Language of document : ECLI:EU:T:2015:215

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (δεύτερο τμήμα)

της 21ης Απριλίου 2015 (*)

«Κοινοτικό σήμα – Διαδικασία κηρύξεως ακυρότητας – Κοινοτικό εικονιστικό σήμα που αναπαριστά σχέδιο σκακιέρας καφέ και μπεζ χρώματος – Απόλυτος λόγος απαραδέκτου – Έλλειψη διακριτικού χαρακτήρα – Έλλειψη διακριτικού χαρακτήρα που αποκτήθηκε διά της χρήσεως – Άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, και παράγραφος 3, του κανονισμού (ΕΚ) 207/2009 – Άρθρο 52, παράγραφοι 1 και 2, του κανονισμού 207/2009»

Στην υπόθεση T‑359/12,

Louis Vuitton Malletier, με έδρα το Παρίσι (Γαλλία), εκπροσωπούμενη από τους P. Roncaglia, G. Lazzeretti και N. Parrotta, δικηγόρους,

προσφεύγουσα,

κατά

Γραφείου Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) (ΓΕΕΑ), εκπροσωπούμενου από τον P. Bullock,

καθού,

αντίδικος κατά τη διαδικασία ενώπιον του τμήματος προσφυγών του ΓΕΕΑ, παρεμβαίνουσα ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου:

Nanu-Nana Handelsgesellschaft mbH für Geschenkartikel & Co. KG, με έδρα το Βερολίνο (Γερμανία), εκπροσωπούμενη από τους T. Boddien και A. Nordemann, δικηγόρους,

με αντικείμενο προσφυγή ασκηθείσα κατά της αποφάσεως του πρώτου τμήματος προσφυγών του ΓΕΕΑ, της 4ης Μαΐου 2012 (υπόθεση R 1855/2011‑1), σχετικά με διαδικασία ανακοπής μεταξύ των Nanu-Nana Handelsgesellschaft mbH für Geschenkartikel & Co. KG και Louis Vuitton Malletier,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δεύτερο τμήμα),

συγκείμενο από τους M. E. Martins Ribeiro (εισηγήτρια), πρόεδρο, S. Gervasoni και L. Madise, δικαστές,

γραμματέας: J. Weychert, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη το δικόγραφο της προσφυγής που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 8 Αυγούστου 2012,

έχοντας υπόψη το υπόμνημα αντικρούσεως του ΓΕΕΑ, το οποίο κατατέθηκε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 13 Νοεμβρίου 2012,

έχοντας υπόψη το υπόμνημα αντικρούσεως της παρεμβαίνουσας που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 26 Νοεμβρίου 2012,

έχοντας υπόψη το υπόμνημα απαντήσεως που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 9 Απριλίου 2013,

έχοντας υπόψη το υπόμνημα ανταπαντήσεως της παρεμβαίνουσας που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 4 Ιουλίου 2013,

έχοντας υπόψη τη διάταξη της 14ης Φεβρουαρίου 2014 περί συνεκδικάσεως των υποθέσεων T‑359/12 και T‑360/12 προς διευκόλυνση της προφορικής διαδικασίας,

κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 4ης Μαρτίου 2014,

έχοντας υπόψη την από 5 Σεπτεμβρίου 2014 διάταξη περί αναστολής της διαδικασίας,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Ιστορικό της διαφοράς

1        Στις 18 Σεπτεμβρίου 1996, η προσφεύγουσα, Louis Vuitton Malletier, υπέβαλε στο Γραφείο Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) (ΓΕΕΑ) αίτηση καταχωρίσεως κοινοτικού σήματος δυνάμει του κανονισμού (ΕΚ) 40/94 του Συμβουλίου, της 20ής Δεκεμβρίου 1993, για το κοινοτικό σήμα (EE L 11, σ. 1), όπως έχει τροποποιηθεί [αντικαταστάθηκε από τον κανονισμό (ΕΚ) 207/2009 του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2009, για το κοινοτικό σήμα (ΕΕ L 78, σ. 1)].

2        Το σήμα του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση είναι το ακόλουθο εικονιστικό σημείο:

Image not found

3        Τα προϊόντα, για τα οποία ζητήθηκε η καταχώριση, εμπίπτουν στην κλάση 18 κατά τον Διακανονισμό της Νίκαιας περί διεθνούς ταξινομήσεως προϊόντων και υπηρεσιών για την καταχώριση σημάτων, της 15ης Ιουνίου 1957, όπως αυτός έχει αναθεωρηθεί και τροποποιηθεί, και αντιστοιχούν στην ακόλουθη περιγραφή: «Είδη από δέρμα και απομιμήσεις δέρματος μη περιλαμβανόμενα σε άλλες κλάσεις, ειδικότερα κουτιά δερμάτινα ή από δέρμα φοδραρισμένο με χαρτόνι, φάκελοι από δέρμα ή απομιμήσεις δέρματος· κιβώτια, σάκοι και βαλιτσάκια ταξιδίου, ιματιοθήκες ταξιδίου, κιβώτια ταξιδίου, βαλίτσες, αποσκευές, βαλιτσάκια που προορίζονται για τη μεταφορά ειδών καλλωπισμού, σακίδια, τσάντες χειρός, τσάντες για την παραλία, τσάντες για ψώνια, τσάντες που κρέμονται στον ώμο, βαλιτσάκια, τσάντες για έγγραφα, χαρτοφύλακες, μαθητικές σάκες, θήκες, δερμάτινα είδη, συγκεκριμένα πορτοφόλια, πορτοφόλια για κέρματα (όχι από πολύτιμο μέταλλο), γυναικεία πορτοφόλια, θήκες για κλειδιά, θήκες για κάρτες, θήκες για βιβλιάρια επιταγών· ομπρέλες, αλεξήλια, ομπρέλες για την παραλία, ράβδοι περιπάτου, υποδοχές ράβδων».

4        Η ως άνω αίτηση δημοσιεύθηκε στο Δελτίο κοινοτικών σημάτων υπ’ αριθ. 19/1998, της 16ης Μαρτίου 1998.

5        Στις 27 Αυγούστου 1998, η προσφεύγουσα επέτυχε την καταχώριση του προμνησθέντος εικονιστικού σήματος υπό τον αριθμό 370445.

6        Στις 28 Σεπτεμβρίου 2009, η παρεμβαίνουσα, Nanu-Nana Handelsgesellschaft mbH für Geschenkartikel & Co. KG, υπέβαλε αίτηση περί κηρύξεως ακυρότητας, αφορώσα το σύνολο των προστατευομένων από την καταχώριση του κοινοτικού σήματος προϊόντων, σύμφωνα με το άρθρο 52, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, και το άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχεία β΄ έως δ΄, στοιχείο ε΄, σημείο iii, και στοιχείο στ΄, του κανονισμού 207/2009. Η αίτηση αυτή βασιζόταν στο γεγονός ότι το αμφισβητούμενο σήμα ήταν περιγραφικό και στερείτο διακριτικού χαρακτήρα, ότι είχε καταστεί σύνηθες στην καθημερινή γλώσσα ή στη θεμιτή και πάγια πρακτική του εμπορίου, ότι συνίστατο αποκλειστικώς στη μορφή που προσδίδει ουσιαστική αξία στα προϊόντα και ότι ήταν αντίθετο στη δημόσια τάξη και στα χρηστά ήθη. Επιπλέον, η παρεμβαίνουσα διατείνετο ότι η προσφεύγουσα είχε ενεργήσει κακόπιστα κατά την κατάθεση της αιτήσεως για καταχώριση σήματος, κατά την έννοια του άρθρου 52, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού 207/2009.

7        Με απόφαση της 11ης Ιουλίου 2011, το τμήμα ακυρώσεως, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού 207/2009, σε συνδυασμό με το άρθρο 52, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, του ίδιου κανονισμού, και του άρθρου 7, παράγραφος 3, του εν λόγω κανονισμού, σε συνδυασμό με το άρθρο 52, παράγραφος 2, του ίδιου κανονισμού, έκανε δεκτή την αίτηση κηρύξεως ακυρότητας. Καταρχάς, το τμήμα ακυρώσεως διαπίστωσε ότι το κοινοτικό σήμα συνίστατο σε ένα σχέδιο σκακιέρας που φέρει μοτίβο «στημόνι και υφάδι», το οποίο προορίζεται να καλύπτει την επιφάνεια των οικείων προϊόντων. Εν συνεχεία, έκρινε ότι το σχέδιο αυτό ήταν ένα από τα πιο απλοϊκά σχέδια που χρησιμοποιούνται ως διακοσμητικό στοιχείο, με αποτέλεσμα να το αντιλαμβάνεται το ενδιαφερόμενο κοινό απλώς ως διακοσμητικό σχέδιο και όχι ως σημείο που υποδηλώνει την καταγωγή των οικείων προϊόντων, όπως επίσης έκρινε ότι, σε κάθε περίπτωση, το αμφισβητούμενο σήμα δεν απέκλινε σημαντικά από τα γενικώς ή συνήθως ισχύοντα στον κλάδο. Έκρινε, τέλος, ότι τα έγγραφα που προσκόμισε η δικαιούχος του κοινοτικού σήματος δεν απεδείκνυαν ότι, κατά τον χρόνο υποβολής της αιτήσεως για καταχώρισή του ή μετά την καταχώρισή του, το κοινοτικό σήμα είχε αποκτήσει διακριτικό χαρακτήρα δια της χρήσεώς του σε ένα σημαντικό, τουλάχιστον, τμήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ήτοι στη Δανία, την Πορτογαλία, τη Φινλανδία και τη Σουηδία.

8        Στις 9 Σεπτεμβρίου 2011, η προσφεύγουσα άσκησε προσφυγή κατά της αποφάσεως του τμήματος ακυρώσεως.

9        Με απόφαση της 4ης Μαΐου 2012 (στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση), το πρώτο τμήμα προσφυγών του ΓΕΕΑ επιβεβαίωσε την απόφαση του τμήματος ακυρώσεως και απέρριψε, επομένως, την προσφυγή.

10      Καταρχάς, το τμήμα προσφυγών επισήμανε, κατ’ ουσίαν, στη σκέψη 37 της προσβαλλομένης αποφάσεως ότι το σχέδιο σκακιέρας, όπως αναπαριστάται στο αμφισβητούμενο σήμα, αποτελούσε ένα απλοϊκό και κοινότυπο σχέδιο αποτελούμενο από πολύ απλά στοιχεία και ότι ήταν γνωστό ότι το εν λόγω σχέδιο είχε ευρέως χρησιμοποιηθεί για διακοσμητικούς σκοπούς όσον αφορά διάφορα προϊόντα, μεταξύ των οποίων και εκείνα που εμπίπτουν στην κλάση 18. Το τμήμα προσφυγών έκρινε, εν συνεχεία, στις σκέψεις 41 και 42 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι το αμφισβητούμενο σήμα, ελλείψει στοιχείων δυνάμενων να το εξατομικεύσουν σε σχέση με άλλες αναπαραστάσεις σκακιέρας, δεν ήταν ικανό να εκπληρώσει τη βασική του λειτουργία ταυτοποιήσεως ή προσδιορισμού της προελεύσεως του σήματος. Επιπροσθέτως, στις σκέψεις 43 και 47 της ίδιας αυτής αποφάσεως, το τμήμα προσφυγών έκρινε ότι το μοτίβο «στημόνι και υφάδι» του αμφισβητούμενου σήματος δεν συνιστούσε ουσιώδες χαρακτηριστικό του εν λόγω σήματος και δεν του προσέδιδε διακριτικό χαρακτήρα. Επιπλέον, κατά τη σκέψη 46 της προσβαλλομένης αποφάσεως, το γεγονός ότι το μοτίβο είχε αντιγραφεί δεν αποδείκνυε ότι λειτουργούσε ως ένδειξη της εμπορικής προελεύσεως για το ενδιαφερόμενο κοινό. Το ίδιο ίσχυε, κατά τη σκέψη 48 της προσβαλλομένης αποφάσεως, και ως προς τον ειδικό συνδυασμό των χρωμάτων, ήτοι το καφέ και το μπεζ. Επομένως, το τμήμα προσφυγών έκρινε, στη σκέψη 49 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι το αμφισβητούμενο σήμα ήταν πολύ απλό και δεν περιείχε κάποιο στοιχείο ικανό να το εξατομικεύσει ώστε να μην φαίνεται ως ένα κοινό και στοιχειώδες σχέδιο. Προσέθεσε, στη σκέψη 50 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι σημεία όπως το αμφισβητούμενο σήμα χρησιμοποιούνταν εν γένει ως συμπληρωματικά σημεία τα οποία συνυπάρχουν πλάι στο κύριο σήμα του κατασκευαστή, με αποτέλεσμα να συναγάγει, στη σκέψη 51 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι το εν λόγω σήμα στερείτο διακριτικού χαρακτήρα. Ομοίως, το τμήμα προσφυγών έκρινε, στη σκέψη 55 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι τα έγγραφα που προσκόμισε η δικαιούχος του αμφισβητούμενου σήματος δεν αποδείκνυαν ότι το ενδιαφερόμενο κοινό είχε τη συνήθεια να προβαίνει σε υποθέσεις ως προς την εμπορική προέλευση των οικείων προϊόντων με βάση τα σχέδια. Τέλος, το τμήμα προσφυγών έκρινε, στις σκέψεις 73 έως 75 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι, βάσει των αποδεικτικών στοιχείων που είχε προσκομίσει η προσφεύγουσα, δεν είχε αποδειχθεί ότι το αμφισβητούμενο σήμα είχε αποκτήσει διακριτικό χαρακτήρα δια της χρήσεώς του σε σημαντικό τμήμα του κρίσιμου εδάφους, ήτοι στη Δανία, την Πορτογαλία, τη Φινλανδία και τη Σουηδία, τούτο δε ούτε κατά τον χρόνο υποβολής της αιτήσεως για την καταχώρισή του ούτε μετά την καταχώρισή του.

 Αιτήματα των διαδίκων

11      Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση·

–        να καταδικάσει το ΓΕΕΑ στα δικαστικά έξοδα της παρούσας διαδικασίας·

–        να καταδικάσει την παρεμβαίνουσα στα έξοδα των διαδικασιών ενώπιον του τμήματος ακυρώσεως και του τμήματος προσφυγών.

12      Το ΓΕΕΑ και η παρεμβαίνουσα ζητούν από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή·

–        να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

13      Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση η παρεμβαίνουσα, απαντώντας σε ερώτημα του Γενικού Δικαστηρίου, απέσυρε ρητώς τα συμπληρωματικά επιχειρήματα που είχε ήδη προβάλει στην αρχική αίτησή της περί κηρύξεως ακυρότητας και που είχε επαναλάβει στο υπόμνημα αντικρούσεως, τα οποία βασίζονταν στο ότι η καταχώριση του αμφισβητούμενου σήματος είχε, επιπλέον, πραγματοποιηθεί κατά παράβαση των διατάξεων του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχεία β΄ έως δ΄, στοιχείο ε΄, σημείο iii, και στοιχείο στ΄, του κανονισμού 207/2009, όπερ σημειώθηκε στα πρακτικά της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως.

 Σκεπτικό

14      Προς στήριξη της προσφυγής της, η προσφεύγουσα προβάλλει δύο λόγους ακυρώσεως, οι οποίοι αντλούνται από παράβαση, ο πρώτος, του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, και του άρθρου 52, παράγραφος 1, του κανονισμού 207/2009 και, ο δεύτερος, του άρθρου 7, παράγραφος 3, και του άρθρου 52, παράγραφος 2, του εν λόγω κανονισμού.

 Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως ο οποίος αντλείται από παράβαση του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, και του άρθρου 52, παράγραφος 1, του κανονισμού 207/2009

15      Πρέπει να σημειωθεί ότι ο πρώτος λόγος ακυρώσεως, ο οποίος αντλείται από παράβαση του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, και του άρθρου 52, παράγραφος 1, του κανονισμού 207/2009, διακρίνεται σε δύο σκέλη. Με το πρώτο σκέλος, η προσφεύγουσα προσάπτει, κατ’ ουσίαν, στο τμήμα προσφυγών ότι δεν αρκέστηκε στο να εκτιμήσει κατά πόσον το αμφισβητούμενο σήμα διέθετε ελάχιστο διακριτικό χαρακτήρα, αλλά εξέτασε κατά πόσον το εν λόγω σήμα διέθετε άλλα χαρακτηριστικά ικανά να προσελκύσουν την προσοχή του ενδιαφερόμενου καταναλωτή, απαιτώντας, επομένως, να έχει επιτύχει το σήμα αυτό ένα ανώτερο όριο διακριτικού χαρακτήρα. Επιπλέον, προσάπτει στο τμήμα προσφυγών ότι παρουσίασε κατά ανακριβή τρόπο το αμφισβητούμενο σήμα σαν να επρόκειτο για μια εν γένει αίτηση καταχωρίσεως σχεδίου σκακιέρας. Η προσφεύγουσα φρονεί, επίσης, ότι το τμήμα προσφυγών προέβη σε εσφαλμένη εκτίμηση, αφενός, του αμφισβητούμενου σήματος σε σχέση με τα προϊόντα που εμπίπτουν στην κλάση 18 και, αφετέρου, της αντιλήψεως του ενδιαφερόμενου κοινού. Με το δεύτερο σκέλος, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι το τμήμα προσφυγών παρέβη τους κανόνες περί βάρους αποδείξεως.

 Επί του εγγενούς διακριτικού χαρακτήρα του αμφισβητούμενου σήματος

16      Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά το άρθρο 52, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, του κανονισμού 207/2009, η ακυρότητα του κοινοτικού σήματος κηρύσσεται, κατόπιν αιτήσεως που υποβάλλεται στο ΓΕΕΑ, όταν το κοινοτικό σήμα καταχωρίσθηκε κατά παράβαση των διατάξεων του άρθρου 7 του ίδιου κανονισμού.

17      Κατά τη νομολογία, ένας απόλυτος λόγος απαραδέκτου της καταχωρίσεως πρέπει να ερμηνεύεται υπό το πρίσμα του γενικού συμφέροντος που τον δικαιολογεί. Όσον αφορά το άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού 207/2009, η έννοια του γενικού συμφέροντος συμπίπτει προφανώς με τη βασική λειτουργία του σήματος, η οποία συνίσταται στην υπέρ του καταναλωτή εγγύηση της ταυτότητας προελεύσεως του φέροντος το σήμα προϊόντος ή υπηρεσίας, παρέχοντάς του τη δυνατότητα να διακρίνει, χωρίς κίνδυνο συγχύσεως, το προϊόν αυτό ή την υπηρεσία αυτήν από προϊόντα ή υπηρεσίες άλλης προελεύσεως (βλ. απόφαση της 8ης Μαΐου 2008, Eurohypo κατά ΓΕΕΑ, C‑304/06 P, Συλλογή, EU:C:2008:261, σκέψεις 55 και 56 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

18      Διακριτικός χαρακτήρας σήματος, κατά την έννοια του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού 40/94, σημαίνει ότι το σήμα αυτό καθιστά δυνατή την αναγνώριση ως προερχόμενου από μία συγκεκριμένη επιχείρηση του προϊόντος ως προς το οποίο ζητήθηκε η καταχώρισή του και, ως εκ τούτου, καθιστά δυνατή τη διάκριση του προϊόντος αυτού από εκείνα άλλων επιχειρήσεων (βλ. απόφαση της 29ης Απριλίου 2004, Henkel κατά ΓΕΕΑ, C‑456/01 P και C‑457/01 P, Συλλογή, EU:C:2004:258, σκέψη 34 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

19      Ο διακριτικός αυτός χαρακτήρας ενός σήματος πρέπει να εκτιμάται σε σχέση, αφενός, με τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες ως προς τα οποία ζητήθηκε η καταχώριση του σήματος και, αφετέρου, με την αντίληψη του ενδιαφερόμενου κοινού, το οποίο αποτελείται από τον μέσο καταναλωτή των προϊόντων ή των υπηρεσιών αυτών, ο οποίος έχει τη συνήθη πληροφόρηση και είναι ευλόγως προσεκτικός και ενημερωμένος (αποφάσεις Henkel κατά ΓΕΕΑ, σκέψη 18 ανωτέρω, EU:C:2004:258, σκέψη 35, και της 22ας Ιουνίου 2006, Storck κατά ΓΕΕΑ, C‑25/05 P, Συλλογή, EU:C:2006:422, σκέψη 25). Το επίπεδο της προσοχής του μέσου καταναλωτή, ο οποίος θεωρείται ότι έχει τη συνήθη πληροφόρηση και είναι ευλόγως προσεκτικός και ενημερωμένος, ποικίλλει αναλόγως της κατηγορίας των επίμαχων προϊόντων ή υπηρεσιών [απόφαση της 10ης Οκτωβρίου 2007, Bang & Olufsen κατά ΓΕΕΑ, T‑460/05, (Σχήμα μεγαφώνου), Συλλογή, EU:T:2007:304, σκέψη 32].

20      Κατά πάγια επίσης νομολογία, τα κριτήρια εκτιμήσεως του διακριτικού χαρακτήρα τρισδιάστατου σήματος αποτελούμενου από τη μορφή του ίδιου του προϊόντος δεν διαφέρουν από εκείνα που έχουν εφαρμογή στις λοιπές κατηγορίες σημάτων [βλ. απόφαση Storck κατά ΓΕΕΑ, σκέψη 19 ανωτέρω, EU:C:2006:422, σκέψη 26 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία· απόφαση της 19ης Σεπτεμβρίου 2012, Fraas κατά ΓΕΕΑ (Καρό σχέδιο σε σκούρο και ανοικτό γκρι, μαύρο, μπεζ, σκούρο και ανοικτό κόκκινο χρώμα), T‑50/11, EU:T:2012:442, σκέψη 40].

21      Εντούτοις, στο πλαίσιο εφαρμογής των κριτηρίων αυτών, πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι η αντίληψη του μέσου καταναλωτή δεν είναι κατ’ ανάγκην η ίδια στην περίπτωση τρισδιάστατου σήματος, αποτελούμενου από την εικόνα του ίδιου του προϊόντος, και στην περίπτωση λεκτικού ή εικονιστικού σήματος, αποτελούμενου από σημείο ανεξάρτητο της όψεως των προϊόντων που προσδιορίζει (βλ. απόφαση Storck κατά ΓΕΕΑ, σκέψη 19 ανωτέρω, EU:C:2006:422, σκέψη 27 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία· απόφαση Καρό σχέδιο σε σκούρο και ανοικτό γκρι, μαύρο, μπεζ, σκούρο και ανοικτό κόκκινο χρώμα, σκέψη 20 ανωτέρω, EU:T:2012:442, σκέψη 40).

22      Πράγματι, ο μέσος καταναλωτής συνήθως δεν εικάζει την προέλευση των προϊόντων βάσει του σχήματός τους ή του σχήματος της συσκευασίας τους, όταν ελλείπει κάποιο εικονιστικό ή λεκτικό στοιχείο, ενδέχεται δε η απόδειξη του διακριτικού χαρακτήρα τρισδιάστατου σήματος να αποδειχθεί δυσχερέστερη από ό,τι στην περίπτωση ενός λεκτικού ή εικονιστικού σήματος (βλ. απόφαση Storck κατά ΓΕΕΑ, σκέψη 19 ανωτέρω, EU:C:2006:422, σκέψη 27 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία· απόφαση Καρό σχέδιο σε σκούρο και ανοικτό γκρι, μαύρο, μπεζ, σκούρο και ανοικτό κόκκινο χρώμα, σκέψη 20 ανωτέρω, EU:T:2012:442, σκέψη 40).

23      Κατά τη νομολογία, εξάλλου, όσο περισσότερο το σχήμα του οποίου ζητείται η καταχώριση ως σήματος ομοιάζει προς το πλέον πιθανό σχήμα που θα λάβει το επίμαχο προϊόν, τόσο πιθανότερο είναι το εν λόγω σχήμα να στερείται διακριτικού χαρακτήρα κατά την έννοια του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού 207/2009. Υπό τις συνθήκες αυτές, διακριτικό χαρακτήρα, κατά την έννοια του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού 207/2009, διαθέτει μόνον το σήμα το οποίο αποκλίνει σημαντικά από τα γενικώς ή συνήθως ισχύοντα στον κλάδο και, λόγω αυτού του γεγονότος, μπορεί να επιτελεί τη βασική του λειτουργία προσδιορισμού της προελεύσεως του προϊόντος [αποφάσεις Henkel κατά ΓΕΕΑ, σκέψη 18 ανωτέρω, EU:C:2004:258, σκέψη 39, και της 12ης Ιανουαρίου 2006, Deutsche SiSi-Werke κατά ΓΕΕΑ, C‑173/04 P, Συλλογή, EU:C:2006:20, σκέψη 31· βλ. επίσης απόφαση της 21ης Απριλίου 2010, Schunk κατά ΓΕΕΑ (απεικόνιση τμήματος κυλίνδρου συσφίξεως), T‑7/09, EU:T:2010:153, σκέψη 19 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία].

24      Η νομολογία αυτή, η οποία αναπτύχθηκε σε σχέση με τα τρισδιάστατα σήματα που αποτελούνται από την όψη του ίδιου του προϊόντος, ισχύει επίσης οσάκις το επίμαχο σήμα είναι εικονιστικό σήμα αποτελούμενο από τη δισδιάστατη παράσταση του εν λόγω προϊόντος. Πράγματι, ούτε σε παρόμοια περίπτωση αποτελείται το σήμα από σημείο ξένο προς την όψη της αναγκαίας συσκευασίας των προϊόντων που προσδιορίζει [βλ., συναφώς, απόφαση Storck κατά ΓΕΕΑ, σκέψη 19 ανωτέρω, EU:C:2006:422, σκέψη 29· διάταξη της 13ης Σεπτεμβρίου 2011, Wilfer κατά ΓΕΕΑ, C‑546/10 P, EU:C:2011:574, σκέψη 59· αποφάσεις της 14ης Σεπτεμβρίου 2009, Lange Uhren κατά ΓΕΕΑ (Γεωμετρικά σχήματα στον δίσκο ωρολογίου χειρός), T‑152/07, EU:T:2009:324, σκέψη 70, και Καρό σχέδιο σε σκούρο και ανοικτό γκρι, μαύρο, μπεζ, σκούρο και ανοικτό κόκκινο χρώμα, σκέψη 20 ανωτέρω, EU:T:2012:442, σκέψη 42].

25      Όμοια είναι, επίσης, η περίπτωση εικονιστικού σήματος αποτελούμενου από τμήμα του σήματος του προϊόντος που αυτό προσδιορίζει, στο μέτρο που το ενδιαφερόμενο κοινό το αναγνωρίζει αμέσως και χωρίς ιδιαίτερο προβληματισμό ως παράσταση μιας ιδιαζόντως ενδιαφέρουσας ή ελκυστικής λεπτομέρειας του επίμαχου προϊόντος, παρά ως ένδειξη της εμπορικής του προελεύσεως (απόφαση Καρό σχέδιο σε σκούρο και ανοικτό γκρι, μαύρο, μπεζ, σκούρο και ανοικτό κόκκινο χρώμα, σκέψη 20 ανωτέρω, EU:T:2012:442, σκέψη 43).

26      Υπό το πρίσμα των ως άνω εκτιμήσεων πρέπει να εξετασθούν τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας κατά της νομιμότητας της προσβαλλομένης αποφάσεως.

27      Πρώτον, πρέπει να επισημανθεί ότι, εν προκειμένω, οι διάδικοι δεν αμφισβητούν την περιεχόμενη στη σκέψη 29 της προσβαλλομένης αποφάσεως εκτίμηση του τμήματος προσφυγών, κατά την οποία τα προϊόντα που καλύπτει το αμφισβητούμενο σήμα είναι καθημερινής χρήσεως, με αποτέλεσμα να αποτελείται το ενδιαφερόμενο κοινό από τον μέσο καταναλωτή της Ένωσης, ο οποίος θεωρείται ότι έχει τη συνήθη πληροφόρηση και είναι ευλόγως προσεκτικός και ενημερωμένος. Εξάλλου, όπως ορθώς τονίζει το τμήμα προσφυγών, από την περιγραφή των σχετικών προϊόντων δεν προκύπτει ότι πρόκειται για προϊόντα πολυτελείας ή για τόσο προηγμένα ή ακριβά προϊόντα, ώστε το ενδιαφερόμενο κοινό να είναι ενδεχομένως ιδιαιτέρως προσεκτικό ως προς αυτά.

28      Δεύτερον, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, όσον αφορά τα σχετικά προϊόντα, το αμφισβητούμενο σήμα εμφανίζεται υπό τη μορφή σχεδίου το οποίο προορίζεται να καλύπτει είτε τμήμα είτε ολόκληρη την επιφάνεια των εν λόγω προϊόντων, γεγονός που η προσφεύγουσα ρητώς παραδέχθηκε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, απαντώντας σε ερώτημα του Γενικού Δικαστηρίου.

29      Επομένως, όσον αφορά τα σχετικά προϊόντα, ήτοι προϊόντα από δέρμα και από απομιμήσεις δέρματος, διάφορες τσάντες ή πορτοφόλια, καθώς και αλεξιβρόχια και ομπρέλες που ενδέχεται να περιλαμβάνουν υφασμάτινα στοιχεία, το επίμαχο σχέδιο μπορεί να καλύπτει μια περισσότερο ή λιγότερο εκτεταμένη επιφάνεια η οποία να αντιστοιχεί, κατά συνέπεια, στην εξωτερική τους όψη (βλ., συναφώς, απόφαση Καρό σχέδιο σε σκούρο και ανοικτό γκρι, μαύρο, μπεζ, σκούρο και ανοικτό κόκκινο χρώμα, σκέψη 20 ανωτέρω, EU:T:2012:442, σκέψη 50).

30      Εντεύθεν, ορθώς έκρινε το τμήμα προσφυγών, στη σκέψη 33 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι καθοριστικό στοιχείο του αμφισβητούμενου σήματος ήταν το γεγονός ότι συνέπιπτε με την όψη του οικείου προϊόντος.

31      Κατά συνέπεια, αντιθέτως προς ό,τι προβάλλει η προσφεύγουσα, η οποία ισχυρίζεται ότι το τμήμα προσφυγών αδίκως απαίτησε από αυτήν να αποδείξει ότι το αμφισβητούμενο σήμα είχε επιτύχει ένα ανώτερο όριο διακριτικού χαρακτήρα, το εν λόγω τμήμα ορθώς βασίστηκε στις έχουσες εφαρμογή στα τρισδιάστατα σήματα αρχές προκειμένου να αξιολογήσει τον διακριτικό χαρακτήρα του αμφισβητούμενου σήματος. Πράγματι, οι παρατεθείσες στις ανωτέρω σκέψεις 24 και 25 εκτιμήσεις δικαιολογούν την εφαρμογή της παρατεθείσας στις σκέψεις 20 έως και 23 ανωτέρω νομολογίας σχετικά με τα τρισδιάστατα σήματα και στα εικονιστικά, επίσης, σήματα τα οποία αποτελούνται από το σχήμα του οικείου προϊόντος ή από το σχήμα τμήματος του οικείου προϊόντος, δεδομένου ότι τέτοια σήματα δεν είναι ξένα προς την όψη του προϊόντος που προσδιορίζουν (βλ., συναφώς, απόφαση Καρό σχέδιο σε σκούρο και ανοικτό γκρι, μαύρο, μπεζ, σκούρο και ανοικτό κόκκινο χρώμα, σκέψη 20 ανωτέρω, EU:T:2012:442, σκέψη 53).

32      Τρίτον, πρέπει να εξετασθεί το επιχείρημα της προσφεύγουσας ότι υφίσταται μια πρακτική, βάσει της οποίας τέτοια εικονιστικά σήματα χρησιμοποιούνται στο εμπόριο των προϊόντων, τα οποία αφορά το αμφισβητούμενο σήμα, με σκοπό την εμπορική ταυτοποίηση, με αποτέλεσμα να έχει το κοινό τη συνήθεια να αντιλαμβάνεται ως σήματα διάφορα σημεία λεκτικών σημάτων, και ιδίως σχέδια που καλύπτουν ολόκληρη την επιφάνεια διαφόρων ειδών δερμάτινων προϊόντων. Ως εκ τούτου, κατά την προσφεύγουσα, αρκεί να διαθέτει το επίμαχο σήμα έναν ελάχιστο βαθμό διακριτικού χαρακτήρα ώστε να διατηρηθεί η πραγματοποιηθείσα καταχώριση.

33      Στο πλαίσιο αυτό, πρέπει να υπομνησθεί ότι το Δικαστήριο έχει ήδη απορρίψει, στη διάταξη Wilfer κατά ΓΕΕΑ, σκέψη 24 ανωτέρω (EU:C:2011:574, σκέψη 55), την άποψη ότι δεν εφαρμόζεται η μνημονευθείσα στην ανωτέρω σκέψη 23 νομολογία στα προϊόντα εκείνα, ως προς τα οποία ο καταναλωτής έχει συνηθίσει ότι η μορφή ορισμένων στοιχείων του συνολικού προϊόντος χρησιμεύει ως ένδειξη της προελεύσεώς του. Αντιθέτως, το Δικαστήριο επισήμανε ότι από τη νομολογία αυτή προκύπτει ότι, καίτοι η όψη των προϊόντων ενός συγκεκριμένου κλάδου ή εκείνη ενός στοιχείου των προϊόντων αυτών χρησιμεύει ως ένδειξη του κατασκευαστή τους, τούτο συμβαίνει μόνον επειδή η όψη επαρκούς αριθμού των εν λόγω προϊόντων ή στοιχειών τους αποκλίνει σημαντικά από τα γενικώς ή συνήθως ισχύοντα στον οικείο κλάδο (διάταξη Wilfer κατά ΓΕΕΑ, σκέψη 24 ανωτέρω, EU:C:2011:574, σκέψη 56, και απόφαση Καρό σχέδιο σε σκούρο και ανοικτό γκρι, μαύρο, μπεζ, σκούρο και ανοικτό κόκκινο χρώμα, σκέψη 20 ανωτέρω, EU:T:2012:442, σκέψη 58).

34      Εκ των ανωτέρω προκύπτει ότι, σε κάθε περίπτωση, το επιχείρημα της προσφεύγουσας κατά το οποίο ο καταναλωτής έχει συνηθίσει να αναγνωρίζει ένα σχέδιο ως ένδειξη της εμπορικής προελεύσεως των προϊόντων δεν ασκεί επιρροή, διότι η περίσταση ότι τέτοια σημεία αναγνωρίζονται ως σήμα από τον καταναλωτή δεν συνεπάγεται απαραιτήτως ότι στερούνται διακριτικού χαρακτήρα. Πράγματι, είναι δυνατόν ένα σήμα να αποκτήσει διακριτικό χαρακτήρα λόγω της διαχρονικής χρήσεώς του [απόφαση της 28ης Σεπτεμβρίου 2010, Rosenruist κατά ΓΕΕΑ (αναπαράσταση δύο καμπύλων πάνω σε τσέπη), T‑388/09, EU:T:2010:410, σκέψη 33].

35      Τέταρτον, πρέπει να εξετασθεί κατά πόσον το αμφισβητούμενο σχέδιο αποκλίνει σημαντικά από τα γενικώς ή συνήθως ισχύοντα στον κλάδο και, ως εκ τούτου, επιτρέπει στον καταναλωτή να ταυτοποιήσει το σχέδιο, το οποίο αντιστοιχεί στο σχήμα της αμφισβητούμενης όψεως, ως προερχόμενο από συγκεκριμένη επιχείρηση και, επομένως, να το διακρίνει από σχέδια προερχόμενα από άλλες επιχειρήσεις.

36      Εν προκειμένω, το αμφισβητούμενο σήμα συνίσταται, όπως ορθώς υπογράμμισε το τμήμα προσφυγών στη σκέψη 30 της προσβαλλομένης αποφάσεως, σε επαναλαμβανόμενο σχέδιο τετραγώνων όπου εναλλάσσονται δύο χρώματα, το καφέ και το μπεζ, το οποίο έχει την όψη σκακιέρας. Στα τετράγωνα εσωκλείεται, επίσης, με τη μέθοδο της εμφανούς υφάνσεως δυο περιπλεκόμενων νημάτων, ένα μοτίβο «στημόνι και υφάδι» το οποίο, κατά την προσφεύγουσα, συνιστά σχέδιο μέσα στο σχέδιο.

37      Αφενός, το σχέδιο σκακιέρας είναι ένα απλοϊκό και κοινότυπο εικονιστικό σχέδιο, καθότι σχηματίζεται από την επαναλαμβανόμενη εναλλαγή ισομεγεθών τετραγώνων τα οποία διαφοροποιούνται μέσω εναλλαγής διαφορετικών χρωμάτων, εν προκειμένω του καφέ και του μπεζ. Το σχέδιο αυτό δεν παρουσιάζει, επομένως, καμία αξιοσημείωτη παραλλαγή σε σχέση με τη συνήθη απεικόνιση σκακιερών και συμπίπτει με το παραδοσιακό πρότυπο ενός τέτοιου σχεδίου. Ακόμα και κατά τη χρήση του σε προϊόντα, όπως εκείνα τη κλάσεως 18, το επίμαχο σχέδιο δεν αποκλίνει από τα γενικώς ή συνήθως ισχύοντα στον κλάδο, στο μέτρο που τέτοια προϊόντα επενδύονται κατά κανόνα με υφάσματα διαφόρων ειδών, το δε σχέδιο σκακιέρας μπορεί ακριβώς, λόγω της μεγάλης του απλότητας, να συνιστά ένα από τα σχέδια αυτά.

38      Στο πλαίσιο αυτό, όπως ορθώς υπογράμμισε το τμήμα προσφυγών στη σκέψη 37 της προσβαλλομένης αποφάσεως, χωρίς να αμφισβητηθεί από την προσφεύγουσα, το σχέδιο σκακιέρας είναι ένα μοτίβο που ανέκαθεν υπήρχε και χρησιμοποιείτο στον κλάδο των εικαστικών τεχνών. Οι δε τελευταίες σχετίζονται, παρά τις διαψεύσεις της προσφεύγουσας, αδιαμφισβήτητα με τα προϊόντα της κλάσεως 18. Συναφώς και σε κάθε περίπτωση, από τα στοιχεία που περιέχονται στον φάκελο του ΓΕΕΑ προκύπτει ότι τέτοιο σχέδιο χρησιμοποιήθηκε εν γένει στον κλάδο της διακοσμήσεως (μεταξύ άλλων στα ενδύματα και στα επιδαπέδια πλακίδια) και εμφανίζεται, επίσης, στην ταπισερί της Μπαγιέ.

39      Αφετέρου, το σχέδιο «στημόνι και υφάδι» το οποίο εμφανίζεται στο εσωτερικό κάθε τετραγώνου της σκακιέρας αντιστοιχεί στο επιδιωκόμενο οπτικό αποτέλεσμα του πλεξίματος δύο διαφορετικών υφασμάτων, οιασδήποτε φύσεως (μαλλί, μετάξι, δέρμα, κτλ.), κάτι που είναι, επομένως, σύνηθες όσον αφορά προϊόντα όπως αυτά που εμπίπτουν στην κλάση 18.

40      Χρησιμοποιούμενες στα επίμαχα εν προκειμένω προϊόντα της κλάσεως 18, διαπιστώνεται ότι, από απόψεως γραφικής παρουσίασης, η παράσταση σκακιέρας με εναλλαγή των χρωμάτων καφέ και μπεζ και η εντύπωση πλεξίματος νημάτων δεν συνιστούν καμία αξιοσημείωτη παραλλαγή σε σχέση με τη συνήθη απεικόνιση τέτοιων προϊόντων, με αποτέλεσμα το ενδιαφερόμενο κοινό να αντιλαμβάνεται στην πραγματικότητα μόνον ένα κοινότυπο και σύνηθες σχέδιο.

41      Πρέπει να σημειωθεί ότι η αντιπαραβολή δύο στοιχείων που είναι αυτά καθαυτά μη διακριτικά δεν είναι δυνατόν να μεταβάλει την αντίληψη του ενδιαφερόμενου κοινού ως προς την εξ υπαρχής έλλειψη διακριτικού χαρακτήρα του αμφισβητούμενου σήματος. Η αντιπαραβολή μιας σκακιέρας και ενός σχεδίου «στημόνι και υφάδι» δεν καταδεικνύει, πράγματι, κανένα στοιχείο το οποίο να αποκλίνει από τα γενικώς ή συνήθως ισχύοντα στον οικείο κλάδο, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να ευδοκιμήσει η επιχειρηματολογία της προσφεύγουσας κατά την οποία το αμφισβητούμενο σήμα είναι πολύπλοκο, ιδιαίτερο και πρωτότυπο (βλ., συναφώς, απόφαση Καρό σχέδιο σε σκούρο και ανοικτό γκρι, μαύρο, μπεζ, σκούρο και ανοικτό κόκκινο χρώμα, σκέψη 20 ανωτέρω EU:T:2012:442, σκέψη 70).

42      Ομοίως ανακριβώς διατείνεται η προσφεύγουσα ότι το τμήμα προσφυγών εκτίμησε εσφαλμένα το αμφισβητούμενο σήμα, καθότι το ανήγαγε απλώς σε σκακιέρα αντί να το εξετάσει λαμβάνοντας υπόψη το σύνολο των ιδιαιτεροτήτων του (ήτοι την όψη σκακιέρας, το μοτίβο «στημόνι και υφάδι» και το καφέ και μπεζ χρώμα).

43      Πράγματι, πέραν του ότι, όπως άλλωστε τονίζει και η προσφεύγουσα, το τμήμα προσφυγών περιέγραψε ορθώς, στη σκέψη 30 της προσβαλλομένης αποφάσεως, το αμφισβητούμενο σήμα ως αποτελούμενο από σκακιέρα με εναλλαγή του καφέ και του μπεζ χρώματος και ως περιέχον μοτίβο «στημόνι και υφάδι», από τη συνέχεια της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι το τμήμα προσφυγών εξέτασε διαδοχικώς, πρώτον, στις σκέψεις 37 έως 42 της προσβαλλομένης αποφάσεως, το σχέδιο σκακιέρας, εν συνεχεία, στις σκέψεις 43 έως 47 της εν λόγω αποφάσεως, το μοτίβο «στημόνι και υφάδι» και, τέλος, στη σκέψη 48 της ίδιας αποφάσεως, τον συνδυασμό των χρησιμοποιούμενων χρωμάτων, ήτοι του καφέ και του μπεζ, για να καταλήξει, στις σκέψεις 49 έως 51 της προσβαλλομένης αποφάσεως, στο πλαίσιο της αναλύσεως της συνολικής εντυπώσεως από την ως άνω αντιπαραβολή στοιχείων, ότι το αμφισβητούμενο σήμα στερείται παντελώς διακριτικού χαρακτήρα.

44      Καίτοι είναι αληθές ότι το τμήμα προσφυγών εξέτασε το μοτίβο «στημόνι και υφάδι» αφότου είχε καταλήξει στην έλλειψη διακριτικού χαρακτήρα του σχεδίου σκακιέρας, πρέπει να υπομνησθεί ότι, για να εκτιμηθεί ο διακριτικός χαρακτήρας ενός σήματος που αποτελείται από διάφορα στοιχεία (σύνθετο σήμα), το σήμα αυτό πρέπει να εξετασθεί συνολικά. Εντούτοις, τούτο δεν είναι ασύμβατο με τη διαδοχική εξέταση των διαφόρων στοιχείων που συναποτελούν το σήμα [απόφαση της 20ής Νοεμβρίου 2002, Bosch κατά ΓΕΕΑ (Kit Pro και Kit Super Pro), T‑79/01 και T‑86/01, Συλλογή, EU:T:2002:279, σκέψη 22· βλ., επίσης, συναφώς, απόφαση της 19ης Σεπτεμβρίου 2001, Procter & Gamble κατά ΓΕΕΑ (Λευκή τετράγωνη ταμπλέτα με κίτρινα και κυανά στίγματα), T‑118/00, Συλλογή, EU:T:2001:226, σκέψη 59].

45      Επομένως, εξετάζοντας, αφενός, διαδοχικώς τα διάφορα στοιχεία του αμφισβητούμενου σήματος και προβαίνοντας, αφετέρου, στην εξέταση του συνολικού αμφισβητούμενου σήματος, το τμήμα προσφυγών δεν παρέβη το άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού 207/2009 (βλ., συναφώς, απόφαση Eurohypo κατά ΓΕΕΑ, σκέψη 17 ανωτέρω, EU:C:2008:261, σκέψη 41 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

46      Από την προηγηθείσα ανάλυση προκύπτει, επίσης, ότι η προσφεύγουσα εσφαλμένα διατείνεται ότι το τμήμα προσφυγών εξέτασε μεμονωμένα τα διάφορα στοιχεία που συναποτελούν το αμφισβητούμενο σήμα αντί να το εξετάσει στο σύνολό του.

47      Πέμπτον, όσον αφορά το επιχείρημα της προσφεύγουσας ότι άλλα, ανάλογα προς το αμφισβητούμενο σήμα, σημεία, αποτέλεσαν αντικείμενο κοινοτικής καταχωρίσεως, πρέπει να υπομνησθεί ότι οι αποφάσεις που λαμβάνουν τα τμήματα προσφυγών, δυνάμει του κανονισμού 207/2009, σχετικά με την καταχώριση σημείου ως κοινοτικού σήματος, εμπίπτουν στη σφαίρα της ασκήσεως δέσμιας αρμοδιότητας και όχι διακριτικής ευχέρειας. Επομένως, η νομιμότητα των αποφάσεων των τμημάτων προσφυγών πρέπει να εκτιμάται αποκλειστικώς με βάση τον κανονισμό αυτόν, όπως αυτός ερμηνεύεται από τον δικαστή της Ένωσης, και όχι με βάση προγενέστερη των αποφάσεων αυτών πρακτική λήψεως αποφάσεων [απόφαση της 15ης Σεπτεμβρίου 2005, BioID κατά ΓΕΕΑ, C‑37/03 P, Συλλογή, EU:C:2005:547, σκέψη 47, και απόφαση της 13ης Απριλίου 2011, Air France κατά ΓΕΕΑ (Απεικόνιση παραλληλόγραμμου), T‑159/10, EU:T:2011:176, σκέψη 37].

48      Πρέπει να επισημανθεί ότι, ασφαλώς, το ΓΕΕΑ οφείλει να ασκεί τις αρμοδιότητές του σύμφωνα με τις γενικές αρχές του δικαίου της Ένωσης, όπως την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως και την αρχή της χρηστής διοικήσεως (απόφαση της 10ης Μαρτίου 2011, Agencja Wydawnicza Technopol κατά ΓΕΕΑ, C‑51/10 P, Συλλογή, EU:C:2011:139, σκέψη 73).

49      Λαμβανομένων υπόψη των δύο ανωτέρω αρχών, το ΓΕΕΑ οφείλει, στο πλαίσιο της διαδικασίας για κήρυξη ακυρότητας κοινοτικού σήματος, να λαμβάνει υπόψη τις αποφάσεις που έχουν ήδη ληφθεί επί αιτήσεων καταχωρίσεως παρόμοιων σημάτων και να εξετάζει με ιδιαίτερη προσοχή το αν πρέπει ή όχι να αποφασίσει κατά τον ίδιο τρόπο (βλ., συναφώς, απόφαση Agencja Wydawnicza Technopol κατά ΓΕΕΑ, σκέψη 48 ανωτέρω, EU:C:2011:139, σκέψη 74 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

50      Τούτου δοθέντος, οι αρχές της ίσης μεταχειρίσεως και της χρηστής διοικήσεως πρέπει να συμβιβάζονται με την τήρηση της νομιμότητας.

51      Κατά συνέπεια, ο διάδικος που αντικρούει αίτηση κηρύξεως ακυρότητας καταχωρισμένου σήματος δεν μπορεί να επικαλείται υπέρ αυτού ενδεχόμενη παρανομία διαπραχθείσα υπέρ τρίτου προκειμένου να επιτύχει την έκδοση πανομοιότυπης αποφάσεως (βλ., συναφώς, απόφαση Agencja Wydawnicza Technopol, σκέψη 48 ανωτέρω, EU:C:2011:139, σκέψη 76 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

52      Εν προκειμένω, αποδείχθηκε ότι το κοινοτικό σήμα αντέβαινε, σε σχέση με τα προϊόντα για τα οποία είχε επιτραπεί η καταχώριση και την αντίληψη των ενδιαφερομένων, σε έναν από τους λόγους απαραδέκτου που απαριθμούνται στο άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού 207/2009, σε συνδυασμό με το άρθρο 52, παράγραφος 1, του ίδιου κανονισμού.

53      Εκ των ανωτέρω προκύπτει ότι το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

 Επί της προβαλλόμενης παραβάσεως από το τμήμα προσφυγών των κανόνων περί βάρους αποδείξεως

54      Κατά την προσφεύγουσα, στο μέτρο που το αμφισβητούμενο σήμα καταχωρίσθηκε, απόκειται στο πρόσωπο που αμφισβητεί το κύρος της καταχωρίσεώς του να ανατρέψει το τεκμήριο κύρους της τελευταίας.

55      Από την ανωτέρω παραδοχή προκύπτει ότι, κατά την προσφεύγουσα, απόκειται σε αυτόν που αμφισβητεί τον διακριτικό χαρακτήρα ενός καταχωρισμένου σήματος να αποδείξει ότι το τμήμα προσφυγών υπέπεσε σε σφάλμα καθότι συνήγαγε ότι το αμφισβητούμενο σήμα μπορούσε να καταχωρισθεί.

56      Η προσφεύγουσα προσθέτει ότι το τμήμα προσφυγών δεν μπορεί να αντιπαρέλθει τα πλημμελή στοιχεία του αιτούντος την κήρυξη ακυρότητας, βασιζόμενο απλώς και μόνον στη «γενική του πείρα» προκειμένου να ανατρέψει το τεκμήριο κύρους της καταχωρίσεως του αμφισβητούμενου σήματος.

57      Κατά το άρθρο 52, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, του κανονισμού 207/2009, ένα κοινοτικό σήμα κηρύσσεται άκυρο εάν καταχωρίστηκε κατά παράβαση των διατάξεων του άρθρου 7 του εν λόγω κανονισμού.

58      Το άρθρο 57, παράγραφος 1, του κανονισμού 207/2009 διευκρινίζει ότι, κατά την εξέταση αιτήσεως κηρύξεως ακυρότητας, το ΓΕΕΑ καλεί τους διαδίκους, οσάκις απαιτείται, να υποβάλουν, εντός καθορισμένης προθεσμίας, παρατηρήσεις επί των κοινοποιήσεων που τους έχει απευθύνει ή επί των ανακοινώσεων που προέρχονται από τους λοιπούς διαδίκους. Κατά την παράγραφο 5 της ίδιας αυτής διατάξεως, εάν από την εξέταση της αιτήσεως κηρύξεως ακυρότητας, προκύψει ότι το σήμα δεν έπρεπε να είχε γίνει δεκτό προς καταχώριση για το σύνολο ή μέρος των προϊόντων ή υπηρεσιών για τις οποίες έχει καταχωρισθεί, το σήμα κηρύσσεται άκυρο για τα συγκεκριμένα προϊόντα ή υπηρεσίες.

59      Επιπλέον, κατά το άρθρο 76, παράγραφος 1, του κανονισμού 207/2009, κατά την εξέταση των απολύτων λόγων απαραδέκτου, οι εξεταστές του ΓΕΕΑ και, κατόπιν προσφυγής, τα τμήματα προσφυγών του ΓΕΕΑ οφείλουν να εξετάζουν αυτεπαγγέλτως τα πραγματικά περιστατικά προκειμένου να εξακριβωθεί αν το σήμα του οποίου ζητείται η καταχώριση εμπίπτει ή όχι στο πεδίο εφαρμογής κάποιου από τους λόγους απαραδέκτου της καταχωρίσεως που ορίζονται στο άρθρο 7 του ιδίου κανονισμού. Επομένως, τα αρμόδια όργανα του ΓΕΕΑ μπορούν να οδηγηθούν στο να στηρίξουν τις αποφάσεις τους σε πραγματικά περιστατικά που δεν επικαλέστηκε ο αιτών. Το ΓΕΕΑ υποχρεούται να εξετάζει αυτεπαγγέλτως τα κρίσιμα περιστατικά που θα μπορούσαν να το οδηγήσουν να εφαρμόσει κάποιον απόλυτο λόγο απαραδέκτου [απόφαση Storck κατά ΓΕΕΑ, σκέψη 19 ανωτέρω, EU:C:2006:422, σκέψη 50· αποφάσεις της 15ης Μαρτίου 2006, Develey κατά ΓΕΕΑ (Σχήμα πλαστικής φιάλης), T‑129/04, Συλλογή, EU:T:2006:84, σκέψη 16, και της 12ης Απριλίου 2011, Fuller & Thaler Asset Management κατά ΓΕΕΑ (BEHAVIOURAL INDEXING), T‑310/09 και T‑383/09, EU:T:2011:157, σκέψη 29].

60      Εντούτοις, στο πλαίσιο διαδικασίας κηρύξεως ακυρότητας, το τμήμα προσφυγών δεν μπορεί να υποχρεωθεί να προβεί εκ νέου σε αυτεπάγγελτη εξέταση, μετά τον εξεταστή, των κρίσιμων πραγματικών περιστατικών που θα μπορούσαν να το οδηγήσουν στην εφαρμογή των απολύτων λόγων απαραδέκτου. Από τα άρθρα 52 και 55 του κανονισμού 207/2009 προκύπτει ότι το κοινοτικό σήμα θεωρείται έγκυρο μέχρις ότου κηρυχθεί άκυρο από το ΓΕΕΑ κατόπιν διαδικασίας κηρύξεως ακυρότητας. Απολαύει, επομένως, ενός τεκμηρίου κύρους, το οποίο συνιστά τη λογική συνέπεια του ελέγχου που διενεργεί το ΓΕΕΑ οσάκις εξετάζει αίτηση καταχωρίσεως [απόφαση της 13ης Σεπτεμβρίου 2013, Fürstlich Castell’sches Domänenamt κατά ΓΕΕΑ – Castel Frères (CASTEL), T‑320/10, Συλλογή (αποσπάσματα), EU:T:2013:424, σκέψη 27].

61      Λόγω αυτού του τεκμηρίου κύρους, η κατά το άρθρο 76, παράγραφος 1, του κανονισμού 207/2009 υποχρέωση του ΓΕΕΑ να εξετάζει αυτεπαγγέλτως τα κρίσιμα πραγματικά περιστατικά που θα μπορούσαν να το οδηγήσουν να εφαρμόσει τους απόλυτους λόγους απαραδέκτου περιορίζεται στον έλεγχο της αιτήσεως καταχωρίσεως σήματος που πραγματοποιείται από τους εξεταστές του ΓΕΕΑ και, κατόπιν προσφυγής, από τα τμήματα προσφυγών του ΓΕΕΑ στο πλαίσιο της διαδικασίας καταχωρίσεως του εν λόγω σήματος. Δεδομένου, ότι, στο πλαίσιο διαδικασίας κηρύξεως ακυρότητας, το καταχωρισμένο κοινοτικό σήμα τεκμαίρεται έγκυρο, απόκειται στο πρόσωπο που υπέβαλε αίτηση κηρύξεως ακυρότητας να προβάλει ενώπιον του ΓΕΕΑ τα συγκεκριμένα στοιχεία που θα έθιγαν το κύρος του (απόφαση CASTEL, σκέψη 60 ανωτέρω, EU:T:2013:424, σκέψη 28).

62      Ωστόσο, καίτοι το ως άνω τεκμήριο κύρους της καταχωρίσεως περιορίζει την υποχρέωση του ΓΕΕΑ να εξετάζει τα κρίσιμα πραγματικά περιστατικά, εντούτοις, δεν είναι δυνατόν να το εμποδίζει, μεταξύ άλλων, λαμβανομένων υπόψη των στοιχείων που επικαλείται ο διάδικος που αμφισβητεί το κύρος του αμφισβητούμενου σήματος, να βασίζεται όχι μόνον στα επιχειρήματα αυτά καθώς και σε ενδεχόμενα αποδεικτικά στοιχεία που επισυνάπτει ο διάδικος αυτός στην αίτησή του κηρύξεως ακυρότητας, αλλά επίσης, αντιθέτως προς ό,τι υποστηρίζει η προσφεύγουσα, στα κοινώς γνωστά πραγματικά περιστατικά που παρέθεσε το ΓΕΕΑ στο πλαίσιο της διαδικασίας κηρύξεως ακυρότητας [βλ., συναφώς, απόφαση της 15ης Ιανουαρίου 2013, Welte-Wenu κατά ΓΕΕΑ – Επιτροπής (EUROPEAN DRIVESHAFT SERVICES), T‑413/11, EU:T:2013:12, σκέψη 24 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία].

63      Επομένως, δεδομένου ότι, όπως εν προκειμένω, η παρεμβαίνουσα αμφισβήτησε το κύρος του επίμαχου σήματος βασιζόμενη σε στοιχεία που προβλήθηκαν προς στήριξη της αιτήσεώς της κηρύξεως ακυρότητας, απόκειτο στο τμήμα προσφυγών, όπως το τελευταίο έπραξε, να εξετάσει τα στοιχεία αυτά, καθώς και να λάβει υπόψη την ύπαρξη κοινώς γνωστών πραγματικών περιστατικών τα οποία ο εξεταστής παρέλειψε, ενδεχομένως, να λάβει υπόψη στο πλαίσιο της διαδικασίας καταχωρίσεως.

64      Διαπιστώνεται, συναφώς, ότι το τμήμα προσφυγών υπογράμμισε, στη σκέψη 37 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι η διαπίστωση, κατά την οποία το σχέδιο σκακιέρας ήταν ένα απλοϊκό και κοινότυπο σχέδιο αποτελούμενο από πολύ απλά στοιχεία, αποτελούσε κοινώς γνωστό στοιχείο (βλ., επίσης, συναφώς, σκέψη 44 της προσβαλλομένης αποφάσεως), έκρινε δε, επίσης, ότι η διαπίστωση αυτή ενισχυόταν από στοιχεία προβαλλόμενα από την παρεμβαίνουσα, τα οποία σχετίζονταν με το γεγονός ότι το αμφισβητούμενο σήμα δεν ήταν εξ υπαρχής διακριτικό, δεδομένων των στοιχείων που καταδείκνυαν ότι το σχέδιο σκακιέρας είχε χρησιμοποιηθεί στον κλάδο των εικαστικών τεχνών.

65      Κατόπιν αυτού, διαπιστώνεται ότι το τμήμα προσφυγών ουδόλως παρέβη τους κανόνες περί βάρους αποδείξεως.

66      Από τις ανωτέρω σκέψεις προκύπτει ότι πρέπει να απορριφθεί το δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου ακυρώσεως και, ως εκ τούτου, ο λόγος αυτός στο σύνολό του.

 Επί του δεύτερου λόγου ακυρώσεως ο οποίος αντλείται από παράβαση του άρθρου 7, παράγραφος 3, και του άρθρου 52, παράγραφος 2, του κανονισμού 207/2009

67      Η προσφεύγουσα προσάπτει, κατ’ ουσίαν, στο τμήμα προσφυγών, στο πλαίσιο του πρώτου σκέλους, ότι έλαβε υπόψη εσφαλμένη ημερομηνία προκειμένου να εξακριβώσει αν το αμφισβητούμενο σήμα είχε αποκτήσει διακριτικό χαρακτήρα και, στο πλαίσιο του δεύτερου σκέλους, ότι απαίτησε να προσκομιστούν αποδείξεις σχετικά με την κτήση διακριτικού χαρακτήρα από το αμφισβητούμενο σήμα για κάθε κράτος μέλος και όχι για ένα σημαντικό τμήμα της Ένωσης.

 Επί του σφάλματος ως προς την ημερομηνία που έπρεπε να ληφθεί υπόψη προκειμένου να εξακριβωθεί αν το αμφισβητούμενο σήμα είχε αποκτήσει διακριτικό χαρακτήρα

68      Κατά την προσφεύγουσα, δηλώνοντας ότι οι κρίσιμες ημερομηνίες για την εφαρμογή του άρθρου 7, παράγραφος 3, και του άρθρου 52 του κανονισμού 207/2009 ήταν αντιστοίχως η ημερομηνία καταθέσεως του αμφισβητούμενου σήματος (18 Σεπτεμβρίου 1996) και η ημερομηνία καταχωρίσεώς του (27 Αυγούστου 1998), το τμήμα προσφυγών έλαβε υπόψη εσφαλμένη ημερομηνία. Συγκεκριμένα, το τμήμα προσφυγών έπρεπε να έχει λάβει υπόψη την κατάσταση κατά τον χρόνο που η παρεμβαίνουσα υπέβαλε την αίτησή της κηρύξεως ακυρώσεως, ήτοι την 28η Σεπτεμβρίου 2009.

69      Πρέπει να σημειωθεί ότι, κατά το άρθρο 52, παράγραφος 2, του κανονισμού 207/2009, όταν η καταχώριση του κοινοτικού σήματος έγινε κατά παράβαση του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχεία β΄ έως δ΄, του εν λόγω κανονισμού, το κοινοτικό σήμα δεν κηρύσσεται άκυρο, εάν, λόγω της χρήσεως που του έγινε, απέκτησε, μετά την καταχώρισή του, διακριτικό χαρακτήρα για τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες για τις οποίες καταχωρίσθηκε.

70      Επομένως, κατά πάγια νομολογία, για να μπορεί να τύχει της εφαρμογής του άρθρου 52, παράγραφος 2, του κανονισμού 207/2009, το σήμα το οποίο ζητείται να κηρυχθεί άκυρο πρέπει να έχει αποκτήσει διακριτικό χαρακτήρα μεταξύ της ημερομηνίας της καταχωρίσεώς του και εκείνη της αιτήσεως κηρύξεως ακυρότητας. Απόκειται στον δικαιούχο του σήματος να προσκομίσει κατάλληλες και επαρκείς αποδείξεις προκειμένου να καταδείξει ότι αυτό απέκτησε τέτοιον χαρακτήρα [διάταξη της 2ας Δεκεμβρίου 2009, Powerserv Personalservice κατά ΓΕΕΑ, C‑553/08 P, Συλλογή, EU:C:2009:745, σκέψη 91· βλ. απόφαση της 9ης Μαρτίου 2011, Longevity Health Products κατά ΓΕΕΑ – Performing Science (5 HTP), T‑190/09, EU:T:2011:78, σκέψη 46 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία].

71      Πάντως, παρότι, όπως σημειώνει η προσφεύγουσα, το τμήμα προσφυγών τόνισε, στη σκέψη 70 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι «οι κρίσιμες ημερομηνίες για την εφαρμογή του άρθρου 7, παράγραφος 3, και του άρθρου 52, παράγραφος 2, του κανονισμού 207/2009 [ήταν] αντιστοίχως η ημερομηνία υποβολής της αιτήσεως καταχωρίσεως του αμφισβητούμενου σήματος (18 Σεπτεμβρίου 1996) και η ημερομηνία καταχωρίσεώς του (27 Αυγούστου 1998)», διαπιστώνεται ότι, με τη φράση αυτή, το τμήμα προσφυγών αναφέρθηκε αποκλειστικώς στο χρονικό σημείο στο οποίο έπρεπε να επικεντρωθεί, αφενός, στο πλαίσιο του άρθρου 7, παράγραφος 3, του κανονισμού 207/2009, ήτοι στην ημερομηνία καταθέσεως του προς καταχώριση σήματος, και, αφετέρου, στο πλαίσιο του άρθρου 52, παράγραφος 2, του εν λόγω κανονισμού, δηλαδή στο διάστημα μετά την καταχώριση του αμφισβητούμενου σήματος.

72      Τούτο επιβεβαιώνεται, εξάλλου, στη σκέψη 71 της προσβαλλομένης αποφάσεως, στην οποία το τμήμα προσφυγών, ενώ παραπέμπει στις ημερομηνίες της 18ης Σεπτεμβρίου 1996 και της 27ης Αυγούστου 1998, κρίνει ότι έπρεπε να αποδειχθεί «είτε ότι το αμφισβητούμενο κοινοτικό σήμα είχε αποκτήσει διακριτικό χαρακτήρα λόγω της χρήσεώς του στα δέκα πέντε κράτη μέλη της Ένωσης κατά τον χρόνο της καταθέσεώς του, είτε ότι [είχε αποκτήσει] τέτοιον χαρακτήρα λόγω της χρήσεώς του, κατόπιν της καταχωρίσεώς του στα δεκαπέντε κράτη μέλη της τότε Ένωσης».

73      Κατ’ αυτόν τον τρόπο, αναφερόμενο στη χρήση του αμφισβητούμενου σήματος κατόπιν της καταχωρίσεώς του, το τμήμα προσφυγών βασίστηκε κατ’ ανάγκη σε αποδεικτικά στοιχεία που είχε προβάλει η προσφεύγουσα και τα οποία ήταν μεταγενέστερα της καταχωρίσεως του αμφισβητούμενου σήματος.

74      Επιπροσθέτως, από τη σκέψη 72 της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι το τμήμα προσφυγών, μνημονεύοντας τα αποδεικτικά στοιχεία που επικαλέστηκε η προσφεύγουσα και αναφερόμενο στα έτη 1996 και 2010 όσον αφορά τον πίνακα των αριθμών σε σχέση με τα προϊόντα της προσφεύγουσας που πωλήθηκαν μεταξύ των δύο αυτών ετών, έλαβε υπόψη το σύνολο των αποδεικτικών στοιχείων χωρίς να κηρύξει απαράδεκτα εκείνα που ήταν είτε μεταγενέστερα της καταχωρίσεως του αμφισβητούμενου σήματος, είτε ακόμα και μεταγενέστερα της αιτήσεως κηρύξεως της ακυρότητας του εν λόγω σήματος (28 Σεπτεμβρίου 2009).

75      Ως εκ τούτου, παρά τη διφορούμενη διατύπωση της σκέψεως 70 της προσβαλλομένης αποφάσεως, όπως άλλωστε υπογραμμίζει το ΓΕΕΑ, ουδόλως προκύπτει από την εν λόγω απόφαση ότι το τμήμα προσφυγών έσφαλε ως προς την ημερομηνία που έπρεπε να ληφθεί υπόψη προκειμένου να εξακριβωθεί αν το αμφισβητούμενο σήμα είχε αποκτήσει διακριτικό χαρακτήρα διά της χρήσεως ή παρέλειψε ή αρνήθηκε να λάβει υπόψη το σύνολο των αποδεικτικών στοιχείων που προέβαλε η προσφεύγουσα, ανεξαρτήτως του χρόνου στον οποίον αυτά αναφέρονται, με αποτέλεσμα να προσάπτει αβάσιμα η προσφεύγουσα στο τμήμα προσφυγών ότι έλαβε υπόψη εσφαλμένη ημερομηνία προκειμένου να εξακριβώσει αν το αμφισβητούμενο σήμα είχε αποκτήσει διακριτικό χαρακτήρα.

76      Από τις προηγηθείσες σκέψεις προκύπτει ότι το πρώτο σκέλος του δεύτερου λόγου ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

 Επί του προβαλλόμενου σφάλματος όσον αφόρα την εξακρίβωση της κτήσεως διακριτικού χαρακτήρα από το αμφισβητούμενο σήμα

77      Όσον αφορά το προβαλλόμενο σφάλμα σε σχέση με την εδαφική έκταση ενός της οποίας το αμφισβητούμενο σήμα απέκτησε διακριτικό χαρακτήρα, η προσφεύγουσα διατείνεται ότι αδίκως απαίτησε το τμήμα προσφυγών την προσκόμιση αποδείξεων για κάθε ένα από τα δεκαπέντε κράτη μέλη που απάρτιζαν τότε την Ένωση, ενώ θα έπρεπε να έχει απαιτήσει να αποδειχθεί μόνον ότι ο διακριτικός χαρακτήρας του εν λόγω σήματος είχε αποκτηθεί δια της χρήσεώς του εντός ενός σημαντικού τμήματος της Ένωσης, παρότι τα σχετικά αποδεικτικά στοιχεία δεν αφορούν κάθε κράτος μέλος.

78      Λαμβανομένου δε υπόψη του ότι, κατά την προσφεύγουσα, από το σκεπτικό του τμήματος προσφυγών μπορεί να συναχθεί ότι το τελευταίο έκρινε επαρκή τα έγγραφα που προσκόμισε η προσφεύγουσα προκειμένου να αποδείξει ότι το αμφισβητούμενο σήμα είχε αποκτήσει διακριτικό χαρακτήρα διά της χρήσεως σε τουλάχιστον έντεκα κράτη μέλη, η προσφεύγουσα εκτιμά ότι ο αριθμός ήταν επαρκέστατος για να καλυφθεί το «όριο του σημαντικού τμήματος». Σε κάθε περίπτωση, η προσφεύγουσα φρονεί ότι απέδειξε επίσης σχετική χρήση του αμφισβητούμενου σήματος στη Δανία, την Πορτογαλία, τη Φινλανδία και τη Σουηδία (παραρτήματα 4 και 7 που επισυνάπτονται στο υπόμνημα της 11ης Νοεμβρίου 2011, όπου εκτίθενται οι λόγοι της προσφυγής της προσφεύγουσας).

79      Δυνάμει του άρθρου 7, παράγραφος 3, του κανονισμού 207/2009, ο απόλυτος λόγος απαραδέκτου του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του ίδιου κανονισμού δεν αποκλείει την καταχώριση σήματος εφόσον αυτό έχει αποκτήσει διακριτικό χαρακτήρα διά της χρήσεώς του, όσον αφορά τα προϊόντα για τα οποία ζητήθηκε η καταχώριση.

80      Ομοίως, το άρθρο 52, παράγραφος 2, του κανονισμού 207/2009 ορίζει, μεταξύ άλλων, ότι, όταν η καταχώριση του κοινοτικού σήματος έγινε κατά παράβαση του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, το κοινοτικό σήμα δεν κηρύσσεται άκυρο, εάν, λόγω της χρήσεως που του έγινε, απέκτησε, μετά την καταχώρισή του, διακριτικό χαρακτήρα για τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες για τις οποίες καταχωρίσθηκε.

81      Πρέπει, επίσης, να διευκρινιστεί συναφώς ότι, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 165, παράγραφοι 1 και 4, του κανονισμού 207/2009, ο διά της χρήσεως κτηθείς διακριτικός χαρακτήρας πρέπει να αποδεικνύεται μόνον στα κράτη μέλη που ήταν μέλη της Ένωσης κατά τον χρόνο καταθέσεως της αιτήσεως καταχωρίσεως του επίμαχου σήματος, ήτοι εν προκειμένω στην Ένωση η οποία, στις 18 Σεπτεμβρίου 1996, απαρτιζόταν από δεκαπέντε μέλη.

82      Ένα στερούμενο εγγενούς διακριτικού χαρακτήρα σημείο το οποίο, λόγω της χρήσεώς του πριν από την κατάθεση αιτήσεως για καταχώρισή του ως κοινοτικό σήμα, απέκτησε τέτοιο χαρακτήρα για τα προϊόντα και ή τις υπηρεσίες που αφορά η αίτηση καταχωρίσεως, γίνεται δεκτό για καταχώριση, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 7, παράγραφος 3, του κανονισμού 207/2009, εφόσον δεν πρόκειται για σήμα που «καταχωρίσθηκε κατά παράβαση των διατάξεων του άρθρου 7». Επομένως, το άρθρο 52, παράγραφος 2, του κανονισμού 207/2009 ουδόλως είναι κρίσιμο στην περίπτωση αυτή. Η τελευταία αυτή διάταξη αφορά, κυρίως, τα σήματα των οποίων η καταχώριση ήταν αντίθετη στους λόγους απαραδέκτου του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχεία β΄ έως δ΄, του κανονισμού 207/2009 και τα οποία, ελλείψει τέτοιας διατάξεως, έπρεπε να ακυρωθούν, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 52, παράγραφος 1, του κανονισμού 207/2009. Το άρθρο 52, παράγραφος 2, του κανονισμού 207/2009 έχει, ακριβώς, ως σκοπό τη διατήρηση της καταχωρίσεως των σημάτων τα οποία, διά της χρήσεως που τους έγινε, έχουν, εν τω μεταξύ, δηλαδή μετά την καταχώρισή τους, αποκτήσει διακριτικό χαρακτήρα για τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες για τα οποία καταχωρίσθηκαν, παρά το γεγονός ότι η καταχώριση αυτή ήταν, κατά το χρονικό σημείο που πραγματοποιήθηκε, αντίθετη προς το άρθρο 7 του κανονισμού 207/2009 [απόφαση της 15ης Οκτωβρίου 2008, Powerserv Personalservice κατά ΓΕΕΑ – Manpower (MANPOWER), Συλλογή, T‑405/05, EU:T:2008:442, σκέψη 127].

83      Πρέπει, επίσης, να υπομνησθεί ότι το άρθρο 7, παράγραφος 3, του κανονισμού 207/2009 δεν προβλέπει αυτοτελές δικαίωμα καταχωρίσεως σήματος. Εισάγει εξαίρεση από τους λόγους απαραδέκτου τους οποίους ορίζει το άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχεία β΄ έως δ΄, του εν λόγω κανονισμού. Επομένως, το περιεχόμενό του πρέπει να ερμηνεύεται σε συνάρτηση με αυτούς τους λόγους απαραδέκτου [αποφάσεις Γεωμετρικά σχήματα στον δίσκο ωρολογίου χειρός, σκέψη 24 ανωτέρω, EU:T:2009:324, σκέψη 121, και της 17ης Μαΐου 2011, T‑7/10, Διαγνωστικό και Θεραπευτικό Κέντρο Αθηνών «Υγεία» κατά ΓΕΕΑ (υγεία), EU:T:2011:221, σκέψη 39].

84      Πρέπει, επιπλέον, να υπομνησθεί ότι, κατά το άρθρο 1, παράγραφος 2, του κανονισμού 207/2009, το κοινοτικό σήμα έχει «ενιαίο χαρακτήρα», με συνέπεια να «παράγει τα ίδια αποτελέσματα στο σύνολο της Κοινότητας». Από τον ενιαίο χαρακτήρα του κοινοτικού σήματος προκύπτει ότι, για να γίνει δεκτή η καταχώριση σημείου, αυτό πρέπει να έχει διακριτικό χαρακτήρα στο σύνολο της Ένωσης. Για τον λόγο αυτό, κατά το άρθρο 7, παράγραφος 2, του κανονισμού 207/2009, η αίτηση καταχωρίσεως σήματος απορρίπτεται εάν αυτό στερείται διακριτικού χαρακτήρα σε τμήμα της Ένωσης [απόφαση της 30ής Μαρτίου 2000, Ford Motor κατά ΓΕΕΑ (OPTIONS), T‑91/99, Συλλογή, EU:T:2000:95, σκέψεις 23 έως 25]. Το τμήμα της Ένωσης, κατά την έννοια της προμνησθείσας παραγράφου 2, μπορεί ενδεχομένως να αποτελείται από ένα και μόνον κράτος μέλος [αποφάσεις Storck κατά ΓΕΕΑ, σκέψη 19 ανωτέρω, EU:C:2006:422, σκέψη 83, και της 7ης Σεπτεμβρίου 2006, Bovemij Verzekeringen, C‑108/05, Συλλογή, EU:C:2006:530, σκέψη 28· βλ., επίσης, σημείο 45 των προτάσεων της γενικής εισαγγελέα E. Sharpston στην προμνησθείσα απόφαση· αποφάσεις της 10ης Νοεμβρίου 2004, Storck κατά ΓΕΕΑ (Σχήμα σγουρόχαρτου), T‑402/02, Συλλογή, EU:T:2004:330, σκέψεις 85, 86, 88 και 89· της 12ης Σεπτεμβρίου 2007, Glaverbel κατά ΓΕΕΑ (Αναπαράσταση σχεδίου σε υάλινη επιφάνεια), T‑141/06, EU:T:2007:273, σκέψεις 35, 38 και 40· Γεωμετρικά σχήματα στον δίσκο ωρολογίου χειρός, σκέψη 24 ανωτέρω, EU:T:2009:324, σκέψη 134· της 29ης Σεπτεμβρίου 2010, CNH Global κατά ΓΕΕΑ (Συνδυασμός κόκκινου, μαύρου και γκρι χρώματος για ελκυστήρα), T‑378/07, Συλλογή, EU:T:2010:413, σκέψη 49· της 9ης Δεκεμβρίου 2010, Earle Beauty κατά ΓΕΕΑ (NATURALLY ACTIVE), T‑307/09, EU:T:2010:509, σκέψη 49· υγεία, σκέψη 83 ανωτέρω, EU:T:2011:221, σκέψη 40· της 6ης Ιουλίου 2011, Audi και Volkswagen κατά ΓΕΕΑ (TDI), T‑318/09, Συλλογή, EU:T:2011:330, σκέψη 46, και της 1ης Φεβρουαρίου 2013, Ferrari κατά ΓΕΕΑ (PERLE’), T‑104/11, EU:T:2013:51, σκέψη 38].

85      Το άρθρο 7, παράγραφος 3, του κανονισμού 207/2009, το οποίο επιτρέπει την καταχώριση σημείων που έχουν αποκτήσει διακριτικό χαρακτήρα διά της χρήσεως, πρέπει να ερμηνεύεται με γνώμονα τις ως άνω επιταγές. Κατά συνέπεια, είναι απαραίτητο να αποδεικνύεται η διά της χρήσεως κτήση τέτοιου χαρακτήρα σε όλο το έδαφος εντός του οποίου το σήμα στερούταν εξ υπαρχής τέτοιου χαρακτήρα (απόφαση Storck κατά ΓΕΕΑ, σκέψη 19 ανωτέρω, EU:C:2006:422, σκέψη 83· Συνδυασμός κόκκινου, μαύρου και γκρι χρώματος για ελκυστήρα, σκέψη 84 ανωτέρω, EU:T:2010:413, σκέψη 30, και υγεία, σκέψη 83 ανωτέρω, EU:T:2011:221, σκέψη 41).

86      Από τον ενιαίο χαρακτήρα του κοινοτικού σήματος προκύπτει, εξάλλου, ότι, προκειμένου να γίνει δεκτό για καταχώριση, ένα σημείο πρέπει να έχει διακριτικό χαρακτήρα, εγγενή ή κτηθέντα διά της χρήσεως, σε ολόκληρη την Ένωση. Πράγματι, θα ήταν παράδοξο να γίνει δεκτό, αφενός, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 3, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, της οδηγίας 2008/95/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Οκτωβρίου 2008, για την προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών περί σημάτων (ΕΕ L 299, σ. 25), ότι ένα κράτος μέλος, οφείλει να απορρίψει την αίτηση καταχωρίσεως ως εθνικού σήματος ενός σημείου που στερείται διακριτικού χαρακτήρα στο έδαφός του και, αφετέρου, ότι το ίδιο κράτος οφείλει να αναγνωρίσει το ίδιο σημείο ως κοινοτικό σήμα, για τον λόγο και μόνον ότι αυτό έχει αποκτήσει διακριτικό χαρακτήρα εντός άλλου κράτους μέλους [απόφαση της 14ης Δεκεμβρίου 2011, Vuitton Malletier κατά ΓΕΕΑ – Friis Group International (Απεικόνιση μηχανισμού κλειδώματος), T‑237/10, EU:T:2011:741, σκέψη 100].

87      Επιπλέον, στην περίπτωση μη λεκτικών σημάτων, όπως εν προκειμένω, πρέπει να τεκμαρθεί ότι η εκτίμηση του διακριτικού χαρακτήρα είναι η ίδια σε όλη την Ένωση, εκτός αν υφίστανται συγκεκριμένες ενδείξεις περί του αντιθέτου. Εφόσον, εν προκειμένω, από τη δικογραφία δεν προκύπτει ότι τούτο συντρέχει, πρέπει να γίνει δεκτό ότι υφίσταται ο απόλυτος λόγος απαραδέκτου του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού 207/2009, όσον αφορά το σήμα του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση, σε όλη την Ένωση. Επομένως, το σήμα αυτό πρέπει να έχει αποκτήσει διακριτικό χαρακτήρα σε όλη την Ένωση για να μπορεί να καταχωριστεί βάσει του άρθρου 7, παράγραφος 3, του κανονισμού 207/2009 [αποφάσεις της 29ης Απριλίου 2004, Eurocermex κατά ΓΕΕΑ (Σχήμα φιάλης μπύρας), T‑399/02, Συλλογή, EU:T:2004:120, σκέψη 47· σχήμα σγουρόχαρτου, σκέψη 84 ανωτέρω, EU:T:2004:330, σκέψη 86· της 10ης Μαρτίου 2009, Piccoli κατά ΓΕΕΑ (Σχήμα όστρακου), T‑8/08, EU:T:2009:63, σκέψεις 37 έως 39, και της 17ης Δεκεμβρίου 2010, Chocoladefabriken Lindt & Sprüngli κατά ΓΕΕΑ (Μορφή σοκολατένιου λαγού), T‑395/08, EU:T:2010:550, σκέψη 53].

88      Εξάλλου, από τη νομολογία προκύπτει ότι, για να θεωρηθεί ότι το σήμα έχει αποκτήσει διακριτικό χαρακτήρα διά της χρήσεώς του, απαιτείται ένα σημαντικό τουλάχιστον τμήμα του ενδιαφερόμενου κοινού να αναγνωρίζει, χάρη στο σήμα, τα σχετικά προϊόντα ή τις υπηρεσίες ως προερχόμενα από συγκεκριμένη επιχείρηση [αποφάσεις Σχήμα φιάλης μπύρας, σκέψη 87 ανωτέρω, EU:T:2004:120, σκέψη 42· απόφαση της 15ης Δεκεμβρίου 2005, BIC κατά ΓΕΕΑ (Σχήμα αναπτήρα με πυρόλιθο), T‑262/04, Συλλογή, EU:T:2005:463, σκέψη 61, και υγεία, σκέψη 83 ανωτέρω, EU:T:2011:221, σκέψη 42]. Ωστόσο, δεν αρκούν απλώς και μόνον γενικά και αφηρημένα στοιχεία για να διαπιστωθεί ότι συντρέχουν οι περιστάσεις υπό τις οποίες μπορεί να θεωρηθεί ότι πληρούται η προϋπόθεση αυτή (απόφαση της 4ης Μαΐου 1999, Windsurfing Chiemsee, C‑108/97 και C‑109/97, Συλλογή, EU:C:1999:230, σκέψη 52· απόφαση υγεία, σκέψη 83 ανωτέρω, EU:T:2011:221, σκέψη 45).

89      Το Δικαστήριο έχει διευκρινίσει ότι, προκειμένου να εξακριβώσει αν το σήμα έχει αποκτήσει διακριτικό χαρακτήρα διά της χρήσεώς του, η αρμόδια αρχή οφείλει να εκτιμήσει σφαιρικώς τα στοιχεία βάσει των οποίων μπορεί να αποδειχθεί ότι το σήμα κατέστη ικανό να προσδιορίζει τα οικεία προϊόντα ή τις υπηρεσίες ως προερχόμενα από συγκεκριμένη επιχείρηση και, επομένως, να τα διακρίνει από εκείνα άλλων επιχειρήσεων (απόφαση Windsurfing Chiemsee, σκέψη 88 ανωτέρω, EU:C:1999:230, σκέψη 49· αποφάσεις Σχήμα αναπτήρα με πυρόλιθο, σκέψη 88 ανωτέρω, EU:T:2005:463, σκέψη 63, και υγεία, σκέψη 83 ανωτέρω, EU:T:2011:221, σκέψη 43).

90      Συναφώς, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη, μεταξύ άλλων, το μερίδιο της αγοράς που αναλογεί στο σήμα, η ένταση, η γεωγραφική έκταση και η διάρκεια της χρήσεως του σήματος αυτού, το μέγεθος των επενδύσεων στις οποίες έχει προβεί η οικεία επιχείρηση για την προώθησή του, το ποσοστό των ενδιαφερομένων που αναγνωρίζει, χάρη στο σήμα, ότι το προϊόν ή η υπηρεσία προέρχεται από συγκεκριμένη επιχείρηση, οι δηλώσεις εμπορικών και βιομηχανικών επιμελητηρίων ή άλλων επαγγελματικών ενώσεων, καθώς και οι δημοσκοπήσεις (βλ. απόφαση Σχήμα αναπτήρα με πυρόλιθο, σκέψη 88 ανωτέρω, EU:T:2005:463, σκέψη 64 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία· απόφαση υγεία, σκέψη 83 ανωτέρω, EU:T:2011:221, σκέψη 44).

91      Από τα προαναφερθέντα και, κυρίως, από τη σκέψη 84 ανωτέρω, προκύπτει οπωσδήποτε ότι, όταν το αμφισβητούμενο σήμα στερείται διακριτικού χαρακτήρα σε όλη την Ένωση, πρέπει να αποδειχθεί ότι απέκτησε διακριτικό χαρακτήρα σε κάθε ένα από τα κράτη μέλη.

92      Πάντως, το Δικαστήριο έκρινε ότι, μολονότι είναι αληθές, σύμφωνα με την απόφαση Storck κατά ΓΕΕΑ, σκέψη 19 ανωτέρω (EU:C:2006:422), ότι η διά της χρήσεως κτήση διακριτικού χαρακτήρα από ένα σήμα πρέπει να αποδεικνύεται για το τμήμα της Ένωσης στο οποίο το σήμα αυτό δεν είχε εξ υπαρχής τέτοιο χαρακτήρα, θα ήταν υπερβολικό να απαιτείται να αποδειχθεί η κτήση αυτή για κάθε κράτος μέλος μεμονωμένα (απόφαση της 24ης Μαΐου 2012, Chocoladefabriken Lindt & Sprüngli κατά ΓΕΕΑ, C‑98/11 P, Συλλογή, EU:C:2012:307, σκέψη 62).

93      Εντούτοις, πρέπει να επισημανθεί ότι, υπενθυμίζοντας, στις σκέψεις 60 και 61 της αποφάσεως Chocoladefabriken Lindt & Sprüngli κατά ΓΕΕΑ, σκέψη 92 ανωτέρω (EU:C:2012:307), τη νομολογία, κατά την οποία ένα σήμα μπορεί να καταχωριστεί μόνον εφόσον αποδειχθεί ότι έχει αποκτήσει, δια της χρήσεώς του, διακριτικό χαρακτήρα σε τμήμα της Ένωσης όπου δεν είχε εξ υπαρχής τέτοιο χαρακτήρα και ότι αυτό πρέπει να είναι το σύνολο της Ένωσης, το Δικαστήριο δεν απέκλινε από τη νομολογία του και, κυρίως, από την απόφαση Storck κατά ΓΕΕΑ, σκέψη 19 ανωτέρω (EU:C:2006:422).

94      Βάσει των ως άνω εκτιμήσεων πρέπει να εξακριβωθεί αν το τμήμα προσφυγών ορθώς έκρινε ότι η προσφεύγουσα δεν απέδειξε ότι το αμφισβητούμενο σήμα είχε αποκτήσει διακριτικό χαρακτήρα διά της χρήσεώς του.

95      Στο πλαίσιο αυτό, είναι αναγκαίο, καταρχάς, να υπομνηστούν όλα τα στοιχεία που διαβίβασε η προσφεύγουσα στο ΓΕΕΑ και τα οποία ελήφθησαν υπόψη τόσο από το τμήμα ακυρώσεως, όσο και από το τμήμα προσφυγών, και απαριθμούνται στη σκέψη 72 της προσβαλλομένης αποφάσεως:

–        «στοιχείο 1: έγγραφο που φέρει την ονομασία “Damier Canvas Trademark Portfolio” [κατάλογος σημάτων με σχέδιο σκακιέρας] και πρόκειται περί καταλόγου των σημάτων της δικαιούχου του κοινοτικού σήματος, τα οποία έχουν καταχωριστεί σε διάφορα κράτη του κόσμου. Στον κατάλογο περιλαμβάνονται το επίμαχο σήμα και παρεμφερή σήματα. Η δικαιούχος του κοινοτικού σήματος παρέχει τις ακόλουθες ενδείξεις: κράτος στο οποίο έχει καταχωριστεί το σήμα, διεθνής κλάση των προϊόντων/υπηρεσιών, αριθμός της αιτήσεως, ημερομηνία της αιτήσεως, αριθμός καταχωρίσεως, ημερομηνία της καταχωρίσεως και κατάσταση (εν αναμονή/καταχωρισθέν). Σε ορισμένες περιπτώσεις σημειώνονται η προσεχής προβλεπόμενη ημερομηνία ανανεώσεως και άλλες παρατηρήσεις (προβλήματα, ανανέωση σε εξέλιξη)·

–        στοιχείο 2: μη χρονολογημένες φωτογραφίες προϊόντων που φέρουν σχέδιο σκακιέρας·

–        στοιχείο 3: εκτυπώσεις άρθρων αναφορικά με διάσημα σήματα που φέρουν σχέδια (Lady Dior με σχέδιο ψάθας, Gucci με σχέδιο λουλουδιών, σχέδιο Burberry)·

–        στοιχείο 4: πίνακας με αριθμούς αναφορικά με τα προϊόντα της δικαιούχου του κοινοτικού σήματος που πωλήθηκαν μεταξύ 1996 και 2010, τον αντίστοιχο κύκλο εργασιών σε ευρώ και τη συνολική ποσότητα πωληθέντων προϊόντων για το επίμαχο κοινοτικό σήμα, σε σχέση με τα ακόλουθα κράτη: Βέλγιο, Λουξεμβούργο, Κάτω Χώρες, Αυστρία, Τσεχική Δημοκρατία, Ουγγαρία, Ρουμανία, Κύπρος, Γαλλία, Γερμανία, Ελλάδα, Ιταλία, Δανία, Φινλανδία, Σουηδία, Πορτογαλία, Ισπανία, Ιρλανδία και Ηνωμένο Βασίλειο·

–        στοιχείο 5: συλλογή άρθρων και διαφημίσεων προερχόμενων από διάφορα περιοδικά που παρουσιάζουν προϊόντα που φέρουν το σχέδιο σκακιέρας της δικαιούχου του κοινοτικού σήματος. Τα περιοδικά προέρχονται από τα ακόλουθα κράτη: Γαλλία, Βέλγιο, Λουξεμβούργο, Αυστρία, Ηνωμένο Βασίλειο, Γερμανία, Ελβετία, Κάτω Χώρες, Ισπανία, Σουηδία, Ιταλία, Τσεχική Δημοκρατία, Ελλάδα, Τουρκία, Νορβηγία, Ουγγαρία και Ρουμανία. Το στοιχείο 5 περιλαμβάνει επίσης την σχετική με τη Louis Vuitton καταχώριση στη Βικιπέδια·

–        στοιχείο 6: κατάλογοι και φυλλάδια για τα προϊόντα Louis Vuitton·

–        στοιχείο 7: κατάλογος των καταστημάτων Louis Vuitton. Όσον αφορά τα κράτη μέλη της Ένωσης, απαριθμούνται τα καταστήματα της δικαιούχου του κοινοτικού σήματος στα ακόλουθα κράτη: Γαλλία, Αυστρία, Βέλγιο, Κύπρος, Τσεχική Δημοκρατία, Δανία, Φινλανδία, Γερμανία, Ελλάδα, Ουγγαρία, Ιρλανδία, Ιταλία, Λουξεμβούργο, Κάτω Χώρες, Πορτογαλία, Ρουμανία, Ισπανία, Σουηδία και Ηνωμένο Βασίλειο·

–        στοιχείο 8: φωτογραφίες προϊόντων που φέρουν σχέδιο σκακιέρας, μη προερχομένων από τη δικαιούχο του κοινοτικού σήματος, τα οποία προβάλλονται ως απομιμήσεις των προϊόντων της δικαιούχου του κοινοτικού σήματος.»

96      Πρέπει, επίσης, να διευκρινιστεί ότι η προσφεύγουσα επικαλέσθηκε μια δημοσκόπηση την οποία είχε λάβει υπόψη το τμήμα προσφυγών στις σκέψεις 18 και 55 της προσβαλλομένης αποφάσεως. Δήλωσε, μάλιστα, ότι είχε, επίσης, αποδείξει τη σχετική χρήση του αμφισβητούμενου σήματος στη Δανία, την Πορτογαλία, τη Φινλανδία και τη Σουηδία.

97      Προκαταρκτικώς, πρέπει, καταρχάς, να υπομνηστεί ότι, στο πλαίσιο της διαδικασίας ενώπιον του ΓΕΕΑ, όπως ορθώς αναφέρει το τμήμα προσφυγών στη σκέψη 63 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η προσφεύγουσα ουδόλως υποστήριξε ότι τα προμνησθέντα στοιχεία προορίζονταν να καταδείξουν τον διά της χρήσεως κτηθέντα διακριτικό χαρακτήρα του αμφισβητούμενου σήματος.

98      Στο δε υπόμνημα της 22ας Σεπτεμβρίου 2010 ενώπιον του τμήματος ακυρώσεως, απαντώντας στο επιχείρημα της παρεμβαίνουσας η οποία είχε υποστηρίξει ότι η προσφεύγουσα προέβαλε διακριτικό χαρακτήρα κτηθέντα διά της χρήσεως, η προσφεύγουσα φρόντισε να διευκρινίσει ότι «η κάτοχος ουδόλως ισχυρίστηκε ότι το αμφισβητούμενο σήμα είχε αποκτήσει διακριτικό χαρακτήρα διά της χρήσεως» και ότι «ανέκαθεν [υποστήριζε] ότι η ΣΚΑΚΙΕΡΑ [είχε] εγγενή διακριτικό χαρακτήρα, και [είχε] απλώς [επιστήσει] την προσοχή στο γεγονός ότι ο διακριτικός αυτός χαρακτήρας [είχε] αμβλυνθεί μέσω εντατικής χρήσεως επί 15 σχεδόν έτη».

99      Ομοίως, στο υπόμνημα της 11ης Νοεμβρίου 2011 ενώπιον του τμήματος προσφυγών, η προσφεύγουσα υπενθύμισε ότι τα μνημονευόμενα στην ανωτέρω σκέψη 95 έγγραφα προορίζονταν να αποδείξουν τον «αμβλυμμένο» διακριτικό χαρακτήρα του αμφισβητούμενο σήματος, αλλά δεν προορίζονταν να αποδείξουν τον διακριτικό χαρακτήρα του εν λόγω σήματος που είχε κτηθεί διά της χρήσεώς του.

100    Όσον αφορά τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, κυρίως εκείνα που επανέλαβε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση απαντώντας σε ερώτημα του Γενικού Δικαστηρίου, από την προσβαλλόμενη απόφαση δεν μπορεί να συναχθεί ότι το τμήμα προσφυγών έκρινε ότι τα έγγραφα, τα οποία είχε διαβιβάσει η προσφεύγουσα και τα οποία μνημονεύονται στη σκέψη 95 ανωτέρω, ήταν επαρκή για να αποδείξουν τον διακριτικό χαρακτήρα που είχε κτηθεί διά της χρήσεως σε τουλάχιστον έντεκα κράτη μέλη.

101    Πρέπει να επισημανθεί ότι το τμήμα ακυρώσεων έκρινε απλώς ότι η διαπίστωση περί ελλείψεως διακριτικού χαρακτήρα, κτηθέντος διά της χρήσεως σε τουλάχιστον τέσσερα κράτη μέλη της τότε απαρτιζόμενης από δεκαπέντε κράτη μέλη Ένωσης, ήτοι στο Βασίλειο της Δανίας, την Πορτογαλική Δημοκρατία, τη Δημοκρατία της Φινλανδίας και το Βασίλειο της Σουηδίας, επαρκούσε ώστε να γίνει δεκτό ότι οι εκ μέρους της προσφεύγουσας προσκομισθείσες αποδείξεις δεν κατεδείκνυαν διακριτικό χαρακτήρα του αμφισβητούμενο σήματος κτηθέντα διά της χρήσεως στην Ένωση.

102    Στηριζόμενο στη νομολογία, κατά την οποία ο διά της χρήσεως κτηθείς διακριτικός χαρακτήρας πρέπει να αποδεικνύεται σε κάθε κράτος μέλος στο οποίο το αμφισβητούμενο σήμα στερείτο εξ υπαρχής διακριτικού χαρακτήρα, το τμήμα ακυρώσεων έκρινε εμμέσως, αλλά κατ’ ανάγκην, ότι δεν ήταν απαραίτητο να εξακριβωθεί το αληθές και η αποδεικτική ισχύς των σχετικών με τα έντεκα άλλα κράτη μέλη εγγράφων.

103    Η διαπίστωση αυτή επιβεβαιώθηκε, στις σκέψεις 73 και 74 της προσβαλλομένης αποφάσεως, από το τμήμα προσφυγών, το οποίο δήλωσε ότι ασπάζεται το συμπέρασμα του τμήματος ακυρώσεων κατά το οποίο, μεταξύ άλλων, αναφορικά με τη Δανία, την Πορτογαλία, τη Φινλανδία και τη Σουηδία, «δεν ήταν δυνατόν να αντληθεί κανένα συμπέρασμα ως προς την αντίληψη του ενδιαφερόμενου κοινού, ούτε βάσει του καταλόγου των καταχωρισμένων σημάτων (στοιχείο 1), ούτε βάσει των προσκομισθέντων αριθμών πωλήσεων και κύκλων εργασιών, ελλείψει σαφούς ενδείξεως σε σχέση με το σήμα και τα οικεία προϊόντα (στοιχείο 4), ούτε βάσει της απλής παρουσίας ενός καταστήματος σε συγκεκριμένο κράτος (στοιχείο 7)».

104    Πρέπει να τονιστεί ότι, όσον αφορά τα τέσσερα κρίσιμα κράτη μέλη, ήτοι τη Δανία, την Πορτογαλία, τη Φινλανδία και τη Σουηδία, η προσφεύγουσα δεν κατέθεσε, βάσει της υπομνησθείσας στην ανωτέρω σκέψη 90 νομολογίας, στη δικογραφία κανένα έγγραφο με πληροφορίες σχετικά με το μερίδιο της αγοράς που αναλογεί στο αμφισβητούμενο σήμα, την ένταση και το μέγεθος των επενδύσεων στις οποίες προέβη η επιχείρηση για την προώθησή του, καθώς και το ποσοστό των ενδιαφερομένων που αναγνωρίζει, χάρη στο αμφισβητούμενο σήμα, ότι το προϊόν προέρχεται από συγκεκριμένη επιχείρηση, ούτε διαβίβασε κάποια δήλωση εμπορικού και βιομηχανικού επιμελητηρίου ή άλλων επαγγελματικών ενώσεων.

105    Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ο νομικός σύμβουλος της προσφεύγουσας, απαντώντας σε ερώτημα του Γενικού Δικαστηρίου, επιβεβαίωσε ότι δεν είχε προσκομίσει κανένα από τα μνημονευθέντα στην ανωτέρω σκέψη 104 στοιχεία, διότι η προσφεύγουσα δεν γνώριζε τη νομολογία, και ότι στο πλαίσιο της διοικητικής διαδικασίας είχαν χρησιμοποιηθεί μόνον τα στοιχεία που διέθετε.

106    Έστω και αν η προσφεύγουσα διατείνεται ότι τα έγγραφα, τα οποία υποβλήθηκαν προς αξιολόγηση εκ μέρους του τμήματος προσφυγών και μνημονεύονται στη σκέψη 95 ανωτέρω, καταδεικνύουν τον διακριτικό χαρακτήρα του αμφισβητούμενου σήματος λόγω της χρήσεώς του στη Δανία, την Πορτογαλία, τη Φινλανδία και τη Σουηδία, πρέπει να παρατηρηθούν τα ακόλουθα.

107    Συναφώς, πρώτον, διαπιστώνεται, όσον αφορά το προερχόμενο από την προσφεύγουσα έγγραφο που αναφέρει τον κύκλο εργασιών που πραγματοποιήθηκε χάρη στις πωλήσεις προϊόντων που φέρουν το αμφισβητούμενο σήμα (στοιχείο 4 μνημονευόμενο στη σκέψη 95 ανωτέρω), ότι τα αριθμητικά στοιχεία παρατίθενται σε απλά εκτυπωμένα φύλλα που δεν φέρουν καμία άλλη διευκρίνιση ή πιστοποίηση.

108    Όσον αφορά τα κατατεθέντα στη δικογραφία έγγραφα που προέρχονται από την ίδια την επιχείρηση, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι, προκειμένου να αξιολογηθεί η αποδεικτική τους αξία, έπρεπε, καταρχάς, να εξακριβωθεί η αξιοπιστία των περιεχόμενων σε αυτά πληροφοριών. Προσέθεσε ότι έπρεπε, επομένως, να ληφθούν υπόψη, μεταξύ άλλων, η προέλευση του εγγράφου, οι περιστάσεις υπό τις οποίες αυτό καταρτίστηκε και ο αποδέκτης του, και να εξετασθεί αν το έγγραφο είναι, βάσει του περιεχομένου του, λογικό και αξιόπιστο [αποφάσεις της 7ης Ιουνίου 2005, Lidl Stiftung κατά ΓΕΕΑ – REWE-Zentral (Salvita), T‑303/03, Συλλογή, EU:T:2005:200, σκέψη 42, και της 16ης Νοεμβρίου 2011, Dorma κατά ΓΕΕΑ – Puertas Doorsa (doorsa FÁBRICA DE PUERTAS AUTOMÁTICAS), T‑500/10, EU:T:2011:679, σκέψη 49].

109    Εν προκειμένω, διαπιστώνεται ότι το προερχόμενο από την ίδια την προσφεύγουσα έγγραφο, το οποίο αναφέρει τον κύκλο εργασιών που πραγματοποιήθηκε χάριν των πωλήσεων προϊόντων που φέρουν το αμφισβητούμενο σήμα, δεν μπορεί, επομένως, δεδομένης της προελεύσεως αυτής, να συνιστά, αυτό καθαυτό, επαρκή απόδειξη περί του ότι το εν λόγω σήμα απέκτησε διακριτικό χαρακτήρα διά της χρήσεως. Τα περιεχόμενα σε αυτό αριθμητικά στοιχεία συνιστούν, συνεπώς, μόνον ενδείξεις, χρήζουσες εξακριβώσεων μέσω άλλων αποδεικτικών στοιχείων (βλ., συναφώς, απόφαση Σχήμα αναπτήρα με πυρόλιθο, σκέψη 88 ανωτέρω, EU:T:2005:463, σκέψη 79).

110    Επομένως, ελλείψει οιουδήποτε άλλου στοιχείου που να τεκμηριώνει τις περιεχόμενες στο έγγραφο αυτό πληροφορίες, μεταξύ άλλων, λογιστικών εγγράφων, επικυρωμένων από γραφείο πιστοποίησης, τα οποία θα μπορούσαν να επιβεβαιώσουν τα περιεχόμενα σε αυτό αριθμητικά στοιχεία, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι το εν λόγω έγγραφο, εξεταζόμενο υπό το πρίσμα του συνόλου των υπολοίπων στοιχείων που υπέβαλε η προσφεύγουσα στο πλαίσιο της διοικητικής διαδικασίας, δεν μπορεί να αποδείξει ότι το αμφισβητούμενο σήμα απέκτησε διακριτικό χαρακτήρα διά της χρήσεως.

111    Ελλείψει οιουδήποτε άλλου αντικειμενικού στοιχείου, θα έπρεπε η σχετική απόφαση να στηριχθεί, χωρίς τούτο να δικαιολογείται, σε ένα απλό έγγραφο επί απλού χάρτου, στοιχείο που θα μπορούσε εν συνεχεία να χρησιμοποιηθεί από οποιαδήποτε άλλη επιχείρηση προς συναγωγή του συμπεράσματος ότι το επίπεδο αποδείξεως του διά της χρήσεως κτηθέντος διακριτικού χαρακτήρα μπορεί να εδράζεται σε πιθανότητες ή σε εικασίες, κάτι που η νομολογία παγίως αποκλείει [βλ., συναφώς, απόφαση της 10ης Σεπτεμβρίου 2008, Boston Scientific κατά ΓΕΕΑ – Terumo (CAPIO), T‑325/06, EU:T:2008:338, σκέψη 34 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία].

112    Δεύτερον, ούτε η παρουσία καταστημάτων σε διάφορα κράτη μέλη (στοιχείο 7 μνημονευόμενο στη σκέψη 95 ανωτέρω) παρέχει κάποια ένδειξη ως προς την αντίληψη του ενδιαφερόμενου κοινού για το αμφισβητούμενο σήμα.

113    Τρίτον, όσον αφορά τα αποκόμματα από καταλόγους και φυλλάδια, τις διαφημίσεις, καθώς και τις φωτογραφίες προσωπικοτήτων με προϊόντα που φέρουν το αμφισβητούμενο σήμα ή με διάφορα μοντέλα προϊόντων της προσφεύγουσας που φέρουν το αμφισβητούμενο σήμα, όπως επίσης και τις φωτογραφίες προϊόντων που αναπαράγουν το σχέδιο σκακιέρας του αμφισβητούμενου σήματος, που προσαρτήθηκαν στη δικογραφία (στοιχεία 2, 5 και 6 μνημονευόμενα στη σκέψη 95 ανωτέρω), αυτά αποδεικνύονται ανεπαρκή, ακόμα και εξεταζόμενα υπό το πρίσμα του συνόλου των υπολοίπων στοιχείων που προσκομίστηκαν από την προσφεύγουσα και απαριθμούνται στη σκέψη 95 ανωτέρω, ώστε να αποδείξουν ότι σημαντικό τμήμα του ενδιαφερόμενου κοινού αναγνωρίζει, χάρη στο αμφισβητούμενο σήμα, τα οικεία προϊόντα ως προερχόμενα από την προσφεύγουσα.

114    Αφενός, οι κατάλογοι και τα φυλλάδια είναι καταρτισμένοι αποκλειστικώς στα γαλλικά και στα αγγλικά, με αποτέλεσμα να μην μπορούν, εκτός αν η προσφεύγουσα προσκομίσει διαφορετικό κατάλογο, να αποδείξουν τον διά της χρήσεως κτηθέντα διακριτικό χαρακτήρα τουλάχιστον για τα τέσσερα οικεία κράτη μέλη. Επιπλέον, από κανένα στοιχείο δεν προκύπτει ότι οι κατάλογοι αυτοί διανέμονταν στο ενδιαφερόμενο κοινό και δεν αποτελούσαν εσωτερικό εργαλείο της προσφεύγουσας, διατιθέμενο στους υπαλλήλους της με σκοπό και μόνον την πώληση στα καταστήματα των περιεχομένων σε αυτούς ειδών.

115    Αφετέρου, οι φωτογραφίες διαφόρων προσωπικοτήτων με προϊόντα που φέρουν το αμφισβητούμενο σήμα ή οι φωτογραφίες διαφημίσεων προϊόντων που φέρουν το ίδιο αυτό σήμα αποδεικνύουν αποκλειστικώς ότι η προσφεύγουσα χρησιμοποίησε το σχέδιο με καφέ και μπεζ σκακιέρα, αλλά δεν αποδεικνύουν ότι το κοινό στο οποίο απευθύνονται τα οικεία προϊόντα αντιλαμβάνεται το εν λόγω σήμα ως ένδειξη εμπορικής προελεύσεως (βλ., συναφώς, απόφαση Συνδυασμός κόκκινου, μαύρου και γκρι χρώματος για ελκυστήρα, σκέψη 84 ανωτέρω, EU:T:2010:413, σκέψη 57).

116    Τέταρτον, όσον αφορά τη δημοσκόπηση σε σχέση με την αντίληψη των ενδιαφερομένων, την οποία προσκόμισε η προσφεύγουσα στο πλαίσιο της διοικητικής διαδικασίας και την οποία έλαβε υπόψη το τμήμα προσφυγών στις σκέψεις 18 και 55 της προσβαλλομένης αποφάσεως, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η δημοσκόπηση αυτή πραγματοποιήθηκε με καταναλωτές μόνον δερμάτινων προϊόντων πολυτελείας και αποκλειστικώς στη Γερμανία, την Ισπανία, τη Γαλλία, την Ιταλία και το Ηνωμένο Βασίλειο. Πέραν του ότι δεν αφορά τον μέσο καταναλωτή της Ένωσης, ο οποίος θεωρείται ότι έχει τη συνήθη πληροφόρηση και είναι ευλόγως προσεκτικός και ενημερωμένος (βλ. σκέψη 27 ανωτέρω), αλλά μόνον τους καταναλωτές προϊόντων πολυτελείας σε πέντε κράτη μέλη της Ένωσης, η δημοσκόπηση αυτή ουδόλως αφορά την αντίληψη σχετικά με το αμφισβητούμενο σήμα, αλλά εκείνη σχετικά με την Louis Vuitton, αυτήν καθαυτήν, με αποτέλεσμα να μην παρέχει καμία ένδειξη ως προς την αντίληψη που έχει για το αμφισβητούμενο σήμα και μόνον το, έστω περιορισμένο, ως άνω κοινό με το οποίο πραγματοποιήθηκε η δημοσκόπηση αυτή.

117    Για το σύνολο των λόγων αυτών, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, σε κάθε περίπτωση, η προσφεύγουσα δεν απέδειξε ότι το αμφισβητούμενο σήμα είχε αποκτήσει διακριτικό χαρακτήρα διά της χρήσεώς του στη Δανία, την Πορτογαλία, τη Φινλανδία και τη Σουηδία,.

118    Πράγματι, κυρίως από την απόφαση Αναπαράσταση σχεδίου σε υάλινη επιφάνεια, σκέψη 84 ανωτέρω (EU:T:2007:273, σκέψεις 35, 38 και 40), προκύπτει ότι η έλλειψη αποδείξεων όσον αφορά τη Δανία, τη Φινλανδία, τη Σουηδία, την Ελλάδα και την Ιρλανδία επαρκούσε ώστε να δικαιολογηθεί η άρνηση καταχωρίσεως.

119    Όσον αφορά το επιχείρημα της προσφεύγουσας, το οποίο στηρίζεται στην κατ’ επέκταση εφαρμογή των επιταγών του άρθρου 7, παράγραφος 3, του κανονισμού 207/2009 της νομολογίας σχετικά με την επίτευξη φήμης, η οποία πρέπει να αποδεικνύεται σε σημαντικό τμήμα της Ένωσης και όχι σε κάθε κράτος μέλος, το Γενικό Δικαστήριο έχει ήδη κρίνει ότι η νομολογία σχετικά με το άρθρο 7, παράγραφος 3, του κανονισμού 207/2009 δεν πρέπει να συγχέεται με εκείνη η οποία αφορά την αποσαφήνιση της εκφράσεως «χαίρει φήμης» μέσα στο κράτος μέλος ή στην Ένωση, υπό την έννοια του άρθρου 9, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, του κανονισμού 207/2009, κάτι που αποτελεί προϋπόθεση την οποία πρέπει να πληροί το καταχωρισθέν σήμα προκειμένου να τυγχάνει διευρυμένης προστασίας έναντι μη παρομοίων προϊόντων ή υπηρεσιών. Στην περίπτωση αυτή, το κρίσιμο ζήτημα δεν είναι η εξέταση του αν ένα σημείο πληροί τις αναγκαίες προϋποθέσεις για να καταχωριστεί ως κοινοτικό σήμα στο σύνολο της Ένωσης. Κρίσιμο ζήτημα είναι κυρίως το να αποτραπεί η χρήση ενός σημείου οσάκις ένα υφιστάμενο σήμα χαίρει φήμης είτε μέσα σε κράτος μέλος είτε στην Ένωση, η δε χρήση του σημείου, χωρίς νόμιμη αιτία, θα προσπόριζε αθέμιτο όφελος από τον διακριτικό χαρακτήρα ή τη φήμη του προμνησθέντος σήματος ή θα ήταν βλαπτική για αυτά. Επομένως, το Δικαστήριο έκρινε ότι, από γεωγραφικής απόψεως, το γεγονός ότι ένα σημείο χαίρει φήμης σε σημαντικό τμήμα της κοινότητας, αρκεί για να απαγορευθεί η χρήση του [αποφάσεις Συνδυασμός κόκκινου, μαύρου και γκρι χρώματος για ελκυστήρα, σκέψη 84 ανωτέρω, EU:T:2010:413, σκέψη 47, και της 29ης Ιανουαρίου 2013, Germans Boada κατά ΓΕΕΑ (Χειροκίνητος κόφτης πλακιδίων), T‑25/11, EU:T:2013:40, σκέψη 70· βλ. επίσης, συναφώς, αποφάσεις της 14ης Σεπτεμβρίου 1999, General Motors, Συλλογή, C‑375/97, EU:C:1999:408, σκέψεις 28 και 29, και της 6ης Οκτωβρίου 2009, PAGO International, C‑301/07, Συλλογή, EU:C:2009:611, σκέψεις 27 και 30].

120    Απόκειτο, επομένως, στην προσφεύγουσα να αποδείξει την κτήση διακριτικού χαρακτήρα διά της χρήσεως σε τμήμα της Ένωσης στο οποίο το αμφισβητούμενο σήμα στερείτο εξ υπαρχής παντελώς διακριτικού χαρακτήρα, δηλαδή, εν προκειμένω, στο σύνολο της Ένωσης. Όπως, όμως, προκύπτει από τη σκέψη 104 ανωτέρω, η προσφεύγουσα δεν κατέθεσε στη δικογραφία κανένα από τα στοιχεία που μνημονεύονται στην υπομνησθείσα στη σκέψη 90 ανωτέρω νομολογία, τα δε στοιχεία που προσκόμισε, όπως προκύπτουν από τη σκέψη 95 ανωτέρω, δεν αποδεικνύουν ότι το αμφισβητούμενο σήμα απέκτησε διακριτικό χαρακτήρα διά της χρήσεως στη Δανία, την Πορτογαλία, τη Φινλανδία και τη Σουηδία.

121    Εκ των ανωτέρω προκύπτει ότι το δεύτερο σκέλος του δεύτερου λόγου ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί, όπως επίσης και ο δεύτερος λόγος στο σύνολό του.

122    Εκ των ανωτέρω προκύπτει ότι η προσφυγή πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της.

 Επί των δικαστικών εξόδων

123    Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα αν υπάρχει σχετικό αίτημα. Επειδή η προσφεύγουσα ηττήθηκε, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα σύμφωνα με τα αιτήματα του ΓΕΕΑ και της παρεμβαίνουσας.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δεύτερο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Απορρίπτει την προσφυγή.

2)      Καταδικάζει τη Louis Vuitton Malletier στα δικαστικά έξοδα.

Martins Ribeiro

Gervasoni

Madise

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 21 Απριλίου 2015.

(υπογραφές)


* Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.