Language of document : ECLI:EU:T:2004:258

ΔΙΑΤΑΞΗ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ (πέμπτο τμήμα)

της 9ης Σεπτεμβρίου 2004 (*)

«Κοινοτικό σήμα – Εκπροσώπηση από δικηγόρο – Προδήλως απαράδεκτο»

Στην υπόθεση T-14/04

Alto de Casablanca, SA, με έδρα την Casablanca (Χιλή), εκπροσωπούμενη από τον A. Pluckrose,

προσφεύγουσα,

κατά

Γραφείου Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) (ΓΕΕΑ), εκπροσωπούμενου από τον O. Montalto,

καθού,

έτερος διάδικος κατά τη διαδικασία ενώπιον του τμήματος προσφυγών του Γραφείου Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) η: Bodegas Julián Chivite, SL, με έδρα το Cintruénigo (Ισπανία),

που έχει ως αντικείμενο αίτηση περί ακυρώσεως της αποφάσεως του δεύτερου τμήματος του Γραφείου Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) της 4ης Νοεμβρίου 2003 (υπόθεση R 18/2003-2), η οποία αφορά αίτηση καταχωρίσεως του λεκτικού σήματος VERAMONTE ως κοινοτικού σήματος,

ΤΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ (πέμπτο τμήμα),

συγκείμενο από τους P. Lindh, πρόεδρο, R. García-Valdecasas και J. D. Cooke, δικαστές,

γραμματέας: H. Jung

εκδίδει την ακόλουθη

Διάταξη

 Περιστατικά και διαδικασία

1        Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 14 Ιανουαρίου 2004, η προσφεύγουσα άσκησε προσφυγή κατά της αποφάσεως του δεύτερου τμήματος του Γραφείου Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) (στο εξής: Γραφείο) της 4ης Νοεμβρίου 2003 (υπόθεση R 18/2003-2).

2        Στο δικόγραφο εκτίθεται ότι η προσφεύγουσα εκπροσωπείται από τον A. Pluckrose, σύμβουλο σε θέματα διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας του Chartered Institute of Patent Agents (επαγγελματικού συλλόγου των συμβούλων σε θέματα διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας του Ηνωμένου Βασιλείου). Ο A. Pluckrose ισχυρίζεται ότι είναι « registered trade mark attorney» (σύμβουλος σε θέματα σημάτων), «European Patent Attorney» (σύμβουλος σε θέματα ευρωπαϊκών διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας conseil en brevets européens) και «European Trade Mark Attorney» (σύμβουλος σε θέματα ευρωπαϊκών σημάτων). Το δικόγραφο υπογράφεται από τον A. Pluckrose.

3        Στις 13 Μαΐου 2004, το Πρωτοδικείο, στο πλαίσιο των μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας που προβλέπονται στο άρθρο 64 του Κανονισμού Διαδικασίας, κάλεσε το Γραφείο να καταθέσει παρατηρήσεις περιοριζόμενες στο παραδεκτό της προσφυγής ενόψει του γεγονότος ότι ο A. Pluckrose δεν είναι δικηγόρος. Στις 7 Ιουνίου 2004, το Γραφείο κατέθεσε τις εν λόγω παρατηρήσεις.

 Σκεπτικό

4        Δυνάμει του άρθρου 111 του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου, όταν η προσφυγή είναι προδήλως απαράδεκτη ή προδήλως στερούμενη παντελώς νομικής βάσεως, το Πρωτοδικείο μπορεί, χωρίς να συνεχίσει τη διαδικασία, να αποφανθεί με αιτιολογημένη διάταξη.

5        Το Πρωτοδικείο εκτιμά ότι, εν προκειμένω, έχει επαρκώς διαφωτισθεί από τα υπομνήματα των διαδίκων και αποφασίζει, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου αυτού, να αποφανθεί χωρίς να συνεχίσει τη διαδικασία.

6        Δυνάμει του άρθρου 19 του Οργανισμού του Δικαστηρίου, το οποίο εφαρμόζεται στη διαδικασία ενώπιον του Πρωτοδικείου κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 53 του ίδιου οργανισμού, οι μη προνομιούχοι διάδικοι πρέπει να εκπροσωπούνται από δικηγόρο ενώπιον των κοινοτικών δικαστηρίων. Κατά το γράμμα του άρθρου 19, τέταρτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου, « [μ]όνον ο δικηγόρος που έχει δικαίωμα παραστάσεως ενώπιον δικαστηρίου κράτους μέλους ή άλλου κράτους συμβαλλομένου στη συμφωνία για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο [ΕΟΧ] δικαιούται να εκπροσωπεί ή να επικουρεί διάδικο ενώπιον του Δικαστηρίου». Προς διασφάλιση της τηρήσεως του άρθρου 19 του οργανισμού, το άρθρο 44, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας προβλέπει ότι «[ο] πληρεξούσιος δικηγόρος οφείλει να καταθέσει στη Γραμματεία αποδεικτικό νομιμοποιήσεώς του που να βεβαιώνει ότι έχει ικανότητα παραστάσεως ενώπιον των δικαστηρίων κράτους μέλους ή άλλου συμβαλλομένου στη συμφωνία [περί] ΕΟΧ κράτους.»

7        Εν προκειμένω, η προσφεύγουσα παραδέχεται ότι ο A. Pluckrose δεν είναι ούτε solicitor ούτε barrister. Εντούτοις, υπογραμμίζει ότι αυτός μπορεί να εκπροσωπεί πελάτες ενώπιον των δικαστηρίων του Ηνωμένου Βασιλείου στο πλαίσιο προσφυγών που αφορούν την πνευματική ιδιοκτησία. Η προσφεύγουσα συνάγει από αυτό ότι ο A. Pluckrose μπορεί να την εκπροσωπήσει στο πλαίσιο της παρούσας προσφυγής.

8        Το Γραφείο υποστηρίζει ότι η παρούσα προσφυγή θέτει ένα ζήτημα αρχής, το οποίο αφορά την εκπροσώπηση των διαδίκων ενώπιον των κοινοτικών δικαστηρίων. Θεωρεί ότι δεν επιτρέπεται στον A. Pluckrose να εκπροσωπεί την προσφεύγουσα ενώπιόν τους. Συγκεκριμένως, μολονότι αυτός δικαιούται να εκπροσωπεί πελάτες ενώπιον ορισμένων δικαστηρίων του Ηνωμένου Βασιλείου, δεν είναι δικηγόρος κατά την έννοια του άρθρου 19 του Οργανισμού του Δικαστηρίου.

9        Το Πρωτοδικείο εκτιμά ότι από το άρθρο 19 του Οργανισμού του Δικαστηρίου προκύπτει σαφώς ότι μόνον ο δικηγόρος που έχει δικαίωμα παραστάσεως ενώπιον δικαστηρίου κράτους μέλους ή άλλου κράτους συμβαλλομένου στη συμφωνία για τον ΕΟΧ δικαιούται να εκπροσωπεί ή να επικουρεί άλλους διαδίκους εκτός από τα κράτη και τα θεσμικά όργανα που αναφέρονται στο πρώτο και το δεύτερο εδάφιο του ίδιου αυτού άρθρου (διάταξη του Πρωτοδικείου της 24ης Φεβρουαρίου 2000, T-37/98, FTA κ.λπ. κατά Συμβουλίου, Συλλογή 2000, σ. II-373, σκέψη 20). Η προϋπόθεση αυτή συνιστά κανόνα ουσιώδους τύπου, η μη τήρηση του οποίου συνεπάγεται το απαράδεκτο της προσφυγής.

10      Ο λόγος υπάρξεως αυτής της προϋποθέσεως έγκειται στο ότι ο δικηγόρος θεωρείται ως συμβάλλων στην απονομή της δικαιοσύνης και καλούμενος να παράσχει, με κάθε ανεξαρτησία και χάριν του προέχοντος συμφέροντος αυτής , τη νομική προστασία που χρειάζεται ο πελάτης. Η προστασία αυτή έχει ως αντιστάθμισμα την επαγγελματική δεοντολογία και πειθαρχία, η οποία επιβάλλεται και ελέγχεται χάριν του γενικού συμφέροντος από τα εξουσιοδοτημένα προς τούτο όργανα. Μια τέτοια αντίληψη ανταποκρίνεται στην κοινή στα κράτη μέλη νομική παράδοση και συναντάται επίσης στην κοινοτική έννομη τάξη (βλ., κατ’ αναλογία, την απόφαση του Δικαστηρίου της 18ης Μαΐου 1982, 155/79, AM & S κατά Επιτροπής, Συλλογή 1982, σ. 1575, σκέψη 24).

11      Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι οι σύμβουλοι σε θέματα διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας και σημάτων δεν είναι κατ’ ανάγκην δικηγόροι. Μολονότι ο A. Pluckrose δικαιούται να εκπροσωπεί διαδίκους κατά την άσκηση ορισμένων προσφυγών ενώπιον των δικαστηρίων του Ηνωμένου Βασιλείου, παραμένει γεγονός ότι δεν είναι δικηγόρος. Εφόσον από το άρθρο 19 του Οργανισμού του Δικαστηρίου προκύπτει σαφώς ότι οι μη προνομιούχοι διάδικοι πρέπει να εκπροσωπούνται από δικηγόρο ενώπιον των κοινοτικών δικαστηρίων (βλ. ανωτέρω τη σκέψη 6), πρέπει να συναχθεί ότι ο A. Pluckrose δεν δικαιούται να εκπροσωπήσει την προσφεύγουσα ενώπιον του Πρωτοδικείου.

12      Επί πλέον, οσάκις επιτρέπεται εξαίρεση από αυτή την προϋπόθεση, η εξαίρεση προβλέπεται ρητώς από τον Οργανισμό του Δικαστηρίου. Συγκεκριμένα, κατά το γράμμα του άρθρου 19, έβδομο εδάφιο, του Οργανισμού, οι καθηγητές υπήκοοι των κρατών μελών, η νομοθεσία των οποίων τους αναγνωρίζει δικαίωμα παραστάσεως σε δικαστήριο, απολαύουν ενώπιον του Δικαστηρίου των δικαιωμάτων που αναγνωρίζονται από το παρόν άρθρο στους δικηγόρους. Ο A. Pluckrose ουδόλως απέδειξε ότι εμπίπτει σ’ αυτή την εξαίρεση.

13      Από τις ανωτέρω σκέψεις προκύπτει ότι η παρούσα προσφυγή πρέπει να κηρυχθεί προδήλως απαράδεκτη.

 Επί των δικαστικών εξόδων

14      Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα έξοδα, εφόσον υπήρχε σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι το Γραφείο Εναρμονίσεως δεν υπέβαλε σχετικό αίτημα, κάθε διάδικος θα φέρει τα δικαστικά του έξοδα.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ (πέμπτο τμήμα)

διατάσσει:

1)      Απορρίπτει την προσφυγή ως προδήλως απαράδεκτη.

2)      Κάθε διάδικος φέρει τα δικαστικά του έξοδα.

Λουξεμβούργο, 9 Σεπτεμβρίου 2004.

Ο Γραμματέας

 

      Η Πρόεδρος

H. Jung

 

      P. Lindh


* Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.