Language of document : ECLI:EU:T:2008:416

Υπόθεση T-73/04

Le Carbone-Lorraine

κατά

Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

«Ανταγωνισμός – Συμπράξεις – Αγορά των προϊόντων άνθρακα και γραφίτη για ηλεκτρολογικές και μηχανολογικές εφαρμογές – Κατευθυντήριες γραμμές για τον υπολογισμό του ύψους των προστίμων – Σοβαρότητα και διάρκεια της παράβασης – Ελαφρυντικές περιστάσεις – Συνεργασία κατά τη διοικητική διαδικασία – Αρχή της αναλογικότητας – Αρχή της ίσης μεταχείρισης»

Περίληψη της αποφάσεως

1.      Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Καθορισμός – Κριτήρια – Σύνθετη παράβαση

(Κανονισμός 17 του Συμβουλίου, άρθρο 15 § 2· ανακοίνωση 98/C 9/03 της Επιτροπής, σημείο 1 A)

2.      Ανταγωνισμός – Κοινοτικοί κανόνες – Παραβάσεις – Πρόστιμα – Ενότητα παραβάσεων

(Άρθρο 81 § 1 ΕΚ· κανονισμός 17 του Συμβουλίου, άρθρο 15 § 2)

3.      Ανταγωνισμός – Κοινοτικοί κανόνες – Εφαρμογή από την Επιτροπή – Αυτοτέλεια σε σχέση προς τις εκτιμήσεις των αρχών τρίτων χωρών

(Άρθρα 3 § 1, στοιχείο ζ΄, ΕΚ και 81 ΕΚ)

4.      Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Καθορισμός – Κριτήρια – Σοβαρότητα της παραβάσεως – Συνεκτίμηση των αποτελεσμάτων της παραβάσεως στο σύνολό της

(Κανονισμός 17 του Συμβουλίου, άρθρο 15 § 2)

5.      Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Καθορισμός – Κριτήρια – Σοβαρότητα της παραβάσεως – Καθορισμός των τιμών – Υποχρέωση της Επιτροπής να αναφερθεί, προς εκτίμηση του αντίκτυπου της παραβάσεως, στον ανταγωνισμό που θα υφίστατο αν δεν είχε σημειωθεί παράβαση

(Κανονισμός 17 του Συμβουλίου, άρθρο 15 § 2· ανακοίνωση 98/C 9/03 της Επιτροπής, σημείο 1 A)

6.      Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Καθορισμός – Κριτήρια – Σοβαρότητα της παραβάσεως – Βαρύτητα της συμμετοχής κάθε επιχείρησης στην παράβαση

(Κανονισμός 17 του Συμβουλίου, άρθρο 17 § 2· ανακοίνωση 98/C 9/03 της Επιτροπής)

7.      Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Καθορισμός – Κριτήρια – Συνολικός κύκλος εργασιών της ενδιαφερόμενης επιχείρησης – Κύκλος εργασιών που έχει πραγματοποιηθεί με τα εμπορεύματα που αποτελούν το αντικείμενο της παραβάσεως

(Κανονισμός 17 του Συμβουλίου, άρθρο 15 § 2)

8.      Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Απόφαση περί επιβολής προστίμων – Υποχρέωση αιτιολογήσεως

(Άρθρο 253 ΕΚ· κανονισμός 17 του Συμβουλίου, άρθρο 15 § 2· ανακοίνωση 98/C 9/03 της Επιτροπής)

9.      Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Καθορισμός – Αποτρεπτικός χαρακτήρας – Γενική απαίτηση η οποία πρέπει να καθοδηγεί την Επιτροπή καθ’ όλη τη διαδικασία υπολογισμού των προστίμων

(Κανονισμός 17 του Συμβουλίου, άρθρο 15· ανακοίνωση 98/C 9/03 της Επιτροπής, σημείο 1 A)

10.    Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Καθορισμός – Κριτήρια – Σοβαρότητα της παραβάσεως – Ελαφρυντικές περιστάσεις – Εφαρμογή προγράμματος ευθυγράμμισης με σκοπό τη συμμόρφωση προς τους κοινοτικούς κανόνες του ανταγωνισμού

(Άρθρο 81 ΕΚ· κανονισμός 17 του Συμβουλίου, άρθρο 15· ανακοίνωση 98/C 9/03 της Επιτροπής)

11.    Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Καθορισμός – Κριτήρια – Σοβαρότητα της παραβάσεως – Ελαφρυντικές περιστάσεις – Επιχείρηση που επέδειξε παθητική συμπεριφορά ή μιμήθηκε άλλες επιχειρήσεις

(Κανονισμός 17 του Συμβουλίου, άρθρο 15· ανακοίνωση 98/C 9/03 της Επιτροπής, σημείο 3, περίπτωση 1)

12.    Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Καθορισμός – Κριτήρια – Σοβαρότητα της παραβάσεως – Ελαφρυντικές περιστάσεις

(Κανονισμός 17 του Συμβουλίου, άρθρο 15· κανονισμός 2842/98 της Επιτροπής· ανακοίνωση 98/C 9/03 της Επιτροπής, σημείο 3)

13.    Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Καθορισμός – Κριτήρια – Ελαφρυντικές περιστάσεις – Συμπεριφορά αποκλίνουσα από τη συμφωνηθείσα στο πλαίσιο της σύμπραξης

(Κανονισμός 17 του Συμβουλίου, άρθρο 15· ανακοίνωση 98/C 9/03, σημείο 3, περίπτωση 2)

14.    Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Καθορισμός – Κριτήρια – Ελαφρυντικές περιστάσεις – Τερματισμός της παραβάσεως πριν από την επέμβαση της Επιτροπής

(Κανονισμός 17 του Συμβουλίου, άρθρο 15· ανακοίνωση 98/C 9/03 της Επιτροπής, σημείο 3, περίπτωση 3)

15.    Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Καθορισμός – Κριτήρια – Σοβαρότητα της παραβάσεως – Ελαφρυντικές περιστάσεις – Μείωση του ποσού του προστίμου λόγω συνεργασίας που κατέστησε δυνατό τον καθορισμό του βαθμού συμμετοχής άλλης επιχείρησης

(Κανονισμός 17 του Συμβουλίου, άρθρο 15· ανακοίνωση 98/C 9/03, σημείο 3, περίπτωση 6)

16.    Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Καθορισμός – Κριτήρια – Μείωση του ποσού του προστίμου λόγω συνεργασίας της εμπλεκόμενης επιχείρησης

(Κανονισμός 17 του Συμβουλίου· ανακοίνωση 96/C 207/04 της Επιτροπής, σημείο Δ § 2)

17.    Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Καθορισμός – Κριτήρια – Οικονομική κατάσταση της ενδιαφερόμενης επιχείρησης

(Κανονισμός 17 του Συμβουλίου, άρθρο 15)

1.      Στο πλαίσιο της εφαρμογής του άρθρου 81 ΕΚ, ακριβώς για να εξακριβωθεί αν μια συμφωνία μπορεί να επηρεάσει το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών και αν έχει ως αντικείμενο ή ως αποτέλεσμα την παρακώλυση, τον περιορισμό ή τη νόθευση των όρων του ανταγωνισμού εντός της κοινής αγοράς, πρέπει, ενδεχομένως, να προσδιοριστεί η επίμαχη αγορά. Κατά συνέπεια, η Επιτροπή υπέχει υποχρέωση οριοθέτησης της επίμαχης αγοράς σε απόφαση που εκδίδει κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 81 ΕΚ μόνον όταν, ελλείψει τέτοιας οριοθέτησης, είναι αδύνατο να καθοριστεί αν η συγκεκριμένη συμφωνία, απόφαση ένωσης επιχειρήσεων ή εναρμονισμένη πρακτική μπορεί να επηρεάσει το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών και έχει ως αντικείμενο ή ως αποτέλεσμα την παρακώλυση, τον περιορισμό ή τη νόθευση των όρων του ανταγωνισμού εντός της κοινής αγοράς.

Η Επιτροπή δεν υποχρεούται να οριοθετεί τις αγορές των επίμαχων προϊόντων προκειμένου να εξετάσει τη σοβαρότητα μιας παράβασης για κάθε κατηγορία επίμαχων προϊόντων. Πράγματι, καταρχάς, σύμφωνα με τις κατευθυντήριες γραμμές για τον υπολογισμό των προστίμων που επιβάλλονται δυνάμει του άρθρου 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17 και του άρθρου 65, παράγραφος 5, της Συνθήκης ΕΚΑΧ, κατά την εκτίμηση της σοβαρότητας της παράβασης λαμβάνονται υπόψη η ίδια η φύση της παράβασης, ο πραγματικός αντίκτυπός της στην αγορά, εφόσον αυτός μπορεί να εκτιμηθεί, και η έκταση της σχετικής γεωγραφικής αγοράς. Η Επιτροπή ουδόλως υποχρεούται, κατά τις κατευθυντήριες γραμμές, να αναλύει τον αντίκτυπο μιας σύμπραξης ειδικά για κάθε επίμαχη κατηγορία προϊόντων. Επιπλέον, σε περίπτωση ενιαίας σύνθετης παράβασης που αφορά πλείονα προϊόντα, η Επιτροπή δεν υποχρεούται να προβαίνει σε χωριστή ανάλυση κάθε στοιχείου της παράβασης ούτε να κατανέμει το ύψος του προστίμου μεταξύ των διαφόρων αυτών στοιχείων, όπως δεν είναι υποχρεωμένη να εξετάζει τη σοβαρότητα κάθε παράβασης όταν επιβάλλει ενιαίο πρόστιμο σε μια επιχείρηση που διέπραξε πλείονες παραβάσεις· το συμπέρασμα αυτό δεν καθιστά, εξάλλου, δυνατή την αυθαίρετη συλλογική τιμωρία των επιχειρήσεων που εμπλέκονται σε μια σύμπραξη.

Σύμφωνα με το σημείο 1 A, έκτο εδάφιο, των προμνησθεισών κατευθυντηρίων γραμμών, μια περιορισμένη παρουσία στην αγορά μπορεί, ενδεχομένως, να οδηγήσει σε χαμηλότερο βασικό ποσό στο πλαίσιο της «διαφοροποιημένης μεταχείρισης» των επιχειρήσεων που εμπλέκονται σε μια σύμπραξη. Επιπλέον, η σχετική βαρύτητα της συμμετοχής καθεμιάς από τις εμπλεκόμενες επιχειρήσεις πρέπει να εξετάζεται από την Επιτροπή κατά την εκτίμηση τυχόν ελαφρυντικών περιστάσεων.

(βλ. σκέψεις 36, 45-46, 48-52)

2.      Στο πλαίσιο της εφαρμογής του άρθρου 81 ΕΚ, επιτρέπεται στην Επιτροπή να κινήσει μία μόνο διαδικασία για πρακτικές αφορώσες πλείονα διαφορετικά προϊόντα, η δε διαδικασία αυτή μπορεί να οδηγήσει στην έκδοση ενιαίας απόφασης, διαπιστώνουσας ότι μια επιχείρηση διέπραξε πλείονες χωριστές παραβάσεις και επιβάλλουσας στην επιχείρηση αυτή ισάριθμα χωριστά πρόστιμα που, το καθένα, τηρεί τα όρια που καθορίζει το άρθρο 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17. Οσάκις η Επιτροπή κρίνει ότι όλα τα προϊόντα που καλύπτονται από τη διαδικασία αποτελούν το αντικείμενο ενιαίας σύνθετης παράβασης, ιδίως λαμβανομένης υπόψη της λειτουργίας της επίμαχης σύμπραξης, μπορεί να επιλέξει να εκδώσει ενιαία απόφαση επιβάλλουσα ενιαίο πρόστιμο σε κάθε εμπλεκόμενη επιχείρηση, η δε επιλογή αυτή δεν είναι ούτε παράλογη ούτε αντίθετη προς την αρχή της χρηστής διοίκησης.

(βλ. σκέψεις 56, 63-66)

3.      Η πρακτική την οποία ακολουθούν οι αρχές των τρίτων κρατών που είναι επιφορτισμένες με την προστασία του ελεύθερου ανταγωνισμού δεν μπορεί να επιβληθεί στην Επιτροπή, η οποία είναι υπεύθυνη για την εφαρμογή και τον προσανατολισμό της κοινοτικής πολιτικής ανταγωνισμού. Πράγματι, η στο πλαίσιο της εδαφικής τους αρμοδιότητας άσκηση των εξουσιών των αρχών των τρίτων κρατών υπόκειται στις ιδιαίτερες επιταγές που ισχύουν στα εν λόγω κράτη. Τα στοιχεία που αποτελούν το βάθρο των εννόμων τάξεων άλλων κρατών στον τομέα του ανταγωνισμού όχι μόνον έχουν ιδιαίτερους σκοπούς και στόχους, αλλά συνεπάγονται και τη θέσπιση ιδιαίτερων κανόνων ουσιαστικού δικαίου που έχουν ποικιλόμορφες έννομες συνέπειες σε διοικητικό, ποινικό ή αστικό επίπεδο όταν οι αρχές των εν λόγω κρατών έχουν αποδείξει την ύπαρξη παραβάσεων των κανόνων που ισχύουν στον τομέα του ανταγωνισμού. Αντιθέτως, εντελώς διαφορετική είναι η νομική κατάσταση όπου, στον τομέα του ανταγωνισμού, σε μια επιχείρηση εφαρμόζονται αποκλειστικώς το κοινοτικό δίκαιο και το δίκαιο ενός ή περισσοτέρων κρατών μελών, δηλαδή όπου μια σύμπραξη περιορίζεται αποκλειστικώς στο εδαφικό πεδίο εφαρμογής της έννομης τάξης της Ευρωπαϊκής Κοινότητας.

Επομένως, η Επιτροπή, όταν επιβάλλει κυρώσεις για την παράνομη συμπεριφορά μιας επιχείρησης, ακόμη και αν η συμπεριφορά αυτή ανάγεται σε σύμπραξη διεθνούς χαρακτήρα, σκοπό έχει να διαφυλάξει τον ελεύθερο ανταγωνισμό εντός της κοινής αγοράς ο οποίος, δυνάμει του άρθρου 3, παράγραφος 1, στοιχείο ζ΄, ΕΚ, αποτελεί θεμελιώδη σκοπό της Κοινότητας. Με την ιδιαιτερότητα του εννόμου αγαθού το οποίο προστατεύεται σε κοινοτικό επίπεδο, οι εκτιμήσεις στις οποίες προβαίνει η Επιτροπή, βάσει των σχετικών αρμοδιοτήτων της, μπορούν να αποκλίνουν σημαντικά από εκείνες στις οποίες προβαίνουν αρχές τρίτων κρατών.

(βλ. σκέψεις 57-60)

4.      Όταν η Επιτροπή θεωρεί ότι το σύνολο ορισμένων συμφωνιών και/ή εναρμονισμένων πρακτικών συνιστά ενιαία σύνθετη παράβαση, δεν υποχρεούται, προς εκτίμηση του βασικού ποσού των προστίμων, ούτε να προβαίνει σε συγκεκριμένη εξέταση των παράνομων πρακτικών σε καθεμία από τις σχετικές αγορές ούτε να λαμβάνει υπόψη της την πραγματική συμπεριφορά την οποία ισχυρίζεται ότι ακολούθησε μια επιχείρηση, αλλά μόνον τα αποτελέσματα που προκύπτουν από την όλη παράβαση.

(βλ. σκέψεις 80, 89-90, 95, 97, 102)

5.      Για να εκτιμήσει τον συγκεκριμένο αντίκτυπο μιας παράβασης στην αγορά, η Επιτροπή οφείλει να αναφερθεί στον ανταγωνισμό που θα υφίστατο υπό συνήθεις συνθήκες αν δεν είχε υπάρξει η παράβαση.

Στην περίπτωση σύμπραξης ως προς τις τιμές, η Επιτροπή θεμιτώς συνάγει ότι η παράβαση είχε αποτελέσματα λόγω του ότι τα μέλη της σύμπραξης έλαβαν μέτρα για να εφαρμόζουν τις συμφωνηθείσες τιμές, παραδείγματος χάρη αναγγέλλοντάς τες στους πελάτες, δίνοντας οδηγίες στους υπαλλήλους τους να τις χρησιμοποιούν ως βάση διαπραγμάτευσης και επιβλέποντας την εφαρμογή τους από τους ανταγωνιστές τους και από τις δικές τους υπηρεσίες πωλήσεων. Συγκεκριμένα, για να διαπιστωθεί η ύπαρξη αντίκτυπου στην αγορά, αρκεί οι συμφωνηθείσες τιμές να χρησίμευσαν ως βάση για τον καθορισμό των τιμών των επιμέρους συναλλαγών, περιορίζοντας έτσι το περιθώριο διαπραγμάτευσης των πελατών.

Αντιθέτως, όταν η θέση μιας σύμπραξης σε εφαρμογή έχει αποδειχθεί, δεν μπορεί να απαιτείται από την Επιτροπή να αποδεικνύει συστηματικά ότι οι συμφωνίες επέτρεψαν όντως στις εμπλεκόμενες επιχειρήσεις να επιτύχουν ένα επίπεδο τιμών των συναλλαγών υψηλότερο από εκείνο που θα επικρατούσε αν δεν υπήρχε η σύμπραξη. Συναφώς, η θέση σύμφωνα με την οποία μόνον το γεγονός ότι το επίπεδο των τιμών των συναλλαγών θα ήταν διαφορετικό χωρίς τη συμπαιγνία μπορεί να ληφθεί υπόψη κατά τον καθορισμό της σοβαρότητας της παράβασης δεν μπορεί να γίνει δεκτή. Εξάλλου, θα ήταν δυσανάλογο να απαιτείται μια τέτοια απόδειξη, που θα απορροφούσε σημαντικούς πόρους δεδομένου ότι θα απαιτούσε υποθετικούς υπολογισμούς στηριζόμενους σε οικονομικά πρότυπα των οποίων η ακρίβεια δύσκολα μπορεί να εξακριβωθεί από τον δικαστή και τα οποία ουδόλως αποδεικνύεται ότι είναι αλάνθαστα.

Για την εκτίμηση της σοβαρότητας της παράβασης, καθοριστικής σημασία είναι το αν τα μέλη της σύμπραξης έπραξαν ό,τι ήταν δυνατόν να πράξουν ώστε να υλοποιήσουν τις προθέσεις τους. Τα μέλη της σύμπραξης δεν μπορούν να επικαλεστούν υπέρ αυτών, προβάλλοντάς τους ως στοιχεία που δικαιολογούν μείωση του προστίμου, εξωτερικούς παράγοντες που παρεμπόδισαν τις προσπάθειές τους.

Ως εκ τούτου, η Επιτροπή θεμιτώς μπορεί να στηριχθεί στη θέση της σύμπραξης σε εφαρμογή για να συναγάγει ότι υπήρξε αντίκτυπος στην αγορά, χωρίς να είναι απαραίτητο να εκτιμήσει με ακρίβεια την τάξη μεγέθους αυτού του αντίκτυπου.

Ακόμα και αν υποτεθεί ότι ο συγκεκριμένος αντίκτυπος μιας σύμπραξης δεν αποδείχθηκε επαρκώς κατά νόμον από την Επιτροπή, δεν έπεται ότι ο χαρακτηρισμός της παράβασης ως «πολύ σοβαρής» δεν ήταν ο ενδεδειγμένος. Πράγματι, οι τρεις πτυχές που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη προς εκτίμηση της σοβαρότητας μιας παράβασης σύμφωνα με τις κατευθυντήριες γραμμές για τον υπολογισμό των προστίμων που επιβάλλονται δυνάμει του άρθρου 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17 και του άρθρου 65, παράγραφος 5, της Συνθήκης ΕΚΑΧ, και οι οποίες συνίστανται στην ίδια η φύση της παράβασης, στον πραγματικό αντίκτυπό της στην αγορά, εφόσον αυτός μπορεί να εκτιμηθεί, και στην έκταση της σχετικής γεωγραφικής αγοράς, δεν έχουν το ίδιο βάρος στο πλαίσιο της συνολικής εξέτασης. Η φύση της παράβασης διαδραματίζει πρωτεύοντα ρόλο, ιδίως προς χαρακτηρισμό των παραβάσεων ως «πολύ σοβαρών». Συναφώς, από την περιγραφή των πολύ σοβαρών παραβάσεων στις κατευθυντήριες γραμμές προκύπτει ότι συμφωνίες ή εναρμονισμένες πρακτικές που αποβλέπουν ιδίως στον καθορισμό των τιμών μπορούν να χαρακτηριστούν, βάσει της φύσης τους και μόνον, ως «πολύ σοβαρές», χωρίς να απαιτείται να έχουν οι συμπεριφορές αυτές κάποιον ιδιαίτερο αντίκτυπο στην αγορά ή να επηρεάζουν συγκεκριμένη γεωγραφική έκταση. Το συμπέρασμα αυτό επιβεβαιώνεται από το ότι, ενώ η περιγραφή των σοβαρών παραβάσεων αναφέρεται ρητώς στον αντίκτυπο στην αγορά και στα αποτελέσματα σε εκτεταμένες ζώνες της κοινής αγοράς, η περιγραφή των πολύ σοβαρών παραβάσεων, αντιθέτως, δεν απαιτεί να υπάρχει συγκεκριμένος αντίκτυπος στην αγορά ή συνέπειες σε συγκεκριμένη γεωγραφική περιοχή.

(βλ. σκέψεις 83-87, 91)

6.      Στο πλαίσιο του καθορισμού του ύψους του προστίμου για παράβαση των κανόνων ανταγωνισμού σύμφωνα με τις κατευθυντήριες γραμμές για τον υπολογισμό των προστίμων που επιβάλλονται δυναμει του άρθρου 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17 και του άρθρου 65, παράγραφος 5, της Συνθήκης ΕΚΑΧ, η εκτίμηση της σοβαρότητας της παράβασης, η οποία χρησιμεύει για τον καθορισμό του επιπέδου εκκίνησης του προστίμου, πρέπει να διακρίνεται από την εκτίμηση της σχετικής βαρύτητας της συμμετοχής στην παράβαση καθεμιάς από τις εμπλεκόμενες επιχειρήσεις, ζήτημα το οποίο πρέπει να εξετάζεται στο πλαίσιο της ενδεχόμενης εφαρμογής επιβαρυντικών ή ελαφρυντικών περιστάσεων.

(βλ. σκέψη 100)

7.      Η Επιτροπή δεν υποχρεούται, κατά τον καθορισμό του ύψους των προστίμων αναλόγως της σοβαρότητας και της διάρκειας της παράβασης, να καθορίζει το πρόστιμο λαμβάνοντας ως βάση ποσά στηριζόμενα στον κύκλο εργασιών των εμπλεκομένων επιχειρήσεων και, ειδικότερα, στον κύκλο εργασιών που έχει πραγματοποιηθεί με τα επίμαχα προϊόντα. Ναι μεν δεν μπορεί να αμφισβητηθεί ότι ο κύκλος εργασιών των επίμαχων προϊόντων μπορεί να αποτελέσει την κατάλληλη βάση για την εκτιμηθούν οι βλάβες που προκλήθηκαν στον ανταγωνισμό στην αγορά των επίμαχων προϊόντων καθώς και το σχετικό βάρος των συμμετεχόντων στη σύμπραξη σε σχέση προς τα επίμαχα προϊόντα, το στοιχείο, όμως αυτό πόρρω απέχει από του να αποτελεί το μοναδικό κριτήριο βάσει του οποίου η Επιτροπή οφείλει να εκτιμά τη σοβαρότητα της παράβασης. Θα αποδιδόταν υπερβολική σημασία στο στοιχείο αυτό αν η εκτίμηση του ανάλογου χαρακτήρα του βασικού ποσού του προστίμου περιοριζόταν μόνο στην εξέταση της σχέσης μεταξύ του εν λόγω ποσού και του κύκλου εργασιών των επίμαχων προϊόντων. Η ίδια η φύση της παράβασης, ο πραγματικός αντίκτυπός της, η γεωγραφική έκταση της επηρεασθείσας αγοράς και η ανάγκη εξασφάλισης αποτρεπτικού αποτελέσματος στο πρόστιμο αποτελούν επίσης στοιχεία που μπορούν να δικαιολογήσουν το προμνησθέν ποσό.

(βλ. σκέψεις 114, 118-119)

8.      Όσον αφορά την επιμέτρηση των προστίμων λόγω παράβασης του δικαίου του ανταγωνισμού, η Επιτροπή τηρεί την υποχρέωση αιτιολόγησης εφόσον αναφέρει, με την απόφασή της, τα στοιχεία εκτίμησης που της επέτρεψαν να μετρήσει τη σοβαρότητα και τη διάρκεια της διαπραχθείσας παράβασης, χωρίς να υποχρεούται να παραθέσει λεπτομερέστερη ανάλυση ή τα αριθμητικά στοιχεία που αφορούν τον τρόπο υπολογισμού του προστίμου. Η παράθεση αριθμητικών στοιχείων σχετικά με τον τρόπο υπολογισμού των προστίμων, όσο και αν τα στοιχεία αυτά είναι χρήσιμα, δεν είναι απαραίτητη για την τήρηση της υποχρέωσης αιτιολόγησης.

Όσον αφορά την αιτιολόγηση των βασικών ποσών σε απόλυτους αριθμούς, τα πρόστιμα συνιστούν ένα μέσο της πολιτικής ανταγωνισμού της Επιτροπής, η οποία πρέπει να διαθέτει ένα περιθώριο εκτίμησης για τον καθορισμό του ύψους των προστίμων, ώστε να προσανατολίζει τη συμπεριφορά των επιχειρήσεων προς την τήρηση των κανόνων ανταγωνισμού. Επιπλέον, θα πρέπει να αποφεύγεται να μπορούν οι επιχειρηματίες να προβλέψουν εύκολα το ύψος των προστίμων. Επομένως, δεν μπορεί να απαιτηθεί από την Επιτροπή να παρέχει συναφώς στοιχεία αιτιολογίας άλλα πλην εκείνων που αφορούν τη σοβαρότητα της παράβασης.

(βλ. σκέψεις 129-130)

9.      Δεδομένου ότι η αποτροπή αποτελεί σκοπό των προστίμων για παράβαση των κανόνων ανταγωνισμού, η απαίτηση εξασφάλισης αποτρεπτικού αποτελέσματος συνιστά γενική απαίτηση που πρέπει να καθοδηγεί την Επιτροπή καθόλη τη διαδικασία υπολογισμού του προστίμου και δεν επιβάλλει κατ’ ανάγκην να περιλαμβάνει ο εν λόγω υπολογισμός ένα ειδικό στάδιο προοριζόμενο για τη συνολική εκτίμηση όλων των σχετικών περιστάσεων για την επίτευξη του ως άνω σκοπού.

Για τη λήψη υπόψη του σκοπού της αποτροπής, η Επιτροπή δεν καθόρισε, στις κατευθυντήριες γραμμές για τον υπολογισμό των προστίμων που επιβάλλονται δυνάμει του άρθρου 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17 και του άρθρου 65, παράγραφος 5, της Συνθήκης ΕΚΑΧ, ειδική μεθοδολογία ή ειδικά κριτήρια, των οποίων η έκθεση θα μπορούσε να είναι υποχρεωτική. Το σημείο 1 Α, τέταρτο εδάφιο, των κατευθυντηρίων γραμμών, στο πλαίσιο των πληροφοριών που παρέχει όσον αφορά την εκτίμηση της σοβαρότητας της παράβασης, μνημονεύει μόνον την ανάγκη να καθορίζεται το ύψος του προστίμου σε επίπεδο που να του εξασφαλίζει επαρκές αποτρεπτικό αποτέλεσμα.

(βλ. σκέψεις 131-132)

10.    Είναι μεν σημαντικό το ότι μια επιχείρηση έλαβε μέτρα για να εμποδίσει τη διάπραξη νέων παραβάσεων του κοινοτικού δικαίου του ανταγωνισμού από το προσωπικό της στο μέλλον, π.χ. εφαρμόζοντας ένα πρόγραμμα συμμόρφωσης προς τους κανόνες του ανταγωνισμού, πλην όμως η λήψη τέτοιων μέτρων ουδόλως μεταβάλλει το υποστατό της διαπιστωθείσας παράβασης. Στο πλαίσιο του καθορισμού του ύψους του προστίμου που επιβάλλεται για παράβαση των κανόνων ανταγωνισμού, η Επιτροπή δεν είναι, συνεπώς, υποχρεωμένη να λάβει υπόψη της αυτό το στοιχείο ούτε ως ελαφρυντική περίσταση ούτε στο πλαίσιο της λήψης υπόψη του αποτρεπτικού αποτελέσματος του προστίμου, ιδίως μάλιστα όταν η επίμαχη παράβαση συνιστά κατάφωρη παράβαση του άρθρου 81 ΕΚ. Συναφώς, το γεγονός ότι το πρόγραμμα αυτό καταρτίστηκε πριν από την επέμβαση της Επιτροπής στερείται σημασίας. Εξάλλου, είναι αδύνατο να καθοριστεί ο βαθμός αποτελεσματικότητας των εσωτερικών μέτρων που έλαβε μια επιχείρηση για να προλάβει την επανάληψη των παραβάσεων του δικαίου του ανταγωνισμού.

(βλ. σκέψεις 143-144, 231)

11.    Ο «αποκλειστικά παθητικός ή μιμητικός ρόλος» μιας επιχείρησης κατά τη διάπραξη της παράβασης, εφόσον αποδειχθεί, συνιστά ελαφρυντική περίσταση, σύμφωνα με το σημείο 3, πρώτη περίπτωση, των κατευθυντηρίων γραμμών για τον υπολογισμό των προστίμων που επιβάλλονται δυνάμει του άρθρου 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17 και του άρθρου 65, παράγραφος 5, της Συνθήκης ΕΚΑΧ, διευκρινιζομένου ότι αυτός ο παθητικός ρόλος συνεπάγεται ότι η συγκεκριμένη επιχείρηση υιοθέτησε «συγκρατημένη συμπεριφορά», δηλαδή ότι δεν υπήρξε ενεργός συμμετοχή στην εκπόνηση της ή των βλαπτικών του ανταγωνισμού συμφωνιών.

Μεταξύ των στοιχείων που αποδεικνύουν ότι ο ρόλος μιας επιχείρησης στο πλαίσιο μιας σύμπραξης ήταν παθητικός, μπορεί να ληφθεί υπόψη η αισθητά σποραδικότερη απ’ ό,τι των τακτικών μελών της σύμπραξης συμμετοχή της στις συνεδριάσεις, όπως και η καθυστερημένη είσοδός της στην αγορά που αφορούσε η παράβαση, ανεξαρτήτως της διάρκειας της συμμετοχής της σ’ αυτή, ή ακόμα η ύπαρξη ρητών σχετικών δηλώσεων προερχομένων από εκπροσώπους τρίτων επιχειρήσεων που μετέσχαν στην παράβαση. Συνεπώς, δεν αρκεί να έχει η ενδιαφερόμενη επιχείρηση υιοθετήσει «συγκρατημένη συμπεριφορά» επί ορισμένες περιόδους της σύμπραξης ή όσον αφορά ορισμένες συμφωνίες της σύμπραξης. Επιπλέον, η προσέγγιση που συνίσταται στην αποσύνδεση της εκτίμησης της στάσης μιας επιχείρησης αναλόγως του αντικειμένου των επίμαχων συμφωνιών ή εναρμονισμένων πρακτικών φαίνεται τουλάχιστον θεωρητική όταν οι εν λόγω συμφωνίες ή πρακτικές εντάσσονται σε μια γενική στρατηγική, η οποία καθορίζει τη γραμμή δράσης των μελών της σύμπραξης στην αγορά και περιορίζει την εμπορική τους ελευθερία, επιδιώκοντας ίδιο σκοπό βλαπτικό του ανταγωνισμού και ενιαίο οικονομικό στόχο, ήτοι την αλλοίωση της φυσικής εξέλιξης των τιμών και τον περιορισμό του ανταγωνισμού στην εν λόγω αγορά.

Εξάλλου, το γεγονός ότι μια επιχείρηση έθεσε τέρμα στη συμμετοχή της στη σύμπραξη λίγους μόνο μήνες πριν από τα υπόλοιπα μέλη του καρτέλ δεν δικαιολογεί μείωση του ποσού του προστίμου στο πλαίσιο ελαφρυντικής περίστασης συνιστάμενης στον «αποκλειστικά παθητικό ή μιμητικό ρόλο κατά τη διάπραξη της παράβασης».

(βλ. σκέψεις 163-164, 179-180, 184)

12.    Οσάκις η Επιτροπή εφαρμόζει, με απόφασή της, τη μέθοδο που ορίζεται στις κατευθυντήριες γραμμές για τον υπολογισμό των προστίμων που επιβάλλονται δυνάμει του άρθρου 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17 και του άρθρου 65, παράγραφος 5, της Συνθήκης ΕΚΑΧ και καταλήγει στο συμπέρασμα ότι δεν υπάρχουν ελαφρυντικές περιστάσεις για την ενδιαφερόμενη επιχείρηση, η επιχείρηση αυτή μπορεί να ζητήσει παραδεκτώς από τον κοινοτικό δικαστή την αναγνώριση ελαφρυντικής περίστασης και τη συνακόλουθη μείωση του ύψους του προστίμου, έστω και αν δεν το ζήτησε με την απάντησή της στην ανακοίνωση των αιτιάσεων.

Πράγματι, το άρθρο 4 του κανονισμού 2842/98, σχετικά με τις ακροάσεις στο πλαίσιο ορισμένων διαδικασιών κατ’εφαρμογήν των άρθρων [81 ΕΚ] και [82 ΕΚ], που προβλέπει ότι τα μέρη που επιθυμούν να γνωστοποιήσουν τις απόψεις τους επί των αιτιάσεων που διατυπώνονται σε βάρος τους οφείλουν να το πράξουν γραπτώς και μπορούν να εκθέσουν όλους τους λόγους και τα πραγματικά περιστατικά που μπορούν να χρησιμεύσουν για την υπεράσπισή τους με τις γραπτές παρατηρήσεις τους, ουδόλως απαιτεί από τις επιχειρήσεις στις οποίες απευθύνεται μια ανακοίνωση των αιτιάσεων να διατυπώσουν ειδικά αιτήματα αναγνώρισης ελαφρυντικών περιστάσεων.

Εξάλλου, η ανακοίνωση των αιτιάσεων αποτελεί προπαρασκευαστική πράξη σε σχέση προς την απόφαση που συνιστά το τελευταίο στάδιο της διαδικασίας και με την οποία η Επιτροπή αποφαίνεται σχετικά με τις ευθύνες των επιχειρήσεων και αποφασίζει, ενδεχομένως, για τις κυρώσεις που πρέπει να τους επιβληθούν.

Για την επιμέτρηση του προστίμου, η Επιτροπή οφείλει να λαμβάνει υπόψη της όλες τις περιστάσεις της υπόθεσης, ειδικότερα δε τη σοβαρότητα και τη διάρκεια της παράβασης, που αποτελούν τα δύο κριτήρια που μνημονεύονται ρητώς στο άρθρο 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17. Όταν η παράβαση έχει διαπραχθεί από πλείονες επιχειρήσεις, η Επιτροπή οφείλει να εξετάζει το σχετικό βάρος της συμμετοχής εκάστης στην παράβαση, προκειμένου να καθορίσει αν υπάρχουν, ως προς τις επιχειρήσεις αυτές, επιβαρυντικές ή ελαφρυντικές περιστάσεις. Τα σημείο 2 και 3 των προμνησθεισών κατευθυντηρίων γραμμών, από τις οποίες η Επιτροπή δεν μπορεί να αποστεί, προβλέπουν διαβάθμιση του βασικού ποσού του προστίμου ανάλογα με ορισμένες επιβαρυντικές ή ελαφρυντικές περιστάσεις, που αφορούν κάθε εμπλεκόμενη επιχείρηση χωριστά.

(βλ. σκέψεις 188-194)

13.    Προκειμένου να καθοριστεί κατά πόσον μπορεί να αναγνωριστεί υπέρ ορισμένης επιχείρησης ελαφρυντική περίσταση λόγω μη ουσιαστικής εφαρμογής των παρανόμων συμφωνιών, δυνάμει του σημείου 3, δεύτερη περίπτωση, των κατευθυντηρίων γραμμών για τον υπολογισμό των προστίμων που επιβάλλονται δυνάμει του άρθρου 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17 και του άρθρου 65, παράγραφος 5, της Συνθήκης ΕΚΑΧ, πρέπει να εξακριβώνεται αν η επιχείρηση, κατά την περίοδο κατά την οποία συμμετείχε στις εν λόγω συμφωνίες, απέφυγε πράγματι να τις εφαρμόσει υιοθετώντας ανταγωνιστική συμπεριφορά στην αγορά ή, τουλάχιστον, αν παρέβη σαφώς και σε σημαντικό βαθμό τις υποχρεώσεις που αποσκοπούσαν στην εφαρμογή της εν λόγω σύμπραξης, μέχρι σημείου ώστε να διαταράξει την ίδια τη λειτουργία της σύμπραξης.

(βλ. σκέψη 196)

14.    Υπέρ επιχείρησης η οποία μετέσχε σε παράβαση του κοινοτικού δικαίου του ανταγωνισμού δεν μπορεί να αναγνωριστεί ελαφρυντική περίσταση, δυνάμει του σημείου 3, τρίτη περίπτωση, των κατευθυντηρίων γραμμών για τον υπολογισμό των προστίμων που επιβάλλονται δυνάμει του άρθρου 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17 και του άρθρου 65, παράγραφος 5, της Συνθήκης ΕΚΑΧ, όταν η επιχείρηση αυτή έθεσε τέρμα στις θίγουσες τον ανταγωνισμό πρακτικές μετά την επέμβαση των αρχών ανταγωνισμού τρίτων κρατών.

(βλ. σκέψη 230)

15.    Κατά τον καθορισμό του ύψους του προστίμου για παράβαση του κοινοτικού δικαίου του ανταγωνισμού, μείωση του προστίμου λόγω συνεργασίας κατά τη διοικητική διαδικασία δικαιολογείται μόνον εάν η συμπεριφορά της επιχείρησης διευκόλυνε την εκ μέρους της Επιτροπής διαπίστωση της παράβασης και, ενδεχομένως, τον τερματισμό της.

Η παροχή πληροφοριακών στοιχείων που έδωσαν στην Επιτροπή τη δυνατότητα να εκτιμήσει αυστηρότερα τον βαθμό συνεργασίας μιας από τις εμπλεκόμενες στο καρτέλ επιχειρήσεις κατά τη διάρκεια της διαδικασίας για τους σκοπούς του καθορισμού του ύψους του προστίμου της, και τα οποία, συνεπώς, διευκόλυναν το έργο της Επιτροπής κατά την έρευνά της, μπορεί να συνιστά «ουσιαστική συνεργασία πέραν του πεδίου εφαρμογής της ανακοίνωσης περί της συνεργασίας των επιχειρήσεων» κατά την έννοια του σημείου 3, έκτη περίπτωση, των κατευθυντηρίων γραμμών για τον υπολογισμό των προστίμων που επιβάλλονται δυνάμει του άρθρου 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17 και του άρθρου 65, παράγραφος 5, της Συνθήκης ΕΚΑΧ.

Ωστόσο, δεδομένου ότι τα εν λόγω πληροφοριακά στοιχεία πρέπει να αφορούν τις θίγουσες τον ανταγωνισμό πρακτικές τις οποίες αφορούσε η έρευνα, πληροφοριακά στοιχεία που αφορούν γεωγραφική περιοχή άλλη από αυτή που αποτελούσε το αντικείμενο της έρευνας δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη.

(βλ. σκέψεις 238-239, 253)

16.    Η Επιτροπή διαθέτει ευρεία διακριτική ευχέρεια ως προς τη μέθοδο υπολογισμού των προστίμων για παράβαση του κοινοτικού δικαίου του ανταγωνισμού και μπορεί, συναφώς, να λαμβάνει υπόψη πολλαπλά στοιχεία, μεταξύ των οποίων καταλέγεται η συνεργασία των εμπλεκομένων επιχειρήσεων κατά την έρευνα που διεξάγουν οι υπηρεσίες του οργάνου αυτού. Η Επιτροπή διαθέτει επίσης ευρύ περιθώριο εκτίμησης για να αξιολογήσει την ποιότητα και τη χρησιμότητα της συνεργασίας ορισμένης επιχείρησης, ιδίως σε σχέση με τη συμβολή άλλων επιχειρήσεων. Λαμβανομένης υπόψη αυτής της διακριτικής ευχέρειας, η οποία εκφράζεται, μεταξύ άλλων, με την πρόβλεψη, στην ανακοίνωση σχετικά με τη μη επιβολή ή τη μείωση των προστίμων σε περιπτώσεις συμπράξεων, κλιμάκωσης του ύψους της μείωσης από 10 έως 50 %, η ανώτατη μείωση δεν απορρέει αυτομάτως από τη διαπίστωση της πλήρωσης των προϋποθέσεων του σημείου Δ, παράγραφος 2, πρώτη και δεύτερη περίπτωση, της εν λόγω ανακοίνωσης.

Η Επιτροπή μπορεί να στηρίξει την εκτίμηση του ύψους της μείωσης στο γεγονός, αφενός, ότι τα αποδεικτικά στοιχεία που παρέσχε η ενδιαφερόμενη επιχείρηση έχουν μικρή προστιθέμενη αξία, λαμβανομένων υπόψη των αποδεικτικών στοιχείων που είχε ήδη στην κατοχή της, και, αφετέρου, ότι η συνεργασία της εν λόγω επιχείρησης άρχισε μετά την εκ μέρους της παραλαβή της επιστολής που της απεστάλη δυνάμει του άρθρου 11 του κανονισμού 17.

Πράγματι, αφενός, η μείωση των προστίμων σε περίπτωση συνεργασίας των επιχειρήσεων που έχουν συμμετάσχει σε παραβάσεις του κοινοτικού δικαίου του ανταγωνισμού βρίσκει έρεισμα στη σκέψη ότι η συνεργασία αυτή διευκολύνει το έργο της Επιτροπής, που καλείται να διαπιστώσει μια παράβαση και, ενδεχομένως, να θέσει τέρμα σ’ αυτή. Η Επιτροπή δεν μπορεί, συνεπώς, να παραβλέψει τη χρησιμότητα των παρασχεθεισών πληροφοριών, η οποία αποτελεί αναγκαστικά συνάρτηση των αποδεικτικών στοιχείων που είχε ήδη στην κατοχή της. Συναφώς, αν η θεμελιώδης διαφορά επί της οποίας ερείδονται τα σημεία Β, Γ και Δ της ανακοίνωσης περί της συνεργασίας των επιχειρήσεων έγκειται στη χρησιμότητα των παρασχεθεισών πληροφοριών, η Επιτροπή μπορεί να χρησιμοποιήσει το κριτήριο της χρησιμότητας για να αποφασίσει το ύψος της μείωσης για κάθε κατηγορία μείωσης του προστίμου που προβλέπουν τα εν λόγω σημεία.

Αφετέρου, στο πλαίσιο μιας συνολικής εκτίμησης, η Επιτροπή μπορεί να λάβει υπόψη της το γεγονός ότι η επιχείρηση αυτή τής κοινοποίησε κάποια έγγραφα μόνον αφού έλαβε την αίτηση παροχής πληροφοριών, χωρίς, ωστόσο, να μπορεί να το θεωρήσει καθοριστικό για να ελαχιστοποιήσει τη σπουδαιότητα της συνεργασίας που παρέσχε η επιχείρηση δυνάμει του σημείου Δ, παράγραφος 2, πρώτη περίπτωση, της ανακοίνωσης σχετικά με τη μη επιβολή ή τη μείωση των προστίμων σε περιπτώσεις συμπράξεων.

(βλ. σκέψεις 271-274, 276-277, 279, 283)

17.    Η Επιτροπή δεν υποχρεούται μεν, κατά τον καθορισμό του ύψους του προστίμου για παράβαση του κοινοτικού δικαίου του ανταγωνισμού, να λάβει υπόψη την ελλειμματική οικονομική κατάσταση της ενδιαφερόμενης επιχείρησης, καθόσον η αναγνώριση μιας τέτοιας υποχρέωσης θα ισοδυναμούσε με την παροχή αδικαιολόγητου από άποψη ανταγωνισμού πλεονεκτήματος στις επιχειρήσεις που έχουν προσαρμοστεί λιγότερο στις συνθήκες της αγοράς, μπορεί, ωστόσο, να αποφασίσει να μειώσει το ύψος του προστίμου λόγω σοβαρών οικονομικών δυσχερειών της επιχείρησης σε συνδυασμό με διάφορες πρόσφατες καταδίκες της στην καταβολή προστίμων για ταυτοχρόνως διαπραχθείσες παραβάσεις του δικαίου του ανταγωνισμού, κρίνοντας ότι δεν είναι απαραίτητο, προκειμένου να εξασφαλιστεί αποτρεπτικό αποτέλεσμα, να επιβληθεί στην εν λόγω επιχείρηση το συνολικό ποσό του προστίμου.

(βλ. σκέψεις 308, 314-315)