Language of document : ECLI:EU:T:2004:3

Υπόθεση T-67/01

JCB Service

κατά

Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

«Ανταγωνισμός – Άρθρο 81 ΕΚ – Συμφωνίες διανομής»

Περίληψη της αποφάσεως

1.      Ανταγωνισμός – Διοικητική διαδικασία – Υποχρεώσεις της Επιτροπής – Τήρηση εύλογης προθεσμίας – Παράβαση – Συνέπειες

(Χάρτης Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, άρθρο 41 § 1· κανονισμός 17 του Συμβουλίου)

2.      Ανταγωνισμός – Διοικητική διαδικασία – Υποχρεώσεις της Επιτροπής – Τήρηση της αρχής του τεκμηρίου αθωότητας – Περιεχόμενο

3.      Ανταγωνισμός – Διοικητική διαδικασία – Πρόσβαση στον φάκελο ? Αντικείμενο – Σεβασμός των δικαιωμάτων άμυνας – Προσβολή – Συνέπειες

(Κανονισμός 17 του Συμβουλίου, άρθρο 19 § 1· κανονισμός 99/63 της Επιτροπής, άρθρα 3 και 7 έως 9)

4.      Ανταγωνισμός – Συμπράξεις – Κοινοποίηση – Αποτελέσματα ? Πεδίο εφαρμογής – Συμβάσεις των οποίων το περιεχόμενο ταυτίζεται προς αυτό της προσηκόντως κοινοποιηθείσας – Επίταση ή επέκταση των περιορισμών ή θέσπιση νέων περιορισμών ? Απαιτείται νέα επίσημη κοινοποίηση

(Κανονισμός 17 του Συμβουλίου)

5.      Ανταγωνισμός – Συμπράξεις ? Περιορισμός του ανταγωνισμού – Σύστημα επιλεκτικής διανομής – Ρήτρες απαγορεύουσες τις παθητικές πωλήσεις των εγκεκριμένων διανομέων ? Παράνομο

(Άρθρο 81 § 1 ΕΚ)

6.      Ανταγωνισμός – Κοινοτικοί κανόνες – Εφαρμογή από την Επιτροπή – Αυτονομία σε σχέση με την εφαρμογή παρεμφερών εθνικών κανόνων εκ μέρους εθνικού δικαστηρίου

(Άρθρα 81 ΕΚ και 82 ΕΚ)

7.      Ανταγωνισμός – Συμπράξεις ? Περιορισμός του ανταγωνισμού – Κριτήρια εκτιμήσεως – Αντικείμενο αντίθετο στον ανταγωνισμό – Επαρκής διαπίστωση

(Άρθρο 81 § 1 ΕΚ)

8.      Ανταγωνισμός – Συμπράξεις – Σύστημα επιλεκτικής διανομής – Περιορισμός του ανταγωνισμού μέσω των τιμών – Περιεχόμενο

(Άρθρο 81 § 1 ΕΚ)

9.      Ανταγωνισμός – Συμπράξεις – Απαγόρευση – Απαλλαγή – Προϋποθέσεις – Βάρος αποδείξεως – Σωρευτικός χαρακτήρας των προϋποθέσεων απαλλαγής

(Άρθρο 81 § 3 ΕΚ)

10.    Ανταγωνισμός – Συμπράξεις – Απαγόρευση – Ανά κατηγορία απαλλαγή – Κανονισμός 123/85 – Κανονισμός 1475/95 – Πεδίο εφαρμογής – Μηχανήματα εργοταξίου ? Αποκλείονται

(Κανονισμοί της Επιτροπής 123/85, άρθρο 1, και 1475/95, άρθρο 1)

11.    Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Καθορισμός – Κριτήρια – Σοβαρότητα των παραβάσεων – Δικαστικός έλεγχος

(Κανονισμός 17 του Συμβουλίου, άρθρο 15 § 2)

12.    Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Καθορισμός – Εξουσία εκτιμήσεως της Επιτροπής – Συγκρίσεις των στοιχείων διαφόρων υποθέσεων – Ενδεικτικός χαρακτήρας – Συγκρίσεις από πλευράς κύκλου εργασιών – Ύψος των προστίμων που επιβάλλονται σε διάφορες επιχειρήσεις, τα οποία αντιστοιχούν σε διαφορετικά ποσοστά των κύκλων εργασιών τους – Παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως – Δεν συντρέχει

(Κανονισμός 17 του Συμβουλίου, άρθρο 15 § 2)

1.      Η τήρηση εύλογης προθεσμίας κατά τη διεξαγωγή των διοικητικών διαδικασιών στον τομέα της πολιτικής του ανταγωνισμού αποτελεί γενική αρχή του κοινοτικού δικαίου, της οποίας τον σεβασμό διασφαλίζει ο κοινοτικός δικαστής και η οποία προβλέπεται, ως συστατικό στοιχείο του δικαιώματος χρηστής διοικήσεως, στο άρθρο 41, παράγραφος 1, του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης που διακηρύχθηκε στη Νίκαια στις 7 Δεκεμβρίου 2000.

Ωστόσο, η παραβίαση της αρχής της τηρήσεως εύλογης προθεσμίας δεν δικαιολογεί την ακύρωση αποφάσεως ληφθείσας κατά το πέρας διοικητικής διαδικασίας στον τομέα του ανταγωνισμού παρά μόνον αν η απόφαση αυτή συνιστούσε επίσης προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας της ενδιαφερομένης επιχειρήσεως. Πράγματι, όταν δεν αποδεικνύεται ότι η παρέλευση υπερβολικού χρόνου επηρέασε την ικανότητα των ενδιαφερομένων επιχειρήσεων να αμυνθούν αποτελεσματικά, η μη τήρηση της αρχής της εύλογης προθεσμίας δεν ασκεί επιρροή επί του κύρους της διοικητικής διαδικασίας.

(βλ. σκέψεις 36, 40)

2.      Η αρχή του τεκμηρίου αθωότητας αποτελεί μέρος της κοινοτικής έννομης τάξεως και έχει εφαρμογή επί των διαδικασιών των σχετικών με παραβάσεις των αφορώντων τις επιχειρήσεις κανόνων ανταγωνισμού που μπορούν να οδηγήσουν στην επιβολή προστίμων ή περιοδικών χρηματικών ποινών.

Το γεγονός και μόνον ότι η Επιτροπή εξέδωσε δύο διαδοχικές ανακοινώσεις αιτιάσεων δεν αρκεί για να αποδειχθεί η παραβίαση της αρχής του τεκμηρίου αθωότητας. Εξάλλου, δεν θα μπορούσε να προσαφθεί ενδεχομένως στην Επιτροπή η υιοθέτηση γενικού τεκμηρίου ενοχής της εμπλεκομένης επιχειρήσεως, παρά μόνον αν οι διαπιστώσεις περί τα πραγματικά περιστατικά στις οποίες προέβη με την απόφαση δεν στηρίζονταν στα αποδεικτικά στοιχεία που προσκόμισε.

(βλ. σκέψεις 50, 53)

3.      Η πρόσβαση στον φάκελο εμπίπτει στις διαδικαστικές εγγυήσεις που έχουν ως προορισμό την προστασία των δικαιωμάτων άμυνας. Η προσβολή του δικαιώματος προσβάσεως στον φάκελο που διατηρεί η Επιτροπή κατά τη διαδικασία που προηγείται της εκδόσεως αποφάσεως στον τομέα του ανταγωνισμού μπορεί, κατ’ αρχήν, να επισύρει ακύρωση αυτής της αποφάσεως οσάκις έχουν θιγεί τα δικαιώματα άμυνας της ενδιαφερομένης επιχειρήσεως. Στην περίπτωση αυτή, η σημειωθείσα προσβολή δεν θεραπεύεται απλώς και μόνον με το να καταστεί η πρόσβαση δυνατή κατά την ένδικη διαδικασία επί προσφυγής περί ακυρώσεως της αποφάσεως αυτής. Όταν η πρόσβαση διασφαλίστηκε στο στάδιο αυτό, η ενδιαφερόμενη επιχείρηση δεν υποχρεούται να αποδείξει ότι, εάν είχε πρόσβαση στα μη ανακοινωθέντα έγγραφα, η απόφαση της Επιτροπής θα είχε διαφορετικό περιεχόμενο, αλλά μόνον ότι θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει τα εν λόγω έγγραφα προς άμυνά της.

(βλ. σκέψη 64)

4.      Τα αποτελέσματα της κοινοποιήσεως ισχύουν μόνο για τις συμβάσεις με πανομοιότυπο περιεχόμενο που έχει συνάψει η ίδια επιχείρηση. Η χρήση του εντύπου Α/Β είναι υποχρεωτική και συνιστά προϋπόθεση του κύρους της κοινοποιήσεως, πρέπει δε να γίνεται νέα κοινοποίηση σε περίπτωση επιτάσεως ή επεκτάσεως των περιορισμών και, κατά μείζονα λόγο, θεσπίσεως νέων περιορισμών. Μόνο στην ειδική περίπτωση της ανανεώσεως μιας αιτήσεως χορηγήσεως απαλλαγής είναι επαρκής η αποστολή της αιτήσεως ανανεώσεως και των τροποποιήσεων χωρίς να απαιτείται νέα επίσημη κοινοποίηση.

(βλ. σκέψη 79)

5.      Ο περιορισμός ο οποίος επιβάλλεται, στο πλαίσιο ενός συστήματος συμβάσεων διανομής, επί των παθητικών πωλήσεων των εξουσιοδοτημένων διανομέων, οι οποίοι εμποδίζονται να πωλήσουν ή αποτρέπονται από τις πωλήσεις όχι μόνον προς μη εξουσιοδοτημένους διανομείς, αλλά και προς εξουσιοδοτημένους διανομείς εγκατεστημένους εκτός της περιοχής τους καθώς και προς τελικούς χρήστες, έχει ως αντικείμενο και ως αποτέλεσμα τον περιορισμό της διαθέσεως και την κατανομή των αγορών και απαγορεύεται από το άρθρο 81, παράγραφος 1, στοιχεία β΄ και γ΄, ΕΚ.

(βλ. σκέψη 85)

6.      Οι ομοιότητες που μπορεί να υπάρχουν μεταξύ της νομοθεσίας ενός κράτους μέλους στον τομέα του ανταγωνισμού και του συστήματος των άρθρων 81 ΕΚ και 82 ΕΚ δεν μπορούν σε καμιά περίπτωση να περιορίσουν την αυτονομία που απολαύει η Επιτροπή κατά την εφαρμογή των διατάξεων αυτών και να της επιβάλουν να υιοθετήσει την ίδια εκτίμηση με αυτήν των οργανισμών που είναι επιφορτισμένοι με την εφαρμογή μιας τέτοιας εθνικής νομοθεσίας.

(βλ. σκέψη 93)

7.      Το γεγονός ότι μια ρήτρα συμφωνίας με την οποία επιδιώκεται ο περιορισμός του ανταγωνισμού δεν εφαρμόστηκε από τους συμβαλλομένους δεν αρκεί για να θεωρηθεί ότι η ρήτρα αυτή δεν εμπίπτει στην απαγόρευση του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ.

(βλ. σκέψη 103)

8.      Ο περιορισμός του ανταγωνισμού ως προς τις τιμές είναι σύμφυτος με τα συστήματα επιλεκτικής διανομής. Δεν μπορεί νομίμως να επιβληθεί στους μεταπωλητές δέσμευση ως προς τις τιμές, αλλά, ελλείψει εναρμονισμένης πρακτικής με σκοπό την πραγματική εφαρμογή ενδεικτικών τιμών, η γνωστοποίηση των τιμών αυτών δεν είναι περιοριστική του ανταγωνισμού, όπως και το να λαμβάνεται υπόψη ένα επαρκές περιθώριο κέρδους των μεταπωλητών. Αντιθέτως, πρέπει να αποτρέπεται η επίταση της διαρθρωτικής ακαμψίας των τιμών, κατά τρόπον ώστε να εμποδίζεται ο αποτελεσματικός ανταγωνισμός ως προς τις τιμές.

(βλ. σκέψη 131)

9.      Σε περίπτωση αιτήσεως χορηγήσεως απαλλαγής δυνάμει του άρθρου 81, παράγραφος 3, ΕΚ, στην αιτούσα επιχείρηση εναπόκειται να προσκομίσει τα αποδεικτικά στοιχεία που προορίζονται να θεμελιώσουν την οικονομική δικαιολόγηση μιας απαλλαγής και να αποδείξει ότι συντρέχουν και οι τέσσερις προϋποθέσεις που προβλέπει το εν λόγω άρθρο, οι οποίες είναι σωρευτικές. Ομοίως, στην επιχείρηση αυτή εναπόκειται να αποδείξει ότι οι περιορισμοί του ανταγωνισμού τους οποίους επέφερε υλοποιούν τους σκοπούς του άρθρου 81, παράγραφος 3, ΕΚ και ότι οι εν λόγω σκοποί δεν μπορούν να επιτευχθούν χωρίς την ύπαρξη των περιορισμών αυτών.

(βλ. σκέψη 162)

10.    Ο κανονισμός 123/85, σχετικά με την εφαρμογή του άρθρου [81], παράγραφος 3, της Συνθήκης ΕΚ σε ορισμένες κατηγορίες συμφωνιών διανομής και εξυπηρέτησης των πελατών πριν και μετά την πώληση αυτοκινήτων οχημάτων, αναφέρει, σύμφωνα με το άρθρο του 1, «ορισμένα αυτοκίνητα οχήματα τριών ή περισσοτέρων τροχών που προορίζονται για κυκλοφορία σε δημόσιους δρόμους»· ο κανονισμός 1475/95 ο οποίος αντικατέστησε τον κανονισμό 123/85 προσθέτει ότι τα εν λόγω οχήματα έπρεπε να είναι καινούρια. Οι κανονισμοί περί απαλλαγής ανά κατηγορία πρέπει να υπόκεινται σε περιοριστική ερμηνεία. Είναι πρόδηλο ότι τα μηχανήματα εργοταξίου έχουν κατασκευασθεί για χωματουργικές και οικοδομικές εργασίες και ότι, μολονότι τα μηχανήματα αυτά μπορούν να χρησιμοποιούν τους δημόσιους δρόμους, δεν προορίζονται για τη χρήση αυτή υπό την έννοια του εν λόγω κανονισμού περί απαλλαγής. Κατά συνέπεια, τα προϊόντα δεν εμπίπτουν στον εν λόγω κανονισμό, ο οποίος δεν μπορεί να έχει κατ’ αναλογίαν εφαρμογή σε άλλες κατηγορίες οχημάτων πλην αυτών τα οποία αναφέρει.

(βλ. σκέψη 164)

11.    Το ύψος του προστίμου που επιβάλλεται λόγω παραβάσεως των κανόνων του ανταγωνισμού πρέπει να κλιμακώνεται σε συνάρτηση προς τις περιστάσεις υπό τις οποίες διαπράχθηκε η παράβαση και προς τη βαρύτητά της, η δε εκτίμηση της βαρύτητας της παραβάσεως πρέπει να γίνεται λαμβανομένης υπόψη ιδίως της φύσεως των περιορισμών που επιβάλλονται στον ανταγωνισμό. Ναι μεν η επιλογή του ποσού του προστίμου συνιστά μέσο ασκήσεως της πολιτικής της Επιτροπής στον τομέα του ανταγωνισμού, ώστε να κατευθύνεται η συμπεριφορά των επιχειρήσεων προς την τήρηση των κανόνων περί ανταγωνισμού, εντούτοις όμως εναπόκειται στο Πρωτοδικείο ο έλεγχος της αναλογικότητας του ποσού του επιβληθέντος προστίμου σε σχέση με τη βαρύτητα και τη διάρκεια της παραβάσεως. Ειδικότερα, το Πρωτοδικείο πρέπει να σταθμίζει τη βαρύτητα της παραβάσεως και τις περιστάσεις που επικαλείται η προσφεύγουσα.

(πρβλ. σκέψη 179)

12.    Η τήρηση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως, η οποία απαγορεύει να αντιμετωπίζονται παρόμοιες καταστάσεις κατά διαφορετικό τρόπο ή διαφορετικές καταστάσεις καθ’ όμοιο τρόπο, εκτός αν μια τέτοια αντιμετώπιση δικαιολογείται αντικειμενικώς, αποτελεί υποχρέωση της Επιτροπής, οσάκις αυτή επιβάλλει πρόστιμο σε μια επιχείρηση λόγω παραβιάσεως των κανόνων ανταγωνισμού, όπως αποτελεί υποχρέωση κάθε κοινοτικού οργάνου σε όλες του τις δραστηριότητες.

Ανεξαρτήτως των συγκρίσεων στις οποίες η Επιτροπή θεώρησε σκόπιμο να προβεί για τον καθορισμό του ύψους του επιβληθέντος σε μια επιχείρηση προστίμου, τα στοιχεία αυτά μπορούν να έχουν μόνον ενδεικτικό χαρακτήρα, δεδομένου ότι οι περιστάσεις των υποθέσεων, όπως οι σχετικές αγορές, τα οικεία προϊόντα, οι οικείες χώρες, οι εμπλεκόμενες επιχειρήσεις και τα κρίσιμα διαστήματα, δεν είναι οι ίδιες. Όσον αφορά τις συγκρίσεις από πλευράς κύκλου εργασιών, το άρθρο 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17 καθορίζει ανώτατο όριο για τα πρόστιμα, αλλά τούτο δεν συνεπάγεται ότι η Επιτροπή υποχρεούται, όταν καθορίζει το ύψος των προστίμων αναλόγως της σοβαρότητας και της διάρκειας της συγκεκριμένης παραβάσεως, να πραγματοποιεί τον υπολογισμό του προστίμου με βάση ποσά στηριζόμενα στον κύκλο εργασιών των εμπλεκομένων επιχειρήσεων.

Η Επιτροπή εκτιμά τη σοβαρότητα των παραβάσεων βάσει πολυάριθμων στοιχείων που δεν περιέχονται σε έναν δεσμευτικό ή εξαντλητικό κατάλογο κριτηρίων που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη. Η προγενέστερη πρακτική της Επιτροπής κατά τη λήψη αποφάσεων δεν χρησιμεύει η ίδια ως νομικό πλαίσιο των προστίμων που επιβάλλονται στον τομέα του ανταγωνισμού, δεδομένου ότι το νομικό αυτό πλαίσιο καθορίζεται αποκλειστικά και μόνον από τον κανονισμό 17. Εξάλλου, η Επιτροπή δεν υποχρεούται να εφαρμόζει κάποιο συγκεκριμένο μαθηματικό τύπο, είτε πρόκειται περί του συνολικού ποσού του επιβληθέντος προστίμου είτε περί της αναλύσεώς του σε διάφορα στοιχεία.

Έτσι, το γεγονός ότι το ύψος των επιβληθέντων στις διάφορες επιχειρήσεις προστίμων αντιστοιχεί σε διαφορετικά ποσοστά των κύκλων εργασιών εκάστης δεν εμφαίνει, εν προκειμένω, μεταχείριση συνιστώσα δυσμενή διάκριση.

(βλ. σκέψεις 187-189)