Language of document : ECLI:EU:T:2015:505

Υπόθεση T‑465/12

(δημοσίευση αποσπασμάτων)

AGC Glass Europe SA κ.λπ.

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής

«Ανταγωνισμός — Διοικητική διαδικασία — Ευρωπαϊκή αγορά υαλοπινάκων αυτοκινήτου — Δημοσίευση αποφάσεως με την οποία διαπιστώνεται παράβαση του άρθρου 81 ΕΚ — Απόρριψη αιτήσεως περί εμπιστευτικής μεταχειρίσεως πληροφοριών τις οποίες σκοπεύει να δημοσιεύσει η Επιτροπή — Υποχρέωση αιτιολογήσεως — Εμπιστευτικός χαρακτήρας — Επαγγελματικό απόρρητο — Πρόγραμμα επιείκειας — Δικαιολογημένη εμπιστοσύνη — Ίση μεταχείριση»

Περίληψη — Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου (τρίτο τμήμα)
της 15ης Ιουλίου 2015

1.      Ανταγωνισμός — Διοικητική διαδικασία — Επαγγελματικό απόρρητο — Σύμβουλος επί των ακροάσεων — Αρμοδιότητα — Έκταση και όρια

(Άρθρα 101 ΣΛΕΕ και 102 ΣΛΕΕ· κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 28 § 2· απόφαση 2011/695 της Επιτροπής, άρθρο 8)

2.      Ανταγωνισμός — Διοικητική διαδικασία — Συνεργασία των εμπλεκομένων επιχειρήσεων — Πληροφορίες παρασχεθείσες οικειοθελώς στην Επιτροπή με σκοπό την υπαγωγή στο πρόγραμμα επιεικείας — Έλλειψη επιρροής ως προς τις αστικής φύσεως συνέπειες της συμμετοχής στην παράβαση

(Άρθρα 101 ΣΛΕΕ, 102 ΣΛΕΕ και 339 ΣΛΕΕ· κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 30 § 2· ανακοινώσεις της Επιτροπής 2002/C 45/03 και 2006/C 298/11)

3.      Ανταγωνισμός — Διοικητική διαδικασία — Απόφαση της Επιτροπής διαπιστώνουσα παράβαση — Δημοσίευση πληροφοριών που παρασχέθηκαν οικειοθελώς στην Επιτροπή από επιχείρηση η οποία μετέσχε στην παράβαση, με σκοπό την υπαγωγή στο πρόγραμμα επιεικείας — Ανακοινώσεις περί συνεργασίας — Περιεχόμενο — Απαγόρευση δημοσιεύσεως των πληροφοριών που περιέχονται στις αιτήσεις επιεικείας — Δεν υφίσταται

(Άρθρα 101 ΣΛΕΕ, 102 ΣΛΕΕ και 339 ΣΛΕΕ· κανονισμός 1049/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, άρθρο 4· κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 30 § 2· ανακοινώσεις της Επιτροπής 2002/C 45/03 και 2006/C 298/11, σημεία 6, 31 έως 35)

1.      Κατά το άρθρο 8, παράγραφος 2, της αποφάσεως 2011/695, σχετικά με τις αρμοδιότητες και τα καθήκοντα του συμβούλου ακροάσεων σε ορισμένες διαδικασίες ανταγωνισμού, η παρέμβαση του συμβούλου επί των ακροάσεων συνίσταται στην εφαρμογή των κανόνων που προστατεύουν τις επιχειρήσεις λόγω του εμπιστευτικού χαρακτήρα της οικείας πληροφορίας. Συνεπώς, η παρέμβαση του συμβούλου επί των ακροάσεων σκοπεί στην προσθήκη ενός επιπλέον σταδίου ελέγχου εκ μέρους οργάνου ανεξάρτητου από την Επιτροπή. Το όργανο αυτό υποχρεούται, επιπλέον, να μεταθέσει την έναρξη ισχύος της αποφάσεώς του, παρέχοντας κατά τον τρόπο αυτό στην επιχείρηση τη δυνατότητα να υποβάλει το ζήτημα στην κρίση του δικαστή των ασφαλιστικών μέτρων, προκειμένου να επιτύχει αναστολή εκτελέσεως σύμφωνα με τις οικείες προϋποθέσεις.

Κατά συνέπεια, πρέπει να γίνεται διάκριση μεταξύ της εφαρμογής των κανόνων δικαίου που αφορούν τον εμπιστευτικό χαρακτήρα της πληροφορίας αυτής καθεαυτήν, αφενός, και αυτών των οποίων γίνεται επίκληση προκειμένου να επιτευχθεί εμπιστευτική μεταχείριση της πληροφορίας, ανεξαρτήτως του ζητήματος αν αυτή είναι εμπιστευτική ως εκ της φύσεώς της, αφετέρου. Συναφώς, ακόμη και αν υποτεθεί ότι η δημοσίευση πληροφορίας μη εμπίπτουσας στο επαγγελματικό απόρρητο είναι δυνατό να αποτελέσει παράβαση κανόνα που εμπίπτει στη δεύτερη από τις προαναφερθείσες κατηγορίες, τούτο δεν καθιστά κενή περιεχομένου την προστασία που παρέχουν οι κανόνες οι οποίοι αφορούν το εν λόγω απόρρητο. Μια τέτοια παράβαση, αν υποτεθεί ότι αποδεικνύεται, είναι δυνατό να συνεπάγεται τη λήψη πρόσφορων διορθωτικών μέτρων, όπως η αποζημίωση, αν πληρούνται οι προϋποθέσεις που αφορούν τη στοιχειοθέτηση της εξωσυμβατικής ευθύνης της Ένωσης. Κατά συνέπεια, η επί της ουσίας ανάλυση των επιχειρημάτων που αφορούν αυτή την κατηγορία κανόνων βαίνει πέραν των σκοπών που επιδιώκονται με τις αρμοδιότητες που έχουν ανατεθεί στον σύμβουλο επί των ακροάσεων βάσει του άρθρου 8 της αποφάσεως 2011/695.

(βλ. σκέψη 59)

2.      Από τις ανακοινώσεις του 2002 και του 2006 σχετικά με τη μη επιβολή και τη μείωση των προστίμων σε υποθέσεις συμπράξεων προκύπτει ότι οι ανακοινώσεις αυτές έχουν ως μόνο σκοπό τον προσδιορισμό των προϋποθέσεων υπό τις οποίες μια επιχείρηση είναι δυνατό να τύχει είτε απαλλαγής από το πρόστιμο είτε μειώσεώς του. Συνεπώς, οι ανακοινώσεις αυτές αφορούν αποκλειστικώς το ύψος των προστίμων και δεν προβλέπουν κανένα πλεονέκτημα το οποίο θα μπορούσε να διεκδικήσει μια επιχείρηση ως αντάλλαγμα για τη συνεργασία της. Οι κανόνες διευκρινίζουν ότι το γεγονός ότι μια επιχείρηση τυγχάνει απαλλαγής από τα πρόστιμα ή μειώσεως του ύψους τους δεν την απαλλάσσει από την αστική ευθύνη που συνεπάγεται η συμμετοχή της σε παράβαση του άρθρου 101 ΣΛΕΕ.

Oι ανακοινώσεις περί συνεργασίας σκοπούν στην εφαρμογή μιας πολιτικής διαφοροποιήσεως μεταξύ των αποδεκτών αποφάσεως η οποία διαπιστώνει παράβαση του άρθρου 101 ΣΛΕΕ αναλόγως του βαθμού συνεργασίας εκάστου και μόνον όσον αφορά το ύψος του προστίμου. Συνεπώς, οι εν λόγω ανακοινώσεις δεν έχουν ως σκοπό να επηρεάσουν τις αστικού δικαίου συνέπειες της συμμετοχής σε παράβαση των επιχειρήσεων που ζητούν επιείκεια.

(βλ. σκέψεις 66, 67, 73)

3.      Από το σημείο 6 της ανακοινώσεως του 2006 σχετικά με τη μη επιβολή και τη μείωση των προστίμων σε υποθέσεις συμπράξεων προκύπτει ότι μια επιχείρηση δεν πρέπει να τίθεται σε δυσμενή θέση στο πλαίσιο αστικών αγωγών που ενδεχομένως ασκούνται κατ’ αυτής απλώς και μόνο διότι υπέβαλε εγγράφως στην Επιτροπή δήλωση επιείκειας που θα μπορούσε να αποτελέσει αντικείμενο αποφάσεως διατάσσουσας τη γνωστοποίηση εγγράφων. Στο πλαίσιο της βουλήσεως αυτής να προστατεύσει ειδικώς τις δηλώσεις επιείκειας η Επιτροπή επέβαλε στον εαυτό της, στα σημεία 31 έως 35 της ανακοινώσεως περί συνεργασίας του 2006, ειδικούς κανόνες διέποντες τις λεπτομέρειες για την κατάρτιση των εν λόγω δηλώσεων, την πρόσβαση στις δηλώσεις αυτές και τη χρήση τους. Οι κανόνες αυτοί αφορούν αποκλειστικώς και μόνον τα έγγραφα και τις δηλώσεις, γραπτές ή ηχογραφημένες, ληφθείσες σύμφωνα με τις ανακοινώσεις περί συνεργασίας του 2002 ή του 2006 και των οποίων η αποκάλυψη κατά κανόνα θεωρείται από την Επιτροπή ως θίγουσα την προστασία των σκοπών των δραστηριοτήτων επιθεωρήσεως και ελέγχου, υπό την έννοια του άρθρου 4 του κανονισμού 1049/2001, για την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής, όπως επισημάνθηκε στα σημεία 32 και 40 των εν λόγω ανακοινώσεων. Συνεπώς, δεν έχουν ούτε ως σκοπό ούτε ως αποτέλεσμα να εμποδίσουν την Επιτροπή να δημοσιεύσει, στην απόφασή της περί περατώσεως της διοικητικής διαδικασίας, τις σχετικές με την περιγραφή της παραβάσεως πληροφορίες που της υποβλήθηκαν στο πλαίσιο του προγράμματος επιείκειας και δεν δημιουργούν δικαιολογημένη εμπιστοσύνη συναφώς.

Ως εκ τούτου, μια τέτοια δημοσίευση, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 30 του κανονισμού 1/2003, δεν προσβάλλει τη δικαιολογημένη εμπιστοσύνη την οποία θα μπορούσαν να επικαλεσθούν οι προσφεύγουσες βάσει των ανακοινώσεων περί επιείκειας του 2002 και του 2006, όσον αφορά τον υπολογισμό του προστίμου και τη μεταχείριση της οποίας τυγχάνουν τα έγγραφα και οι δηλώσεις που αφορούν ειδικώς οι ανακοινώσεις αυτές.

Αντιστοίχως, το άρθρο 4 του κανονισμού 1049/2001 αφορά την πρόσβαση στα έγγραφα που περιλαμβάνονται στον φάκελο της έρευνας της υποθέσεως, εξαιρουμένης της αποφάσεως την οποία εκδίδει η Επιτροπή κατά το πέρας της διοικητικής διαδικασίας, της οποίας το περιεχόμενο καθορίζεται κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 30 του κανονισμού 1/2003. Ως εκ τούτου, το άρθρο 4 του κανονισμού 1049/2001 δεν είναι ικανό να δημιουργήσει δικαιολογημένη εμπιστοσύνη στις προσφεύγουσες ως προς το περιεχόμενο του δημοσίου κειμένου της οικείας αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 70-72)