Language of document : ECLI:EU:C:2013:812

Υπόθεση C‑272/12 P

Ευρωπαϊκή Επιτροπή

κατά

Ιρλανδίας κ.λπ.

«Αίτηση αναιρέσεως — Κρατικές ενισχύσεις — Απαλλαγή από τον ειδικό φόρο κατανάλωσης των πετρελαιοειδών — Καθήκον του δικαστή — Λόγος που λαμβάνεται υπόψη αυτεπαγγέλτως από τον δικαστή της Ένωσης — Σχέση μεταξύ φορολογικής εναρμονίσεως και ελέγχου των κρατικών ενισχύσεων — Αντίστοιχες αρμοδιότητες του Συμβουλίου και της Επιτροπής — Αρχή της ασφάλειας δικαίου — Τεκμήριο νομιμότητας των πράξεων της Ένωσης»

Περίληψη — Απόφαση του Δικαστηρίου (τμήμα μείζονος συνθέσεως)
της 10ης Δεκεμβρίου 2013

1.        Αναίρεση — Λόγοι — Παράβαση της απαγορεύσεως της ultra petita αποφάνσεως — Προσφυγή ακυρώσεως κατά αποφάσεως της Επιτροπής σχετικά με κρατική ενίσχυση — Αυτεπάγγελτη εξέταση από το Γενικό Δικαστήριο μη προβληθέντος από τον προσφεύγοντα λόγου ο οποίος αφορά την ουσιαστική νομιμότητα της προσβαλλομένης αποφάσεως — Νομικό σφάλμα

(Άρθρο 87 § 1 ΕΚ· άρθρο 263 ΣΛΕΕ· Οργανισμός του Δικαστηρίου, άρθρο 21· Κανονισμός Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, άρθρο 44 § 1)

2.        Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη — Αντίστοιχες αρμοδιότητες του Συμβουλίου και της Επιτροπής — Απόφαση του Συμβουλίου επιτρέπουσα σε κράτος μέλος, σύμφωνα με την οδηγία 92/81, για την εναρμόνιση των διαρθρώσεων των ειδικών φόρων κατανάλωσης που επιβάλλονται στα πετρελαιοειδή, να θεσπίσει απαλλαγή από ειδικούς φόρους κατανάλωσης — Δεν έχει επιπτώσεις στην προβλεπόμενη από τη Συνθήκη κατανομή των εν λόγω αρμοδιοτήτων

(Άρθρα 87 EΚ και 88 EΚ· οδηγία 92/81 του Συμβουλίου, άρθρο 8 § 4)

3.        Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη — Έννοια — Εκτίμηση υπό το πρίσμα της αντικειμενικής καταστάσεως, ανεξαρτήτως της συμπεριφοράς των θεσμικών οργάνων — Λαμβάνεται υπόψη η εν λόγω συμπεριφορά κατά την εξέταση της υποχρεώσεως ανακτήσεως της ασύμβατης ενισχύσεως — Προστασία της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης — Ασφάλεια δικαίου

(Άρθρο 87 § 1 ΕΚ)

1.        Από τους κανόνες που διέπουν την ενώπιον των δικαιοδοτικών οργάνων της Ένωσης διαδικασία, ιδίως από τα άρθρα 21 του Οργανισμού του Δικαστηρίου και 44, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, προκύπτει ότι η διαφορά καθορίζεται και οριοθετείται από τους διαδίκους και ότι ο δικαστής της Ένωσης δεν μπορεί να αποφαίνεται ultra petita. Ορισμένοι λόγοι μπορούν, ή ακόμα επιβάλλεται, να εξετάζονται αυτεπαγγέλτως, όπως η έλλειψη αιτιολογίας ή η ανεπαρκής αιτιολογία της επίδικης αποφάσεως, η οποία συνιστά ουσιώδη τύπο, όμως λόγος ο οποίος αφορά την ουσιαστική νομιμότητα της εν λόγω αποφάσεως και ο οποίος στηρίζεται σε παραβίαση των Συνθηκών ή οποιουδήποτε κανόνα δικαίου σχετικού με την εφαρμογή τους, κατά την έννοια του άρθρου 263 ΣΛΕΕ, μπορεί, αντιθέτως, να εξετασθεί από τον δικαστή της Ένωσης μόνον εφόσον προβλήθηκε από τον προσφεύγοντα.

Επομένως, δεν μπορεί να εξεταστεί αυτεπαγγέλτως λόγος αντλούμενος από παράβαση του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ λόγω της μη δυνατότητας καταλογισμού του οικείου μέτρου στο κράτος.

Συνεπώς, εξετάζοντας αυτεπαγγέλτως τον λόγο ακυρώσεως σύμφωνα με τον οποίο οι επίδικες απαλλαγές δεν ήσαν καταλογιστέες στα κράτη μέλη αλλά στην Ένωση και δεν συνιστούσαν, ως εκ τούτου, κρατικές ενισχύσεις κατά την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ, το Γενικό Δικαστήριο εξέδωσε απόφαση πάσχουσα από πλάνη περί το δίκαιο.

(βλ. σκέψεις 27-29, 36)

2.        Η προβλεπόμενη από το άρθρο 8, παράγραφος 4, της οδηγίας 92/81, για την εναρμόνιση των διαρθρώσεων των ειδικών φόρων κατανάλωσης που επιβάλλονται στα πετρελαιοειδή, διαδικασία η οποία απένεμε την εξουσία στο Συμβούλιο, αποφασίζοντας ομόφωνα μετά από πρόταση της Επιτροπής, να επιτρέπει σε ένα κράτος μέλος να θεσπίσει απαλλαγές ή μειώσεις άλλες εκτός των προβλεπομένων από την εν λόγω οδηγία «για λόγους ειδικής πολιτικής», έχει διαφορετικό σκοπό και διαφορετικό πεδίο εφαρμογής απ’ ό,τι η κατά το άρθρο 88 ΕΚ ρύθμιση.

Η Συνθήκη, οργανώνοντας με το άρθρο 88 ΕΚ τη διαρκή εξέταση και τον έλεγχο των ενισχύσεων από την Επιτροπή, σκοπό έχει η αναγνώριση του ενδεχομένως συμβιβαστού μιας κρατικής ενισχύσεως προς την κοινή αγορά να προκύπτει από μια πρόσφορη διαδικασία η κίνηση της οποίας υπάγεται στην ευθύνη της Επιτροπής υπό τον έλεγχο του Γενικού Δικαστηρίου και του Δικαστηρίου. Τα άρθρα 87 ΕΚ και 88 ΕΚ επιφυλάσσουν δηλαδή στην Επιτροπή έναν κεντρικό ρόλο για τη διαπίστωση του ενδεχομένου ασυμβιβάστου μιας ενισχύσεως. Η εξουσία την οποία απονέμει το άρθρο 88, παράγραφος 2, τρίτο εδάφιο, ΕΚ στο Συμβούλιο, στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων, έχει εξαιρετικό χαρακτήρα, γεγονός που συνεπάγεται ότι πρέπει κατ’ ανάγκη να αποτελέσει αντικείμενο αυστηρής ερμηνείας.

Επομένως, απόφαση του Συμβουλίου με την οποία επιτρέπεται σε κράτος μέλος, σύμφωνα με το άρθρο 8, παράγραφος 4, της οδηγίας 92/81, να θεσπίσει απαλλαγή από ειδικούς φόρους κατανάλωσης δεν μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα να εμποδίζεται η Επιτροπή να ασκήσει τις αρμοδιότητες που της απονέμει η Συνθήκη και, συνεπώς, να θέσει σε εφαρμογή τη διαδικασία του άρθρου 88 ΕΚ με σκοπό να εξεταστεί αν η εν λόγω απαλλαγή συνιστά κρατική ενίσχυση και να λάβει ενδεχομένως, μετά το πέρας της διαδικασίας αυτής, μια απόφαση επιβάλλουσα την ανάκτηση της εν λόγω ενισχύσεως.

(βλ. σκέψεις 47-49)

3.        Η έννοια της κρατικής ενισχύσεως αφορά αντικειμενική κατάσταση και δεν εξαρτάται από τις ενέργειες ή τις δηλώσεις των θεσμικών οργάνων. Κατά συνέπεια, το γεγονός ότι οι αποφάσεις του Συμβουλίου, περί εγκρίσεως των απαλλαγών από ειδικούς φόρους κατανάλωσης επί των πετρελαιοειδών που χρησιμοποιούνται ως καύσιμα για την παραγωγή αλουμίνας, εκδόθηκαν κατόπιν προτάσεως της Επιτροπής δεν μπορεί να εμποδίσει τον χαρακτηρισμό των εν λόγω απαλλαγών ως κρατικών ενισχύσεων, κατά την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ, αν συντρέχουν οι προϋποθέσεις της υπάρξεως κρατικής ενισχύσεως. Αυτό το γεγονός πρέπει, αντιθέτως, να ληφθεί υπόψη ως προς την υποχρέωση ανακτήσεως της ασύμβατης ενισχύσεως σε σχέση με την αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και την αρχή της ασφάλειας δικαίου.

(βλ. σκέψη 53)