Language of document : ECLI:EU:T:2012:613

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τρίτο τμήμα)

της 21ης Νοεμβρίου 2012 (*)

«Αλιεία — Μέτρα για τη διατήρηση των αλιευτικών πόρων — Άρθρο 105 του κανονισμού (ΕΚ) 1224/2009 — Μειώσεις επί των ποσοστώσεων που χορηγήθηκαν για ορισμένο έτος λόγω της υπερβάσεως των ποσοστώσεων που χορηγήθηκαν κατά τα προηγούμενα έτη — Διαχρονική εφαρμογή — Ασφάλεια δικαίου — Ερμηνεία διασφαλίζουσα την τήρηση του πρωτογενούς δικαίου — Αρχή nulla poena sine lege — Μη αναδρομικότητα»

Στην υπόθεση T‑76/11,

Βασίλειο της Ισπανίας, εκπροσωπούμενο από τον N. Díaz Abad, abogado del Estado,

προσφεύγον,

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπούμενης από τους F. Jimeno Fernández και D. Nardi,

καθής,

που έχει ως αντικείμενο αίτημα περί ακυρώσεως του κανονισμού (ΕΕ) 1004/2010 της Επιτροπής, της 8ης Νοεμβρίου 2010, για τη μείωση ορισμένων αλιευτικών ποσοστώσεων όσον αφορά το 2010 λόγω της υπεραλίευσης που διαπιστώθηκε κατά το προηγούμενο έτος (EE L 291, σ. 31),

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τρίτο τμήμα),

συγκείμενο από τους O. Czúcz (εισηγητή), πρόεδρο, I. Labucka και Δ. Γρατσία, δικαστές,

γραμματέας: J. Palacio González, κύριος υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 23ης Απριλίου 2012,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Με την υπό κρίση προσφυγή, το Βασίλειο της Ισπανίας ζητεί την ακύρωση του κανονισμού (ΕΕ) 1004/2010 της Επιτροπής, της 8ης Νοεμβρίου 2010, για τη μείωση ορισμένων αλιευτικών ποσοστώσεων όσον αφορά το 2010 λόγω της υπεραλίευσης που διαπιστώθηκε κατά το προηγούμενο έτος (EE L 291, σ. 31, στο εξής: προσβαλλόμενος κανονισμός).

 Το νομικό πλαίσιο

2        Το άρθρο 23 του κανονισμού (ΕΟΚ) 2847/93 του Συμβουλίου, της 12ης Οκτωβρίου 1993, για τη θέσπιση συστήματος ελέγχου της κοινής αλιευτικής πολιτικής (EE L 261, σ. 1), προβλέπει τα εξής:

«1.      Όταν η Επιτροπή διαπιστώνει ότι ένα κράτος μέλος υπερέβη την ποσόστωσή του, την παραχωρούμενη ποσότητα ή το μερίδιό του [σε απόθεμα ή σε ομάδα αποθεμάτων, η Επιτροπή προβαίνει σε μειώσεις της ποσόστωσης, της παραχωρούμενης ποσότητας ή του μεριδίου που διαθέτει ετησίως το κράτος μέλος] που έχει υπεραλιεύσει. Οι μειώσεις αυτές αποφασίζονται με τη διαδικασία του άρθρου 36.

2.      Το Συμβούλιο θεσπίζει κανόνες, με ειδική πλειοψηφία και ύστερα από πρόταση της Επιτροπής, για μείωση σύμφωνα με τους στόχους και τις στρατηγικές διαχείρισης που εκτίθενται στο άρθρο 8 του κανονισμού (ΕΟΚ) 3760/92 και λαμβάνει υπόψη, κατά προτεραιότητα, τις ακόλουθες παραμέτρους:

–        το βαθμό της υπεραλίευσης,

–        τυχόν κρούσματα υπεραλίευσης, από το ίδιο απόθεμα, κατά το προηγούμενο έτος,

–        τη βιολογική κατάσταση των σχετικών πόρων.»

3        Το άρθρο 5 του κανονισμού (ΕΚ) 847/96 του Συμβουλίου, της 6ης Μαΐου 1996, που αφορά τη θέσπιση συμπληρωματικών όρων για την ετήσια διαχείριση των TAC και των ποσοστώσεων (EE L 115, σ. 3), ορίζει τα ακόλουθα:

«1.      Εκτός από τα αποθέματα που αναφέρονται στην παράγραφο 2, όλες οι εκφορτώσεις που υπερβαίνουν τις αντίστοιχες επιτρεπόμενες εκφορτώσεις αφαιρούνται από τις ποσότητες του ίδιου αποθέματος κατά το επόμενο έτος.

2.      Για τα αποθέματα που αναφέρονται στο άρθρο 2 τρίτο εδάφιο, η υπέρβαση των επιτρεπόμενων εκφορτώσεων συνεπάγεται αφαίρεση από την αντίστοιχη ποσόστωση του επόμενου έτους σύμφωνα με τον ακόλουθο πίνακα:

Ύψος της υπεραλίευσης σε σχέση με τις επιτρεπόμενες εκφορτώσεις

Μείωση

Το πρώτο 10 %

Υπεραλίευση x 1,00

Το επόμενο 10 % έως το 20 % συνολικά

Υπεραλίευση x 1,10

Το επόμενο 20 % έως το 40 % συνολικά

Υπεραλίευση x 1,20

Κάθε πρόσθετη υπεραλίευση άνω του 40 %

Υπεραλίευση x 1,40


Ωστόσο, σε όλες τις περιπτώσεις υπεραλίευσης σε σχέση με τις επιτρεπόμενες εκφορτώσεις που δεν υπερβαίνουν τους 100 τόνους, εφαρμόζεται μείωση ίση προς την υπεραλίευση Χ 1,00.

Αφαιρείται επίσης συμπληρωματικό ποσοστό 3 % της αλιευθείσας πέραν των επιτρεπομένων εκφορτώσεων ποσόστωσης για κάθε διαδοχικό έτος υπέρβασης της επιτρεπομένης εκφορτώσεως κατά περισσότερο του 10 %.»

4        Το άρθρο 23, παράγραφος 4, του κανονισμού (ΕΚ) 2371/2002 του Συμβουλίου, της 20ής Δεκεμβρίου 2002, για τη διατήρηση και βιώσιμη εκμετάλλευση των αλιευτικών πόρων στο πλαίσιο της κοινής αλιευτικής πολιτικής (EE L 358, σ. 59), έχει ως εξής:

«Όταν η Επιτροπή διαπιστώνει ότι ένα κράτος μέλος υπερέβη τις αλιευτικές δυνατότητες που του χορηγήθηκαν, επιβάλλει μειώσεις στις μελλοντικές αλιευτικές δυνατότητες αυτού του κράτους μέλους.»

5        Το άρθρο 105 του κανονισμού (ΕΚ) 1224/2009 του Συμβουλίου, της 20ής Νοεμβρίου 2009, περί θεσπίσεως κοινοτικού συστήματος ελέγχου της τήρησης των κανόνων της κοινής αλιευτικής πολιτικής, τροποποιήσεως των κανονισμών 847/96, 2371/2002, (ΕΚ) 811/2004, (ΕΚ) 768/2005, (ΕΚ) 2115/2005, (ΕΚ) 2166/2005, (ΕΚ) 388/2006, (ΕΚ) 509/2007, (ΕΚ) 676/2007, (ΕΚ) 1098/2007, (ΕΚ) 1300/2008, (ΕΚ) 1342/2008 και καταργήσεως των κανονισμών 2847/93, (ΕΚ) 1627/94 και (ΕΚ) 1966/2006 (EE L 343, σ. 1), προβλέπει τα εξής:

«1.      Όταν η Επιτροπή διαπιστώνει ότι ένα κράτος μέλος υπερέβη τις ποσοστώσεις που του χορηγήθηκαν, επιβάλλει μειώσεις στις μελλοντικές ποσοστώσεις αυτού του κράτους μέλους.

2.      Σε περίπτωση που ένα κράτος μέλος έχει υπερβεί την ποσόστωση, την παραχωρούμενη ποσότητα ή το διαθέσιμο σε ένα δεδομένο έτος μερίδιο του αποθέματος ή της ομάδας αποθεμάτων του, η Επιτροπή προβαίνει σε μειώσεις στο επόμενο έτος ή έτη των ετήσιων ποσοστώσεων, της παραχωρούμενης ποσότητας ή του μεριδίου του εν λόγω κράτους μέλους το οποίο έχει υπεραλιεύσει, εφαρμόζοντας πολλαπλασιαστικό συντελεστή σύμφωνα με τον παρακάτω πίνακα:

Βαθμός της υπεραλίευσης σε σχέση με τις επιτρεπόμενες εκφορτώσεις

Πολλαπλασιαστικός συντελεστής

Έως 5 %

Υπεραλίευση x 1,0

Από 5 % έως 10 %

Υπεραλίευση x 1,1

Από 10 % έως 20 %

Υπεραλίευση x 1,2

Από 20 % έως 40 %

Υπεραλίευση x 1,4

Από 40% έως 50 %

Υπεραλίευση x 1,8

Τυχόν περαιτέρω υπεραλίευση σε ποσοστό άνω του 50 %

Υπεραλίευση x 2,0


Ωστόσο, μείωση ίση προς υπεραλίευση x 1,00 εφαρμόζεται σε όλες τις περιπτώσεις υπεραλίευσης που σχετίζονται με επιτρεπόμενη εκφόρτωση ίση ή μικρότερη από 100 τόνους.

3.      Πέραν του πολλαπλασιαστικού συντελεστή που αναφέρεται στην παράγραφο 2, εφαρμόζεται πολλαπλασιαστικός συντελεστής 1,5:

α)      σε περίπτωση που ένα κράτος μέλος έχει επανειλημμένως υπερβεί την ποσόστωσή του, την παραχωρούμενη ποσότητα ή το διαθέσιμο μερίδιο του αποθέματος ή της ομάδας αποθεμάτων του κατά την προηγούμενη διετία και οι υπεραλιεύσεις αυτές υπάγονται στις μειώσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 2,

β)      σε περίπτωση που τα διαθέσιμα επιστημονικά, τεχνικά και οικονομικά στοιχεία και ιδίως οι εκθέσεις που συντάσσει η επιστημονική, τεχνική και οικονομική επιτροπή αλιείας συμπεραίνουν ότι η υπεραλίευση συνιστά σοβαρή απειλή για τη διατήρηση του συγκεκριμένου αποθέματος, ή

γ)      εάν το απόθεμα υπάγεται σε πολυετές σχέδιο.

4.      Σε περίπτωση που ένα κράτος μέλος έχει υπεραλιεύσει την ποσόστωση, την παραχωρηθείσα ποσότητα ή το διαθέσιμο μερίδιο του αποθέματος ή της ομάδας αποθεμάτων του κατά τη διάρκεια προηγουμένων ετών, η Επιτροπή μπορεί, κατόπιν διαβούλευσης με το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος, να προβεί με τη διαδικασία του άρθρου 119 σε αφαίρεση ποσοστώσεων από μελλοντικές ποσοστώσεις του εν λόγω κράτους μέλους, ούτως ώστε να ληφθεί υπόψη το επίπεδο της υπεραλίευσης.

5.      Εάν δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί μείωση σύμφωνα με τις παραγράφους 1 και 2, επί της ποσόστωσης, της παραχωρούμενης ποσότητας ή του μεριδίου αποθέματος ή ομάδας αποθεμάτων που υπέστησαν την υπεραλίευση διότι η ποσόστωση, παραχωρούμενη ποσότητα ή μερίδιο αποθέματος ή ομάδας αποθεμάτων δεν διατίθεται ή δεν διατίθεται επαρκώς στο ενδιαφερόμενο κράτος μέλος, η Επιτροπή μετά από διαβούλευση με το οικείο κράτος μέλος μπορεί να μειώσει κατά το επόμενο έτος ή έτη ποσοστώσεις για άλλα αποθέματα ή ομάδες αποθεμάτων διαθέσιμων στο εν λόγω κράτος μέλος στην ίδια γεωγραφική περιοχή ή με την ίδια εμπορική αξία σύμφωνα με την παράγραφο 1.

6.      Οι λεπτομέρειες εφαρμογής του παρόντος άρθρου, και ιδίως καθορισμού των συγκεκριμένων ποσοτήτων, μπορούν να θεσπίζονται σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 119.»

6        Σύμφωνα με το άρθρο του 124, ο κανονισμός 1224/2009 τέθηκε σε εφαρμογή από την 1η Ιανουαρίου 2010.

 Ιστορικό της διαφοράς

7        Ο προσβαλλόμενος κανονισμός εντάσσεται σε σειρά εκτελεστικών κανονισμών της Ευρωπαϊκής Επιτροπής με τους οποίους αυτή μείωσε αλιευτικές ποσοστώσεις που χορηγήθηκαν για ορισμένο έτος λόγω υπερβάσεων των ποσοστώσεων που είχαν σημειωθεί προηγουμένως. Οι κανονισμοί αυτοί μπορούν να καταταγούν σε τέσσερις ομάδες.

8        Κατά τα έτη 2002 και 2003, η Επιτροπή εξέδωσε τον κανονισμό (ΕΚ) 2000/2002, της 8ης Νοεμβρίου 2002, για την προσαρμογή ορισμένων αλιευτικών ποσοστώσεων το 2002 σύμφωνα με τον κανονισμό 847/96 (EE L 308, σ. 13), και τον κανονισμό (ΕΚ) 728/2003, της 25ης Απριλίου 2003, για την προσαρμογή ορισμένων αλιευτικών ποσοστώσεων για το 2003 σύμφωνα με τον κανονισμό 847/96 (EE L 105, σ. 3). Στους κανονισμούς αυτούς, που στηρίζονται επί των κανονισμών 2847/93 και 847/96, η Επιτροπή προέβη σε μειώσεις επί των ποσοστώσεων που χορηγήθηκαν για ορισμένο έτος λόγω των υπερβάσεων των ποσοστώσεων που σημειώθηκαν κατά το προηγούμενο έτος.

9        Κατά τα έτη 2004 έως 2008, η Επιτροπή εξέδωσε τον κανονισμό (ΕΚ) 762/2004, της 23ης Απριλίου 2004, για την προσαρμογή ορισμένων αλιευτικών ποσοστώσεων για το 2004 σύμφωνα με τον κανονισμό 847/96 (EE L 120, σ. 8), τον κανονισμό (ΕΚ) 776/2005, της 19ης Μαΐου 2005, για την προσαρμογή ορισμένων αλιευτικών ποσοστώσεων το 2005 σύμφωνα με τον κανονισμό 847/96 (EE L 130, σ. 7), τον κανονισμό (ΕΚ) 742/2006, της 17ης Μαΐου 2006, για την προσαρμογή ορισμένων αλιευτικών ποσοστώσεων το 2006 σύμφωνα με τον κανονισμό 847/96 (EE L 130, σ. 7), τον κανονισμό (ΕΚ) 609/2007, της 1ης Ιουνίου 2007, για την προσαρμογή ορισμένων αλιευτικών ποσοστώσεων για το 2007 σύμφωνα με τον κανονισμό 847/96 (EE L 141, σ. 33), και τον κανονισμό (ΕΚ) 541/2008, της 16ης Ιουνίου 2008, για την προσαρμογή ορισμένων αλιευτικών ποσοστώσεων για το 2008 σύμφωνα με τον κανονισμό 847/96 (EE L 157, σ. 23). Στους κανονισμούς αυτούς, οι οποίοι στηρίζονται επί των κανονισμών 2371/2002 και 847/96, η Επιτροπή προέβη σε μειώσεις επί των ποσοστώσεων που χορηγήθηκαν για ορισμένο έτος λόγω των υπερβάσεων των ποσοστώσεων που διαπιστώθηκαν κατά το προηγούμενο έτος. Από τα παραρτήματα των κανονισμών αυτών προκύπτει ότι, σε ορισμένες περιπτώσεις, η Επιτροπή δεν μπόρεσε να προβεί σε μειώσεις στον βαθμό που δικαιολογούνταν από τις υπεραλιεύσεις, διότι το ύψος των μειώσεων αυτών θα υπερέβαινε το ύψος των ποσοστώσεων που είχαν χορηγηθεί για το συγκεκριμένο έτος. Στις περιπτώσεις αυτές, η Επιτροπή περιορίστηκε στη μείωση στο μηδέν των αντίστοιχων ποσοστώσεων για το συγκεκριμένο έτος, χωρίς ωστόσο να μεταφέρει το υπόλοιπο στο επόμενο έτος.

10      Η Επιτροπή, δεδομένου ότι αυξήθηκε ο αριθμός των περιπτώσεων στις οποίες δεν μπόρεσε να διενεργήσει μειώσεις στον βαθμό που δικαιολογούνταν από τις υπερβάσεις των ποσοστώσεων που είχαν χορηγηθεί για το προηγούμενος έτος, άλλαξε τη μέθοδό της με τον κανονισμό (ΕΚ) 649/2009, της 23ης Ιουλίου 2009, για την προσαρμογή ορισμένων αλιευτικών ποσοστώσεων για το 2009 στο πλαίσιο της ετήσιας διαχείρισης των αλιευτικών ποσοστώσεων (EE L 192, σ. 14). Ο κανονισμός αυτός στηρίζεται στους κανονισμούς 2371/2002 και 847/96, όπως και οι κανονισμοί που εκδόθηκαν κατά τα έτη 2004 έως 2008. Στην ένατη όμως αιτιολογική σκέψη  του κανονισμού 649/2009, η Επιτροπή ανέφερε ότι έπρεπε να ενεργήσει έτσι ώστε το πλήρες ύψος των μειώσεων που δικαιολογούνταν από τις υπερβάσεις των ποσοστώσεων που χορηγήθηκαν για το 2008 να αφαιρεθεί από τις ποσοστώσεις και ότι οι μειώσεις οι οποίες δεν μπορούσαν να ληφθούν υπόψη για το 2009 έπρεπε να αφαιρεθούν από την αντίστοιχη ποσόστωση για το 2010 και, εφόσον χρειάζεται, για τα επόμενα έτη. Περαιτέρω, κατέγραψε τη διαφορά μεταξύ, αφενός, του ύψους των μειώσεων που δικαιολογούνταν από τις υπερβάσεις που σημειώθηκαν το 2008 και, αφετέρου, του ύψους των ποσοστώσεων που χορηγήθηκαν για το 2009, σε μια στήλη με τίτλο «Υπόλοιπο» που περιλαμβάνεται σε έναν πίνακα που περιέχεται στο παράρτημα II του κανονισμού αυτού.

11      Τέλος, το 2010, η Επιτροπή εξέδωσε τον προσβαλλόμενο κανονισμό, ο οποίος δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης στις 9 Νοεμβρίου 2010. Ο κανονισμός αυτός στηρίζεται στο άρθρο 105, παράγραφος 1, του κανονισμού 1224/2009.

12      Στην πέμπτη και την όγδοη αιτιολογική σκέψη του αναφέρονται τα εξής:

«(5)      Ο κανονισμός […] 649/2009 […] επέβαλε μειώσεις σε αλιευτικές ποσοστώσεις για το 2009 λόγω υπεραλίευσης των ποσοστώσεων το 2008. Για ορισμένα κράτη μέλη ωστόσο οι μειώσεις που έπρεπε να γίνουν ήταν υψηλότερες σε σχέση με τις αντίστοιχες ποσοστώσεις για το 2009 και συνεπώς δεν ήταν δυνατόν να γίνουν εξ ολοκλήρου εκείνο το έτος. Για να εξασφαλιστεί ότι θα αφαιρεθεί το πλήρες ποσό και σε αυτές τις περιπτώσεις, οι εναπομένουσες ποσότητες πρέπει να ληφθούν υπόψη κατά τον καθορισμό των μειώσεων στις ποσοστώσεις για το 2010.

[…]

(8)      Εντούτοις, καθώς οι μειώσεις που πρέπει να γίνουν ισχύουν για υπεραλίευση που σημειώθηκε το 2009 και συνεπώς για περίοδο κατά την οποία ο κανονισμός […] 1224/2009 δεν ίσχυε ακόμη, είναι σκόπιμο, για λόγους νομικής προβλεψιμότητας, να γίνουν μειώσεις που δεν είναι πιο αυστηρές σε σχέση με εκείνες οι οποίες θα είχαν προκύψει από την εφαρμογή των τότε ισχυόντων κανόνων, ήτοι των κανόνων που προβλέπονται στο άρθρο 5 παράγραφος 2 του κανονισμού […] 847/96 περί θεσπίσεως συμπληρωματικών όρων για την ετήσια διαχείριση των TAC και των ποσοστώσεων.»

13      Το άρθρο 1, παράγραφος 1, του προσβαλλομένου κανονισμού ορίζει τα ακόλουθα:

«Οι αλιευτικές ποσοστώσεις που έχουν καθοριστεί σύμφωνα με τους κανονισμούς (ΕΚ) 1226/2009, (ΕΚ) 1287/2009, (ΕΚ) 1359/2008 και (ΕΕ) 53/2010, μειώνονται όπως ορίζεται στο παράρτημα.»

14      Το παράρτημα του προσβαλλομένου κανονισμού περιέχει μια στήλη με τίτλο «Μειώσεις από τις ποσοστώσεις του 2009 (κανονισμός 649/09)», όπου επαναλαμβάνονται ορισμένα από τα ποσά που αναφέρονται στη στήλη με τίτλο «Υπόλοιπο» του παραρτήματος II του κανονισμού 649/2009.

15      Περαιτέρω, όπως και στον κανονισμό 649/2009, το παράρτημα του προσβαλλομένου κανονισμού περιέχει και αυτό μια στήλη με τίτλο «Υπόλοιπο», η οποία αναφέρει τις μειώσεις στις οποίες δεν μπόρεσε να προβεί η Επιτροπή λόγω του ότι το ύψος των μειώσεων ήταν υψηλότερο από το ύψος των ποσοστώσεων που χορηγήθηκαν για το 2010.

 Η διαδικασία και τα αιτήματα των διαδίκων

16      Με δικόγραφο που πρωτοκολλήθηκε στις 2 Φεβρουαρίου 2010 στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου, το Βασίλειο της Ισπανίας άσκησε προσφυγή ακυρώσεως κατά του προσβαλλομένου κανονισμού δυνάμει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ.

17      Κατόπιν εκθέσεως του εισηγητή δικαστή, το Γενικό Δικαστήριο (τρίτο τμήμα) αποφάσισε, αφενός, να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία και, αφετέρου, στο πλαίσιο των μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας κατά την έννοια του άρθρου 64 του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, να καλέσει την Επιτροπή να απαντήσει σε ερωτήσεις. Η Επιτροπή συμμορφώθηκε προς το αίτημα αυτό εντός της ταχθείσας προθεσμίας.

18      Οι διάδικοι αγόρευσαν και απάντησαν στα ερωτήματα του Γενικού Δικαστηρίου κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 23ης Απριλίου 2012.

19      Το Βασίλειο της Ισπανίας ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει τον προσβαλλόμενο κανονισμό·

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

20      Η Επιτροπή ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή ως αβάσιμη,

–        να καταδικάσει το προσφεύγον στα δικαστικά έξοδα.

 Σκεπτικό

21      Με τον προσβαλλόμενο κανονισμό, η Επιτροπή προέβη σε μειώσεις επί ορισμένων αλιευτικών ποσοστώσεων των κρατών μελών για το 2010. Στήριξε τον κανονισμό αυτό στο άρθρο 105 του κανονισμού 1224/2009, ο οποίος τέθηκε σε εφαρμογή από την 1η Ιανουαρίου 2010. Η διάταξη αυτή προβλέπει ότι η Επιτροπή, όταν επισημαίνει ότι κράτος μέλος υπερέβη τις αλιευτικές ποσοστώσεις που του έχουν χορηγηθεί για ορισμένο έτος, προβαίνει σε μειώσεις επί των μελλοντικών αλιευτικών ποσοστώσεων του εν λόγω κράτους μέλους. Η εν λόγω διάταξη επιτρέπει συνεπώς στην Επιτροπή να προβαίνει σε μειώσεις όχι μόνον επί των ποσοστώσεων που χορηγούνται για το επόμενο της υπερβάσεως έτος, αλλά και επί αυτών που χορηγούνται για μεταγενέστερα έτη. Κατά συνέπεια, με έναν κανονισμό με τον οποίο διενεργούνται μειώσεις επί των ποσοστώσεων που χορηγήθηκαν για ορισμένο έτος, η Επιτροπή μπορεί να προβαίνει σε μειώσεις όχι μόνο λόγω των υπερβάσεων των ποσοστώσεων που σημειώθηκαν κατά το προηγούμενο έτος, αλλά και λόγω των υπερβάσεων ποσοστώσεων για προγενέστερα έτη, στον βαθμό που για τις τελευταίες αυτές δεν έχουν ακόμη πραγματοποιηθεί οι αντίστοιχες μειώσεις.

22      Η προσφυγή ακυρώσεως του Βασιλείου της Ισπανίας στηρίζεται επί τεσσάρων λόγων ακυρώσεως. Με τον πρώτο λόγο ακυρώσεως, υποστηρίζεται ότι το άρθρο 105 του κανονισμού 1224/2009, επί του οποίου η Επιτροπή στήριξε τον προσβαλλόμενο κανονισμό, δεν μπορούσε να εφαρμοστεί ratione temporis. Με τον δεύτερο και τον τρίτο λόγο, το Βασίλειο της Ισπανίας προσάπτει στην Επιτροπή ότι παραβίασε την αρχή nulla poena sine lege, την αρχή της ασφαλείας δικαίου και την αρχή της μη αναδρομικότητας των λιγότερο ευνοϊκών κατασταλτικών διατάξεων, προβαίνοντας σε μειώσεις των αλιευτικών ποσοστώσεων για το 2010 λόγω της υπερβάσεως των ποσοστώσεων όχι μόνο για το 2009, αλλά και για το 2008, ενώ με βάση την προηγούμενη ρύθμιση του άρθρου 105 του κανονισμού 1224/2009 θα επιτρέπονταν μειώσεις μόνο για τις υπερβάσεις των ποσοστώσεων για το 2009. Με τον τέταρτο λόγο ακυρώσεως, το Βασίλειο της Ισπανίας υποστηρίζει ότι δεν μπορεί να επιτρέπεται στην Επιτροπή να επιλέγει την εφαρμοστέα ρύθμιση ανάλογα με το χρονικό σημείο στο οποίο αποφασίζει να αρχίσει την εξέταση μιας συμπεριφοράς.

 Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως, που αντλείται από τη μη εφαρμογή ratione temporis του άρθρου 105 του κανονισμού 1224/2009

23      Το Βασίλειο της Ισπανίας προσάπτει στην Επιτροπή ότι στήριξε τον προσβαλλόμενο κανονισμό στο άρθρο 105 του κανονισμού 1224/2009. Ο προσβαλλόμενος κανονισμός προβαίνει σε μειώσεις επί ορισμένων ποσοστώσεων λόγω των υπερβάσεων των ποσοστώσεων που σημειώθηκαν πριν από το 2010. Κατά συνέπεια, ο προσβαλλόμενος κανονισμός δεν μπορεί να στηριχθεί στο άρθρο 105 του κανονισμού 1224/2009, ο οποίος τέθηκε σε εφαρμογή από την 1η Ιανουαρίου 2010.

24      Στο πλαίσιο αυτό, πρέπει να γίνει δεκτό, εκ προοιμίου, ότι ο κανονισμός 1224/2009 δεν περιέχει ειδικούς κανόνες όσον αφορά τη διαχρονική εφαρμογή του άρθρου του 105.

25      Συνεπώς, πρέπει να εφαρμοστούν οι γενικοί κανόνες περί της διαχρονικής εφαρμογής των κανόνων, οι οποίοι διακρίνουν, αφενός, τους διαδικαστικούς κανόνες και, αφετέρου, τους ουσιαστικούς κανόνες [αποφάσεις του Δικαστηρίου της 12ης Νοεμβρίου 1981, 212/80 έως 217/80, Meridionale Industria Salumi κ.λπ., Συλλογή 1981, σ. 2735, σκέψη 9· της 6ης Ιουλίου 1993, C‑121/91 και C‑122/91, CT Control (Rotterdam) και JCT Benelux κατά Επιτροπής, Συλλογή 1993, σ. I‑3873, σκέψη 22, και της 9ης Μαρτίου 2006, C‑293/04, Beemsterboer Coldstore Services, Συλλογή 2006, σ. I‑2263, σκέψεις 19 έως 21]. Το άρθρο 105 του κανονισμού 1224/2009 καθορίζει το καθεστώς των μειώσεων επί των ποσοστώσεων και συνιστά συνεπώς ουσιαστικό κανόνα.

26      Όσον αφορά τους ουσιαστικούς κανόνες, κατά πάγια νομολογία, καταρχήν, οι κανόνες αυτοί πρέπει να ερμηνεύονται ως αφορώντες μόνο καταστάσεις μεταγενέστερες της ενάρξεως της ισχύος τους, προκειμένου να διασφαλιστεί η τήρηση των αρχών της ασφαλείας δικαίου και της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης. Ωστόσο, εφόσον προκύπτει σαφώς από τη διατύπωσή τους, τους σκοπούς τους ή την οικονομία τους ότι αφορούν και καταστάσεις προγενέστερες της ενάρξεως της ισχύος τους, οι ουσιαστικοί κανόνες μπορούν να εφαρμόζονται και σε προγενέστερες της ενάρξεως της ισχύος τους καταστάσεις (βλ., κατά την έννοια αυτή, αποφάσεις του Δικαστηρίου της 15ης Ιουλίου 1993, C‑34/92, GruSa Fleisch, Συλλογή 1993, σ. I‑4147, σκέψη 22, και Beemsterboer Coldstore Services, σκέψη 25 ανωτέρω, σκέψη 21).

27      Πρέπει συνεπώς να εξεταστεί αν από την οικονομία του κανονισμού 1224/2009 και από τους σκοπούς που αυτός επιδιώκει προκύπτει ότι το άρθρο του 105 πρέπει να χρησιμεύσει ως νομική βάση του προσβαλλομένου κανονισμού, μολονότι ο τελευταίος αυτός κανονισμός προβαίνει σε μειώσεις επί ορισμένων ποσοστώσεων που χορηγήθηκαν για το 2010 λόγω των υπερβάσεων των ποσοστώσεων που σημειώθηκαν πριν από την έναρξη εφαρμογής του άρθρου αυτού, την 1η Ιανουαρίου 2010.

28      Στο πλαίσιο αυτό, πρέπει να γίνει δεκτό, καταρχάς, ότι, δυνάμει της εφαρμοστέας ρυθμίσεως, η Επιτροπή δεν ήταν σε θέση να προβεί στις μειώσεις των ποσοστώσεων που χορηγήθηκαν για το 2010 πριν από τις 15 Ιανουαρίου 2010.

29      Αφενός, οι ποσοστώσεις για το 2010 χορηγήθηκαν με τον κανονισμό (ΕΕ) 53/2010 του Συμβουλίου, της 14ης Ιανουαρίου 2010, περί καθορισμού, για το 2010, για ορισμένα αποθέματα ιχθύων και ομάδες αποθεμάτων ιχθύων, των αλιευτικών δυνατοτήτων στα ύδατα της ΕΕ και, για τα σκάφη της ΕΕ, σε άλλα ύδατα όπου απαιτούνται περιορισμοί αλιευμάτων και περί τροποποιήσεως των κανονισμών (ΕΚ) 1359/2008, (ΕΚ) 754/2009, (ΕΚ) 1226/2009 και (ΕΚ) 1287/2009 (EE L 21, σ. 1, διορθωτικό ΕΕ L 24, σ. 14).

30      Αφετέρου, η Επιτροπή διέθετε το σύνολο των δεδομένων σχετικά με τις αλιεύσεις που πραγματοποιήθηκαν το 2009 μόνο μετά τις 15 Ιανουαρίου 2010. Συγκεκριμένα, όπως προκύπτει από το άρθρο 33, παράγραφος 2, στοιχείο α΄, του κανονισμού 1224/2009, τα κράτη μέλη υποχρεούνταν να κοινοποιήσουν τα στοιχεία σχετικά με την αλιεία κατά τον Δεκέμβριο του 2009 μόνον από τις 15 Ιανουαρίου 2010.

31      Ακολούθως, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, το 2010, η Επιτροπή δεν μπορούσε πλέον να στηρίξει τον προσβαλλόμενο κανονισμό στις νομικές βάσεις που προέβλεπε η προγενέστερη του άρθρου 105 του κανονισμού 1224/2009 ρύθμιση, ήτοι το άρθρο 23, παράγραφος 4, του κανονισμού 2371/2002 και το άρθρο 5 του κανονισμού 847/96. Συγκεκριμένα, δυνάμει του άρθρου 121, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, και του άρθρου 121, παράγραφος 1, του κανονισμού 1224/2009, οι προαναφερθείσες διατάξεις δεν ήταν πλέον σε ισχύ μετά την 1η Ιανουαρίου 2010.

32      Η μοναδική νομική βάση στην οποία η Επιτροπή μπορούσε να στηρίξει τον προσβαλλόμενο κανονισμό ήταν συνεπώς το άρθρο 105 του κανονισμού 1224/2009. Μια ερμηνεία του άρθρου αυτού κατά την οποία το εν λόγω άρθρο δεν μπορούσε να εφαρμοστεί σε υπερβάσεις ποσοστώσεων πραγματοποιηθείσες πριν από την 1η Ιανουαρίου 2010 θα είχε ως αποτέλεσμα ότι για τις υπεραλιεύσεις αυτές δεν θα μπορούσαν να επιβληθούν μειώσεις και συνεπώς θα παρέμεναν χωρίς συνέπειες. Ένα τέτοιο όμως αποτέλεσμα θα ήταν προδήλως αντίθετο προς τους σκοπούς που επιδιώκει ο κανονισμός 1224/2009, μεταξύ άλλων προς τον στόχο της πλήρους τηρήσεως των περιορισμών των αλιευτικών δυνατοτήτων, που μνημονεύεται στην τεσσαρακοστή τρίτη αιτιολογική του σκέψη.

33      Η Επιτροπή δεν πλανήθηκε συνεπώς περί το δίκαιο στηρίζοντας τον προσβαλλόμενο κανονισμό στο άρθρο 105 του κανονισμού 1224/2009.

34      Το συμπέρασμα αυτό δεν μπορεί να τεθεί εν αμφιβόλω από το επιχείρημα, που προέβαλε το Βασίλειο της Ισπανίας, ότι η εφαρμογή του άρθρου 105 του κανονισμού 1224/2009 σε καταστάσεις προγενέστερες της ενάρξεως της ισχύος του θα μπορούσε να οδηγήσει σε αποτελέσματα αντίθετα προς την αρχή της ασφαλείας δικαίου. Συγκεκριμένα, όπως προκύπτει από τις προηγούμενες παρατηρήσεις, η Επιτροπή υποχρεούται να ακολουθήσει τις σαφείς ενδείξεις του νομοθέτη της Ένωσης και να εφαρμόσει το άρθρο 105 του κανονισμού 1224/2009 από την 1η Ιανουαρίου 2010. Στην περίπτωση κατά την οποία η εφαρμογή του άρθρου αυτού σε καταστάσεις προγενέστερες της ενάρξεως της ισχύος του ή της χρονικής αφετηρίας εφαρμογής του θα αποδεικνυόταν προβληματική υπό το πρίσμα της αρχής της ασφαλείας δικαίου, η Επιτροπή θα έπρεπε να ερμηνεύσει το άρθρο αυτό συσταλτικά προκειμένου να εξασφαλίσει την τήρηση αυτής της αρχής του πρωτογενούς δικαίου.

35      Επομένως, ο πρώτος λόγος ακυρώσεως, που αντλείται από τη μη δυνατότητα εφαρμογής ratione temporis του άρθρου 105 του κανονισμού 1224/2009 πρέπει να απορριφθεί.

 Επί του δευτέρου λόγου, που αντλείται από παραβίαση της αρχής της ασφαλείας δικαίου και της αρχής nulla poena sine lege

36      Με τον δεύτερο λόγο, το Βασίλειο της Ισπανίας προσάπτει στην Επιτροπή ότι παραβίασε την αρχή της ασφαλείας δικαίου και την αρχή nulla poena sine lege.

 Επί της αρχής της ασφαλείας δικαίου

37      Το Βασίλειο της Ισπανίας προσάπτει στην Επιτροπή ότι παραβίασε την αρχή της ασφαλείας δικαίου, στηρίζοντας τον προσβαλλόμενο κανονισμό στο άρθρο 105 του κανονισμού 1224/2009 και εφαρμόζοντας έτσι μια νέα ρύθμιση, λιγότερο ευνοϊκή, σε μια κατάσταση διαμορφωθείσα υπό το καθεστώς της προηγούμενης ρυθμίσεως.

38      Δεν επικρίνει συνεπώς μια κατά κυριολεξία αναδρομική εφαρμογή, ήτοι την πρόβλεψη από κανόνα εννόμων αποτελεσμάτων προγενέστερων της ημερομηνίας της ενάρξεως της ισχύος του.

39      Όπως όμως ορθώς δέχεται το Βασίλειο της Ισπανίας, η εφαρμογή μιας νέας ρυθμίσεως σε μια πραγματική κατάσταση διαμορφωθείσα πριν από την έναρξη της ισχύος της υπό το κράτος της προηγούμενης ρυθμίσεως μπορεί επίσης να εγείρει προβλήματα σε σχέση με την αρχή της ασφαλείας δικαίου. Συγκεκριμένα, σε μια τέτοια περίπτωση, έννομες συνέπειες για το παρόν ή το μέλλον συνδέονται με μια παρελθούσα κατάσταση η οποία, αυτή καθαυτή, δεν μπορεί πλέον να μεταβληθεί. Για τον λόγο αυτό, η αρχή της ασφαλείας δικαίου απαγορεύει την εφαρμογή νέας αυστηρότερης ρυθμίσεως σε μια κατάσταση που διαμορφώθηκε υπό το καθεστώς προηγούμενης ευνοϊκότερης ρυθμίσεως, στον βαθμό που ο ενδιαφερόμενος μπορεί να επικαλεστεί δικαιολογημένη εμπιστοσύνη όσον αφορά την προηγούμενη ρύθμιση (βλ., κατά την έννοια αυτή, απόφαση Beemsterboer Coldstore Services, σκέψη 25 ανωτέρω, σκέψη 24).

40      Όσον αφορά τον προσβαλλόμενο κανονισμό, ο οποίος προβαίνει σε μειώσεις επί ορισμένων ποσοστώσεων που χορηγήθηκαν για το 2010 λόγω υπερβάσεων των ποσοστώσεων που σημειώθηκαν κατά τα προηγούμενα έτη, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η Επιτροπή, στηρίζοντάς τον στο άρθρο 105 του κανονισμού 1224/2009, το οποίο άρχισε να εφαρμόζεται την 1η Ιανουαρίου 2010, εφάρμοσε μια νέα ρύθμιση σε μια πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε υπό το καθεστώς της προηγούμενης ρυθμίσεως.

41      Πρέπει συνεπώς να εξεταστεί αν η Επιτροπή υπέβαλε τις εν λόγω υπερβάσεις ποσοστώσεων σε ένα καθεστώς λιγότερο ευνοϊκό από εκείνο που προέβλεπε η ρύθμιση που ίσχυε κατά το χρονικό σημείο κατά το οποίο πραγματοποιήθηκαν οι υπερβάσεις αυτές.

42      Στο πλαίσιο αυτό, επιβάλλεται η διαπίστωση, πρώτον, ότι οι συντελεστές για τον υπολογισμό των μειώσεων που προβλέπονται στο άρθρο 105, παράγραφος 2, του κανονισμού 1224/2009 είναι λιγότερο ευνοϊκοί από αυτούς που προβλέπονται στο άρθρο 5 του κανονισμού 847/96. Όπως όμως προκύπτει από την όγδοη αιτιολογική σκέψη του προσβαλλομένου κανονισμού, η Επιτροπή δεν εφάρμοσε αυτούς του λιγότερο ευνοϊκούς συντελεστές. Συναφώς, προέβη συνεπώς σε μια ερμηνεία του άρθρου 105 του κανονισμού 1224/2009 που αποσκοπεί στην εξασφάλιση της τηρήσεως της αρχής της ασφαλείας δικαίου (βλ. σκέψη 34 ανωτέρω).

43      Δεύτερον, πρέπει να εξεταστεί η αιτίαση του Βασιλείου της Ισπανίας κατά την οποία, στον προσβαλλόμενο κανονισμό, η Επιτροπή προέβη σε μειώσεις των επίμαχων αλιευτικών ποσοστώσεων όχι μόνο λόγω των υπερβάσεων των ποσοστώσεων που σημειώθηκαν κατά το προηγούμενο έτος, αλλά και λόγω των υπερβάσεων των ποσοστώσεων κατά τη διάρκεια που σημειώθηκαν προγενέστερου έτους, ενώ αυτό δεν θα ήταν δυνατό δυνάμει της προηγούμενης του άρθρου 105 του κανονισμού 1224/2009 ρυθμίσεως, η οποία επέτρεπε την διενέργεια μειώσεων μόνο λόγω των υπερβάσεων των ποσοστώσεων που σημειώθηκαν κατά το προηγούμενο έτος.

44      Συναφώς, πρέπει να υπoμνησθεί ότι η τελευταία διάταξη που τέθηκε σε ισχύ πριν από το άρθρο 105 του κανονισμού 1224/2009 ήταν το άρθρο 23, παράγραφος 4, του κανονισμού 2371/2002.

45      Σύμφωνα όμως με το γράμμα της τελευταίας αυτής διατάξεως, «η Επιτροπή επιβάλλει μειώσεις στις μελλοντικές αλιευτικές δυνατότητες». Επομένως, η διάταξη αυτή επιτρέπει στην Επιτροπή, οσάκις διαπιστώνει υπέρβαση ποσοστώσεως για ορισμένο έτος, να προβαίνει σε μειώσεις όχι μόνον επί των ποσοστώσεων που χορηγήθηκαν για το επόμενο έτος, αλλά και επί των ποσοστώσεων των μεταγενέστερων ετών, στον βαθμό που το σύνολο των μειώσεων που δικαιολογούνται λόγω των υπερβάσεων των ποσοστώσεων που σημειώθηκαν κατά τη διάρκεια ορισμένου έτους δεν μπόρεσε να ληφθεί υπόψη στο πλαίσιο των μειώσεων επί των ποσοστώσεων που χορηγήθηκαν για το επόμενο έτος.

46      Η ερμηνεία αυτή του άρθρου 23, παράγραφος 4, του κανονισμού 2371/2002 επιβεβαιώνεται από εκτιμήσεις τελολογικής φύσεως. Όπως προκύπτει από την τρίτη και την τέταρτη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού αυτού, ο εν λόγω κανονισμός αποσκοπεί μεταξύ άλλων στη διατήρηση και στη διαχείριση των έμβιων υδρόβιων πόρων καθώς και στη βιώσιμη εκμετάλλευση των πόρων αυτών. Μόνον όμως μια προσέγγιση που καθιστά δυνατή την επιβολή του συνόλου των μειώσεων που δικαιολογούνται λόγω των υπεραλιεύσεων που σημειώθηκαν κατά τα προηγούμενα έτη είναι σύμφωνη προς τους σκοπούς αυτούς.

47      Περαιτέρω, μόνο μια τέτοια ερμηνεία του άρθρου 23, παράγραφος 4, του κανονισμού 2371/2002 καθιστά δυνατή την τήρηση της αρχής της απαγορεύσεως των διακρίσεων. Αν οι μειώσεις μπορούσαν να διενεργηθούν μόνον επί των ποσοστώσεων που χορηγήθηκαν για το επόμενο των υπεραλιεύσεων έτος, θα υπήρχε ο κίνδυνος τα κράτη μέλη που τηρούν τις ποσοστώσεις τους να υποστούν δυσμενείς διακρίσεις σε σχέση με τα κράτη μέλη που υπερβαίνουν σημαντικά τις ποσοστώσεις αυτές. Συγκεκριμένα, σε περίπτωση που οι υπερβάσεις ποσοστώσεων που χορηγήθηκαν για συγκεκριμένο έτος δικαιολογούν μειώσεις των οποίων το ύψος είναι μεγαλύτερο από αυτό των ποσοστώσεων που χορηγήθηκαν για το επόμενο έτος, όσο μεγαλύτερη είναι η υπεραλίευση τόσο μεγαλύτερο είναι το πλεονέκτημα που δημιουργεί η υπέρβαση. Είναι όμως απαράδεκτο ένα κράτος μέλος να αντλεί όφελος από μια συμπεριφορά η οποία όχι μόνον είναι αντίθετη προς τους σκοπούς της διατήρησης και της διαχείρισης των έμβιων υδρόβιων πόρων καθώς και της βιώσιμης εκμετάλλευσης των πόρων αυτών, αλλά συνιστά επίσης αθέμιτη συμπεριφορά έναντι των κρατών μελών που τηρούν τις ποσοστώσεις τους.

48      Στο πλαίσιο αυτό, το Βασίλειο της Ισπανίας αντιτείνει ότι η διάταξη που διείπε τις μειώσεις μέχρι τη θέση σε εφαρμογή του κανονισμού 1224/2009 από την 1η Ιανουαρίου 2010 δεν ήταν το άρθρο 23, παράγραφος 4, του κανονισμού 2371/2002, αλλά το άρθρο 5 του κανονισμού 847/96 και ότι ο τελευταίος αυτός κανονισμός επιτρέπει την επιβολή μειώσεων μόνο επί των ποσοστώσεων «που χορηγήθηκαν για το επόμενο έτος». Βάσει της διατάξεως αυτής, η Επιτροπή δεν μπορούσε να προβεί σε μειώσεις επί των ποσοστώσεων που χορηγήθηκαν για έτος μεταγενέστερο του αμέσως επόμενου των επίμαχων υπερβάσεων έτους.

49      Ακόμα όμως και αν υποτεθεί, αφενός, ότι το άρθρο 5 του κανονισμού 847/96 πρέπει να ερμηνευθεί κατ’ αυτόν τον τρόπο, ο οποίος δεν θα ήταν σύμφωνος προς την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως (βλ. σκέψη 47 ανωτέρω), και, αφετέρου, ότι συνεπώς υπάρχει σύγκρουση μεταξύ του άρθρου αυτού και του άρθρου 23, παράγραφος 4, του κανονισμού 2371/2002, η λύση που θα υπερίσχυε θα ήταν αυτή του άρθρου 23, παράγραφος 4, του κανονισμού 2371/2002, και όχι εκείνη του άρθρου 5 του κανονισμού 847/96.

50      Συγκεκριμένα, πρέπει να υπομνησθεί η χρονολογική σειρά κατά την οποία θεσπίστηκαν οι διατάξεις αυτές. Καταρχάς, το Συμβούλιο εξέδωσε τον κανονισμό 2847/93, του οποίου το άρθρο 23, παράγραφος 1, προβλέπει ότι, όταν ένα κράτος μέλος υπερβαίνει την ποσόστωσή του, η Επιτροπή προβαίνει σε μείωση επί των ποσοστώσεων που διαθέτει τα κράτος μέλος αυτό. Ακολούθως, συγκεκριμενοποίησε το καθεστώς των μειώσεων επί των ποσοστώσεων με το άρθρο 5 του κανονισμού 847/96. Τέλος, εξέδωσε τον κανονισμό 2371/2002. Το άρθρο 23, παράγραφος 4, του κανονισμού 2371/2002 είναι συνεπώς διάταξη μεταγενέστερη του άρθρου 5 του κανονισμού 847/96.

51      Ελλείψει ειδικού κανόνα διέποντος τη σχέση μεταξύ του άρθρου 23, παράγραφος 4, του κανονισμού 2371/2002, αφενός, και του άρθρου 5 του κανονισμού 847/96, αφετέρου, πρέπει να εφαρμοσθεί ο γενικός κανόνας κατά τον οποίο ο μεταγενέστερος νόμος κατισχύει του προγενέστερου. Κατά συνέπεια, στον βαθμό που υφίσταται σύγκρουση μεταξύ του άρθρου 23, παράγραφος 4, του κανονισμού 2371/2002 και του άρθρου 5 του κανονισμού 847/96, κατισχύει το άρθρο 23, παράγραφος 4, του κανονισμού 2371/2002. Η προσέγγιση αυτή είναι εξάλλου σύμφωνη προς τη δέκατη ένατη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού 2371/2002, κατά την οποία ο κανονισμός αυτός αποσκοπεί στην επανάληψη και στην ενίσχυση των κύριων διατάξεων που διέπουν τον έλεγχο, την επιθεώρηση και την εφαρμογή των κανόνων της Κοινής Αλιευτικής Πολιτικής που προβλέπονται στον κανονισμό 2847/93.

52      Αντίθετα προς ό,τι υποστηρίζει το Βασίλειο της Ισπανίας, το συμπέρασμα αυτό δεν τίθεται εν αμφιβόλω από τη δέκατη ένατη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού 2371/2002, κατά την οποία ο κανονισμός 2847/93 πρέπει να παραμείνει σε ισχύ μέχρις ότου εκδοθεί το σύνολο των αναγκαίων κανόνων εφαρμογής. Το Βασίλειο της Ισπανίας συνάγει εντεύθεν ότι, ελλείψει κανόνων εφαρμογής, δεν μπορούσε να εφαρμοστεί το άρθρο 23, παράγραφος 4, του κανονισμού 2371/2002.

53      Από την αιτιολογική αυτή σκέψη, ακόμα και αν υποτεθεί ότι δεν αφορά αποκλειστικά τις διατάξεις του κανονισμού 2847/93, αλλά και τις διατάξεις του κανονισμού 847/96, δεν μπορεί να συναχθεί ότι το άρθρο 23, παράγραφος 4, του κανονισμού 2371/2002 δεν μπορούσε να εφαρμοσθεί από το χρονικό σημείο της ενάρξεως της ισχύος του. Συγκεκριμένα, η αιτιολογική αυτή σκέψη αφορά αποκλειστικά καταστάσεις στις οποίες, όταν οι διατάξεις του κανονισμού 2371/2002 δεν είναι επαρκώς συγκεκριμένες, πρέπει να συνεχίσουν να εφαρμόζονται οι διατάξεις της προηγούμενης ρύθμισης μέχρις ότου εκδοθούν οι αναγκαίοι κανόνες εφαρμογής. Η αιτιολογική αυτή σκέψη αποσκοπεί συνεπώς στην αποφυγή ενός νομικού κενού.

54      Όσον αφορά όμως το άρθρο 23, παράγραφος 4, του κανονισμού 2371/2002, δεν υφίσταται ο κίνδυνος ενός τέτοιου νομικού κενού.

55      Στον βαθμό που από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι οι υπερβάσεις ποσοστώσεων κατά τη διάρκεια ορισμένου έτους μπορούν να δικαιολογήσουν μειώσεις επί των ποσοστώσεων όχι μόνον του επομένου έτους, αλλά και των μεταγενέστερων ετών, η εν λόγω διάταξη ήταν επαρκώς συγκεκριμένη. Δεν ήταν συνεπώς αναγκαία η έκδοση κανόνων εφαρμογής συναφώς.

56      Όσον αφορά τους συντελεστές σχετικά με τον υπολογισμό των μειώσεων, είναι βεβαίως αληθές ότι το άρθρο 23, παράγραφος 4, του κανονισμού 2371/2002 δεν προβλέπει τέτοιους συντελεστές. Ωστόσο, ομοίως δεν ήταν αναγκαία η έκδοση κανόνων εφαρμογής συναφώς. Συγκεκριμένα, δεδομένου ότι το άρθρο 23, παράγραφος 4, του κανονισμού 2371/2002 δεν προβλέπει νέους κανόνες σχετικά με τον υπολογισμό των μειώσεων, η διάταξη αυτή δεν έθεσε εν αμφιβόλω τους ειδικούς κανόνες περί των συντελεστών που προβλέπονται στο άρθρο 5 του κανονισμού 847/96. Συνεπώς, το άρθρο 23, παράγραφος 4, δεν παρεξέκλινε συναφώς του άρθρου 5 του κανονισμού 847/96. Επομένως, το άρθρο 23, παράγραφος 4, του κανονισμού 2371/2002, σε συνδυασμό με τους ειδικούς κανόνες περί των συντελεστών που προβλέπονται στο άρθρο 5 του κανονισμού 847/96, ήταν επαρκώς συγκεκριμένο για να εφαρμοσθεί χωρίς την προηγούμενη έκδοση κανόνων εφαρμογής.

57      Η προσέγγιση αυτή σχετικά με την ερμηνεία της σχέσεως μεταξύ των δύο αυτών διατάξεων ενισχύεται εξάλλου από το άρθρο 121 του κανονισμού 1224/2009, από το οποίο προκύπτει ότι το άρθρο 5 του κανονισμού 847/96 καταργήθηκε μόλις κατά το χρονικό σημείο από το οποίο άρχισε η δυνατότητα εφαρμογής του άρθρου 105 του κανονισμού 1224/2009, το οποίο περιέχει ένα νέο καθεστώς συντελεστών.

58      Πρέπει συνεπώς να απορριφθεί η αντίρρηση που στηρίζεται στην αιτιολογική σκέψη 19 του κανονισμού 2371/2002. Περαιτέρω, από τις προηγούμενες παρατηρήσεις προκύπτει ότι, όσον αφορά τα διαχρονικά όρια των μειώσεων, σε αντίθεση προς όσα ισχυρίζεται το Βασίλειο της Ισπανίας, το άρθρο 5 του κανονισμού 847/96 δεν μπορεί να θεωρηθεί ειδικός νόμος σε σχέση με το άρθρο 23, παράγραφος 4, του κανονισμού 2371/2002.

59      Τέλος, πρέπει να εξετασθεί το επιχείρημα που προέβαλε το Βασίλειο της Ισπανίας ότι από την ύπαρξη του κανονισμού (ΕΚ) 338/2008 του Συμβουλίου, της 14ης Απριλίου 2008, σχετικά με την προσαρμογή των αλιευτικών ποσοστώσεων για το γάδο στη Βαλτική Θάλασσα, οι οποίες πρόκειται να κατανεμηθούν στην Πολωνία (υποδιαιρέσεις 25-32, ύδατα ΕΚ) από το 2008 έως το 2011 (EE L 107, σ. 1), και του κανονισμού (ΕΚ) 635/2008 της Επιτροπής, της 3ης Ιουλίου 2008, σχετικά με την προσαρμογή των αλιευτικών ποσοστώσεων για το γάδο στη Βαλτική Θάλασσα, οι οποίες πρόκειται να κατανεμηθούν στην Πολωνία (υποδιαιρέσεις 25 έως 32, ύδατα ΕΚ) από το 2008 έως το 2011 βάσει του κανονισμού (ΕΚ) 338/2008 (EE L 176, σ. 8), μπορεί να συναχθεί ότι, δυνάμει της ρυθμίσεως που εφαρμοζόταν πριν από την έναρξη ισχύος του κανονισμού 1224/2009, η Επιτροπή δεν είχε το δικαίωμα να προβεί σε μειώσεις των ποσοστώσεων για έτος μεταγενέστερο εκείνου που ακολουθεί το έτος της υπερβάσεως.

60      Όπως προκύπτει από την τρίτη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού 338/2008, ο κανονισμός αυτός αφορά μια κατάσταση στην οποία η Επιτροπή διαπίστωσε, τον Ιούλιο του 2007, ότι τα αλιεύματα γάδου που είχαν πραγματοποιήσει σκάφη φέροντα σημαία Πολωνίας ήταν τρεις φορές περισσότερα από εκείνα τα οποία είχε αρχικά δηλώσει η Πολωνία και ότι επρόκειτο για πολύ σημαντική υπέρβαση της ποσοστώσεως που είχε χορηγηθεί στο κράτος μέλος αυτό. Περαιτέρω, από την ένατη και τη δέκατη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού αυτού προκύπτει ότι, δεδομένης της καταστάσεως αυτής, το Συμβούλιο αποφάσισε να παρεκκλίνει από τον κανόνα που προβλέπεται στο άρθρο 5 του κανονισμού 847/96 και να επιτρέψει μια μείωση επί των ποσοστώσεων κατά τη διάρκεια μιας περιόδου τεσσάρων ετών.

61      Σε αντίθεση όμως προς όσα υποστηρίζει το Βασίλειο της Ισπανίας, από τις προαναφερθείσες αιτιολογικές σκέψεις δεν μπορεί να συναχθεί ότι η προηγούμενη του άρθρου 105 του κανονισμού 1224/2009 ρύθμιση δεν επέτρεπε την πραγματοποίηση μειώσεων επί των ποσοστώσεων που αφορούσαν έτος μεταγενέστερο εκείνου που ακολούθησε την υπέρβαση. Πρέπει μεταξύ άλλων να υπογραμμιστεί ότι η δέκατη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού 338/2008, κατά την οποία η παρέκκλιση ήταν αναγκαία ώστε να περιοριστούν οι κοινωνικοοικονομικές συνέπειες των μειώσεων «ιδίως το πρώτο έτος», αποκλείει μια τέτοια ερμηνεία. Όπως προκύπτει σαφώς από την αιτιολογική αυτή σκέψη, ο νομοθέτης της Ένωσης εκτιμούσε ότι, δυνάμει της προηγούμενης του άρθρου 105 του κανονισμού 1224/2009 ρυθμίσεως, η υπέρβαση ποσοστώσεων κατά τη διάρκεια ορισμένου έτους μπορούσε να οδηγήσει σε μειώσεις επί των αλιευτικών ποσοστώσεων που χορηγούνταν όχι μόνο για το επόμενο έτος, αλλά και για τα μεταγενέστερα έτη. Η παρέκκλιση που εισήγαγε ο κανονισμός 338/2008 δεν αφορά συνεπώς την πτυχή αυτή.

62      Κατά συνέπεια, η παρέκκλιση που μνημονεύεται στην ένατη και στη δέκατη αιτιολογική σκέψη που προαναφέρθηκαν αφορά κάποιο άλλο στοιχείο. Όπως προκύπτει από τη δέκατη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού 338/2008, το Συμβούλιο θέλησε να αποφύγει να έχουν οι μειώσεις κοινωνικοοικονομικές συνέπειες τις οποίες θεωρούσε υπερβολικές. Η παρέκκλιση αφορά συνεπώς το ανώτατο ύψος των μειώσεων οι οποίες πρέπει να πραγματοποιούνται ετησίως. Συναφώς, ο κανονισμός αυτός προβλέπει μία κλιμάκωση των μειώσεων επί πολλά έτη.

63      Πρέπει συνεπώς να απορριφθεί η αντίρρηση που στηρίζεται στην ύπαρξη του κανονισμού 338/2008.

64      Συμπερασματικώς, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, δυνάμει της προηγούμενης του άρθρου 105 του κανονισμού 1224/2009 ρυθμίσεως, η Επιτροπή είχε ήδη δικαίωμα να προβαίνει σε μειώσεις επί των αλιευτικών ποσοστώσεων που χορηγήθηκαν για ορισμένο έτος λόγω των υπερβάσεων όχι μόνον των ποσοστώσεων του προηγούμενου έτους, αλλά και αυτών που αφορούν τα προγενέστερα αυτού έτη.

65      Κατά συνέπεια, η αιτίαση που αντλείται από παραβίαση της αρχής της ασφαλείας δικαίου πρέπει να απορριφθεί, χωρίς να χρειάζεται να εξεταστεί αν, με τον προσβαλλόμενο κανονισμό, η Επιτροπή διενήργησε μειώσεις όχι μόνο λόγω των υπερβάσεων των ποσοστώσεων που χορηγήθηκαν για το προηγούμενο έτος, αλλά και λόγω των υπερβάσεων των ποσοστώσεων που χορηγήθηκαν για έτος προγενέστερο του τελευταίου αυτού έτους.

 Επί της αρχής nulla poena sine lege

66      Όσον αφορά την αρχή nulla poena sine lege, πρέπει να υπομνησθεί ότι η αρχή αυτή απαιτεί κάθε κύρωση, έστω και αν δεν έχει κατασταλτικό χαρακτήρα, να στηρίζεται σε σαφή και μη διφορούμενη νομική βάση (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 25ης Σεπτεμβρίου 1984, 117/83, Könecke, Συλλογή 1984, σ. 3291, σκέψη 11, και της 11ης Ιουλίου 2002, C‑210/00, Käserei Champignon Hofmeister, Συλλογή 2002, σ. I‑6453, σκέψη 52).

67      Στο πλαίσιο αυτό, επιβάλλεται η διαπίστωση, καταρχάς, ότι το άρθρο 105 του κανονισμού 1224/2009 συνιστά σαφή και μη διφορούμενη νομική βάση, η οποία επιτρέπει στην Επιτροπή να διενεργεί μειώσεις επί των αλιευτικών ποσοστώσεων λόγω των υπερβάσεων των ποσοστώσεων που σημειώθηκαν όχι μόνο κατά το προηγούμενο έτος, αλλά και κατά τη διάρκεια των προγενέστερων ετών.

68      Ωστόσο, δεδομένου ότι η αρχή της ασφαλείας δικαίου εμποδίζει, καταρχήν, την εκ μέρους της Επιτροπής εφαρμογή μιας νέας λιγότερο ευνοϊκής ρυθμίσεως σε μια κατάσταση που διαμορφώθηκε υπό το καθεστώς της ευνοϊκότερης προηγούμενης ρυθμίσεως, πρέπει να εξεταστεί επίσης το ζήτημα αν η αρχή nulla poena sine lege επιτρέπει στην Επιτροπή να προβαίνει σε τέτοιες μειώσεις στηριζόμενη στην προηγούμενη του άρθρου 105 του κανονισμού 1224/2009 ρύθμιση.

69      Στο πλαίσιο αυτό, πρέπει να εξετασθεί, καταρχάς, αν η αρχή της νομιμότητας των ποινών έχει εφαρμογή σε μειώσεις όπως αυτές που προβλέπονταν στο άρθρο 23, παράγραφος 4, του κανονισμού 2371/2002 και στο άρθρο 5 του κανονισμού 847/96. Πρέπει συνεπώς να αναλυθεί το ζήτημα αν οι μειώσεις αυτές αποτελούν κατασταλτικά μέτρα υπό την έννοια της εν λόγω αρχής.

70      Εκ προοιμίου, πρέπει να υπομνησθεί ότι το σύστημα των αλιευτικών ποσοστώσεων επιδιώκει τον σκοπό της εξασφαλίσεως της διατηρήσεως και της βιώσιμης εκμεταλλεύσεως των αλιευτικών πόρων. Οι μειώσεις επί των ποσοστώσεων αποσκοπούν στην τήρηση των ποσοστώσεων και επιδιώκουν συνεπώς τον ίδιο σκοπό. Ωστόσο, όπως ορθώς υποστηρίζει το Βασίλειο της Ισπανίας, βάσει του γεγονότος και μόνον ότι οι μειώσεις έχουν έναν τέτοιο σκοπό δεν μπορεί να αποκλεισθεί ότι πρόκειται για κυρώσεις υπό την έννοια της προαναφερθείσας αρχής, καθόσον τον σκοπό αυτό μπορούν να επιδιώκουν και κατασταλτικά μέτρα.

71      Ωστόσο, πρέπει να υπομνησθεί ότι ένα μέτρο το οποίο περιορίζεται, αφενός, στην πρόβλεψη μιας αντιστάθμισης για την προκληθείσα ζημία και, αφετέρου, στην αποκατάσταση του statu quo ante δεν συνιστά κατασταλτικό μέτρο κατά την έννοια της αρχής της νομιμότητας των κυρώσεων (βλ., κατ’ αναλογία, αποφάσεις του Δικαστηρίου της 14ης Δεκεμβρίου 2000, C‑110/99, Emsland-Stärke, Συλλογή 2000 σ. I‑11569, σκέψη 56, και της 21ης Φεβρουαρίου 2006, C‑255/02, Halifax κ.λπ., Συλλογή 2006, σ. I‑1609, σκέψη 93). Κατά συνέπεια, πρέπει να εξεταστεί αν οι μειώσεις που προβλέπονται στο άρθρο 23, παράγραφος 4, του κανονισμού 2371/2002 και στο άρθρο 5 του κανονισμού 847/96 απλώς αντισταθμίζουν τη ζημία που προκαλείται από την υπέρβαση των ποσοστώσεων ή αν περιέχουν στοιχεία που υπερβαίνουν τον στόχο αυτό.

72      Το άρθρο 23, παράγραφος 4, του κανονισμού 2371/2002 και το άρθρο 5, παράγραφος 1, του κανονισμού 847/96 περιορίζονται στην πρόβλεψη μειώσεων συνισταμένων στην απλή αντιστάθμιση της υπερβάσεως της ποσοστώσεως και δεν προβλέπουν συνεπώς κύρωση, δηλαδή μέτρο υπερβαίνον την αντιστάθμιση αυτή.

73      Στο πλαίσιο αυτό, το Βασίλειο της Ισπανίας προβάλλει το επιχείρημα ότι οι μειώσεις δεν αποτελούν μέτρα που έχουν άμεσο σύνδεσμο με τη διατήρηση και τη βιώσιμη εκμετάλλευση των αλιευτικών πόρων, διότι η Επιτροπή προβαίνει σε μειώσεις, ακόμη και αν αποδεικνύεται ότι, στο επίπεδο της Ένωσης, δεν υπήρξε υπέρβαση του συνόλου των επιτρεπομένων αλιευμάτων για το απόθεμα αυτό. Κατά συνέπεια, πρόκειται για μέτρο με το οποίο επιβάλλεται κύρωση για τη συμπεριφορά ενός κράτους μέλους και συνεπώς πρόκειται για κατασταλτικό μέτρο.

74      Το επιχείρημα αυτό δεν είναι πειστικό. Εκ προοιμίου, πρέπει να υπoμνησθεί ότι το καθεστώς των αλιευτικών ποσοστώσεων προβλέπει ένα αποκεντρωμένο σύστημα ελέγχου, στο πλαίσιο του οποίου εναπόκειται στα κράτη μέλη να εποπτεύουν τη μη υπέρβαση των ποσοστώσεων που τους έχουν χορηγηθεί. Μια προσέγγιση όμως κατά την οποία μειώσεις επί των αλιευτικών ποσοστώσεων των κρατών μελών πραγματοποιούνται αποκλειστικά μόνον όταν συντρέχει η διττή προϋπόθεση, πρώτον, ότι ένα κράτος μέλος υπερέβη τις ποσοστώσεις του και, δεύτερον, ότι, στο επίπεδο της Ένωσης, έχει υπάρξει υπέρβαση του συνόλου των επιτρεπομένων αλιευμάτων, ενέχει τον κίνδυνο της διακυβεύσεως της ίδιας της αποτελεσματικότητας του καθεστώτος των ποσοστώσεων. Συγκεκριμένα, μια τέτοια προσέγγιση θα παρείχε τη δυνατότητα στα κράτη μέλη να δικαιολογήσουν την υπέρβαση των ποσοστώσεών τους επικαλούμενα a posteriori το γεγονός ότι δεν υπήρξε υπέρβαση του συνόλου των επιτρεπομένων αλιευμάτων στο επίπεδο της Ένωσης. Μια τέτοια προσέγγιση θα μπορούσε να παρακινήσει τα κράτη μέλη να μη διενεργούν αυστηρό έλεγχο των ποσοστώσεων που τους έχουν χορηγηθεί, καθόσον τυχόν υπέρβαση θα μπορούσε ενδεχομένως να παραμείνει άνευ συνεπειών. Τούτο θα αύξανε τον κίνδυνο να υπάρξει στη συνέχεια νέα υπέρβαση του συνόλου των επιτρεπομένων αλιευμάτων στο επίπεδο της Ένωσης. Περαιτέρω, πρέπει να υπoμνησθεί ότι η υπέρβαση των ποσοστώσεων παρέχει αδικαιολόγητο πλεονέκτημα σε κράτος μέλος. Οι μειώσεις έχουν επίσης ένα αντισταθμιστικό αποτέλεσμα σε σχέση με τα κράτη μέλη που έχουν τηρήσει τις ποσοστώσεις τους. Στο πλαίσιο αυτό, πρέπει να υπoμνησθεί ότι τα κράτη μέλη έχουν τη δυνατότητα να υπερβαίνουν μια ποσόστωση αν διαπραγματευθούν την ανταλλαγή ποσοστώσεων με άλλο κράτος μέλος, πριν από την εξάντληση της ποσοστώσεως για το οικείο απόθεμα (βλ., κατά την έννοια αυτή, απόφαση του Δικαστηρίου της 20ής Μαρτίου 1990, C‑62/89, Επιτροπή κατά Γαλλίας, Συλλογή 1990, σ. I‑925, σκέψη 20). Το Βασίλειο της Ισπανίας θα μπορούσε συνεπώς να είχε διαπραγματευθεί μια τέτοια ανταλλαγή, πράγμα που θα του είχε παράσχει τη δυνατότητα να υπερβεί την αρχική ποσόστωση, χωρίς να αυξηθεί ο κίνδυνος υπερβάσεως του συνόλου των επιτρεπομένων αλιευμάτων στο επίπεδο της Ένωσης και χωρίς να αποκτήσει ένα αδικαιολόγητο πλεονέκτημα σε σχέση με τα κράτη μέλη που τήρησαν τις ποσοστώσεις τους.

75      Η μη συνεκτίμηση του συνολικού ύψους των επιτρεπομένων αλιευμάτων στο επίπεδο της Ένωσης αποτελεί συνεπώς ένα στοιχείο που προκύπτει από τη φύση και την οικονομία ενός καθεστώτος το οποίο, αφενός, χορηγεί ατομικές ποσοστώσεις για κάθε κράτος μέλος και, αφετέρου, προβλέπει ένα αποκεντρωμένο σύστημα ελέγχου. Αντίθετα προς ό,τι υποστηρίζει το Βασίλειο της Ισπανίας, από τα ανωτέρω δεν μπορεί να συναχθεί ότι οι μειώσεις δεν έχουν άμεσο σύνδεσμο με τη διατήρηση και τη βιώσιμη εκμετάλλευση των αλιευτικών πόρων. Επομένως, παρά το ότι η Επιτροπή διενεργεί μειώσεις επί των ποσοστώσεων χωρίς να λαμβάνει υπόψη το αν έχει υπάρξει υπέρβαση του συνόλου των επιτρεπομένων αλιευμάτων στο επίπεδο της Ένωσης, οι μειώσεις αυτές συνιστούν αντισταθμιστικό μέτρο και όχι κύρωση.

76      Όσον αφορά το άρθρο 23, παράγραφος 4, του κανονισμού 2371/2002 και το άρθρο 5, παράγραφος 2, του κανονισμού 847/96, είναι, βεβαίως, αληθές ότι τα άρθρα αυτά προβλέπουν πολλαπλασιαστικούς συντελεστές για τον υπολογισμό των μειώσεων. Ωστόσο, οι πολλαπλασιαστικοί αυτοί συντελεστές δεν μπορούν να θεωρηθούν κυρώσεις υπερβαίνουσες τον σκοπό της αντισταθμίσεως. Όπως ορθώς δέχθηκε η Επιτροπή, οι συντελεστές αυτοί αποσκοπούν στη διασφάλιση ολοσχερούς αποκαταστάσεως της ζημίας που προκλήθηκε από την υπέρβαση των ποσοστώσεων. Συγκεκριμένα, η υπεραλίευση έχει αρνητική επίπτωση στην ικανότητα αναπαραγωγής του οικείου αποθέματος, η οποία ενδέχεται να καθυστερήσει την αποκατάστασή του και να προκαλέσει τη μείωσή του.

77      Αντίθετα προς ό,τι υποστηρίζει το Βασίλειο της Ισπανίας, η συλλογιστική αυτή δεν μπορεί να τεθεί εν αμφιβόλω από το γεγονός ότι οι πολλαπλασιαστικοί συντελεστές εφαρμόζονται σε υπερβάσεις ποσοστώσεων που αφορούν αποθέματα τα οποία δεν αποτελούν αντικείμενο μέτρων αποσκοπούντων στην ανασύσταση του αποθέματος. Συγκεκριμένα, πρέπει να υπoμνησθεί ότι τα σχέδια ανασυστάσεως του αποθέματος αφορούν αποθέματα που βρίσκονται κάτω από τα ασφαλή βιολογικά όρια και αποσκοπούν στο να παράσχουν τη δυνατότητα στα εν λόγω αποθέματα να φθάσουν εκ νέου τα όρια αυτά. Αντιθέτως, οι μειώσεις επί των ποσοστώσεων επιδιώκουν τον σκοπό της διατηρήσεως και της βιώσιμης εκμεταλλεύσεως των αλιευτικών πόρων. Αποσκοπούν συνεπώς στο να εξασφαλίσουν ότι τα αποθέματα παραμένουν εντός ασφαλών βιολογικών ορίων. Εντεύθεν έπεται ότι η υπέρβαση των ποσοστώσεων αυτή καθαυτή μπορεί να δικαιολογήσει μειώσεις αποσκοπούσες στην ολοσχερή αποκατάσταση της ζημίας που προκλήθηκε από την υπέρβαση των ποσοστώσεων.

78      Κατά συνέπεια, οι μειώσεις που προβλέπονται στο άρθρο 23, παράγραφος 4, του κανονισμού 2371/2002 και στο άρθρο 5 του κανονισμού 847/96 δεν συνιστούν κυρώσεις και δεν υπόκεινται συνεπώς στην αρχή nulla poena sine lege.

79      Αντίθετα προς ό,τι υποστηρίζει το Βασίλειο της Ισπανίας, το συμπέρασμα αυτό δεν τίθεται εν αμφιβόλω από την όγδοη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού 847/96. Βεβαίως, η αιτιολογική αυτή σκέψη μνημονεύει τον σκοπό των μειώσεων, ήτοι ότι η υπέρβαση των ποσοστώσεων θα πρέπει να «υπόκειται σε κυρώσεις». Ωστόσο, δεν μπορεί από αυτό να συναχθεί ότι ο νομοθέτης της Ένωσης θεώρησε ότι πρόκειται για κατασταλτικές κυρώσεις. Μια τέτοια ερμηνεία της αιτιολογικής αυτής σκέψεως αντικρούεται μεταξύ άλλων από την αιτιολογική σκέψη 43 του κανονισμού 1224/2009. Συγκεκριμένα, μολονότι ο μεταγενέστερος αυτός κανονισμός προβλέπει ένα καθεστώς συντελεστών αυστηρότερο από εκείνο που προβλέπει το άρθρο 5 του κανονισμού 847/96, από τη αιτιολογική του σκέψη 43 προκύπτει ότι ο σκοπός των μειώσεων συνίσταται στην επανόρθωση της ζημίας που προκλήθηκε στους οικείους αλιευτικούς πόρους και στα λοιπά κράτη μέλη και στην αποκατάσταση της καταστάσεως που επικρατούσε προηγουμένως. Εν πάση περιπτώσει, η φύση των μειώσεων επί των ποσοστώσεων δεν μπορεί να εξαρτάται από το περιεχόμενο της όγδοης αιτιολογικής σκέψεως του κανονισμού 847/96, αλλά πρέπει να εκτιμάται κατ’ εφαρμογήν των αντικειμενικών κριτηρίων που μνημονεύθηκαν στις σκέψεις 71 έως 78 ανωτέρω.

80      Ακολούθως, ακόμη και στην περίπτωση στην οποία η αρχή nulla poena sine lege θα εφαρμοζόταν στις μειώσεις που προβλέπονται στο άρθρο 23, παράγραφος 4, του κανονισμού 2371/2002 και στο άρθρο 5 του κανονισμού 847/96, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η αρχή αυτή δεν αποκλείει τη δυνατότητα της Επιτροπής να στηρίζεται επί των διατάξεων αυτών για να επιβάλλει μειώσεις επί των ποσοστώσεων που χορηγήθηκαν για ορισμένο έτος λόγω των υπερβάσεων των ποσοστώσεων που σημειώθηκαν όχι μόνον κατά το προηγούμενο έτος, αλλά και κατά τα προγενέστερα έτη.

81      Συγκεκριμένα, το άρθρο 23, παράγραφος 4, του κανονισμού 2371/2002 και το άρθρο 5 του κανονισμού 847/96 όχι μόνο συνιστούν νομική βάση για τις εν λόγω μειώσεις, αλλά είναι επίσης επαρκώς σαφή και ακριβή. Συγκεκριμένα, όπως εκτέθηκε στις σκέψεις 43 έως 64 ανωτέρω, από τον συνδυασμό των διατάξεων αυτών προκύπτει ότι, το αργότερο από τη θέση σε ισχύ του άρθρου 23, παράγραφος 4, του κανονισμού 2371/2002, η Επιτροπή είχε δικαίωμα, σε περίπτωση υπερβάσεως των ποσοστώσεων κατά τη διάρκεια ορισμένου έτους, να προβαίνει σε μειώσεις όχι μόνον επί των ποσοστώσεων που χορηγούνταν για το επόμενο έτος, αλλά και επί των ποσοστώσεων που χορηγούνταν για τα μεταγενέστερα έτη. Λαμβανομένων υπόψη της διατυπώσεως του άρθρου 23, παράγραφος 4, του κανονισμού 2371/2002 και του γεγονότος ότι μόνον η ερμηνεία αυτή μπορούσε να θεωρηθεί σύμφωνη προς την αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων και προς τους σκοπούς που επιδιώκει ο κανονισμός αυτός, το Βασίλειο της Ισπανίας δεν μπορούσε να επικαλεσθεί εύλογη αμφιβολία συναφώς.

82      Η διαπίστωση αυτή δεν τίθεται εν αμφιβόλω από το γεγονός ότι, κατά το χρονικό διάστημα μεταξύ 2004 και 2008, η Επιτροπή περιορίστηκε στην επιβολή μειώσεων επί των ποσοστώσεων που χορηγήθηκαν για το επόμενο της υπερβάσεως έτος (βλ. σκέψη 9 ανωτέρω). Συγκεκριμένα, ο σαφής και όχι διφορούμενος χαρακτήρας μιας νομικής βάσεως πρέπει να εκτιμάται κατ’ εφαρμογήν αντικειμενικών κριτηρίων και συνεπώς να μην εξαρτάται από την ερμηνεία της Επιτροπής.

83      Ως εκ τούτου, η αντλούμενη από παραβίαση της αρχής nulla poena sine lege αιτίαση πρέπει επίσης να απορριφθεί ως αβάσιμη.

84      Κατά συνέπεια, ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό του.

 Επί του τρίτου λόγου ακυρώσεως, που αντλείται από παραβίαση της αρχής της μη αναδρομικότητας των λιγότερο ευνοϊκών κατασταλτικών διατάξεων

85      Με τον τρίτο λόγο ακυρώσεως, το Βασίλειο της Ισπανίας προσάπτει στην Επιτροπή ότι παραβίασε την αρχή της μη αναδρομικότητας των λιγότερο ευνοϊκών κατασταλτικών διατάξεων, εφαρμόζοντας το αυστηρότερο καθεστώς του άρθρου 105 του κανονισμού 1224/2009 σε μια κατάσταση που διαμορφώθηκε υπό το καθεστώς της προηγουμένης ρυθμίσεως.

86      Ο λόγος αυτός πρέπει ομοίως να απορριφθεί. Πρώτον, από τις σκέψεις 70 έως 79 ανωτέρω προκύπτει ότι οι μειώσεις επί των ποσοστώσεων δεν είναι κατασταλτικής φύσεως. Δεύτερον, πρέπει να υπoμνησθεί ότι, όπως εκτέθηκε στις σκέψεις 37 έως 65 ανωτέρω, η Επιτροπή δεν εφάρμοσε ένα καθεστώς αυστηρότερο από εκείνο που προέβλεπε η προηγούμενη του άρθρου 105 του κανονισμού 1224/2009 ρύθμιση.

 Επί του τετάρτου λόγου ακυρώσεως, που αντλείται από το ότι είναι αδύνατο να αφεθεί στην Επιτροπή η επιλογή της εφαρμοστέας νομικής βάσεως

87      Με τον τέταρτο λόγο ακυρώσεως, το Βασίλειο της Ισπανίας υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι δεν μπορεί να επιτρέπεται στην Επιτροπή να επιλέγει τη διάταξη επί της οποίας βασίζει μια νομική πράξη όπως ο προσβαλλόμενος κανονισμός. Για να αποκλεισθεί μια τέτοια επιλογή, πρέπει να μην εφαρμόζεται το άρθρο 105 του κανονισμού 1224/2009 σε υπερβάσεις ποσοστώσεων που σημειώθηκαν πριν από την 1η Ιανουαρίου 2010.

88      Ο λόγος αυτός είναι αβάσιμος.

89      Όπως εκτέθηκε στις σκέψεις 27 έως 33 ανωτέρω, η Επιτροπή δεν διέθετε επιλογή όσον αφορά τη νομική βάση επί της οποίας θα μπορούσε να στηρίξει την έκδοση του προσβαλλομένου κανονισμού. Συγκεκριμένα, το άρθρο 105 του κανονισμού 1224/2009 ήταν η μοναδική διάταξη επί της οποίας μπορούσε να στηρίξει έναν κανονισμό που επέβαλλε μειώσεις επί των αλιευτικών ποσοστώσεων για το 2010.

90      Στο πλαίσιο αυτό, πρέπει επίσης να υπομνησθεί ότι η Επιτροπή, σε αντίθεση προς ό,τι υποστηρίζει, δεν διαθέτει επιλογή όσον αφορά τη σκοπιμότητα εφαρμογής ή μη του άρθρου 105 του κανονισμού 1224/2009. Κατ΄ αρχήν, είναι υποχρεωμένη να εφαρμόζει τους κανόνες που προβλέπει το άρθρο αυτό. Μόνο στον βαθμό που το επιβάλλουν αρχές του πρωτογενούς δικαίου, όπως η αρχή της ασφαλείας δικαίου, πρέπει να ερμηνεύει συσταλτικά τη διάταξη αυτή, προκειμένου να διασφαλίσει την τήρηση του εν λόγω δικαίου.

91      Κατά συνέπεια, ο τέταρτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί και, επομένως, η προσφυγή πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της.

 Επί των δικαστικών εξόδων

92      Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου.

93      Το Βασίλειο της Ισπανίας, επειδή ηττήθηκε και επειδή η Επιτροπή υπέβαλε σχετικό αίτημα, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τρίτο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Απορρίπτει την προσφυγή.

2)      Καταδικάζει το Βασίλειο της Ισπανίας στα δικαστικά έξοδα.

Czúcz

Labucka

Γρατσίας

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 21 Νοεμβρίου 2012.

(υπογραφές)


* Γλώσσα διαδικασίας: η ισπανική.