Language of document : ECLI:EU:C:2024:297

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ένατο τμήμα)

της 11ης Απριλίου 2024 (*)

«Προδικαστική παραπομπή – Δικαστική συνεργασία σε αστικές υποθέσεις – Διεθνής δικαιοδοσία, αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις – Κανονισμός (ΕΕ) 1215/2012 – Άρθρο 6, παράγραφος 1 – Πεδίο εφαρμογής – Σύμβαση συναφθείσα μεταξύ καταναλωτή ο οποίος έχει την ιθαγένεια τρίτου κράτους και τράπεζας εγκατεστημένης σε κράτος μέλος – Αγωγή κατά του εν λόγω καταναλωτή – Δικαστήριο της τελευταίας γνωστής κατοικίας του εν λόγω καταναλωτή στο έδαφος κράτους μέλους»

Στην υπόθεση C‑183/23,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Sąd Rejonowy dla Warszawy – Śródmieścia w Warszawie (πρωτοβάθμιο δικαστήριο Βαρσοβίας –Κεντρικός τομέας της Βαρσοβίας, Πολωνία) με απόφαση της 27ης Φεβρουαρίου 2023, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 22 Μαρτίου 2023, στο πλαίσιο της δίκης

Credit Agricole Bank Polska S.A.

κατά

AB,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (ένατο τμήμα),

συγκείμενο από τους O. Spineanu-Matei (εισηγήτρια), πρόεδρο τμήματος, J.‑C. Bonichot και L. S. Rossi, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: N. Αιμιλίου

γραμματέας: A. Calot Escobar

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

–        η Πολωνική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον B. Majczyna και την S. Żyrek,

–        η Γερμανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τους J. Möller και M. Hellmann,

–        η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από την J. Hottiaux και τον S. Noë,

κατόπιν της αποφάσεως που έλαβε, αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, να εκδικάσει την υπόθεση χωρίς ανάπτυξη προτάσεων,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 6, παράγραφος 1, και του άρθρου 26 του κανονισμού (ΕΕ) 1215/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Δεκεμβρίου 2012, για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις (ΕΕ 2012, L 351, σ. 1).

2        Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της Credit Agricole Bank Polska S.A., με έδρα την Πολωνία, και του AB, καταναλωτή χωρίς γνωστή παρούσα διεύθυνση, με αντικείμενο την καταβολή χρηματικού ποσού το οποίο αξιώνει η ως άνω τράπεζα από τον καταναλωτή κατ’ εφαρμογήν σύμβασης καταναλωτικού δανείου.

 Το νομικό πλαίσιο

 Το δίκαιο της Ένωσης

3        Οι αιτιολογικές σκέψεις 6, 15 και 18 του κανονισμού 1215/2012 έχουν ως εξής:

«(6)      Για να επιτευχθεί ο στόχος της ελεύθερης κυκλοφορίας των αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, είναι αναγκαίο και ενδεδειγμένο οι κανόνες σχετικά με τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση των αποφάσεων να καθορίζονται από δεσμευτικό και άμεσα εφαρμοστέο νομοθέτημα της Ένωσης.

[…]

(15)      Οι κανόνες περί διεθνούς δικαιοδοσίας θα πρέπει να παρουσιάζουν υψηλό βαθμό προβλεψιμότητας και να βασίζονται στην αρχή της γενικής δωσιδικίας της κατοικίας του εναγομένου. […]

[…]

(18)      Στις συμβάσεις ασφάλισης, καταναλωτών και εργασίας είναι σκόπιμο να προστατεύεται το αδύναμο μέρος με ευνοϊκότερους για τα συμφέροντά του κανόνες διεθνούς δικαιοδοσίας.»

4        Το άρθρο 4, παράγραφος 1, του κανονισμού ορίζει τα ακόλουθα:

«Με την επιφύλαξη των διατάξεων του παρόντος κανονισμού, τα πρόσωπα που έχουν την κατοικία τους στο έδαφος κράτους μέλους ενάγονται ενώπιον των δικαστηρίων αυτού του κράτους μέλους, ανεξάρτητα από την ιθαγένειά τους.»

5        Κατά το άρθρο 5, παράγραφος 1, του κανονισμού:

«Τα πρόσωπα που έχουν την κατοικία τους σε κράτος μέλος μπορούν να εναχθούν ενώπιον των δικαστηρίων άλλου κράτους μέλους μόνο σύμφωνα με τους κανόνες που περιλαμβάνονται στα τμήματα 2 έως 7 του παρόντος κεφαλαίου.»

6        Κατά το άρθρο 6, παράγραφος 1, του ίδιου κανονισμού:

«Αν ο εναγόμενος δεν έχει την κατοικία του σε κράτος μέλος, η διεθνής δικαιοδοσία των δικαστηρίων κάθε κράτους μέλους ρυθμίζεται από το δίκαιο αυτού του κράτους μέλους, με την επιφύλαξη του άρθρου 18 παράγραφος 1, του άρθρου 21 παράγραφος 2, και των άρθρων 24 και 25.»

7        Το άρθρο 17, παράγραφος 1, του κανονισμού 1215/2012 ορίζει τα εξής:

«Σε συμβάσεις που ο σκοπός τους μπορεί να θεωρηθεί ξένος προς την επαγγελματική δραστηριότητα του προσώπου που τις καταρτίζει, του καταναλωτή, η διεθνής δικαιοδοσία καθορίζεται από τις διατάξεις του παρόντος τμήματος με την επιφύλαξη του άρθρου 6 και του άρθρου 7 σημείο 5:

α)      όταν πρόκειται για σύμβαση πώλησης αγαθών με τμηματική καταβολή του τιμήματος·

β)      όταν πρόκειται για σύμβαση δανείου με σταδιακή εξόφληση ή παροχής πίστωσης με άλλη μορφή για τη χρηματοδότηση της αγοράς αγαθών· ή

γ)      σε όλες τις άλλες περιπτώσεις, όταν η σύμβαση έχει συναφθεί με πρόσωπο το οποίο ασκεί εμπορικές ή επαγγελματικές δραστηριότητες στο έδαφος του κράτους μέλους κατοικίας του καταναλωτή ή κατευθύνει με οποιοδήποτε τρόπο τέτοιου είδους δραστηριότητες σε αυτό το κράτος μέλος ή σε διάφορα κράτη, συμπεριλαμβανομένου του εν λόγω κράτους μέλους, και η σύμβαση εμπίπτει στο πεδίο των εν λόγω δραστηριοτήτων.»

8        Το άρθρο 18, παράγραφοι 1 και 2, του κανονισμού αυτού προβλέπει τα εξής:

«1.      Αγωγή του καταναλωτή κατά του αντισυμβαλλομένου ασκείται είτε ενώπιον των δικαστηρίων του κράτους μέλους στο έδαφος του οποίου έχει την κατοικία του ο αντισυμβαλλόμενος είτε, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη η κατοικία του αντισυμβαλλομένου, ενώπιον των δικαστηρίων του τόπου κατοικίας του καταναλωτή.

2.      Αγωγή του αντισυμβαλλομένου κατά του καταναλωτή ασκείται μόνον ενώπιον των δικαστηρίων του κράτους μέλους στο έδαφος του οποίου έχει την κατοικία του ο καταναλωτής.»

9        Κατά το άρθρο 26 του εν λόγω κανονισμού:

«1.      Πέραν των περιπτώσεων όπου η διεθνής δικαιοδοσία απορρέει από άλλες διατάξεις του παρόντος κανονισμού, το δικαστήριο κράτους μέλους ενώπιον του οποίου ο εναγόμενος παρίσταται αποκτά διεθνή δικαιοδοσία. Ο κανόνας αυτός δεν εφαρμόζεται, αν η παράσταση έχει ως σκοπό την αμφισβήτηση της διεθνούς δικαιοδοσίας ή αν υπάρχει άλλο δικαστήριο με αποκλειστική διεθνή δικαιοδοσία σύμφωνα με το άρθρο 24.

2.      Σε υποθέσεις που αναφέρονται στα τμήματα 3, 4 ή 5, όταν εναγόμενος είναι ο αντισυμβαλλόμενος του ασφαλιστή, ο ασφαλισμένος, ένας δικαιούχος της ασφαλιστικής σύμβασης, ο ζημιωθείς, ο καταναλωτής ή ο εργαζόμενος, το δικαστήριο προτού κηρύξει εαυτό αρμόδιο βάσει της παραγράφου 1, εξασφαλίζει ότι ο εναγόμενος ενημερώθηκε για το δικαίωμά του να αμφισβητήσει τη διεθνή δικαιοδοσία του δικαστηρίου και για τις συνέπειες της εμφάνισης ή της μη εμφάνισής του στο δικαστήριο.»

10      Κατά το άρθρο 28, παράγραφοι 1 και 2, του ίδιου κανονισμού:

«1.      Όταν ένα πρόσωπο που έχει την κατοικία του σε κράτος μέλος ενάγεται ενώπιον δικαστηρίου άλλου κράτους μέλους και δεν εμφανισθεί, το δικαστήριο διαπιστώνει αυτεπάγγελτα την έλλειψη διεθνούς δικαιοδοσίας, εκτός εάν η δικαιοδοσία του απορρέει από τον παρόντα κανονισμό.

2.      Το δικαστήριο αναστέλλει τη διαδικασία εφόσον δεν διαπιστώνεται ότι ο εναγόμενος ήταν σε θέση να παραλάβει το εισαγωγικό έγγραφο της δίκης ή άλλο ισοδύναμο έγγραφο εντός της αναγκαίας για την άμυνά του προθεσμίας ή ότι καταβλήθηκε κάθε επιμέλεια για το σκοπό αυτό.»

11      Το άρθρο 62 του κανονισμού 1215/2012 ορίζει τα εξής:

«1.      Για να καθορίσει αν διάδικος έχει την κατοικία του στο έδαφος του κράτους μέλους του επιληφθέντος δικαστηρίου, το δικαστήριο εφαρμόζει το εθνικό δίκαιο.

2.      Αν διάδικος δεν έχει την κατοικία του στο κράτος μέλος του επιληφθέντος δικαστηρίου, το δικαστήριο, προκειμένου να καθορίσει αν ο διάδικος έχει την κατοικία του σε άλλο κράτος μέλος, εφαρμόζει το δίκαιο του κράτους μέλους αυτού.»

 Το πολωνικό δίκαιο

12      Κατά το άρθρο 144, παράγραφος 1, του ustawa – Kodeks postępowania cywilnego (εισαγωγικού νόμου του κώδικα πολιτικής δικονομίας), της 17ης Νοεμβρίου 1964 (Dz. U. αριθ. 43, θέση 296), όπως ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της κύριας δίκης (στο εξής: κώδικας πολιτικής δικονομίας):

«Ο πρόεδρος του δικαστηρίου διορίζει επίτροπο αν ο ενάγων αποδείξει ότι ο τόπος διαμονής του διαδίκου δεν είναι γνωστός. […]»

13      Κατά το άρθρο 69, παράγραφος 3, του κώδικα πολιτικής δικονομίας, το οποίο εφαρμόζεται mutatis mutandis στον επίτροπο που διορίζεται δυνάμει του άρθρου 144 του ίδιου κώδικα:

«Ο διοριζόμενος δυνάμει της παραγράφου 1 επίτροπος έχει την ικανότητα να ενεργεί όλες τις πράξεις που σχετίζονται με τη συγκεκριμένη υπόθεση.»

14      Το άρθρο 1391 του κώδικα πολιτικής δικονομίας προβλέπει τα εξής:

«1)      Αν, παρά τη νέα επίδοση σύμφωνα με το άρθρο 139, παράγραφος 1, δεύτερη περίοδος, ο εναγόμενος δεν έχει παραλάβει την αγωγή ή άλλη διαδικαστική πράξη από την οποία προκύπτει η ανάγκη υπεράσπισης των δικαιωμάτων του και αν καμία πράξη δεν του έχει προηγουμένως επιδοθεί ή κοινοποιηθεί κατά τα προβλεπόμενα στα προηγούμενα άρθρα και εφόσον δεν έχει εφαρμογή το άρθρο 139, παράγραφοι 2 έως 31, ή οποιαδήποτε άλλη ειδική διάταξη προβλέπουσα τις συνέπειες της επίδοσης, ο πρόεδρος του δικαστηρίου ενημερώνει σχετικώς τον ενάγοντα αποστέλλοντάς του αντίγραφο της απευθυνόμενης στον εναγόμενο πράξης και τον διατάσσει να προβεί στην επίδοση της πράξης στον εναγόμενο με δικαστικό επιμελητή.

2)      Ο ενάγων οφείλει, εντός προθεσμίας δύο μηνών από την ημερομηνία επίδοσης της κατά την παράγραφο 1 διαταγής, είτε να καταθέσει στη δικογραφία αποδεικτικό επίδοσης της πράξης στον εναγόμενο με δικαστικό επιμελητή είτε να αποστείλει εκ νέου την πράξη και να αναγράψει την παρούσα διεύθυνση του εναγομένου ή να αποδείξει ότι ο εναγόμενος διαμένει στη διεύθυνση που αναγράφεται στην αγωγή. Μετά την άπρακτη παρέλευση της προθεσμίας, εφαρμόζεται το άρθρο 177, παράγραφος 1, σημείο 6.»

 Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

15      Με αγωγή ασκηθείσα στις 22 Δεκεμβρίου 2021 ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, Sąd Rejonowy dla Warszawy – Śródmieścia w Warszawie (πρωτοβάθμιου δικαστηρίου Βαρσοβίας – Κεντρικός τομέας, Πολωνία), η Credit Agricole Bank Polska ζητεί να υποχρεωθεί ο AB, υπήκοος τρίτου κράτους, ο οποίος έχει την ιδιότητα του καταναλωτή, να της καταβάλει χρηματικό ποσό ύψους 10 591,64 πολωνικών ζλότι (PLN) (περίπου 2 250 ευρώ), πλέον τόκων, καθώς και τα δικαστικά έξοδα.

16      Η εν λόγω αγωγή στηρίζεται σε σύμβαση καταναλωτικής πίστης, συναφθείσα στις 16 Ιουλίου 2020, μεταξύ της ενάγουσας της κύριας δίκης και του εναγομένου της κύριας δίκης με αντικείμενο την αγορά κινητού τηλεφώνου από τον εν λόγω εναγόμενο. Η αναγραφόμενη στο δικόγραφο της αγωγής διεύθυνση του εναγομένου της κύριας δίκης αντιστοιχούσε στη διεύθυνση που αναγραφόταν στη σύμβαση καταναλωτικής πίστης.

17      Στις 30 Μαρτίου 2022 ο γραμματέας του αιτούντος δικαστηρίου (στο εξής: γραμματέας) εξέδωσε διαταγή πληρωμής κατά του AB, με την οποία τον διέτασσε να καταβάλει στην ενάγουσα της κύριας δίκης το ποσό των 10 591,64 PLN, πλέον συμβατικών τόκων υπερημερίας, και τα δικαστικά έξοδα, πλέον νομίμων τόκων υπερημερίας, υπολογιζόμενων από την ημερομηνία τελεσιδικίας της διαταγής αυτής μέχρι την ημερομηνία καταβολής του αξιούμενου ποσού.

18      Αντίγραφο της αγωγής και της διαταγής πληρωμής, καθώς και περαιτέρω πληροφορίες απευθυνόμενες στον εναγόμενο της κύριας δίκης, απεστάλησαν ταχυδρομικώς στην αναγραφόμενη στο δικόγραφο της αγωγής διεύθυνση του τελευταίου. Στις 5 Μαΐου 2022 η εν λόγω ταχυδρομική αποστολή επεστράφη διότι δεν είχε παραληφθεί από τον παραλήπτη.

19      Ο γραμματέας ανέθεσε στον πληρεξούσιο της ενάγουσας της κύριας δίκης να επιδώσει στον εναγόμενο της κύριας δίκης με δικαστικό επιμελητή, σύμφωνα με το πολωνικό δίκαιο, αντίγραφο του δικογράφου της αγωγής και της διαταγής πληρωμής, επί ποινή αναστολής της διαδικασίας. Με έγγραφο της 15ης Σεπτεμβρίου 2022, ο εν λόγω πληρεξούσιος ενημέρωσε το αιτούν δικαστήριο ότι η οικεία επίδοση δεν είχε τελεσφορήσει, διότι ο εναγόμενος της κύριας δίκης δεν ήταν γνωστός στη διεύθυνση που είχε δηλωθεί.

20      Με διάταξη της 4ης Οκτωβρίου 2022, ο γραμματέας διόρισε επίτροπο για τη διενέργεια πράξεων υπέρ του εναγομένου.

21      Στις 26 Οκτωβρίου 2022 ο επίτροπος άσκησε ανακοπή κατά της εκδοθείσας στις 30 Μαρτίου του ίδιου έτους διαταγής πληρωμής, ισχυριζόμενος ότι η ενάγουσα της κύριας δίκης δεν είχε αποδείξει ότι ήταν πιστώτρια μέχρι του διεκδικούμενου ποσού. Ο επίτροπος επισήμανε επίσης ότι δεν ήταν σε θέση να εντοπίσει τον τόπο διαμονής του εναγομένου της κύριας δίκης, πλην όμως δεν ήγειρε ένσταση ελλείψεως διεθνούς δικαιοδοσίας του αιτούντος δικαστηρίου για την εκδίκαση της υπόθεσης της κύριας δίκης, κατ’ εφαρμογήν των άρθρων 17 και 18 του κανονισμού 1215/2012.

22      Οι ενέργειες στις οποίες προέβη το αιτούν δικαστήριο, καθώς και ο πληρεξούσιος της ενάγουσας της κύριας δίκης και ο επίτροπος του εναγομένου της κύριας δίκης δεν κατέστησαν δυνατό τον εντοπισμό του τόπου διαμονής ή της κατοικίας του τελευταίου. Κατόπιν των εν λόγω ενεργειών διαπιστώθηκε απλώς ότι ο εναγόμενος της κύριας δίκης είχε αφιχθεί στην Πολωνία στις 29 Σεπτεμβρίου 2017, ότι είχε εγκαταλείψει τη διεύθυνση στην οποία ήταν εγγεγραμμένος στο εν λόγω κράτος μέλος το 2018 και ότι, κατά τον χρόνο των διενεργηθέντων ελέγχων, δεν είχε στερηθεί την ελευθερία του στο έδαφος του εν λόγω κράτους μέλους.

23      Σύμφωνα με το αιτούν δικαστήριο, δεν αποκλείεται ο εναγόμενος της κύριας δίκης να εγκατέλειψε το πολωνικό έδαφος, καίτοι κάτι τέτοιο δεν μπορούσε να αποδειχθεί με βεβαιότητα λόγω της ανυπαρξίας ελέγχων σε ορισμένα χερσαία σύνορα της Δημοκρατίας της Πολωνίας.

24      Το αιτούν δικαστήριο διερωτάται, κατ’ αρχάς, αν, υπό το πρίσμα του άρθρου 6, παράγραφος 1, του κανονισμού 1215/2012, υποχρεούται να θεμελιώσει τη διεθνή δικαιοδοσία του σύμφωνα με τους κανόνες του εσωτερικού του δικαίου ή σύμφωνα με τους ενιαίους κανόνες διεθνούς δικαιοδοσίας που θεσπίζει ο κανονισμός αυτός.

25      Κατά το αιτούν δικαστήριο, από τη νομολογία που απορρέει από τις αποφάσεις της 17ης Νοεμβρίου 2011, Hypoteční banka (C‑327/10, EU:C:2011:745), και της 15ης Μαρτίου 2012, G (C‑292/10, EU:C:2012:142), προκύπτει ότι η εφαρμογή των κανόνων του εθνικού δικαίου, αντί των ενιαίων κανόνων διεθνούς δικαιοδοσίας, είναι δυνατή μόνον αν το επιληφθέν δικαστήριο έχει στη διάθεσή αποχρώσες ενδείξεις βάσει των οποίων να μπορεί να συναγάγει ότι ο εναγόμενος, ο οποίος είναι πολίτης της Ένωσης χωρίς κατοικία στο κράτος μέλος του εν λόγω δικαστηρίου, κατοικεί πράγματι εκτός του εδάφους της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

26      Το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινιστεί αν η νομολογία αυτή έχει εφαρμογή και σε κατάσταση όπως αυτή της κύριας δίκης, στην οποία ο εναγόμενος είναι πρόσωπο το οποίο δεν έχει μεν την ιθαγένεια κράτους μέλους, πλην όμως έχει πιθανώς την κατοικία του στο έδαφος κράτους μέλους. Το ίδιο δικαστήριο επισημαίνει ότι η τήρηση της αρχής της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας η οποία κατοχυρώνεται στο δίκαιο της Ένωσης, ιδίως όταν πρόκειται για καταναλωτές, θα μπορούσε να συνηγορήσει υπέρ μιας καταφατικής απάντησης στο ερώτημα αυτό.

27      Το αιτούν δικαστήριο ζητεί, στη συνέχεια, να διευκρινιστεί αν, υπό το πρίσμα του άρθρου 26 του κανονισμού 1215/2012, μπορεί να θεωρηθεί ότι ο εναγόμενος της κύριας δίκης παρέστη στη δίκη και, κατά συνέπεια, αναγνώρισε τη διεθνή δικαιοδοσία του επιληφθέντος δικαστηρίου, δεδομένου ότι η διαδικασία διεξάγεται παρουσία του επιτρόπου του εναγομένου αυτού.

28      Το αιτούν δικαστήριο διευκρινίζει ότι σκοπός του θεσμού του επιτρόπου απόντος εναγομένου είναι να διασφαλίσει το δικαίωμα του ενάγοντος να προσφύγει στη δικαιοσύνη όταν, για λόγους ανεξάρτητους από τη βούλησή του, δεν είναι σε θέση να εντοπίσει την κατοικία του εναγομένου. Υποστηρίζει ότι, όπως προκύπτει από τη νομολογία που απορρέει από τις αποφάσεις της 2ας Απριλίου 2009, Gambazzi (C‑394/07, EU:C:2009:219), και της 17ης Νοεμβρίου 2011, Hypoteční banka (C‑327/10, EU:C:2011:745), μολονότι η δυνατότητα συνέχισης της διαδικασίας εν αγνοία του εναγομένου μέσω, όπως στην υπόθεση της κύριας δίκης, της επίδοσης της αγωγής σε επίτροπο διορισμένο από το επιληφθέν δικαστήριο περιορίζει τα δικαιώματα άμυνας του εναγομένου αυτού, ο περιορισμός αυτός δικαιολογείται υπό το πρίσμα του δικαιώματος του ενάγοντος σε αποτελεσματική δικαστική προστασία.

29      Παρά ταύτα, το αιτούν δικαστήριο διατηρεί αμφιβολίες ως προς το κατά πόσον ο επίτροπος απόντος καταναλωτή αγνώστου διαμονής δύναται να αναγνωρίσει τη διεθνή δικαιοδοσία δικαστηρίου, το οποίο στην πραγματικότητα δεν θεμελιώνει διεθνή δικαιοδοσία βάσει του κανονισμού 1215/2012, επειδή παρίσταται ενώπιον του δικαστηρίου αυτού.

30      Συναφώς, το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι η υπόθεση της κύριας δίκης διαφέρει από εκείνη επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 10ης Οκτωβρίου 1996, Hendrikman και Feyen (C‑78/95, EU:C:1996:380), με την οποία το Δικαστήριο έκρινε ότι η παράσταση παρατύπως διορισμένου εκπροσώπου του εναγομένου δεν μπορεί να θεωρηθεί ως παράσταση του εναγομένου αυτού. Συγκεκριμένα, εν προκειμένω, ο επίτροπος του εναγομένου της κύριας δίκης διορίστηκε σύμφωνα με το πολωνικό δίκαιο, έχει δε την ικανότητα να ενεργεί όλες τις σχετικές με την υπόθεση της κύριας δίκης πράξεις στο όνομα του εν λόγω εναγομένου του οποίου ο τόπος διαμονής παρέμεινε άγνωστος κατά τη διάρκεια της δίκης.

31      Κατά το αιτούν δικαστήριο, από το άρθρο 26, παράγραφος 2, του κανονισμού 1215/2012 προκύπτει ότι, προκειμένου να θεωρηθεί ότι καταναλωτής αναγνώρισε τη διεθνή δικαιοδοσία δικαστηρίου η οποία δεν απορρέει από τον κανονισμό αυτό και δη από το άρθρο του 18, παράγραφος 2, απαιτείται ο καταναλωτής να έχει ενημερωθεί σχετικά με το δικαίωμά του να αμφισβητήσει τη διεθνή δικαιοδοσία του δικαστηρίου αυτού και σχετικά με τις συνέπειες της παράστασης ή της μη παράστασής του ενώπιόν του. Επομένως, αν γινόταν δεκτό ότι η ενημέρωση αυτή μπορεί να υποκατασταθεί από την ενημέρωση του εκπροσώπου του καταναλωτή, θα υπονομευόταν ο βασικός σκοπός τον οποίο επιδιώκει το άρθρο 26, παράγραφος 2, του κανονισμού 1215/2012, ήτοι η προστασία του καταναλωτή.

32      Υπό τις συνθήκες αυτές, το Sąd Rejonowy dla Warszawy – Śródmieścia w Warszawie (πρωτοβάθμιο δικαστήριο Βαρσοβίας – Κεντρικός τομέας) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)      Έχει το άρθρο 6, παράγραφος 1, του κανονισμού [1215/2012] την έννοια ότι οι διατάξεις του εν λόγω κανονισμού εφαρμόζονται για τον καθορισμό της διεθνούς δικαιοδοσίας σε περίπτωση αγωγής κατά καταναλωτή αγνώστου διαμονής ο οποίος δεν είναι υπήκοος κράτους μέλους και ως προς τον οποίο, αφενός, είναι γνωστό ότι είχε την τελευταία γνωστή διαμονή του σε κράτος μέλος και, αφετέρου, υπάρχουν πειστικά στοιχεία από τα οποία μπορεί να συναχθεί ότι δεν διαμένει πλέον στο έδαφος του εν λόγω κράτους μέλους, χωρίς ωστόσο να υπάρχουν πειστικά στοιχεία από τα οποία να μπορεί να συναχθεί ότι εγκατέλειψε το έδαφος της Ένωσης και επέστρεψε στο κράτος του οποίου είναι υπήκοος;

2)      Έχει το άρθρο 26, παράγραφοι 1 και 2, του κανονισμού [1215/2012] την έννοια ότι η παράσταση επιτρόπου του απόντος εναγομένου διοριζόμενου σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο κράτους μέλους προς εκπροσώπηση του καταναλωτή αγνώστου διαμονής υποκαθιστά την παράσταση του εν λόγω καταναλωτή και καθιστά δυνατή την αναγνώριση της διεθνούς δικαιοδοσίας δικαστηρίου κράτους μέλους παρά την ύπαρξη πειστικών στοιχείων βάσει των οποίων μπορεί να συναχθεί ότι ο καταναλωτής δεν έχει πλέον την κατοικία του στο εν λόγω κράτος μέλος;»

 Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

 Προκαταρκτικές παρατηρήσεις

33      Υπενθυμίζεται, πρώτον, ότι, καθόσον ο κανονισμός 1215/2012 κατάργησε και αντικατέστησε τον κανονισμό (ΕΚ) 44/2001 του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 2000, για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις (ΕΕ 2001, L 12, σ. 1), ο οποίος είχε προηγουμένως αντικαταστήσει τη Σύμβαση της 27ης Σεπτεμβρίου 1968 για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις (ΕΕ 1982, L 388, σ. 7), όπως τροποποιήθηκε με τις διαδοχικές συμβάσεις για την προσχώρηση των νέων κρατών μελών στη Σύμβαση αυτή, η εκ μέρους του Δικαστηρίου ερμηνεία των διατάξεων των τελευταίων αυτών νομοθετημάτων ισχύει και για την ερμηνεία του κανονισμού 1215/2012, δεδομένου ότι οι διατάξεις αυτές μπορούν να χαρακτηριστούν ως «ισοδύναμες» (απόφαση της 9ης Ιουλίου 2020, Verein für Konsumenteninformation, C‑343/19, EU:C:2020:534, σκέψη 22 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

34      Δεύτερον, διαπιστώνεται ότι το αιτούν δικαστήριο, τόσο με το σκεπτικό της αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως όσο και με αυτά καθεαυτά τα υποβληθέντα ερωτήματα, αναφέρεται άλλοτε στον τόπο διαμονής και άλλοτε στον τόπο κατοικίας του εναγομένου της κύριας δίκης.

35      Παρατηρείται, ωστόσο, ότι ο κανονισμός 1215/2012 αναφέρεται μόνο στην έννοια της «κατοικίας» του εναγομένου, η οποία αποτελεί το γενικό κριτήριο σύνδεσης επί του οποίου δύναται να θεμελιωθεί η διεθνής δικαιοδοσία δικαστηρίου σύμφωνα με το άρθρο 4, παράγραφος 1, του κανονισμού αυτού.

36      Συναφώς, όπως προκύπτει ρητώς από την έκθεση P. Jénard σχετική με τη Σύμβαση της 27ης Σεπτεμβρίου 1968 για τη δικαιοδοσία και την αναγκαστική εκτέλεση των δικαστικών αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις (ΕΕ 1986, C 298, σ. 29), της οποίας τα σχόλια σχετικά με τον καθορισμό της κατοικίας ισχύουν και για την ερμηνεία του κανονισμού 1215/2012, η επιλογή του νομοθέτη της Ένωσης να εφαρμόσει το κριτήριο της κατοικίας του εναγομένου, και όχι εκείνο της συνήθους διαμονής ή, συγχρόνως, αμφότερα τα κριτήρια, αιτιολογήθηκε με βάση την ανάγκη αποφυγής του πολλαπλασιασμού των αρμοδίων fori.

37      Κατά τον ίδιο τρόπο με τη Σύμβαση της 27ης  Σεπτεμβρίου 1968 για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, όπως τροποποιήθηκε, και με τον κανονισμό 44/2001, ο κανονισμός 1215/2012 δεν ορίζει την έννοια της «κατοικίας». Συγκεκριμένα, το άρθρο 62, παράγραφος 1, του κανονισμού 1215/2012 παραπέμπει στο δίκαιο του κράτους μέλους του οποίου τα δικαστήρια επιλήφθηκαν της υποθέσεως προκειμένου να κρίνουν αν ο διάδικος έχει την κατοικία του στο έδαφος αυτού του κράτους μέλους. Κατά το άρθρο 62, παράγραφος 2, του κανονισμού 1215/2012, «[α]ν διάδικος δεν έχει την κατοικία του στο κράτος μέλος του επιληφθέντος δικαστηρίου, το δικαστήριο, προκειμένου να καθορίσει αν ο διάδικος έχει την κατοικία του σε άλλο κράτος μέλος, εφαρμόζει το δίκαιο του κράτους μέλους αυτού».

38      Κατόπιν του συνόλου των προεκτεθέντων, παρατηρείται ότι εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να διαπιστώσει αν θεμελιώνεται η διεθνής δικαιοδοσία του προς εκδίκαση της υπόθεσης της κύριας δίκης με γνώμονα την έννοια της «κατοικίας» όπως αυτή ορίζεται στο πολωνικό δίκαιο.

 Επί του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος

39      Με το πρώτο προδικαστικό ερώτημα το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν το άρθρο 6, παράγραφος 1, του κανονισμού 1215/2012 έχει την έννοια ότι, όταν η τελευταία γνωστή κατοικία του εναγομένου καταναλωτή ο οποίος είναι υπήκοος τρίτου κράτους βρίσκεται εντός του κράτους μέλους του επιληφθέντος δικαστηρίου και το δικαστήριο αυτό δεν κατορθώνει να εντοπίσει την παρούσα κατοικία του εναγομένου ούτε έχει στη διάθεσή του αποχρώσες ενδείξεις βάσει των οποίων να μπορεί να συναγάγει ότι ο εναγόμενος έχει πράγματι την κατοικία του στο έδαφος άλλου κράτους μέλους ή εκτός του εδάφους της Ένωσης, η διεθνής δικαιοδοσία προς εκδίκαση της εν λόγω διαφοράς καθορίζεται από το δίκαιο του κράτους μέλους του επιληφθέντος δικαστηρίου.

40      Υπενθυμίζεται ότι σκοπός του κανονισμού 1215/2012 είναι να ενοποιήσει τους κανόνες σύγκρουσης δικαιοδοσίας στις αστικές και εμπορικές υποθέσεις, με τη θέσπιση κανόνων διεθνούς δικαιοδοσίας που παρουσιάζουν υψηλό βαθμό προβλεψιμότητας. Συνεπώς, ο κανονισμός αυτός υπηρετεί τον σκοπό της ασφάλειας δικαίου, υπό την έννοια της ενίσχυσης της δικαστικής προστασίας των προσώπων που είναι εγκατεστημένα εντός της Ένωσης, παρέχοντας στον μεν ενάγοντα τη δυνατότητα να προσδιορίζει ευχερώς το δικαστήριο στο οποίο μπορεί να ασκήσει αγωγή, στον δε εναγόμενο τη δυνατότητα να προβλέπει ευλόγως το δικαστήριο ενώπιον του οποίου μπορεί να εναχθεί (απόφαση της 4ης Οκτωβρίου 2018, Feniks, C‑337/17, EU:C:2018:805, σκέψη 34 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

41      Κατά το άρθρο 6, παράγραφος 1, του κανονισμού 1215/2012, αν ο εναγόμενος δεν έχει την κατοικία του σε κράτος μέλος, η διεθνής δικαιοδοσία των δικαστηρίων κάθε κράτους μέλους ρυθμίζεται από το δίκαιο αυτού του κράτους μέλους, με την επιφύλαξη του άρθρου 18, παράγραφος 1, του άρθρου 21, παράγραφος 2, και των άρθρων 24 και 25 του κανονισμού.

42      Δεδομένου ότι το άρθρο 6, παράγραφος 1, του κανονισμού 1215/2012 επιτρέπει την εφαρμογή των κανόνων δικαίου κάθε κράτους μέλους, αντί των ενιαίων κανόνων διεθνούς δικαιοδοσίας που θεσπίζει ο κανονισμός αυτός, η παραδοχή στην οποία στηρίζεται η εφαρμογή της ως άνω διάταξης, ήτοι ότι ο εναγόμενος δεν έχει κατοικία στο έδαφος κράτους μέλους, πρέπει να ερμηνεύεται στενά.

43      Μια τέτοια στενή ερμηνεία δικαιολογείται κατά μείζονα λόγο όταν ο εναγόμενος έχει την ιδιότητα του καταναλωτή και απολαύει επομένως, σύμφωνα με το άρθρο 18 του κανονισμού 1215/2012, ενισχυμένης προστασίας με τη θέσπιση κανόνα ειδικής δωσιδικίας υπέρ των δικαστηρίων του κράτους μέλους στο έδαφος του οποίου βρίσκεται η κατοικία του. Πράγματι, δεν αποκλείεται ο καταναλωτής αυτός να διατρέχει τον κίνδυνο να απολέσει την εν λόγω προστασία σε περίπτωση εφαρμογής των κανόνων διεθνούς δικαιοδοσίας του εθνικού δικαίου.

44      Αυτός ακριβώς είναι ο λόγος για τον οποίο το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι, σε περίπτωση που είναι άγνωστη η κατοικία του εναγομένου καταναλωτή που είναι υπήκοος κράτους μέλους, το άρθρο 4, παράγραφος 1, του κανονισμού 44/2001, του οποίου η διατύπωση είναι σχεδόν πανομοιότυπη με εκείνη του άρθρου 6, παράγραφος 1, του κανονισμού 1215/2012, έχει εφαρμογή μόνον αν ο εθνικός δικαστής έχει στη διάθεσή του αποχρώσες ενδείξεις βάσει των οποίων να μπορεί να συναγάγει ότι ο εν λόγω εναγόμενος έχει πράγματι την κατοικία του εκτός του εδάφους της Ένωσης (πρβλ. αποφάσεις της 17ης Νοεμβρίου 2011, Hypoteční banka, C‑327/10, EU:C:2011:745, σκέψη 42, και της 15ης Μαρτίου 2012, G, C‑292/10, EU:C:2012:142, σκέψη 42).

45      Αντιθέτως, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι, όταν το εθνικό δικαστήριο δεν έχει στη διάθεσή του αποχρώσες ενδείξεις βάσει των οποίων να μπορεί να συναγάγει ότι ο εναγόμενος καταναλωτής έχει πράγματι την κατοικία του εκτός του εδάφους της Ένωσης και δεν κατορθώνει να εντοπίσει τον τόπο κατοικίας του καταναλωτή αυτού, ο κανόνας ειδικής δωσιδικίας του άρθρου 16, παράγραφος 2, του κανονισμού 44/2001, νυν άρθρου 18, παράγραφος 2, του κανονισμού 1215/2012, δυνάμει του οποίου η αγωγή του αντισυμβαλλομένου κατά του οικείου καταναλωτή πρέπει να ασκείται ενώπιον των δικαστηρίων του κράτους μέλους στο έδαφος του οποίου έχει την κατοικία του ο καταναλωτής αυτός, αναφέρεται και στην τελευταία γνωστή κατοικία του καταναλωτή (πρβλ. απόφαση της 17ης Νοεμβρίου 2011, Hypoteční banka, C‑327/10, EU:C:2011:745, σκέψη 42).

46      Το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινιστεί αν η νομολογία που παρατίθεται στις σκέψεις 44 και 45 της παρούσας απόφασης έχει επίσης εφαρμογή σε περίπτωση όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης, στην οποία ασκείται αγωγή κατά καταναλωτή ο οποίος δεν είναι υπήκοος κράτους μέλους, αλλά υπήκοος τρίτου κράτους, και του οποίου η τελευταία γνωστή κατοικία βρίσκεται στο έδαφος του κράτους του επιληφθέντος δικαστηρίου, χωρίς να μπορεί να αποδειχθεί με βεβαιότητα ότι ο καταναλωτής εγκατέλειψε το έδαφος αυτό προς άλλο κράτος μέλος ή ότι εγκατέλειψε το έδαφος της Ένωσης.

47      Συναφώς, παρατηρείται ότι, όπως υπενθυμίζεται στη σκέψη 35 της παρούσας απόφασης, ο κανονισμός 1215/2012 στηρίζεται στο κριτήριο της κατοικίας του εναγομένου και όχι στο κριτήριο της ιθαγένειάς του. Πράγματι, το άρθρο 4, παράγραφος 1, του κανονισμού ορίζει ότι τα πρόσωπα που έχουν την κατοικία τους στο έδαφος κράτους μέλους ενάγονται ενώπιον των δικαστηρίων αυτού του κράτους μέλους, ανεξάρτητα από την ιθαγένειά τους.

48      Κατά συνέπεια, ο κανόνας διεθνούς δικαιοδοσίας, για τον οποίο γίνεται λόγος στη σκέψη 45 της παρούσας απόφασης, ο οποίος στηρίζεται στην τελευταία γνωστή κατοικία του εναγομένου καταναλωτή στο έδαφος κράτους μέλους, εφαρμόζεται ανεξαρτήτως της ιθαγενείας του καταναλωτή.

49      Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των ανωτέρω σκέψεων, στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 6, παράγραφος 1, του κανονισμού 1215/2012 έχει την έννοια ότι, όταν η τελευταία γνωστή κατοικία του εναγομένου καταναλωτή ο οποίος είναι υπήκοος τρίτου κράτους βρίσκεται εντός του κράτους μέλους του επιληφθέντος δικαστηρίου και το δικαστήριο αυτό δεν κατορθώνει να εντοπίσει την παρούσα κατοικία του εναγομένου ούτε έχει στη διάθεσή του αποχρώσεις ενδείξεις βάσει των οποίων να μπορεί να συναγάγει ότι ο εναγόμενος έχει πράγματι την κατοικία του στο έδαφος άλλου κράτους μέλους ή εκτός του εδάφους της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η διεθνής δικαιοδοσία προς εκδίκαση της διαφοράς δεν καθορίζεται από το δίκαιο του κράτους μέλους του επιληφθέντος δικαστηρίου, αλλά από το άρθρο 18, παράγραφος 2, του κανονισμού 1215/2012, το οποίο απονέμει διεθνή δικαιοδοσία προς εκδίκαση μιας τέτοιας διαφοράς στο δικαστήριο στην περιφέρεια του οποίου βρίσκεται η τελευταία γνωστή κατοικία του εναγομένου.

 Επί του δευτέρου προδικαστικού ερωτήματος

50      Με το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν το άρθρο 26, παράγραφοι 1 και 2, του κανονισμού 1215/2012 έχει την έννοια ότι η ενώπιον δικαστηρίου παράσταση επιτρόπου, ο οποίος έχει διοριστεί από εθνικό δικαστήριο προκειμένου να εκπροσωπήσει δικονομικώς απόντα εναγόμενο καταναλωτή, χωρίς γνωστή παρούσα κατοικία, ισοδυναμεί με παράσταση του καταναλωτή ενώπιον του δικαστηρίου αυτού και, ως εκ τούτου, δημιουργεί τεκμήριο υπέρ της διεθνούς δικαιοδοσίας του εν λόγω δικαστηρίου.

51      Προκαταρκτικώς, υπενθυμίζεται ότι το άρθρο 26 του κανονισμού 1215/2012 περιλαμβάνεται στο τμήμα 7 του κεφαλαίου II, το οποίο φέρει τον τίτλο «Παρέκταση διεθνούς δικαιοδοσίας».

52      Το άρθρο 26, παράγραφος 1, του κανονισμού αυτού προβλέπει κανόνα διεθνούς δικαιοδοσίας ο οποίος θεμελιώνεται στην παράσταση του εναγομένου ως προς όλες τις ένδικες διαφορές στις οποίες η διεθνής δικαιοδοσία του επιληφθέντος δικαστηρίου δεν απορρέει από άλλες διατάξεις του εν λόγω κανονισμού, εξαιρουμένων των διαφορών που διέπονται από κανόνα αποκλειστικής διεθνούς δικαιοδοσίας δυνάμει του άρθρου 24 του ίδιου κανονισμού, για τις οποίες η παράσταση του εναγομένου δεν συνεπάγεται παρέκταση διεθνούς δικαιοδοσίας.

53      Σύμφωνα με το άρθρο 26, παράγραφος 2, του κανονισμού 1215/2012, στον τομέα των ασφαλιστικών συμβάσεων, των καταναλωτικών συμβάσεων και των ατομικών συμβάσεων εργασίας, το δικαστήριο που κρίνει ότι έχει διεθνή δικαιοδοσία δυνάμει της παραγράφου 1 του ίδιου άρθρου φέρει υποχρέωση ενημέρωσης του ασθενέστερου συμβαλλόμενου προτού κηρύξει εαυτό αρμόδιο. Επομένως, όταν εναγόμενος καταναλωτής παρίσταται ενώπιον δικαστηρίου διαφορετικού από το δικαστήριο της κατοικίας του, το οποίο έχει διεθνή δικαιοδοσία δυνάμει του άρθρου 18, παράγραφος 2, του κανονισμού 1215/2012, το επιληφθέν δικαστήριο πρέπει να εξασφαλίσει ότι ο καταναλωτής ενημερώθηκε για το δικαίωμά του να αμφισβητήσει τη διεθνή δικαιοδοσία του δικαστηρίου και για τις συνέπειες της παράστασής του.

54      Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι το ζήτημα της παρέκτασης διεθνούς δικαιοδοσίας συνεπεία της παράστασης του εναγομένου καταναλωτή ή, ενδεχομένως, του επιτρόπου του τίθεται μόνο στην περίπτωση κατά την οποία το επιληφθέν δικαστήριο δεν θεμελιώνει τη διεθνή δικαιοδοσία του προς εκδίκαση της οικείας διαφοράς σε διατάξεις άλλες από του άρθρου 26, παράγραφος 1, του κανονισμού 1215/2012.

55      Εν προκειμένω, ωστόσο, όπως προκύπτει από την απάντηση στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο, καθόσον δεν κατόρθωσε να εντοπίσει τον τόπο κατοικίας του οικείου καταναλωτή και ελλείψει αποχρωσών ενδείξεων περί του ότι ο καταναλωτής πράγματι εγκατέλειψε το έδαφος της Ένωσης, θεμελιώνει τη διεθνή δικαιοδοσία του στο άρθρο 18, παράγραφος 2, του κανονισμού 1215/2012, το οποίο συνιστά το δικαστήριο της τελευταίας γνωστής κατοικίας του καταναλωτή.

56      Λαμβανομένης υπόψη της απάντησης που δόθηκε στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα, δεν απαιτείται να απαντηθεί το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα.

 Επί των δικαστικών εξόδων

57      Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (ένατο τμήμα) αποφαίνεται:

Το άρθρο 6, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΕ) 1215/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Δεκεμβρίου 2012, για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις,

έχει την έννοια ότι:

όταν η τελευταία γνωστή κατοικία του εναγομένου καταναλωτή ο οποίος είναι υπήκοος τρίτου κράτους βρίσκεται εντός του κράτους μέλους του επιληφθέντος δικαστηρίου και το δικαστήριο αυτό δεν κατορθώνει να εντοπίσει την παρούσα κατοικία του εναγομένου ούτε έχει στη διάθεσή του αποχρώσες ενδείξεις βάσει των οποίων να μπορεί να συναγάγει ότι ο εναγόμενος έχει πράγματι την κατοικία του στο έδαφος άλλου κράτους μέλους ή εκτός του εδάφους της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η διεθνής δικαιοδοσία προς εκδίκαση της διαφοράς δεν καθορίζεται από το δίκαιο του κράτους μέλους του επιληφθέντος δικαστηρίου, αλλά από το άρθρο 18, παράγραφος 2, του κανονισμού 1215/2012, το οποίο απονέμει διεθνή δικαιοδοσία προς εκδίκαση μιας τέτοιας διαφοράς στο δικαστήριο στην περιφέρεια του οποίου βρίσκεται η τελευταία γνωστή κατοικία του εναγομένου.

(υπογραφές)


*      Γλώσσα διαδικασίας: η πολωνική.