσεις της 21ης Ιανουαρίου 2016, Galp Energía España κ.λπ. κατά Επιτροπής (C‑603/13 P, EU:C:2016:38), και της 26ης Απριλίου 2007, Bolloré κ.λπ. κατά Επιτροπής (T‑109/02, T‑118/02, T‑122/02, T‑125/02, T‑126/02, T‑128/02, T‑129/02, T‑132/02 και T‑136/02, EU:T:2007:115), τις οποίες επικαλούνται οι προσφεύγουσες, ουδόλως στηρίζουν την άποψή τους. Εν αντιθέσει με την υπό κρίση υπόθεση, οι υποθέσεις επί των οποίων εκδόθηκαν οι ανωτέρω δύο αποφάσεις αφορούσαν περιπτώσεις πιο περιορισμένης συμμετοχής, ή και μη συμμετοχής, σε ορισμένα στοιχεία της συμπράξεως, όπως στους μηχανισμούς αντισταθμίσεως ή εποπτείας (βλ. αποφάσεις της 21ης Ιανουαρίου 2016, Galp Energía España κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑603/13 P, EU:C:2016:38, σκέψεις 28, 29, 78, 86 και 93, και της 26ης Απριλίου 2007, Bolloré κ.λπ. κατά Επιτροπής, T‑109/02, T‑118/02, T‑122/02, T‑125/02, T‑126/02, T‑128/02, T‑129/02, T‑132/02 και T‑136/02, EU:T:2007:115, σκέψεις 418, 439, 563 και 566). Ομοίως, εν αντιθέσει με τις ως άνω υποθέσεις, στην υπό κρίση υπόθεση δεν εντοπίστηκε κανένα σύστημα εποπτείας ή άλλος αυτοτελής μηχανισμός ως διακριτό συστατικό της παραβάσεως η οποία αποτελεί αντικείμενο της προσβαλλομένης αποφάσεως.

116    Εν προκειμένω, από την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει, αφενός, ότι η Επιτροπή καθόρισε σε 16 % το ποσοστό επί της αξίας των πωλήσεων που έπρεπε να ληφθεί υπόψη λόγω της σοβαρότητας της παραβάσεως. Συναφώς, η Επιτροπή έλαβε υπόψη τη φύση της παραβάσεως, ήτοι το γεγονός ότι αυτή συνίστατο σε οριζόντιες «συμφωνίες» συντονισμού των τιμών, οι οποίες περιλαμβάνονται μεταξύ των σοβαρότερων παραβάσεων του άρθρου 101 ΣΛΕΕ. Επιπλέον, η Επιτροπή έλαβε υπόψη τη γεωγραφική έκταση της παραβάσεως, επισημαίνοντας ότι αυτή εκτεινόταν σε ολόκληρο τον ΕΟΧ (βλ. σκέψη 24 ανωτέρω).

117    Αφετέρου, η Επιτροπή έκρινε ότι ο μηχανισμός εποπτείας που αποτέλεσε αντικείμενο των συζητήσεων κατά τις συναντήσεις CUP δεν συνιστούσε ιδιαιτερότητα της συμπράξεως, δεδομένου ότι οι επιχειρήσεις ασκούσαν γενική και αμοιβαία εποπτεία εκτός του μηχανισμού αυτού (βλ. σκέψη 111 ανωτέρω).

118    Στο πλαίσιο αυτό, αντιθέτως προς τις υποθέσεις επί των οποίων εκδόθηκαν οι αποφάσεις που μνημονεύονται στη σκέψη 115 ανωτέρω, η επίμαχη εν προκειμένω παράβαση δεν περιλαμβάνει άλλα συστατικά στοιχεία τα οποία να είναι αυτοτελή σε σχέση με το σύνολο των συμφωνιών και/ή εναρμονισμένων πρακτικών που αποσκοπούσαν στον συντονισμό των τιμολογιακών πολιτικών και οι οποίες συνιστούν την παράβαση αυτή. Ειδικότερα, οι συναντήσεις CUP εντάσσονταν σε αυτό το σύνολο συμφωνιών και/ή εναρμονισμένων πρακτικών και δεν παρουσίαζαν ιδιαιτερότητες δυνάμενες να έχουν συγκεκριμένο αντίκτυπο στη σοβαρότητα της παραβάσεως (βλ. σκέψεις 98 και 99 ανωτέρω).

119    Υπό το πρίσμα του συνόλου των προεκτεθέντων, επισημαίνεται ότι η Επιτροπή δεν υπέπεσε σε πλάνη, καθόσον έκρινε ότι οι προσφεύγουσες δεν είχαν υποβάλει αποδεικτικά στοιχεία ικανά να αποδείξουν πρόσθετα περιστατικά τα οποία ενίσχυαν τη σοβαρότητα της παραβάσεως.

120    Επομένως, η δεύτερη αιτίαση του δεύτερου σκέλους του πρώτου λόγου ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

[παραλειπόμενα]

3)      Επί του τρίτου σκέλους του πρώτου λόγου ακυρώσεως, το οποίο αφορά παραβίαση των αρχών της ίσης μεταχειρίσεως και της αναλογικότητας

131    Στο πλαίσιο του τρίτου σκέλους του πρώτου λόγου ακυρώσεως, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι η Επιτροπή όφειλε να τους χορηγήσει μείωση του βασικού ποσού του προστίμου τουλάχιστον κατά 3 %, ίση προς τη μείωση που χορήγησε στις επιχειρήσεις των οποίων η συμμετοχή σε ορισμένες κατηγορίες συναντήσεων δεν αποδείχθηκε, ήτοι τις Sanyo, NEC Tokin (NEC Corp. και Tokin Corp.), Matsuo και Nichicon. Μη ενεργώντας κατ’ αυτόν τον τρόπο, η Επιτροπή μεταχειρίστηκε τους μετέχοντες στη σύμπραξη, οι οποίοι απέκρυψαν πραγματικά στοιχεία της παραβάσεως όσον αφορά ορισμένες κατηγορίες συναντήσεων, ευνοϊκότερα απ’ ό,τι τις προσφεύγουσες, οι οποίες αποκάλυψαν την ύπαρξη μιας από τις κατηγορίες αυτές συναντήσεων.

132    Η Επιτροπή αντικρούει τα επιχειρήματα αυτά.

[παραλειπόμενα]

134    Εν προκειμένω, επισημαίνεται ότι το επιχείρημα των προσφευγουσών στηρίζεται σε εσφαλμένη σύγκριση μεταξύ της έννοιας της μερικής απαλλαγής από το πρόστιμο, όπως αυτή προβλέπεται στην παράγραφο 26, τρίτο εδάφιο, της ανακοινώσεως του 2006 περί συνεργασίας, και των ελαφρυντικών περιστάσεων που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη από την Επιτροπή, όπως αυτές οι οποίες απαριθμούνται στην παράγραφο 29 των κατευθυντήριων γραμμών του 2006.

135    Συγκεκριμένα, πρώτον, η κατάσταση των προσφευγουσών δεν είναι συγκρίσιμη, από απόψεως πραγματικών περιστατικών, με εκείνη των λοιπών μετεχόντων στη σύμπραξη που αυτές αναφέρουν.

136    Αφετέρου, όσον αφορά τη συμμετοχή στις συναντήσεις CUP, καθώς και στις συναντήσεις MK, διαπιστώνεται ότι η Επιτροπή έκρινε ότι η πρώτη προσφεύγουσα είχε μετάσχει σε αυτές (βλ. αιτιολογικές σκέψεις 88 και 95 της προσβαλλομένης αποφάσεως), πράγμα το οποίο, εξάλλου, δεν αμφισβητούν οι προσφεύγουσες.

137    Αντιθέτως, η Επιτροπή έκρινε ότι η συμμετοχή της Sanyo, της NEC Tokin και της Matsuo στις συναντήσεις CUP δεν είχε αποδειχθεί και ότι από κανένα στοιχείο δεν προέκυπτε ότι οι Sanyo, NEC Tokin και Matsuo είχαν γνώση των συναντήσεων αυτών (αιτιολογικές σκέψεις 754, 759 και 764 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Ομοίως, η Επιτροπή έκρινε ότι η συμμετοχή της Nichicon στις συναντήσεις MK δεν είχε αποδειχθεί και ότι κανένα στοιχείο δεν αποδείκνυε ότι είχε γνώση των συναντήσεων αυτών (αιτιολογική σκέψη 761 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

138    Αφετέρου, όσον αφορά τη συνεργασία στην έρευνα της Επιτροπής, διαπιστώνεται ότι οι προσφεύγουσες υπέβαλαν αποδεικτικά στοιχεία τα οποία παρέσχον στην Επιτροπή τη δυνατότητα να αποδείξει την ύπαρξη, τη φύση και το περιεχόμενο των συναντήσεων CUP (βλ. σκέψη 82 ανωτέρω), πράγμα το οποίο δεν συνέβη όσον αφορά τις Sanyo, NEC Tokin, Matsuo και Nichicon.

139    Ως εκ τούτου, η πραγματική κατάσταση των προσφευγουσών διαφέρει ουσιωδώς από εκείνη των Sanyo, NEC Tokin, Matsuo και Nichicon.

140    Δεύτερον, οι δύο καταστάσεις δεν είναι συγκρίσιμες από νομικής απόψεως. Αφενός, η Επιτροπή όφειλε να εκτιμήσει αν η μη συμμετοχή των Sanyo, NEC Tokin, Matsuo και Nichicon σε ορισμένες αντίθετες προς τους κανόνες του ανταγωνισμού ανταλλαγές έπρεπε να ληφθεί υπόψη στο πλαίσιο των ελαφρυντικών περιστάσεων κατά την έννοια της παραγράφου 29 των κατευθυντηρίων γραμμών του 2006. Αφετέρου, στο πλαίσιο της ανακοινώσεως του 2006 περί συνεργασίας, το θεσμικό αυτό όργανο έπρεπε να εκτιμήσει αν η συνεργασία των προσφευγουσών στην έρευνά του έπρεπε να οδηγήσει στη χορήγηση μερικής απαλλαγής από το πρόστιμο.

141    Συναφώς, αρκεί να υπομνησθεί ότι, όσον αφορά τις παραβάσεις που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της ανακοινώσεως του 2006 περί συνεργασίας, κατ’ αρχήν, ο ενδιαφερόμενος δεν μπορεί βασίμως να προσάψει στην Επιτροπή ότι δεν έλαβε υπόψη τον βαθμό της συνεργασίας του ως ελαφρυντική περίσταση, εκτός του νομικού πλαισίου της εν λόγω ανακοινώσεως (βλ. απόφαση της 29ης Φεβρουαρίου 2016, EGL κ.λπ. κατά Επιτροπής, T‑251/12, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2016:114, σκέψη 190 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

142    Ως εκ τούτου, η συνεργασία που παρέσχον οι προσφεύγουσες δεν μπορεί να εκτιμηθεί εκτός του πεδίου εφαρμογής της ανακοινώσεως του 2006 περί συνεργασίας και, ειδικότερα, ως ελαφρυντική περίσταση βάσει της παραγράφου 29 των κατευθυντηρίων γραμμών του 2006. Συναφώς, επισημαίνεται ότι, κατά την τέταρτη περίπτωση της παραγράφου αυτής, μπορεί να θεωρηθεί ως ελαφρυντική περίσταση ικανή να επιφέρει μείωση του βασικού ποσού του προστίμου το γεγονός ότι η οικεία επιχείρηση συνεργάστηκε αποτελεσματικά με την Επιτροπή πέραν του πεδίου εφαρμογής της ανακοινώσεως περί επιείκειας και πέραν των νομίμων υποχρεώσεών της να συνεργαστεί.

143    Εξάλλου, αντιθέτως προς αυτό το οποίο φαίνεται να συνάγεται από τα επιχειρήματα των προσφευγουσών, οι προϋποθέσεις οι οποίες μπορούν να δικαιολογήσουν την αναγνώριση ελαφρυντικών περιστάσεων ουδόλως είναι συγκρίσιμες με εκείνες οι οποίες απαιτούνται για την εφαρμογή της μερικής απαλλαγής από το πρόστιμο, ιδίως όσον αφορά την εκτίμηση της σοβαρότητας των επίμαχων πραγματικών περιστατικών.

144    Όπως προκύπτει από τη νομολογία, η Επιτροπή μπορεί να λαμβάνει υπόψη τη σχετική σοβαρότητα της συμμετοχής της επιχειρήσεως σε παράβαση και τις ιδιαίτερες περιστάσεις της υποθέσεως είτε κατά την εκτίμηση της σοβαρότητας της παραβάσεως, κατά την έννοια του άρθρου 23 του κανονισμού 1/2003, είτε κατά την αναπροσαρμογή του βασικού ποσού αναλόγως των ελαφρυντικών και επιβαρυντικών περιστάσεων (απόφαση της 11ης Ιουλίου 2013, Team Relocations κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑444/11 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2013:464, σκέψεις 104 και 105· βλ., επίσης, απόφαση της 26ης Ιανουαρίου 2017, Laufen Austria κατά Επιτροπής, C‑637/13 P, EU:C:2017:51, σκέψη 71 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

145    Αντιθέτως, από την παράγραφο 26, τρίτο εδάφιο, της ανακοινώσεως του 2006 περί συνεργασίας προκύπτει ότι η μερική απαλλαγή από το πρόστιμο χορηγείται, μεταξύ άλλων, όταν ο αιτών επιεική μεταχείριση υποβάλει στην Επιτροπή αποδεικτικά στοιχεία τα οποία αυτή χρησιμοποιεί για να αποδείξει πρόσθετα περιστατικά που αυξάνουν τη σοβαρότητα της παραβάσεως, ήτοι τη συνολική σοβαρότητα της παραβάσεως.

146    Εν προκειμένω, αφενός, για τη χορήγηση μείωσης κατά 3 % στις Sanyo, NEC Tokin, Matsuo και Nichicon ελήφθη υπόψη η σχετική βαρύτητα της συμμετοχής τους στην παράβαση, και δη η μη συμμετοχή τους σε ορισμένες κατηγορίες συναντήσεων.

147    Αφετέρου, η άρνηση χορηγήσεως στις προσφεύγουσες μερικής απαλλαγής από το πρόστιμο όσον αφορά τη σοβαρότητα της παραβάσεως στηρίχθηκε στο γεγονός ότι τα αποδεικτικά στοιχεία που αφορούσαν ιδίως τις συναντήσεις CUP δεν παρέσχον στην Επιτροπή τη δυνατότητα να αυξήσει τη συνολική σοβαρότητα της παραβάσεως (βλ. σκέψεις 33 και 97 ανωτέρω).

148    Επομένως, δεν αποδείχθηκε, εν προκειμένω, λιγότερο ευνοϊκή μεταχείριση των προσφευγουσών, δεδομένου ότι η κατάστασή τους και εκείνη των προαναφερθεισών επιχειρήσεων δεν είναι συγκρίσιμη ούτε από πραγματικής ούτε από νομικής απόψεως.

149    Επομένως, πρέπει να απορριφθεί το τρίτο σκέλος του πρώτου λόγου ακυρώσεως και, συνακόλουθα, ο πρώτος λόγος ακυρώσεως στο σύνολό του.

β)      Επί του δεύτερου λόγου ακυρώσεως, που αφορά την άρνηση της Επιτροπής να αποκλίνει από τη γενική μέθοδο που προβλέπουν οι κατευθυντήριες γραμμές του 2006 και να μειώσει το ποσό του προστίμου βάσει της παραγράφου 37 των εν λόγω κατευθυντηρίων γραμμών

[παραλειπόμενα]

2)      Επί του δεύτερου σκέλους του δεύτερου λόγου ακυρώσεως, το οποίο αφορά πλάνη περί το δίκαιο και παραβίαση των αρχών της αναλογικότητας, της ίσης μεταχειρίσεως και της εξατομικεύσεως των ποινών και των κυρώσεων

169    Στο πλαίσιο του δεύτερου σκέλους του δεύτερου λόγου ακυρώσεως, οι προσφεύγουσες προβάλλουν πλάνη περί το δίκαιο καθώς και παραβίαση των αρχών της αναλογικότητας, της ίσης μεταχειρίσεως και της εξατομικεύσεως των ποινών και των κυρώσεων όσον αφορά την άρνηση της Επιτροπής να αποκλίνει από τη γενική μέθοδο που προβλέπουν οι κατευθυντήριες γραμμές του 2006 και να τους χορηγήσει πρόσθετη μείωση του ποσού του προστίμου βάσει της παραγράφου 37 των ίδιων κατευθυντηρίων γραμμών.

[παραλειπόμενα]

174    Η Επιτροπή αντιτάσσει, κατ’ ουσίαν, ότι δεν υποχρεούτο, εν προκειμένω, να αποκλίνει από τη γενική μέθοδο την οποία προβλέπουν οι κατευθυντήριες γραμμές του 2006.

175    Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, όπως υπομνήσθηκε με τη σκέψη 58 ανωτέρω, οι κατευθυντήριες γραμμές του 2006 περιέχουν κανόνα συμπεριφοράς που υποδεικνύει την ακολουθητέα πρακτική από την οποία η Επιτροπή δεν δύναται να παρεκκλίνει σε κάποια συγκεκριμένη περίπτωση χωρίς να προσδιορίσει τους σχετικούς λόγους οι οποίοι πρέπει να συνάδουν, μεταξύ άλλων, με την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως.

176    Επιπλέον, πρέπει να υπομνησθούν τα στάδια για τον υπολογισμό του ποσού των επιβληθέντων στις προσφεύγουσες προστίμων, τα οποία ακολούθησε εν προκειμένω η Επιτροπή. Συναφώς, από τη δικογραφία προκύπτει ότι, κατ’ αρχάς, το βασικό ποσό του προστίμου που έπρεπε να επιβληθεί στην πρώτη προσφεύγουσα υπολογίστηκε χωρίς να ληφθεί υπόψη η περίοδος από την 26η Ιουνίου 1998 έως την 28η Αυγούστου 2003, δεδομένου ότι η Επιτροπή της είχε χορηγήσει μερική απαλλαγή από το πρόστιμο για την περίοδο αυτή, βάσει της παραγράφου 26, τρίτο εδάφιο, της ανακοινώσεως του 2006 περί συνεργασίας (βλ. σκέψη 26 ανωτέρω).

177    Στο πλαίσιο αυτό, κατόπιν των σταδίων που υπομνήσθηκαν με τις σκέψεις 21 έως 27 ανωτέρω, η Επιτροπή καθόρισε σε 61 434 000 ευρώ, το βασικό ποσό του προστίμου που έπρεπε να επιβληθεί στην πρώτη προσφεύγουσα και σε 39 598 000 ευρώ, το βασικό ποσό του προστίμου που έπρεπε να επιβληθεί στη δεύτερη προσφεύγουσα.

178    Εν συνεχεία, δεδομένου ότι το βασικό ποσό του προστίμου που έπρεπε να επιβληθεί στην πρώτη προσφεύγουσα υπερέβαινε το 10 % του κύκλου εργασιών του προηγούμενου οικονομικού έτους, η Επιτροπή εφάρμοσε το εν λόγω όριο και, κατά συνέπεια, το βασικό ποσό του προστίμου μειώθηκε σε 40 606 385 ευρώ, σύμφωνα με το άρθρο 23, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 1/2003 (βλ. σκέψη 31 ανωτέρω).

179    Τέλος, επί του βασικού αυτού ποσού των 40 606 385 ευρώ, η Επιτροπή εφάρμοσε μείωση 30 %, βάσει του σημείου 26, πρώτο εδάφιο, δεύτερη περίπτωση, της ανακοινώσεως του 2006 περί συνεργασίας. Επομένως, το συνολικό ποσό των επιβληθέντων στις προσφεύγουσες προστίμων ανέρχεται σε 28 424 000 ευρώ (βλ. σκέψεις 32 και 34 ανωτέρω).

180    Υπό το πρίσμα ακριβώς των ως άνω εκτιμήσεων πρέπει να εξεταστούν τα επιχειρήματα των προσφευγουσών.

181    Κατά πρώτον, επισημαίνεται ότι κακώς οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι από τη νομολογία προκύπτει ότι η Επιτροπή όφειλε να αποκλίνει από τη γενική μέθοδο που προβλέπουν οι κατευθυντήριες γραμμές του 2006, λόγω του ότι η χρήση της μεθόδου που προβλέπουν οι εν λόγω κατευθυντήριες γραμμές οδηγούσε σε εφαρμογή του ανωτάτου ορίου του 10 % του κύκλου εργασιών σε πλείονες μετέχοντες στη σύμπραξη.

182    Αντιθέτως προς όσα υποστηρίζουν οι προσφεύγουσες, τα επιχειρήματά τους δεν βρίσκουν κανένα έρεισμα στην απόφαση της 16ης Ιουνίου 2011, Putters International κατά Επιτροπής (T‑211/08, EU:T:2011:289). Συναφώς, διαπιστώνεται ότι, με τη σκέψη 75 της εν λόγω αποφάσεως, κατ’ αρχάς το Γενικό Δικαστήριο επισήμανε, ασφαλώς, ότι ο πολλαπλασιασμός του ποσού που καθορίζεται βάσει της αξίας των πωλήσεων με τον αριθμό των ετών συμμετοχής στην παράβαση μπορεί να έχει ως επακόλουθο, στο πλαίσιο των κατευθυντήριων γραμμών του 2006, η εφαρμογή του ανωτάτου ορίου του 10 %, που προβλέπει το άρθρο 23 του κανονισμού 1/2003, να αποτελεί εφεξής τον κανόνα αντί την εξαίρεση για κάθε επιχείρηση που δραστηριοποιείται κυρίως σε μία μόνον αγορά και η οποία μετείχε σε σύμπραξη για περισσότερο από ένα έτος. Περαιτέρω, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι, στην περίπτωση αυτή, τυχόν διαφοροποίηση βάσει της σοβαρότητας της παραβάσεως ή των ελαφρυντικών περιστάσεων δεν θα ασκούσε κανονικά καμία επιρροή όσον αφορά πρόστιμο το οποίο είχε προσαρμοστεί προκειμένου να μην υπερβαίνει το 10 %.

183    Εντούτοις, με τη σκέψη 75 της αποφάσεως της 16ης Ιουνίου 2011, Putters International κατά Επιτροπής (T‑211/08, EU:T:2011:289), το Γενικό Δικαστήριο, κατ’ αρχάς, περιορίστηκε να επισημάνει ότι η μη διαφοροποίηση που προκύπτει από τη νέα μέθοδο υπολογισμού των προστίμων στο πλαίσιο των κατευθυντήριων γραμμών του 2006 μπορούσε να καταστήσει αναγκαία την εκ μέρους του άσκηση της πλήρους δικαιοδοσίας του στις συγκεκριμένες περιπτώσεις στις οποίες η εφαρμογή και μόνον των εν λόγω κατευθυντήριων γραμμών δεν καθιστούσε δυνατή την προσήκουσα διαφοροποίηση. Επιπλέον, όπως προκύπτει από την ίδια σκέψη 75, καθώς και από τις σκέψεις 81 έως 87 της εν λόγω αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι, εν προκειμένω, ορθώς η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι δεν υφίστατο λόγος δυνάμενος να δικαιολογήσει τη μείωση του προστίμου την οποία είχε ζητήσει ο προσφεύγων. Ως εκ τούτου, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι δεν ήταν αναγκαίο να ασκήσει την πλήρη δικαιοδοσία του.

184    Εξάλλου, παρατηρείται ότι, στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 16ης Ιουνίου 2011, Putters International κατά Επιτροπής (T‑211/08, EU:T:2011:289), το τελικό πρόστιμο το οποίο επέβαλε η Επιτροπή αντιστοιχούσε στο ανώτατο πρόστιμο, ήτοι στο πρόστιμο που αντιστοιχούσε στο ανώτατο όριο του 10 % του κύκλου εργασιών του προηγούμενου οικονομικού έτους. Τούτο όμως δεν συμβαίνει εν προκειμένω, στο μέτρο που, μετά την εφαρμογή του εν λόγω ανωτάτου ορίου, οι προσφεύγουσες έτυχαν περαιτέρω μειώσεως κατά 30 % του ποσού του προστίμου το οποίο θα τους επιβαλλόταν διαφορετικά (βλ. σκέψεις 32, 178 και 179 ανωτέρω).

185    Ομοίως, η απόφαση της 13ης Δεκεμβρίου 2016, Printeos κ.λπ. κατά Επιτροπής (T‑95/15, EU:T:2016:722), δεν παρέχει κανένα έρεισμα στα επιχειρήματα των προσφευγουσών. Αφενός, με τις σκέψεις 50 επ. της αποφάσεως αυτής, το Γενικό Δικαστήριο εξέτασε μόνον το ζήτημα της συμμορφώσεως της Επιτροπής με την υποχρέωση αιτιολογήσεως που αυτή υπέχει. Αφετέρου, στη σκέψη 51 της εν λόγω αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο δεν παραπέμπει ευθέως στην απόφαση της 16ης Ιουνίου 2011, Putters International κατά Επιτροπής (T‑211/08, EU:T:2011:289), αλλά απλώς επαναλαμβάνει όσα επισήμανε συναφώς η Επιτροπή με την προσβαλλόμενη απόφαση.

186    Κατά συνέπεια, τα επιχειρήματα των προσφευγουσών δεν δύνανται να στηριχθούν λυσιτελώς στις εν λόγω αποφάσεις. Γενικώς, τα επιχειρήματα αυτά δεν επιβεβαιώνονται από τη νομολογία.

187    Συγκεκριμένα, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι δεν συντρέχει παραβίαση των αρχών της αναλογικότητας και της ίσης μεταχειρίσεως στην περίπτωση που, κατ’ εφαρμογήν της προβλεπόμενης στις κατευθυντήριες γραμμές του 2006 μεθόδου υπολογισμού των προστίμου, σε μια επιχείρηση επιβάλλεται πρόστιμο που αντιστοιχεί σε μεγαλύτερο ποσοστό του συνολικού κύκλου εργασιών, συγκρινόμενο με τα πρόστιμα που επιβλήθηκαν στις λοιπές επιχειρήσεις. Συγκεκριμένα, κατά το Δικαστήριο, η εμφάνιση διαφορών μεταξύ των εμπλεκόμενων επιχειρήσεων όσον αφορά τη σχέση μεταξύ του συνολικού κύκλου εργασιών και του ποσού των επιβαλλόμενων σε αυτές προστίμων είναι σύμφυτη με τη μέθοδο αυτή υπολογισμού, η οποία δεν στηρίζεται στον συνολικό κύκλο εργασιών των εμπλεκόμενων επιχειρήσεων (πρβλ. απόφαση της 7ης Σεπτεμβρίου 2016, Pilkington Group κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑101/15 P, EU:C:2016:631, σκέψη 64).

188    Περαιτέρω, από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι η Επιτροπή δεν υποχρεούται, κατά τον καθορισμό του ποσού των προστίμων, να βεβαιώνεται, σε περίπτωση επιβολής προστίμων σε πλείονες επιχειρήσεις εμπλεκόμενες στην ίδια παράβαση, ότι τα τελικά ποσά των προστίμων αντικατοπτρίζουν τις διαφορές μεταξύ των επιχειρήσεων αυτών ως προς τον συνολικό κύκλο εργασιών τους (βλ. απόφαση της 7ης Σεπτεμβρίου 2016, Pilkington Group κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑101/15 P, EU:C:2016:631, σκέψη 65 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

189    Επιπροσθέτως, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι το διαφορετικό ποσοστό που αντιπροσωπεύει το πρόστιμο στον συνολικό κύκλο εργασιών των εμπλεκόμενων επιχειρήσεων, λόγω του μικρότερου εύρους των δραστηριοτήτων τους, δεν μπορεί αφ’ εαυτού να αποτελέσει επαρκή λόγο για να δικαιολογήσει απόκλιση της Επιτροπής από τη μέθοδο υπολογισμού την οποία η ίδια καθόρισε. Πράγματι, κατ’ αυτόν τον τρόπο θα ευνοούνταν ορισμένες επιχειρήσεις βάσει ενός κριτηρίου το οποίο δεν σχετίζεται με τη βαρύτητα ή τη διάρκεια της παραβάσεως. Όσον αφορά, όμως, τον καθορισμό του ποσού του προστίμου, δεν επιτρέπονται διακρίσεις, με την εφαρμογή διαφορετικών μεθόδων υπολογισμού, μεταξύ των επιχειρήσεων που μετείχαν σε συμφωνία ή εναρμονισμένη πρακτική αντίθετη προς το άρθρο 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ (πρβλ. απόφαση της 7ης Σεπτεμβρίου 2016, Pilkington Group κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑101/15 P, EU:C:2016:631, σκέψη 66 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

190    Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι το γεγονός ότι η Επιτροπή υποχρεούται να εφαρμόσει το ανώτατο όριο του 10 % του κύκλου εργασιών επί του βασικού ποσού των προστίμων που πρέπει να επιβληθούν στις προσφεύγουσες καθώς και σε άλλες επιχειρήσεις των οποίων η δραστηριότητα αφορά «ένα και μόνον προϊόν», εφόσον θεωρηθεί ότι το τελευταίο αυτό στοιχείο έχει αποδειχθεί, δεν σημαίνει ότι η Επιτροπή ήταν υποχρεωμένη να αποκλίνει από τη μέθοδο υπολογισμού των προστίμων την οποία προβλέπουν οι κατευθυντήριες γραμμές του 2006.

191    Κατά δεύτερον, επισημαίνεται ότι, αντιθέτως προς όσα φαίνεται να υποστηρίζουν οι προσφεύγουσες, το γεγονός ότι η πρώτη προσφεύγουσα είναι επιχείρηση της οποίας η δραστηριότητα αφορά «ένα και μόνον προϊόν» δεν δικαιολογεί, αφ’ εαυτού, τη μη εφαρμογή των κατευθυντήριων γραμμών του 2006 για τη μείωση των επιβληθέντων στις προσφεύγουσες προστίμων.

192    Κατ’ αρχάς, από τη νομολογία που υπομνήσθηκε με τη σκέψη 189 ανωτέρω προκύπτει ότι το γεγονός ότι μια επιχείρηση που μετέχει σε σύμπραξη έχει περιορισμένο χαρτοφυλάκιο προϊόντων δεν αποτελεί επαρκή λόγο ο οποίος να δικαιολογεί απόκλιση της Επιτροπής από τη μέθοδο υπολογισμού των προστίμων την οποία η ίδια καθόρισε. Αφενός, η μέθοδος υπολογισμού των προστίμων δεν στηρίζεται, εν πάση περιπτώσει, στον συνολικό κύκλο εργασιών των επιχειρήσεων, αλλά, αντιθέτως, στην αξία των προϊόντων ή των υπηρεσιών με τα οποία σχετίζεται η παράβαση. Κατά συνέπεια, η εμφάνιση διαφορών μεταξύ των επιχειρήσεων όσον αφορά τη σχέση μεταξύ του συνολικού κύκλου εργασιών και του ποσού των επιβαλλόμενων σε αυτές προστίμων είναι σύμφυτη με τη μέθοδο αυτή. Αφετέρου, το μικρότερο εύρος των δραστηριοτήτων ορισμένων επιχειρήσεων δεν συνιστά κρίσιμο κριτήριο υπό το πρίσμα της σοβαρότητας και της διάρκειας της παραβάσεως και δεν μπορεί, επομένως, να αποτελέσει λόγο προκειμένου οι επιχειρήσεις αυτές να τύχουν ευνοϊκότερης μεταχειρίσεως διά της εφαρμογής διαφορετικών μεθόδων υπολογισμού.

193    Εν συνεχεία, η έντονη εξειδίκευση των προσφευγουσών ή η ελάχιστη διαφοροποίηση της δραστηριότητάς τους σε σχέση με άλλους μετέχοντες στη σύμπραξη δεν αρκούν, αφ’ εαυτών, για να αποδειχθεί ότι η Επιτροπή παραβίασε τις αρχές της ίσης μεταχειρίσεως και της αναλογικότητας, καθόσον δεν εφάρμοσε ειδικά κριτήρια για τον υπολογισμό του ποσού του επιβληθέντος στις προσφεύγουσες προστίμου. Συγκεκριμένα, από τη νομολογία προκύπτει ότι το τμήμα του συνολικού κύκλου εργασιών από τις πωλήσεις των προϊόντων που αποτελούν το αντικείμενο της παραβάσεως περί της οποίας πρόκειται συνιστά, πράγματι, την καλύτερη ένδειξη περί της οικονομικής σημασίας της παραβάσεως αυτής. Κατά συνέπεια, εφόσον οι προσφεύγουσες πραγματοποιούν ιδιαιτέρως σημαντικό, αν όχι το σύνολο σχεδόν, του συνολικού κύκλου εργασιών τους με τα προϊόντα που αποτελούν το αντικείμενο της παραβάσεως, το γεγονός ότι το ποσό του επιβληθέντος στις προσφεύγουσες προστίμου αντιπροσωπεύει υψηλότερο ποσοστό του συνολικού κύκλου εργασιών σε σχέση με άλλους μετέχοντες στη σύμπραξη αντικατοπτρίζει απλώς την οικονομική σημασία της παραβάσεως αυτής όσον αφορά τις προσφεύγουσες. Το συμπέρασμα αυτό δεν αντιβαίνει προς τις αρχές της ίσης μεταχειρίσεως ή της αναλογικότητας (πρβλ. απόφαση της 12ης Ιουλίου 2019, Hitachi-LG Data Storage και Hitachi-LG Data Storage Korea κατά Επιτροπής, T‑1/16, EU:T:2019:514, σκέψη 112 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

194    Τέλος, μια επιχείρηση όπως η πρώτη προσφεύγουσα, η οποία πραγματοποιεί ιδιαιτέρως μεγάλο ποσοστό του συνολικού κύκλου εργασιών της στα προϊόντα που καλύπτονται από τη σύμπραξη, αποκομίζει, κατά συνέπεια, ιδιαίτερα υψηλό κέρδος από αυτήν (πρβλ. απόφαση της 12ης Δεκεμβρίου 2018, Servier κ.λπ. κατά Επιτροπής, T‑691/14, κατά της οποίας εκκρεμεί αίτηση αναιρέσεως, EU:T:2018:922, σκέψη 1923).

195    Κατά τρίτον, στο μέτρο που οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι, κατά το παρελθόν, η Επιτροπή είχε υιοθετήσει διαφορετική προσέγγιση για τον υπολογισμό των προστίμων που επιβάλλονται σε επιχειρήσεις των οποίων η δραστηριότητα αφορά «ένα και μόνον προϊόν» και οι οποίες υπερβαίνουν το ανώτατο όριο του 10 %, αρκεί να υπομνησθεί ότι, κατά πάγια νομολογία, η Επιτροπή δεν δεσμεύεται από την προηγούμενη πρακτική της, η οποία, σε κάθε περίπτωση, δεν αποτελεί νομικό πλαίσιο για τον τρόπο υπολογισμού του ποσού των προστίμων (βλ. αποφάσεις της 11ης Ιουλίου 2013, Team Relocations κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑444/11 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2013:464, σκέψη 82 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, και της 7ης Σεπτεμβρίου 2016, Pilkington Group κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑101/15 P, EU:C:2016:631, σκέψη 68 και μνημονευόμενη νομολογία).

196    Κατά τέταρτον, πρέπει να απορριφθούν τα επιχειρήματα των προσφευγουσών με τα οποία προβάλλεται ότι η εφαρμογή, εν προκειμένω, του ανωτάτου ορίου του 10 % του κύκλου εργασιών δεν κατέστησε δυνατή ούτε τη διαφοροποίηση των προσφευγουσών από τις λοιπές επιχειρήσεις των οποίων η δραστηριότητα αφορά «ένα και μόνον προϊόν», ιδίως όσον αφορά τη διαφορετική διάρκεια της συμμετοχής τους στη σύμπραξη, ούτε τη συνεκτίμηση του βαθμού συνεργασίας των προσφευγουσών, ο οποίος δεν αντικατοπτρίζεται στο τελικό ποσό των επιβληθέντων σε αυτές προστίμων.

197    Συναφώς, επισημαίνεται ότι, όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 990 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή εφάρμοσε διαφορετικούς συντελεστές προσαυξήσεως αναλόγως της διάρκειας τόσο έναντι των προσφευγουσών όσο και έναντι των Elna και Nippon Chemi-Con (βλ. σκέψη 27 ανωτέρω και αιτιολογική σκέψη 1007, πίνακας 1 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Είναι, ασφαλώς, αληθές ότι οι συντελεστές αυτοί εφαρμόστηκαν επί της αξίας των πωλήσεων η οποία λαμβάνεται υπόψη για τον υπολογισμό του βασικού ποσού των προστίμων, σύμφωνα με την παράγραφο 13 των κατευθυντήριων γραμμών του 2006 (βλ. σκέψη 21 ανωτέρω). Είναι επίσης αληθές ότι, λαμβανομένου υπόψη του αποτελέσματος της εφαρμογής των συντελεστών, η Επιτροπή χρειάστηκε να εφαρμόσει το ανώτατο όριο του 10 % του κύκλου εργασιών που προβλέπει το άρθρο 23, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 1/2003 προκειμένου να μειώσει κάτω από το ανώτατο αυτό όριο το βασικό ποσό των προστίμων που επέβαλε στις εν λόγω επιχειρήσεις (βλ. αιτιολογική σκέψη 1058 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

198    Ωστόσο, τα επιχειρήματα των προσφευγουσών κατά τα οποία η εφαρμογή του ανωτάτου ορίου του 10 % του κύκλου εργασιών δεν κατέστησε δυνατή τη διαφοροποίηση των προσφευγουσών από τις λοιπές επιχειρήσεις των οποίων η δραστηριότητα αφορούσε «ένα και μόνον προϊόν» δεν λαμβάνει υπόψη τη διαφορά σκοπού μεταξύ των κρίσιμων κριτηρίων για τον καθορισμό του βασικού ποσού του προστίμου και του ανωτάτου ορίου του 10 % του κύκλου εργασιών.

199    Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, κατά την παράγραφο 2 των κατευθυντήριων γραμμών του 2006, το βασικό ποσό καθορίζεται σε συνάρτηση με τη σοβαρότητα και τη διάρκεια της παραβάσεως, ενώ το ανώτατο όριο του 10 % του κύκλου εργασιών έχει διακριτό και αυτοτελή σκοπό σε σχέση με εκείνον των κριτηρίων της σοβαρότητας και της διάρκειας της παραβάσεως.

200    Στο πλαίσιο αυτό, από τη νομολογία προκύπτει ότι, μολονότι το άρθρο 23, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003 παρέχει στην Επιτροπή ευρεία διακριτική ευχέρεια, εντούτοις περιορίζει την άσκηση της ευχέρειας αυτής θεσπίζοντας αντικειμενικά κριτήρια με τα οποία η Επιτροπή πρέπει να συμμορφώνεται. Ως εκ τούτου, το ποσό του προστίμου που μπορεί να επιβληθεί σε ορισμένη επιχείρηση περιορίζεται βάσει αποτιμητού και απόλυτου ορίου, κατά τρόπον ώστε να είναι δυνατός ο εκ των προτέρων προσδιορισμός του ανωτάτου ποσού του προστίμου (βλ. απόφαση της 16ης Φεβρουαρίου 2017, Hansen & Rosenthal και H&R Wax Company Vertrieb κατά Επιτροπής, C‑90/15 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2017:123, σκέψη 78 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

201    Αφενός, το όριο αυτό αποσκοπεί στην αποφυγή υπερβολικών και δυσανάλογων προστίμων (απόφαση της 28ης Ιουνίου 2005, Dansk Rørindustri κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑189/02 P, C‑202/02 P, C‑205/02 P έως C‑208/02 P και C‑213/02 P, EU:C:2005:408, σκέψη 281). Αφετέρου, το ως άνω όριο αποσκοπεί στην αποφυγή επιβολής προστίμων για τα οποία μπορεί να προβλεφθεί ότι οι επιχειρήσεις δεν θα είναι σε θέση να τα καταβάλουν, λαμβανομένου υπόψη του μεγέθους τους, όπως αυτό καθορίζεται, έστω κατά προσέγγιση και ατελώς, από τον συνολικό κύκλο εργασιών τους. Το όριο αυτό έχει ως μόνη δυνατή συνέπεια ότι το ποσό του προστίμου που υπολογίζεται επί τη βάσει των κριτηρίων της σοβαρότητας και της διάρκειας της παραβάσεως μειώνεται στο μέγιστο επιτρεπόμενο επίπεδο όταν υπερβαίνει αυτό το τελευταίο. Η εφαρμογή του υποδηλώνει ότι η οικεία επιχείρηση δεν καταβάλλει το σύνολο του προστίμου το οποίο, κατ’ αρχήν, θα οφειλόταν δυνάμει εκτιμήσεως στηριζόμενης στα εν λόγω κριτήρια (βλ. απόφαση της 5ης Οκτωβρίου 2011, Romana Tabacchi κατά Επιτροπής, T‑11/06, EU:T:2011:560, σκέψη 257 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

202    Επομένως, ακόμη και αν η εφαρμογή του ανωτάτου ορίου του 10 % του κύκλου εργασιών είναι πιθανότερη για τις επιχειρήσεις με περιορισμένο χαρτοφυλάκιο προϊόντων, εντούτοις γεγονός παραμένει ότι η εν λόγω εφαρμογή δεν μπορεί, αφ’ εαυτής, να έχει επίπτωση στη μέθοδο υπολογισμού του ύψους των προστίμων, δεδομένου ότι η μέθοδος αυτή και το εν λόγω ανώτατο όριο έχουν διαφορετικούς και αυτοτελείς σκοπούς, όπως προκύπτει από τις σκέψεις 199 έως 201 ανωτέρω.

203    Κατά πέμπτον, επισημαίνεται ότι κακώς οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι η εφαρμογή, εν προκειμένω, του ανωτάτου ορίου του 10 % του κύκλου εργασιών δεν καθιστά δυνατό να αποτυπωθεί ο βαθμός συνεργασίας που αυτές παρέσχον στην έρευνα της Επιτροπής.

204    Κατ’ αρχάς, επισημαίνεται ότι, όπως υπομνήσθηκε με τη σκέψη 124 ανωτέρω, σκοπός του προγράμματος επιείκειας της Επιτροπής δεν είναι να εξασφαλίσει στις επιχειρήσεις που μετέχουν σε μυστικές συμπράξεις τη δυνατότητα να αποφύγουν τις οικονομικές συνέπειες της ευθύνης τους, αλλά να διευκολύνει τον εντοπισμό τέτοιων πρακτικών και, εν συνεχεία, κατά τη διοικητική διαδικασία, να συνδράμει την Επιτροπή στις προσπάθειές της να ανασυστήσει, στο μέτρο του δυνατού, τα κρίσιμα πραγματικά περιστατικά.

205    Επομένως, η προβλεπόμενη από το πρόγραμμα επιείκειας ανταμοιβή δεν χορηγείται για λόγους επιείκειας, αλλά ως αντάλλαγμα για συνεργασία που διευκόλυνε το έργο της Επιτροπής (βλ. απόφαση της 29ης Φεβρουαρίου 2016, EGL κ.λπ. κατά Επιτροπής, T‑251/12, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2016:114, σκέψη 184 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

206    Εν προκειμένω, διαπιστώνεται ότι από την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει ότι στις προσφεύγουσες χορηγήθηκε, κατ’ αρχάς, μερική απαλλαγή από το πρόστιμο για το χρονικό διάστημα από την 26η Ιουνίου 1998 έως την 28η Αυγούστου 2003, βάσει της παραγράφου 26, τρίτο εδάφιο, της ανακοινώσεως του 2006 για τη συνεργασία· εν συνεχεία, αυτές έτυχαν εφαρμογής του ανωτάτου ορίου του 10 % του κύκλου εργασιών που προβλέπεται στο άρθρο 23, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 1/2003 και, τέλος, μειώσεως κατά 30 % του προστίμου το οποίο θα τους επιβαλλόταν διαφορετικά, βάσει της παραγράφου 26, πρώτο εδάφιο, δεύτερη περίπτωση, της εν λόγω ανακοινώσεως (βλ. σκέψεις 26, 31 και 32 ανωτέρω).

207    Όσον αφορά, όμως, τη μερική απαλλαγή από το πρόστιμο λόγω της διάρκειας της παραβάσεως, υπενθυμίζεται ότι είναι σύμφυτο προς τη λογική της πολιτικής επιείκειας το ότι η μερική αυτή απαλλαγή, η οποία προβλέπεται στην παράγραφο 26, τρίτο εδάφιο, της ανακοινώσεως του 2006 περί συνεργασίας, δεν συνεπάγεται ποτέ μείωση του τελικού ποσού του προστίμου, αλλά απαλλαγή από την εφαρμογή του συντελεστή προσαυξήσεως λόγω διάρκειας, προκειμένου να διασφαλιστεί ότι στις επιχειρήσεις που υπέβαλαν αίτηση επιεικούς μεταχειρίσεως δεν θα επιβληθεί πρόστιμο για την περίοδο παραβάσεως σε σχέση με την οποία αυτές παρέσχον πληροφορίες στην Επιτροπή (πρβλ. απόφαση της 24ης Μαρτίου 2011, FRA.BO κατά Επιτροπής, T‑381/06, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2011:111, σκέψη 70).

208    Επιπλέον, όσον αφορά την εφαρμογή του ανωτάτου ορίου του 10 % του κύκλου εργασιών, επισημαίνεται ότι, όπως παρατήρησε η Επιτροπή με την αιτιολογική σκέψη 1062 της προσβαλλομένης αποφάσεως, το γεγονός ότι η μείωση του προστίμου η οποία χορηγήθηκε σε επιχείρηση καθίσταται ανενεργή λόγω των αποτελεσμάτων άλλης διατάξεως που εφαρμόστηκε υπέρ και προς όφελος της εν λόγω επιχειρήσεως –εν προκειμένω, του ανωτάτου ορίου του 10 % του κύκλου εργασιών της, σύμφωνα με το άρθρο 23, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003– δεν μπορεί να θέσει εν αμφιβόλω τη μέθοδο που εφάρμοσε η Επιτροπή για τον υπολογισμό του ποσού των προστίμων.

209    Επιπλέον, η Επιτροπή αναγνώρισε ότι οι προσφεύγουσες ήταν η δεύτερη επιχείρηση που υπέβαλε αποδεικτικά στοιχεία με σημαντική προστιθέμενη αξία και τους χορήγησε μείωση κατά 30 % του ποσού του προστίμου το οποίο διαφορετικά θα τους επιβαλλόταν, η οποία αντιστοιχούσε στο ανώτατο ποσοστό μειώσεως που προβλέπεται στην παράγραφο 26, πρώτο εδάφιο, δεύτερη περίπτωση, της ανακοινώσεως του 2006 περί συνεργασίας.

210    Επομένως, πρέπει να απορριφθεί το επιχείρημα των προσφευγουσών περί ελλείψεως διαφοροποιήσεως αναφορικά με τη συνεργασία τους στην έρευνα της Επιτροπής. Αντιθέτως, από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι, εν προκειμένω, η εφαρμογή του ανωτάτου ορίου του 10 % του κύκλου εργασιών καθώς και της μειώσεως κατά 30 % λόγω συνεργασίας είχαν ως συνέπεια σημαντική μείωση του προστίμου ως προς αυτές. Συγκεκριμένα, το βασικό ποσό του προστίμου καθορίστηκε σε 61 434 000 ευρώ για την πρώτη προσφεύγουσα και σε 39 598 000 ευρώ για τη δεύτερη προσφεύγουσα, ήτοι συνολικά σε 101 032 000 ευρώ, ενώ το τελικό ποσό του προστίμου ανέρχεται σε 28 424 000 ευρώ (βλ. σκέψεις 177 και 179 ανωτέρω).

211    Κατόπιν του συνόλου των προεκτεθέντων, δεν αποδείχθηκε εν προκειμένω ότι, διά της εφαρμογής της μεθόδου υπολογισμού των προστίμων που προβλέπουν οι κατευθυντήριες γραμμές του 2006 έλαβε χώρα παραβίαση των αρχών της αναλογικότητας και της ίσης μεταχειρίσεως.

212    Εξάλλου, όσον αφορά την αρχή της εξατομικεύσεως των ποινών και των κυρώσεων, υπενθυμίζεται ότι η εν λόγω αρχή επιτάσσει, σύμφωνα με το άρθρο 23, παράγραφος 3, του κανονισμού 1/2003, το ύψος του εις ολόκληρον οφειλόμενου προστίμου να καθορίζεται σε συνάρτηση με τη σοβαρότητα της παραβάσεως που προσάπτεται ατομικώς στην οικεία επιχείρηση και με τη διάρκεια της παραβάσεως αυτής (βλ. απόφαση της 19ης Ιουνίου 2014, FLS Plast κατά Επιτροπής, C‑243/12 P, EU:C:2014:2006, σκέψη 107 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Επομένως, η Επιτροπή, κατά τον καθορισμό της εξωτερικής σχέσης των αλληλεγγύως και εις ολόκληρον οφειλετών, οφείλει ιδίως να τηρεί την αρχή της εξατομικεύσεως των ποινών και των κυρώσεων (απόφαση της 10ης Απριλίου 2014, Επιτροπή κατά Siemens Österreich κ.λπ. και Siemens Transmission & Distribution κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑231/11 P έως C‑233/11 P, EU:C:2014:256, σκέψη 52).

213    Ωστόσο, οι προσφεύγουσες ουδόλως υποστηρίζουν, με τα επιχειρήματά τους, ότι η Επιτροπή εφάρμοσε εσφαλμένως τη σχέση αλληλέγγυας και εις ολόκληρον ευθύνης, επιβάλλοντας ενιαίο πρόστιμο σε διαφορετικές επιχειρήσεις.

214    Επομένως, πρέπει να απορριφθεί το δεύτερο σκέλος του δευτέρου λόγου ακυρώσεως και, συνακόλουθα, ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως.

[παραλειπόμενα]

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (ένατο πενταμελές τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Απορρίπτει την προσφυγή.

2)      Οι Rubycon Corp. και Rubycon Holdings Co. Ltd φέρουν τα δικαστικά έξοδά τους, καθώς και τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή.

Costeira

Γρατσίας

Kancheva

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο, στις 29 Σεπτεμβρίου 2021.

(υπογραφές)


*      Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.


1      Παρατίθενται μόνον οι σκέψεις των οποίων η δημοσίευση κρίνεται σκόπιμη από το Γενικό Δικαστήριο.