Language of document : ECLI:EU:C:2019:433

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

MACIEJ SZPUNAR

της 21ης Μαΐου 2019 (1)

Υπόθεση C94/18

Nalini Chenchooliah

κατά

Minister for Justice and Equality

[αίτηση του High Court (ανωτέρου δικαστηρίου, Ιρλανδία)
για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

«Προδικαστική παραπομπή – Ιθαγένεια της Ένωσης – Οδηγία 2004/38/ΕΚ – Δικαίωμα των πολιτών της Ένωσης και των μελών της οικογένειάς τους να κυκλοφορούν και να διαμένουν ελεύθερα στο έδαφος κράτους μέλους – Δικαιούχοι – Υπήκοος τρίτου κράτους σύζυγος πολίτη της Ένωσης έχοντος ασκήσει την ελευθερία του κυκλοφορίας ο οποίος στη συνέχεια επέστρεψε στο κράτος μέλος του οποίου έχει την ιθαγένεια στο οποίο εκτίει στερητική της ελευθερίας ποινή – Δυνατότητα εφαρμογής της οδηγίας 2004/38 για την απομάκρυνση αυτού του υπηκόου τρίτου κράτους – Πεδίο εφαρμογής του άρθρου 15 και του κεφαλαίου VI»






Περιεχόμενα





I.      Εισαγωγή

1.        Εμπίπτει υπήκοος τρίτου κράτους, σύζυγος πολίτη της Ευρωπαϊκής Ένωσης ο οποίος έπαυσε να ασκεί το δικαίωμά του ελεύθερης κυκλοφορίας σε κράτος μέλος λόγω της επιστροφής του στο κράτος μέλους του οποίου έχει την ιθαγένεια, στην οδηγία 2004/38/ΕΚ (2) για τους σκοπούς της απομάκρυνσής της από το έδαφος του κράτους μέλους υποδοχής; Ποιες διατάξεις της οδηγίας αυτής έχουν ενδεχομένως εφαρμογή για την απομάκρυνσή της; Καλύπτεται η υπήκοος αυτή από τις διατάξεις του κεφαλαίου VI ή από αυτές του άρθρου 15 της εν λόγω οδηγίας σχετικά με τις διαδικαστικές εγγυήσεις που εφαρμόζονται στις αποφάσεις απομάκρυνσης που λαμβάνονται για άλλους λόγους εκτός της δημόσιας τάξης, της δημόσιας ασφάλειας ή της δημόσιας υγείας;

2.        Αυτά είναι τα ερωτήματα στο επίκεντρο της υπό κρίση υπόθεσης, τα οποία θα οδηγήσουν το Δικαστήριο να ερμηνεύσει, για πρώτη φορά, το άρθρο 15, παράγραφοι 1 και 3, της οδηγίας 2004/38 σχετικά με τις διαδικαστικές εγγυήσεις.

II.    Το νομικό πλαίσιο

1.      Το δίκαιο της Ένωσης

3.        Το άρθρο 3 της οδηγίας 2004/38, το οποίο επιγράφεται «Δικαιούχοι», ορίζει στην παράγραφό του 1 τα εξής:

«Η παρούσα οδηγία ισχύει για όλους τους πολίτες της Ένωσης οι οποίοι μεταβαίνουν ή διαμένουν σε κράτος μέλος άλλο από εκείνο του οποίου είναι υπήκοοι, καθώς και τα μέλη των οικογενειών τους κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 2 σημείο 2 που τους συνοδεύουν ή πηγαίνουν να τους συναντήσουν.»

4.        Το άρθρο 6 της οδηγίας αυτής, το οποίο επιγράφεται «Δικαίωμα διαμονής έως τρεις μήνες», προβλέπει τα εξής:

«1.      Οι πολίτες της Ένωσης έχουν δικαίωμα διαμονής στην επικράτεια άλλου κράτους μέλους για χρονικό διάστημα έως τρεις μήνες χωρίς κανένα όρο ή διατύπωση πέραν της απαίτησης κατοχής ισχύοντος δελτίου ταυτότητας ή διαβατηρίου.

2.      Οι διατάξεις της παραγράφου 1 εφαρμόζονται και στα μέλη της οικογένειας που είναι κάτοχοι ισχύοντος διαβατηρίου, δεν είναι υπήκοοι κράτους μέλους και συνοδεύουν ή πηγαίνουν να συναντήσουν τον πολίτη της Ένωσης.»

5.        Το άρθρο 14 της εν λόγω οδηγίας, το οποίο επιγράφεται «Διατήρηση του δικαιώματος διαμονής», ορίζει, στις παραγράφους του 1, 2 και 4, τα εξής:

«1.      Οι πολίτες της Ένωσης και τα μέλη της οικογένειάς τους έχουν το δικαίωμα διαμονής που προβλέπεται στο άρθρο 6, ενόσω δεν αποτελούν υπέρμετρο βάρος για το σύστημα κοινωνικής πρόνοιας του κράτους μέλους υποδοχής.

2.      Οι πολίτες της Ένωσης και τα μέλη της οικογένειάς τους έχουν το δικαίωμα διαμονής που προβλέπεται στα άρθρα 7, 12 και 13, ενόσω πληρούν τους όρους των άρθρων αυτών.

[…]

4.      Κατά παρέκκλιση από τις παραγράφους 1 και 2 και με την επιφύλαξη των διατάξεων του κεφαλαίου VI, δεν λαμβάνεται επ’ ουδενί μέτρο απέλασης κατά πολιτών της Ένωσης ή μελών της οικογένειάς τους, εφόσον:

α)      οι πολίτες της Ένωσης είναι μισθωτοί ή μη μισθωτοί, ή

β)      οι πολίτες της Ένωσης εισήλθαν στην επικράτεια του κράτους μέλους υποδοχής προκειμένου να αναζητήσουν εργασία. Σε αυτή την περίπτωση, οι πολίτες της Ένωσης και τα μέλη των οικογενειών τους, δεν μπορούν να απελαθούν ενόσω οι πολίτες της Ένωσης δύνανται να παρέχουν αποδείξεις ότι συνεχίζουν να αναζητούν εργασία και ότι έχουν πραγματικές πιθανότητες να προσληφθούν.»

6.        Το άρθρο 15 της ίδιας οδηγίας, το οποίο επιγράφεται «Διαδικαστικές εγγυήσεις», ορίζει, στις παραγράφους του 1 και 3, τα εξής:

«1.      Οι διαδικασίες που προβλέπονται στα άρθρα 30 και 31 εφαρμόζονται κατ’ αναλογία για κάθε απόφαση περιοριστική της ελεύθερης κυκλοφορίας των πολιτών της Ένωσης και των μελών των οικογενειών τους, για άλλους λόγους εκτός της δημόσιας τάξης, της δημόσιας ασφάλειας ή της δημόσιας υγείας.

[…]

3.      Το κράτος μέλος υποδοχής δεν δύναται να επιβάλλει απαγόρευση εισόδου σε συνδυασμό με απόφαση απέλασης για την οποία ισχύει η παράγραφος 1.»

7.        Κατά το άρθρο 27 της οδηγίας 2004/38, το οποίο επιγράφεται «Γενικές αρχές»:

«1.      Με την επιφύλαξη των διατάξεων του παρόντος κεφαλαίου, τα κράτη μέλη μπορούν να επιβάλλουν περιορισμούς στην ελευθερία κυκλοφορίας και διαμονής των πολιτών της Ένωσης και των μελών της οικογένειάς τους, ανεξαρτήτως ιθαγένειας, για λόγους δημόσιας τάξης, δημόσιας ασφάλειας ή δημόσιας υγείας. Δεν μπορεί να γίνεται επίκληση των λόγων αυτών για την εξυπηρέτηση οικονομικών σκοπών.

2.      Κάθε μέτρο που λαμβάνεται για λόγους δημόσιας τάξης ή δημόσιας ασφάλειας πρέπει να τηρεί την αρχή της αναλογικότητας και να θεμελιώνεται αποκλειστικά στην προσωπική συμπεριφορά του αφορώμενου ατόμου. Προηγούμενες ποινικές καταδίκες δεν αποτελούν αφ’ εαυτών λόγους για τη λήψη τέτοιων μέτρων.

Η προσωπική συμπεριφορά του αφορώμενου ατόμου πρέπει να συνιστά πραγματική, ενεστώσα και αρκούντως σοβαρή απειλή, στρεφόμενη κατά θεμελιώδους συμφέροντος της κοινωνίας. Αιτιολογίες που δεν συνδέονται με τα στοιχεία της υπόθεσης ή στηρίζονται σε εκτιμήσεις γενικής πρόληψης δεν γίνονται αποδεκτές.

[…]»

8.        Κατά το άρθρο 30 της οδηγίας αυτής, το οποίο επιγράφεται «Κοινοποίηση των αποφάσεων»:

«1.      Κάθε απόφαση που λαμβάνεται δυνάμει του άρθρου 27, παράγραφος 1, πρέπει να κοινοποιείται εγγράφως στους ενδιαφερόμενους κατά τρόπο που να τους επιτρέπει να κατανοήσουν το περιεχόμενο και τις συνέπειες της απόφασης.

2.      Οι ενδιαφερόμενοι ενημερώνονται, επακριβώς και πλήρως, για τους λόγους δημόσιας τάξης, δημόσιας ασφάλειας ή δημόσιας υγείας επί των οποίων στηρίζεται η ληφθείσα στην περίπτωσή τους απόφαση, εκτός αν αυτό αντιτίθεται στα συμφέροντα της ασφάλειας του κράτους.

3.      Η κοινοποίηση περιέχει μνεία του δικαστηρίου ή της διοικητικής αρχής ενώπιον του οποίου ο ενδιαφερόμενος μπορεί να ασκήσει προσφυγή, την προθεσμία της προσφυγής καθώς και, ενδεχομένως, την προθεσμία που τάσσεται στον ενδιαφερόμενο να εγκαταλείψει την επικράτεια του κράτους μέλους. Με εξαίρεση τις δεόντως αιτιολογημένες περιπτώσεις κατεπείγοντος, η τασσόμενη προθεσμία για την εγκατάλειψη της επικράτειας δεν μπορεί να είναι μικρότερη του ενός μηνός από την ημερομηνία της κοινοποίησης.»

9.        Το άρθρο 31 της εν λόγω οδηγίας, το οποίο επιγράφεται «Διαδικαστικές εγγυήσεις», ορίζει, στις παραγράφους του 1 και 3, τα εξής:

«1.      Οι ενδιαφερόμενοι έχουν πρόσβαση σε δικαστικές και, ενδεχομένως, διοικητικές διαδικασίες προσφυγών στο κράτος μέλος υποδοχής, προκειμένου να προσβάλλουν ή να ζητήσουν την αναθεώρηση απόφασης η οποία έχει ληφθεί εις βάρος τους για λόγους δημόσιας τάξης, δημόσιας ασφάλειας ή δημόσιας υγείας.

[…]

3.      Οι διαδικασίες προσφυγών επιτρέπουν τον έλεγχο της νομιμότητας της απόφασης, καθώς και των γεγονότων και των περιστάσεων επί των οποίων βασίζεται το προτεινόμενο μέτρο. Εξασφαλίζουν επίσης ότι η απόφαση δεν είναι δυσανάλογη, ιδίως σε σχέση με τις απαιτήσεις που καθορίζονται στο άρθρο 28.»

2.      Το ιρλανδικό δίκαιο

10.      Τώρα, η ιρλανδική νομοθεσία περί μεταφοράς της οδηγίας 2004/38 στο εθνικό δίκαιο περιέχεται στην European Communities (Free Movement of Persons) Regulations 2015 [κανονιστική απόφαση του 2015, Ευρωπαϊκές Κοινότητες (ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων)] (στο εξής: κανονιστική απόφαση του 2015).

11.      Η κανονιστική απόφαση του 2015 αντικατέστησε την European Communities (Free Movement of Persons) (n° 2) Regulations 2006 [κανονιστική απόφαση του 2006, Ευρωπαϊκές Κοινότητες (ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων) (αριθ. 2)] (στο εξής: κανονιστική απόφαση του 2006) και τέθηκε σε ισχύ την 1η Φεβρουαρίου 2016.

12.      Το άρθρο 3 του Immigration Act 1999 (νόμου του 1999 περί μεταναστεύσεως) ρυθμίζει την εξουσία του Minister for Justice and Equality (Υπουργού Δικαιοσύνης και Ισότητας, Ιρλανδία, στο εξής: υπουργός) να λαμβάνει αποφάσεις «απέλασης» (deportation orders).

13.      Κατά το άρθρο 3, παράγραφος 1, του νόμου του 1999 περί μεταναστεύσεως, ο υπουργός δύναται να εκδώσει απόφαση απέλασης «με την οποία καλεί τον αλλοδαπό τον οποίο αφορά η απόφαση να εγκαταλείψει την ημεδαπή εντός της τασσόμενης στην απόφαση προθεσμίας και να παραμείνει εκτός της ημεδαπής στο μέλλον».

14.      Κατά το άρθρο 3, παράγραφος 2, στοιχεία h και i, του νόμου αυτού, απόφαση απέλασης μπορεί να εκδοθεί κατά προσώπου το οποίο, αντιστοίχως, «παρέβη, κατά τον υπουργό, περιορισμό ή όρο που του επιβλήθηκε όσον αφορά την αποβίβαση στην ημεδαπή ή την άφιξη στην ημεδαπή ή την άδεια διαμονής στην ημεδαπή» ή «του οποίου η απέλαση μπορεί, κατά τον υπουργό, να διασφαλίσει το κοινό συμφέρον».

15.      Κατά το άρθρο 3, παράγραφος 3, στοιχείο a, του εν λόγω νόμου, όταν ο υπουργός καταρτίζει σχέδιο απόφασης απέλασης, το κοινοποιεί γραπτώς, με την αιτιολογία του, στο ενδιαφερόμενο πρόσωπο.

16.      Το άρθρο 3, παράγραφος 4, του νόμου του 1999 περί μεταναστεύσεως προβλέπει ότι η κοινοποίηση του εν λόγω σχεδίου πρέπει να μνημονεύει, μεταξύ άλλων, τα εξής:

–        ότι το πρόσωπο μπορεί να διατυπώσει παρατηρήσεις εντός προθεσμίας δεκαπέντε εργάσιμων ημερών·

–        ότι το πρόσωπο δικαιούται να εγκαταλείψει την επικράτεια οικειοθελώς, πριν ο υπουργός εκδώσει απόφαση επί της υπόθεσής του, και ότι το πρόσωπο οφείλει να ενημερώσει τον υπουργό για τα μέτρα που έλαβε προκειμένου να αποχωρήσει από την επικράτεια ·

–        ότι το πρόσωπο μπορεί να συγκατατεθεί στην έκδοση απόφασης απέλασης εντός προθεσμίας δεκαπέντε εργάσιμων ημερών, οπότε ο υπουργός οφείλει να οργανώσει την απομάκρυνση του προσώπου από την επικράτεια το συντομότερο δυνατόν.

17.      Κατά το άρθρο 3, παράγραφος 3, στοιχείο b, σημείο i, του νόμου αυτού, όταν ένα πρόσωπο διατυπώσει παρατηρήσεις, ο υπουργός οφείλει, πριν εκδώσει την απόφασή του, να τις λάβει υπόψη.

18.      Κατά το άρθρο 3, παράγραφος 6, του εν λόγω νόμου, ο υπουργός οφείλει, προκειμένου να εκτιμήσει αν πρέπει να εκδώσει απόφαση απέλασης, να λάβει υπόψη ένα σύνολο στοιχείων, όπως τη διάρκεια διαμονής του προσώπου στην ημεδαπή και τους δεσμούς του με την ημεδαπή, την επαγγελματική σταδιοδρομία του και τις προοπτικές απασχόλησής του (συμπεριλαμβανομένης της ανεξάρτητης απασχόλησης), το ήθος και τη συμπεριφορά του τόσο εντός της ημεδαπής όσο και, στο μέτρο που τα στοιχεία αυτά ασκούν επιρροή και μπορούν να αποδειχθούν, εκτός αυτής, ανθρωπιστικούς λόγους, το κοινό συμφέρον, καθώς και εκτιμήσεις σχετικές με την εθνική ασφάλεια και τη δημόσια τάξη.

19.      Για να εκδώσει απόφαση απέλασης, ο υπουργός οφείλει επίσης να λάβει υπόψη κάθε ενδεχόμενο επαναπροώθησης καθώς και τα δικαιώματα, όπως τα ανθρώπινα δικαιώματα, τα οποία ενδέχεται να απορρέουν από το ιρλανδικό Σύνταγμα και/ή τη Σύμβαση για την προάσπιση των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών που υπογράφτηκε στη Ρώμη στις 4 Νοεμβρίου 1950.

20.      Άπαξ εκδοθεί, η απόφαση απέλασης παραμένει σε ισχύ επ’ αόριστον. Εντούτοις, το ενδιαφερόμενο πρόσωπο μπορεί να ζητήσει την τροποποίηση ή την ανάκληση μιας τέτοιας απόφασης δυνάμει του άρθρου 311 του νόμου του 1999 περί μεταναστεύσεως. Κατά την εξέταση αίτησης για την ανάκληση απόφασης απέλασης, ο υπουργός οφείλει να καθορίσει αν ο αιτών προσδιόρισε μεταβολή των περιστάσεων η οποία επήλθε μετά την έκδοση της απόφασης αυτής και δικαιολογεί την ανάκλησή της. Τέτοιες περιστάσεις μπορούν να συντρέχουν, μεταξύ άλλων, όταν το πρόσωπο είναι μέλος της οικογένειας πολίτη της Ένωσης ο οποίος ασκεί στην Ιρλανδία δικαιώματα ελεύθερης κυκλοφορίας τα οποία του παρέχει το δίκαιο της Ένωσης.

III. Το ιστορικό της διαφοράς της κύριας δίκης, τα προδικαστικά ερωτήματα και η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου

21.      Η Nalini Chenchooliah, υπήκοος Μαυρικίου, έφθασε στην Ιρλανδία περί τον Φεβρουάριο του 2005, με σπουδαστική θεώρηση εισόδου, και διέμεινε στη χώρα αυτή έως τις 7 Φεβρουαρίου 2012 βάσει διαδοχικών αδειών διαμονής. Στις 13 Σεπτεμβρίου 2011, τέλεσε γάμο με Πορτογάλο υπήκοο. Στις 2 Φεβρουαρίου 2012, ζήτησε δελτίο διαμονής επικαλούμενη την ιδιότητά της ως συζύγου πολίτη της Ένωσης. Κατόπιν της αιτήσεως αυτής, ο υπουργός ζήτησε, επανειλημμένως, συμπληρωματικές πληροφορίες από την Ν. Chenchooliah, τις οποίες αυτή παρέσχε, εν μέρει, με επιστολή της 25ης Μαΐου 2012. Με επιστολή της 27ης Αυγούστου 2012, η Ν. Chenchooliah ζήτησε παράταση της προθεσμίας για την προσκόμιση σύμβασης εργασίας, ισχυριζόμενη ότι ο σύζυγός της είχε μόλις αρχίσει να εργάζεται.

22.      Με απόφαση της 11ης Σεπτεμβρίου 2012, ο υπουργός απέρριψε την αίτηση χορήγησης δελτίου διαμονής στην Ν. Chenchooliah με την ακόλουθη αιτιολογία:

«Δεν αποδείξατε ότι ο πολίτης της Ένωσης ασκεί οικονομική δραστηριότητα στην Ιρλανδία και, επομένως, ο υπουργός δεν έχει πεισθεί ότι ο πολίτης αυτός ασκεί τα δικαιώματά [του] μέσω μισθωτής ή μη μισθωτής δραστηριότητας, σπουδάζοντας, λόγω ακούσιας ανεργίας ή επειδή διαθέτει επαρκείς πόρους, σύμφωνα με τις απαιτήσεις του άρθρου 6, παράγραφος 2, στοιχείο a, της κανονιστικής απόφασης [του 2006]. Κατά συνέπεια, δεν έχετε δικαίωμα διαμονής [στην Ιρλανδία] κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 6, παράγραφος 2, στοιχείο a, της κανονιστικής απόφασης [του 2006].»

23.      Με επιστολή της 15ης Οκτωβρίου 2012, η Ν. Chenchooliah προσκόμισε την απόδειξη ότι ο σύζυγός της είχε εργαστεί σε εστιατόριο για διάστημα δύο εβδομάδων και ζήτησε παράταση της ταχθείσας προθεσμίας για την κατάθεση αίτησης επανεξέτασης της απόφασης της 11ης Σεπτεμβρίου 2012. Με έγγραφο της 31ης Οκτωβρίου 2012, ο υπουργός δέχθηκε να παρατείνει την εν λόγω προθεσμία. Στο πλαίσιο της επανεξέτασης, ο υπουργός ζήτησε συμπληρωματικές πληροφορίες και διευκρίνισε ότι, αν αυτές δεν παρέχονταν εντός προθεσμίας δέκα εργάσιμων ημερών, ο φάκελος θα διαβιβαζόταν στην αρμόδια υπηρεσία για τα μέτρα απομάκρυνσης. Δεδομένου ότι η Ν. Chenchooliah δεν γνωστοποίησε καμία νέα πληροφορία για διάστημα σχεδόν δύο ετών, η απόφαση της 11ης Σεπτεμβρίου 2012 έχει καταστεί απρόσβλητη.

24.      Με επιστολή της 17ης Ιουλίου 2014, την οποία απηύθυνε ευθέως στον υπουργό, η Ν. Chenchooliah ανέφερε ότι, κατόπιν ποινικής καταδίκης, ο σύζυγός της ήταν φυλακισμένος στην Πορτογαλία από τις 16 Ιουνίου 2014 και ζήτησε την άδεια να παραμείνει στην ιρλανδική επικράτεια επικαλούμενη την προσωπική κατάστασή της. Ο προσωπικός γραμματέας του υπουργού έλαβε την επιστολή αυτή με απόδειξη παραλαβής στις 18 Ιουλίου 2014. Εντούτοις, φαίνεται ότι η επιστολή αυτή δεν παρελήφθη πριν από τις 15 Σεπτεμβρίου 2014 από το αρμόδιο τμήμα της υπηρεσίας του υπουργείου.

25.      Εν τω μεταξύ, με έγγραφο της 3ης Σεπτεμβρίου 2014, ο υπουργός ενημέρωσε την Ν. Chenchooliah ότι σχεδιαζόταν να εκδοθεί απόφαση απομάκρυνσής της, επειδή ο σύζυγός της, πολίτης της Ένωσης, είχε διαμείνει στην Ιρλανδία για διάστημα άνω των τριών μηνών χωρίς να συμμορφωθεί προς τις απαιτήσεις του άρθρου 6, παράγραφος 2, της κανονιστικής απόφασης του 2006, διάταξης με την οποία μεταφέρθηκε στο ιρλανδικό δίκαιο το άρθρο 7, παράγραφος 2, της οδηγίας 2004/38, με αποτέλεσμα η Ν. Chenchooliah να μην έχει πλέον δικαίωμα διαμονής στην Ιρλανδία.

26.      Με επιστολή της 26ης Νοεμβρίου 2015, οι δικηγόροι που εκπροσωπούσαν την Ν. Chenchooliah ζήτησαν από τον υπουργό, κατ’ εφαρμογήν της διακριτικής ευχέρειας που παρέχει σε αυτόν το ιρλανδικό δίκαιο, να χορηγήσει στην Ν. Chenchooliah άδεια διαμονής, επικαλούμενοι, μεταξύ άλλων, το μακρό χρονικό διάστημα διαμονής της Ν. Chenchooliah στην Ιρλανδία, την επαγγελματική σταδιοδρομία της και τις προοπτικές απασχόλησής της.

27.      Με έγγραφο της 15ης Νοεμβρίου 2016, ο υπουργός ενημέρωσε την Ν. Chenchooliah ότι αποφάσισε να μην εκτελέσει την απόφαση απομάκρυνσης, αλλά να κινήσει διαδικασία απέλασης βάσει του άρθρου 3 του νόμου του 1999 περί μεταναστεύσεως. Στο έγγραφο αυτό επισυναπτόταν σχέδιο απόφασης απέλασης παρατηρήσεις επί του οποίου καλούνταν να διατυπώσει η Ν. Chenchooliah. Το σχέδιο αυτό βασιζόταν στον παράνομο χαρακτήρα της διαμονής της Ν. Chenchooliah στην Ιρλανδία από τις 7 Φεβρουαρίου 2012 (3) και στη γνώμη του υπουργού ότι η απέλασή της θα διασφάλιζε το κοινό συμφέρον. Στο έγγραφο αυτό επισυναπτόταν παλαιότερη απόφαση, της 21ης Οκτωβρίου 2016, με την οποία επιβεβαιωνόταν ότι είχε αποφασιστεί να μην εκδοθεί απόφαση απομάκρυνσης και απαγόρευσης εισόδου στην ημεδαπή έναντι της Ν. Chenchooliah δυνάμει της κανονιστικής απόφασης του 2006 και των μεταβατικών διατάξεων της κανονιστικής απόφασης του 2015.

28.      Στις 12 Δεκεμβρίου 2016, το αιτούν δικαστήριο επέτρεψε στην Ν. Chenchooliah να καταθέσει αίτηση δικαστικού ελέγχου της απόφασης της 21ης Οκτωβρίου 2016 καθώς και αίτηση ασφαλιστικών μέτρων προκειμένου να απαγορευθεί στον υπουργό η έκδοση απόφασης απέλασής της. Επιπλέον, το αιτούν δικαστήριο διέταξε προσωρινά μέτρα με σκοπό να μη συνεχιστεί η διαδικασία απέλασης της Ν. Chenchooliah πριν εκδοθεί απόφαση επί της δικαστικής προσφυγής της.

29.      Από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι οι λόγοι για τους οποίους της επετράπη να καταθέσει στο αιτούν δικαστήριο αίτηση δικαστικού ελέγχου ανάγονται στο γεγονός ότι η Ν. Chenchooliah, ως σύζυγος πολίτη της Ένωσης της οποίας η αίτηση δελτίου διαμονής για μέλος της οικογένειας πολίτη της Ένωσης εξετάστηκε από τον υπουργό, είναι πρόσωπο επί του οποίου είχαν εφαρμογή, και εξακολουθούν να έχουν εφαρμογή, η οδηγία 2004/38 και η κανονιστική απόφαση του 2006, όπως τροποποιήθηκε με την κανονιστική απόφαση του 2015.

30.      Το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι, έως τώρα, το Δικαστήριο δεν έχει ακόμη αποφανθεί ωε προς το αν υπήκοος τρίτου κράτους, σύζυγος πολίτη της Ένωσης, εξακολουθεί να εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2004/38 υπό την ιδιότητα του «δικαιούχου», κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής, και ότι, επομένως, σε μια κατάσταση όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης, όπου ο εν λόγω πολίτης της Ένωσης επέστρεψε στο κράτος μέλος του οποίου έχει την ιθαγένεια για να εκτίσει εκεί στερητική της ελευθερίας ποινή και, επομένως, δεν ασκεί πλέον, στο κράτος μέλος υποδοχής, το δικαίωμά του ελεύθερης κυκλοφορίας που παρέχεται από το δίκαιο της Ένωσης, η απομάκρυνση αυτού του υπηκόου τρίτου κράτους από το κράτος μέλος υποδοχής στο οποίο διαμένει διέπεται, μεταξύ άλλων, από τα άρθρα 27, 28 και 31 της οδηγίας 2004/38.

31.      Συναφώς, το αιτούν δικαστήριο παραπέμπει στην απόφασή του στην υπόθεση Igunma v Governor of Wheatfield Prison and others, της 29ης Απριλίου 2014, [(2014) IEHC 218], στην οποία έκρινε ότι πρέπει να δοθεί καταφατική απάντηση στο ερώτημα αυτό, και τούτο για τον θεμελιώδη λόγο ότι, σε κατάσταση στην οποία υπήκοος τρίτου κράτους τελεί νόμιμο γάμο με πολίτη της Ένωσης σε χρόνο όπου ο πολίτης της Ένωσης ασκεί το δικαίωμά του κυκλοφορίας και/ή διαμονής στο κράτος μέλος υποδοχής, δικαίωμα το οποίο αντλεί από το δίκαιο της Ένωσης, ο εν λόγω υπήκοος τρίτου κράτους εξακολουθεί να εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2004/38 υπό την ιδιότητά του ως «δικαιούχου» κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής, έστω και αν, μεταγενέστερα, δεν του χορηγήθηκε δικαίωμα διαμονής δυνάμει του άρθρου 7 της εν λόγω οδηγίας, με την αιτιολογία ότι ο πολίτης της Ένωσης δεν ασκούσε, ή δεν ασκούσε πλέον, το δικαίωμα ελεύθερης κυκλοφορίας. Εφόσον, σε μια τέτοια κατάσταση, η οδηγία 2004/38 εξακολουθεί να έχει εφαρμογή, ο εν λόγω υπήκοος τρίτου κράτους μπορεί να απομακρυνθεί από το έδαφος του κράτους μέλους υποδοχής μόνο βάσει των διατάξεων του κεφαλαίου VI της οδηγίας αυτής. Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι συζητήθηκαν ενώπιόν του τα διδάγματα τα οποία ενδεχομένως μπορούν να αντληθούν από την απόφαση εκείνη και να εφαρμοστούν στην υπό κρίση υπόθεση.

32.      Όσον αφορά τη δικαστική αυτή απόφαση, ο υπουργός υποστήριξε ότι είναι αβάσιμη προβάλλοντας, μεταξύ άλλων, ότι δεν έλαβε υπόψη ένα ουσιώδες στοιχείο της υπόθεσης, ήτοι ότι μέλος της οικογένειας πολίτη της Ένωσης δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2004/38 αν ο πολίτης αυτός όντως δεν ασκεί το δικαίωμά του ελεύθερης κυκλοφορίας. Στην περίπτωση αυτή, απόφαση απομάκρυνσης αυτού του μέλους της οικογένειας θα διέπεται όχι από τις διατάξεις του κεφαλαίου VI της οδηγίας αυτής, αλλά από το δίκαιο περί αλλοδαπών. Εξάλλου, αντίθετη ερμηνεία θα απαιτούσε να αποδειχθεί κίνδυνος για τη δημόσια τάξη ή τη δημόσια ασφάλεια, πράγμα που θα καθιστούσε δυσχερέστατη, ακόμη και πρακτικά αδύνατη, την απομάκρυνση υπηκόων τρίτων κρατών συζύγων πολιτών της Ένωσης οι οποίοι υπήκοοι, κάποτε, είχαν μόνο δικαίωμα προσωρινής διαμονής λόγω των δραστηριοτήτων των συζύγων τους στο κράτος μέλος υποδοχής, ανεξαρτήτως της τωρινής δραστηριότητας ή του τόπου στον οποίο διαμένουν πλέον αυτοί οι πολίτες της Ένωσης, ο οποίος θα μπορούσε να ευρίσκεται εκτός της Ένωσης.

33.      Αντιθέτως, η Ν. Chenchooliah υποστήριξε ότι η επίμαχη δικαστική απόφαση ενισχύει την άποψή της ότι, ως πρόσωπο που κάποτε είχε, λόγω του γάμου της, δικαίωμα διαμονής, έστω και προσωρινό, διάρκειας τριών μηνών δυνάμει του άρθρου 6 της οδηγίας 2004/38, εξακολουθεί να εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας αυτής και, επομένως, δύναται να απομακρυνθεί από το έδαφος του κράτους μέλους υποδοχής μόνο με σεβασμό των κανόνων και των εγγυήσεων που προβλέπει η εν λόγω οδηγία.

34.      Υπό τις συνθήκες αυτές, το High Court (ανώτερο δικαστήριο, Ιρλανδία), με απόφαση της 16ης Ιανουαρίου 2018, η οποία περιήλθε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 12 Φεβρουαρίου 2018, αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να θέσει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)      Όταν σε σύζυγο πολίτη της Ένωσης που έχει ασκήσει τα δικαιώματα ελεύθερης κυκλοφορίας κατά το άρθρο 6 της οδηγίας 2004/38 δεν παρέχεται δικαίωμα διαμονής κατά το άρθρο 7 της ίδιας οδηγίας, λόγω του ότι ο ως άνω πολίτης της Ένωσης δεν ασκεί, ή δεν ασκεί πλέον, απορρέοντα από τις Συνθήκες της Ευρωπαϊκής Ένωσης δικαιώματα στο συγκεκριμένο κράτος μέλος υποδοχής, και όταν έχει διατυπωθεί πρόθεση απελάσεως του συζύγου από το εν λόγω κράτος μέλος, πρέπει η εν λόγω απέλαση να διενεργηθεί κατ’ εφαρμογήν και τηρουμένων των διατάξεων της οδηγίας αυτής ή αυτό εμπίπτει στην εθνική νομοθεσία του ανωτέρω κράτους μέλους;

2)      Αν η απάντηση στο ερώτημα 1 είναι ότι η απέλαση πρέπει να διενεργηθεί σύμφωνα με τις διατάξεις της οδηγίας 2004/38, πρέπει η απέλαση να διενεργηθεί κατ’ εφαρμογήν και τηρουμένων των απαιτήσεων του κεφαλαίου VI της οδηγίας αυτής, και ειδικότερα των άρθρων της 27 και 28, ή δύναται το κράτος μέλος, υπό αυτές τις συνθήκες, να στηριχθεί σε άλλες διατάξεις της ίδιας οδηγίας, και ειδικότερα στα άρθρα της 14 και 15;»

35.      Γραπτές παρατηρήσεις κατέθεσαν οι διάδικοι της κύριας δίκης, η Δανική, η Ολλανδική και η Αυστριακή Κυβέρνηση, καθώς και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή.

36.      Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση που διεξήχθη στις 15 Ιανουαρίου 2019, προφορικές παρατηρήσεις υποβλήθηκαν εξ ονόματος της προσφεύγουσας της κύριας δίκης, της Δανικής και της Ολλανδικής Κυβέρνησης, καθώς και της Επιτροπής.

IV.    Ανάλυση

1.      Οριοθέτηση της προβληματικής που τίθεται με τα προδικαστικά ερωτήματα

37.      Πριν εξεταστούν τα προδικαστικά ερωτήματα υπό το πρίσμα του δικαίου της Ένωσης, πρέπει να οριοθετηθεί η προβληματική που τίθεται στην υπό κρίση υπόθεση.

38.      Κατ’ αρχάς, επισημαίνεται ότι, στην επίμαχη στην κύρια δίκη κατάσταση, η Ν. Chenchooliah, υπήκοος Μαυρικίου, έλαβε από τις αρμόδιες αρχές άδεια διαμονής στην Ιρλανδία υπό την ιδιότητά της ως φοιτήτριας κατά το διάστημα από το 2005 έως το 2012. Αφότου διέμεινε νομίμως στην ιρλανδική επικράτεια κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου των σχεδόν επτά ετών, η Ν. Chenchooliah τέλεσε γάμο με Πορτογάλο υπήκοο και ζήτησε δελτίο διαμονής ως σύζυγος πολίτη της Ένωσης.

39.      Συναφώς, από τα στοιχεία που παρασχέθηκαν με την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι ο σύζυγος της Ν. Chenchooliah, πολίτης της Ένωσης, άσκησε το δικαίωμά του ελεύθερης κυκλοφορίας μεταβαίνοντας και διαμένοντας σε κράτος μέλος άλλο από εκείνο του οποίου είχε την ιθαγένεια, όταν αποχώρησε από την Πορτογαλία για να μεταβεί στην Ιρλανδία, όπου εργάστηκε τουλάχιστον επί δεκαπέντε ημέρες. Εντούτοις, ο πολίτης της Ένωσης επέστρεψε στην Πορτογαλία, όπου, από τις 16 Ιουνίου 2014, εκτίει στερητική της ελευθερίας ποινή, ενώ η Ν. Chenchooliah παρέμεινε στην Ιρλανδία.

40.      Εν συνεχεία, πρέπει να επισημανθεί ότι, όπως διευκρινίζει το αιτούν δικαστήριο, λόγω του γάμου της με τον συγκεκριμένο πολίτη της Ένωσης κατά το διάστημα που αυτός ασκούσε την ελευθερία του κυκλοφορίας στην Ιρλανδία, η Ν. Chenchooliah είχε, τουλάχιστον κατά την περίοδο αυτή, την ιδιότητα του «δικαιούχου» κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 2004/38. Εντούτοις, η αίτησή της να της παρασχεθεί δικαίωμα διαμονής απορρέον από το δικαίωμα διαμονής του συζύγου της πολίτη της Ένωσης, δυνάμει του άρθρου 7, παράγραφος 2, της οδηγίας 2004/38, απορρίφθηκε με την απόφαση του υπουργού της 11ης Σεπτεμβρίου 2012, η οποία έχει καταστεί απρόσβλητη, με την αιτιολογία ότι η Ν. Chenchooliah δεν είχε δικαίωμα διαμονής στην Ιρλανδία κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 6, παράγραφος 2, στοιχείο a, της κανονιστικής απόφασης του 2006, διάταξης με την οποία μεταφέρθηκε στο ιρλανδικό δίκαιο το άρθρο 7, παράγραφος 2, της οδηγίας 2004/38 (4).

41.      Τέλος, όπως προκύπτει από τις γραπτές παρατηρήσεις της και όπως επιβεβαιώθηκε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η Ν. Chenchooliah δεν αμφισβητεί την εν λόγω απόφαση του υπουργού και, επομένως, δεν αξιώνει δικαίωμα διαμονής το οποίο απορρέει από το δικαίωμα διαμονής του συζύγου της, πολίτη της Ένωσης, δυνάμει της οδηγίας 2004/38. Αντιθέτως, υποστηρίζει ότι, εφόσον διέμεινε στην Ιρλανδία σύμφωνα με τις διατάξεις της οδηγίας 2004/38, μπορεί μόνο να αποτελέσει αντικείμενο απόφασης απομάκρυνσης η οποία εκδίδεται με σεβασμό των εφαρμοστέων διατάξεων περί μεταφοράς της οδηγίας αυτής στο εθνικό δίκαιο και, ειδικότερα, των άρθρων της 27 και 28, και όχι απόφασης απέλασης λαμβανόμενης δυνάμει του άρθρου 3 του νόμου του 1999 περί μεταναστεύσεως, η οποία αυτεπαγγέλτως συνδυάζεται με επ’ αόριστον απαγόρευση εισόδου στην ιρλανδική επικράτεια.

2.      Εξέταση των προδικαστικών ερωτημάτων

42.      Με τα δύο προδικαστικά του ερωτήματα, τα οποία πρέπει να εξεταστούν από κοινού, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν η οδηγία 2004/38 και, ειδικότερα, οι διατάξεις του κεφαλαίου της VI ή του άρθρου της 15 πρέπει να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι έχουν εφαρμογή σε απόφαση απομάκρυνσης υπηκόου τρίτου κράτους η οποία εκδόθηκε με την αιτιολογία ότι αυτός δεν διαθέτει πλέον δικαίωμα διαμονής βάσει της οδηγίας αυτής, σε κατάσταση όπου αυτός ο υπήκοος τρίτου κράτους τέλεσε γάμο με πολίτη της Ένωσης σε χρόνο που ο πολίτης αυτός ασκούσε την ελευθερία του κυκλοφορίας μεταβαίνοντας και διαμένοντας σε κράτος μέλος άλλο από εκείνο του οποίου έχει την ιθαγένεια, δυνάμει του άρθρου 6, παράγραφος 1, της εν λόγω οδηγίας, ο δε πολίτης αυτός επέστρεψε, εν συνεχεία, στο κράτος μέλους του οποίου έχει την ιθαγένεια.

43.      Πρέπει να επισημανθεί εξαρχής ότι οι απόψεις της προσφεύγουσας, της Επιτροπής, του υπουργού και των κυβερνήσεων που έλαβαν μέρος στην προδικαστική διαδικασία διαφέρουν επί του σημείου αυτού. Ενώ η Ν. Chenchooliah και η Επιτροπή υποστηρίζουν ότι η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης κατάσταση, ήτοι η απομάκρυνση μέλους της οικογένειας πολίτη της Ένωσης από κράτος μέλος, με την αιτιολογία ότι ο εν λόγω πολίτης έπαυσε να ασκεί εκεί τα δικαιώματά του ελεύθερης κυκλοφορίας, εμπίπτει στην οδηγία 2004/38 (5), ο υπουργός, υποστηριζόμενος από την Ιρλανδία, καθώς και από τη Δανική, την Ολλανδική και την Αυστριακή Κυβέρνηση, έχει αντίθετη άποψη. Όσον αφορά το αιτούν δικαστήριο, όπως προκύπτει από το σημείο 31 των παρουσών προτάσεων, το δικαστήριο αυτό παραπέμπει στην απόφαση του High Court (Ανωτέρου Δικαστηρίου) της 29ης Απριλίου 2014, Igunma v Governor of Wheatfield Prison and others [(2014) IEHC 218], στην οποία έκρινε ότι η οδηγία 2004/38 έχει εφαρμογή σε κατάσταση ανάλογη της επίμαχης στην κύρια δίκη (6).

44.      Κατά συνέπεια, θεωρώ αναγκαίο, προκειμένου να απαντηθούν τα ερωτήματα του αιτούντος δικαστηρίου, να καθοριστεί κατ’ αρχάς αν και σε ποιο μέτρο η οδηγία 2004/38 έχει εφαρμογή εν προκειμένω. Προς τούτο, θα εξετάσω τη σχετική νομολογία του Δικαστηρίου, η οποία, κατά την άποψή μου, παρέχει ορισμένα στοιχεία που μπορούν να διαφωτίσουν το αιτούν δικαστήριο.

1.      Επί της δυνατότητας εφαρμογής της οδηγίας 2004/38 στην κατάσταση της Ν. Chenchooliah και του συζύγου της πολίτη της Ένωσης

1)      Προκαταρκτικές παρατηρήσεις

45.      Την επομένη της καθιέρωσης της ιθαγένειας της Ένωσης και τρία χρόνια μετά την έκδοση της απόφασης Grzelczyk (7), με την οποία το Δικαστήριο διευκρίνισε, για πρώτη φορά, ότι η ιδιότητα του πολίτη της Ενώσεως προορισμό έχει να αποτελέσει τη θεμελιώδη ιδιότητα των υπηκόων των κρατών μελών (8), εκδόθηκε η οδηγία 2004/38 με σκοπό την αναγκαία προσαρμογή στο νέο αυτό καθεστώς της νομοθεσίας σχετικά με τις ελευθερίες κυκλοφορίας και διαμονής οι οποίες ίσχυαν από τις αρχές της δεκαετίας του 2000 (9).

46.      Από τις αιτιολογικές σκέψεις 1 έως 4 και 11 της οδηγίας 2004/38 προκύπτει ότι αυτή έχει ως σκοπό προ πάντων να «διευκολύνει την άσκηση του θεμελιώδους ατομικού δικαιώματος της ελεύθερης κυκλοφορίας και διαμονής στο έδαφος των κρατών μελών, το οποίο παρέχεται απευθείας στους πολίτες της Ένωσης βάσει του άρθρου 21, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, και να ενισχύσει το εν λόγω δικαίωμα» (10). Επιπλέον, το Δικαστήριο έχει διευκρινίσει ότι το αντικείμενο της οδηγίας αυτής αφορά, όπως προκύπτει από το άρθρο της 1, στοιχείο αʹ, τις προϋποθέσεις άσκησης του δικαιώματος των πολιτών της Ένωσης και των μελών των οικογενειών τους να κυκλοφορούν και να διαμένουν ελεύθερα στο έδαφος των κρατών μελών (11).

2)      Είναι η έννοια του «δικαιούχου» κατά το άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 2004/38 στατική ή δυναμική;

47.      Το άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 2004/38, το οποίο καθορίζει το προσωπικό πεδίο εφαρμογής της, ορίζει ότι η οδηγία αυτή έχει εφαρμογή σε όλους τους πολίτες της Ένωσης που «μεταβαίνουν ή διαμένουν» σε κράτος μέλος άλλο από εκείνο του οποίου έχουν την ιθαγένεια, καθώς και στα μέλη της οικογένειάς τους, όπως αυτά ορίζονται στο άρθρο 2, σημείο 2, της εν λόγω οδηγίας, τα οποία «τους συνοδεύουν ή πηγαίνουν να τους συναντήσουν» (12).

48.      Από τη διάταξη αυτή, όπως έχει ερμηνευθεί από το Δικαστήριο, προκύπτει ότι μόνον ο δικαιούχος, κατά την έννοια του άρθρου 3 της οδηγίας 2004/38, δύναται να αντλήσει από την εν λόγω οδηγία δικαιώματα ελεύθερης κυκλοφορίας και διαμονής. Ο δικαιούχος αυτός μπορεί να είναι πολίτης της Ένωσης (ο οποίος μεταβαίνει ή διαμένει σε κράτος μέλος άλλο από εκείνο του οποίου έχει την ιθαγένεια) ή μέλος της οικογένειάς του (το οποίο τον συνοδεύει ή μεταβαίνει στο κράτος μέλος υποδοχής με σκοπό την οικογενειακή επανένωση), όπως το μέλος αυτό ορίζεται στο άρθρο 2, σημείο 2, της οδηγίας 2004/38 (13). Συναφώς, από πάγια νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι η οδηγία 2004/38 δεν παρέχει αυτοτελές δικαίωμα στα μέλη της οικογένειας πολίτη της Ένωσης που είναι υπήκοοι τρίτου κράτους. Συνεπώς, τα δικαιώματα που τυχόν παρέχει η ως άνω οδηγία στους υπηκόους αυτούς απορρέουν από τα δικαιώματα των οποίων απολαύει ο συγκεκριμένος πολίτης της Ένωσης λόγω της άσκησης της ελευθερίας του κυκλοφορίας (14).

49.      Εν προκειμένω, είναι πρόδηλο ότι ο σύζυγος της Ν. Chenchooliah, ο οποίος άσκησε την ελευθερία του κυκλοφορίας αποχωρώντας από το κράτος μέλος του οποίου έχει την ιθαγένεια, ήτοι την Πορτογαλία, για να μεταβεί και να διαμείνει στην Ιρλανδία, ενέπιπτε στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 2004/38. Επομένως, όπως εξέθεσε το αιτούν δικαστήριο, η Ν. Chenchooliah είχε και αυτή, τουλάχιστον κατά την περίοδο που ο Πορτογάλος σύζυγός της ασκούσε την ελευθερία του κυκλοφορίας στην Ιρλανδία, την ιδιότητα του «δικαιούχου» κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής (15). Εντούτοις, λαμβανομένων υπόψη ότι ο σύζυγος της Ν. Chenchooliah επέστρεψε στην Πορτογαλία και ότι η οδηγία 2004/38 δεν καλύπτει την κατάσταση της επιστροφής πολίτη της Ένωσης στο κράτος μέλος του οποίου έχει την ιθαγένεια (16), πρέπει να θεωρηθεί ότι αυτός δεν εμπίπτει πλέον στον ορισμό της έννοιας του «δικαιούχου» κατά το άρθρο 3 της οδηγίας 2004/38.

50.      Στο πλαίσιο αυτό, τίθεται το ερώτημα αν η Ν. Chenchooliah, σύζυγος πολίτη της Ένωσης ο οποίος έπαυσε να ασκεί την ελευθερία του ελεύθερης κυκλοφορίας, μπορεί να απολέσει την ιδιότητα του «δικαιούχου» κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 2004/38, δεδομένου ότι, κατ’ αρχήν, λόγω της επιστροφής του συζύγου της στο κράτος μέλος του οποίου έχει την ιθαγένεια, αυτή δεν πληροί πλέον την προϋπόθεση που τίθεται από τη διάταξη αυτή, ήτοι να συνοδεύει τον πολίτη της Ένωσης ή να μεταβαίνει στο κράτος μέλος υποδοχής με σκοπό την οικογενειακή επανένωση (17).

51.      Κατ’ εμέ, ναι.

52.      Συναφώς, οι αποφάσεις Metock κ.λπ. (18) και Lounes (19), από τις οποίες προκύπτει ότι η έννοια του «δικαιούχου» κατά το άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 2004/38 έχει, διαχρονικά, δυναμικό ή εξελικτικό χαρακτήρα, έχουν, κατά την άποψή μου, ιδιαίτερη σημασία.

1)      Η απόφαση Metock κ.λπ.

53.      Στην απόφαση Metock κ.λπ. (20), το Δικαστήριο απάντησε σε δύο προδικαστικά ερωτήματα τα οποία είχε υποβάλει το High Court (Ανώτερο Δικαστήριο) στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ, αφενός, πέντε πολιτών της Ένωσης και των συζύγων τους υπηκόων τρίτων κρατών και, αφετέρου, του υπουργού. Ο υπουργός είχε απορρίψει τις αιτήσεις τους για τη χορήγηση τίτλου διαμονής, υπό την ιδιότητά τους ως συζύγων πολίτη της Ένωσης που εργάζεται και/ή διαμένει στην Ιρλανδία, με την αιτιολογία ότι δεν πληρούσαν την προϋπόθεση προηγούμενης νόμιμης διαμονής σε άλλο κράτος μέλος, την οποία προέβλεπε τότε η ιρλανδική νομοθεσία.

54.      Όσον αφορά, πρώτον, την απαίτηση προηγούμενης νόμιμης διαμονής σε άλλο κράτος μέλος, το Δικαστήριο έκρινε ότι δεν αντλούν από την οδηγία 2004/38 δικαιώματα εισόδου και διαμονής σε κράτος μέλος όλοι οι υπήκοοι των τρίτων κρατών, αλλά μόνον όσοι είναι μέλη της οικογένειας, κατά την έννοια του άρθρου 2, σημείο 2, της οδηγίας αυτής, πολίτη της Ένωσης που άσκησε το δικαίωμά του ελεύθερης κυκλοφορίας εγκαθιστάμενος σε κράτος μέλος άλλο από το κράτος μέλος του οποίου έχει την ιθαγένεια (21). Το Δικαστήριο έκρινε ότι η οδηγία 2004/38 αντιτίθεται στη ρύθμιση κράτους μέλους δυνάμει της οποίας, για να μπορέσει υπήκοος τρίτου κράτους, σύζυγος πολίτη της Ένωσης διαμένοντος σε αυτό το κράτος μέλος, του οποίου δεν έχει την ιθαγένεια, να επικαλεστεί τις διατάξεις της οδηγίας αυτής, πρέπει, πριν από την έλευσή του στο κράτος μέλος υποδοχής, να διέμενε νομίμως σε άλλο κράτος μέλος (22).

55.      Όσον αφορά, δεύτερον, το άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 2004/38, το Δικαστήριο έκρινε ότι η διάταξη αυτή πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι ο υπήκοος τρίτου κράτους, που είναι σύζυγος πολίτη της Ένωσης διαμένοντος σε κράτος μέλος του οποίου δεν έχει την ιθαγένεια, και τον συνοδεύει ή μεταβαίνει στο κράτος μέλος υποδοχής με σκοπό την οικογενειακή επανένωση μπορεί να επικαλεστεί τις διατάξεις της οδηγίας αυτής, ανεξαρτήτως του τόπου και της ημερομηνίας συνάψεως του γάμου τους, καθώς και του τρόπου με τον οποίο αυτός ο υπήκοος της τρίτης χώρας εισήλθε στο κράτος μέλος υποδοχής (23).

2)      Η απόφαση Lounes

56.      Η υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση Lounes (24) αφορούσε Ισπανίδα υπήκοο, την P. N. García Ormazabal, η οποία, αφότου διέμενε στο Ηνωμένο Βασίλειο από το 1996, απέκτησε τη βρετανική ιθαγένεια με πολιτογράφηση το 2009, διατηρώντας την ισπανική ιθαγένειά της. Το 2014, η P. N. García Ormazabal τέλεσε γάμο με Αλγερινό υπήκοο, τον Toufik Lounes. Ο τελευταίος είχε καταθέσει αίτηση χορήγησης δελτίου διαμονής ως σύζυγος πολίτη της Ένωσης, η οποία απορρίφθηκε από τον Secretary of State for the Home Department (Υπουργό Εσωτερικών, Ηνωμένο Βασίλειο), με την αιτιολογία ότι ο Τ. Lounes είχε υπερβεί την επιτρεπόμενη στο Ηνωμένο Βασίλειο διάρκεια διαμονής, κατά παράβαση των ελέγχων περί μεταναστεύσεως.

57.      Μολονότι το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι η P. N. García Ormazabal ήταν Ισπανίδα υπήκοος και είχε ασκήσει το δικαίωμά της κυκλοφορίας μεταβαίνοντας και διαμένοντας σε κράτος μέλος άλλο από εκείνο του οποίου είχε την ιθαγένεια, ήτοι όταν αναχώρησε από την Ισπανία για να μεταβεί στο Ηνωμένο Βασίλειο το 1996, οι περιστάσεις της συγκεκριμένης υπόθεσης οδήγησαν το Δικαστήριο να κρίνει ότι η οδηγία 2004/38 δεν είχε εφαρμογή στην περίπτωση εκείνη (25). Υιοθετώντας στο ζήτημα αυτό τις προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Υ. Bot (26), το Δικαστήριο έκρινε ότι η απόκτηση της βρετανικής ιθαγένειας από την P. N. García Ormazabal είχε επιφέρει μεταβολή της νομικής κατάστασης τόσο από πλευράς εθνικού δικαίου όσο και από πλευράς της οδηγίας 2004/38 (27). Συναφώς, το Δικαστήριο έκρινε, αφενός, ότι η P. N. García Ormazabal δεν ενέπιπτε πλέον στον ορισμό της έννοιας του «δικαιούχου» κατά το άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 2004/38 και, αφετέρου, ότι η οδηγία αυτή δεν ήταν πλέον δυνατόν να διέπει τη διαμονή της στο Ηνωμένο Βασίλειο, δεδομένου ότι η διαμονή αυτή, ως εκ της φύσεώς της, δεν εξηρτάτο από οποιαδήποτε προϋπόθεση. Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο έκρινε ότι ο Τ. Lounes δεν είχε παράγωγο δικαίωμα διαμονής στο συγκεκριμένο κράτος μέλος βάσει των διατάξεων της οδηγίας 2004/38 (28).

58.      Κατά συνέπεια, το Δικαστήριο έστρεψε τον προβληματισμό του στην ιθαγένεια της Ένωσης (29). Συναφώς, το Δικαστήριο υπενθύμισε ότι τα δικαιώματα που το άρθρο 21, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ παρέχει σε πολίτη της Ένωσης, συμπεριλαμβανομένων των παραγώγων δικαιωμάτων των μελών της οικογένειάς του, σκοπό έχουν, ιδίως, να ενθαρρύνουν την προοδευτική ενσωμάτωση του συγκεκριμένου πολίτη της Ένωσης στην κοινωνία του κράτους μέλους υποδοχής (30). Εν συνεχεία, το Δικαστήριο επισήμανε ότι η πρακτική αποτελεσματικότητα των δικαιωμάτων αυτών επιβάλλει όπως πολίτης ευρισκόμενος στην κατάσταση της P. N. García Ormazabal δύναται να διατηρήσει στο κράτος μέλος υποδοχής τα δικαιώματα που αντλεί από την εν λόγω διάταξη, αφότου έχει αποκτήσει την ιθαγένεια αυτού του κράτους μέλους επιπλέον της αρχικής του ιθαγένειας, και, ειδικότερα, δύναται να έχει οικογενειακή ζωή με τον σύζυγό του υπήκοο τρίτου κράτους, με την παροχή στον εν λόγω υπήκοο παραγώγου δικαιώματος διαμονής (31). Ειδικότερα, το Δικαστήριο έκρινε ότι ο Τ. Lounes μπορούσε να τύχει του εν λόγω δικαιώματος διαμονής δυνάμει του άρθρου 21, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, υπό προϋποθέσεις που δεν έπρεπε να είναι αυστηρότερες από τις προβλεπόμενες στην οδηγία 2004/38 για την παροχή του δικαιώματος αυτού σε υπήκοο τρίτου κράτους, ο οποίος είναι μέλος της οικογένειας πολίτη της Ένωσης που άσκησε το δικαίωμά του ελεύθερης κυκλοφορίας εγκαθιστάμενος σε κράτος μέλος άλλο από εκείνο του οποίου έχει την ιθαγένεια (32).

3)      Ο εξελικτικός χαρακτήρας της έννοιας του «δικαιούχου» κατά το άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 2004/38: τα διδάγματα που πρέπει να αντληθούν από τις αποφάσεις Metock κ.λπ. και Lounes

59.      Έχω πλήρη επίγνωση των διαφορών όσον αφορά τα πραγματικά περιστατικά μεταξύ της υπό κρίση υπόθεσης και εκείνων επί των οποίων εκδόθηκαν οι αποφάσεις Metock κ.λπ. (33) και Lounes (34). Εντούτοις, όπως υπενθύμισα στο σημείο 52 των παρουσών προτάσεων, φρονώ ότι οι δύο αυτές αποφάσεις ασκούν επιρροή, ιδίως, για την εκτίμηση του δυναμικού ή εξελικτικού χαρακτήρα της έννοιας του «δικαιούχου» κατά το άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 2004/38.

60.      Όσον αφορά την απόφαση Metock κ.λπ. (35), θεωρώ ότι έχει ενδιαφέρον να παρατηρηθεί εξαρχής ότι οι τέσσερις προσφεύγοντες της κύριας δίκης, υπήκοοι τρίτου κράτους, επικαλέστηκαν, δυνάμει της οδηγίας 2004/38, το δικαίωμα να εγκατασταθούν με τις συζύγους τους πολίτες της Ένωσης στο κράτος μέλος υποδοχής (36). Συγκεκριμένα, οι αιτήσεις χορήγησης τίτλου διαμονής αυτών των υπηκόων τρίτων κρατών στο κράτος μέλος υποδοχής είχαν, τότε, κατατεθεί σε χρόνο κατά τον οποίο οι σύζυγοί τους πολίτες της Ένωσης ήδη διέμεναν σε αυτό επί μερικά χρόνια. Επομένως, το Δικαστήριο εξέδωσε την απόφαση εκείνη στο πλαίσιο της αναγνώρισης παραγώγου δικαιώματος διαμονής στο κράτος μέλος υποδοχής στο οποίο ο σύζυγος πολίτης της Ένωσης είχε ασκήσει την ελευθερία του ελεύθερης κυκλοφορίας εγκαθιστάμενος σε αυτό (37). Υπενθυμίζεται ότι το Δικαστήριο έκρινε ότι η απαίτηση να συνοδεύει τον πολίτη της Ένωσης ή να μεταβαίνει στο κράτος μέλος υποδοχής με σκοπό την οικογενειακή επανένωση στοιχεί, επιπλέον, με τον σκοπό των παραγώγων δικαιωμάτων εισόδου και διαμονής που η οδηγία 2004/38 προβλέπει για τα μέλη της οικογένειας των πολιτών της Ένωσης, δεδομένου ότι, άλλως, «το να μην έχει η οικογένεια του πολίτη της Ένωσης τη δυνατότητα να τον συνοδεύσει ή να μεταβεί στο κράτος μέλος υποδοχής με σκοπό την οικογενειακή επανένωση θίγει το δικαίωμα της ελεύθερης κυκλοφορίας του πολίτη, καθώς τον αποτρέπει από την άσκηση του δικαιώματος εισόδου και διαμονής στο κράτος μέλος αυτό» (38).

61.      Μπορεί να θεωρηθεί, υπό το πρίσμα των διδαγμάτων αυτών, ότι η ιδιότητα του «δικαιούχου» κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 2004/38, στο μέτρο που είναι αποτέλεσμα του γάμου υπηκόου τρίτου κράτους με πολίτη της Ένωσης ο οποίος ασκούσε την ελευθερία του κυκλοφορίας στο κράτος μέλος υποδοχής στο οποίο διαμένουν μαζί, παραμένει κεκτημένη και ότι πλέον δεν δύναται να απολεσθεί;

62.      Δεν το νομίζω (39).

63.      Δεδομένου ότι η απόφαση εκείνη εκδόθηκε στο πλαίσιο αιτήσεων υπηκόων τρίτου κράτους συζύγων πολίτη της Ένωσης σχετικά με το δικαίωμα των υπηκόων αυτών να εγκατασταθούν με τις συζύγους τους πολίτες της Ένωσης στο κράτος μέλος υποδοχής, δεν μπορεί να συναχθεί από τη συλλογιστική του Δικαστηρίου, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η Ν. Chenchooliah, ότι η ιδιότητα του «δικαιούχου» κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 2004/38 παραμένει κεκτημένη και δεν δύναται πλέον να απολεσθεί σε μια κατάσταση όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης.

64.      Εξάλλου, ο δυναμικός ή εξελικτικός χαρακτήρας της ιδιότητας του «δικαιούχου» κατά την εν λόγω διάταξη αναδείχθηκε πρόσφατα από το Δικαστήριο στην απόφαση Lounes (40). Συγκεκριμένα, οι περιστάσεις της υπόθεσης επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση εκείνη, οι οποίες υπενθυμίστηκαν στο σημείο 56 των παρουσών προτάσεων, οδήγησαν το Δικαστήριο να κρίνει ότι, από τη στιγμή που η P. N. García Ormazabal, πολίτης της Ένωσης, απέκτησε την ιθαγένεια του κράτους μέλους υποδοχής, δεν ενέπιπτε πλέον στον ορισμό της έννοιας του «δικαιούχου» κατά το άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 2004/38, και τούτο παρά το γεγονός ότι είχε ασκήσει επί σχεδόν είκοσι χρόνια το δικαίωμά της ελεύθερης κυκλοφορίας στο κράτος μέλος υποδοχής και είχε μάλιστα αποκτήσει δικαίωμα μόνιμης διαμονής κατά την έννοια της οδηγίας αυτής (41).

65.      Από την εφαρμογή στην υπό κρίση υπόθεση των διδαγμάτων που αντλούνται από τις δύο αυτές αποφάσεις, με σκοπό να εξεταστεί ο εξελικτικός χαρακτήρας της έννοιας του «δικαιούχου» κατά το άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 2004/38, προκύπτει ότι, αρχικά, η Ν. Chenchooliah, ως σύζυγος Πορτογάλου υπηκόου, απέκτησε παράγωγο δικαίωμα διαμονής κάτω των τριών μηνών βάσει του άρθρου 6, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής. Ήταν, τότε, «δικαιούχος» κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 2004/38 στο μέτρο που διέμενε με τον σύζυγό της πολίτη της Ένωσης σε κράτος μέλος άλλο από εκείνο του οποίου αυτός είχε την ιθαγένεια. Εντούτοις, εν συνεχεία, η Ν. Chenchooliah απώλεσε την ιδιότητα του «δικαιούχου» κατά την έννοια της διάταξης αυτής λόγω της επιστροφής του συζύγου της στην Πορτογαλία, δεδομένων ότι αυτός δεν πληρούσε πλέον την προϋπόθεση διαμονής στο κράτος μέλος υποδοχής και ότι η ίδια δεν πληρούσε πλέον την προϋπόθεση να τον συνοδεύει ή να μεταβαίνει σε αυτό το κράτος μέλος με σκοπό την οικογενειακή επανένωση (42). Επομένως, από την επιστροφή του συζύγου της στην Πορτογαλία και στο μέτρο που η ίδια παρέμεινε στην Ιρλανδία, όπου δεν διαμένει πλέον μαζί του, η Ν. Chenchooliah δεν εμπίπτει πλέον στην έννοια του «δικαιούχου», κατά το άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 2004/38.

66.      Τούτου λεχθέντος, το βασικό ζήτημα στην υπό κρίση υπόθεση μένει ανοικτό: μπορεί να θεωρηθεί ότι, παρά το γεγονός ότι δεν είναι πλέον «δικαιούχος» κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 2004/38, η Ν. Chenchooliah εξακολουθεί να εμπίπτει στην οδηγία αυτή όσον αφορά την απομάκρυνσή της από το κράτος μέλος υποδοχής;

67.      Όπως θα αποδείξω με τις εκτιμήσεις που ακολουθούν, είμαι πεπεισμένος ότι πρέπει να δοθεί καταφατική απάντηση στο ερώτημα αυτό.

3)      Ο «κύκλος ζωής» της άσκησης της ελευθερίας κυκλοφορίας πολίτη της Ένωσης και των μελών της οικογένειάς του στο πλαίσιο της οδηγίας 2004/38

68.      Ευθύς εξαρχής, επιβάλλεται η επισήμανση ότι, ακόμη και αν η Ν. Chenchooliah δεν έχει πλέον την ιδιότητα του «δικαιούχου» κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 2004/38 και, επομένως, απώλεσε το δικαίωμα διαμονής στο κράτος μέλος υποδοχής, αυτό ουδόλως σημαίνει ότι δεν μπορούν να εφαρμοστούν άλλες διατάξεις της οδηγίας αυτής. Ασφαλώς, η δυνατότητα εφαρμογής της οδηγίας 2004/38 καθορίζεται από το άρθρο της 3, παράγραφος 1, για την περίοδο κατά την οποία ο πολίτης της Ένωσης και τα μέλη της οικογένειάς του είναι «δικαιούχοι» κατά την έννοια της διάταξης αυτής. Επομένως, κατά την περίοδο αυτή, αντλούν από την εν λόγω οδηγία τα δικαιώματα ελεύθερης κυκλοφορίας και διαμονής. Εντούτοις, οι συνέπειες της απώλειας της ιδιότητας του «δικαιούχου» κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 2004/38, και, μεταξύ άλλων, η απομάκρυνση, παραμένουν πάντοτε συνδεδεμένες με την περίοδο κατά την οποία ο εν λόγω πολίτης της Ένωσης και τα μέλη της οικογένειάς του διέμεναν νομίμως στο κράτος μέλος υποδοχής ως «δικαιούχοι» κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής.

69.      Ας μου επιτραπεί να αποσαφηνίσω την άποψη αυτή.

1)      Η διαφοροποιημένη εφαρμογή της οδηγίας 2004/38

70.      Η διάρθρωση της οδηγίας 2004/38 δείχνει ότι η οδηγία αυτή θεσπίζει ένα διαφοροποιημένο σύστημα εφαρμογής των διατάξεών της. Απλή ανάγνωση των τίτλων των διάφορων κεφαλαίων και διατάξεων της οδηγίας 2004/38 αρκεί για την αξιολόγηση του συστήματος αυτού (43). Συγκεκριμένα, η διάρθρωση της οδηγίας αυτής παραπέμπει, αφενός, στην αντίληψη περί εξέλιξης των ρυθμιζομένων από την εν λόγω οδηγία καταστάσεων του πολίτη της Ένωσης και των μελών της οικογένειάς του, καθώς και των δικαιωμάτων που τους παρέχει, και, αφετέρου, στην αντίληψη περί προοδευτικής ενσωμάτωσης των δικαιούχων στο κράτος μέλος υποδοχής. Ειδικότερα, η οδηγία 2004/38 διέπει τον πλήρη κύκλο ζωής της άσκησης της ελευθερίας κυκλοφορίας πολίτη της Ένωσης και των μελών της οικογένειάς του από τη στιγμή της άφιξής τους σε κράτος μέλος άλλο από εκείνο του οποίου ο πολίτης αυτός έχει την ιθαγένεια έως τη στιγμή της αποχώρησής τους από αυτό (44).

71.      Συνεπώς, η οδηγία 2004/38 θεσπίζει ένα σύστημα το οποίο καλύπτει διαφορετικά είδη δικαιωμάτων για διαφορετικές κατηγορίες πολιτών και το οποίο, επομένως, συνεπάγεται «διαφοροποιημένη εφαρμογή» των διατάξεών της. Η διαφοροποιημένη αυτή εφαρμογή οφείλεται στο γεγονός ότι, αφενός, οι καταστάσεις εισόδου, διαμονής ή αποχώρησης πολίτη της Ένωσης ο οποίος άσκησε την ελευθερία του κυκλοφορίας και των μελών της οικογένειάς του τα οποία τον συνοδεύουν ή μεταβαίνουν στο κράτος μέλος υποδοχής με σκοπό την οικογενειακή επανένωση ενδέχεται να διαφέρουν σημαντικά και, αφετέρου, η κατάστασή τους μπορεί να μεταβληθεί κατά τη διάρκεια της περιόδου διαμονής στο κράτος μέλος υποδοχής. Η διαφοροποιημένη εφαρμογή της οδηγίας 2004/38 σημαίνει απλούστατα ότι διαφορετικές κατηγορίες πολιτών της Ένωσης και μελών των οικογενειών τους (σπουδαστές, αιτούντες εργασία, εργαζόμενοι ή μόνιμοι κάτοικοι κ.λπ.) ενδέχεται να έχουν διαφορετικά είδη δικαιωμάτων αναλόγως του σταδίου στο οποίο βρίσκονται (διαμονή έως τρεις μήνες, άνω των τριών μηνών ή μόνιμη) και των προϋποθέσεων εισόδου ή διαμονής που πληρούν καθ’ όλη τη διάρκεια της άσκησης του δικαιώματός τους ελεύθερης κυκλοφορίας και διαμονής. Επομένως, ο πλήρης κύκλος ζωής της άσκησης του δικαιώματός τους ελεύθερης κυκλοφορίας εμπίπτει εξ ολοκλήρου στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας αυτής (45).

72.      Εξάλλου, η γενική αυτή αντίληψη συνάδει πλήρως με την αντίληψη ότι το προβλεπόμενο από την οδηγία 2004/38 σύστημα ρυθμίζει το δικαίωμα διαμονής στο κράτος μέλος υποδοχής προβλέποντας πλείονες βαθμίδες (46). Στο σημείο αυτό, βρίσκουμε πάλι την αντίληψη περί εξέλιξης. Συγκεκριμένα, ευθύς εξαρχής, το προβλεπόμενο στο άρθρο 6 της οδηγίας 2004/38 δικαίωμα διαμονής έως τρεις μήνες δεν υπόκειται σε καμία προϋπόθεση και σε καμία διατύπωση πέραν της υποχρέωσης να διαθέτει ο ενδιαφερόμενος δελτίο ταυτότητας ή διαβατήριο σε ισχύ (47). Εν συνεχεία, το δικαίωμα διαμονής άνω των τριών μηνών εξαρτάται από τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στο άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 2004/38 (48). Τέλος, στο άρθρο 16 της οδηγίας αυτής προβλέπεται δικαίωμα μόνιμης διαμονής (49) για τους πολίτες της Ένωσης και τα μέλη της οικογένειάς τους που έχουν διαμείνει νομίμως για συνεχές χρονικό διάστημα πέντε ετών στο κράτος μέλος υποδοχής (50). Επομένως, ο πολίτης της Ένωσης και τα μέλη της οικογένειάς του μπορούν να καλύψουν ένα ή περισσότερα στάδια της άσκησης της ελευθερίας τους κυκλοφορίας όταν πληρούν τις προβλεπόμενες στην οδηγία 2004/38 προϋποθέσεις (51), οι οποίες διαφέρουν ανάλογα με τη διάρκεια της παραμονής, πράγμα το οποίο διευκολύνει την «προοδευτική ενσωμάτωσή» τους στην κοινωνία του κράτους μέλους υποδοχής.

73.      Εντούτοις, αν, σε δεδομένη στιγμή, τα πρόσωπα αυτά δεν πληρούν πλέον τις προβλεπόμενες στην οδηγία 2004/38 προϋποθέσεις, με αποτέλεσμα να απολέσουν την ιδιότητα των «δικαιούχων» κατά την έννοια του άρθρου της 3, παράγραφος 1, και, κατά συνέπεια, τα δικαιώματα εισόδου και διαμονής στο κράτος μέλος υποδοχής, αυτό δεν σημαίνει ότι άλλες διατάξεις της οδηγίας αυτής δεν έχουν εφαρμογή επ’ αυτών. Οι άλλες αυτές διατάξεις ρυθμίζουν όχι μόνο τις προϋποθέσεις διατήρησης δικαιώματος διαμονής και τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες το δικαίωμα αυτό παύει να υφίσταται (άρθρα 12 έως 14), αλλά και τους περιορισμούς των δικαιωμάτων εισόδου και διαμονής και την προστασία σε περίπτωση απομάκρυνσης (άρθρα 15).

74.      Συναφώς, θεωρώ χρήσιμο να υπομνησθεί ότι το άρθρο 14, παράγραφος 2, της οδηγίας 2004/38 προβλέπει ότι «[ο]ι πολίτες της Ένωσης και τα μέλη της οικογένειάς τους έχουν το δικαίωμα διαμονής που προβλέπεται στα άρθρα 7, 12 και 13, ενόσω πληρούν τους όρους των άρθρων αυτών». Τα άρθρα 12 και 13 της οδηγίας αυτής ρυθμίζουν, αντιστοίχως, τη διατήρηση του δικαιώματος διαμονής των μελών της οικογένειας σε περίπτωση θανάτου ή αποχώρησης του πολίτη της Ένωσης και τη διατήρηση του δικαιώματος αυτού σε περίπτωση διαζυγίου, ακύρωσης του γάμου ή λήξης της καταχωρισμένης συμβίωσης. Ειδικότερα, ενώ οι καταστάσεις που μνημονεύονται στα δύο αυτά άρθρα δεν επηρεάζουν το δικαίωμα διαμονής των μελών της οικογένειας του πολίτη της Ένωσης που έχουν την ιθαγένεια κράτους μέλους (52), δεν ισχύει το ίδιο για τα μέλη της οικογένειας πολίτη της Ένωσης που είναι υπήκοοι τρίτου κράτους, τα οποία πρέπει να πληρούν ορισμένες προϋποθέσεις προκειμένου να διατηρήσουν το παράγωγο δικαίωμά τους διαμονής. Αν οι προϋποθέσεις αυτές, οι οποίες προβλέπονται στο άρθρο 12, παράγραφος 2, και στο άρθρο 13, παράγραφος 2, της οδηγίας 2004/38, δεν πληρούνται, τα πρόσωπα αυτά χάνουν τα δικαιώματα διαμονής χωρίς όμως να χάνουν την προστασία κατά της απομάκρυνσης. Συγκεκριμένα, προστατεύονται με το άρθρο 15 (κεφάλαιο ΙΙΙ) της οδηγίας αυτής, το οποίο ρυθμίζει τον περιορισμό της ελεύθερης κυκλοφορίας των πολιτών της Ένωσης και των μελών των οικογενειών τους, για άλλους λόγους εκτός της δημόσιας τάξης, της δημόσιας ασφάλειας ή της δημόσιας υγείας. Η κατάσταση της Ν. Chenchooliah εμπίπτει στην τελευταία διάταξη.

75.      Κατά την άποψή μου, από την εξέταση των άρθρων 12 και 13 της οδηγίας 2004/38 προκύπτει ότι, ακόμη και αν υπήκοος τρίτου κράτους απολέσει το παράγωγο δικαίωμα διαμονής και, ως εκ τούτου, δεν είναι πλέον «δικαιούχος» κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής, η εν λόγω οδηγία παρέχει την προστασία σε περίπτωση απομάκρυνσης προβλεπόμενης στο άρθρο 15 της ίδιας οδηγίας.

76.      Τούτου λεχθέντος, θεωρώ ότι είναι σημαντικό, στο παρόν στάδιο της ανάλυσής μου, να αναδείξω την ουσιώδη διαφορά μεταξύ της υπό κρίση υπόθεσης και της υπόθεσης επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση Lounes (53).

2)      Η ουσιώδης διαφορά μεταξύ της υπό κρίση υπόθεσης και της υπόθεσης επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση Lounes

77.      Στην υπόθεση Lounes, η επελθούσα μεταβολή ήταν θεμελιώδης μεταβολή του καθεστώτος της P. N. García Ormazabal. Συγκεκριμένα, από την απόφαση εκείνη προκύπτει ότι, αποκτώντας την ιθαγένεια του κράτους μέλους υποδοχής, η P. N. García Ormazabal άλλαξε νομικό καθεστώς τόσο από πλευράς του εθνικού δικαίου όσο και από πλευράς της οδηγίας 2004/38. Συγκεκριμένα, ακόμη και αν η οδηγία αυτή ρύθμιζε επί σχεδόν είκοσι έτη την άσκηση του δικαιώματός της ελεύθερης κυκλοφορίας στο κράτος μέλος υποδοχής, αυτή η θεμελιώδης μεταβολή του νομικού καθεστώτος της P. N. García Ormazabal είχε ως αποτέλεσμα να εξελιχθεί η κατάστασή της όχι στο πλαίσιο του πεδίου εφαρμογής της οδηγίας 2004/38 αλλά, αντιθέτως, εκτός αυτού, οπότε η οδηγία αυτή δεν είχε πλέον εφαρμογή επί της P. N. García Ormazabal μετά την πολιτογράφησή της. Ως εκ τούτου, ο Τ. Lounes δεν είχε παράγωγο δικαίωμα διαμονής στο κράτος μέλος υποδοχής βάσει των διατάξεων της οδηγίας 2004/38.

78.      Αντιθέτως, στην υπόθεση της κύριας δίκης, η επιστροφή του συζύγου της Ν. Chenchooliah στην Πορτογαλία έθεσε τέλος στον κύκλο ζωής του δικαιώματός τους ελεύθερης κυκλοφορίας και διαμονής (κύριου και παραγώγου) με συνέπεια την απώλεια της ιδιότητάς τους ως «δικαιούχων» κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 2004/38, χωρίς όμως να επιφέρει την απώλεια της προβλεπόμενης από την οδηγία αυτή προστασίας σε περίπτωση απομάκρυνσης από το έδαφος του κράτους μέλους υποδοχής.

79.      Με άλλα λόγια, αντιθέτως προς την κατάσταση της P. N. García Ormazabal, η οποία, μετά την απόκτηση της βρετανικής ιθαγένειας, έπαυσε να εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2004/38 λόγω της μεταβολής του νομικής κατάστασης που απορρέει από τη μεταβολή καθεστώτος (μολονότι καλυπτόταν από το άρθρο 21, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ), η κατάσταση του συζύγου της Ν. Chenchooliah, μετά την επιστροφή του στην Πορτογαλία, δεν ρυθμίζεται πλέον από την οδηγία αυτή, χωρίς όμως αυτό να σημαίνει ότι υπήρξε μεταβολή νομικού καθεστώτος. Συγκεκριμένα, αυτός θα μπορεί να ασκήσει, στο μέλλον, το δικαίωμά του ελεύθερης κυκλοφορίας στην Ιρλανδία στο πλαίσιο της οδηγίας 2004/38, ενώ η P. N. García Ormazabal, ως Βρετανίδα υπήκοος, διαθέτει άνευ όρων δικαίωμα διαμονής στο Ηνωμένο Βασίλειο. Επομένως, η οδηγία αυτή δεν έχει σκοπό να ρυθμίσει το δικαίωμά της διαμονής σε αυτό το κράτος μέλος.

80.      Κατά συνέπεια, αντιθέτως προς την κατάσταση του Τ. Lounes ο οποίος, μετά την κτήση της βρετανικής ιθαγένειας από τη σύζυγό του, δεν μπόρεσε να αποκτήσει δικαίωμα διαμονής κατά την έννοια της οδηγίας 2004/38, η κατάσταση της N. Chenchooliah, μετά την επιστροφή του συζύγου της στην Πορτογαλία, εμπίπτει ειδικά στο πεδίο εφαρμογής άλλων διατάξεων της οδηγίας αυτής για τους σκοπούς της απομάκρυνσής της (54).

3)      Η απομάκρυνση υπηκόου τρίτου κράτους συζύγου πολίτη της Ένωσης εξακολουθεί να εμπίπτει στην οδηγία 2004/38 όταν ο πολίτης αυτός έπαυσε να ασκεί την ελευθερία του κυκλοφορίας στο κράτος μέλος υποδοχής λόγω της επιστροφής του στο κράτος μέλος του οποίου έχει την ιθαγένεια

81.      Όπως προκύπτει από τις εκτιμήσεις που εκτέθηκαν στα σημεία 68 έως 80 των παρουσών προτάσεων, είναι σαφές ότι η απομάκρυνση της Ν. Chenchooliah εμπίπτει στην οδηγία 2004/38, και ιδίως στο άρθρο της 15.

82.      Φρονώ ότι τρεις άλλες εκτιμήσεις έχουν σημασία συναφώς.

83.      Πρώτον, παρατηρώ ότι, στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση Metock κ.λπ. (55), ο υπουργός είχε υποστηρίξει ευρεία ερμηνεία της εφαρμογής της εθνικής νομοθεσίας περί αλλοδαπών σε συζύγους μέλη της οικογένειας πολίτη της Ένωσης. Το Δικαστήριο απέρριψε την άποψη αυτή στις σκέψεις 60 έως 70 της αποφάσεώς του. Στο πλαίσιο αυτό, το Δικαστήριο υπενθύμισε, μεταξύ άλλων, την αρμοδιότητα του νομοθέτη της Ένωσης να ρυθμίζει τις προϋποθέσεις εισόδου και διαμονής μελών της οικογένειας πολίτη της Ένωσης στο έδαφος των κρατών μελών, διότι η έλλειψη δυνατότητας της οικογένειας του πολίτη της Ένωσης να τον συνοδεύσει ή να μεταβεί στο κράτος μέλος υποδοχής με σκοπό την οικογενειακή επανένωση είναι ικανή να θίξει την ελευθερία κυκλοφορίας του πολίτη, καθόσον τον αποτρέπει από την άσκηση των δικαιωμάτων του εισόδου και διαμονής σε αυτό το κράτος μέλος (56).

84.      Άλλωστε, η αναγνώριση στα κράτη μέλη της δυνατότητας να αποφασίζουν την απομάκρυνση από το έδαφος του κράτους μέλους υποδοχής, δυνάμει των διαδικαστικών εγγυήσεων της οδηγίας 2004/38, ή την απέλαση, δυνάμει της εθνικής νομοθεσίας περί αλλοδαπών, των υπηκόων τρίτων κρατών, μελών της οικογένειας πολιτών της Ένωσης, θα είχε ως αποτέλεσμα η ελευθερία κυκλοφορίας των πολιτών της Ένωσης σε κράτος μέλος του οποίου δεν έχουν την ιθαγένεια να διαφέρει από το ένα κράτος μέλος στο άλλο, αναλόγως των διατάξεων της εθνικής νομοθεσίας περί μετανάστευσης και ιδίως εκείνων που επιτρέπουν τις απελάσεις με επ’ αόριστον απαγόρευση εισόδου. Ένα τέτοιο αποτέλεσμα θα ήταν ασύμβατο με το δικαίωμα όλων των πολιτών της Ένωσης να κυκλοφορούν και να διαμένουν ελεύθερα στο έδαφος των κρατών μελών.

85.      Δεύτερον, είναι σημαντικό να υπογραμμιστεί ότι, όπως ρητώς επισήμανε η Επιτροπή, ερμηνεία κατά την οποία πολίτης της Ένωσης και τα μέλη της οικογένειάς του θα υπέκειντο σε διαφορετικές διαδικασίες απομάκρυνσης θα έθιγε τον σκοπό που συνίσταται στη διασφάλιση της προστασίας της οικογενειακής ζωής και στη διευκόλυνση της άσκησης της ελευθερίας κυκλοφορίας (57). Επομένως, αν υπήκοος τρίτου κράτους, σύζυγος πολίτη της Ένωσης, μη ασκούντος πλέον τα δικαιώματά του ελεύθερης κυκλοφορίας, μπορούσε να απελαθεί βάσει της εθνικής νομοθεσίας περί αλλοδαπών η οποία προβλέπει επ’ αόριστον απαγόρευση εισόδου στην ιρλανδική επικράτεια, όπως συμβαίνει εν προκειμένω, αυτό θα εμπόδιζε στην πραγματικότητα τον πολίτη της Ένωσης να επιστρέψει στο μέλλον στην Ιρλανδία με τη σύζυγό του στην περίπτωση που επιθυμούσε να ασκήσει την ελευθερία του κυκλοφορίας σε αυτό το κράτος μέλος (58).

86.      Συναφώς, το Δικαστήριο έχει υπενθυμίσει ότι στην αιτιολογική σκέψη 5 της οδηγίας 2004/38 εκτίθεται ότι «[τ]ο δικαίωμα όλων των πολιτών της Ένωσης να κυκλοφορούν και να διαμένουν ελεύθερα στην επικράτεια των κρατών μελών, προκειμένου να ασκείται υπό αντικειμενικές συνθήκες ελευθερίας και αξιοπρέπειας, θα πρέπει να παρέχεται και στα μέλη της οικογένειάς τους, ανεξαρτήτως της ιθαγένειάς τους» (59). Κατά την άποψή μου, είναι λογικό να θεωρηθεί ότι αυτές οι «αντικειμενικές συνθήκες ελευθερίας και αξιοπρέπειας» πρέπει να εκτείνονται σε ολόκληρο τον κύκλο ζωής της άσκησης της ελευθερίας κυκλοφορίας των πολιτών της Ένωσης και των μελών των οικογενειών τους, από την άφιξή τους στο κράτος μέλος υποδοχής έως την αποχώρησή τους από αυτό. Εξάλλου, στην αιτιολογική σκέψη 25 επισημαίνεται, μεταξύ άλλων, ότι είναι σκόπιμο να διευκρινίζονται οι διαδικαστικές εγγυήσεις κατά τέτοιον τρόπο ώστε να διασφαλίζεται υψηλό επίπεδο προστασίας των δικαιωμάτων του πολίτη της Ένωσης και των μελών της οικογένειάς του σε περίπτωση άρνησης εισόδου ή διαμονής σε άλλο κράτος μέλος.

87.      Τέλος και τρίτον, η άποψη που ανέπτυξα στα σημεία 68 έως 80 των παρουσών προτάσεων, κατά την οποία η Ν. Chenchooliah εξακολουθεί να εμπίπτει στην οδηγία 2004/38, και ιδίως στο άρθρο της 15, όσον αφορά την απομάκρυνσή της, στοιχεί με την ανάγκη να μην ερμηνεύονται οι διατάξεις της οδηγίας 2004/38 κατά τρόπο στενό και κατά τρόπο που να στερούνται την πρακτική αποτελεσματικότητά τους (60).

88.      Κατά συνέπεια, λαμβανομένων υπόψη των εκτιμήσεων που προεκτέθηκαν, θεωρώ ότι, εφόσον η παύση ή η λήξη δικαιώματος διαμονής αποτελεί μέρος του τέλους της άσκησης της ελευθερίας κυκλοφορίας, η απομάκρυνση από το έδαφος του κράτους μέλους υποδοχής υπηκόου τρίτου κράτους συζύγου πολίτη της Ένωσης εξακολουθεί να εμπίπτει στην οδηγία 2004/38, και ιδίως στο άρθρο της 15, όταν ο πολίτης της Ένωσης έχει παύσει να ασκεί την ελευθερία του κυκλοφορίας στο κράτος μέλος υποδοχής επιστρέφοντας στο κράτος μέλος του οποίου έχει την ιθαγένεια.

2.      Επί των περιορισμών και των διαδικαστικών εγγυήσεων που έχουν εφαρμογή για την απομάκρυνση πολιτών της Ένωσης και των μελών της οικογένειάς τους υπηκόων τρίτου κράτους λόγω λήξης του δικαιώματός τους διαμονής 

89.      Η οδηγία 2004/38 προβλέπει περιορισμούς και διαδικαστικές εγγυήσεις που έχουν εφαρμογή για την απομάκρυνση των πολιτών της Ένωσης και των μελών της οικογένειάς τους. Ειδικότερα, η οδηγία αυτή εισάγει διάκριση μεταξύ δύο διαφορετικών καθεστώτων η οποία βασίζεται στους λόγους που δικαιολογούν την απομάκρυνση. Συγκεκριμένα, η απόφαση απομάκρυνσης μπορεί να δικαιολογείται είτε για λόγους δημόσιας τάξης, δημόσιας ασφάλειας ή δημόσιας υγείας (κεφάλαιο VI) είτε για άλλους λόγους (άρθρο 15), και ιδίως από την περίσταση ότι δικαιούχος κατά την έννοια της οδηγίας 2004/38 παύει να πληροί τις προϋποθέσεις διαμονής που προβλέπονται σε αυτήν.

90.      Μολονότι συμφωνώ με τον υπουργό ότι η προβληθείσα αιτιολογία για την απομάκρυνση της Ν. Chenchooliah δεν εμπίπτει στους λόγους δημόσιας τάξης, δημόσιας ασφάλειας ή δημόσιας υγείας που προβλέπονται στην οδηγία 2004/38, θεωρώ αδιανόητο, για τους λόγους που θα εκθέσω εν συνεχεία, να μην καλύπτεται η κατάσταση της Ν. Chenchooliah από το άρθρο 15 της οδηγίας αυτής.

1)      Το πεδίο εφαρμογής του κεφαλαίου VI της οδηγίας 2004/38

91.      Ο υπουργός καθώς και οι κυβερνήσεις που κατέθεσαν παρατηρήσεις υποστηρίζουν ότι, σε μια κατάσταση όπως αυτή της Ν. Chenchooliah, απόφαση απομάκρυνσης διέπεται όχι από τις διατάξεις του κεφαλαίου VI της οδηγίας 2004/38, αλλά από την εθνική νομοθεσία περί αλλοδαπών (απόφαση απέλασης) (61).

92.      Αντιθέτως, η Ν. Chenchooliah υποστηρίζει ότι απόφαση απομάκρυνσης εις βάρος της πρέπει να εκδοθεί κατ’ εφαρμογήν και με σεβασμό των απαιτήσεων των διατάξεων του κεφαλαίου VI της οδηγίας 2004/38, και ειδικότερα των άρθρων της 27 και 28.

93.      Πρώτον, πριν εξεταστεί ο βαθμός της προστασίας κατά της απομάκρυνσης που απολαύει υπήκοος τρίτου κράτους, σύζυγος πολίτη της Ένωσης, όπως η Ν. Chenchooliah, πρέπει να υπομνησθεί ότι από τον τίτλο του κεφαλαίου VI της οδηγίας 2004/38 προκύπτει ότι οι διατάξεις του κεφαλαίου αυτού, και ιδίως το άρθρο 27, καλύπτουν τον περιορισμό του δικαιώματος εισόδου και του δικαιώματος διαμονής για λόγους δημόσιας τάξης, δημόσιας ασφάλειας ή δημόσιας υγείας.

94.      Είναι πρόδηλο ότι η αιτιολογία που προβλήθηκε για την απομάκρυνση της Ν. Chenchooliah δεν στηρίζεται σε λόγους δημόσιας τάξης, δημόσιας ασφάλειας ή δημόσιας υγείας οι οποίοι καλύπτονται από το κεφάλαιο VI της οδηγίας 2004/38 (62). Συγκεκριμένα, όπως επισήμανε ο υπουργός με τις γραπτές παρατηρήσεις του και όπως επιβεβαιώθηκε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η απομάκρυνση της Ν. Chenchooliah στηρίζεται στο γεγονός ότι ο σύζυγός της πολίτης της Ένωσης δεν ασκεί πλέον, μετά την επιστροφή του στην Πορτογαλία, το δικαίωμά του ελεύθερης κυκλοφορίας στην Ιρλανδία. Ο υπουργός διευκρίνισε επίσης ότι απόφαση απέλασης, όπως το σχέδιο απόφασης για την απέλαση της Ν. Chenchooliah, είναι μέτρο ελέγχου της μετανάστευσης, το οποίο λαμβάνεται για οικονομικούς σκοπούς.

95.      Δεύτερον, θεωρώ σκόπιμο να επανέλθω στην απόφαση Metock κ.λπ. (63) παραπέμποντας στις σκέψεις της 94 και 95. Υπενθυμίζεται ότι το Δικαστήριο έκρινε, στη σκέψη 94 της απόφασης αυτής, ότι «[η] εφαρμογή της οδηγίας 2004/38 μόνο στα μέλη της οικογένειας πολίτη της Ένωσης που τον “συνοδεύουν” ή “[μεταβαίνουν στο κράτος μέλος υποδοχής με σκοπό την οικογενειακή επανένωση]” θα ισοδυναμούσε με περιορισμό των δικαιωμάτων εισόδου και διαμονής μελών της οικογένειας πολίτη της Ένωσης στο κράτος μέλος όπου αυτός διαμένει». Εντούτοις, το Δικαστήριο διευκρίνισε, στη σκέψη 95 της εν λόγω απόφασης ότι, «[α]πό τη στιγμή που ο υπήκοος τρίτης χώρας, μέλος της οικογένειας πολίτη της Ένωσης, αντλεί από την οδηγία 2004/38 δικαιώματα εισόδου και διαμονής στο κράτος μέλος υποδοχής, το κράτος μέλος αυτό μπορεί να περιορίσει τα εν λόγω δικαιώματα μόνον εφόσον τηρεί τα άρθρα 27 και 35 της οδηγίας αυτής» (64). Κατά την άποψή μου, η διευκρίνιση αυτή δεν μπορεί να εκτιμηθεί χωριστά από το πραγματικό πλαίσιο σε σχέση με το οποίο εκδόθηκε η απόφαση εκείνη, ήτοι ότι οι ενδιαφερόμενοι πολίτες της Ένωσης είχαν εγκατασταθεί στο κράτος μέλος υποδοχής και διέμεναν σε αυτό με τις συζύγους τους υπηκόους τρίτου κράτους. Επομένως, η εν λόγω διευκρίνιση από το Δικαστήριο πρέπει να νοηθεί υπό την έννοια ότι, αν και εφόσον ο υπήκοος τρίτου κράτους, σύζυγος πολίτη της Ένωσης που ασκεί την ελευθερία του κυκλοφορίας, διαμένει με αυτόν τον πολίτη της Ένωσης στο κράτος μέλος υποδοχής και, εν συνεχεία, χάνει τα παράγωγα δικαιώματα εισόδου και διαμονής των οποίων είναι κάτοχος δυνάμει της οδηγίας 2004/38, τα δικαιώματα αυτά μπορούν να περιοριστούν μόνο με σεβασμό, ιδίως, των άρθρων 27 και 35 της οδηγίας αυτής.

96.      Εφαρμοζόμενη εν προκειμένω, η διευκρίνιση αυτή σημαίνει ότι, εφόσον ο σύζυγος της Ν. Chenchooliah επέστρεψε στην Πορτογαλία και το ζεύγος δεν συζεί πλέον στο κράτος μέλος υποδοχής, η Ν. Chenchooliah δεν δικαιούται πλέον την κατά τα άρθρα 27 και 28 της οδηγίας 2004/38 προστασία κατά της απομάκρυνσης.

97.      Επομένως, η κατάσταση της Ν. Chenchooliah δεν εμπίπτει, κατ’ αρχήν, στο πεδίο εφαρμογής του κεφαλαίου VI της οδηγίας 2004/38 (65). Εντούτοις, όπως προεκτέθηκε στα σημεία 72 έως 74 των παρουσών προτάσεων, αυτό δεν σημαίνει ότι η Ν. Chenchooliah δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής άλλων διατάξεων της οδηγίας αυτής, και ιδίως στο άρθρο της 15, οι οποίες ρυθμίζουν τις διαδικαστικές εγγυήσεις που αφορούν την απομάκρυνση πολιτών της Ένωσης ή των μελών της οικογένειάς τους που διέμειναν κατά το παρελθόν στο κράτος μέλος υποδοχής ως «δικαιούχοι» κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 1, της ίδιας οδηγίας.

2)      Ερμηνεία του άρθρου 15 της οδηγίας 2004/38

98.      Κατά το άρθρο 15, παράγραφος 1, της οδηγίας, «[ο]ι διαδικασίες που προβλέπονται στα άρθρα 30 και 31 εφαρμόζονται κατ’ αναλογία για κάθε απόφαση περιοριστική της ελεύθερης κυκλοφορίας των πολιτών της Ένωσης και των μελών των οικογενειών τους, για άλλους λόγους εκτός της δημόσιας τάξης, της δημόσιας ασφάλειας ή της δημόσιας υγείας» (66).

99.      Πρώτον, από αμιγώς γραμματική ερμηνεία του άρθρου 15, παράγραφος 1, της οδηγίας 2004/38 προκύπτει ότι οι διαδικαστικές εγγυήσεις στις οποίες παραπέμπει η διάταξη αυτή (άρθρα 30 και 31) εφαρμόζονται «κατ’ αναλογία για κάθε απόφαση περιοριστική της ελεύθερης κυκλοφορίας των πολιτών της Ένωσης και των μελών των οικογενειών τους». Αυτό σημαίνει ότι η διάταξη αυτή έχει εφαρμογή σε κάθε απόφαση απομάκρυνσης η οποία περιορίζει την ελεύθερη κυκλοφορία όχι μόνο ενός πολίτη της Ένωσης αλλά και των μελών της οικογένειάς του. Από την ανάγνωση της διάταξης αυτής προκύπτει επίσης ότι αυτή δεν καλύπτει τις αποφάσεις που λαμβάνονται για λόγους δημόσιας τάξης, δημόσιας ασφάλειας ή δημόσιας υγείας, αλλά μόνο εκείνες που λαμβάνονται «για άλλους λόγους». Κατά συνέπεια, πρέπει να θεωρηθεί ότι οι «άλλοι λόγοι» στους οποίους παραπέμπει το άρθρο 15, παράγραφος 1, της οδηγίας 2004/38 αφορούν, μεταξύ άλλων, την κατάσταση της απώλειας παραγώγου δικαιώματος διαμονής στο κράτος μέλος υποδοχής λόγω της επιστροφής του πολίτη της Ένωσης στο κράτος μέλος του οποίου έχει την ιθαγένεια, όπως στην υπόθεση της κύριας δίκης.

100. Δεύτερον, λαμβανομένων υπόψη των διατάξεων που περιβάλλουν το άρθρο 15 της οδηγίας 2004/38, πρέπει να υπομνησθεί ότι το άρθρο αυτό περιλαμβάνεται στο κεφάλαιο III της εν λόγω οδηγίας, το οποίο επιγράφεται «Δικαίωμα διαμονής». Οι διατάξεις του κεφαλαίου αυτού αφορούν, μεταξύ άλλων, το δικαίωμα διαμονής έως τρεις μήνες (άρθρο 6), το δικαίωμα διαμονής άνω των τριών μηνών (άρθρο 7) καθώς και, αφενός, τη διατήρηση του δικαιώματος διαμονής από τα μέλη της οικογένειας σε περίπτωση θανάτου ή αναχώρησης του πολίτη της Ένωσης (άρθρο 12), σε περίπτωση διαζυγίου, ακύρωσης του γάμου ή λήξης της καταχωρισμένης συμβίωσης (άρθρο 13) και, αφετέρου, τη διατήρηση του δικαιώματος διαμονής που προβλέπεται στα άρθρα 6, 7, 12 και 13, αρκεί οι δικαιούχοι των δικαιωμάτων αυτών να πληρούν τις προϋποθέσεις των άρθρων αυτών (άρθρο 14). Στο πλαίσιο αυτό, όπως ορθώς επισήμανε η Επιτροπή, το άρθρο 15 της οδηγίας 2004/38 καλύπτει τις καταστάσεις όπου πολίτης της Ένωσης και τα μέλη της οικογένειάς του που τον συνοδεύουν ή μεταβαίνουν στο κράτος μέλος υποδοχής με σκοπό την οικογενειακή επανένωση παύουν να πληρούν τις προϋποθέσεις διαμονής που προβλέπονται στην οδηγία αυτή (άρθρα 6, 7, 12, 13 ή 14) και, κατά συνέπεια, χάνουν τα κύρια ή παράγωγα δικαιώματά τους διαμονής (67). Εν προκειμένω, δεν αμφισβητείται ότι η Ν. Chenchooliah διέμεινε στην Ιρλανδία ως σύζυγος πολίτη της Ένωσης, ο οποίος άσκησε την ελευθερία του κυκλοφορίας στο συγκεκριμένο κράτος μέλος, δυνάμει του παραγώγου δικαιώματός της διαμονής κάτω των τριών μηνών που προβλέπεται στο άρθρο 6, παράγραφος 2, της οδηγίας 2004/38, δικαίωμα το οποίο απώλεσε κατόπιν της επιστροφής του συζύγου της στην Πορτογαλία.

101. Επομένως, εξεταζόμενο στο πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται, το άρθρο 15 της οδηγίας 2004/38 πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι αφορά πολίτη της Ένωσης και τα μέλη της οικογένειάς του υπηκόους τρίτου κράτους σε μια κατάσταση όπως αυτή της Ν. Chenchooliah. Η ερμηνεία αυτή είναι η μόνη ικανή να διασφαλίσει την επίτευξη των σκοπών που επιδιώκονται με την οδηγία αυτή.

102. Το ως άνω συμπέρασμα επιβεβαιώνεται από την ανάλυση του σκοπού της οδηγίας 2004/38.

103. Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ευθύς εξαρχής ότι, κατά πάγια ερμηνεία του Δικαστηρίου, ο νομοθέτης της Ένωσης έχει αναγνωρίσει τη σημασία του να εξασφαλιστεί η προστασία της οικογενειακής ζωής των υπηκόων των κρατών μελών, προκειμένου να εξαλειφθούν τα εμπόδια για την άσκηση των θεμελιωδών ελευθεριών τις οποίες εγγυάται η Συνθήκη ΛΕΕ (68). Όπως εξέθεσα στα σημεία 85 και 86 των παρουσών προτάσεων, η μη εφαρμογή του άρθρου 15 της οδηγίας 2004/38 στα μέλη της οικογένειας των υπηκόων τρίτου κράτους, πράγμα που, κατά την άποψή μου, είναι αδιανόητο, θα είχε ως συνέπεια να επιτρέπεται η απομάκρυνση έγγαμου ζεύγους από το κράτος μέλος υποδοχής βάσει διαφορετικών νομικών καθεστώτων, και τούτο θα μπορούσε να θίξει τον σκοπό που συνίσταται στη διασφάλιση της προστασίας της οικογενειακής ζωής και στη διευκόλυνση της άσκησης της ελευθερίας κυκλοφορίας. Εν προκειμένω, αν η Ν. Chenchooliah απελαθεί δυνάμει, ειδικά, του άρθρου 3, παράγραφος 1, του νόμου του 1999 περί μεταναστεύσεως, θα της επιβληθεί απαγόρευση εισόδου στην ιρλανδική επικράτεια. Έστω και αν, όπως επισήμανε ο υπουργός με τις γραπτές παρατηρήσεις του, το άρθρο 311 του νόμου αυτού προβλέπει ότι πρόσωπο το οποίο αποτελεί αντικείμενο απόφασης απέλασης δύναται να ζητήσει από τον υπουργό την τροποποίηση ή την ανάκληση της απόφασης αυτής, ο υπουργός επιβεβαίωσε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση ότι κάτι τέτοιο εναπόκειται στη διακριτική του ευχέρεια.

104. Εν συνεχεία, πρέπει να υπομνησθεί ότι, βάσει του άρθρου 15, παράγραφος 3, της οδηγίας 2004/38, το κράτος μέλος υποδοχής δεν δύναται να συνοδεύσει την κατά το άρθρο 15, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής απόφαση απομάκρυνσης με απαγόρευση εισόδου στην επικράτεια. Επομένως, είναι προφανές ότι η έκδοση απόφασης απέλασης από το κράτος μέλος υποδοχής βάσει της εθνικής νομοθεσίας περί αλλοδαπών, συνοδευόμενης με απαγόρευση εισόδου στην επικράτεια, θα συνιστούσε, σε κάθε περίπτωση, παράβαση των απαιτήσεων του άρθρου 15, παράγραφος 3, της οδηγίας 2004/38. Επιπλέον, η έκδοση τέτοιας απόφασης θα ισοδυναμούσε, στην πραγματικότητα, με παρεμπόδιση του πολίτη της Ένωσης να επιστρέψει στο μέλλον στην Ιρλανδία με τη σύζυγό του υπήκοο τρίτου κράτους στην περίπτωση που θα επιθυμούσε να ασκήσει την ελευθερία του κυκλοφορίας στο συγκεκριμένο κράτος μέλος.

105. Τέλος, η μη εφαρμογή του άρθρου 15 της οδηγίας 2004/38 σε καταστάσεις όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης θα είχε ως συνέπεια να καταστεί η διάταξη αυτή εν μέρει κενό γράμμα στερούμενη την πρακτική αποτελεσματικότητά της.

106. Για το σύνολο των λόγων αυτών, εκτιμώ ότι τα άρθρα 15, 30 και 31 της οδηγίας 2004/38 πρέπει να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι έχουν εφαρμογή σε απόφαση απομάκρυνσης υπηκόου τρίτου κράτους, συζύγου πολίτη της Ένωσης, όπως η προσφεύγουσα στην κύρια δίκη.

V.      Πρόταση

107. Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των ανωτέρω εκτιμήσεων, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στα προδικαστικά ερωτήματα του High Court (ανωτέρου δικαστηρίου, Ιρλανδία) ως εξής:

Τα άρθρα 15, 30 και 31 της οδηγίας 2004/38/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, σχετικά με το δικαίωμα των πολιτών της Ένωσης και των μελών των οικογενειών τους να κυκλοφορούν και να διαμένουν ελεύθερα στην επικράτεια των κρατών μελών, για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 1612/68 και την κατάργηση των οδηγιών 64/221/ΕΟΚ, 68/360/ΕΟΚ, 72/194/ΕΟΚ, 73/148/ΕΟΚ, 75/34/ΕΟΚ, 75/35/ΕΟΚ, 90/364/ΕΟΚ, 90/365/ΕΟΚ και 93/96/ΕΟΚ, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΕ) 492/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 5ης Απριλίου 2011, πρέπει να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι έχουν εφαρμογή σε απόφαση απομάκρυνσης υπηκόου τρίτου κράτους εκδοθείσα με την αιτιολογία ότι αυτός δεν διαθέτει πλέον δικαίωμα διαμονής βάσει της οδηγίας αυτής, σε κατάσταση στην οποία ο υπήκοος τρίτου κράτους τέλεσε γάμο με πολίτη της Ένωσης σε χρόνο που αυτός ασκούσε το δικαίωμα ελεύθερης κυκλοφορίας μεταβαίνοντας και διαμένοντας σε κράτος μέλος άλλο από εκείνο του οποίου έχει την ιθαγένεια δυνάμει του άρθρου 6, παράγραφος 1, της εν λόγω οδηγίας, πολίτη της Ένωσης ο οποίος, εν συνεχεία, επέστρεψε στο κράτος μέλος του οποίου έχει την ιθαγένεια.


1      Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γαλλική.


2      Οδηγία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, σχετικά με το δικαίωμα των πολιτών της Ένωσης και των μελών των οικογενειών τους να κυκλοφορούν και να διαμένουν ελεύθερα στην επικράτεια των κρατών μελών, για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 1612/68 και την κατάργηση των οδηγιών 64/221/ΕΟΚ, 68/360/ΕΟΚ, 72/194/ΕΟΚ, 73/148/ΕΟΚ, 75/34/ΕΟΚ, 75/35/ΕΟΚ, 90/364/ΕΟΚ, 90/365/ΕΟΚ και 93/96/ΕΟΚ (ΕΕ 2004, L 158, σ. 77), όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΕ) 492/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 5ης Απριλίου 2011 (ΕΕ 2011, L 141, σ. 1, και διορθωτικά ΕΕ 2004, L 229, σ. 35, και ΕΕ 2005, L 197, σ. 34) (στο εξής: οδηγία 2004/38).


3      Από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι η 7η Νοεμβρίου 2012 είναι η ημερομηνία κατά την οποία έληξε η τελευταία άδεια που είχε χορηγηθεί στην προσφεύγουσα ως φοιτήτρια.


4      Βλ. σημείο 23 των παρουσών προτάσεων. Επισημαίνεται ότι, με τις γραπτές παρατηρήσεις της, η Επιτροπή αναφέρει, προκαταρκτικώς, ότι από την απόφαση περί παραπομπής φαίνεται να προκύπτει ότι, αρνούμενες να χορηγήσουν δελτίο διαμονής στην Ν. Chenchooliah, οι ιρλανδικές αρχές στηρίχθηκαν αποκλειστικά και μόνο στο αν ο σύζυγός της, πολίτης της Ένωσης, διέθετε προσωπικά επαρκείς πόρους και μπορούσε να προσκομίσει προς τούτο σύμβαση εργασίας. Πάντως, η Επιτροπή υπενθυμίζει ότι από πάγια νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι η κατά το άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2004/38 απαίτηση να «διαθέτουν» οι πολίτες της Ένωσης επαρκείς πόρους πρέπει να ερμηνεύεται υπό την έννοια ότι «αρκεί οι πολίτες της Ένωσης να έχουν στη διάθεσή τους τέτοιους πόρους, χωρίς η διάταξη αυτή να επιβάλλει την παραμικρή υποχρέωση σχετικά με την προέλευση των πόρων αυτών, τους οποίους θα μπορούσε, παραδείγματος χάριν, να παρέχει ο υπήκοος τρίτης χώρας […]. Συγκεκριμένα, όπως επίσης έκρινε το Δικαστήριο, ερμηνεία της προϋποθέσεως της επάρκειας των πόρων, υπό την έννοια ότι ο ενδιαφερόμενος οφείλει να διαθέτει ο ίδιος τέτοιους πόρους, χωρίς να μπορεί να επικαλεστεί, συναφώς, πόρους μέλους της οικογένειας που τον συνοδεύει, θα προσέθετε στην προϋπόθεση αυτή, όπως διατυπώνεται στην οδηγία 2004/38, μια απαίτηση σχετική με την προέλευση των πόρων η οποία θα αποτελούσε δυσανάλογη ανάμιξη στην άσκηση του θεμελιώδους δικαιώματος της ελεύθερης κυκλοφορίας και διαμονής το οποίο εγγυάται το άρθρο 21 ΣΛΕΕ, καθόσον δεν είναι απαραίτητη για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού, ο οποίος συνίσταται στην προστασία των δημόσιων οικονομικών των κρατών μελών». Βλ. απόφαση της 16ης Ιουλίου 2015, Singh κ.λπ. (C‑218/14, EU:C:2015:476, σκέψεις 74 και 75 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Μολονότι συμφωνώ με αυτή την ανάλυση της Επιτροπής, πρέπει να υπογραμμίσω ότι όχι μόνο δεν υπάρχουν επαρκή στοιχεία για να εξεταστεί η κατάσταση αυτή εν προκειμένω αλλά, κυρίως, η απόφαση του υπουργού της 11ης Σεπτεμβρίου 2012, την οποία η Ν. Chenchooliah δεν αμφισβητεί, έχει καταστεί απρόσβλητη. Βλ. σημείο 23 των παρουσών προτάσεων.


5      Κατά την Επιτροπή, πρέπει, επομένως, να εκδοθεί μέτρο απομάκρυνσης βάσει της εθνικής νομοθεσίας περί μεταφοράς της οδηγίας αυτής στο εθνικό δίκαιο.


6      Από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι, στην υπόθεση εκείνη, η αρμόδια αρχή είχε αρνηθεί να χορηγήσει άδεια διαμονής στην Ιρλανδία στον προσφεύγοντα, Ρ. Igunma, υπήκοο τρίτου κράτους, με την αιτιολογία ότι δεν θεωρήθηκε ότι η σύζυγός του, πολίτης της Ένωσης, ασκούσε δικαιώματα αντλούμενα από το δίκαιο της Ένωσης κατά τον χρόνο κατάθεσης της αίτησης χορήγησης άδειας διαμονής. Η υπόθεση εκείνη αναγόταν στη σύλληψη του Ρ. Igunma για την εφαρμογή μέτρου απέλασης εκδοθέντος κατ’ αυτού πριν τελέσει γάμο με τη σύζυγό του στην Ιρλανδία. Το κύριο ζήτημα που τέθηκε στην υπόθεση εκείνη αφορούσε το ζήτημα αν ο Ρ. Igunma μπορούσε να θεωρηθεί πρόσωπο που εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2004/38 και των ιρλανδικών κανονιστικών αποφάσεων για τη μεταφορά της οδηγίας αυτής στην εθνική έννομη τάξη. Το αιτούν δικαστήριο έκρινε ότι η οδηγία 2004/38 και οι προμνησθείσες κανονιστικές αποφάσεις έχουν εφαρμογή επί του Ρ. Igunma και ότι, ως εκ τούτου, αυτός μπορούσε να απομακρυνθεί από την ιρλανδική επικράτεια μόνο με απόφαση απομάκρυνσης εκδοθείσα σύμφωνα με τις ιρλανδικές κανονιστικές αποφάσεις. Στη σκέψη 32 της δικαστικής αυτής απόφασης, το δικαστήριο επισήμανε ότι υπάρχουν διαφορές μεταξύ απόφασης απέλασης και απόφασης απομάκρυνσης, μία εκ των οποίων είναι ότι η απόφαση απέλασης έχει απεριόριστη διάρκεια ισχύος. Κατά το αιτούν δικαστήριο, τα αποτελέσματα της απόφασης απομάκρυνσης παύουν με την εκτέλεσή της, εκτός αν συνδυάζεται με καθορισμένη περίοδο απαγόρευσης εισόδου στην επικράτεια.


7      Απόφαση της 20ής Σεπτεμβρίου 2001 (C‑184/99, EU:C:2001:458, σκέψη 31).


8      Η διευκρίνιση αυτή, η οποία έχει παγιωθεί στη νομολογία του Δικαστηρίου, υπενθυμίστηκε πρόσφατα με την απόφαση της 10ης Δεκεμβρίου 2018, Wightman κ.λπ. (C‑621/18, EU:C:2018:999, σκέψη 64 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


9      Βλ. αιτιολογική σκέψη 3 της οδηγίας 2004/38.


10      Αποφάσεις της 25ης Ιουλίου 2008, Metock κ.λπ. (C‑127/08, EU:C:2008:449, σκέψεις 59 και 82), της 12ης Μαρτίου 2014, O. και B. (C‑456/12, EU:C:2014:135, σκέψη 35), και της 18ης Δεκεμβρίου 2014, McCarthy κ.λπ. (C‑202/13, EU:C:2014:2450, σκέψη 31 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


11      Αποφάσεις της 5ης Μαΐου 2011, McCarthy (C‑434/09, EU:C:2011:277, σκέψη 33), και της 12ης Μαρτίου 2014, O. και B. (C‑456/12, EU:C:2014:135, σκέψη 41).


12      Στις παρούσες προτάσεις, χρησιμοποιώ τον όρο «δικαιούχος» μόνον κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 2004/38. Βλ. υποσημείωση 54 των παρουσών προτάσεων.


13      Πρβλ. προτάσεις της γενικής εισαγγελέα E. Sharpston στην υπόθεση O. κ.λπ. (C‑456/12, EU:C:2013:837, σημείο 68).


14      Απόφαση της 14ης Νοεμβρίου 2017, Lounes (C‑165/16, EU:C:2017:862, σκέψη 32 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


15      Βλ. σημείο 40 των παρουσών προτάσεων.


16      Εντούτοις, το Δικαστήριο έχει αναγνωρίσει παράγωγο δικαίωμα διαμονής στους κατοίκους τρίτου κράτους οι οποίοι είναι μέλη της οικογένειας του πολίτη της Ένωσης που επιστρέφει στο κράτος μέλος του οποίου έχει την ιθαγένεια: βλ. αποφάσεις της 7ης Ιουλίου 1992, Singh (C‑370/90, EU:C:1992:296, σκέψη 25), και της 11ης Δεκεμβρίου 2007, Eind (C‑291/05, EU:C:2007:771, σκέψη 45). Ειδικότερα, στις δύο αυτές αποφάσεις, το Δικαστήριο έκρινε ότι, όταν πολίτης της Ένωσης διέμενε με μέλος της οικογένειάς του, υπήκοο τρίτης χώρας, σε κράτος μέλος άλλο από εκείνο του οποίου έχει την ιθαγένεια για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο από δυόμισι έτη ή από ενάμισι έτος, αντιστοίχως, και άσκησε σε αυτό το κράτος μέλος μισθωτή δραστηριότητα, αυτός ο υπήκοος τρίτης χώρας πρέπει, κατά την επιστροφή αυτού του πολίτη της Ένωσης στο κράτος μέλος του οποίου έχει την ιθαγένεια, να απολαύει, βάσει του δικαίου της Ένωσης, παραγώγου δικαιώματος διαμονής στο δεύτερο αυτό κράτος μέλος. Εν συνεχεία, το Δικαστήριο διευκρίνισε με την απόφαση της 12ης Μαρτίου 2014, O. και B. (C‑456/12, EU:C:2014:135, σκέψη 61), ότι το άρθρο 21, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι η οδηγία 2004/38 έχει κατ’ αναλογίαν εφαρμογή στην κατάσταση όπου πολίτης της Ένωσης που συνήψε ή συνέσφιξε οικογενειακούς δεσμούς με υπήκοο τρίτου κράτους στο πλαίσιο πραγματικής διαμονής, δυνάμει και τηρουμένων των προϋποθέσεων του άρθρου 7, παράγραφοι 1 και 2, ή του άρθρου 16, παράγραφοι 1 και 2, της οδηγίας 2004/38, σε κράτος μέλος άλλο από εκείνο του οποίου έχει την ιθαγένεια και επιστρέφει, μαζί με το συγκεκριμένο μέλος της οικογένειάς του, στο κράτος μέλος του οποίου έχει την ιθαγένεια. Συγκεκριμένα, όπως έκρινε το Δικαστήριο, μολονότι η οδηγία 2004/38 δεν προβλέπει τέτοια περίπτωση επιστροφής, πρέπει να εφαρμοσθεί κατ’ αναλογίαν όσον αφορά τις προϋποθέσεις διαμονής του πολίτη της Ένωσης σε κράτος μέλος άλλο από εκείνο του οποίου έχει την ιθαγένεια, δεδομένου ότι, σε αμφότερες τις περιπτώσεις, ακριβώς ο πολίτης της Ένωσης είναι αυτός που αποτελεί το πρόσωπο αναφοράς προκειμένου υπήκοος τρίτου κράτους, ο οποίος είναι μέλος της οικογένειας αυτού του πολίτη της Ένωσης, να μπορέσει να τύχει παραγώγου δικαιώματος διαμονής. Όσον αφορά την επιστροφή πολίτη της Ένωσης και του ομόφυλου συζύγου του, βλ. απόφαση της 5ης Ιουνίου 2018, Coman κ.λπ. (C‑673/16, EU:C:2018:385). Όσον αφορά την επιστροφή πολίτη της Ένωσης και του συντρόφου με τον οποίο έχει σταθερή σχέση, δεόντως αποδεδειγμένη, βλ. απόφαση της 12ης Ιουλίου 2018, Banger (C‑89/17, EU:C:2018:570).


17      Συναφώς, επισημαίνεται ότι, λαμβανομένου υπόψη ότι η Ν. Chenchooliah δεν συνόδευσε τον σύζυγό της στην Πορτογαλία ούτε μετέβη στη χώρα αυτή με σκοπό την οικογενειακή επανένωση, η νομολογία σχετικά με το παράγωγο δικαίωμα εισόδου ή διαμονής υπηκόου τρίτου κράτους, μέλους της οικογένειας πολίτη της Ένωσης ο οποίος επιστρέφει στο κράτος μέλος του οποίου έχει την ιθαγένεια, δεν έχει εφαρμογή στις επίμαχες στην υπόθεση της κύριας δίκης περιστάσεις. Σχετικά με αυτή τη νομολογία του Δικαστηρίου, βλ. υποσημείωση 16. Όσον αφορά το δικαίωμα εισόδου υπηκόου τρίτου κράτους, μέλους της οικογένειας πολίτη της Ένωσης, ο οποίος κατέχει δελτίο διαμονής χορηγηθέν από κράτος μέλος δυνάμει του άρθρου 5 της οδηγίας 2004/38, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι ο υπήκοος αυτός «δεν υπέχει υποχρέωση να λάβει θεώρηση ή ισοδύναμη υποχρέωση προκειμένου να μπορεί να εισέλθει στο έδαφος του κράτους μέλους καταγωγής του πολίτη της Ένωσης»: βλ. απόφαση της 18ης Δεκεμβρίου 2014, McCarthy κ.λπ. (C‑202/13, EU:C:2014:2450, σκέψη 42). Βλ., επίσης, προτάσεις μου στην υπόθεση McCarthy κ.λπ. (C‑202/13, EU:C:2014:345).


18      Απόφαση της 25ης Ιουλίου 2008 (C‑127/08, EU:C:2008:449).


19      Απόφαση της 14ης Νοεμβρίου 2017 (C‑165/16, EU:C:2017:862).


20      Απόφαση της 25ης Ιουλίου 2008 (C‑127/08, EU:C:2008:449). Βλ., επίσης, γνώμη του γενικού εισαγγελέα Μ. Poiares Maduro στην υπόθεση αυτή (C‑127/08, EU:C:2008:335).


21      Απόφαση της 25ης Ιουλίου 2008, Metock κ.λπ. (C‑127/08, EU:C:2008:449, σκέψη 73).


22      Απόφαση της 25ης Ιουλίου 2008, Metock κ.λπ. (C‑127/08, EU:C:2008:449, σκέψη 80). Υπενθυμίζεται ότι η απόφαση εκείνη σηματοδότησε μεταστροφή της νομολογίας του Δικαστηρίου σε σχέση με την απόφαση της 23ης Σεπτεμβρίου 2003, Akrich (C‑109/01, EU:C:2003:491).


23      Απόφαση της 25ης Ιουλίου 2008, Metock κ.λπ. (C‑127/08, EU:C:2008:449, σκέψη 99).


24      Απόφαση της 14ης Νοεμβρίου 2017 (C‑165/16, EU:C:2017:862).


25      Το Δικαστήριο έχει υπενθυμίσει συναφώς ότι η οδηγία 2004/38 δεν έχει σκοπό να ρυθμίσει τη διαμονή πολίτη της Ένωσης στο κράτος μέλος του οποίου αυτός έχει την ιθαγένεια και, επομένως, δεν αποσκοπεί ούτε στην παροχή παραγώγου δικαιώματος διαμονής εντός του συγκεκριμένου κράτους μέλους στα μέλη της οικογένειας αυτού του πολίτη της Ένωσης τα οποία είναι υπήκοοι τρίτου κράτους. Απόφαση της 14ης Νοεμβρίου 2017, Lounes (C‑165/16, EU:C:2017:862, σκέψη 37 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


26      Βλ. προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Υ. Bot στην υπόθεση Lounes (C‑165/16, EU:C:2017:407, σημεία 48 και 63).


27      Απόφαση της 14ης Νοεμβρίου 2017, Lounes (C‑165/16, EU:C:2017:862, σκέψη 39).


28      Απόφαση της 14ης Νοεμβρίου 2017, Lounes (C‑165/16, EU:C:2017:862, σκέψεις 41 και 44).


29      Απόφαση της 14ης Νοεμβρίου 2017, Lounes (C‑165/16, EU:C:2017:862, σκέψη 48): «Ο σκοπός και η δικαιολογητική βάση αυτού του δευτερογενούς δικαιώματος ερείδονται, συνεπώς, στη διαπίστωση ότι η μη αναγνώρισή τους θα μπορούσε να διακυβεύσει, μεταξύ άλλων, την ελεύθερη κυκλοφορία καθώς και την άσκηση και την πρακτική αποτελεσματικότητα των δικαιωμάτων τα οποία ο πολίτης αυτός αντλεί από το άρθρο 21, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ».


30      Απόφαση της 14ης Νοεμβρίου 2017, Lounes (C‑165/16, EU:C:2017:862, σκέψη 56).


31      Απόφαση της 14ης Νοεμβρίου 2017, Lounes (C‑165/16, EU:C:2017:862, σκέψη 60). Βλ., επίσης, προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Υ. Bot στην υπόθεση Lounes (C‑165/16, EU:C:2017:407, σημείο 86): «Το να στερηθεί τα δικαιώματα που είχε ως τώρα όσον αφορά τη διαμονή των μελών της οικογένειάς της διότι θέλησε, μέσω της πολιτογραφήσεως, να ενσωματωθεί σε μεγαλύτερο βαθμό στο κράτος μέλος υποδοχής, θα αναιρούσε την πρακτική αποτελεσματικότητα των δικαιωμάτων που αυτή αντλεί από το άρθρο 21, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ».


32      Απόφαση της 14ης Νοεμβρίου 2017, Lounes (C‑165/16, EU:C:2017:862, σκέψη 62).


33      Απόφαση της 25ης Ιουλίου 2008 (C‑127/08, EU:C:2008:449).


34      Απόφαση της 14ης Νοεμβρίου 2017 (C‑165/16, EU:C:2017:862).


35      Απόφαση της 25ης Ιουλίου 2008 (C‑127/08, EU:C:2008:449).


36      Βλ. απόφαση της 25ης Ιουλίου 2008, Metock κ.λπ. (C‑127/08, EU:C:2008:449, σκέψεις 18 έως 37).


37      Απόφαση της 25ης Ιουλίου 2008, Metock κ.λπ. (C‑127/08, EU:C:2008:449, σκέψη 73).


38      Απόφαση της 25ης Ιουλίου 2008, Metock κ.λπ. (C‑127/08, EU:C:2008:449, σκέψη 63). Βλ., επίσης, αποφάσεις της 8ης Νοεμβρίου 2012, Iida (C‑40/11, EU:C:2012:691, σκέψεις 63 και 68), της 12ης Μαρτίου 2014, O. και B. (C‑456/12, EU:C:2014:135, σκέψη 45), της 13ης Σεπτεμβρίου 2016, Rendón Marín (C‑165/14, EU:C:2016:675, σκέψη 73), και της 14ης Νοεμβρίου 2017, Lounes (C‑165/16, EU:C:2017:862, σκέψη 48).


39      Τούτου λεχθέντος, κατά την άποψή μου δεν πρέπει να συγχέονται, αφενός, οι καταστάσεις στις οποίες είναι σαφές ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις της οδηγίας 2004/38, όπως στην περίπτωση της επιστροφής του πολίτη της Ένωσης στο κράτος μέλος του οποίου έχει την ιθαγένεια ή της οριστικής εγκατάστασής του σε άλλο κράτος μέλος, ενώ ο σύζυγός του, υπήκοος τρίτου κράτους παραμένει στο κράτος μέλος υποδοχής στο οποίο διέμεναν μαζί και, αφετέρου, οι καταστάσεις που έχουν προσωρινό χαρακτήρα,  στις οποίες πρέπει να θεωρείται ότι ο πολίτης της Ένωσης και ο σύζυγός του υπήκοος τρίτου κράτους εξακολουθούν να έχουν την ιδιότητα των «δικαιούχων» κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 2004/38. Αυτή είναι, μεταξύ άλλων, η περίπτωση πολίτη της Ένωσης ο οποίος μεταβαίνει και διαμένει προσωρινά στο κράτος μέλος του οποίου έχει την ιθαγένεια για να υποβληθεί σε ιατρική θεραπεία, δεόντως αποδεδειγμένη, ή για να φροντίσει προσωρινά μέλος της οικογένειάς του το οποίο αντιμετωπίζει προβλήματα υγείας, ή ο οποίος μεταβαίνει και διαμένει προσωρινά σε άλλο κράτος μέλος για σημαντικούς λόγους, όπως εγκυμοσύνη και τοκετός, σπουδές ή επαγγελματική κατάρτιση, ή για επαγγελματικούς λόγους, όπως απόσπαση σε άλλο κράτος μέλος ή σε τρίτη χώρα και ο οποίος θα ενέπιπτε στη δεύτερη αυτή κατηγορία καταστάσεων. Κατά την άποψή μου, αυτό σημαίνει ότι, στην περίπτωση που ο πολίτης της Ένωσης πρέπει να επιστρέψει ή να διαμείνει προσωρινά στο κράτος μέλος του οποίου έχει την ιθαγένεια ή μεταβαίνει και διαμένει προσωρινά σε άλλο κράτος μέλος για δεόντως αιτιολογημένους λόγους, ο σύζυγός του υπήκοος τρίτου κράτους ο οποίος παραμένει στο κράτος μέλος υποδοχής, μεταξύ άλλων προκειμένου να μην απολέσει την εργασία του, να συνεχίσει τις σπουδές ή την επαγγελματική κατάρτισή του στο εν λόγω κράτος μέλος, πρέπει να εξακολουθήσει να εμπίπτει στην έννοια του «δικαιούχου» κατά το άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 2004/38. Όσον αφορά τη διατήρηση του δελτίου διαμονής σε περίπτωση προσωρινών απουσιών, βλ. άρθρο 11, παράγραφος 2, της οδηγίας αυτής.


40      Απόφαση της 14ης Νοεμβρίου 2017 (C‑165/16, EU:C:2017:862).


41      Συγκεκριμένα, η προοδευτική και υποδειγματική ενσωμάτωση της P. N. García Ormazabal στην κοινωνία του κράτους μέλους υποδοχής, μέχρι του σημείου να αποκτήσει την ιθαγένεια αυτού του κράτους μέλους, είχε ως παράδοξο αποτέλεσμα την απώλεια των δικαιωμάτων της στο πλαίσιο της οδηγίας 2004/38, ενώ πληρούσε, σε κάθε στάδιο, τις απαιτούμενες προϋποθέσεις διαμονής. Επί του παραδόξου αυτού, βλ. προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Υ. Bot στην υπόθεση Lounes (C‑165/16 EU:C:2017:407, σημεία 86 έως 89). Εντούτοις, το Δικαστήριο αντιστάθμισε τη στενή αυτή ερμηνεία της οδηγίας 2004/38 με την εφαρμογή του άρθρου 21, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, στο οποίο η P. N. García Ormazabal εξακολουθούσε να εμπίπτει. Συναφώς, θεωρώ σημαντικό να υπογραμμιστεί ότι, στην απόφαση εκείνη, το Δικαστήριο έλαβε υπόψη, ιδίως, την ισπανική ιθαγένεια της P. N. García Ormazabal κρίνοντας ότι «[έ]να κράτος μέλος δεν μπορεί να περιορίζει τα αποτελέσματα που συνεπάγεται η κατοχή της ιθαγένειας άλλου κράτους μέλους, όπως μεταξύ άλλων τα δικαιώματα που συνδέονται με αυτήν δυνάμει του δικαίου της Ένωσης και απορρέουν από την εκ μέρους του πολίτη άσκηση του δικαιώματός του ελεύθερης κυκλοφορίας»: απόφαση της 14ης Νοεμβρίου 2017, Lounes (C‑165/16, EU:C:2017:862, σκέψη 55). Όσον αφορά την αμφισβήτηση της αρχής της υπεροχής της ιθαγένειας του κράτους του επιληφθέντος δικαστηρίου, βλ., μεταξύ άλλων, Pataut, É., «Les conflits de nationalités face au droit de l’Union», Revue critique de droit international privé, Απρίλιος-Ιούνιος 2018, σ. 241 έως 256.


42      Στο μέτρο που ο σύζυγος της Ν. Chenchooliah επέστρεψε στην Πορτογαλία, όπου εκτίει μακρά ποινή στερητική της ελευθερίας, δεν είναι δυνατόν να θεωρηθεί ότι η επιστροφή του στην Πορτογαλία είναι «προσωρινή» κατά την έννοια που μνημονεύεται στην υποσημείωση 39 των παρουσών προτάσεων. Βλ., επίσης, υποσημειώσεις 16 και 17 των παρουσών προτάσεων.


43      Βλ., μεταξύ άλλων, στο κεφάλαιο II της οδηγίας αυτής, το οποίο επιγράφεται «Δικαίωμα εισόδου και εξόδου», και στο κεφάλαιό της III, το οποίο επιγράφεται «Δικαίωμα διαμονής» (έως τρεις μήνες, άνω των τριών μηνών, μόνιμη), σχετικά με τη διατήρηση του δικαιώματος διαμονής (ακόμη και σε περίπτωση αποχώρησης του πολίτη της Ένωσης), τους περιορισμούς του δικαιώματος εισόδου και διαμονής (απομάκρυνση).


44      Αντιλαμβάνομαι τον κύκλο ζωής της οδηγίας 2004/38 ως το χρονικό διάστημα κατά το οποίο εκτυλίσσεται η διαδοχή των σταδίων που συνθέτουν την ελευθερία κυκλοφορίας των πολιτών της Ένωσης, συμπεριλαμβανομένου εκείνου κατά το οποίο παύει να υφίσταται το δικαίωμα ελεύθερης κυκλοφορίας που ρυθμίζεται από την οδηγία αυτή.


45      Βλ. σημείο 70 των παρουσών προτάσεων.


46      Συναφώς, το Δικαστήριο έχει επανειλημμένως επισημάνει ότι, στο συνολικό πλαίσιο της οδηγίας 2004/38, ο σκοπός διευκόλυνσης και ενίσχυσης της άσκησης του θεμελιώδους δικαιώματος ελεύθερης κυκλοφορίας και διαμονής στο έδαφος των κρατών μελών που παρέχεται άμεσα στους πολίτες της Ένωσης από τη Συνθήκη ΛΕΕ εντάσσεται σε ένα σύστημα με πλείονες βαθμίδες το οποίο διέπει το δικαίωμα διαμονής εντός του κράτους μέλους υποδοχής. Το Δικαστήριο προσέθεσε ότι, επαναλαμβάνοντας, κατ’ ουσίαν, τα στάδια και τις προϋποθέσεις που προβλέπουν οι διάφορες νομοθετικές πράξεις της Ένωσης και η νομολογία που προηγήθηκε της οδηγίας αυτής, το εν λόγω σύστημα καταλήγει στο δικαίωμα μόνιμης διαμονής. Αποφάσεις της 21ης Δεκεμβρίου 2011, Ziolkowski και Szeja (C‑424/10 και C‑425/10, EU:C:2011:866, σκέψη 38), της 16ης Ιανουαρίου 2014, Onuekwere (C‑378/12, EU:C:2014:13, σκέψη 30), και της 17ης Απριλίου 2018, B και Vomero (C‑316/16 και C‑424/16, EU:C:2018:256, σκέψη 51).


47      Κατά το άρθρο 14, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής, το δικαίωμα αυτό διατηρείται όσο οι πολίτες της Ένωσης ή τα μέλη της οικογένειάς τους δεν αποτελούν υπέρμετρο βάρος για το σύστημα κοινωνικής πρόνοιας του κράτους μέλους υποδοχής.


48      Συγκεκριμένα, κατά το άρθρο 14, παράγραφος 2, της οδηγίας αυτής, οι πολίτες της Ένωσης και τα μέλη της οικογένειάς τους έχουν αυτό το δικαίωμα διαμονής αν πληρούν τις προϋποθέσεις που μνημονεύονται, μεταξύ άλλων, στο άρθρο της 7 οι οποίες στοχεύουν στο να αποφευχθεί να αποτελέσουν τα πρόσωπα αυτά υπέρμετρο βάρος για το σύστημα κοινωνικής πρόνοιας του κράτους μέλους υποδοχής. Βλ. προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Μ. Wathelet στην υπόθεση Gusa (C‑442/16, EU:C:2017:607, σημεία 51 και 52): «ο δεύτερος αυτός σκοπός [ο οποίος προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 10] υφίσταται μόνον ως αποτέλεσμα του πρώτου: εφόσον σκοπός της οδηγίας είναι η διευκόλυνση της ασκήσεως του δικαιώματος διαμονής, τα κράτη μέλη έκριναν ότι ήταν απαραίτητο να εξασφαλιστεί ότι η οικονομική επιβάρυνση που συνεπάγεται η ελευθερία αυτή είναι οριοθετημένη.»


49      Ειδικότερα, από το άρθρο 16, παράγραφος 1, της οδηγίας 2004/38 προκύπτει ότι το δικαίωμα μόνιμης διαμονής δεν υπόκειται στις προϋποθέσεις του κεφαλαίου III της οδηγίας αυτής. Επομένως, ο κάτοχος δικαιώματος μόνιμης διαμονής θα μπορούσε να επιβαρύνει το σύστημα κοινωνικής πρόνοιας του κράτους μέλους υποδοχής, χωρίς να μπορεί να απομακρυνθεί από το εν λόγω κράτος μέλος. Βλ. Lenaerts, K., «European Union Citizenship, National Welfare Systems and Social Solidarity», Jurisprudence, αριθ. 18, 2011, σ. 409.


50      «Η βασική ιδέα είναι ότι τα δικαιώματα που απολαύουν ο πολίτης της Ένωσης και τα μέλη της οικογένειάς του αυξάνονται με τη διάρκεια της διαμονής σε άλλο κράτος μέλος»: Barnard, C., The Substantive Law of the EU: The Four Freedoms, 5η έκδ., Oxford University Press, Οξφόρδη, 2016, σ. 438.


51      Πράγματι, για να παρατείνει τη διαμονή του πέραν των τριών μηνών στο κράτος μέλος υποδοχής, ο πολίτης της Ένωσης πρέπει να είναι «μισθωτός ή μη μισθωτός» (άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ), ή να διαθέτει επαρκείς πόρους ούτως ώστε να μην επιβαρύνει κατά τη διάρκεια της περιόδου διαμονής του το σύστημα κοινωνικής πρόνοιας του κράτους μέλους υποδοχής, καθώς και πλήρη ασφαλιστική κάλυψη ασθενείας (άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ), ή να είναι φοιτητής (άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ) ή να είναι μέλος της οικογένειας το οποίο συνοδεύει ή μεταβαίνει να συναντήσει πολίτη της Ένωσης που πληροί τις προαναφερθείσες προϋποθέσεις [άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ). Αν ο πολίτης πληροί μία εξ αυτών των προϋποθέσεων, το δικαίωμα διαμονής άνω των τριών μηνών εκτείνεται (με την επιφύλαξη των περιορισμών που προβλέπονται στην παράγραφο 4 του εν λόγω άρθρου 7) επίσης στα μέλη της οικογένειάς του που δεν έχουν την ιθαγένεια κράτους μέλους (παράγραφος 2 του ίδιου άρθρου).


52      Με την επιφύλαξη του άρθρου 12, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 2004/38, κατά το οποίο, «[π]ριν από την απόκτηση δικαιώματος μόνιμης διαμονής, οι ενδιαφερόμενοι πρέπει να πληρούν τους όρους που καθορίζονται στο άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχεία αʹ, βʹ, γʹ ή δʹ», καθώς και του άρθρου 13, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 2004/38 το οποίο προβλέπει ότι, «[π]ριν από την απόκτηση δικαιώματος μόνιμης διαμονής, οι ενδιαφερόμενοι πρέπει να πληρούν τους όρους που καθορίζονται στο άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχεία αʹ, βʹ, γʹ ή δʹ».


53      Απόφαση της 14ης Νοεμβρίου 2017 (C‑165/16, EU:C:2017:862).


54      Όπως η Επιτροπή ανέφερε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, πρέπει να γίνεται διάκριση ανάλογα με τον σκοπό της χρήσης της έννοιας του «δικαιούχου», ήτοι, μεταξύ άλλων, τον σκοπό που σχετίζεται με την άσκηση του δικαιώματος ελεύθερης κυκλοφορίας και/ή του δικαιώματος διαμονής ή τον σκοπό που σχετίζεται με τον περιορισμό των δικαιωμάτων αυτών και της προστασίας σε περίπτωση απομάκρυνσης.


55      Απόφαση της 25ης Ιουλίου 2008 (C‑127/08, EU:C:2008:449).


56      Απόφαση της 25ης Ιουλίου 2008, Metock κ.λπ. (C‑127/08, EU:C:2008:449, σκέψη 63). Βλ., επίσης, αποφάσεις της 8ης Νοεμβρίου 2012, Iida (C‑40/11, EU:C:2012:691, σκέψεις 63 και 68), της 12ης Μαρτίου 2014, O. και B. (C‑456/12, EU:C:2014:135, σκέψη 45), της 13ης Σεπτεμβρίου 2016, Rendón Marín (C‑165/14, EU:C:2016:675, σκέψη 73), και της 14ης Νοεμβρίου 2017, Lounes (C‑165/16, EU:C:2017:862, σκέψη 48).


57      Κατά τις διευκρινίσεις που η Επιτροπή παρέσχε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου, στην περίπτωση αυτή ο πολίτης της Ένωσης θα αποτελούσε αντικείμενο απόφασης απομάκρυνσης βάσει της ιρλανδικής νομοθεσίας περί μεταφοράς της οδηγίας 2004/38 στο εθνικό δίκαιο, ενώ ο σύζυγος υπήκοος τρίτου κράτους θα αποτελούσε αντικείμενο απόφασης απέλασης με επ’ αόριστον απαγόρευση εισόδου στην Ιρλανδία βάσει της εθνικής νομοθεσίας περί αλλοδαπών, πράγμα το οποίο ρητώς απαγορεύεται από το άρθρο 15, παράγραφος 3, της οδηγίας αυτής.


58      Κατά το άρθρο 21, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, «[κ]άθε πολίτης της Ένωσης έχει το δικαίωμα να κυκλοφορεί και να διαμένει ελεύθερα στο έδαφος των κρατών μελών, υπό την επιφύλαξη των περιορισμών και με τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στις Συνθήκες και στις διατάξεις που θεσπίζονται για την εφαρμογή τους».


59      Αποφάσεις της 25ης Ιουλίου 2008, Metock κ.λπ. (C‑127/08, EU:C:2008:449, σκέψη 83), και της 18ης Δεκεμβρίου 2014, McCarthy κ.λπ. (C‑202/13, EU:C:2014:2450, σκέψη 33).


60      Αποφάσεις της 11ης Δεκεμβρίου 2007, Eind (C‑291/05, EU:C:2007:771, σκέψη 43), της 25ης Ιουλίου 2008, Metock κ.λπ. (C‑127/08, EU:C:2008:449, σκέψη 84), και της 18ης Δεκεμβρίου 2014, McCarthy κ.λπ. (C‑202/13, EU:C:2014:2450, σκέψη 32).


61      Βλ. σημείο 32 των παρουσών προτάσεων. Υπενθυμίζεται ότι, όπως προκύπτει από το νομικό πλαίσιο που εκτίθεται στην απόφαση περί παραπομπής, απόφαση απέλασης η οποία εκδίδεται δυνάμει του άρθρου 3 του νόμου 1999 περί μεταναστεύσεως συνοδεύεται αυτεπαγγέλτως με επ’ αόριστον απαγόρευση εισόδου στην ιρλανδική επικράτεια.


62      Όπως ο υπουργός και η Ιρλανδία επισήμαναν ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου και με τις γραπτές παρατηρήσεις τους, είναι πρόδηλο ότι όντως δεν είναι δυνατόν να εκδοθεί απόφαση απομάκρυνσης της Ν. Chenchooliah βάσει του άρθρου 27 της οδηγίας 2004/38, δεδομένου ότι, κατά τη διάταξή αυτή, επιβάλλεται να αποδειχθεί ότι το ενδιαφερόμενο πρόσωπο συνιστά κίνδυνο για τη δημόσια τάξη ή τη δημόσια ασφάλεια, πράγμα το οποίο είναι πρόδηλο ότι δεν συμβαίνει εν προκειμένω.


63      Απόφαση της 25ης Ιουλίου 2008 (C‑127/08, EU:C:2008:449).


64      Επισημαίνεται ότι το High Court (Ανώτερο Δικαστήριο) στηρίχθηκε ειδικά σε αυτή τη σκέψη της απόφασης Metock κ.λπ. για να κρίνει, στη σκέψη 30 της απόφασής του της 29ης Απριλίου 2014, Igunma v Governor of Wheatfield Prison and others [(2014) IEHC 218], στην οποία παραπέμπει το αιτούν δικαστήριο, ότι ο P. Igunma εμπίπτει στο άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 2004/38, επειδή τέλεσε γάμο με πολίτη της Ένωσης στο κράτος μέλος υποδοχής στο οποίο αυτή η πολίτης της Ένωσης άσκησε την ελευθερία της κυκλοφορίας και ότι εξακολουθεί να εμπίπτει στην εν λόγω διάταξη έστω και αν νομίμως δεν τoυ χορηγήθηκε δελτίο διαμονής.


65      Με εξαίρεση όσον αφορά τα άρθρα 30 και 31 της οδηγίας αυτής, όπως θα εκθέσω εν συνεχεία.


66      Η υπογράμμιση δική μου.


67      Όσον αφορά τη σχέση μεταξύ του άρθρου 3, παράγραφος 1, και των άρθρων 12 έως 15 της οδηγίας 2004/38, το άρθρο 15 έχει εφαρμογή, όπως υπογράμμισα μόλις πιο πάνω, σε όλες τις περιπτώσεις όπου πολίτης της Ένωσης ή τα μέλη της οικογένειάς του δεν πληρούν τις προϋποθέσεις διαμονής που προβλέπονται στα άρθρα 6, 7 και 12 έως 14 της οδηγίας αυτής. Επομένως, είναι σημαντικό να υπογραμμιστεί ότι το άρθρο 7, παράγραφος 2, της οδηγίας 2004/38 ορίζει ότι «[τ]ο δικαίωμα διαμονής που προβλέπεται στην παράγραφο 1 εκτείνεται στα μέλη της οικογένειας τα οποία δεν είναι υπήκοοι κράτους μέλους, όταν συνοδεύουν ή πηγαίνουν να συναντήσουν, στο κράτος μέλος υποδοχής, τον πολίτη της Ένωσης και εφόσον ο εν λόγω πολίτης πληροί τους όρους που αναφέρονται στην παράγραφο 1, στοιχεία αʹ, βʹ ή γʹ» (η υπογράμμιση δική μου).  Αυτή η μνεία «στα μέλη της οικογενείας τα οποία δεν είναι υπήκοοι κράτους μέλους, όταν συνοδεύουν ή πηγαίνουν να συναντήσουν, στο κράτος μέλος υποδοχής, τον πολίτη της Ένωσης» απαντά επίσης στο άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής. Επομένως, είναι σαφές ότι το άρθρο 15 της οδηγίας 2004/38 έχει εφαρμογή επίσης στα μέλη της οικογένειας πολίτη της Ένωσης που είναι υπήκοοι τρίτου κράτους.


68      Απόφαση της 25ης Ιουλίου 2008, Metock κ.λπ. (C‑127/08, EU:C:2008:449, σκέψεις 56 και 75 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).