Language of document : ECLI:EU:T:2010:54

Υπόθεση T-16/04

Arcelor SA

κατά

Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ενώσεως

«Περιβάλλον – Οδηγία 2003/87/ΕΚ – Σύστημα εμπορίας δικαιωμάτων εκπομπής αερίων θερμοκηπίου – Προσφυγή ακυρώσεως – Η προσβαλλόμενη πράξη δεν αφορά τον προσφεύγοντα άμεσα και ατομικά – Αγωγή αποζημιώσεως – Παραδεκτό – Κατάφωρη παράβαση υπέρτερου κανόνα δικαίου παρέχοντος δικαιώματα στους ιδιώτες – Δικαίωμα της ιδιοκτησίας – Ελευθερία ασκήσεως επαγγελματικής δραστηριότητας – Αναλογικότητα – Ίση μεταχείριση – Ελευθερία εγκαταστάσεως – Ασφάλεια δικαίου»

Περίληψη της αποφάσεως

1.      Προσφυγή ακυρώσεως – Φυσικά ή νομικά πρόσωπα – Πράξεις που τα αφορούν άμεσα και ατομικά – Πράξη νομοθετικού χαρακτήρα – Οδηγία

(Άρθρα 230, εδ. 4, ΕΚ και 249, εδ. 3, ΕΚ)

2.      Προσφυγή ακυρώσεως – Φυσικά ή νομικά πρόσωπα – Πράξεις που τα αφορούν άμεσα και ατομικά – Οδηγία 2003/87 – Σύστημα εμπορίας δικαιωμάτων εκπομπής αερίων θερμοκηπίου

(Άρθρα 174 ΕΚ, 175 § 1 ΕΚ και 230, εδ. 4, ΕΚ· οδηγία 2003/87 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, παράρτημα I)

3.      Διαδικασία – Δικόγραφο της προσφυγής – Τυπικά στοιχεία του δικογράφου – Προσδιορισμός του αντικειμένου της διαφοράς – Συνοπτική έκθεση των προβαλλόμενων ισχυρισμών

(Οργανισμός του Δικαστηρίου, άρθρα 21, εδ. 1, και 53, εδ. 1· Κανονισμός Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, άρθρο 44 § 1, στοιχείο γ΄)

4.      Εξωσυμβατική ευθύνη – Προϋποθέσεις – Έλλειψη νομιμότητας – Κατάφωρη παραβίαση του κοινοτικού δικαίου

(Άρθρα 174 ΕΚ, 175 ΕΚ και 288, εδ. 2, ΕΚ· οδηγία 2003/87 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου)

5.      Ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων – Ελευθερία εγκαταστάσεως – Διατάξεις της Συνθήκης

(Άρθρα 3 § 1, στοιχείο γ΄, ΕΚ, 43 ΕΚ, 174 ΕΚ, 175 ΕΚ και 249, εδ. 3, ΕΚ· οδηγία 2003/87 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου)

6.      Περιβάλλον – Ατμοσφαιρική ρύπανση – Οδηγία 2003/87 – Σύστημα εμπορίας δικαιωμάτων εκπομπής αερίων θερμοκηπίου

(Άρθρα 5, εδ. 2, ΕΚ, 10 ΕΚ, 174 ΕΚ έως 176 ΕΚ και 249, εδ. 3, ΕΚ· οδηγία 2003/87 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, άρθρα 9 § 1 και 11 § 1)

7.      Κοινοτικό δίκαιο – Αρχές – Θεμελιώδη δικαιώματα

(Οδηγία 2003/87 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, άρθρα 9 § 1 και 11 § 1)

8.      Περιβάλλον – Ατμοσφαιρική ρύπανση – Οδηγία 2003/87 – Σύστημα εμπορίας δικαιωμάτων εκπομπής αερίων θερμοκηπίου

(Άρθρα 43 ΕΚ και 174 ΕΚ· οδηγία 2003/87 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, άρθρα 3, στοιχείο α΄, και 12 §§ 2 και 3)

9.      Περιβάλλον – Ατμοσφαιρική ρύπανση – Οδηγία 2003/87 – Σύστημα εμπορίας δικαιωμάτων εκπομπής αερίων θερμοκηπίου

(Άρθρο 174 ΕΚ· οδηγία 2003/87 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, άρθρα 9 §§ 1 και 3 και 11 § 1 και παράρτημα III· απόφαση 2002/358 του Συμβουλίου)

10.    Κοινοτικό δίκαιο – Αρχές – Ασφάλεια δικαίου

(Άρθρα 2 ΕΚ και 3 § 1, στοιχεία γ΄ και ζ΄, ΕΚ· οδηγία 2003/87 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, άρθρο 1)

1.      Απλώς και μόνον το γεγονός ότι το άρθρο 230, τέταρτο εδάφιο, ΕΚ δεν προβλέπει ρητά το παραδεκτό προσφυγής ακυρώσεως εκ μέρους ιδιώτη κατά οδηγίας υπό την έννοια του άρθρου 249, τρίτο εδάφιο, ΕΚ δεν αρκεί για να κριθεί απαράδεκτη μια τέτοια προσφυγή. Πράγματι, τα κοινοτικά όργανα δεν μπορούν να αποκλείουν την παρεχόμενη από τη Συνθήκη στους ιδιώτες ένδικη προστασία απλώς και μόνο με την επιλογή της μορφής της σχετικής πράξεως, ακόμα και αν πρόκειται περί οδηγίας. Ομοίως, απλώς και μόνον το γεγονός ότι οι επίμαχες διατάξεις αποτελούν μέρος μιας πράξεως γενικής ισχύος που είναι πραγματική οδηγία και όχι απόφαση, υπό την έννοια του άρθρου 249, τέταρτο εδάφιο, ΕΚ, εκδοθείσα ως οδηγία, δεν αρκεί αυτό καθαυτό για να αποκλείσει τη δυνατότητα οι διατάξεις αυτές να αφορούν άμεσα και ατομικά έναν ιδιώτη.

(βλ. σκέψη 94)

2.      Ναι μεν, κατά την έκδοση πράξεως γενικής ισχύος, τα κοινοτικά όργανα υποχρεούνται να τηρούν τους υπέρτερους κανόνες δικαίου, περιλαμβανομένων των θεμελιωδών δικαιωμάτων, όμως ο ισχυρισμός ότι μια τέτοια πράξη εκδόθηκε κατά παράβαση των εν λόγω κανόνων ή των εν λόγω δικαιωμάτων δεν αρκεί από μόνος του για να κριθεί παραδεκτή η προσφυγή ενός ιδιώτη, διότι άλλως καθίστανται άνευ αντικειμένου οι προϋποθέσεις του άρθρου 230, τέταρτο εδάφιο, ΕΚ, όταν η σχετική παράβαση δεν είναι ικανή να τον εξατομικεύσει κατά τρόπο ανάλογο προς αυτόν του αποδέκτη.

Συναφώς, πρέπει να σημειωθεί ότι δεν υπάρχει καμία ρητή και ειδική διάταξη, είτε ιεραρχικά ανώτερη, είτε του παραγώγου δικαίου, που να υποχρέωνε τον κοινοτικό νομοθέτη να λάβει ιδιαίτερα υπόψη, κατά τη διάρκεια της διαδικασίας εκδόσεως της οδηγίας 2003/87, σχετικά με τη θέσπιση συστήματος εμπορίας δικαιωμάτων εκπομπής αερίων θερμοκηπίου εντός της Κοινότητας, την κατάσταση των παραγωγών χυτοσίδηρου ή χάλυβα σε σχέση με τους επιχειρηματίες των άλλων βιομηχανικών τομέων τους οποίους αφορά το παράρτημα I της εν λόγω οδηγίας. Έτσι, ιδίως το άρθρο 174 ΕΚ και το άρθρο 175, παράγραφος 1, ΕΚ, ως έννομες βάσεις της κανονιστικής εξουσίας της Κοινότητας στον τομέα του περιβάλλοντος, δεν προβλέπουν μια τέτοια υποχρέωση.

Έτσι, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι οι διατάξεις της οδηγίας 2003/87 αφορούν ατομικά μια συγκεκριμένη επιχείρηση χάλυβα.

(βλ. σκέψεις 102-103, 105)

3.      Το δικόγραφο με το οποίο ζητείται αποκατάσταση ζημίας προκληθείσας από κοινοτικό όργανο πρέπει να περιλαμβάνει τα στοιχεία που καθιστούν δυνατή την εξατομίκευση της συμπεριφοράς που ο ενάγων προσάπτει στο όργανο αυτό και τους λόγους για τους οποίους θεωρεί ότι υφίσταται αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της συμπεριφοράς και της ζημίας που ισχυρίζεται ότι υπέστη, καθώς και να προσδιορίζει τη φύση και την έκταση της ζημίας αυτής.

Εντούτοις, λαμβανομένων υπόψη των περιστάσεων που ίσχυαν κατά τον χρόνο της καταθέσεως του δικογράφου της αγωγής με αίτημα την αποκατάσταση ζημίας προκληθείσας λόγω προβαλλόμενης παράνομης συμπεριφοράς του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, εξαιτίας της εκδόσεως της οδηγίας 2003/87, σχετικά με τη θέσπιση συστήματος εμπορίας δικαιωμάτων εκπομπής αερίων θερμοκηπίου εντός της Κοινότητας, η εν λόγω ζημία έπρεπε να έχει οπωσδήποτε μελλοντικό χαρακτήρα επειδή η προσβαλλόμενη οδηγία βρισκόταν ακόμη στο στάδιο της μεταφοράς της στις εθνικές έννομες τάξεις και αν η προσφεύγουσα δεν μπορούσε να προσδιορίσει ειδικότερα την ακριβή έκταση της εν λόγω μελλοντικής ζημίας κατά τον χρόνο της ασκήσεως της αγωγής της, λαμβανομένου υπόψη του περιθωρίου εκτιμήσεως των κρατών μελών όσον αφορά την εφαρμογή του συστήματος εμπορίας ποσοστώσεων εντός των κρατών αυτών κατ’ εφαρμογήν των εθνικών σχεδίων κατανομής τους, δεν ήταν αναγκαία η διευκρίνιση στο δικόγραφο της αγωγής, ως προϋπόθεση του παραδεκτού, της ακριβούς εκτάσεως της ζημίας, ούτε βέβαια η μνεία του ζητούμενου ποσού της αποζημιώσεως, καθόσον τούτο, εν πάση περιπτώσει, είναι δυνατό μέχρι το στάδιο του υπομνήματος απαντήσεως, υπό την προϋπόθεση ότι ο προσφεύγων ή ενάγων διάδικος επικαλείται τέτοιες περιστάσεις και εκθέτει τα στοιχεία που παρέχουν τη δυνατότητα εκτιμήσεως της φύσεως και της εκτάσεως της ζημίας, οπότε ο καθού ή εναγόμενος διάδικος είναι σε θέση να αμυνθεί.

(βλ. σκέψεις 132, 135)

4.      Όσον αφορά τη θεμελίωση της εξωσυμβατικής ευθύνης της Κοινότητας λόγω της εκδόσεως της οδηγίας 2003/87, σχετικά με τη θέσπιση συστήματος εμπορίας δικαιωμάτων εκπομπής αερίων θερμοκηπίου εντός της Κοινότητας, μια ενδεχόμενη σαφώς κατάφωρη παραβίαση των σχετικών κανόνων δικαίου πρέπει να στηρίζεται σε πρόδηλη και σοβαρή υπέρβαση των ορίων της ευρείας εξουσίας εκτιμήσεως που διαθέτει ο κοινοτικός νομοθέτης κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων του στον τομέα του περιβάλλοντος δυνάμει των άρθρων 174 ΕΚ και 175 ΕΚ. Πράγματι, η άσκηση της εν λόγω διακριτικής ευχέρειας συνεπάγεται, αφενός, την υποχρέωση του κοινοτικού νομοθέτη να προβλέπει και να εκτιμά περίπλοκες και αβέβαιες οικολογικές, επιστημονικές, τεχνικές και οικονομικές εξελίξεις και, αφετέρου, την υποχρέωσή του να σταθμίζει και να ιεραρχεί τους διάφορους σκοπούς, τις αρχές και τα συμφέροντα περί των οποίων γίνεται λόγος στο άρθρο 174 ΕΚ. Μια τέτοια εκτίμηση στο πλαίσιο της προσβαλλόμενης οδηγίας έχει ως αποτέλεσμα τον προσδιορισμό μιας σειράς κύριων και επιμέρους σκοπών οι οποίοι είναι εν μέρει αντιφατικοί μεταξύ τους.

(βλ. σκέψεις 141, 143)

5.      Τα κοινοτικά όργανα, όπως ακριβώς τα κράτη μέλη, πρέπει να σέβονται τις θεμελιώδεις ελευθερίες, όπως είναι η ελευθερία εγκαταστάσεως, που εξυπηρετούν την επίτευξη των ουσιωδών σκοπών της Κοινότητας, ιδίως εκείνου της πραγματοποιήσεως της εσωτερικής αγοράς τον οποίο αναφέρει το άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, ΕΚ.

Εντούτοις, από τη γενική αυτή υποχρέωση δεν προκύπτει ότι ο κοινοτικός νομοθέτης υποχρεούται να προβλέψει τέτοιους κανόνες του υπό κρίση τομέα ώστε η κοινοτική νομοθεσία, ειδικότερα όταν αυτή λαμβάνει τη μορφή οδηγίας υπό την έννοια του άρθρου 249, τρίτο εδάφιο, ΕΚ, να προβλέπει εξαντλητική και οριστική ρύθμιση ορισμένων προβλημάτων που ανακύπτουν όσον αφορά την πραγματοποίηση της εσωτερικής αγοράς ή να προβεί σε πλήρη εναρμόνιση των εθνικών νομοθεσιών προκειμένου εξαλείψει κάθε πρόσκομμα που ενδέχεται να παρεμβληθεί στο ενδοκοινοτικό εμπόριο. Όταν ο κοινοτικός νομοθέτης καλείται να προβεί σε αναδιάρθρωση ή σε εξαρχής δημιουργία ενός περίπλοκου συστήματος, όπως είναι το σύστημα εμπορίας ποσοστώσεων που θέσπισε η οδηγία 2003/87, σχετικά με τη θέσπιση συστήματος εμπορίας δικαιωμάτων εκπομπής αερίων θερμοκηπίου εντός της Κοινότητας, είναι θεμιτό αυτός να επιλέξει μια μέθοδο σταδιακής προσεγγίσεως και να προβεί σε μια προοδευτική εναρμόνιση των σχετικών εθνικών νομοθεσιών, καθόσον η εφαρμογή τέτοιων μέτρων είναι γενικά δυσχερής, διότι απαιτεί την εκ μέρους των αρμοδίων κοινοτικών οργάνων θέσπιση, με βάση διαφορετικές και περίπλοκες εθνικές διατάξεις, κοινών κανόνων που να είναι σύμφωνοι προς τους σκοπούς που καθορίζει η Συνθήκη ΕΚ και να συγκεντρώνουν την ειδική πλειοψηφία ή ακόμη και την ομοφωνία των μελών του Συμβουλίου. Τούτο ισχύει επίσης στην περίπτωση της κοινοτικής ρυθμίσεως στον τομέα της προστασίας του περιβάλλοντος δυνάμει των άρθρων 174 ΕΚ και 175 ΕΚ.

(βλ. σκέψεις 177-178)

6.      Δυνάμει του άρθρου 249, τρίτο εδάφιο, ΕΚ, η οδηγία δεσμεύει κάθε κράτος μέλος στο οποίο απευθύνεται μόνον όσον αφορά το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα, ενώ αφήνει την επιλογή του τύπου και των μέσων στην αρμοδιότητα των εθνικών αρχών, πράγμα το οποίο οπωσδήποτε συνεπάγεται λογικά ένα περιθώριο εκτιμήσεως του κράτους αυτού για να καθορίζει τα μέτρα μεταφοράς στην εθνική έννομη τάξη. Εξάλλου, δυνάμει της αρχής της επικουρικότητας την οποία θέτει το άρθρο 5, δεύτερο εδάφιο, ΕΚ, στην οποία αναφέρεται η αιτιολογική σκέψη 30 της οδηγίας 2003/87, σχετικά με τη θέσπιση συστήματος εμπορίας δικαιωμάτων εκπομπής αερίων θερμοκηπίου εντός της Κοινότητας, στους τομείς που δεν εμπίπτουν στην αποκλειστική της αρμοδιότητα, η Κοινότητα παρεμβαίνει μόνον όταν και στον βαθμό που οι σκοποί της οικείας δράσεως δεν μπορούν να επιτευχθούν επαρκώς από τα κράτη μέλη και, επομένως, λόγω των διαστάσεων και των αποτελεσμάτων της προβλεπόμενης δράσεως μπορούν να επιτευχθούν καλύτερα σε κοινοτικό επίπεδο. Όμως, από τα άρθρα 174 ΕΚ έως 176 ΕΚ προκύπτει ότι, στον τομέα της προστασίας του περιβάλλοντος, οι αρμοδιότητες της Κοινότητας και των κρατών μελών είναι συντρέχουσες. Επομένως, η κοινοτική ρύθμιση στον τομέα αυτό δεν σκοπεί την πλήρη εναρμόνιση, ενώ το άρθρο 176 ΕΚ προβλέπει τη δυνατότητα των κρατών μελών να λαμβάνουν μέτρα ενισχυμένης προστασίας, η εφαρμογή των οποίων εξαρτάται μόνον από τον όρο ότι αυτά συμβιβάζονται με τη Συνθήκη και ότι κοινοποιούνται στην Επιτροπή.

Σύμφωνα με τις αρχές αυτές, η εν λόγω οδηγία 2003/87 δεν προβλέπει πλήρη εναρμόνιση, σε κοινοτικό επίπεδο, των όρων συστάσεως και λειτουργίας του συστήματος εμπορίας ποσοστώσεων. Πράγματι, με την επιφύλαξη της τηρήσεως των κανόνων της Συνθήκης, τα κράτη μέλη διαθέτουν ευρύ περιθώριο εκτιμήσεως όσον αφορά την εφαρμογή του συστήματος αυτού, ιδίως στο πλαίσιο της εκπονήσεως των εθνικών σχεδίων κατανομής και των αυτοτελών αποφάσεων περί χορηγήσεως ποσοστώσεων εκπομπής βάσει του άρθρου 9, παράγραφος 1, και του άρθρου 11, παράγραφος 1, της εν λόγω οδηγίας. Κατά συνέπεια, απλώς και μόνον το γεγονός ότι ο κοινοτικός νομοθέτης άφησε ανοικτό ένα ειδικό ζήτημα υπαγόμενο στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας αυτής και σε εκείνο μιας θεμελιώδους ελευθερίας, όπως η ελευθερία εγκαταστάσεως, ώστε να εναπόκειται στα κράτη μέλη να ρυθμίσουν το ζήτημα αυτό στο πλαίσιο του περιθωρίου εκτιμήσεως που έχουν, ασφαλώς σύμφωνα με τους υπέρτερους κανόνες του κοινοτικού δικαίου, δεν δικαιολογεί, αυτό καθαυτό, τον χαρακτηρισμό της εν λόγω παραλείψεως ως αντίθετης προς τους κανόνες της Συνθήκης. Τούτο καθόσον μάλιστα τα κράτη μέλη, δυνάμει της υποχρεώσεως αγαστής συνεργασίας που υπέχουν δυνάμει του άρθρου 10 ΕΚ, υποχρεούνται να εξασφαλίζουν την πρακτική αποτελεσματικότητα των οδηγιών, πράγμα το οποίο σημαίνει επίσης ότι οφείλουν να ερμηνεύουν το εσωτερικό τους δίκαιο με γνώμονα τους σκοπούς και τις αρχές της εν λόγω οδηγίας.

(βλ. σκέψεις 179-180)

7.      Τόσο ο κοινοτικός νομοθέτης, όταν εκδίδει οδηγία, όσο και τα κράτη μέλη, όταν μεταφέρουν την οικεία οδηγία στο εθνικό τους δίκαιο, οφείλουν να τηρούν τις γενικές αρχές του κοινοτικού δικαίου. Έτσι, οι επιταγές που απορρέουν από τη διασφάλιση των γενικών αρχών που ισχύουν εντός της κοινοτικής έννομης τάξεως, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται τα θεμελιώδη δικαιώματα, δεσμεύουν ομοίως τα κράτη μέλη όταν αυτά εφαρμόζουν κοινοτικές κανονιστικές ρυθμίσεις και, συνεπώς, τα κράτη μέλη οφείλουν να εφαρμόζουν τις ρυθμίσεις αυτές, στο μέτρο του δυνατού, κατά τρόπο σύμφωνο προς τις εν λόγω επιταγές. Οι αρχές αυτές έχουν εφαρμογή κατ’ αναλογία στις προβλεπόμενες από τη Συνθήκη θεμελιώδεις ελευθερίες.

Συναφώς, ναι μεν η οδηγία 2003/87, σχετικά με τη θέσπιση συστήματος εμπορίας δικαιωμάτων εκπομπής αερίων θερμοκηπίου εντός της Κοινότητας, ειδικότερα το άρθρο 9, παράγραφος 1, και το άρθρο 11, παράγραφος 1 αυτής, προβλέπει υπέρ των κρατών μελών ένα περιθώριο εκτιμήσεως, τούτο όμως είναι αρκούντως ευρύ ώστε να τους παρέχει τη δυνατότητα να εφαρμόζουν τους κανόνες της εν λόγω οδηγίας σύμφωνα με τις επιταγές που απορρέουν από την προστασία των προβλεπόμενων από τη Συνθήκη ΕΚ θεμελιωδών δικαιωμάτων και θεμελιωδών ελευθεριών. Επιπλέον, δεδομένου ότι η εφαρμογή της οδηγίας αυτής υπόκειται στον έλεγχο των εθνικών δικαστηρίων, εναπόκειται στα δικαστήρια αυτά να υποβάλλουν στο Δικαστήριο προδικαστικό ερώτημα υπό τις προϋποθέσεις του άρθρου 234 ΕΚ σε περίπτωση που αντιμετωπίζουν προβλήματα σχετικά με την ερμηνεία ή το κύρος της οδηγίας αυτής. Επομένως, εναπόκειται στις αρχές και στα δικαστήρια των κρατών μελών όχι μόνον να ερμηνεύουν το εθνικό τους δίκαιο κατά τρόπο σύμφωνο προς την προσβαλλόμενη οδηγία, αλλά επίσης να φροντίζουν ώστε να μη στηρίζονται σε μια ερμηνεία της τελευταίας η οποία θα μπορούσε να έλθει σε σύγκρουση με τα θεμελιώδη δικαιώματα που προστατεύει η κοινοτική έννομη τάξη ή με τις λοιπές γενικές αρχές του κοινοτικού δικαίου, ή με τις θεμελιώδεις ελευθερίες της Συνθήκης, όπως η ελευθερίας εγκαταστάσεως. Δεν μπορεί να προσαφθεί στον κοινοτικό νομοθέτη ότι, θεσπίζοντας την οδηγία, δεν προέβλεψε εξαντλητική και οριστική ρύθμιση ορισμένων προβλημάτων εμπιπτόντων στο πεδίο εφαρμογής της ελευθερίας εγκαταστάσεως, καθόσον η εν λόγω οδηγία επιφυλάσσει υπέρ των κρατών ένα περιθώριο εκτιμήσεως που τους παρέχει τη δυνατότητα να τηρούν πλήρως τους κανόνες της Συνθήκης και τις γενικές αρχές του κοινοτικού δικαίου.

(βλ. σκέψεις 181-184)

8.      Ελλείψει δυνατότητας ελεύθερης διασυνοριακής μεταβιβάσεως ποσοστώσεων εκπομπής υπό την έννοια του άρθρου 12, παράγραφοι 2 και 3, σε συνδυασμό με το άρθρο 3, στοιχείο α΄, της οδηγίας 2003/87, σχετικά με τη θέσπιση συστήματος εμπορίας δικαιωμάτων εκπομπής αερίων θερμοκηπίου εντός της Κοινότητας, η αποτελεσματικότητα και η αποδοτικότητα του συστήματος εμπορίας ποσοστώσεων υπό την έννοια του άρθρου 1 της εν λόγω οδηγίας θα διαταράσσονταν έντονα. Για τον λόγο αυτό το άρθρο 12, παράγραφος 2, της ως άνω οδηγίας επιβάλλει στα κράτη μέλη τη γενική υποχρέωση να μεριμνούν ώστε η εν λόγω ελευθερία να αναγνωρίζεται στο πλαίσιο της οικείας εθνικής νομοθεσίας. Αντιστρόφως, η ως άνω οδηγία δεν προβλέπει περιορισμό όσον αφορά τη διασυνοριακή μεταβίβαση ποσοστώσεων μεταξύ νομικών προσώπων ανηκόντων στον ίδιο όμιλο επιχειρήσεων, ανεξάρτητα από την οικονομική ή καταστατική έδρα τους εντός της εσωτερικής αγοράς. Με γνώμονα τις προαναφερθείσες διατάξεις της οδηγίας 2003/87, επομένως, δεν μπορεί να συναχθεί ότι αυτή περιλαμβάνει έναν παράνομο περιορισμό των θεμελιωδών ελευθεριών της Συνθήκης, περιλαμβανομένης της ελευθερίας εγκαταστάσεως, ή ότι παρακινεί τα κράτη μέλη να μη σέβονται τις ελευθερίες αυτές. Κατά μείζονα λόγο δεν μπορεί να υποστηριχθεί ότι ο κοινοτικός νομοθέτης υπερέβη προδήλως και σοβαρώς τα όρια της εξουσίας εκτιμήσεως που έχει βάσει του άρθρου 174 ΕΚ, σε συνδυασμό με το άρθρο 43 ΕΚ.

(βλ. σκέψεις 188, 190)

9.      Η οδηγία 2003/87, σχετικά με τη θέσπιση συστήματος εμπορίας δικαιωμάτων εκπομπής αερίων θερμοκηπίου εντός της Κοινότητας, δεν προβλέπει καμία διάταξη διέπουσα την έκταση των οικονομικών συνεπειών που μπορούν να απορρέουν τόσο από την ενδεχόμενη ανεπάρκεια των χορηγούμενων σε κάποια βιομηχανική εγκατάσταση ποσοστώσεων εκπομπής όσο και από την τιμή των εν λόγω ποσοστώσεων, καθόσον η τιμή αυτή καθορίζεται αποκλειστικά από τις δυνάμεις της αγοράς που δημιουργήθηκε με την πρόβλεψη του συστήματος εμπορίας ποσοστώσεων το οποίο, κατά το άρθρο 1 της εν λόγω οδηγίας, αποσκοπεί να προωθήσει τη μείωση των εκπομπών αερίων θερμοκηπίου κατά τρόπο αποδοτικό από πλευράς κόστους και οικονομικώς αποτελεσματικό. Μια κοινοτική ρύθμιση της τιμής των ποσοστώσεων θα ήταν ικανή να παρεμποδίσει την επίτευξη του κύριου σκοπού της οδηγίας αυτής, ήτοι τη μείωση των εκπομπών αερίων θερμοκηπίου μέσω ενός αποτελεσματικού συστήματος εμπορίας ποσοστώσεων, στο πλαίσιο του οποίου το κόστος των εκπομπών και των επενδύσεων που πραγματοποιούνται προς μείωσή τους καθορίζεται ουσιαστικά από τους μηχανισμούς της αγοράς (αιτιολογική σκέψη 5 της εν λόγω οδηγίας). Από αυτό προκύπτει ότι, σε περίπτωση ανεπάρκειας των ποσοστώσεων, τα κίνητρα των επιχειρήσεων να μειώσουν ή όχι τις εκπομπές τους αερίων θερμοκηπίου αποτελούν συνάρτηση μιας σύνθετης οικονομικά αποφάσεως η οποία λαμβάνεται με βάση, ιδίως, αφενός, τις τιμές των διαθέσιμων στην αγορά εμπορίας ποσοστώσεων εκπομπής και, αφετέρου, του ενδεχόμενου κόστους των μέτρων μειώσεως των εκπομπών που μπορούν να έχουν ως αντικείμενο είτε τη μείωση της παραγωγής, είτε την πραγματοποίηση επενδύσεων σε περισσότερο αποτελεσματικά μέσα παραγωγής από πλευράς ενεργειακής αποδόσεως (αιτιολογική σκέψη 20 της ίδιας οδηγίας).

Σε ένα τέτοιο σύστημα, η αύξηση του κόστους των εκπομπών και, επομένως, της τιμής των ποσοστώσεων, που εξαρτάται από μια σειρά οικονομικών παραμέτρων, δεν μπορεί να αποτελέσει εκ των προτέρων αντικείμενο ρυθμίσεως εκ μέρους του κοινοτικού νομοθέτη, διότι άλλως περιορίζονται ή και αίρονται τα οικονομικά κίνητρα που αποτελούν τη βάση της λειτουργίας του και διαταράσσεται με τον τρόπο αυτόν η αποτελεσματικότητα του συστήματος εμπορίας ποσοστώσεων. Επιπλέον, η πρόβλεψη ενός τέτοιου συστήματος, περιλαμβανομένων των οικονομικών του πτυχών, με σκοπό την τήρηση των υποχρεώσεων που απορρέουν από το Πρωτόκολλο του Κιότο, υπάγεται στο ευρύ περιθώριο που διαθέτει ο κοινοτικός νομοθέτης βάσει του άρθρου 174 ΕΚ και αποτελεί καθαυτό μια νόμιμη και πρόσφορη επιλογή εκ μέρους του τελευταίου. Βάσει της θεμιτής αυτής επιλογής ο κοινοτικός νομοθέτης στήριξε το σύστημα εμπορίας ποσοστώσεων στο ότι, κατά το άρθρο 9, παράγραφος 1, και το άρθρο 11, παράγραφος 1, της οδηγίας 2003/87, εναπόκειται στα κράτη μέλη να αποφασίζουν, βάσει των εθνικών σχεδίων κατανομής (ΕΣΚ) τους και ασκώντας το περιθώριο εκτιμήσεως που τους παρέχεται συναφώς, για τη συνολική ποσότητα των προς χορήγηση ποσοστώσεων και για την ατομική χορήγηση των ποσοστώσεων αυτών σε κάθε εγκατάσταση εντός του εδάφους τους. Η απόφαση αυτή υπόκειται μόνο σε έναν περιορισμένο εκ των προτέρων έλεγχο εκ μέρους της Επιτροπής, βάσει του άρθρου 9, παράγραφος 3, της ίδιας οδηγίας, έναντι ιδίως των κριτηρίων περί των οποίων γίνεται λόγος στο παράρτημα III αυτής. Επομένως, οι επίμαχες διατάξεις καθαυτές δεν μπορούν να αποτελούν την αιτία για τις διακυμάνσεις που ανακύπτουν όσον αφορά τους σκοπούς και τα μέτρα μειώσεως των εκπομπών εντός των διαφόρων κρατών μελών, που είναι αποτέλεσμα των υποχρεώσεών τους δυνάμει του Πρωτοκόλλου του Κιότο, όπως αυτές απαριθμούνται στο σχέδιο κατανομής υποχρεώσεων που προβλέπει η απόφαση 2002/358, για την έγκριση, εξ ονόματος της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, του Πρωτοκόλλου του Κιότο στη Σύμβαση-Πλαίσιο των Ηνωμένων Εθνών για τις κλιματικές μεταβολές και την από κοινού τήρηση των σχετικών δεσμεύσεων, και, επομένως, ούτε για την αβεβαιότητα όσον αφορά το εύρος της συνολικής ποσότητας και των ατομικών ποσοτήτων των προς χορήγηση ποσοστώσεων στους διάφορους βιομηχανικούς τομείς και στις επιχειρήσεις βάσει των διαφόρων ΕΣΚ.

(βλ. σκέψεις 199-202)

10.    Η αδυναμία προβλέψεως των εξελίξεων της αγοράς αποτελεί εγγενές και αναπόσπαστο στοιχείο του οικονομικού μηχανισμού του συστήματος εμπορίας ποσοστώσεων, που εισήχθη με την οδηγία 2003/87, σχετικά με τη θέσπιση συστήματος εμπορίας δικαιωμάτων εκπομπής αερίων θερμοκηπίου εντός της Κοινότητας, συστήματος το οποίο υπόκειται στους κλασικούς κανόνες της προσφοράς και της ζητήσεως που διέπουν την ελεύθερη και ανοικτή στον ανταγωνισμό αγορά, σύμφωνα με τις αρχές που θέτει το άρθρο 1, σε συνδυασμό με την αιτιολογική σκέψη 7 της εν λόγω οδηγίας, καθώς και το άρθρο 2 και το άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχεία γ΄ και ζ΄, ΕΚ. Επομένως, η εν λόγω πτυχή δεν μπορεί να θεωρηθεί αντίθετη προς την αρχή της ασφαλείας δικαίου, διότι άλλως τίθενται υπό αμφισβήτηση οι ίδιες οι οικονομικές βάσεις του συστήματος εμπορίας ποσοστώσεων, όπως προβλέπονται από την προσβαλλόμενη οδηγία σε συμφωνία με τους κανόνες της Συνθήκης.

(βλ. σκέψη 203)