Language of document :

Προσφυγή της 8ης Οκτωβρίου 2010 - Islamic Republic of Ιran Shipping Lines κ.λπ. κατά Συμβουλίου

(Υπόθεση T-489/10)

Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική

Διάδικοι

Προσφεύγουσες: Islamic Republic of Ιράν Shipping Lines (Tεχεράνη, Ιράν), Bushehr Shipping Co. Ltd (Βαλέτα, Mάλτα), Cisco Shipping Company Limited (Σεούλ, Νότια Κορέα), Hafize Darya Shipping Lines (HDSL) (Tεχεράνη, Ιράν), Ιράνo Misr Shipping Co. (Tεχεράνη, Ιράν), Irinvestship Ltd (Λονδίνο, Ηνωμένο Βασίλειο), IRISL (Malta) Ltd (Sliema, Mάλτα), IRISL Club (Τεχεράνη, Ιράν), IRISL Europe GmbH (Hamburg) (Αμβούργο, Γερμανία), IRISL Marine Services and Engineering Co. (Τεχεράνη, Ιράν), IRISL Multimodal Transport Company (Τεχεράνη, Ιράν), ISI Maritime Ltd (Malta) (Βαλέτα, Mάλτα), Khazer Shipping Lines (Bandar Anzali) (Gilan, Ιράν), Leadmarine (Σιγκαπούρη), Marble Shipping Ltd (Malta) (Sliema, Mάλτα), Safiran Payam Darya Shipping Lines (SAPID) (Τεχεράνη, Ιράν), Shipping Computer Services Co. (SCSCOL) (Τεχεράνη, Ιράν), Soroush Saramin Asatir (SSA) (Τεχεράνη, Ιράν), South Way Shipping Agency Co. Ltd (Τεχεράνη, Ιράν), Valfajr 8th Shipping Line Co. (Τεχεράνη, Ιράν) (εκπρόσωποι: F. Randolph, M. Lester, δικηγόροι, και M. Taher, Solicitor)

Καθού: Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης

Αιτήματα των προσφευγουσών

Οι προσφεύγουσες ζητούν από το Γενικό Δικαστήριο:

να ακυρώσει τον εκτελεστικό κανονισμό (ΕΕ) 668/2010 του Συμβουλίου, της 26ης Ιουλίου 2010, για την εφαρμογή του άρθρου 7, παράγραφος 2, του κανονισμού (ΕΚ) 423/2007 για τη λήψη περιοριστικών μέτρων κατά του Ιράν1 και την απόφαση 2010/413/ΚΕΠΠΑ του Συμβουλίου, της 26ης Ιουλίου 2010 για τη λήψη περιοριστικών μέτρων κατά του Ιράν και την κατάργηση της Κοινής Θέσης 2007/140/ΚΕΠΠΑ2, στο μέτρο που αφορούν τους προσφεύγοντες·

να καταδικάσει το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης στα δικαστικά έξοδα.

Λόγοι ακυρώσεως και κύρια επιχειρήματα

Στην υπό κρίση υπόθεση οι προσφεύγουσες, ναυτιλιακές εταιρίες με έδρα στο Ιράν, το Ηνωμένο Βασίλειο, τη Μάλτα, τη Γερμανία, τη Σιγκαπούρη και τη Νότια Κορέα, ζητούν τη μερική ακύρωση του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) 668/2010 του Συμβουλίου και της αποφάσεως 2010/413/ΚΕΠΠΑ του Συμβουλίου, κατά το μέτρο που συμπεριλήφθηκαν στον κατάλογο προσώπων, οργανισμών και οντοτήτων των οποίων τα κεφάλαια και οι οικονομικοί πόροι δεσμεύθηκαν κατ' εφαρμογή της εν λόγω διατάξεως.

Οι προσφεύγουσες προβάλλουν προς στήριξη του αιτήματός τους τέσσερις λόγους ακυρώσεως.

Πρώτον, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι τα προσβαλλόμενα μέτρα προσβάλλουν τα δικαιώματα άμυνας των προσφευγουσών και το δικαίωμά τους σε αποτελεσματική έννομη προστασία, δεδομένου ότι δεν προβλέπουν διαδικασία για την κοινοποίηση στον προσφεύγοντα των αποδεικτικών στοιχείων επί των οποίων βασίστηκε η απόφαση για τη δέσμευση των περιουσιακών τους στοιχείων ή διαδικασία που θα τους παρείχε τη δυνατότητα να υποβάλουν λυσιτελείς παρατηρήσεις επί των αποδεικτικών αυτών στοιχείων. Επιπροσθέτως, οι προσφεύγουσες ισχυρίζονται ότι η αιτιολογία του κανονισμού και της αποφάσεως συνίσταται σε γενικές, αναπόδεικτες και αόριστες αιτιάσεις σχετικά με τη συμπεριφορά δύο μόνον εκ των προσφευγουσών. Όσον αφορά τις λοιπές προσφεύγουσες δεν προβάλλεται κανένα αποδεικτικό στοιχείο ή πληροφορία πέραν του ισχυρισμού περί απροσδιόριστης σχέσεώς τους με την πρώτη προσφεύγουσα. Κατά τις προσφεύγουσες, το Συμβούλιο δεν τους παρέσχε επαρκή στοιχεία, ώστε να είναι σε θέση να αντικρούσουν τις κατηγορίες, πράγμα που δεν παρέχει στο Δικαστήριο τη δυνατότητα να κρίνει κατά πόσον η απόφαση και η κρίση του Συμβουλίου ήταν βάσιμες και στηρίχθηκαν σε αδιάσειστα αποδεικτικά στοιχεία.

Δεύτερον, οι προσφεύγουσες προβάλλουν ότι το Συμβούλιο δεν αιτιολόγησε επαρκώς την συμπερίληψή τους στα προσβαλλόμενα μέτρα, μη τηρώντας την υποχρέωσή του να αναφέρει σαφώς τους ειδικούς και συγκεκριμένους λόγους που δικαιολόγησαν την απόφασή του, συμπεριλαμβανομένων των ειδικών εξατομικευμένων λόγων βάσει των οποίων έκρινε ότι οι προσφεύγουσες παρέσχαν στήριξη στη διάδοση των πυρηνικών όπλων.

Τρίτον, οι προσφεύγουσες ισχυρίζονται ότι τα προσβαλλόμενα μέτρα συνιστούν αδικαιολόγητο και δυσανάλογο περιορισμό του δικαιώματος ιδιοκτησίας τους και της επιχειρηματικής τους ελευθερίας. Τα μέτρα δεσμεύσεως των περιουσιακών τους στοιχείων θίγουν κατά τρόπο αισθητό και μακροπρόθεσμο τα θεμελιώδη δικαιώματά τους. Οι προσφεύγουσες ισχυρίζονται ότι η συμπερίληψή τους δεν σχετίζεται εύλογα με τον σκοπό του προσβαλλόμενου κανονισμού και αποφάσεως, καθότι οι αιτιάσεις κατά των προσφευγουσών δεν αφορούν διάδοση πυρηνικών όπλων. Εν πάση περιπτώσει, το Συμβούλιο δεν απέδειξε ότι η ολική δέσμευση περιουσιακών στοιχείων είναι το λιγότερο επαχθές μέτρο για την επίτευξη του εν λόγω σκοπού ούτε ότι η σημαντικότατη ζημία που υπέστησαν οι προσφεύγουσες είναι δικαιολογημένη και ανάλογη.

Τέταρτον, οι προσφεύγουσες προβάλλουν ότι το Συμβούλιο υπέπεσε σε πρόδηλο σφάλμα εκτιμήσεως, αποφαινόμενο ότι τα κριτήρια υπαγωγής στον προσβαλλόμενο κανονισμό και απόφαση συντρέχουν στην περίπτωση των προσφευγουσών. Καμία από τις αιτιάσεις κατά οποιασδήποτε από τις προσφεύγουσες δεν σχετίζεται με τη διάδοση πυρηνικών ή μη όπλων. Απλή υπόθεση ότι ορισμένες από τις προσφεύγουσες ανήκουν σε ή ελέγχονται από εκπροσώπους της πρώτης προσφεύγουσας δεν αρκεί για την πλήρωση των κριτηρίων. Κατά συνέπεια, οι προσφεύγουσες φρονούν ότι το Συμβούλιο δεν αξιολόγησε ορθώς τα πραγματικά περιστατικά.

____________

1 - ΕΕ 2010 L 195, σ. 25

2 - ΕΕ 2010 L 195, σ. 39