Language of document : ECLI:EU:T:2008:437

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ (έβδομο τμήμα)

της 15ης Οκτωβρίου 2008

Υπόθεση T-66/04

Χρήστος Γκόγκος

κατά

Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

«Υπαλληλική υπόθεση – Υπάλληλοι – Εσωτερικός διαγωνισμός για τη μετάβαση σε άλλη κατηγορία – Διορισμός – Κατάταξη σε βαθμό – Άρθρο 31, παράγραφος 2, ΚΥΚ»

Αντικείμενο: Προσφυγή περί ακυρώσεως της αποφάσεως της Επιτροπής για την κατάταξη του προσφεύγοντος στον βαθμό A 7, κλιμάκιο 3, καθώς και της αποφάσεως της 24ης Νοεμβρίου 2003 για την απόρριψη της διοικητικής ενστάσεως.

Απόφαση:  Η προσφυγή απορρίπτεται. Η Επιτροπή φέρει το σύνολο των δικαστικών εξόδων.

Περίληψη

1.      Υπάλληλοι – Πρόσληψη – Διορισμός σε βαθμό – Διορισμός στον ανώτερο βαθμό της σταδιοδρομίας – Δεν εφαρμόζεται σε διορισμό κατόπιν εσωτερικού διαγωνισμού για τη μετάβαση σε άλλη κατηγορία

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρα 5, 31 §§ 1 και 2 και 45 § 2· παράρτημα I)

2.      Υπάλληλοι – Πρόσληψη – Διορισμός σε βαθμό – Διορισμός στον ανώτερο βαθμό της σταδιοδρομίας – Διακριτική ευχέρεια της αρμόδιας για τους διορισμούς αρχής

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 31 § 2)

3.      Υπάλληλοι – Πρόσληψη – Διορισμός σε βαθμό – Διορισμός στον ανώτερο βαθμό της σταδιοδρομίας – Συνεκτίμηση των εξαιρετικών προσόντων του ενδιαφερομένου

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρα 5 § 3 και 31 § 2)

1.      Ναι μεν η γραμματική ερμηνεία των διατάξεων του άρθρου 31, παράγραφοι 1 και 2, και του άρθρου 45, παράγραφος 2, του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (στο εξής: ΚΥΚ) δεν απαγορεύει τον διορισμό υπαλλήλου στον ανώτερο βαθμό της σταδιοδρομίας του, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 31, παράγραφος 2, του ΚΥΚ, όταν επιτυγχάνει σε εσωτερικό διαγωνισμό για τη μετάβαση σε ανώτερη κατηγορία, εντούτοις, η ερμηνεία αυτή αντιβαίνει προς την οικονομία και τον σκοπό των διατάξεων αυτών. Συγκεκριμένα, αφενός, η χρήση της ευχέρειας την οποία αναγνωρίζει το άρθρο 31, παράγραφος 2, πρέπει να συμβιβάζεται με τις επιταγές που απορρέουν από την έννοια της σταδιοδρομίας, όπως αυτή προκύπτει από το άρθρο 5 και το παράρτημα Ι του ΚΥΚ. Συνεπώς, η πρόσληψη στον ανώτερο βαθμό της σταδιοδρομίας επιτρέπεται μόνον κατ’ εξαίρεση, οπότε οι συνθήκες που δικαιολογούν την κατάταξη αυτή σε βαθμό πρέπει να ερμηνεύονται περιοριστικά. Αφετέρου, σκοπός της κατά το άρθρο 31, παράγραφος 2, του ΚΥΚ παρεκκλίσεως είναι να παράσχει στο οικείο θεσμικό όργανο, υπό την ιδιότητά του ως εργοδότη, τη δυνατότητα να εξασφαλίσει τις υπηρεσίες ατόμου το οποίο, στο πλαίσιο της αγοράς εργασίας, μπορεί να δεχθεί πολυάριθμες προτάσεις από άλλους πιθανούς εργοδότες, οπότε το θεσμικό όργανο μπορεί να χάσει την ευκαιρία να προσλάβει το άτομο αυτό. Επομένως, το άρθρο 31, παράγραφος 2, του ΚΥΚ προβλέπει τη δυνατότητα στα όργανα της Ένωσης να παρέχουν, κατ’ εξαίρεση, σε υποψήφιο με εξαιρετικά προσόντα, ελκυστικότερους όρους εργασίας προκειμένου να εξασφαλίσουν τις υπηρεσίες του. Οσάκις ο διορισμός πραγματοποιείται κατόπιν εσωτερικού διαγωνισμού για τη μετάβαση σε άλλη κατηγορία, στον οποίο μπορούν να μετάσχουν οι μόνιμοι ή μη μόνιμοι υπάλληλοι που ήδη εργάζονται στο όργανο αυτό, δεν δικαιολογείται η δυνατότητα κατά παρέκκλιση κατατάξεως του ενδιαφερομένου σε βαθμό. Επιπλέον, στο πλαίσιο διαγωνισμού για τη μετάβαση σε άλλη κατηγορία, η πείρα που έχει κτηθεί στην υπηρεσία του θεσμικού οργάνου έχει ήδη ληφθεί υπόψη κατά τον καθορισμό των προϋποθέσεων συμμετοχής στον διαγωνισμό καθαυτόν, η συμμετοχή στον οποίο επιτρέπεται στους υπαλλήλους που απασχολούνταν προηγουμένως σε χαμηλότερη κατηγορία, και δεν μπορεί να αποτελεί εξαιρετικό προσόν που πρέπει να λαμβάνεται υπόψη για να κριθεί αν ένας νέος υπάλληλος θα μπορούσε να τύχει κατατάξεως διαφορετικής από την κατάταξη στον εισαγωγικό βαθμό της σταδιοδρομίας για την οποία προσλαμβάνεται, διότι αυτό θα ισοδυναμούσε με συνεκτίμηση των ίδιων στοιχείων για δεύτερη φορά. Κατά συνέπεια, το άρθρο 31, παράγραφος 2, του ΚΥΚ δεν έχει εφαρμογή σε διορισμό που πραγματοποιείται κατόπιν εσωτερικού διαγωνισμού για μετάβαση σε άλλη κατηγορία.

(βλ. σκέψεις 30 έως 35)

Παραπομπή: ΔΕΚ, 1η Ιουλίου 1999, C‑155/98 P, Αλεξοπούλου κατά Επιτροπής, Συλλογή 1999, σ. I‑4069, σκέψεις 32 και 33· ΠΕΚ, 13 Φεβρουαρίου 1998, T‑195/96, Αλεξοπούλου κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 1998, σ. I‑A‑51 και II‑117, σκέψη 37· ΠΕΚ, 12 Οκτωβρίου 1998, T‑235/97, Campoli κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 1998, σ. I‑A‑577 και II‑1731, σκέψη 32· ΠΕΚ, 6 Ιουλίου 1999, T‑203/97, Forvass κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 1999, σ. I‑A‑129 και II‑705, σκέψη 44· ΠΕΚ, 16 Φεβρουαρίου 2005, T‑284/03, Aycinena κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2005, σ. I‑A‑29 και II‑125, σκέψη 71· ΠΕΚ, 15 Νοεμβρίου 2005, T‑145/04, Righini κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2005, σ. I‑A‑349 και II‑1547, σκέψη 49· ΠΕΚ 14 Φεβρουαρίου 2007, T‑65/05, Seldis κατά Επιτροπής, που δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 55

2.      Εναπόκειται στην αρμόδια για τους διορισμούς αρχή να εξετάζει συγκεκριμένα αν νεοπροσληφθείς υπάλληλος που ζητεί να υπαχθεί στο άρθρο 31, παράγραφος 2, του ΚΥΚ διαθέτει εξαιρετικά προσόντα ή αν οι ειδικές ανάγκες μιας υπηρεσίας απαιτούν την πρόσληψη υπαλλήλου με ιδιαίτερα προσόντα. Όταν δέχεται ότι ένα από τα κριτήρια αυτά πληρούται, η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή υποχρεούται να προβεί σε συγκεκριμένη εκτίμηση του ενδεχομένου εφαρμογής του άρθρου 31, παράγραφος 2, του ΚΥΚ. Μπορεί ακόμη να αποφασίσει, στο στάδιο αυτό, λαμβάνοντας υπόψη το συμφέρον της υπηρεσίας εν γένει, αν ενδείκνυται ή όχι η κατάταξη ενός νεοπροσλαμβανόμενου υπαλλήλου στον ανώτερο βαθμό. Πράγματι, η χρήση του ρήματος «μπορούν» στο άρθρο 31, παράγραφος 2, του ΚΥΚ σημαίνει ότι η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή δεν υποχρεούται να εφαρμόσει τη διάταξη αυτή και ότι οι νεοπροσλαμβανόμενοι υπάλληλοι δεν έχουν δικαίωμα τέτοιας κατατάξεως. Από τις ανωτέρω σκέψεις προκύπτει ότι η Επιτροπή διαθέτει ευρεία εξουσία εκτιμήσεως, στο πλαίσιο του άρθρου 31 του ΚΥΚ, τόσο για να εξετάζει αν η προς πλήρωση θέση εργασίας απαιτεί την πρόσληψη ατόμου με ιδιαίτερα προσόντα ή αν το άτομο αυτό διαθέτει ιδιαίτερα προσόντα όσο και για να εξετάζει τις συνέπειες των διαπιστώσεων αυτών.

Στο πλαίσιο αυτό, ο κοινοτικός δικαστής δεν μπορεί να υποκαθιστά με την εκτίμησή του εκείνη της αρμόδιας για τους διορισμούς αρχής και πρέπει επομένως να περιορίζεται στο να ελέγχει αν υπάρχει παράβαση ουσιώδους τύπου, αν η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή στήριξε την απόφασή της σε ανύπαρκτα ή ελλιπή πραγματικά περιστατικά ή αν η απόφαση πάσχει λόγω καταχρήσεως εξουσίας, πρόδηλης πλάνης ή ανεπαρκούς αιτιολογίας.

(βλ. σκέψεις 39 έως 42)

Παραπομπή: ΔΕΚ, Αλεξοπούλου κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα, σκέψη 43· ΠΕΚ, Αλεξοπούλου κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα, σκέψη 21· ΠΕΚ, 17 Δεκεμβρίου 2003, T‑133/02, Chawdhry κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2003, σ. I‑A‑329 και II‑1617, σκέψη 44· ΠΕΚ, 26 Οκτωβρίου 2004, T‑55/03, Brendel κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2004, σ. I‑A‑311 και II‑1437, σκέψη 61· Righini κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα, σκέψη 52· ΠΕΚ, 15 Μαρτίου 2006, T‑411/03, Herbillon κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2006, σ. I‑A‑2‑45 και II‑A‑2‑193, σκέψη 25

3.      Δεδομένου ότι η εκτίμηση του εξαιρετικού χαρακτήρα των προσόντων νεοπροσλαμβανομένου υπαλλήλου, σύμφωνα με το άρθρο 31, παράγραφος 2, του ΚΥΚ, δεν μπορεί να πραγματοποιείται αφηρημένα, αλλά σε συνάρτηση με τη θέση εργασίας την οποία αφορά η πρόσληψη, η εκτίμηση αυτή πρέπει να γίνεται κατά περίπτωση, πράγμα που στερεί τον ενδιαφερόμενο από τη δυνατότητα να επικαλεστεί λυσιτελώς προσβολή της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως.

Τούτο ισχύει ακόμη περισσότερο για τους υπαλλήλους που διορίζονται κατόπιν εσωτερικού διαγωνισμού για τη μετάβαση σε άλλη κατηγορία. Πράγματι, σε μια τέτοια περίπτωση, η ειδική επαγγελματική πείρα έχει ήδη ληφθεί υπόψη για τον διορισμό του υπαλλήλου στην ανώτερη κατηγορία.

(βλ. σκέψεις 45 και 46)

Παραπομπή: Chawdhry κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα, σκέψη 102