Language of document : ECLI:EU:C:2024:332

Προσωρινό κείμενο

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

MANUEL CAMPOS SÁNCHEZ‑BORDONA

της 18ης Απριλίου 2024 (1)

Υπόθεση C-157/23

Ford Italia SpA

κατά

ZP,

Stracciari SpA

[αίτηση του Corte Suprema di Cassazione
(Ανώτατου Ακυρωτικού Δικαστηρίου, Ιταλία)
για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

«Προδικαστική παραπομπή – Ευθύνη λόγω ελαττωματικών προϊόντων – Οδηγία 85/374/ΕΟΚ –Άρθρο 3, παράγραφος 1 – Έννοια του όρου “παραγωγός” – Επέκταση της ευθύνης στον προμηθευτή – Επωνυμία, σήμα ή άλλο διακριτικό σημείο του προμηθευτή στο προϊόν τα οποία συμπίπτουν εν όλω ή εν μέρει με εκείνα του παραγωγού – Άρθρο 3, παράγραφος 3 – Απαλλαγή του προμηθευτή από την ευθύνη – Προσδιορισμός της ταυτότητας του παραγωγού – Εθνικός κανόνας που επιβάλλει στον προμηθευτή το βάρος προσεπικλήσεως του κατασκευαστή σε εκκρεμή δίκη»






1.        Η υπό κρίση αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ευθύνη των επιχειρηματιών (παραγωγού και προμηθευτή) για ζημίες που προκλήθηκαν από αυτοκινητιστικό ατύχημα που συνέβη στην Ιταλία και κατά το οποίο δεν λειτούργησε ο αερόσακος οχήματος μάρκας Ford.

2.        Η διαφορά της κύριας δίκης αφορά το ζήτημα αν, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 3 της οδηγίας 85/374/ΕΟΚ (2), η ευθύνη αυτή βαρύνει τον κατασκευαστή του οχήματος στη Γερμανία (Ford Werke Aktiengesellschaft, στο εξής: Ford WAG) ή τον προμηθευτή του στην Ιταλία (Ford Italia SpA, στο εξής: Ford Italia).

I.      Το νομικό πλαίσιο

Α.      Το δίκαιο της Ένωσης. Η οδηγία 85/374

3.        Το άρθρο 1 ορίζει τα εξής:

«Ο παραγωγός ευθύνεται για κάθε ζημία που οφείλεται σε ελάττωμα του προϊόντος του.»

4.        Το άρθρο 3 διαλαμβάνει τα εξής:

«1.      Ως “παραγωγός” θεωρείται ο κατασκευαστής ενός τελικού προϊόντος, ο παραγωγός κάθε πρώτης ύλης ή ο κατασκευαστής ενός συστατικού καθώς και κάθε πρόσωπο που εμφανίζεται ως παραγωγός του προϊόντος, επιθέτοντας σε αυτό την επωνυμία, το σήμα ή κάθε άλλο διακριτικό του σημείο.

[…]

3.      Εάν είναι αδύνατο να προσδιοριστεί η ταυτότητα του παραγωγού, κάθε προμηθευτής του προϊόντος θα θεωρείται ως παραγωγός του, εκτός αν ενημερώσει τον ζημιωθέντα, εντός εύλογης προθεσμίας, σχετικά με την ταυτότητα του παραγωγού ή εκείνου που του προμήθευσε το προϊόν. […]»

5.        Κατά το άρθρο 5:

«Εάν, βάσει των διατάξεων της παρούσας οδηγίας, δύο ή περισσότερα πρόσωπα ευθύνονται για την ίδια ζημία, τα πρόσωπα αυτά ευθύνονται εις ολόκληρον, με την επιφύλαξη των διατάξεων του εθνικού δικαίου, όσον αφορά τη δικαστική επιδίωξη των δικαιωμάτων».

Β.      Το ιταλικό δίκαιο. Το προεδρικό διάταγμα 224, της 24ης Μαΐου 1988 (3)

6.        Το άρθρο 3, παράγραφος 1, ορίζει, κατ’ ουσίαν, ότι ως παραγωγός θεωρείται ο κατασκευαστής του τελικού προϊόντος ή ενός συστατικού του, καθώς και ο παραγωγός της πρώτης ύλης. Δυνάμει της παραγράφου 3, θεωρείται επίσης παραγωγός το πρόσωπο το οποίο εμφανίζεται ως παραγωγός, επιθέτοντας την επωνυμία, το σήμα ή κάθε άλλο διακριτικό του σημείο στο προϊόν ή στη συσκευασία του.

7.        Το άρθρο 4, σχετικά με την ευθύνη του προμηθευτή, προβλέπει στην παράγραφο 1 ότι, όταν η ταυτότητα του παραγωγού δεν έχει προσδιοριστεί, ο προμηθευτής που διένειμε το προϊόν στο πλαίσιο άσκησης εμπορικής δραστηριότητας υπέχει την ίδια ευθύνη, εάν δεν ενημέρωσε τον ζημιωθέντα, εντός προθεσμίας τριών μηνών από την υποβολή της αίτησης, σχετικά με την ταυτότητα και τη διεύθυνση του παραγωγού ή εκείνου που του προμήθευσε το προϊόν.

8.        Το ίδιο άρθρο 4, παράγραφος 5, ορίζει ότι τρίτος που υποδεικνύεται ως παραγωγός ή προμηθευτής μπορεί να προσεπικληθεί στη δίκη κατά το άρθρο 106 του codice di procedura civile (ιταλικού κώδικα πολιτικής δικονομίας) και ότι ο εναγόμενος προμηθευτής μπορεί να απαλλαγεί από την ευθύνη του εάν το υποδεικνυόμενο πρόσωπο εμφανιστεί και δεν αμφισβητήσει την υπόδειξη.

II.    Τα πραγματικά περιστατικά, η ένδικη διαφορά και το προδικαστικό ερώτημα

9.        Στις 4 Ιουλίου 2001, o ZP αγόρασε ένα αυτοκίνητο «Ford Mondeo» από την εταιρία Stracciari, η οποία εδρεύει στην Ιταλία και εμπορεύεται αυτοκίνητα μάρκας «Ford».

10.      Το όχημα κατασκευάστηκε από τη Ford WAG, εταιρία εγκατεστημένη στη Γερμανία, η οποία διανέμει τα οχήματά της στην Ιταλία μέσω της Ford Italia. Η τελευταία αυτή εταιρία είναι ενδοκοινοτικός εισαγωγέας και προμήθευσε το όχημα στην αντιπροσωπεία αυτοκινήτων μάρκας Ford (Stracciari).

11.      Η Ford WAG και η Ford Italia ανήκουν στον ίδιο όμιλο επιχειρήσεων.

12.      Στις 27 Δεκεμβρίου 2001, ο ZP ενεπλάκη σε αυτοκινητιστικό ατύχημα κατά το οποίο δεν λειτούργησε ο αερόσακος του οχήματος.

13.      Στις 8 Ιανουαρίου 2004, ο ZP άσκησε ενώπιον του Tribunale di Bologna (πρωτοδικείου Μπολόνιας, Ιταλία) αγωγή αποζημιώσεως για τις ζημίες που υπέστη. Η αγωγή στρεφόταν κατά της Stracciari, ως πωλήτριας, και κατά της Ford Italia.

14.      Η Ford Italia παρέστη στη δίκη, ισχυρίστηκε ότι δεν είχε κατασκευάσει η ίδια το όχημα και υπέδειξε ως παραγωγό τη Ford WAG. Υποστήριξε ότι, ως προμηθευτής, δεν ευθύνεται για το προβαλλόμενο ελάττωμα του οχήματος και ότι, εφόσον η ταυτότητα του παραγωγού έχει προσδιοριστεί, απαλλάσσεται από τυχόν ευθύνη της (4).

15.      Στις 5 Νοεμβρίου 2012, το Tribunale di Bologna (πρωτοδικείο Μπολόνιας) έκρινε ότι η Ford Italia υπείχε εξωσυμβατική ευθύνη για τις ζημίες που προκλήθηκαν από το ελαττωματικό προϊόν.

16.      Η Ford Italia άσκησε έφεση (5) κατά της πρωτόδικης αποφάσεως ενώπιον του Corte d’appello di Bologna (εφετείου Μπολόνιας, Ιταλία), το οποίο απέρριψε την έφεση στις 21 Δεκεμβρίου 2018.

17.      Η Ford Italia άσκησε αναίρεση κατά της αποφάσεως αυτής ενώπιον του Corte suprema di cassazione (Ανώτατου Ακυρωτικού Δικαστηρίου, Ιταλία), το οποίο υπέβαλε στο Δικαστήριο το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα:

«Συνάδει με το άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 85/374/ΕΟΚ –και, αν όχι, για ποιον λόγο– η ερμηνεία η οποία επεκτείνει την ευθύνη του παραγωγού στον προμηθευτή, ακόμη και αν ο προμηθευτής δεν έχει θέσει πραγματικά την επωνυμία, το σήμα ή άλλο διακριτικό του σημείο στο προϊόν, απλώς και μόνον επειδή η επωνυμία, το σήμα ή άλλο διακριτικό σημείο του προμηθευτή συμπίπτει εν όλω ή εν μέρει με εκείνα του παραγωγού;»

III. Η ενώπιον του Δικαστηρίου διαδικασία

18.      Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως πρωτοκολλήθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 13 Μαρτίου 2023.

19.      Γραπτές παρατηρήσεις κατέθεσαν η Stracciari (6), η Ford Italia και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, οι οποίες παρέστησαν στην επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 8ης Φεβρουαρίου 2024.

IV.    Εκτίμηση

Α.      Προκαταρκτική παρατήρηση

20.      Το αιτούν δικαστήριο εκφράζει αμφιβολίες που εστιάζουν στην ερμηνεία του άρθρου 3, παράγραφος 1, δεύτερη περίοδος, της οδηγίας 85/374, προκειμένου να λάβει διευκρινίσεις όσον αφορά την ευθύνη λόγω ελαττωματικού προϊόντος. Ζητεί, μεταξύ άλλων, να διευκρινιστεί αν μπορεί να στοιχειοθετηθεί η εν λόγω ευθύνη έναντι προμηθευτή ο οποίος δεν έχει θέσει πραγματικά την επωνυμία, το σήμα ή άλλο διακριτικό του σημείο στο προϊόν, αλλά του οποίου τα στοιχεία ταυτότητας συμπίπτουν, εν όλω ή εν μέρει, με εκείνα του παραγωγού.

21.      Η ως άνω, περιοριστική ασφαλώς, προσέγγιση την οποία απηχεί το προδικαστικό ερώτημα συνεπάγεται ότι πρέπει να ληφθεί πρωτίστως υπόψη η έννοια του φαινόμενου παραγωγού (ήτοι, του προσώπου το οποίο εμφανίζεται ως παραγωγός, θέτοντας την επωνυμία του στο προϊόν) σε συνάρτηση με τις περιστάσεις της υποθέσεως.

22.      Ωστόσο, το Δικαστήριο μπορεί να παράσχει στο αιτούν δικαστήριο και άλλα στοιχεία ερμηνείας του καθεστώτος ευθύνης που θεσπίζει η οδηγία 85/374, αν κρίνει σκόπιμο να απαντήσει στην προσέγγιση που προτείνει η Ford Italia, που στηρίζεται στην εφαρμογή του άρθρου 3, παράγραφος 3, της εν λόγω οδηγίας.

23.      Στην περίπτωση αυτή, θα πρέπει να εξεταστεί όχι μόνον η οριοθέτηση της έννοιας του «παραγωγού», πραγματικού ή φαινόμενου (άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 85/374), αλλά και η απαλλαγή από την ευθύνη του προμηθευτή ο οποίος υπέδειξε τον πραγματικό παραγωγό (άρθρο 3, παράγραφος 3, της ίδιας οδηγίας).

Β.      Πλήρης εναρμόνιση του καθεστώτος ευθύνης που θεσπίζει η οδηγία 85/374

24.      Κατά πάγια νομολογία, «το περιθώριο εκτιμήσεως που διαθέτουν τα κράτη μέλη για να ρυθμίσουν την ευθύνη από ελαττωματικά προϊόντα καθορίζεται εξ ολοκλήρου από την οδηγία [85/374]» (7).

25.      Βάσει του γράμματος, του αντικειμένου και της οικονομίας της οδηγίας 85/374, «το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η οδηγία επιδιώκει, για τα θέματα που ρυθμίζει, την πλήρη εναρμόνιση των νομοθετικών, ρυθμιστικών και διοικητικών διατάξεων των κρατών μελών» (8).

26.      Συγκεκριμένα, τούτο ισχύει όσον αφορά τον «κύκλ[ο] των υπευθύνων κατά των οποίων ο ζημιωθείς δικαιούται να ασκήσει αγωγή βάσει του καθεστώτος ευθύνης το οποίο προβλέπει η οδηγία 85/374 [και] καθορίζεται στα άρθρα της 1 και 3. Λαμβανομένου υπόψη του ότι με τη συγκεκριμένη οδηγία επιδιώκεται η πλήρης εναρμόνιση των ζητημάτων που ρυθμίζει, ο βάσει των προμνημονευθέντων άρθρων καθορισμός του κύκλου των εχόντων ευθύνη προσώπων πρέπει να θεωρείται περιοριστικός και δεν μπορεί να υπόκειται σε πρόσθετα κριτήρια τα οποία δεν απορρέουν από το γράμμα των εν λόγω άρθρων» (9).

27.      Πέραν του κατασκευαστή ενός τελικού προϊόντος, «[μ]όνον σε περιοριστικώς απαριθμούμενες περιπτώσεις μπορεί να θεωρηθεί ως παραγωγός ένα άλλο πρόσωπο, ήτοι όποιος εμφανίζεται ως παραγωγός, επιθέτοντας στο προϊόν την επωνυμία, το σήμα ή κάθε άλλο διακριτικό του σημείο (άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας), όποιος εισάγει ένα προϊόν στην Κοινότητα (άρθρο 3, παράγραφος 2), σε περίπτωση δε που είναι αδύνατον να προσδιοριστεί η ταυτότητα του παραγωγού, ο προμηθευτής ο οποίος δεν ενημέρωσε τον ζημιωθέντα, εντός εύλογης προθεσμίας, σχετικά με την ταυτότητα του παραγωγού ή εκείνου που του προμήθευσε το προϊόν (άρθρο 3, παράγραφος 3)» (10).

Γ.      Η έννοια του φαινόμενου παραγωγού: άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 85/374

28.      Στο πλαίσιο της υπό κρίση διαφοράς, η αγωγή ασκήθηκε κατά του προμηθευτή του οχήματος (Ford Italia) υπό την ιδιότητά του ως παραγωγού. Το προβαλλόμενο ελάττωμα αφορούσε όχημα μάρκας Ford, το οποίο είχε κατασκευαστεί στη Γερμανία από τη Ford WAG και παραδόθηκε στην Ιταλία από τη Ford Italia, ενδοκοινοτικό εισαγωγέα των εν λόγω οχημάτων.

29.      Δεδομένου ότι η Ford Italia δεν κατασκευάζει αυτοκίνητα, αλλά τα εισάγει από άλλο κράτος μέλος και τα διανέμει στην Ιταλία, θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως παραγωγός κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 85/374 μόνον αν είχε την ιδιότητα του φαινόμενου παραγωγού, ήτοι αν επρόκειτο για «πρόσωπο που εμφανίζεται ως παραγωγός του προϊόντος, επιθέτοντας σε αυτό την επωνυμία, το σήμα ή κάθε άλλο διακριτικό του σημείο».

30.      Το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινιστεί ποια μεταχείριση πρέπει να επιφυλάσσεται σε περίπτωση κατά την οποία:

–      Αφενός, ο προμηθευτής δεν έχει θέσει πραγματικά την επωνυμία, το σήμα ή άλλο διακριτικό του σημείο στο προϊόν.

–      Αφετέρου, το όνομα του προμηθευτή και εκείνο του παραγωγού συμπίπτουν, καθόσον χρησιμοποιούν αμφότεροι το διακριτικό σημείο «Ford» που τίθεται επί του οχήματος και περιέχεται στην επωνυμία αμφοτέρων των επιχειρηματιών.

31.      Κατά το αιτούν δικαστήριο, η απάντηση στην περίπτωση αυτή μπορεί να προκύψει είτε βάσει στενής ερμηνείας του λεκτικού «επιθέτοντας [την] επωνυμία [του]» είτε βάσει ευρύτερης ερμηνείας. Εκτιμά ότι αμφότερες οι ερμηνείες είναι, κατ’ αρχήν, παραδεκτές (11):

–      η δεύτερη, ευρύτερη, υπό το πρίσμα της εθνικής νομολογίας, ερμηνεία λαμβάνει υπόψη την ανάγκη προστασίας του καταναλωτή.

–      Η πρώτη ερμηνεία είναι περιοριστική και προτείνει μια προσαρμογή στη στάθμιση των συμφερόντων των διαφόρων μετεχόντων στη διαδικασία παραγωγής και διανομής του προϊόντος.

32.      Βάσει των λόγων που θα εκθέσω κατωτέρω, κλίνω υπέρ της ευρύτερης ερμηνευτικής προσέγγισης που εκθέτει το αιτούν δικαστήριο. Δέχομαι, ωστόσο, ότι υπάρχουν ισχυρά επιχειρήματα και υπέρ της άλλης προσέγγισης (12).

33.      Η επέκταση της έννοιας του παραγωγού, ώστε να συμπεριλάβει τον φαινόμενο παραγωγό, ακολουθεί την προσέγγιση που εκφράζεται στην τέταρτη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 85/374: «η προστασία του καταναλωτή απαιτεί […] να γεννάται ευθύνη […] οποιουδήποτε εμφανίζεται ως παραγωγός, θέτοντας την επωνυμία, το σήμα ή κάθε άλλο διακριτικό του σημείο […]». Προς επίτευξη του σκοπού αυτού, «ο νομοθέτης της Ένωσης θέλησε να υιοθετήσει ευρεία ερμηνεία της έννοιας του “παραγωγού”» (13).

34.      Το Δικαστήριο αποφάνθηκε επί της «αντικειμενικής ευθύνης» (14) του φαινόμενου παραγωγού με την απόφαση Keskinäinen Vakuutusyhtiö Fennia, που εκδόθηκε επί υποθέσεως της οποίας τα πραγματικά περιστατικά παρουσιάζουν κάποια ομοιότητα με αυτά της διαφοράς την οποία αφορά υπό κρίση προδικαστική παραπομπή (15).

35.      Στην εν λόγω υπόθεση, η αγωγή αποζημιώσεως για το ελαττωματικό προϊόν (μηχανή καφέ μάρκας Phillips Saeco, πωλούμενη στη Φινλανδία) στρεφόταν κατά της Koninklijke Philips, παρά το γεγονός ότι το προϊόν είχε κατασκευαστεί στη Ρουμανία από τη Saeco International Group SpA, θυγατρική της Koninklijke Philips.

36.      Το επίδικο ζήτημα αφορούσε το αν η Koninklijke Philips είχε την ιδιότητα του φαινόμενου παραγωγού, δεδομένου ότι «τα διακριτικά σημεία Philips και Saeco, τα οποία είναι καταχωρισμένα σήματα της Koninklijke Philips, είχαν τεθεί πάνω στη μηχανή καφέ και στη συσκευασία της. Επιπλέον, η ίδια αυτή μηχανή καφέ έφερε τη σήμανση CE, στην οποία αναγράφονταν το διακριτικό σημείο Saeco, μια διεύθυνση στην Ιταλία και η ένδειξη “κατασκευασμένη στη Ρουμανία”. Η Philips Oy, η θυγατρική της Koninklijke Philips στη Φινλανδία, εμπορεύεται εκεί ηλεκτρικές οικιακές συσκευές με το σήμα Philips, μεταξύ των οποίων και την επίμαχη μηχανή καφέ» (16).

37.      Μεταξύ των διαπιστώσεων στις οποίες προέβη το Δικαστήριο με την ως άνω απόφαση μπορούν να επισημανθούν οι εξής:

–      «το πρόσωπο που εμφανίζεται ως παραγωγός, επιθέτοντας στο […] προϊόν την επωνυμία του, το σήμα του ή άλλο διακριτικό σημείο, δίνει την εντύπωση ότι εμπλέκεται στη διαδικασία παραγωγής ή ότι αναλαμβάνει την ευθύνη για τη διαδικασία αυτή Ως εκ τούτου, η χρήση των ως άνω ενδείξεων ισοδυναμεί, για το εν λόγω πρόσωπο, με χρήση της φήμης του προκειμένου να καταστεί το προϊόν πιο ελκυστικό για τους καταναλωτές, όπερ δικαιολογεί, ως αντιστάθμισμα, τη δυνατότητα να στοιχειοθετηθεί η ευθύνη του για τη χρήση αυτή» (17

–      «στον βαθμό που, αφενός, περισσότερα πρόσωπα μπορούν να θεωρηθούν ως παραγωγοί και, αφετέρου, ο καταναλωτής μπορεί να ασκήσει την αγωγή του κατά οποιουδήποτε εξ αυτών, η αναζήτηση ενός και μόνον υπευθύνου, “του πλέον κατάλληλου”, κατά του οποίου ο καταναλωτής θα πρέπει να προβάλει τα δικαιώματά του, στερείται νοήματος, παρά τις περί του αντιθέτου εκτιμήσεις του αιτούντος δικαστηρίου» (18).

38.      Το ζήτημα που τίθεται τώρα από το Corte di cassazione (Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο) αφορά, όπως προανέφερα, το περιεχόμενο της φράσεως «επιθέτοντας την επωνυμία του». Ζητεί να διευκρινιστεί, συγκεκριμένα, αν η έννοια αυτή: i) αφορά αποκλειστικά την υλική προσθήκη διακριτικού στοιχείου από πρόσωπο διαφορετικό από τον παραγωγό, με πρόθεση εκμετάλλευσης κάποιας υπάρχουσας ασάφειας· ii) ή περιλαμβάνει και την απλή μη ηθελημένη σύμπτωση των στοιχείων ταυτότητας.

39.      Για να δοθεί απάντηση στο εν λόγω ερώτημα, πρέπει να ληφθεί υπόψη ο τρόπος με τον οποίο εξελίσσεται η παρουσίαση και η πώληση του ελαττωματικού προϊόντος. Από την άποψη αυτή, από όλα τα στοιχεία συνάγεται ότι η Ford Italia προμηθεύει στους Ιταλούς καταναλωτές οχήματα που φέρουν διακριτικό στοιχείο (Ford), του οποίου το κύρος και η φήμη εμπνέουν, αντικειμενικά και δικαιολογημένα, αυξημένη εμπιστοσύνη στον καταναλωτή. Με τον τρόπο αυτό, ο προμηθευτής επωφελείται της φήμης του σήματος «Ford», το οποίο έχει συμπεριλάβει και στη δική του εταιρική επωνυμία (Ford Italia), για να πωλήσει οχήματα.

40.      Όπως και στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση Keskinäinen Vakuutusyhtiö Fennia, η προστασία του κοινού δικαιολογεί, κατά τη γνώμη μου, το να μπορεί ο προμηθευτής να χαρακτηριστεί ως φαινόμενος παραγωγός, κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 85/374, όταν (19) τα διακριτικά σημεία του προμηθευτή (Ford Ιταλία) συμπίπτουν με τα σημεία του πραγματικού παραγωγού (Ford WGA) και με εκείνα του οχήματος (Ford Mondeo).

41.      Είναι αληθές ότι ο προμηθευτής δεν έχει θέσει πραγματικά την επωνυμία του στο προϊόν, το οποίο φέρει ήδη το σχετικό λεκτικό από το στάδιο της παραγωγής. Ωστόσο, φρονώ ότι, από την οπτική του καταναλωτή, αν η ίδια ονομασία (Ford) αναγράφεται στο όχημα και περιέχεται στην εταιρική επωνυμία εκείνου που το προμηθεύει, μπορεί να δημιουργηθεί στον αγοραστή η εντύπωση (20) ότι ο προμηθευτής λειτουργεί από τη θέση (και αναλαμβάνει την ευθύνη) που προβλέπει το άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 85/374. Υπό το πρίσμα αυτό, δεν μπορεί να αναμένεται από τον καταναλωτή να εξακριβώσει, με ίδια μέσα, ποιος είναι ο (πραγματικός) παραγωγός, που διαφέρει από προμηθευτή ο οποίος παρουσιάζεται να έχει τα χαρακτηριστικά αυτά.

42.      Στην περίπτωση αυτή, κομβικής σημασίας παράγοντας είναι η τριπλή σύμπτωση της επωνυμίας του προμηθευτή (Ford Italia) με την ονομασία την οποία φέρει το προϊόν (Ford Mondeo) και με την επωνυμία του κατασκευαστή (Ford WGA). Η σύμπτωση αυτή οδηγεί τον καταναλωτή να θεωρήσει ότι η ποιότητα του οχήματος υποστηρίζεται από προμηθευτή ο οποίος, ακριβώς με τη «χρήση της φήμης του προκειμένου να καταστεί το προϊόν πιο ελκυστικό για τους καταναλωτές» (21), εμφανίζεται ως φαινόμενος παραγωγός και, εξ αυτού του λόγου, βαρύνεται με την αντίστοιχη ευθύνη.

43.      Υπό το πρίσμα αυτό, φρονώ ότι δεν είναι ιδιαιτέρως κρίσιμο αν ο προμηθευτής προσπάθησε να εκμεταλλευθεί υποτιθέμενη ασάφεια ή επέλεξε σκοπίμως την επωνυμία του ώστε να επωφεληθεί του κύρος του διακριτικού στοιχείου που προσιδιάζει στον πραγματικό κατασκευαστή (με τον οποίο εξάλλου διατηρεί εταιρικές σχέσεις).

44.      Επαναλαμβάνω ότι αυτό που έχει σημασία είναι ότι, έναντι του αγοραστή (και του ευρέος κοινού), όταν το όχημα που διανέμει ο προμηθευτής φέρει το διακριτικό σημείο που είναι χαρακτηριστικό της επωνυμίας αμφοτέρων («Ford»), δημιουργείται εμπιστοσύνη αντίστοιχη με εκείνη που θα δημιουργείτο αν ο κατασκευαστής, του οποίου η επωνυμία συμπίπτει με εκείνη του προμηθευτή, πωλούσε το όχημα απευθείας, χωρίς τη μεσολάβηση άλλου επιχειρηματία.

45.      Στο πλαίσιο αυτό, ο καταναλωτής μπορεί ευλόγως να θεωρήσει, χωρίς να χρειάζεται περαιτέρω διερεύνηση, ότι πρόκειται να αγοράσει το όχημά του από προμηθευτή ο οποίος εμφανίζεται ως (φαινόμενος) παραγωγός. Επομένως, «απαλλάσσεται από το βάρος του προσδιορισμού του πραγματικού παραγωγού στο πλαίσιο της άσκησης αγωγής αποζημιώσεως» (22).

46.      Θα μπορούσε να αντιταχθεί ότι η ερμηνεία αυτή είναι υπερβολικά ευρεία και βαίνει πέραν του σκοπού του άρθρου 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 85/374, βάσει του οποίου η ευθύνη για το ελαττωματικό προϊόν βαρύνει τον κατασκευαστή και όχι τον διανομέα του. Εντούτοις, ανεξαρτήτως του αν υπάρχουν επιχειρήματα που συνηγορούν υπέρ της ως άνω αντιρρήσεως, δεν πιστεύω ότι η αντίρρηση αυτή πρέπει να υπερισχύσει της βασιζόμενης στο στοιχείο του άυλου ερμηνείας που προτείνω για την έννοια του φαινόμενου παραγωγού, κατά την έννοια της ως άνω διατάξεως.

47.      Επομένως, συμμερίζομαι την άποψη της Επιτροπής ότι η ιδιότητα του φαινόμενου παραγωγού δεν μπορεί να περιοριστεί σε εκείνον ο οποίος «επιθέτει» πραγματικά το διακριτικό του σημείο επί του προϊόντος: η ιδιότητα αυτή «μπορεί επίσης να προκύπτει από απλή αντιστοιχία μεταξύ της επωνυμίας του προμηθευτή και της ονομασίας του προϊόντος, ιδίως όταν, όπως εν προκειμένω, η εν λόγω αντιστοιχία δεν είναι τυχαία, αλλά οφείλεται στο γεγονός ότι ο προμηθευτής μεταπωλεί στην Ιταλία τα αυτοκίνητα μάρκας Ford τα οποία αγοράζει ο ίδιος από τον παραγωγό Ford WAG» (23).

48.      Βάσει της ως άνω παραδοχής, όποιος ζημιώθηκε λόγω ελαττωματικού προϊόντος θα μπορεί να ζητήσει αποζημίωση τόσο από τον φαινόμενο παραγωγό όσο και από τον πραγματικό παραγωγό, δεδομένου ότι οι τελευταίοι ευθύνονται αλληλεγγύως και εις ολόκληρον.

49.      Πράγματι, από το άρθρο 5 και την πέμπτη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 85/347 «καθίσταται σαφές ότι η προαναφερθείσα ευθύνη του προσώπου που εμφανίζεται ως παραγωγός βρίσκεται στο ίδιο επίπεδο με την ευθύνη του πραγματικού παραγωγού και ότι ο καταναλωτής μπορεί ελεύθερα να αξιώσει την πλήρη αποκατάσταση της ζημίας από καθέναν τους αδιακρίτως, δεδομένου ότι η ευθύνη τους είναι αλληλέγγυα» (24).

50.      Οι ανωτέρω σκέψεις ισχύουν κατά μείζονα λόγο καθόσον, στην υπό κρίση υπόθεση, ο προμηθευτής και ο πραγματικός παραγωγός ανήκουν στον ίδιο όμιλο επιχειρήσεων και επομένως ο πρώτος εξ αυτών συμμετέχει στην αλυσίδα διανομής των αυτοκινήτων που κατασκευάζει ο δεύτερος, αμφότεροι δε χρησιμοποιούν τον διακριτικό τίτλο Ford.

51.      Υπενθυμίζω ότι ο προμηθευτής του οχήματος (Ford Italia) συνδέεται με τον κατασκευαστή (Ford WAG). Η Ford Italia αποτελεί τοπικό παράρτημα του δικτύου παραγωγής και διανομής των οχημάτων Ford, υπό τη διεύθυνση και τον συντονισμό μητρικής εταιρίας.

52.      Στο πλαίσιο αυτό, ο καταναλωτής επιλέγει να αγοράσει ένα όχημα από τη Ford Italia ακριβώς λόγω της ασφάλειας που του δημιουργείται λόγω της προέλευσης του οχήματος, ήτοι επειδή πρόκειται για όχημα που διατίθεται στην αγορά από επίσημο προμηθευτή, ο οποίος εμφανίζεται ενώπιόν του (ή, τουλάχιστον, δημιουργεί την εντύπωση αυτή στην αντίληψη του καταναλωτή) ως υπεύθυνος για την ποιότητα του προϊόντος. Ο αγοραστής απευθύνεται σε προμηθευτή του δικτύου Ford, ο οποίος χρησιμοποιεί ακριβώς αυτή την ονομασία (Ford Italia).

53.      Όσον αφορά τη σημασία αυτού του είδους δεσμών μεταξύ του παραγωγού και του προμηθευτή, το Δικαστήριο, σε διαφορετικό βέβαια πλαίσιο, έκρινε, με την απόφαση O’Byrne, τα εξής:

–      «Σε περίπτωση που ένας από τους κρίκους της αλυσίδας διανομής συνδέεται στενά με τον παραγωγό, επί παραδείγματι αν πρόκειται για εταιρία κατά 100 % θυγατρική του, πρέπει να διερευνάται μήπως η σύνδεση αυτή έχει ως συνέπεια ότι η εν λόγω οντότητα συμμετέχει, στην πραγματικότητα, στη διαδικασία παραγωγής του οικείου προϊόντος» (25).

–      «Κατά την αξιολόγηση της στενής αυτής σχέσεως δεν πρέπει να λαμβάνεται υπόψη το αν πρόκειται, ή όχι, για χωριστά νομικά πρόσωπα. Αντιθέτως, έχει σημασία το αν πρόκειται για επιχειρήσεις ασκούσες διαφορετικές δραστηριότητες παραγωγής ή, αντιθέτως, για επιχειρήσεις, από τις οποίες μία, η θυγατρική εταιρία, ενεργεί απλώς ως διανομέας ή ως θεματοφύλακας του προϊόντος που παράγει η μητρική εταιρία. Εναπόκειται στα εθνικά δικαστήρια να κρίνουν […] αν οι δεσμοί μεταξύ του παραγωγού και μιας άλλης οντότητας είναι τόσο στενοί, ώστε η έννοια του παραγωγού […] να εγκλείει επίσης την οντότητα αυτή […]» (26).

54.      Η υπόθεση O’Byrne αφορούσε το ζήτημα αν είχε λάβει χώρα «θέση σε κυκλοφορία» του προϊόντος, υπό το πρίσμα του άρθρου 11 της οδηγίας 85/374, από την οποία αρχίζει να τρέχει η (δεκαετής) προθεσμία εντός της οποίας μπορούν να ασκηθούν τα δικαιώματα του ζημιωθέντος.

55.      Είναι αληθές ότι, στην απόφαση O’Byrne, οι σκέψεις του Δικαστηρίου σχετικά με τις σχέσεις μεταξύ μητρικής και θυγατρικής εταιρίας αποσκοπούσαν στο να προσδιοριστεί πότε τέθηκε σε κυκλοφορία το ελαττωματικό προϊόν. Φρονώ ότι αυτό που ασκεί επιρροή όσον αφορά την υπό κρίση αίτηση προδικαστικής αποφάσεως είναι ότι η απόφαση O’Byrne υιοθετεί μια ευρεία ερμηνεία της έννοιας του παραγωγού, η οποία καταλαμβάνει επιχειρήσεις συνδεόμενες μεταξύ τους, που συμμετέχουν στην αλυσίδα διάθεσης του προϊόντος στην αγορά, ανεξαρτήτως του αν πρόκειται για τα ίδια ή διαφορετικά νομικά πρόσωπα (27).

56.      Εντούτοις, μια τέτοια ευρεία ερμηνεία δεν θα μπορούσε να οδηγήσει σε καταλογισμό της ευθύνης αποζημίωσης λόγω ελαττωματικού προϊόντος αδιακρίτως σε κάθε συμμετέχοντα στη διαδικασία κατασκευής και διάθεσης του προϊόντος στην αγορά. Το Δικαστήριο απέρριψε μια τέτοια άνευ διακρίσεων επέκταση, στο πλαίσιο υποθέσεων που αφορούσαν τη δανική νομοθεσία, με τις αποφάσεις Skov και Bilka (28), καθώς και Επιτροπή κατά Δανίας (29).

57.      Υπό το πρίσμα αυτό, η ανάλυση των δεσμών μεταξύ Ford WAG και Ford Italia, στην οποία οφείλει να προβεί το αιτούν δικαστήριο, μπορεί να αποκαλύψει έναν ιδιαιτέρως στενό σύνδεσμο ο οποίος, σε συνδυασμό με τη σύμπτωση της χρήσεως της κοινής ονομασίας (Ford) στην επωνυμία αμφοτέρων καθώς και στο ίδιο το ελαττωματικό προϊόν, συνηγορεί υπέρ της εφαρμογής του άρθρου 3, παράγραφος 1, δεύτερη περίοδος, της οδηγίας 85/374.

58.      Τα ανωτέρω απαντούν στο ερώτημα του αιτούντος δικαστηρίου, όπως αυτό τυγχάνει διατυπωμένο: στην υπό κρίση διαφορά, υπάρχει εμφανής παραγωγός (Ford Italia) από τον οποίο ο ζημιωθείς μπορεί να αξιώσει αποζημίωση για τη ζημία που προκλήθηκε από το ελαττωματικό προϊόν, δυνάμει του άρθρου 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 85/374.

Δ.      Η επιρροή που ασκεί το άρθρο 3, παράγραφος 3, της οδηγίας 85/374

59.      Έχοντας εξετάσει, στα προηγούμενα σημεία, τις ερμηνευτικές δυσχέρειες που δημιουργεί η έννοια του φαινόμενου παραγωγού, θα αναφερθώ κατωτέρω στα επιχειρήματα της Ford Italia σχετικά με την εφαρμογή του άρθρου 3, παράγραφος 3, της οδηγίας 85/374, στο οποίο η εν λόγω εταιρία στηρίζει τον ισχυρισμό της περί απαλλαγής της από την ευθύνη (30).

60.      Ενώπιον του Δικαστηρίου, η Ford Italia υπογραμμίζει ότι το αιτούν δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη το γεγονός ότι «μολονότι ο καταναλωτής είχε ενημερωθεί εγκαίρως για την ταυτότητα και τη διεύθυνση της έδρας του παραγωγού, εντούτοις δεν έστρεψε την αγωγή του κατά του τελευταίου» (31).

61.      Η Ford Italia συνάγει εξ αυτού ότι δεν επρόκειτο για «την προστασία ενός καταναλωτή ο οποίος, χωρίς δική της υπαιτιότητα, βρέθηκε σε σύγχυση λόγω της χρήσης κοινών διακριτικών σημείων αδιακρίτως από πρόσωπα που λειτουργούν εντός του ίδιου ομίλου επιχειρήσεων, αλλά ενός καταναλωτή ο οποίος αρνείται να ζητήσει από τον δικαστή την άδεια προσεπικλήσεως του ενδοκοινοτικού παραγωγού, του οποίου γνωρίζει πλήρως την ταυτότητα και τον τόπο εγκαταστάσεως […]» (32).

62.      Το άρθρο 3, παράγραφος 3, της οδηγίας 85/374 αναφέρεται στην περίπτωση κατά την οποία «είναι αδύνατο να προσδιοριστεί η ταυτότητα του παραγωγού». Σε μια τέτοια περίπτωση, «κάθε προμηθευτής του προϊόντος θα θεωρείται ως παραγωγός του, εκτός αν ενημερώσει τον ζημιωθέντα, εντός εύλογης προθεσμίας, σχετικά με την ταυτότητα του παραγωγού ή εκείνου που του προμήθευσε το προϊόν».

63.      Κατά την άποψή μου, δεν πληρούνται εν προκειμένω οι προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 3, παράγραφος 3, της οδηγίας 85/374: εάν γίνει δεκτό ότι η Ford Italia ήταν ο φαινόμενος παραγωγός, κατά τα προαναφερθέντα, τότε δεν συντρέχει περίπτωση παραγωγού «αγνώστου ταυτότητας». Επιπλέον, το αιτούν δικαστήριο δεν ζητεί σε καμία περίπτωση από το Δικαστήριο να ερμηνεύσει το ως άνω άρθρο και ως εκ τούτου καθιστά σαφές ότι δεν το θεωρεί κρίσιμο στο πλαίσιο της υπό κρίση διαφοράς (33).

64.      Όπως υποστήριξε η Επιτροπή κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, το άρθρο 3, παράγραφος 3, της οδηγίας 85/374 στηρίζεται στην παραδοχή ότι η ταυτότητα του παραγωγού (είτε αυτός είναι ο πραγματικός είτε ο φαινόμενος) είναι αδύνατο να προσδιοριστεί. Η έννοια του παραγωγού κατά το άρθρο 3, παράγραφος 3, περιλαμβάνει τόσο τον πραγματικό όσο και τον φαινόμενο παραγωγό: εφόσον προσδιοριστεί η ταυτότητα είτε του ενός είτε του άλλου, η ως άνω διάταξη καθίσταται ανεφάρμοστη.

65.      Επικουρικώς, θα εξετάσω την επιρροή που ασκεί το άρθρο 3, παράγραφος 3, της οδηγίας 85/374 για την απάντηση που θα δοθεί στο προδικαστικό ερώτημα.

66.      Το Δικαστήριο έχει ερμηνεύσει την εν λόγω διάταξη, μεταξύ άλλων με απόφασή του της 2ας Δεκεμβρίου 2009 (34), ως εξής:

–      «[Η] διάταξη αυτή αφορά την περίπτωση κατά την οποία, λαμβανομένων υπόψη των περιστάσεων της υπό κρίση υποθέσεως, ο ζημιωθείς από το φερόμενο ως ελαττωματικό προϊόν ευλόγως δεν ήταν σε θέση να προσδιορίσει την ταυτότητα του παραγωγού του προϊόντος αυτού, πριν ασκήσει τα δικαιώματά του κατά του προμηθευτή του προϊόντος» (35).

–      «Στην περίπτωση αυτή, από το άρθρο 3, παράγραφος 3, της οδηγίας 85/374 προκύπτει ότι ο προμηθευτής πρέπει να θεωρηθεί ως “παραγωγός” αν δεν ενημέρωσε τον ζημιωθέντα, εντός εύλογης προθεσμίας, για την ταυτότητα του παραγωγού ή εκείνου που του προμήθευσε το προϊόν» (36).

–      Η διαβίβαση πληροφοριών δεν είναι απαλλαγμένη αιρέσεων, διότι «απλώς και μόνον το γεγονός ότι ο προμηθευτής του επιμάχου προϊόντος αρνήθηκε ότι ήταν ο παραγωγός του, χωρίς η άρνηση αυτή να συνοδεύεται από τη γνωστοποίηση της ταυτότητας του παραγωγού […], δεν είναι δυνατόν να αρκέσει προκειμένου να θεωρηθεί ότι ο εν λόγω προμηθευτής γνωστοποίησε στον ζημιωθέντα τα προβλεπόμενα στο άρθρο 3, παράγραφος 3, της οδηγίας 85/374, ούτε, ως εκ τούτου, προκειμένου να αποκλεισθεί η δυνατότητα να θεωρηθεί αυτός ως “παραγωγός” δυνάμει της διατάξεως αυτής» (37).

–      Όσον αφορά την «προϋπόθεση που αφορά τη γνωστοποίηση αυτή εντός “εύλογης προθεσμίας”, υπό την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 3, της οδηγίας 85/374, συνεπάγεται την υποχρέωση του προμηθευτή τον οποίο ενήγαγε ο ζημιωθείς να του γνωστοποιήσει, με δική του πρωτοβουλία και με επιμέλεια, την ταυτότητα του παραγωγού ή εκείνου που του προμήθευσε το προϊόν» (38).

67.      Επομένως, το άρθρο 3, παράγραφος 3, της οδηγίας 85/374 περιορίζεται στην πρόβλεψη απαλλαγής του προμηθευτή από την ευθύνη (όταν είναι αδύνατο να προσδιοριστεί η ταυτότητα του παραγωγού) εάν ενημερώσει ο ίδιος τον ζημιωθέντα, εντός εύλογης προθεσμίας, για την ταυτότητα του παραγωγού.

68.      Ωστόσο, η οδηγία 85/374 δεν διευκρινίζει τους (διαδικαστικούς ή άλλους) μηχανισμούς που πρέπει να εφαρμόζονται για την παροχή των εν λόγω πληροφοριών. Κατ’ αρχήν, η διαβίβαση στον ζημιωθέντα πληροφοριών σχετικά με τη γνωστοποίηση της ταυτότητας του πραγματικού παραγωγού, εντός εύλογης προθεσμίας, απαλλάσσει τον προμηθευτή από την ευθύνη.

69.      Ωστόσο, η οδηγία 85/374 δεν απαγορεύει τη δυνατότητα του εθνικού δικαίου, όταν η διαβίβαση των πληροφοριών λαμβάνει χώρα στο πλαίσιο ήδη εκκρεμούς δίκης (39), να επιβάλλει σε ορισμένο διάδικο το βάρος προσεπικλήσεως εκείνου που προσδιορίστηκε ως πραγματικός παραγωγός.

70.      Πρόκειται, επαναλαμβάνω, για μια δυνατότητα που δεν ρυθμίζεται στο άρθρο 3, παράγραφος 3, της οδηγίας 85/374, την οποία μπορεί να θεσπίσει ένα κράτος μέλος προκειμένου να διασφαλίσει ότι ο προσδιορισμός της ταυτότητας του πραγματικού παραγωγού είναι αξιόπιστος. Επομένως, το ως άνω διαδικαστικό βάρος εμπίπτει στη δικονομική αυτονομία των κρατών μελών και δεν σημαίνει απαραιτήτως ότι τίθεται θέμα σύγκρουσης με την οδηγία 85/374.

71.      Το ως άνω διαδικαστικό βάρος μπορεί να θεμελιωθεί στη μέριμνα για την προστασία των συμφερόντων του καταναλωτή, ενώ παράλληλα προσδιορίζεται υπό όρους συγκεκριμένους ποιος έχει την ιδιότητα του παραγωγού. Η αυτόματη απαλλαγή από την ευθύνη του προμηθευτή ο οποίος προσδιορίζει την ταυτότητα του πραγματικού παραγωγού θα μπορούσε να συνεπάγεται ότι ο καταναλωτής αφήνεται σε καθεστώς επισφάλειας: η ένδικη διαδικασία κατά την οποία πραγματοποιείται ο εν λόγω προσδιορισμός της ταυτότητας περατώνεται (λόγω έλλειψης παθητικής νομιμοποίησης του εναγομένου) και ο ζημιωθείς καλείται να κινήσει νέα διαδικασία κατά του υποδειχθέντος παραγωγού, με κίνδυνο ο τελευταίος να αρνηθεί, με τη σειρά του, ότι είναι ο παραγωγός.

72.      Προκειμένου να αποφευχθεί μια τέτοια διπλή πορεία δράσης για τον καταναλωτή (40), φαίνεται εύλογη η εκ μέρους του εθνικού νομοθέτη πρόβλεψη ότι όλα τα ζητήματα επιλύονται στο πλαίσιο της ίδιας δίκης και η συνακόλουθη πρόβλεψη περί αναγκαστικής παρεμβάσεως (μέσω προσεπικλήσεως) ως κατάλληλου προς τούτο μηχανισμού. Εναπόκειται, και πάλι, στο δίκαιο κάθε κράτους μέλους να καθορίσει τον τρόπο με τον οποίο θα πραγματοποιηθεί η παρέμβαση αυτή (41).

73.      Εφόσον ο εναγόμενος προμηθευτής υποδείξει τον παραγωγό κατά τη διάρκεια της δίκης, το εθνικό δίκαιο μπορεί να επιλέξει αδιακρίτως: α) να αναθέσει στον ενάγοντα το βάρος προσεπικλήσεως του παραγωγού, για παράδειγμα με τη διεύρυνση του αιτήματος της αγωγής ή την προσθήκη εναγομένων· β) να επιφορτίσει τον εναγόμενο με το εν λόγω βάρος, οπότε και θα οφείλει εκείνος να μεριμνήσει για την προσεπίκληση του παραγωγού στη δίκη.

74.      Όπως είναι λογικό, εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να ερμηνεύσει το εσωτερικό του δίκαιο προκειμένου να καθορίσει ποια λύση, είτε από τις δύο προαναφερθείσες είτε άλλη, έχει επιλέξει ο Ιταλός νομοθέτης. Όπως προκύπτει από τη διάταξη περί παραπομπής, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο ερμήνευσε το άρθρο 4, παράγραφος 5, του προεδρικού διατάγματος 224 της 24ης Μαΐου 1988 (το οποίο παραπέμπει στο άρθρο 106 του κώδικα πολιτικής δικονομίας) κατά τρόπο τον οποίον ουδόλως συμμερίζεται το Corte suprema di cassazione (Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο) (42).

75.      Στην περίπτωση που οι εθνικοί κανόνες επιβάλλουν η ενημέρωση του προμηθευτή προς τον ζημιωθέντα, η οποία παρέχεται στο πλαίσιο εκκρεμούς δίκης, να ακολουθείται από την υποχρεωτική προσεπίκληση του πραγματικού παραγωγού, εκτιμώ ότι δεν υφίσταται παράβαση του άρθρου 3, παράγραφος 3, της οδηγίας 85/374 ούτε παραβίαση των αρχών της αποτελεσματικότητας και της ισοδυναμίας:

–      Η αποτελεσματικότητα των δικαιωμάτων που αναγνωρίζει η οδηγία 85/374 δεν διακυβεύεται από τη λύση αυτή, η οποία μάλλον συμβάλλει στη διασφάλιση δίκαιης ισορροπίας συμφερόντων. Το δικαίωμα του ζημιωθέντος και το δικαίωμα του προμηθευτή διασφαλίζονται, δεδομένου ότι το σύνολο των εννόμων σχέσεων που συνδέουν όλους τους ενδιαφερομένους άγεται ενώπιον του ιδίου δικαστή, στο πλαίσιο μίας και μόνης δίκης. Με τον τρόπο αυτό, ο δικαστής δύναται, εάν οι πληροφορίες είναι αληθείς, να απαλλάξει τον προμηθευτή από την ευθύνη του και να την επιρρίψει στον πραγματικό παραγωγό (ο οποίος, από δικονομικής απόψεως, υποκαθιστά τον αρχικώς εναχθέντα προμηθευτή).

–      Όσον αφορά την αρχή της ισοδυναμίας, η λύση που προβλέπει το ιταλικό δικονομικό δίκαιο για την ευθύνη του παραγωγού ελαττωματικών προϊόντων φαίνεται να ταυτίζεται με τη λύση που προκρίνεται όσον αφορά άλλες περιπτώσεις προσεπικλήσεως σε αναγκαστική παρέμβαση από το άρθρο 106 του ιταλικού κώδικα πολιτικής δικονομίας (43), εφαρμόζεται δε σε όλους τους προσεπικαλούμενους στις σχετικές δίκες.

76.      Εν ολίγοις, απόφαση δυνάμει της οποίας η Ford Italia θα έπρεπε να υποστεί τις αρνητικές συνέπειες της μη τηρήσεως των τυχόν διαδικαστικών της βαρών, στο μέτρο που οι τελευταίες επιβάλλονται από το εσωτερικό δίκαιο, δεν αντιβαίνει στο άρθρο 3, παράγραφος 3, της οδηγίας 85/374 (44).

V.      Πρόταση

77.      Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στο Corte suprema di cassazione (Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο, Ιταλία) ως εξής:

«Το άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 85/374/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 25ης Ιουλίου 1985, για την προσέγγιση των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων των κρατών μελών σε θέματα ευθύνης λόγω ελαττωματικών προϊόντων,

έχει την έννοια ότι:

ως παραγωγός μπορεί να θεωρηθεί ο προμηθευτής οχήματος ο οποίος, μολονότι δεν έχει επιθέσει πραγματικά επί του οχήματος την επωνυμία, το σήμα ή άλλο διακριτικό του σημείο, εμφανίζεται στους καταναλωτές ως παραγωγός, λαμβανομένου υπόψη ότι η επωνυμία του προμηθευτή συμπίπτει, όσον αφορά την πλέον κρίσιμη λέξη, με την επωνυμία, το σήμα ή άλλο διακριτικό σημείο του πραγματικού παραγωγού, αμφότεροι ανήκουν στον ίδιο όμιλο επιχειρήσεων και το φερόμενο ως ελαττωματικό όχημα φέρει το σήμα που χαρακτηρίζει αμφοτέρους.»


1      Γλώσσα του πρωτοτύπου: η ισπανική.


2      Οδηγία του Συμβουλίου, της 25ης Ιουλίου 1985, για την προσέγγιση των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων των κρατών μελών σε θέματα ευθύνης λόγω ελαττωματικών προϊόντων (ΕΕ 1985, L 210, σ. 29).


3      Decreto del Presidente della Repubblica de 24 maggio 1988, n. 224. Attuazione della direttiva CEE n. 85/374 relativa al Ravvicinamento delle disposizioni legislative, regolamentari e amministrative degli Stati membri in materia di responsabilità per danno da prodotti difettosi, ai sensi dell’art. 15 della legge 16 aprile 1987, n. 183 (προεδρικό διάταγμα 224 – μεταφορά της οδηγίας 85/374, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 15 του νόμου 183 της 16ης Απριλίου 1987) (τακτικό συμπλήρωμα στην GURI αριθ. 146, της 23ης Ιουνίου 1988). Οι διατάξεις αυτές ενσωματώθηκαν στον κώδικα προστασίας του καταναλωτή [Decreto legislativo n. 206, Codice del consumo, a norma dell’articolo 7 della legge 29 luglio 2003, n. 229 (νομοθετικό διάταγμα 206, περί κώδικα προστασίας του καταναλωτή, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 7 του νόμου 229 της 29ης Ιουλίου 2003), της 6ης Σεπτεμβρίου 2005 (τακτικό συμπλήρωμα στην GURI αριθ. 235, της 8ης Οκτωβρίου 2005)]: το άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο d, και το άρθρο 116 του κώδικα προστασίας του καταναλωτή προσαρμόστηκαν στης διατάξεις των άρθρων 3 και 4 του προεδρικού διατάγματος 224.


4      Κατά τη διάταξη περί παραπομπής, η αμυντική γραμμή της Ford Italia στηριζόταν κυρίως στο γεγονός ότι ο προμηθευτής δεν ευθύνεται για το ελάττωμα εάν η ταυτότητα του παραγωγού έχει προσδιοριστεί και έχει γνωστοποιηθεί στον καταναλωτή, όπως συνέβη εν προκειμένω.


5      Με την έφεσή της ενώπιον του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου η Ford Italia υποστήριξε ότι δεν υποχρεούτο (παρά την περί του αντιθέτου κρίση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου) να προσεπικαλέσει τον παραγωγό στη δίκη, διότι αρκούσε η υπόδειξη των στοιχείων ταυτότητάς του. Υποστήριξε επίσης ότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο είχε αποφανθεί ultra petita, καθόσον καταδίκασε τη Ford Italia ως προμηθευτή του οχήματος, ενώ ο ενάγων είχε ζητήσει την καταδίκη της ως παραγωγού.


6      Με τις γραπτές παρατηρήσεις της η εν λόγω εταιρία επισήμανε μονάχα ότι είχε ήδη αποκλειστεί, με τελεσίδικη απόφαση έχουσα ισχύ δεδικασμένου, από τον κύκλο των ενδεχόμενων υπευθύνων και ότι, κατά συνέπεια, δεν τοποθετείται επί της αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως. Ωστόσο, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, αναφέρθηκε και στην ουσία της διαφοράς.


7      Απόφαση της 10ης Ιανουαρίου 2006, Skov και Bilka (C-402/03, EU:C:2006:6, σκέψη 22 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Στο εξής: απόφαση Skov και Bilka.


8      Όπ.π. (σκέψη 23), με παραπομπή στις αποφάσεις της 25ης Απριλίου 2002, Επιτροπή κατά Γαλλίας (C-52/00, EU:C:2002:252, σκέψη 24), και της 25ης Απριλίου 2002, Επιτροπή κατά Ελλάδας (C-154/00, EU:C:2002:254, σκέψη 20).


9      Αποφάσεις της 24ης Νοεμβρίου 2022, Capfi και Aviva assurances (C-691/21, EU:C:2022:926, σκέψη 35), με παραπομπή στις αποφάσεις Skov και Bilka (σκέψεις 32 και 33), καθώς και της 7ης Ιουλίου 2022, Keskinäinen Vakuutusyhtiö Fennia (C-264/21, EU:C:2022:536, σκέψη 29, στο εξής: απόφαση Keskinäinen Vakuutusyhtiö Fennia).


10      Απόφαση της 9ης Φεβρουαρίου 2006, O’Byrne (C‑127/04, EU:C:2006:93, σκέψη 37). Στο εξής: απόφαση O’Byrne.


11      Σημεία 8 και 9 της διατάξεως περί παραπομπής.


12      Με αποφάσεις προγενέστερες της υπό κρίση προδικαστικής παραπομπής (της 29ης Οκτωβρίου 2019, αριθ. 27596, Sez. III, καθώς και της 30ής Αυγούστου 2019, αριθ. 21841, Sez. III), το Corte suprema di cassazione (Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο) απέρριψε τον ισχυρισμό ότι η «Porsche Italia S.p.A.» και η «General Motors Italia S.r.l», εταιρίες διανομής φερόμενων ως ελαττωματικών οχημάτων (στην πρώτη περίπτωση επρόκειτο για ένα Porsche 911 Carrera και στη δεύτερη για ένα Opel Tigra), ευθύνονται, ως φαινόμενοι παραγωγοί, για τη ζημία που προκλήθηκε εξαιτίας των ελαττωμάτων των οικείων οχημάτων.


13      Απόφαση Keskinäinen Vakuutusyhtiö Fennia (σκέψη 31).


14      Απόφαση Skov και Bilka (σκέψη 45 και διατακτικό, πρώτο σημείο).


15      Η απόφαση έδωσε λαβή για διάφορα σχόλια στη θεωρία. Βλ., μεταξύ άλλων, Van Gool, E., «ECJ Case Fennia v. Koninklijke Philips NV (C-264/21): Towards a Broader Interpretation of the ‘Apparent Producer’, ‘Quasi-Producer’ or ‘Self-Brander’ Subject to EU Product Liability» (20 Ιανουαρίου 2023), Revue Européenne de Droit de la Consommation / European Journal of Consumer Law (REDC), αριθ. 3, 2022, σ. 287, και Verhoeven, D., «Het Begrip “schijnproducent” uit de richtlijn Productaansprakelijkheid verduidelijkt (?) door het Hof van Justitie», Droit de la consommation/Consumentenrecht, τόμος 139, 2, 2023.


16      Απόφαση Keskinäinen Vakuutusyhtiö Fennia (σκέψη 9).


17      Όπ.π. (σκέψη 34).


18      Όπ.π. (σκέψη 35).


19      Η σύμπτωση, έστω και μερική, αφορά ακριβώς την πιο χαρακτηριστική ένδειξη, ήτοι τον όρο Ford.


20      Ο όρος εντύπωση χρησιμοποιείται στην απόφαση Keskinäinen Vakuutusyhtiö Fennia (σκέψη 34).


21      Απόφαση Keskinäinen Vakuutusyhtiö Fennia (σκέψη 34).


22      Απόφαση Keskinäinen Vakuutusyhtiö Fennia (σκέψη 37).


23      Γραπτές παρατηρήσεις της Επιτροπής (σημεία 24 και 25). Εν συνεχεία (σημεία 32 και 33 των παρατηρήσεών της), η Επιτροπή αποσαφηνίζει τα επιχειρήματά της, προς αποφυγή τυχόν καταχρήσεως στις περιπτώσεις που αφορούν προμηθευτές οι οποίοι δεν μετέχουν στη διαδικασία διάθεσης του προϊόντος στην αγορά.


24      Απόφαση Keskinäinen Vakuutusyhtiö Fennia (σκέψη 32).


25      Απόφαση O’Byrne (σκέψη 29).


26      Όπ.π. (σκέψη 30).


27      Αναφορά στο ζήτημα αυτό περιλαμβανόταν ήδη στην αιτιολογική έκθεση που συνόδευε την πρόταση της Επιτροπής, της 9ης Σεπτεμβρίου 1976, για το μελλοντικό, τότε, κείμενο της οδηγίας 85/374. Στο τμήμα της εν λόγω εκθέσεως που αφορούσε την έννοια του φαινόμενου παραγωγού (επρόκειτο τότε για το άρθρο 2 της μελλοντικής οδηγίας), η Επιτροπή ανέφερε ότι μια στενή οικονομική σχέση μεταξύ «του πραγματικού παραγωγού και του αγοραστή χονδρικής ο οποίος εμφανίζεται στο κοινό ως μοναδικός παραγωγός πρέπει να επισύρει την ευθύνη του εμπόρου στην περίπτωση αυτή». Βλ. το σχετικό έγγραφο στο Δελτίο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, συμπλήρωμα 11/76, Product liability, διαθέσιμο στην ηλεκτρονική διεύθυνση http://aei.pitt.edu/4573/1/4573.pdf.


28      «[H] επιλογή του νομικού συστήματος που εισήγαγε η οδηγία [85/374], σύμφωνα με την οποία ευθύνη για ζημίες που προκλήθηκαν από ελαττωματικά προϊόντα υπέχει καταρχήν ο παραγωγός, και μόνο σε ορισμένες προβλεπόμενες περιπτώσεις ο εισαγωγέας και ο προμηθευτής, ήταν αποτέλεσμα σταθμίσεως των αντίστοιχων ρόλων των διάφορων επιχειρηματιών που συμμετέχουν στις διαδικασίες κατασκευής και διαθέσεως στο εμπόριο» (σκέψη 29). «[Τ]α άρθρα 1 και 3 της οδηγίας δεν περιορίζονται στη ρύθμιση της ευθύνης του παραγωγού ενός ελαττωματικού προϊόντος […] αλλά προσδιορίζουν, μεταξύ των επαγγελματιών που συμμετείχαν στις διαδικασίες κατασκευής και διαθέσεως στο εμπόριο, το πρόσωπο που φέρει τη θεσπιζόμενη από την οδηγία ευθύνη» (σκέψη 30).


29      Απόφαση της 5ης Ιουλίου 2007 (C-327/05, EU:C:2007:409). Το Δικαστήριο έκρινε αντίθετους προς το άρθρο 3, παράγραφος 3, της οδηγίας 85/374 δανικούς κανόνες δυνάμει των οποίων οι ενδιάμεσοι προμηθευτές που συμμετέχουν σε αλυσίδα διανομής υπέχουν ευθύνη υπό τους ίδιους όρους με τον παραγωγό.


30      Η απάντηση που προτείνει η Ford Italia αντιστοιχεί μεν στο περιεχόμενο του προδικαστικού ερωτήματος, ωστόσο η Ford Italia διατυπώνει επίσης ορισμένες σκέψεις σχετικά με την κοινοποίηση που απηύθυνε, ως εναγομένη, στον ζημιωθέντα για να τον ενημερώσει σχετικά με την ταυτότητα του πραγματικού παραγωγού.


31      Γραπτές παρατηρήσεις της Ford Italia (σημείο 13).


32      Όπ.π. (σημείο 14). Από τη διάταξη περί παραπομπής προκύπτει ότι η Ford Italia ενήχθη ως «παραγωγός» και ότι, κατά την πρώτη ευκαιρία που της δόθηκε ενώπιον του Tribunale di Bologna (πρωτοδικείου Μπολόνιας), γνωστοποίησε στον αγοραστή ποιος ήταν ο «πραγματικός παραγωγός» του οχήματος.


33      Τούτο υπογραμμίζεται από την Επιτροπή στο σημείο 16 των γραπτών παρατηρήσεών της, όπου προσθέτει επίσης (σημείο 17) ότι δεν θα τοποθετηθεί επί της εν λόγω πτυχής της διαφοράς της κύριας δίκης.


34      Υπόθεση Aventis Pasteur (C-358/08, EU:C:2009:744).


35      Όπ.π. (σκέψη 55).


36      Όπ.π. (σκέψη 56).


37      Όπ.π. (σκέψη 57).


38      Όπ.π. (σκέψη 58).


39      Εκτιμώ ότι η απαίτηση διαβίβασης της εν λόγω πληροφορίας δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι ικανοποιείται με την απλή αναφορά, εντός των συμβατικών εγγράφων πωλήσεως του οχήματος, στη Ford WGA δίπλα στον αναγνωριστικό κωδικό του οχήματος.


40      Στην απόφαση Skov και Bilka (σκέψη 36), το Δικαστήριο προειδοποιεί για τον κίνδυνο «[…] [πολλαπλασιασμού] των αγωγών, τον οποίον επιδιώκει ακριβώς να αποφύγει η ευθεία αγωγή του ζημιωθέντος κατά του παραγωγού, υπό τους όρους του άρθρου 3 της οδηγίας (βλ. […] απόφαση [της 25ης Απριλίου 2002,] Επιτροπή κατά Γαλλίας, [C-52/00, EU:C:2002:252,] σκέψη 40, και σκέψη 28 της παρούσας αποφάσεως)».


41      Απόφαση O’Byrne (σκέψη 34): «η οδηγία [85/374] ουδέν διαλαμβάνει επί των διαδικασιών που πρέπει να κινηθούν στην περίπτωση που ο ζημιωθείς ασκεί αγωγή αποζημιώσεως λόγω ελαττωματικών προϊόντων, ευρισκόμενος σε πλάνη ως προς την ταυτότητα του παραγωγού. Επομένως, εναπόκειται κατ’ αρχήν στο εθνικό δικονομικό δίκαιο να ορίσει τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες χωρεί υποκατάσταση διαδίκου από άλλον στο πλαίσιο μιας τέτοιας δίκης».


42      Σημείο 5.1 της διατάξεως περί παραπομπής. Εν πάση περιπτώσει, όπως ήδη επισήμανα, το αιτούν δικαστήριο δεν επεκτείνει –ορθώς, κατά την άποψή μου, διότι πρόκειται για ζήτημα αμιγώς εσωτερικής φύσεως– το προδικαστικό του ερώτημα στο εν λόγω ζήτημα.


43      Το εν λόγω άρθρο ρυθμίζει την εκ μέρους διαδίκου προσεπίκληση σε αναγκαστική παρέμβαση, προβλέπει δε ότι οποιοσδήποτε διάδικος δύναται να προσεπικαλέσει τρίτον, όταν υφίσταται κοινή, κατά την κρίση του, αιτία ή όταν πρόκειται για δικονομικό εγγυητή.


44      Φρονώ ότι, το γεγονός ότι η Ford WAG και η Ford Italia ανήκουν στον ίδιο όμιλο επιχειρήσεων, δεν πρέπει να επηρεάσει την έκταση της προστασίας που παρέχεται στον ζημιωθέντα δυνάμει της οδηγίας 85/374.