Language of document : ECLI:EU:T:2013:479

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (αναιρετικό τμήμα)

της 16ης Σεπτεμβρίου 2013

Υπόθεση T‑618/11 P

Carlo De Nicola

κατά

Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων (ΕΤΕπ)

«Αίτηση αναιρέσεως — Υπαλληλική υπόθεση — Προσωπικό της ΕΤΕπ — Αξιολόγηση — Προαγωγή — Περίοδος αξιολογήσεως και προαγωγών 2008 — Απόφαση της επιτροπής ενστάσεων — Έκταση του ελέγχου — Έκθεση αξιολογήσεως — Ένσταση ελλείψεως νομιμότητας — Εύλογη προθεσμία — Ακυρωτικό αίτημα — Αποζημιωτικό αίτημα — Εκκρεμοδικία»

Αντικείμενο:      Αίτηση αναιρέσεως κατά της αποφάσεως του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης (πρώτο τμήμα) της 28ης Σεπτεμβρίου 2011, F‑13/10, De Nicola κατά ΕΤΕπ.

Απόφαση:      Η απόφαση του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης (πρώτο τμήμα) της 28ης Σεπτεμβρίου 2011, F‑13/10, De Nicola κατά ΕΤΕπ, καθόσον απορρίπτει τα αιτήματα του Carlo De Nicola για την ακύρωση της αποφάσεως της επιτροπής ενστάσεων της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων (ΕΤΕπ), αναιρείται. Η αίτηση αναιρέσεως απορρίπτεται κατά τα λοιπά. Η προσφυγή την οποία άσκησε ο C. De Nicola ενώπιον του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης στην υπόθεση F‑13/10 απορρίπτεται. Ο C. De Nicola φέρει τα δικαστικά του έξοδα καθώς και το ήμισυ των δικαστικών εξόδων στα οποία υποβλήθηκε η ΕΤΕπ τόσο ως προς την ενώπιον του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης διαδικασία όσο και ως προς την παρούσα διαδικασία. Η ΕΤΕπ φέρει το ήμισυ των δικαστικών της εξόδων τόσο ως προς την ενώπιον του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης διαδικασία όσο και ως προς την παρούσα διαδικασία.

Περίληψη

1.      Υπαλληλικές προσφυγές — Υπάλληλοι της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων — Προσφυγή κατά αποφάσεως της επιτροπής ενστάσεων αφορώσας αξιολόγηση — Δικαστικός έλεγχος — Περιεχόμενο

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 91· Κανονισμός του προσωπικού της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων, άρθρο 22)

2.      Αναίρεση — Λόγοι — Εσφαλμένη εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών και των αποδεικτικών στοιχείων — Απαράδεκτο — Έλεγχος από το Γενικό Δικαστήριο της εκτιμήσεως των πραγματικών περιστατικών και των αποδεικτικών στοιχείων — Αποκλείεται πλην της περιπτώσεως παραμορφώσεως του περιεχομένου των εν λόγω στοιχείων

(Οργανισμός του Δικαστηρίου, άρθρο 58 και παράρτημα I, άρθρο 11)

3.      Ένδικη διαδικασία — Εισαγωγικό δικόγραφο — Τυπικά στοιχεία — Λεπτομερής έκθεση των λόγων ακυρώσεως και των επιχειρημάτων που προβάλλονται ενώπιον του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης

(Οργανισμός του Δικαστηρίου, άρθρο 21· Κανονισμός Διαδικασίας του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης, άρθρο 35, παράγραφος 1, στοιχείο ε΄)

4.      Δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης — Αρχές — Τήρηση εύλογης προθεσμίας — Διοικητική διαδικασία — Ένδικη διαδικασία — Κριτήρια εκτιμήσεως

(Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, άρθρα 47 και 52, παράγραφος 1· Κανονισμός του προσωπικού της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων, άρθρο 41)

5.      Αναίρεση — Λόγοι — Έλεγχος από το Γενικό Δικαστήριο της ορθότητας του νομικού χαρακτηρισμού των πραγματικών περιστατικών που διαπίστωσε το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης — Επιτρέπεται

(Οργανισμός του Δικαστηρίου, άρθρο 58 και παράρτημα I, άρθρο 11)

6.      Υπαλληλικές προσφυγές — Υπάλληλοι της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων — Εκπρόθεσμη προσφυγή ακυρώσεως — Αγωγή αποζημιώσεως που αποβλέπει στο ίδιο αποτέλεσμα — Απαράδεκτο

7.      Ένδικη διαδικασία — Ένσταση εκκρεμοδικίας — Ταυτότητα διαδίκων, αντικειμένου και λόγων ακυρώσεως των δύο προσφυγών — Απαράδεκτο της δεύτερης προσφυγής

8.      Αναίρεση — Λόγοι — Έλεγχος από το Γενικό Δικαστήριο της αρνήσεως του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης να διατάξει τη λήψη μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας ή τη διεξαγωγή αποδείξεων — Περιεχόμενο

(Άρθρο 256, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ· Οργανισμός του Δικαστηρίου, παράρτημα I, άρθρο 11)

1.      Ακόμα και αν θεωρηθεί ότι ως αποτέλεσμα των αιτημάτων που στρέφονται κατά της αποφάσεως της επιτροπής ενστάσεων της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων ήχθη ενώπιον του δικαστηρίου της Ένωσης η έκθεση αξιολογήσεως κατά της οποίας είχε ασκηθεί διοικητική ένσταση, το γεγονός αυτό δεν δικαιολογεί αφεαυτού το να περιοριστεί ο δικαστής της Ένωσης να εξετάσει τα αιτήματα που στρέφονται κατά της επίδικης εκθέσεως, ή ακόμα και να αποφύγει παντελώς να ελέγξει το βάσιμο της αποφάσεως της επιτροπής ενστάσεων, καθόσον η εν λόγω επιτροπή διαθέτει πλήρη αρμοδιότητα ελέγχου, η οποία της επιτρέπει να υποκαταστήσει τις εκτιμήσεις που περιέχονται στην εν λόγω έκθεση με δικές της, εξουσία την οποία δεν διαθέτει το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης. Πράγματι, ενδεχόμενη εσφαλμένη παράλειψη της επιτροπής ενστάσεων να ασκήσει ανάλογο έλεγχο ισοδυναμεί με αποστέρηση του ενδιαφερομένου από μια βαθμίδα ελέγχου την οποία προβλέπουν οι εσωτερικές ρυθμίσεις της Τράπεζας και κατά συνέπεια είναι βλαπτική γι’ αυτόν, με αποτέλεσμα να πρέπει να μπορεί να υποβληθεί στον έλεγχο του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου.

Εξάλλου, λαμβανομένης υπόψη της πλήρους εξουσίας ελέγχου την οποία διαθέτει η επιτροπή ενστάσεων και η οποία είναι ευρύτερη από την εξουσία ελέγχου του δικαστηρίου όσον αφορά τις εκτιμήσεις και τη βαθμολογία που περιέχονται στην επίδικη έκθεση, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο είναι απαραίτητο να εξακριβώσει, στο πλαίσιο βεβαίως του περιορισμένου ελέγχου που ασκεί, αν και σε ποιο βαθμό η εν λόγω επιτροπή εκτέλεσε αυτό το καθήκον πλήρους ελέγχου σύμφωνα με τους εφαρμοστέους κανόνες. Λόγω ακριβώς αυτού του πλήρους ελέγχου, οι έννομες συνέπειες αποφάσεως της επιτροπής ενστάσεων δεν συμπίπτουν οπωσδήποτε με τις έννομες συνέπειες εκθέσεως αξιολογήσεως που υπόκειται στον έλεγχο της επιτροπής και μπορούν, για τον λόγο αυτόν, να είναι βλαπτικές κατ’ άλλον τρόπο. Το δικαστήριο οφείλει να εκτιμήσει τη νομιμότητα του σχετικού ισχυρισμού, εφόσον προβληθεί.

(βλ. σκέψεις 42 και 43)

Παραπομπή:

ΓΔΕΕ: 23 Φεβρουαρίου 2001, T‑7/98, T‑208/98 και T‑109/99, De Nicola κατά ΕΤΕπ, Συλλογή Υπ.Υπ. 2001, σ. I‑A‑49 και II‑185, σκέψη 132· 22 Οκτωβρίου 2002, T‑178/00 και T‑341/00, Pflugradt κατά ΕΚΤ, Συλλογή 2002, σ. II‑4035, σκέψη 69· 27 Απριλίου 2012, T‑37/10 P, De Nicola κατά ΕΤΕπ, σκέψεις 46, 49, 52 έως 54

2.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψη 52)

Παραπομπή:

ΔΕΕ: 2 Οκτωβρίου 2001, C‑449/99 P, ΕΤΕπ κατά Hautem, Συλλογή 2001, σ. I‑6733, σκέψη 44· 5 Ιουνίου 2003, C‑121/01 P, O’Hannrachain κατά Κοινοβουλίου, Συλλογή 2003, σ. I‑5539, σκέψη 35· 27 Απριλίου 2006, C‑230/05 P, L κατά Επιτροπής, που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 45

3.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψη 57)

Παραπομπή:

ΓΔΕΕ: 12 Μαρτίου 2008, T‑100/04, Giannini κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2008, σ. I‑A‑2‑9 και II‑A‑2‑37, σκέψεις 61 και 62 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία

4.      Όταν η διάρκεια της διαδικασίας δεν καθορίζεται με διάταξη του δικαίου της Ένωσης, ο εύλογος χαρακτήρας της προθεσμίας που τήρησε θεσμικό όργανο προκειμένου να εκδώσει την επίδικη πράξη πρέπει να εκτιμάται σε συνάρτηση με το σύνολο των περιστάσεων που χαρακτηρίζουν κάθε υπόθεση και, ειδικότερα, με τα συμφέροντα του διαδίκου που διακυβεύονται στη δίκη, την πολυπλοκότητα της υποθέσεως, καθώς και τη συμπεριφορά των διαδίκων. Ο εύλογος χαρακτήρας προθεσμίας δεν μπορεί να καθορίζεται με αναφορά σε ένα ακριβές ανώτατο όριο, προσδιοριζόμενο κατά τρόπο αφηρημένο, αλλά πρέπει να εκτιμάται σε κάθε υπόθεση σε συνάρτηση με τις περιστάσεις της υποθέσεως. Εξάλλου, λαμβανομένης υπόψη της απαιτήσεως συνοχής, η έννοια της εύλογης προθεσμίας πρέπει να εφαρμόζεται κατά τον ίδιο τρόπο και στην περίπτωση προσφυγής ή αιτήσεως ως προς τις οποίες καμία διάταξη του δικαίου της Ένωσης δεν προβλέπει την προθεσμία εντός της οποίας πρέπει να ασκηθεί η προσφυγή ή να υποβληθεί η αίτηση. Σε αμφότερες τις περιπτώσεις, ο δικαστής της Ένωσης οφείλει να συνεκτιμήσει τις ιδιάζουσες περιστάσεις της συγκεκριμένης υποθέσεως.

(βλ. σκέψη 74)

Παραπομπή:

ΓΔΕΕ: 28 Φεβρουαρίου 2013, C‑334/12 RX, Επανεξέταση Arango Jaramillo κ.λπ., σκέψεις 25 έως 46

5.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψη 77)

Παραπομπή:

ΓΔΕΕ: 18 Ιουλίου 2011, T‑450/10 P, Marcuccio κατά Επιτροπής, σκέψη 31

6.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψη 96)

7.      Προσφυγή ασκηθείσα μεταγενεστέρως η οποία αφορά τους αυτούς διαδίκους, θεμελιώνεται στους ίδιους λόγους ακυρώσεως και αποσκοπεί στην ακύρωση της αυτής νομικής πράξεως πρέπει να απορρίπτεται ως απαράδεκτη λόγω εκκρεμοδικίας, χωρίς να απαιτείται η σχετική ένσταση να προβλέπεται ρητώς από κανόνα δικαίου. Συναφώς, η επιλογή στην οποία προβαίνει προσφεύγων μεταξύ των διαφόρων δικαστηρίων δεν είναι δυνατόν να ευδοκιμήσει, εφόσον η ουσία του αντικειμένου της διαφοράς παραμένει η ίδια ενώπιον όλων των δικαστηρίων.

(βλ. σκέψη 98)

Παραπομπή:

ΔΕΕ: 24 Νοεμβρίου 2005, C‑138/03, C‑324/03 και C‑431/03, Ιταλία κατά Επιτροπής, Συλλογή 2005, σ. I‑10043, σκέψη 64· 9 Ιουνίου 2011, C‑465/09 P έως C‑470/09 P, Diputación Foral de Vizcaya κατά Επιτροπής, σκέψη 58

8.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψη 106)

Παραπομπή:

ΔΕΕ: 24 Σεπτεμβρίου 2009, C‑125/07 P, C‑133/07 P, C‑135/07 P και C‑137/07 P, Erste Group Bank κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2009, σ. I‑8681, σκέψη 319· 10 Ιουνίου 2010, C‑498/09 P, Thomson Sales Europe κατά Επιτροπής, σκέψη 138