ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ
MANUEL CAMPOS SÁNCHEZ-BORDONA
της 6ης Οκτωβρίου 2022 (1)
Υπόθεση C‑300/21
UI
κατά
Österreichische Post AG
[αίτηση του Oberster Gerichtshof (Ανωτάτου Δικαστηρίου, Αυστρία)
για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]
«Προδικαστική παραπομπή – Προστασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα – Κανονισμός (ΕΕ) 2016/679 – Ηθική βλάβη λόγω παράνομης επεξεργασίας δεδομένων – Προϋποθέσεις για τη θεμελίωση δικαιώματος αποζημίωσης – Ζημίες άνω ορισμένου ορίου σοβαρότητας»
1. Ο κανονισμός (ΕΕ) 2016/679 (2) παρέχει σε κάθε πρόσωπο που υπέστη υλική ή μη υλική ζημία ως αποτέλεσμα παράβασης των άρθρων του δικαίωμα να λάβει αποζημίωση από τον υπεύθυνο επεξεργασίας ή τον εκτελούντα την επεξεργασία.
2. Η δυνατότητα δικαστικής διεκδίκησης του δικαιώματος αυτού υφίστατο ήδη στην προηγούμενη ρύθμιση (άρθρο 23 της οδηγίας 95/46/ΕΚ) (3), αν και ασκείτο ελάχιστα (4). Εάν δεν απατώμαι, το Δικαστήριο ουδέποτε είχε την ευκαιρία να αποφανθεί ειδικώς επί του άρθρου αυτού.
3. Υπό το καθεστώς του ΓΚΠΔ, οι αγωγές αποζημίωσης έχουν αποκτήσει μεγαλύτερη σημασία (5). Η αύξησή τους είναι αισθητή στα δικαστήρια των κρατών μελών και αντανακλάται στις αντίστοιχες προδικαστικές παραπομπές (6). Στην υπό κρίση προδικαστική παραπομπή, το Oberster Gerichtshof (Ανώτατο Δικαστήριο, Αυστρία) ζητεί από το Δικαστήριο να σκιαγραφήσει ορισμένα κοινά σημεία του καθεστώτος αστικής ευθύνης του ΓΚΠΔ.
I. Το νομικό πλαίσιο. Ο ΓΚΠΔ.
4. Κρίσιμες εν προκειμένω είναι, ιδίως, οι αιτιολογικές σκέψεις 75, 85 και 146 του ΓΚΠΔ.
5. Κατά το άρθρο 6 («Νομιμότητα της επεξεργασίας»):
«1. Η επεξεργασία είναι σύννομη μόνο εάν και εφόσον ισχύει τουλάχιστον μία από τις ακόλουθες προϋποθέσεις:
α) το υποκείμενο των δεδομένων έχει συναινέσει στην επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα του για έναν ή περισσότερους συγκεκριμένους σκοπούς,
[…]».
6. Το άρθρο 79 («Δικαίωμα πραγματικής δικαστικής προσφυγής κατά υπευθύνου επεξεργασίας ή εκτελούντος την επεξεργασία»), παράγραφος 1, ορίζει τα εξής:
«Με την επιφύλαξη κάθε διαθέσιμης διοικητικής ή μη δικαστικής προσφυγής, συμπεριλαμβανομένου του δικαιώματος υποβολής καταγγελίας σε εποπτική αρχή δυνάμει του άρθρου 77, έκαστο υποκείμενο των δεδομένων έχει δικαίωμα πραγματικής δικαστικής προσφυγής εάν θεωρεί ότι τα δικαιώματά του που απορρέουν από τον παρόντα κανονισμό παραβιάστηκαν ως αποτέλεσμα της επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα του που το αφορούν κατά παράβαση του παρόντος κανονισμού.»
7. Το άρθρο 82 («Δικαίωμα αποζημίωσης και ευθύνη»), παράγραφος 1, διαλαμβάνει τα εξής:
«Κάθε πρόσωπο το οποίο υπέστη υλική ή μη υλική ζημία ως αποτέλεσμα παραβίασης του παρόντος κανονισμού δικαιούται αποζημίωση από τον υπεύθυνο επεξεργασίας ή τον εκτελούντα την επεξεργασία για τη ζημία που υπέστη.»
II. Τα πραγματικά περιστατικά, η ένδικη διαφορά και τα προδικαστικά ερωτήματα
8. Από το 2017, η Österreichische Post AG, επιχείρηση έκδοσης καταλόγων διευθύνσεων, συνέλεγε πληροφορίες σχετικά με την κομματική εγγύτητα του αυστριακού πληθυσμού. Με τη βοήθεια αλγορίθμου, προσδιόριζε τις «διευθύνσεις των ομάδων αποδεκτών» σε συνάρτηση με ορισμένα κοινωνικοδημογραφικά χαρακτηριστικά.
9. Ο UI είναι φυσικό πρόσωπο ως προς το οποίο η Österreichische Post προέβη σε προεκβολή, μέσω στατιστικού υπολογισμού, με σκοπό την κατάταξή του μεταξύ των πιθανών ομάδων αποδεκτών για την προεκλογική διαφήμιση διαφόρων πολιτικών κομμάτων. Από την προεκβολή αυτή προέκυπτε ότι ο UI παρουσίαζε υψηλή εγγύτητα με ένα από τα εν λόγω κόμματα. Τα οικεία δεδομένα δεν διαβιβάστηκαν σε τρίτους.
10. Ο UI, ο οποίος δεν είχε συναινέσει στην επεξεργασία των δεδομένων του προσωπικού χαρακτήρα, ενοχλήθηκε από την αποθήκευση δεδομένων σχετικά με τις κομματικές προτιμήσεις του και αισθάνθηκε ιδιαίτερα εξοργισμένος και προσβεβλημένος εξαιτίας της εγγύτητας που, συγκεκριμένα, του είχε αποδώσει η Österreichische Post.
11. Ο UI αξίωσε αποζημίωση 1 000 ευρώ για μη υλική ζημία (συναισθηματική ταραχή). Υποστηρίζει ότι η αποδοθείσα σε αυτόν πολιτική εγγύτητα είναι προσβλητική και ταπεινωτική, καθώς και επιζήμια για την οικονομική πίστη του. Η συμπεριφορά της Österreichische Post, προσθέτει, του προκάλεσε μεγάλο εκνευρισμό και απώλεια εμπιστοσύνης, καθώς και αίσθημα εξευτελισμού.
12. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο απέρριψε την αξίωση αποζημίωσης του UI (7).
13. Το δευτεροβάθμιο δικαστήριο επικύρωσε την πρωτόδικη απόφαση. Έκρινε ότι ενδεχόμενη παράβαση του ΓΚΠΔ δεν θεμελιώνει αυτομάτως δικαίωμα αποζημίωσης για μη υλική ζημία, καθώς και ότι:
– καθόσον το αυστριακό δίκαιο εφαρμόζεται συμπληρωματικά προς τον ΓΚΠΔ, μόνον οι ζημίες που βαίνουν πέραν του εκνευρισμού ή της συναισθηματικής βλάβης («Gefühlsschaden») συνεπεία της προσβολής των δικαιωμάτων του ενάγοντος μπορούν να αποκατασταθούν·
– πρέπει να τηρηθεί η αρχή που διέπει το αυστριακό δίκαιο αποζημίωσης ότι καθένας πρέπει να υπομένει την απλή δυσαρέσκεια και τα απλά αισθήματα δυσαρέσκειας χωρίς δυνατότητα αποζημίωσης. Με άλλα λόγια, το δικαίωμα αποζημίωσης προϋποθέτει ότι η προβαλλόμενη ζημία παρουσιάζει ορισμένη σοβαρότητα.
14. Κατά της απόφασης του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου ασκήθηκε αναίρεση ενώπιον του Oberster Gerichtshof (Ανωτάτου Δικαστηρίου, Αυστρία), το οποίο υποβάλλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:
«1) Απαιτείται για την επιδίκαση αποζημίωσης βάσει του άρθρου 82 του ΓΚΠΔ […], πέραν της παράβασης διατάξεων του ΓΚΠΔ, να έχει επιπλέον υποστεί ζημία ο ενάγων ή αρκεί αφ’ εαυτής η παράβαση των διατάξεων του ΓΚΠΔ;
2) Διέπεται ο υπολογισμός της αποζημίωσης και από άλλες επιταγές του δικαίου της Ένωσης πέραν των αρχών της αποτελεσματικότητας και της ισοδυναμίας;
3) Συνάδει με το δίκαιο της Ένωσης η άποψη ότι προϋπόθεση για την αναγνώριση μη υλικής ζημίας είναι μια συνέπεια ή επίπτωση της παράβασης να έχει συγκεκριμένη τουλάχιστον βαρύτητα, η οποία να βαίνει πέραν του εκνευρισμού που προκλήθηκε από την παράβαση;»
III. Η διαδικασία
15. Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως περιήλθε στο Δικαστήριο στις 12 Μαΐου 2021.
16. Γραπτές παρατηρήσεις κατέθεσαν ο UI, η Österreichische Post, η Αυστριακή, η Τσεχική και η Ιρλανδική Κυβέρνηση, καθώς και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Δεν κρίθηκε αναγκαία η διεξαγωγή επ’ ακροατηρίου συζήτησης.
IV. Ανάλυση
Α. Προκαταρκτικές παρατηρήσεις
1. Επί του παραδεκτού
17. Ο UI υποστηρίζει ότι το πρώτο προδικαστικό ερώτημα είναι αλυσιτελές για την επίλυση της διαφοράς, δεδομένου ότι η αξίωσή του δεν βασιζόταν στην «απλή» παράβαση κανόνα του ΓΚΠΔ, αλλά στις συνέπειες ή τα αποτελέσματά της.
18. Η ένσταση απαραδέκτου πρέπει να απορριφθεί. Ακόμη και αν γίνει δεκτό ότι η επεξεργασία δεδομένων πραγματοποιήθηκε κατά παράβαση του ΓΚΠΔ χωρίς να προκαλέσει ζημία στον UI, ο τελευταίος ενδέχεται να δικαιούται αποζημίωση δυνάμει του άρθρου 82 του ΓΚΠΔ, εάν, όπως διερωτάται το αιτούν δικαστήριο, επιβεβαιωθεί ότι η απλή παράβαση κανόνα σχετικά με την επεξεργασία θεμελιώνει τέτοιο δικαίωμα.
19. Σύμφωνα με τον UI, το Δικαστήριο θα μπορούσε να κρίνει απαράδεκτο και το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα, ως ιδιαιτέρως ευρύ από απόψεως περιεχομένου και υπερβολικά περιορισμένο ως προς τις απαιτήσεις του δικαίου της Ένωσης, στις οποίες ουδεμία συγκεκριμένη αναφορά κάνει.
20. Ούτε η ένσταση αυτή, αν και πιο βάσιμη από την προηγούμενη, μπορεί να γίνει δεκτή. Θεμιτώς ένα δικαστήριο επιθυμεί να μάθει εάν, πέραν της τήρησης των αρχών της ισοδυναμίας και της αποτελεσματικότητας, οφείλει να αξιολογήσει και άλλες απαιτήσεις που επιβάλλονται από το δίκαιο της Ένωσης προκειμένου να εκτιμήσει τη ζημία.
2. Οριοθέτηση του αντικειμένου των παρουσών προτάσεων
21. Το άρθρο 82 του ΓΚΠΔ αποτελείται από έξι παραγράφους. Το αιτούν δικαστήριο δεν αναφέρεται σε καμία από αυτές συγκεκριμένα, αλλά εμμέσως επικαλείται την πρώτη. Ούτε και προσδιορίζει τον κανόνα του οποίου η παράβαση θα μπορούσε να θεμελιώσει δικαίωμα αποζημίωσης.
22. Οι προτάσεις μου εκκινούν από τις ακόλουθες παραδοχές:
– τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα του UI υποβλήθηκαν σε επεξεργασία χωρίς τη συγκατάθεσή του για τους σκοπούς του άρθρου 6, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του ΓΚΠΔ·
– δικαίωμα αποζημίωσης έχει κάθε πρόσωπο το οποίο υπέστη ζημία. Εν προκειμένω, ο UI, ως φυσικό πρόσωπο που έχει ταυτοποιηθεί και επηρεάζεται από την επεξεργασία, είναι το «υποκείμενο των δεδομένων» (8)·
– ο ΓΚΠΔ προβλέπει αποζημίωση για υλικές και μη υλικές ζημίες. Η αξίωση του UI περιορίζεται στις τελευταίες και είναι χρηματικής φύσεως.
Β. Επί του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος
23. Με το πρώτο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινισθεί, εν συνόψει, εάν η απλή παράβαση των άρθρων του ΓΚΠΔ παρέχει δικαίωμα αποζημίωσης, ανεξαρτήτως του εάν έχει προκληθεί ζημία.
24. Από τις διαπιστώσεις του αιτούντος δικαστηρίου και τις παρατηρήσεις που κατατέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου συνάγεται ότι το ερώτημα επιδέχεται και άλλη ανάγνωση, κάπως πιο σύνθετη: υπό το πρίσμα αυτό, το ερώτημα που τίθεται είναι εάν η παράβαση των άρθρων του ΓΚΠΔ προκαλεί κατ’ ανάγκην ζημία η οποία γεννά δικαίωμα αποζημίωσης χωρίς ο εναγόμενος να έχει τη δυνατότητα να αποδείξει το αντίθετο.
25. Οι δύο αυτές προσεγγίσεις παρουσιάζουν κάποια (θεωρητική) διαφορά: στην πρώτη, η ζημία δεν αποτελεί προϋπόθεση για την αποζημίωση· στη δεύτερη, αντιθέτως, αποτελεί. Στην πράξη, η απαίτηση να αποδείξει ο ενάγων τη ζημία αίρεται και στις δύο περιπτώσεις· δεν απαιτείται επίσης να αποδείξει την αιτιώδη συνάφεια μεταξύ της παράβασης και της ζημίας αυτής (9).
26. Εν πάση περιπτώσει, αναφέρω ήδη από το σημείο αυτό ότι, κατά τη γνώμη μου, στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα δεν πρέπει, σε καμία από τις δύο αναγνώσεις του, να δοθεί καταφατική απάντηση. Θα αναφερθώ και στις δύο χωριστά.
1. Αποζημίωση χωρίς ζημία;
27. Η αναγνώριση δικαιώματος αποζημίωσης, ακόμη και αν από την παράβαση του ΓΚΠΔ δεν απορρέουν ζημίες για το υποκείμενο των δεδομένων, εγείρει προφανείς δυσκολίες, αρχής γενομένης από αυτή που αφορά το γράμμα του άρθρου 82, παράγραφος 1, του εν λόγω κανονισμού.
28. Σύμφωνα με το άρθρο αυτό, η αποζημίωση (10) παρέχεται ακριβώς διότι έχει προηγηθεί ζημία. Απαιτείται, συνεπώς, κατά τρόπο μη επιδεχόμενο παρερμηνεία, το φυσικό πρόσωπο να έχει υποστεί ζημία ως αποτέλεσμα παράβασης του ΓΚΠΔ.
29. Η ερμηνεία που συνδέει κατά τρόπο αυτόματο την έννοια της «παράβασης» με αυτήν της «αποζημίωσης» χωρίς να μεσολαβεί ζημία δεν συνάδει, συνεπώς, με τη διατύπωση του άρθρου 82 του ΓΚΠΔ. Δεν συνάδει ούτε με τον πρωταρχικό σκοπό της αστικής ευθύνης κατά τον ΓΚΠΔ, ο οποίος συνίσταται στην ικανοποίηση του υποκειμένου των δεδομένων, ακριβώς μέσω της «πλήρους και ουσιαστικής» αποζημίωσης για τη ζημία που υπέστη (11).
30. Ελλείψει ζημίας, η αποζημίωση δεν θα επιτελούσε πλέον λειτουργία αποκατάστασης των δυσμενών συνεπειών που προκάλεσε η παράβαση, αλλά άλλη, διαφορετικής φύσεως, εγγύτερη προς αυτήν της κύρωσης.
31. Είναι, ωστόσο, δυνατό η έννομη τάξη κράτους μέλους να προβλέπει την καταβολή αποζημίωσης τιμωρητικού χαρακτήρα (12). Ως τέτοια νοείται η επιδίκαση σημαντικού ποσού, πέραν της εν στενή εννοία αποκατάστασης της ζημίας.
32. Οι αποζημιώσεις τιμωρητικού χαρακτήρα λαμβάνουν υπόψη, κατά κανόνα, την ύπαρξη προηγούμενης ζημίας. Ωστόσο, βάσει του σημείου αυτού εκκίνησης, οι περιουσιακές συνέπειες της ζημίας διαχωρίζονται από το ποσό της αποκατάστασης της ίδιας της ζημίας.
33. Δεν είναι απίθανο, ωστόσο, αποζημίωση τιμωρητικού χαρακτήρα να μη λαμβάνει υπόψη τη ζημία ή να τη θεωρεί άσχετη προς τον σκοπό της ικανοποίησης του προσώπου που την αξιώνει.
34. Η απάντηση στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα με υποχρεώνει να εξετάσω εάν το είδος αυτό αποζημιώσεων βρίσκει κάλυψη στον ΓΚΠΔ, δεδομένου μάλιστα ότι τόσο το αιτούν δικαστήριο, με τη διάταξή του περί παραπομπής, όσο και οι διάδικοι και οι παρεμβαίνοντες στην προδικαστική διαδικασία, με τις παρατηρήσεις τους, έχουν αναφερθεί σε αυτές.
2. Αποζημίωση τιμωρητικού χαρακτήρα;
α) Γραμματική ερμηνεία
35. Στην τυπική λειτουργία της αστικής ευθύνης μπορεί να προστεθεί άλλη μία, έχουσα «τιμωρητικό» χαρακτήρα ή χαρακτήρα «παραδειγματισμού», σύμφωνα με την οποία, όπως έχω ήδη περιγράψει, το ποσό της αποζημίωσης δεν ισοδυναμεί με την προκληθείσα ζημία, αλλά προσαυξάνει ή, ακόμη, πολλαπλασιάζει το ύψος της.
36. Κατ’ αρχήν, το δίκαιο της Ένωσης δεν αποκλείει τέτοιου είδους αποζημιώσεις σε περίπτωση παράβασης των κανόνων του, εφόσον οι αποζημιώσεις αυτές μπορούν να επιδικασθούν στο πλαίσιο παρόμοιων αγωγών ασκούμενων βάσει του εθνικού δικαίου (13).
37. Οι αποζημιώσεις τιμωρητικού χαρακτήρα έχουν αποτρεπτικό σκοπό. Περί του ίδιου σκοπού πρόκειται όταν, σε περίπτωση παράβασης οδηγίας, τα κράτη μέλη οφείλουν να λάβουν μέτρα που προορίζονται να έχουν «πραγματικό αποτρεπτικό αποτέλεσμα» (14). Ορισμένες οδηγίες προβλέπουν ρητά ότι οι αποζημιώσεις, εκλαμβανόμενες ως κυρώσεις, πρέπει να είναι αποτρεπτικές (15).
38. Αντιθέτως, σε άλλα κείμενα ο νομοθέτης δηλώνει ότι ο σκοπός οδηγίας «δεν είναι η θέσπιση υποχρέωσης καταβολής [αποζημιώσεως τιμωρητικού χαρακτήρα]» (16) ή ότι τα κράτη μέλη οφείλουν να αποφύγουν τέτοιου είδους αποζημιώσεις κατά τη μεταφορά της στο εθνικό δίκαιο (17). Στο δίκαιο της Ένωσης, η απευθείας επιδίκαση της αποκαλούμενης «αποζημίωσης τιμωρητικού χαρακτήρα» αποτελεί εξαίρεση (18).
39. Ο ΓΚΠΔ δεν περιέχει καμία αναφορά στον τιμωρητικό χαρακτήρα της αποζημίωσης για υλικές ή μη υλικές ζημίες, ούτε αναφέρει ότι ο υπολογισμός του ποσού της πρέπει να αντικατοπτρίζει τον εν λόγω χαρακτήρα ή ότι η εν λόγω αποζημίωση πρέπει να είναι αποτρεπτική (ιδιότητα την οποία προσδίδει, αντιθέτως, στις ποινικές και διοικητικές κυρώσεις) (19). Από γραμματικής απόψεως, επομένως, δεν παρέχει έρεισμα για την επιδίκαση αποζημιώσεων τιμωρητικού χαρακτήρα.
β) Ερμηνεία υπό το πρίσμα του ιστορικού θέσπισης του άρθρου
40. Το άρθρο 82, παράγραφος 1, του ΓΚΠΔ έλκει την καταγωγή του από το άρθρο 23, παράγραφος 1, της οδηγίας 95/46. Το τελευταίο αυτό άρθρο αποτελούσε μέρος ενός συστήματος το οποίο στήριζε την αποτελεσματικότητά του στη δημόσια και ιδιωτική επιβολή (20), χωρίς όμως η (ιδιωτική) αποζημίωση και η (δημόσια) κύρωση να συγχέονται (21). Η παρακολούθηση της τήρησης των κανόνων επαφιόταν, κατά κύριο λόγο, σε ανεξάρτητες εποπτικές αρχές (22).
41. Ο ΓΚΠΔ αναπαράγει το μοντέλο αυτό, αλλά ενισχύει τα εργαλεία προκειμένου να διασφαλισθεί η αποτελεσματικότητα των διατάξεών του, λεπτομερέστερων πλέον, και των προβλεπόμενων αντιδράσεων, εντονότερων πλέον, έναντι της παράβασής τους ή της απειλής τέτοιας παράβασης:
– Αφενός, αυξάνει τα καθήκοντα των εποπτικών αρχών, οι οποίες είναι υπεύθυνες, μεταξύ άλλων, για την επιβολή των εναρμονισμένων κυρώσεων που προβλέπει ο ίδιος ο ΓΚΠΔ (23). Αναδεικνύει κατ’ αυτόν τον τρόπο τον δημόσιο χαρακτήρα της επιβολής των κανόνων.
– Αφετέρου, προβλέπει ότι οι ιδιώτες αναλαμβάνουν την προάσπιση των δικαιωμάτων που τους παρέχει ο ΓΚΠΔ (24), είτε ενεργοποιώντας τη δράση των εποπτικών αρχών (άρθρο 77) είτε προσφεύγοντας στη δικαιοσύνη (άρθρα 79 και 82). Επιπλέον, το άρθρο 80 αναθέτει σε ορισμένες οντότητες την άσκηση αντιπροσωπευτικών αγωγών (25), γεγονός που διευκολύνει την προστασία γενικών συμφερόντων από πλευράς ιδιωτών (26).
42. Η ανάπτυξη του ενιαίου καθεστώτος αστικής ευθύνης στο πλαίσιο του ΓΚΠΔ ήταν περιορισμένη. Πτυχές που υπό το καθεστώς της οδηγίας 95/46 μπορούσαν να εγείρουν αμφιβολίες, όπως η ένταξη της μη υλικής ζημίας μεταξύ των ζημιών που μπορούν να αποκατασταθούν (27), σύντομα αποσαφηνίσθηκαν. Οι διαπραγματεύσεις επικεντρώθηκαν σε άλλες πτυχές του εν λόγω καθεστώτος (28).
43. Δεν έχω εντοπίσει στις νομοπαρασκευαστικές εργασίες καμία συζήτηση ως προς την πιθανή τιμωρητική λειτουργία της αστικής ευθύνης που προβλέπεται στον ΓΚΠΔ. Δεν είναι, συνεπώς, δυνατό να συναχθεί, ελλείψει οποιασδήποτε συζητήσεως επί του θέματος, ότι η λειτουργία αυτή βρίσκει κάλυψη στο άρθρο 82 του κανονισμού, πολλώ δε μάλλον εάν ληφθεί υπόψη ότι υπήρξε συζήτηση για την εισαγωγή της σε άλλα κείμενα του δικαίου της Ένωσης (29).
44. Υπό τις συνθήκες αυτές, φρονώ ότι η αγωγή του άρθρου 82, παράγραφος 1, του ΓΚΠΔ σχεδιάσθηκε και ρυθμίσθηκε κατά τρόπο ώστε να επιτελεί τις συνήθεις λειτουργίες της αστικής ευθύνης: την αποζημίωση της ζημίας (για τον ζημιωθέντα) και, δευτερευόντως, την πρόληψη μελλοντικών ζημιών (για τον παραβάτη).
γ) Συστηματική ερμηνεία
45. Όπως έχω ήδη αναφέρει, το άρθρο 82 του ΓΚΠΔ αποτελεί μέρος ενός συστήματος εγγύησης της αποτελεσματικότητας των κανόνων εντός του οποίου η ιδιωτική πρωτοβουλία συμπληρώνει τη δημόσια επιβολή του. Η αποζημίωση από τους υπευθύνους επεξεργασίας ή τους εκτελούντες την επεξεργασία δεδομένων συμβάλλει στην αποτελεσματικότητα αυτή.
46. Η υποχρέωση αποζημίωσης λειτουργεί (ιδανικά) ως κίνητρο για προσεκτικότερη συμπεριφορά στο μέλλον, μέσω της τηρήσεως των κανόνων και της αποφυγής περαιτέρω ζημιών. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, διεκδικώντας αποζημίωση για τον εαυτό του, κάθε άτομο συμβάλλει στη γενική αποτελεσματικότητα των κανόνων.
47. Στο πλαίσιο αυτό, η αποκαταστατική και η τιμωρητική λειτουργία είναι διαχωρισμένες:
– τη δεύτερη εξυπηρετούν τα πρόστιμα που μπορούν να επιβάλλουν οι εποπτικές αρχές ή τα δικαστήρια (άρθρο 83, παράγραφοι 1 και 9, του ΓΚΠΔ) και οι λοιπές κυρώσεις που θεσπίζουν τα κράτη κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 84 του ΓΚΠΔ (30)·
– την πρώτη εξυπηρετούν η καταγγελία ιδιώτη (άρθρο 77) και οι ένδικες διαδικασίες (άρθρο 79). Δεν εναπόκειται, ωστόσο, στις εποπτικές αρχές να αποφασίσουν σχετικά με το δικαίωμα αποζημίωσης.
48. Στην ίδια κατεύθυνση διαχωρισμού των λειτουργιών της αποζημίωσης και των κυρώσεων:
– κατά την επιβολή προστίμου και τον καθορισμό του ύψους του, η αρχή οφείλει να λαμβάνει υπόψη τους απαριθμούμενους στο άρθρο 83 του ΓΚΠΔ παράγοντες, οι οποίοι δεν προβλέπονται στον τομέα της αστικής ευθύνης και, κατ’ αρχήν, δεν μπορούν να εφαρμοσθούν αναλογικά στον υπολογισμό της αποζημίωσης (31)·
– καίτοι το ύψος της ζημίας που υπέστησαν τα υποκείμενα των δεδομένων αποτελεί παράγοντα κλιμάκωσης του προστίμου (32), δεν είναι, εντούτοις, αναγκαίο, κατά τον υπολογισμό του ποσού του, να ληφθεί υπόψη η αποζημίωση που τυχόν έχουν λάβει τα υποκείμενα αυτά (33).
49. Από θεωρητικής απόψεως, μια ερμηνεία που, ελλείψει οποιασδήποτε ζημίας, προσδίδει στην αστική ευθύνη τιμωρητική λειτουργία δημιουργεί τον κίνδυνο να καταστήσει τους μηχανισμούς αποζημίωσης περιττούς σε σχέση με τους μηχανισμούς επιβολής κυρώσεων.
50. Στην πράξη, η ευκολία αποκόμισης «τιμωρητικού» κέρδους μέσω της αποζημιώσεως θα μπορούσε να ωθήσει τα υποκείμενα των δεδομένων να προτιμήσουν την οδό αυτή έναντι εκείνης του άρθρου 77 του ΓΚΠΔ. Εάν η πρακτική αυτή γενικευόταν, οι εποπτικές αρχές θα στερούνταν ένα εργαλείο (την καταγγελία του υποκειμένου των δεδομένων) ενημέρωσης και, ως εκ τούτου, διερεύνησης και επιβολής κυρώσεων για πιθανές παραβάσεις του ΓΚΠΔ, εις βάρος των πλέον κατάλληλων μέσων για την προάσπιση του γενικού συμφέροντος.
δ) Τελολογική ερμηνεία
51. Οι σκοποί του ΓΚΠΔ είναι κατ’ ουσίαν δύο, οι οποίοι εξαγγέλλονται ήδη από τον τίτλο του: α) αφενός, «η προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας των δεδομένων τους προσωπικού χαρακτήρα»· β) αφετέρου, η διάρθρωση της προστασίας αυτής κατά τρόπο ώστε «η ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών» εντός της Ένωσης να μην απαγορεύεται ή να περιορίζεται (34).
52. Εκτιμώ ότι, για την επίτευξη των σκοπών αυτών, ο ΓΚΠΔ δεν απαιτεί η αποζημίωση να συνδέεται με την απλή παράβαση του κανόνα που διέπει την επεξεργασία, προσδίδοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο τιμωρητικές λειτουργίες στην αστική ευθύνη.
53. Όσον αφορά τον πρώτο σκοπό, δεν είναι απαραίτητο για την επίτευξή του να διευρυνθεί ερμηνευτικά το πεδίο εφαρμογής του άρθρου 82 του ΓΚΠΔ, κατά τρόπο ώστε να καλύπτονται περιπτώσεις στις οποίες υπήρξε μεν παράβαση κανόνα, αλλά όχι ζημία. Αντιθέτως, η διεύρυνση αυτή θα μπορούσε να έχει αρνητικό αντίκτυπο στον δεύτερο σκοπό.
54. Έχω ήδη επισημάνει ότι ο ΓΚΠΔ προβλέπει διάφορους μηχανισμούς επιβολής, οι οποίοι συνυπάρχουν και αλληλοσυμπληρώνονται. Τα κράτη μέλη δεν χρειάζεται να επιλέξουν (ούτε άλλωστε μπορούν) μεταξύ των μηχανισμών του κεφαλαίου VIII για τη διασφάλιση της προστασίας των δεδομένων. Σε περίπτωση παράβασης που δεν προκαλεί ζημία, το υποκείμενο των δεδομένων εξακολουθεί να έχει (τουλάχιστον) δικαίωμα υποβολής καταγγελίας ενώπιον εποπτικής αρχής κατά το άρθρο 77, παράγραφος 1, του ΓΚΠΔ.
55. Κατά τα λοιπά, η προοπτική λήψης αποζημίωσης ανεξάρτητα από οποιαδήποτε ζημία θα ενθάρρυνε, κατά πάσα πιθανότητα, την άσκηση αστικών αγωγών, όχι πάντοτε δικαιολογημένων (35), και, στον βαθμό αυτό, θα μπορούσε να αποθαρρύνει την επεξεργασία δεδομένων (36).
3. Τεκμήριο ζημίας;
56. Με ορισμένες από τις παρατηρήσεις των διαδίκων υποστηρίζεται μια διαφορετική ανάγνωση του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος από αυτή που έχω ακολουθήσει έως τώρα. Εάν αντιλαμβάνομαι ορθά τη θέση τους (37), φαίνεται να υποστηρίζουν ότι υφίσταται αδιαμφισβήτητο τεκμήριο ζημίας άπαξ έχει σημειωθεί παράβαση του κανόνα.
57. Μια τέτοια παράβαση, προσθέτουν, οδηγεί κατ’ ανάγκην σε απώλεια του ελέγχου επί των δεδομένων, η οποία αποτελεί, αφ’ εαυτής, ζημία δυνάμενη να αποκατασταθεί σύμφωνα με το άρθρο 82, παράγραφος 1, του ΓΚΠΔ.
58. Θεωρητικά, το τεκμήριο αυτό λαμβάνει υπόψη τη ζημία, τηρώντας κατ’ αυτόν τον τρόπο τόσο την τυπική δομή της αστικής ευθύνης όσο και το γράμμα του άρθρου του ΓΚΠΔ. Στην πράξη, ωστόσο, τα αποτελέσματα που θα είχε η αποδοχή του τεκμηρίου αυτού για τον ενάγοντα και τον εναγόμενο θα ήταν παρόμοια με εκείνα που προκύπτουν από τη σύνδεση της αποζημίωσης του άρθρου 82, παράγραφος 1, του ΓΚΠΔ με την απλή παράβαση του κανόνα.
59. Εκ νέου, θα προσφύγω στα συνήθη ερμηνευτικά κριτήρια για να εξηγήσω τους λόγους για τους οποίους η ερμηνεία αυτή δεν μου φαίνεται ορθή.
α) Γραμματική ερμηνεία
60. Όταν ο νομοθέτης έκρινε, σε άλλους τομείς του δικαίου της Ένωσης, ότι η παράβαση ενός κανόνα γεννά αυτομάτως δικαίωμα αποζημίωσης, δεν δίστασε να το προβλέψει (38). Κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει στον ΓΚΠΔ, ο οποίος περιλαμβάνει κανόνες σχετικά με την απόδειξη, ή με άμεσες συνέπειες επ’ αυτής (39), χωρίς όμως να προβλέπει μια τέτοια αυτόματη σύνδεση, είτε άμεσα είτε μέσω αμάχητου τεκμηρίου.
61. Οι αναφορές στον έλεγχο των δεδομένων (ή στην απώλεια του ελέγχου αυτού) στο πλαίσιο των αιτιολογικών σκέψεων 75 (40) και 85 (41) του ΓΚΠΔ δεν μου φαίνεται να αντισταθμίζουν την απουσία αυτή. Πέραν του γεγονότος ότι, ως αιτιολογικές σκέψεις, δεν έχουν κανονιστική αξία, καμία από αυτές δεν στηρίζει την άποψη ότι η παράβαση κανόνα συνεπάγεται αφ’ εαυτής ζημία δυνάμενη να αποκατασταθεί:
– η αιτιολογική σκέψη 75 αναφέρεται στην παρεμπόδιση του ελέγχου των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα ως έναν από τους πιθανούς κινδύνους της επεξεργασίας·
– η αιτιολογική σκέψη 85 αναφέρεται στην απώλεια ελέγχου ως μία από τις συνέπειες που θα μπορούσαν να προκύψουν από την παραβίαση των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα (42).
62. Η απώλεια ελέγχου επί των δεδομένων δεν οδηγεί κατ’ ανάγκην σε ζημία. Η έκφραση μπορεί να εκληφθεί ως λεκτική παραπομπή σε ζημίες μεταγενέστερες μιας τέτοιας απώλειας, εφόσον αυτές επέλθουν (43).
β) Ερμηνεία υπό το πρίσμα του ιστορικού θέσπισης της ρύθμισης
63. Ούτε η εξέταση του ιστορικού θέσπισης της ρύθμισης μπορεί να στηρίξει την ύπαρξη ενός τέτοιου τεκμηρίου, το οποίο δεν περιλαμβανόταν στην οδηγία 95/46 (44), τα δε προπαρασκευαστικά έγγραφα της Επιτροπής, του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή του Συμβουλίου σχετικά με τον ΓΚΠΔ, τα οποία εξέτασα, δεν το περιελάμβαναν.
γ) Συστηματική ερμηνεία
64. Το σύστημα του ΓΚΠΔ παρέχει ενδείξεις κατά της ύπαρξης του επίμαχου τεκμηρίου, λαμβάνοντας ως σημείο αναφοράς τη συγκατάθεση του υποκειμένου των δεδομένων (45). Ως μέσο ελέγχου από πλευράς του υποκειμένου αυτού επί των δεδομένων του, η συγκατάθεση νομιμοποιεί την επεξεργασία των τελευταίων στο ίδιο επίπεδο με άλλες νομικές βάσεις (άρθρο 6 του ΓΚΠΔ) (46).
65. Νοείται νόμιμη επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα χωρίς τη συγκατάθεση του υποκειμένου των δεδομένων και, ως εκ τούτου, χωρίς τον έλεγχο που αντιπροσωπεύει η παροχή ή η άρνηση της συγκατάθεσης αυτής. Το βάρος της εντός του συστήματος δεν είναι, σε τελική ανάλυση, απόλυτο.
66. Επιπλέον, ο ΓΚΠΔ προβλέπει και άλλες δυνατότητες άσκησης του ελέγχου αυτού: μεταξύ τούτων, το δικαίωμα διαγραφής, το οποίο υποχρεώνει τον υπεύθυνο επεξεργασίας να διαγράψει τις σχετικές πληροφορίες «χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση» (47).
67. Για το πρόσωπο του οποίου τα δεδομένα υποβάλλονται σε επεξεργασία, το δικαίωμα αυτό λειτουργεί ως βαλβίδα ασφαλείας εντός του καθεστώτος προστασίας: εξακολουθεί να υφίσταται (ως κανόνας αρχής) όταν ο υπεύθυνος επεξεργασίας δεν έχει λάβει τη συγκατάθεση του υποκειμένου των δεδομένων, καθώς και όταν δεν υφίσταται καμία άλλη βάση για τη νομιμοποίηση της επεξεργασίας των δεδομένων, είναι δε ανεξάρτητο από το εάν η επεξεργασία προκάλεσε κάποια ζημία (48).
δ) Τελολογική ερμηνεία
1) Αποτελεί σκοπό του ΓΚΠΔ ο έλεγχος των δεδομένων από το υποκείμενο των δεδομένων;
68. Η αυτόματη ισοδυναμία μεταξύ επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα για την οποία δεν έχει ληφθεί η συγκατάθεση του υποκειμένου των δεδομένων και ζημίας δυνάμενης να αποκατασταθεί προϋποθέτει ότι ο έλεγχος αυτός, όχημα του οποίου αποτελεί η συγκατάθεση, συνιστά αφ’ εαυτού αξία.
69. Ομολογουμένως, εκ πρώτης όψεως, η άποψη αυτή δεν στερείται ερεισμάτων. Η δυνατότητα των πολιτών να κατέχουν τον έλεγχο επί των δεδομένων τους απαντά στην πρόταση της Επιτροπής ως ένας από τους κύριους λόγους της μεταρρύθμισης (49). Η αιτιολογική σκέψη 7 του ΓΚΠΔ ορίζει ότι «[τ]α φυσικά πρόσωπα θα πρέπει να έχουν τον έλεγχο των δικών τους δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα».
70. Είναι αυτονόητο ότι απαιτείται προσοχή κατά την ερμηνεία της έννοιας αυτής, πέραν των θεωρητικών συζητήσεων που έχει εγείρει. Δεν υφίσταται στον ΓΚΠΔ (ούτε έχω εντοπίσει σε κάποιο άλλο κείμενο) ακριβής ορισμός του «ελέγχου» (50). Ο όρος επιδέχεται δύο τουλάχιστον ερμηνείες, οι οποίες δεν είναι αλληλοαποκλειόμενες: ως «εξουσία» ή «κυριότητα» και ως «εποπτεία».
71. Η διατύπωση της αιτιολογικής σκέψης 7 του ΓΚΠΔ δημιουργεί ορισμένη αβεβαιότητα, καθόσον διαφέρει αναλόγως της γλωσσικής απόδοσης (51). Με βάση το περιεχόμενό του, φρονώ ότι ο ΓΚΠΔ παρέχει στο υποκείμενο των δεδομένων εξουσίες επιτήρησης και παρέμβασης σε πράξεις άλλων επί των δεδομένων του, ως μέσο (από κοινού με άλλα) στην υπηρεσία της προστασίας των δεδομένων αυτών.
72. Το ίδιο το υποκείμενο των δεδομένων συμβάλλει στην προστασία των πληροφοριών που αντιπροσωπεύουν τα δεδομένα και φέρει τη σχετική ευθύνη, στον βαθμό –έκταση και τρόπο– που προβλέπει ο ΓΚΠΔ. Η περίμετρος της ατομικής δράσης είναι περιορισμένη: όσον αφορά τα δικαιώματα που απαριθμούνται στον ΓΚΠΔ, περιορίζεται στην άσκησή τους υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις.
73. Η συγκατάθεση του υποκειμένου των δεδομένων, ως ύψιστη έκφραση ελέγχου (52), αποτελεί μία μόνον από τις νομικές βάσεις για τη νόμιμη επεξεργασία, αλλά δεν είναι ικανή να επικυρώσει τη μη τήρηση των λοιπών υποχρεώσεων και προϋποθέσεων που βαρύνουν τον υπεύθυνο επεξεργασίας και τον εκτελούντα την επεξεργασία.
74. Δεν είναι, κατά γνώμη μου, ευχερές να συναχθεί από τον ΓΚΠΔ ότι σκοπός του τελευταίου είναι να παράσχει στο υποκείμενο των δεδομένων τον έλεγχο επί των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα ως αυτοτελή αξία. Ούτε ότι το υποκείμενο των δεδομένων θα πρέπει να έχει τον μεγαλύτερο δυνατό έλεγχο επί των δεδομένων αυτών.
75. Η διαπίστωση αυτή δεν προκαλεί έκπληξη. Αφενός, δεν είναι προφανές εάν ο έλεγχος, υπό την έννοια της κυριότητας των δεδομένων, αποτελεί μέρος του ουσιαστικού περιεχομένου του θεμελιώδους δικαιώματος στην προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα (53). Αφετέρου, η αναγνώριση του δικαιώματος αυτού ως δικαιώματος πληροφοριακής αυτοδιάθεσης κάθε άλλο παρά ομόφωνη είναι: το άρθρο 8 του Χάρτη δεν χρησιμοποιεί τους όρους αυτούς (54).
76. Για τον ίδιο λόγο, δεν περιελήφθη στο τελικό κείμενο του ΓΚΠΔ ούτε αιτιολογική σκέψη που να αναφέρει ότι «το δικαίωμα στην προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα βασίζεται στο δικαίωμα του υποκειμένου των δεδομένων να ασκεί έλεγχο επί των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που υποβάλλονται σε επεξεργασία» (55).
77. Οι ανωτέρω σκέψεις, ίσως υπερβολικά αφηρημένες, με οδηγούν στο συμπέρασμα ότι, όταν το υποκείμενο των δεδομένων δεν συναινεί σε πράξη επεξεργασίας και αυτή πραγματοποιείται χωρίς άλλη νόμιμη νομική βάση, δεν θα πρέπει κατ’ ανάγκην να αποζημιωθεί οικονομικά λόγω της απώλειας του ελέγχου επί των δεδομένων του, ως εάν η απώλεια αυτή να συνεπαγόταν, αφ’ εαυτής, ζημία δυνάμενη να αποκατασταθεί (56). Εάν, επιπλέον, έχει υποστεί ζημία, αυτό μένει να διαπιστωθεί (και θα πρέπει να αποδειχθεί) (57).
2) Έλεγχος από το υποκείμενο των δεδομένων εντός της όλης συνάφειας
78. Τέλος, κρίνω σκόπιμο να υπενθυμίσω ότι η προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα εξαγγέλλεται ως σκοπός του ΓΚΠΔ από κοινού με αυτόν της διασφάλισης της ελεύθερης κυκλοφορίας των δεδομένων (58).
79. Η ενίσχυση του ελέγχου από πλευράς πολιτών επί των προσωπικών πληροφοριών τους εντός του ψηφιακού περιβάλλοντος είναι ένας από τους αναγνωρισμένους σκοπούς του εκσυγχρονισμού του καθεστώτος προστασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, αλλά δεν αποτελεί ανεξάρτητο ή μεμονωμένο σκοπό.
80. Η Επιτροπή, στην ανακοίνωση που συνοδεύει την πρότασή της για τον ΓΚΠΔ, συνέδεε το υψηλό επίπεδο προστασίας των δεδομένων με την εμπιστοσύνη στις επιγραμμικές υπηρεσίες, η οποία επιτρέπει την αξιοποίηση του δυναμικού της ψηφιακής οικονομίας και ενθαρρύνει «την οικονομική ανάπτυξη και την ανταγωνιστικότητα των οικονομικών κλάδων της ΕΕ». Η ανανέωση (και η αυξημένη εναρμόνιση) των κανόνων της Ένωσης «ενισχύ[ει] τα δικαιώματα των φυσικών προσώπων […] που αφορ[ούν] την ενιαία αγορά» (59).
81. Λαμβανομένης υπόψη της αποδεδειγμένης αξίας των δεδομένων (προσωπικού και μη χαρακτήρα) για την οικονομική και κοινωνική πρόοδο στην Ευρώπη, ο ΓΚΠΔ δεν επιδιώκει να αυξήσει τον έλεγχο των ατόμων επί των πληροφοριών που τα αφορούν, υποκύπτοντας το δίχως άλλο στις προτιμήσεις τους, αλλά να συμβιβάσει το δικαίωμα στην προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα με τα συμφέροντα τρίτων και της κοινωνίας (60).
82. Ο ΓΚΠΔ, επιμένω, δεν έχει ως σκοπό τον συστηματικό περιορισμό της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, αλλά τη νομιμοποίησή της υπό αυστηρές προϋποθέσεις. Τον σκοπό αυτό εξυπηρετεί κυρίως η ενίσχυση της εμπιστοσύνης του υποκειμένου των δεδομένων ότι η επεξεργασία θα πραγματοποιηθεί σε ασφαλές πλαίσιο (61), στο οποίο το ίδιο συμβάλλει. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, τα υποκείμενα των δεδομένων παρακινούνται να επιτρέπουν ιδία βουλήσει την πρόσβαση στα δεδομένα τους και τη χρήση τους, μεταξύ άλλων, στον τομέα των επιγραμμικών εμπορικών συναλλαγών.
Γ. Επί του δευτέρου προδικαστικού ερωτήματος
83. Το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινισθεί εάν «ο υπολογισμός της αποζημίωσης [διέπεται] και από άλλες επιταγές του δικαίου της Ένωσης πέραν των αρχών της αποτελεσματικότητας και της ισοδυναμίας».
84. Στην πραγματικότητα, η αρχή της ισοδυναμίας δεν φαίνεται να διαδραματίζει εν προκειμένω κρίσιμο ρόλο: το εναρμονισμένο καθεστώς του ΓΚΠΔ εφαρμόζεται άμεσα στον τομέα αυτόν, το δε άρθρο 82 διέπει το σύνολο των μη υλικών ζημιών που τυχόν προκληθούν λόγω παραβάσεως, ανεξαρτήτως προελεύσεως.
85. Το ίδιο ισχύει για την αρχή της αποτελεσματικότητας. Διαφορετικό είναι το ζήτημα εάν η αποζημίωση, σύμφωνα με όσα διαλαμβάνει η αιτιολογική σκέψη 146 του ΓΚΠΔ (τα υποκείμενα των δεδομένων θα πρέπει να λαμβάνουν πλήρη και ουσιαστική αποζημίωση για τη ζημία που υπέστησαν), πρέπει να έχει το τάδε ή το δείνα περιεχόμενο.
86. Το άρθρο 82 του ΓΚΠΔ δεν επιβάλλει καμία άλλη απαίτηση πέραν της παράβασης των κανόνων του, όταν αυτή συνεπάγεται ζημία, υλική ή μη, την οποία υφίσταται οποιοδήποτε πρόσωπο. Όσον αφορά τον υπολογισμό, συγκεκριμένα, του ποσού της αποζημίωσης για τις ζημίες αυτές, δεν παρέχει κατευθύνσεις προς τα εθνικά δικαστήρια.
87. Σύμφωνα με τους ανωτέρω δύο επιθετικούς προσδιορισμούς (πλήρης και ουσιαστική), η αποζημίωση θα εξαρτηθεί, κατά κύριο λόγο, από την αξίωση που εγείρει κάθε ενάγων.
88. Εάν η αξίωση αυτή συνίσταται στην επιδίκαση αποζημίωσης τιμωρητικού χαρακτήρα (62), η απάντηση επί του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος είναι επαρκής: τέτοιου είδους αποζημίωση δεν προβλέπεται από τον ΓΚΠΔ. Εντός του κανονισμού αυτού, η αστική ευθύνη επιτελεί «ιδιωτική» αντισταθμιστική λειτουργία, ενώ τα πρόστιμα και οι ποινικές κυρώσεις επιτελούν τη δημόσια λειτουργία της αποτροπής και, κατά περίπτωση, της τιμωρίας.
89. Δεν αποκλείεται η αξιούμενη αποζημίωση για μη υλική ζημία να περιλαμβάνει και άλλες συνιστώσες πέραν της αμιγώς χρηματικής, παραδείγματος χάριν την αναγνώριση της παράβασης, παρέχοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο στον ενάγοντα κάποιου είδους ηθική ικανοποίηση. Η απόφαση του Δικαστηρίου της 15ης Απριλίου 2021 (63), καίτοι αφορά τομέα που δεν ταυτίζεται με αυτόν της προστασίας δεδομένων, θα επέτρεπε, κατ’ αναλογίαν, την ικανοποίηση του αιτήματος αυτού.
90. Στις έννομες τάξεις στις οποίες υφίσταται σχετική πρόβλεψη, είναι πιθανό το καθεστώς αστικής ευθύνης να προβλέπει αποζημιώσεις εν είδει αναγνωρίσεως δικαιώματος (καταβολή συμβολικής αποζημίωσης) ή εξουδετέρωσης αθέμιτου πλεονεκτήματος (επιστροφή του αποκτηθέντος με μη νόμιμο τρόπο κέρδους).
91. Οι πρώτες στηρίζονται στην ιδέα της συνέχειας και της πραγμάτωσης του δικαιώματος («Rechtsfortsetzungsfunktion») μέσω μιας καθαρά συμβολικής αποζημίωσης, η οποία προστίθεται στη διαπίστωση ότι ο εναγόμενος διέπραξε παράνομη πράξη και προσέβαλε τα δικαιώματα του ενάγοντος. Το άρθρο 82 του ΓΚΠΔ δεν προβλέπει τέτοιου είδους αποζημίωση, ούτε υφίσταται κάποια περί τούτου ένδειξη στα προπαρασκευαστικά έγγραφα, κάτι που δεν πρέπει να προκαλεί έκπληξη, δεδομένου ότι η αποζημίωση αυτή δεν είναι κοινή στα νομικά συστήματα των κρατών μελών (64), ούτε και άνευ όρων αποδεκτή σε εκείνα στα οποία υφίσταται (65).
92. Εντούτοις, το σύστημα του ΓΚΠΔ και οι σκοποί του δεν εμποδίζουν τα κράτη μέλη που αναγνωρίζουν το μέσο αυτό ένδικης προστασίας να παρέχουν τη δυνατότητα άσκησής του σε όσους θίγονται από την παράβαση κανόνα, στο πλαίσιο των μέσων ένδικης προστασίας που προβλέπονται στο άρθρο 79 του ίδιου κανονισμού, για την περίπτωση παντελούς έλλειψης ζημίας. Όταν, αντιθέτως, ο ενάγων υποστηρίζει ότι έχει υποστεί οικονομική ζημία, η κατάσταση διέπεται από το άρθρο 82 του ΓΚΠΔ, η δε δυσκολία απόδειξής της δεν πρέπει να οδηγεί σε επιδίκαση συμβολικής αποζημίωσης (66).
93. Όσον αφορά την επιδίκαση αποζημίωσης η οποία συνίσταται στην καταβολή του ποσού που έπεται της προσβολής δικαιώματος, αυτή μπορεί να αποσκοπεί στη στέρηση του κέρδους που αποκόμισε ο παραβάτης. Εξαιρουμένου του πεδίου της διανοητικής ιδιοκτησίας (67), ο σκοπός αυτός δεν είναι κοινός στο δίκαιο αποζημίωσης, το οποίο προσανατολίζεται μάλλον στην απώλεια του ζημιωθέντος παρά στο κέρδος του παραβάτη (68). Ο ΓΚΠΔ δεν περιλαμβάνει τον σκοπό αυτό στα άρθρα του.
94. Διατυπώνω τις σκέψεις αυτές για να διευκολύνω το έργο του αιτούντος δικαστηρίου, λαμβανομένου υπόψη του εύρους του δεύτερου προδικαστικού ερωτήματός του. Αναγνωρίζω, ωστόσο, ότι η χρησιμότητά τους πιθανώς να είναι αμελητέα για την ευδοκίμηση ή την απόρριψη αγωγής με την οποία το υποκείμενο των δεδομένων ζητεί αμιγώς χρηματική αποζημίωση για μη υλική ζημία.
Δ. Επί του τρίτου προδικαστικού ερωτήματος
95. Το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινισθεί εάν, σύμφωνα με τον ΓΚΠΔ, η αναγνώριση μη υλικής ζημίας προϋποθέτει η «παράβαση να έχει συγκεκριμένη τουλάχιστον βαρύτητα, η οποία να βαίνει πέραν του εκνευρισμού που προκλήθηκε από την παράβαση».
96. Ως κριτήριο για το τι δύναται να αποζημιωθεί η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως λαμβάνει υπόψη την ένταση της εμπειρίας του θιγόμενου. Δεν τίθεται, αντιθέτως (τουλάχιστον, ευθέως), το ερώτημα εάν, λόγω του περιεχομένου του, συγκεκριμένο αίσθημα ή συναίσθημα του εν λόγω προσώπου είναι κρίσιμο για τους σκοπούς του άρθρου 82, παράγραφος 1, του ΓΚΠΔ(69).
97. Τίθεται, επομένως, το ερώτημα εάν τα κράτη μέλη μπορούν να εξαρτούν την αποζημίωση της μη υλικής ζημίας από την έκταση των συνεπειών της παράβασης του κανόνα, κατά τρόπο ώστε να περιλαμβάνονται μόνον εκείνες που υπερβαίνουν ορισμένο όριο σοβαρότητας. Συνεπώς, το ερώτημα δεν αφορά τα στοιχεία που μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο αποζημίωσης (70) ή το ποσό της αποζημίωσης, αλλά την ύπαρξη ενός ελάχιστου ορίου αντίδρασης του ζημιωθέντος κάτω από το οποίο δεν θα του επιδικασθεί αποζημίωση.
98. Το άρθρο 82 ΓΚΠΔ δεν παρέχει ευθεία απάντηση στο ερώτημα. Ουδόλως το πράττουν, κατά την κρίση μου, οι αιτιολογικές σκέψεις 75 και 85. Και οι δύο περιέχουν ενδεικτική απαρίθμηση ζημιών με αποκορύφωμα μια γενική ρήτρα που φαίνεται να περιορίζει τις ζημίες που μπορούν να αποκατασταθούν στις «σημαντικές».
99. Φρονώ, ωστόσο, ότι οι αιτιολογικές αυτές σκέψεις δεν είναι χρήσιμες για την επίλυση της αμφιβολίας του αιτούντος δικαστηρίου:
– η πρώτη αφορά τον εντοπισμό και την αξιολόγηση των κινδύνων από την επεξεργασία δεδομένων και τη λήψη μέτρων για την πρόληψη ή τον μετριασμό τους. Παρουσιάζει τις ανεπιθύμητες συνέπειες οποιασδήποτε επεξεργασίας και επικεντρώνεται, «ιδίως», σε ορισμένες από αυτές, πιθανώς λόγω του σοβαρότερου χαρακτήρα τους·
– η δεύτερη αναφέρεται στις παραβιάσεις των δεδομένων, προειδοποιώντας ότι οι συνέπειες των παραβιάσεων αυτών ενδέχεται να είναι σημαντικές.
100. Ούτε από τα όσα διαλαμβάνει η αιτιολογική σκέψη 146 του ΓΚΠΔ («[κ]άθε ζημία» θα πρέπει να αποτελεί αντικείμενο αποζημίωσης από τον υπεύθυνο επεξεργασίας») (71) εξάγονται κριτήρια που θα επέτρεπαν την απάντηση στο ερώτημα αυτό.
101. Η εισαγωγή της αιτιολογικής αυτής σκέψης στο κείμενο του ΓΚΠΔ είχε ως συνέπεια ο τελευταίος να συμπεριλάβει ρητά τις μη υλικές ζημίες, για τις οποίες σιωπούσε η οδηγία 95/46 (72). Εντούτοις, δεν εξετάσθηκε, συγκεκριμένα, το ζήτημα που εγείρεται εν προκειμένω ενώπιον του Δικαστηρίου.
102. Η ίδια αυτή αιτιολογική σκέψη 176 του ΓΚΠΔ αναφέρει ότι «[η] έννοια της ζημίας θα πρέπει να ερμηνεύεται διασταλτικά με γνώμονα τη νομολογία του Δικαστηρίου κατά τρόπον ώστε να λαμβάνονται πλήρως υπόψη οι στόχοι του παρόντος κανονισμού».
103. Δεν είμαι βέβαιος εάν η αναφορά αυτή υπήρξε ιδιαιτέρως χρήσιμη στο πλαίσιο της προστασίας των δεδομένων, καθόσον, κατά τον χρόνο θέσπισης του ΓΚΠΔ, το Δικαστήριο δεν είχε ακόμη αποφανθεί επί του θέματος (73). Εάν πρόθεση ήταν να γίνει παραπομπή σε αποφάσεις που άπτονται της αστικής ευθύνης στο πλαίσιο άλλων οδηγιών ή κανονισμών, η παρότρυνση για κατ’ αναλογίαν εφαρμογή τους θα ήταν ευπρόσδεκτη.
104. Στην πραγματικότητα, το Δικαστήριο δεν έχει διαμορφώσει έναν γενικό ορισμό της «αποζημίωσης» ο οποίος να μπορεί να εφαρμόζεται αδιακρίτως σε κάθε τομέα (74). Καθόσον ενδιαφέρει εν προκειμένω (μη υλικές ζημίες), από τη νομολογία του μπορεί να συναχθεί ότι:
– όταν ο σκοπός (ή ένας από τους σκοπούς) της ερμηνευόμενης διάταξης είναι η προστασία του ατόμου ή ορισμένης κατηγορίας ατόμων (75), η έννοια της αποζημίωσης πρέπει να είναι ευρεία·
– σύμφωνα με το κριτήριο αυτό, η αποζημίωση εκτείνεται στις μη υλικές ζημίες, ακόμη και αν οι τελευταίες δεν μνημονεύονται στην ερμηνευόμενη διάταξη (76).
105. Ακόμη και αν μπορούσε να υποστηριχθεί δυνάμει της νομολογίας του Δικαστηρίου, υπό την προαναφερθείσα έννοια, ότι υφίσταται στο δίκαιο της Ένωσης αρχή περί αποζημιώσεως των μη υλικών ζημιών, φρονώ, εντούτοις, ότι δεν είναι δυνατόν να συναχθεί εξ αυτής ένας κανόνας σύμφωνα με τον οποίο κάθε μη υλική ζημία, όσο σοβαρή και αν είναι, δύναται να αποκατασταθεί.
106. Το Δικαστήριο έχει κρίνει συμβατό με τους ευρωπαϊκούς κανόνες εθνικό κανόνα ο οποίος, για τους σκοπούς του υπολογισμού της αποζημίωσης, κάνει διάκριση μεταξύ μη υλικών ζημιών που συνδέονται με σωματικές βλάβες λόγω ατυχήματος αναλόγως της προελεύσεως του τελευταίου (77).
107. Επιπλέον, έχει αξιολογήσει ποιες περιστάσεις είναι ικανές να προκαλέσουν μη υλικές ζημίες, σύμφωνα με τη διάταξη που έχει εφαρμογή σε κάθε υπόθεση (78), αλλά δεν έχει αποφανθεί ρητώς (εάν δεν κάνω λάθος) σχετικά με τον απαιτούμενο βαθμό σοβαρότητας των ζημιών αυτών (79).
108. Υπό τις συνθήκες αυτές, φρονώ ότι στο τρίτο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί καταφατική απάντηση.
109. Προς στήριξη της θέσης μου, υπενθυμίζω ότι ο ΓΚΠΔ δεν έχει ως αποκλειστικό σκοπό τη διασφάλιση του θεμελιώδους δικαιώματος στην προστασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα (80) και ότι το σύστημα εγγυήσεών του περιλαμβάνει μηχανισμούς διαφόρων ειδών (81).
110. Στο πλαίσιο αυτό, κρίσιμη είναι η διάκριση, η οποία προτάθηκε στο Δικαστήριο, μεταξύ των δυνάμενων να αποκατασταθούν μη υλικών ζημιών και άλλων αρνητικών επιπτώσεων που απορρέουν από τη μη τήρηση της νομιμότητας και που, λόγω της ήσσονος σημασίας τους, δεν παρέχουν κατ’ ανάγκην δικαίωμα αποζημίωσης.
111. Μια τέτοια διάκριση απαντά σε εθνικές έννομες τάξεις ως αναπόφευκτο επακόλουθο του οργανωμένου κοινωνικού βίου (82). Το Δικαστήριο δεν αγνοεί τη διαφορά αυτή, την οποία αποδέχεται όταν αναφέρεται στην αναστάτωση και την ταλαιπωρία ως αυτοτελή κατηγορία έναντι αυτής της ζημίας, σε τομείς στους οποίους θεωρεί ότι πρέπει να επιδικασθεί αποζημίωση (83). Τίποτα δεν εμποδίζει τη μεταφορά της στον ΓΚΠΔ.
112. Κατά τα λοιπά, το δικαίωμα αποζημίωσης του άρθρου 82, παράγραφος 1, του ΓΚΠΔ δεν μου φαίνεται το κατάλληλο μέσο για την αντιμετώπιση παραβάσεων κατά την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα όταν το μόνο που προκαλούν οι παραβάσεις αυτές στο υποκείμενο των δεδομένων είναι αγανάκτηση ή εκνευρισμό.
113. Κατά κανόνα, κάθε παράβαση κανόνα προστασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα θα προκαλεί κάποια αρνητική αντίδραση από πλευράς υποκειμένου των δεδομένων. Η αποζημίωση που απορρέει από ένα απλό αίσθημα δυσαρέσκειας έναντι της ασέβειας που επιδεικνύει τρίτος προς τον νόμο συγχέεται εύκολα με την αποζημίωση χωρίς ζημία, την οποία αρνήθηκα προηγουμένως να αναγνωρίσω.
114. Από πρακτικής απόψεως, η ένταξη του απλού εκνευρισμού μεταξύ των ζημιών που μπορούν να αποκατασταθούν δεν είναι αποτελεσματική, λαμβανομένων υπόψη των ταλαιπωριών και δυσκολιών που χαρακτηρίζουν την προβολή της αξιώσεως ενώπιον δικαστηρίου για τον ενάγοντα (84) και την άμυνα για τον εναγόμενο (85).
115. Η μη αναγνώριση δικαιώματος αποζημίωσης για ασθενή και παροδικά αισθήματα ή συναισθήματα (86) που συνδέονται με την παράβαση κανόνων επεξεργασίας δεν καταλείπει το υποκείμενο των δεδομένων χωρίς καμία προστασία. Όπως ανέφερα στο πλαίσιο του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος, το σύστημα του ΓΚΠΔ του παρέχει άλλα μέσα ένδικης προστασίας.
116. Δεν αμφιβάλλω ότι η διαχωριστική γραμμή μεταξύ του απλού εκνευρισμού (δεν αποκαθίσταται) και της πραγματικής μη υλικής ζημίας (αποκαθίσταται) είναι λεπτή, ούτε αγνοώ πόσο περίπλοκο είναι να οριοθετηθούν, αφηρημένα, οι δύο κατηγορίες και να εφαρμοσθούν, με συγκεκριμένους όρους, σε ορισμένη διαφορά. Το δύσκολο αυτό έργο εναπόκειται στα δικαστήρια των κρατών μελών, των οποίων οι αποφάσεις δεν μπορούν μάλλον να αγνοούν την εκάστοτε αντίληψη της κοινωνίας για την αποδεκτή ανοχή όταν οι υποκειμενικές συνέπειες της παράβασης κανόνα στον τομέα αυτόν δεν υπερβαίνουν ένα ελάχιστο επίπεδο (87).
V. Πρόταση
117. Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, προτείνω να δοθεί η ακόλουθη απάντηση στο Oberster Gerichtshof (Ανώτατο Δικαστήριο, Αυστρία):
«Το άρθρο 82 του κανονισμού (ΕΕ) 2016/679 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 27ης Απριλίου 2016, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών και την κατάργηση της οδηγίας 95/46/ΕΚ (Γενικός Κανονισμός για την Προστασία Δεδομένων) έχει την έννοια ότι:
Για την αναγνώριση του δικαιώματος αποζημίωσης λόγω της ζημίας που υπέστη πρόσωπο ως αποτέλεσμα παράβασης του προαναφερθέντος κανονισμού δεν αρκεί η απλή παράβαση του κανόνα, αυτή καθ’ εαυτήν, εάν δεν συνοδεύεται από την αντίστοιχη ζημία, υλική ή μη υλική.
Η προβλεπόμενη στον κανονισμό αυτόν αποζημίωση για μη υλική ζημία δεν καλύπτει τον απλό εκνευρισμό που τυχόν αισθάνεται το θιγόμενο πρόσωπο λόγω της παραβάσεως των άρθρων του κανονισμού 2016/679. Εναπόκειται στα εθνικά δικαστήρια να καθορίζουν πότε, λόγω των χαρακτηριστικών του, το υποκειμενικό αίσθημα δυσαρέσκειας μπορεί να θεωρηθεί, στην εκάστοτε περίπτωση, μη υλική ζημία.»