Language of document : ECLI:EU:C:2021:36

Υπόθεση C255/19

Secretary of State for the Home Department

κατά

OA

[αίτηση του Upper Tribunal (Immigration and Asylum Chamber)
για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

 Απόφαση του Δικαστηρίου (δεύτερο τμήμα) της 20ής Ιανουαρίου 2021

«Προδικαστική παραπομπή – Οδηγία 2004/83/ΕΚ – Ελάχιστες απαιτήσεις σχετικές με τις προϋποθέσεις αναγνωρίσεως του καθεστώτος πρόσφυγα ή χορηγήσεως του καθεστώτος επικουρικής προστασίας – Ιδιότητα του πρόσφυγα – Άρθρο 2, στοιχείο γʹ – Παύση του καθεστώτος πρόσφυγα – Άρθρο 11 – Μεταβολή των συνθηκών – Άρθρο 11, παράγραφος 1, στοιχείο εʹ – Δυνατότητα του ενδιαφερομένου να τεθεί υπό την προστασία της χώρας καταγωγής – Κριτήρια εκτιμήσεως – Άρθρο 7, παράγραφος 2 – Οικονομική και κοινωνική υποστήριξη – Δεν ασκεί επιρροή»

1.        Συνοριακοί έλεγχοι, άσυλο και μετανάστευση – Πολιτική ασύλου – Καθεστώς πρόσφυγα ή καθεστώς επικουρικής προστασίας – Οδηγία 2004/83 – Παύση του καθεστώτος πρόσφυγα – Προϋποθέσεις – Προστασία έναντι πράξεων διώξεως – Κριτήρια εκτιμήσεως – Κριτήρια ίδια με εκείνα που εφαρμόζονται για την αναγνώριση του καθεστώτος αυτού

(Οδηγία 2004/83 του Συμβουλίου, άρθρα 2, στοιχείο γʹ, 7 §§ 1 και 2, και 11 § 1, στοιχείο εʹ)

(βλ. σκέψεις 35-39, διατακτ. 1)

2.        Συνοριακοί έλεγχοι, άσυλο και μετανάστευση – Πολιτική ασύλου – Καθεστώς πρόσφυγα ή καθεστώς επικουρικής προστασίας – Οδηγία 2004/83 – Παύση του καθεστώτος πρόσφυγα – Προϋποθέσεις – Προστασία έναντι πράξεων διώξεως – Κριτήρια εκτιμήσεως – Κοινωνική και οικονομική υποστήριξη από ιδιωτικούς φορείς, όπως η οικογένεια ή η φυλή – Προστασία, από την άποψη της ασφάλειας, η οποία ενδεχομένως παρέχεται από την οικογένεια ή τη φυλή – Δεν περιλαμβάνεται – Συνέπειες –Η εν λόγω υποστήριξη και η εν λόγω προστασία δεν ασκούν επιρροή για την εκτίμηση της αποτελεσματικότητας ή της δυνατότητας παροχής της εν λόγω προστασίας

(Οδηγία 2004/83 του Συμβουλίου, άρθρα 7 §§ 1, στοιχείο αʹ, και 2, και 11 § 1, στοιχείο εʹ)

(βλ. σκέψεις 44, 46-49, 52, 53, 63, διατακτ. 2)

3.        Συνοριακοί έλεγχοι, άσυλο και μετανάστευση – Πολιτική ασύλου – Καθεστώς πρόσφυγα ή καθεστώς επικουρικής προστασίας – Οδηγία 2004/83 – Παύση του καθεστώτος πρόσφυγα – Προϋποθέσεις – Έλλειψη φόβου διώξεως – Κριτήρια εκτιμήσεως – Συνεκτίμηση της προστασίας έναντι πράξεων διώξεως – Προστασία η οποία πρέπει να ικανοποιεί τις απαιτήσεις που προκύπτουν από την εν λόγω οδηγία

(Οδηγία 2004/83 του Συμβουλίου, άρθρα 2, στοιχείο γʹ, 7 § 2, και 11 § 1, στοιχείο εʹ)

(βλ. σκέψεις 56, 59-63, διατακτ. 2)

Σύνοψη

Ο OA είναι Σομαλός υπήκοος που ανήκει σε μια μειονοτική φυλή (των Reer Hamar). Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1990, ο ίδιος και η σύζυγός του υπέστησαν διώξεις εκ μέρους της παραστρατιωτικής ομάδας της φυλής στην οποία ανήκει η πλειονότητα του πληθυσμού (των Hawiye). Λόγω των διώξεων αυτών, εγκατέλειψαν τη Σομαλία το 2001, στη δε σύζυγο του OA αναγνωρίστηκε το καθεστώς πρόσφυγα στο Ηνωμένο Βασίλειο. Το 2003 ο OA ήρθε να μείνει μαζί της, του αναγνωρίστηκε δε επίσης το ως άνω καθεστώς, ως ατόμου εξαρτώμενου από τη σύζυγό του.

Εντούτοις, τον Σεπτέμβριο του 2016, ο Secretary of State for the Home Department (Υπουργός Εσωτερικών, Ηνωμένο Βασίλειο) ανακάλεσε το καθεστώς πρόσφυγα που είχε αναγνωριστεί στον OA, με το αιτιολογικό ότι οι μειονοτικές φυλές δεν υφίσταντο πλέον διώξεις και ότι το κράτος παρέχει αποτελεσματική προστασία. Συναφώς, κατά την οδηγία 2004/83 (στο εξής: οδηγία περί αναγνωρίσεως) (1), το καθεστώς πρόσφυγα παύει όταν δεν υφίστανται πλέον οι συνθήκες που δικαιολόγησαν την αναγνώρισή του, οπότε ο ενδιαφερόμενος δεν μπορεί πλέον να εξακολουθεί «να αρνείται την προστασία που του παρέχει η χώρα της ιθαγένειας» (2). Ο OA άσκησε προσφυγή κατά της αποφάσεως αυτής, η οποία πρέπει πλέον να εξεταστεί από το Upper Tribunal (Immigration and Asylum Chamber) [εφετείο διοικητικών διαφορών (τμήμα μεταναστεύσεως και ασύλου), Ηνωμένο Βασίλειο]. Υποστηρίζει ότι εξακολουθεί να φοβάται ότι θα υποστεί διώξεις και ότι οι σομαλικές αρχές δεν είναι σε θέση να τον προστατεύσουν. Επιπλέον, υποστηρίζει ότι η ύπαρξη επαρκούς «προστασίας» εντός της χώρας καταγωγής του δεν μπορεί να συναχθεί από την κοινωνική και οικονομική υποστήριξη από την οικογένειά του ή από άλλα μέλη της φυλής του, που είναι ιδιωτικοί και όχι κρατικοί φορείς.

Στο πλαίσιο αυτό, το επιληφθέν εθνικό δικαστήριο αποφάσισε να υποβάλει ερωτήματα στο Δικαστήριο, προκειμένου να προσδιοριστεί, κατ’ ουσίαν, αν μια ενδεχόμενη κοινωνική και οικονομική υποστήριξη από ιδιωτικούς φορείς, όπως η οικογένεια ή η φυλή, δικαιολογεί το συμπέρασμα ότι υφίσταται «προστασία» κατά την έννοια της οδηγίας περί αναγνωρίσεως και αν μια τέτοια υποστήριξη ασκεί επιρροή για την εκτίμηση της αποτελεσματικότητας ή της δυνατότητας παροχής της προστασίας εκ μέρους του κράτους ή για να προσδιορισθεί αν εξακολουθούν να υφίστανται βάσιμοι φόβοι διώξεως. Επιπλέον, το δικαστήριο αυτό διερωτάται αν τα κριτήρια που διέπουν την εξέταση της εν λόγω προστασίας, εξέταση η οποία πραγματοποιείται στο πλαίσιο της αναλύσεως της παύσεως του καθεστώτος πρόσφυγα, είναι τα ίδια με εκείνα που χρησιμοποιούνται για την αναγνώριση του εν λόγω καθεστώτος.

Εκτίμηση του Δικαστηρίου

Πρώτον, το Δικαστήριο κρίνει ότι η «προστασία» στην οποία αναφέρονται οι σχετικές με την παύση του καθεστώτος πρόσφυγα διατάξεις της οδηγίας περί αναγνωρίσεως πρέπει να ικανοποιεί τις ίδιες απαιτήσεις με εκείνες που προκύπτουν από τις διατάξεις που αφορούν την αναγνώριση του εν λόγω καθεστώτος (3). Συναφώς, το Δικαστήριο υπογραμμίζει τη συμμετρία μεταξύ της αναγνώρισης και της παύσης του καθεστώτος πρόσφυγα. Πράγματι, η οδηγία περί αναγνωρίσεως προβλέπει την απώλεια της ιδιότητας του πρόσφυγα όταν δεν πληρούνται πλέον οι προϋποθέσεις αναγνωρίσεως του εν λόγω καθεστώτος. Ως εκ τούτου, περιστάσεις οι οποίες αποδεικνύουν την αδυναμία ή, αντιστρόφως, τη δυνατότητα μιας χώρας καταγωγής να εξασφαλίζει προστασία έναντι πράξεων διώξεως συνιστούν στοιχείο αποφασιστικής σημασίας για την εκτίμηση που διενεργείται για την αναγνώριση ή, ενδεχομένως, κατά τρόπο συμμετρικό, για την παύση του καθεστώτος πρόσφυγα. Μια τέτοια παύση προϋποθέτει ως εκ τούτου ότι λόγω της μεταβολής των συνθηκών εξέλιπαν οι οι λόγοι που είχαν οδηγήσει στην αναγνώριση του καθεστώτος πρόσφυγα.

Δεύτερον, το Δικαστήριο κρίνει ότι μια ενδεχόμενη κοινωνική και οικονομική υποστήριξη από ιδιωτικούς φορείς, όπως η οικογένεια ή η φυλή υπηκόου τρίτης χώρας, δεν ικανοποιεί τις απαιτήσεις προστασίας που απορρέουν από την οδηγία περί αναγνωρίσεως. Κατά συνέπεια, η εν λόγω υποστήριξη δεν ασκεί επιρροή ούτε προκειμένου να εκτιμηθεί η αποτελεσματικότητα ή η δυνατότητα παροχής της προστασίας εκ μέρους του κράτους (4), ούτε προκειμένου να κριθεί αν εξακολουθεί να υπάρχει βάσιμος φόβος διώξεως όσον αφορά τον ενδιαφερόμενο υπήκοο τρίτης χώρας (5).

Για να καταλήξει στο συμπέρασμα αυτό, κατ’ αρχάς, το Δικαστήριο υπογραμμίζει ότι προστασία έναντι πράξεων διώξεως θεωρείται ότι παρέχεται κατά κανόνα όταν το κράτος ή ομάδες ή οργανώσεις που ελέγχουν το κράτος ή ουσιώδες μέρος του εδάφους του λαμβάνουν εύλογα μέτρα για να αποτρέψουν τις πράξεις αυτές, ιδίως όταν διαθέτουν αποτελεσματικό νομικό σύστημα για τον εντοπισμό, την ποινική δίωξη και τον κολασμό τέτοιων πράξεων, και όταν ο αιτών έχει πρόσβαση στην εν λόγω προστασία. Επιπλέον, το Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι, για να χαρακτηριστούν ως πράξεις διώξεως, οι οικείες πράξεις πρέπει να είναι αρκούντως σοβαρές λόγω της φύσης ή της επανάληψής τους ώστε να συνιστούν σοβαρή παραβίαση βασικών ανθρωπίνων δικαιωμάτων ή να αποτελούν σώρευση διαφόρων μέτρων η οποία να είναι αρκούντως σοβαρή ώστε να θίξει ένα άτομο κατά τρόπο αντίστοιχο με σοβαρή παραβίαση βασικών ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Κατά το Δικαστήριο, óμως, η απλή κοινωνική και οικονομική υποστήριξη από την οικογένεια ή τη φυλή δεν είναι, αυτή καθαευτήν, ικανή να αποτρέψει ή να πατάξει τις πράξεις διώξεως και, επομένως, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι παρέχει την απαιτούμενη προστασία έναντι των πράξεων αυτών. Τούτο συμβαίνει ειδικότερα όταν μια τέτοια κοινωνική και οικονομική υποστήριξη έχει ως σκοπό όχι την εξασφάλιση της προστασίας του υπηκόου τρίτης χώρας από τέτοιες πράξεις, αλλά την επανεγκατάστασή του στη χώρα καταγωγής του.

Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο διαπιστώνει, στη συνέχεια, ότι μια τέτοια κοινωνική και οικονομική υποστήριξη δεν ασκεί επιρροή προκειμένου να εκτιμηθεί η αποτελεσματικότητα ή η δυνατότητα παροχής της προστασίας εκ μέρους του κράτους. Σημειώνει, συναφώς, ότι οι οικονομικές δυσχέρειες δεν καλύπτονται, κατ’ αρχήν, από την έννοια της «διώξεως» (6), οπότε μια υποστήριξη προς αντιμετώπιση τέτοιων δυσχερειών δεν θα πρέπει να έχει σημασία για την εκτίμηση της επάρκειας της κρατικής προστασίας από πράξεις διώξεως. Κατά τα λοιπά, το Δικαστήριο προσθέτει ότι, ακόμη και αν οι φυλές παρέχουν επίσης –πέραν μιας τέτοιας κοινωνικής και οικονομικής υποστηρίξεως– προστασία όσον αφορά την ασφάλεια των ενδιαφερομένων, η εν λόγω προστασία, εν πάση περιπτώσει, δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη προκειμένου να εξακριβωθεί αν η παρεχόμενη από το κράτος προστασία ικανοποιεί τις απαιτήσεις της οδηγίας περί αναγνωρίσεως.

Τέλος, κατά το Δικαστήριο, ο φόβος διώξεως δεν μπορεί να αποκλείεται, ανεξαρτήτως των απαιτήσεων που προκύπτουν από την οδηγία περί αναγνωρίσεως, λόγω της υπάρξεως κοινωνικής και οικονομικής υποστηρίξεως από την οικογένεια ή τη φυλή του ενδιαφερομένου. Πράγματι, το Δικαστήριο κρίνει ότι οι προϋποθέσεις όσον αφορά την ιδιότητα του πρόσφυγα που συνδέονται, αφενός, με τον φόβο διώξεων στη χώρα καταγωγής και, αφετέρου, με την προστασία έναντι πράξεων διώξεως είναι άρρηκτα συνδεδεμένες μεταξύ τους. Επομένως, για να προσδιοριστεί αν ο φόβος αυτός είναι βάσιμος, πρέπει να ληφθεί υπόψη η ύπαρξη ή η ανυπαρξία προστασίας έναντι τέτοιων πράξεων. Εντούτοις, η εν λόγω προστασία δικαιολογεί το συμπέρασμα ότι δεν υπάρχει τέτοιος φόβος διώξεως μόνον αν ικανοποιεί τις απαιτήσεις που προκύπτουν από την οδηγία περί αναγνωρίσεως(7). Πράγματι, δεδομένου ότι οι προϋποθέσεις που αφορούν τον φόβο διώξεως και την προστασία από πράξεις διώξεως είναι άρρηκτα συνδεδεμένες μεταξύ τους, δεν μπορούν να εξετάζονται με βάση διαφορετικό κριτήριο προστασίας, αλλά πρέπει να εκτιμώνται υπό το πρίσμα των απαιτήσεων της οδηγίας αυτής. Κατά το Δικαστήριο, μια ερμηνεία κατά την οποία η υφιστάμενη εντός της τρίτης χώρας καταγωγής προστασία μπορεί να αποκλείσει τον βάσιμο φόβο διώξεως ακόμη και αν δεν ικανοποιεί τις απαιτήσεις αυτές θα έθετε υπό αμφισβήτηση τις ελάχιστες απαιτήσεις που προβλέπει η ως άνω οδηγία.


1      Οδηγία 2004/83/ΕΚ του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, για θέσπιση ελάχιστων απαιτήσεων για την αναγνώριση και το καθεστώς των υπηκόων τρίτων χωρών ή των απάτριδων ως προσφύγων ή ως προσώπων που χρήζουν διεθνούς προστασίας για άλλους λόγους (ΕΕ 2004, L 304, σ. 12). Η οδηγία αυτή καταργήθηκε, από 21ης Δεκεμβρίου 2013, με την οδηγία 2011/95/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Δεκεμβρίου 2011, σχετικά με τις απαιτήσεις για την αναγνώριση των υπηκόων τρίτων χωρών ή των απάτριδων ως δικαιούχων διεθνούς προστασίας, για ένα ενιαίο καθεστώς για τους πρόσφυγες ή για τα άτομα που δικαιούνται επικουρική προστασία και για το περιεχόμενο της παρεχόμενης προστασίας (ΕΕ 2011, L 337, σ. 9).


2      Βλ. άρθρο 11, παράγραφος 1, στοιχείο εʹ, της οδηγίας περί αναγνωρίσεως.


3      Βλ., αντιστοίχως, άρθρο 11, παράγραφος 1, στοιχείο εʹ, και άρθρο 2, στοιχείο γʹ, της οδηγίας περί αναγνωρίσεως. Για τις επίμαχες απαιτήσεις βλ. άρθρο 7, παράγραφοι 1 και 2, της οδηγίας αυτής.


4      Βλ. άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας περί αναγνωρίσεως.


5      Βλ. άρθρο 11, παράγραφος 1, στοιχείο εʹ, της οδηγίας περί αναγνωρίσεως, σε συνδυασμό με το άρθρο 2, στοιχείο γʹ, της οδηγίας αυτής.


6      Βλ. άρθρο 9 της οδηγίας περί αναγνωρίσεως.       


7      Βλ., ιδίως, άρθρο 7, παράγραφος 2, της οδηγίας περί αναγνωρίσεως.