Language of document : ECLI:EU:T:2012:161

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πέμπτο τμήμα)

της 28ης Μαρτίου 2012 (*)

«Κοινοτικό σήμα — Διαδικασία ανακοπής — Αίτηση καταχωρίσεως κοινοτικού εικονιστικού σήματος OUTBURST — Προγενέστερο εθνικό λεκτικό σήμα OUTBURST — Ουσιαστική χρήση του προγενέστερου σήματος — Άρθρο 43, παράγραφοι 2 και 3, του κανονισμού (ΕΚ) 40/94 [νυν άρθρο 42, παράγραφοι 2 και 3, του κανονισμού (ΕΚ) 207/2009] — Προσκόμιση αποδεικτικών στοιχείων για πρώτη φορά ενώπιον του τμήματος προσφυγών — Άρθρο 74, παράγραφος 2, του κανονισμού (ΕΚ) 40/94 (νυν άρθρο 76, παράγραφος 2, του κανονισμού 207/2009) — Κανόνας 22, παράγραφος 2, του κανονισμού (ΕΚ) 2868/95»

Στην υπόθεση T‑214/08,

Paul Alfons Rehbein (GmbH & Co.) KG, με έδρα το Glinde (Γερμανία), εκπροσωπούμενη από τον T. Lampel, δικηγόρο,

προσφεύγουσα,

κατά

Γραφείου Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) (ΓΕΕΑ), εκπροσωπούμενου από τους D. Botis και Π. Γερουλάκο,

καθού,

έτερος διάδικος κατά τη διαδικασία ενώπιον του τμήματος προσφυγών του ΓΕΕΑ:

Hervé Dias Martinho, κάτοικος Plessis-Trévise (Γαλλία),

Manuel Carlos Dias Martinho, κάτοικος Plessis-Trévise,

με αντικείμενο προσφυγή που ασκήθηκε κατά της αποφάσεως του δεύτερου τμήματος προσφυγών του ΓΕΕΑ της 13ης Μαρτίου 2008 (υπόθεση R 1261/2007‑2), σχετικά με διαδικασία ανακοπής μεταξύ, αφενός, της Paul Alfons Rehbein (GmbH & Co.) KG και, αφετέρου, των Hervé Dias Martinho και Manuel Carlos Dias Martinho,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πέμπτο τμήμα),

συγκείμενο από τους σ. Παπασάββα, πρόεδρο, V. Vadapalas και K. O’Higgins (εισηγητή), δικαστές,

γραμματέας: Σ. Σπυροπούλου, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη το δικόγραφο της προσφυγής που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 9 Ιουνίου 2008,

έχοντας υπόψη το υπόμνημα αντικρούσεως που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 31 Οκτωβρίου 2008,

έχοντας υπόψη το υπόμνημα απαντήσεως που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 12 Ιανουαρίου 2009,

έχοντας υπόψη την απάντηση της προσφεύγουσας στην αίτηση προσκομίσεως εγγράφων που της απηύθυνε το Γενικό Δικαστήριο,

έχοντας υπόψη την απάντηση του ΓΕΕΑ στη γραπτή ερώτηση που του έθεσε το Γενικό Δικαστήριο,

κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 24ης Νοεμβρίου 2011,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Ιστορικό της διαφοράς

1        Στις 2 Μαρτίου 2005, οι Hervé Dias Martinho και Manuel Carlos Dias Martinho υπέβαλαν αίτηση καταχωρίσεως κοινοτικού σήματος στο Γραφείο Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) (ΓΕΕΑ) δυνάμει του κανονισμού (ΕΚ) 40/94 του Συμβουλίου, της 20ής Δεκεμβρίου 1993, για το κοινοτικό σήμα (ΕΕ 1994, L 11, σ. 1), όπως έχει τροποποιηθεί [αντικατασταθεί από τον κανονισμό (ΕΚ) 207/2009 του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2009, για το κοινοτικό σήμα (ΕΕ L 78, σ. 1)].

2        Το σήμα του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση είναι το ακόλουθο εικονιστικό σημείο:

Image not found

3        Τα προϊόντα για τα οποία ζητήθηκε η καταχώριση του σήματος υπάγονται, μεταξύ άλλων, στις κλάσεις 18 και 25 κατά την έννοια του Διακανονισμού της Νίκαιας, για τη διεθνή ταξινόμηση των προϊόντων και των υπηρεσιών με σκοπό την καταχώριση των σημάτων, της 15ης Ιουνίου 1957, όπως έχει αναθεωρηθεί και τροποποιηθεί, και αντιστοιχούν, για καθεμία από τις κλάσεις αυτές, στην ακόλουθη περιγραφή:

–        Κλάση 18: «Κιβώτια ταξιδίου και βαλίτσες, ομπρέλες, πορτοφόλια, πορτοφόλια για κέρματα όχι από πολύτιμα μέταλλα· τσάντες χειρός, σακίδια, τροχοφόρες τσάντες για ψώνια, σάκοι ταξιδίου, τσάντες παραλίας· βαλιτσάκια για είδη ατομικής περιποίησης»·

–        Κλάση 25: «Ενδύματα, υποδήματα, είδη πιλοποιίας, πουκάμισα, ενδύματα από δέρμα ή απομιμήσεις δέρματος, ζώνες (ενδύματα), γάντια (ενδύματα), φουλάρια, είδη καλτσοποιίας, κάλτσες, μποτάκια, υποδήματα για την παραλία, υποδήματα για σκι ή για αθλητισμό, εσώρουχα· φόρμες, συγκεκριμένα στολές για κυματοδρομία, φόρμες για το σκι».

4        Η αίτηση καταχωρίσεως κοινοτικού σήματος δημοσιεύθηκε στο Δελτίο κοινοτικών σημάτων αριθ. 39/2005, της 26ης Σεπτεμβρίου 2005.

5        Στις 23 Δεκεμβρίου 2005, η προσφεύγουσα Paul Alfons Rehbein (GmbH & Co.) KG άσκησε ανακοπή κατά της καταχωρίσεως του εν λόγω σήματος, βάσει του άρθρου 42 του κανονισμού 40/94 (νυν άρθρου 41 του κανονισμού 207/2009), για όλα τα προϊόντα που μνημονεύονται στη σκέψη 3 ανωτέρω.

6        Η ανακοπή στηρίχτηκε στο λεκτικό σήμα OUTBURST, που καταχωρίσθηκε στη Γερμανία στις 31 Αυγούστου 1999 με τον αριθμό 39940713, για να προσδιορίσει προϊόντα της κλάσεως 25, κατά την έννοια του Διακανονισμού της Νίκαιας, τα οποία αντιστοιχούν στην ακόλουθη περιγραφή: «Ενδύματα, υποδήματα, είδη πιλοποιίας».

7        Η ανακοπή ασκήθηκε ως προς όλα τα προϊόντα που καλύπτει το προγενέστερο σήμα.

8        Προς στήριξη της ανακοπής προβλήθηκε ο λόγος που προβλέπεται στο άρθρο 8, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού 40/94 (νυν άρθρο 8, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού 207/2009).

9        Στις 10 Ιουλίου 2006, οι Hervé Dias Martinho και Manuel Carlos Dias Martinho ζήτησαν, δυνάμει του άρθρου 43, παράγραφοι 2 και 3, του κανονισμού 207/2009, να προσκομίσει η προσφεύγουσα αποδεικτικά στοιχεία για την ουσιαστική χρήση του προγενέστερου σήματος.

10      Με έγγραφο της 12ης Ιουλίου 2006, το ΓΕΕΑ κάλεσε την προσφεύγουσα να προσκομίσει τα εν λόγω αποδεικτικά στοιχεία εντός προθεσμίας δύο μηνών, ήτοι το αργότερο μέχρι τις 13 Σεπτεμβρίου 2006.

11      Προς απάντηση στο έγγραφο αυτό, η προσφεύγουσα προσκόμισε στις 11 Σεπτεμβρίου 2006 τα ακόλουθα αποδεικτικά στοιχεία:

–        έγγραφη βεβαίωση του διευθύνοντος συμβούλου της, με ημερομηνία 25 Αυγούστου 2006, με την οποία αυτός επισημαίνει ότι η θυγατρική της προσφεύγουσας Heinrich Nickel GmbH & Co. KG χρησιμοποιούσε ευρέως, από το 2000, το προγενέστερο σήμα για αθλητικά ενδύματα, παραθέτοντας ακριβή αριθμητικά στοιχεία των πωλήσεων που πραγματοποίησε η εν λόγω θυγατρική για κάθε έτος κατά τη διάρκεια της περιόδου 2000-2005 στον τομέα των ενδυμάτων που έφεραν το επίμαχο σήμα, καθώς και τον αριθμό των εν λόγω ενδυμάτων·

–        ως συνημμένα στην ανωτέρω βεβαίωση, κατάλογο των πωλήσεων ενδυμάτων που έφεραν το προγενέστερο σήμα τις οποίες πραγματοποίησε η εν λόγω θυγατρική ανά πελάτη για κάθε έτος κατά τη διάρκεια της περιόδου 2000-2005, κατάλογο των ίδιων πωλήσεων αλλά ανά είδος ενδύματος, δελτία παραγγελίας και παραδόσεως, τιμολόγια, δύο σελίδες (εκ των οποίων μία χρονολογούμενη από τον Αύγουστο του 2004) προερχόμενες από δύο καταλόγους εκδοθέντες για χρήση σε εμπορικές εκθέσεις, φωτογραφίες ενδυμάτων, ετικέτες ενδυμάτων και δύο σελίδες από διαφημιστικό φυλλάδιο·

–        έγγραφη βεβαίωση του διευθύνοντος συμβούλου μιας εταιρίας, με ημερομηνία 4 Σεπτεμβρίου 2006, με την οποία αυτός επισημαίνει ότι η εν λόγω εταιρία είχε αγοράσει από τη Heinrich Nickel αθλητικά ενδύματα που έφεραν το προγενέστερο σήμα και τα οποία είχε αρχίσει να μεταπωλεί «σε μεγάλη κλίμακα» στα καταστήματά της λιανικής πώλησης τουλάχιστον από το 2000, παραθέτοντας ακριβή αριθμητικά στοιχεία των αγορών που πραγματοποίησε για κάθε έτος κατά τη διάρκεια της περιόδου 2000-2005, καθώς και τον αριθμό των αγορασθέντων ενδυμάτων.

12      Με απόφαση της 27ης Ιουνίου 2007, το τμήμα ανακοπών απέρριψε την ανακοπή στο σύνολό της, με το αιτιολογικό ότι η προσφεύγουσα δεν προσκόμισε αποδεικτικά στοιχεία για την ουσιαστική χρήση του προγενέστερου σήματος.

13      Στις 8 Αυγούστου 2007, η προσφεύγουσα άσκησε ενώπιον του ΓΕΕΑ προσφυγή, δυνάμει των άρθρων 57 έως 62 του κανονισμού 40/94 (νυν άρθρων 58 έως 64 του κανονισμού 207/2009), κατά της αποφάσεως του τμήματος ανακοπών. Στις 23 Οκτωβρίου 2007, η προσφεύγουσα κατέθεσε ενώπιον του ΓΕΕΑ υπόμνημα με το οποίο εξέθεσε τους λόγους της προσφυγής, επισυνάπτοντας αποδεικτικά στοιχεία συμπληρωματικά εκείνων που είχε προσκομίσει πρωτοδίκως.

14      Με απόφαση της 13ης Μαρτίου 2009 (στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση), το δεύτερο τμήμα προσφυγών του ΓΕΕΑ απέρριψε την προσφυγή. Όσον αφορά τα αποδεικτικά στοιχεία που προσκόμισε η προσφεύγουσα στις 11 Σεπτεμβρίου 2006 (βλ. σκέψη 11 ανωτέρω), το τμήμα προσφυγών έκρινε ότι αυτά ήταν «στο σύνολό τους» ανεπαρκή για να αποδείξουν ουσιαστική χρήση του προγενέστερου σήματος. Όσον αφορά δε τα συμπληρωματικά αποδεικτικά στοιχεία, το τμήμα προσφυγών έκρινε, παραπέμποντας στο άρθρο 43, παράγραφοι 2 και 3, του κανονισμού 40/94 καθώς και στον κανόνα 22, παράγραφος 2, του κανονισμού (ΕΚ) 2868/95 της Επιτροπής, της 13ης Δεκεμβρίου 1995, περί της εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 40/94 του Συμβουλίου για το κοινοτικό σήμα, ότι αυτά ήταν εκπρόθεσμα, δεδομένου ότι προσκομίστηκαν μετά τη λήξη της προθεσμίας που είχε τάξει το ΓΕΕΑ (βλ. σκέψη 10 ανωτέρω), και ότι δεν προέκυψαν νέα στοιχεία ικανά να δικαιολογήσουν την εν λόγω εκπρόθεσμη προσκόμιση. Υπό τις περιστάσεις αυτές, το τμήμα προσφυγών έκρινε ότι δεν ήταν αναγκαίο να εκτιμηθεί η ύπαρξη κινδύνου συγχύσεως.

 Αιτήματα των διαδίκων

15      Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση·

–        να καταδικάσει το ΓΕΕΑ στα δικαστικά έξοδα.

16      Το ΓΕΕΑ ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει τον πρώτο λόγο ως αβάσιμο·

–        σε περίπτωση που το Γενικό Δικαστήριο κρίνει ότι ο κανόνας 22, παράγραφος 2, του κανονισμού 2868/95 έχει εφαρμογή εν προκειμένω, να απορρίψει επίσης τον δεύτερο λόγο ως αβάσιμο, να απορρίψει την προσφυγή στο σύνολό της και να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα·

–        σε περίπτωση που το Γενικό Δικαστήριο κρίνει ότι ο κανόνας 22, παράγραφος 2, του κανονισμού 2868/95 δεν έχει εφαρμογή εν προκειμένω, να αναπέμψει την υπόθεση ενώπιον του τμήματος προσφυγών προκειμένου αυτό να ασκήσει την εξουσία εκτιμήσεως που διαθέτει δυνάμει του άρθρου 74, παράγραφος 2, του κανονισμού 40/94 (νυν άρθρου 76, παράγραφος 2, του κανονισμού 207/2009) και να υποχρεώσει το ΓΕΕΑ να φέρει μόνον τα δικά του δικαστικά έξοδα.

 Σκεπτικό

17      Η προσφεύγουσα προβάλλει δύο λόγους, αντλούμενους, αντιστοίχως, από παράβαση των συνδυασμένων διατάξεων των άρθρων 43, παράγραφοι 2 και 3, και 76, παράγραφος 1, στοιχείο στ΄, του κανονισμού 40/94 (νυν άρθρου 78, παράγραφος 1, στοιχείο στ΄, του κανονισμού 207/2009) καθώς και του κανόνα 22, παράγραφος 3, του κανονισμού 2868/95, και από παράβαση των διατάξεων του άρθρου 74, παράγραφος 2, του κανονισμού 40/94 σε συνδυασμό με τον κανόνα 22, παράγραφος 2, του κανονισμού 2868/95.

18      Με τον πρώτο λόγο τίθεται το ζήτημα αν τα αποδεικτικά στοιχεία που προσκόμισε η προσφεύγουσα ενώπιον του τμήματος ανακοπών εντός της ταχθείσας προθεσμίας ήταν ικανά να αποδείξουν επαρκώς κατά νόμον την ουσιαστική χρήση του προγενέστερου σήματος, ενώ με τον δεύτερο λόγο ζητείται να διευκρινιστεί αν το τμήμα προσφυγών όφειλε να έχει λάβει υπόψη και τα αποδεικτικά στοιχεία που προσκομίστηκαν για πρώτη φορά ενώπιόν του.

 Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως, που αντλείται από παράβαση των συνδυασμένων διατάξεων των άρθρων 43, παράγραφοι 2 και 3, και 76, παράγραφος 1, στοιχείο στ΄, του κανονισμού 40/94, καθώς και του κανόνα 22, παράγραφος 3, του κανονισμού 2868/95

19      Όπως προκύπτει από την ένατη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού 40/94, ο νομοθέτης έκρινε ότι η προστασία προγενέστερου σήματος δικαιολογείται μόνον εφόσον το σήμα αυτό πράγματι χρησιμοποιείται. Κατά την εν λόγω αιτιολογική σκέψη, το άρθρο 43, παράγραφοι 2 και 3, του κανονισμού 40/94 προβλέπει ότι ο αιτών την καταχώριση του κοινοτικού σήματος μπορεί να απαιτήσει την απόδειξη της ουσιαστικής χρήσης του προγενέστερου σήματος στο έδαφος εντός του οποίου το σήμα προστατευόταν κατά τα πέντε έτη που προηγήθηκαν της δημοσιεύσεως της αιτήσεως για την καταχώριση κοινοτικού σήματος κατά της οποίας έχει ασκηθεί ανακοπή.

20      Δυνάμει του κανόνα 22, παράγραφος 3, του κανονισμού 2868/95, η απόδειξη της χρήσης πρέπει να αφορά τον τόπο, τον χρόνο, την έκταση και τη φύση της χρήσης του προγενέστερου σήματος [βλ. απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 10ης Σεπτεμβρίου 2008, T‑325/06, Boston Scientific κατά ΓΕΕΑ — Terumo (CAPIO), που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 27 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία].

21      Κατά την ερμηνεία της έννοιας της ουσιαστικής χρήσης, είναι σκόπιμο να λαμβάνεται υπόψη το γεγονός ότι η ratio legis της απαιτήσεως να έχει γίνει ουσιαστική χρήση του προγενέστερου σήματος προκειμένου να μπορεί το στοιχείο αυτό να αντιταχθεί σε αίτηση καταχωρίσεως κοινοτικού σήματος συνίσταται στον περιορισμό των συγκρούσεων μεταξύ δύο σημάτων, εφόσον δεν υφίσταται βάσιμος οικονομικός λόγος που να στηρίζεται στην πραγματική λειτουργία του σήματος στην αγορά [απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 12ης Μαρτίου 2003, T‑174/01, Goulbourn κατά ΓΕΕΑ — Redcats (Silk Cocoon), Συλλογή 2003, σ. II‑789, σκέψη 38]. Αντιθέτως, οι διατάξεις που μνημονεύονται στις σκέψεις 19 και 20 ανωτέρω δεν αποσκοπούν ούτε στην εκτίμηση της εμπορικής επιτυχίας, ούτε στον έλεγχο της οικονομικής στρατηγικής μιας επιχειρήσεως, ούτε ακόμη στην προστασία μόνον των σημάτων που ανήκουν στις σημαντικές από απόψεως μεγέθους εμπορικές εκμεταλλεύσεις [βλ., συναφώς, απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 8ης Ιουλίου 2004, T‑203/02, Sunrider κατά ΓΕΕΑ — Espadafor Caba (VITAFRUIT), Συλλογή 2004, σ. II‑2811, σκέψεις 36 έως 38 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία].

22      Ουσιαστική χρήση ενός σήματος υπάρχει όταν αυτό χρησιμοποιείται σύμφωνα με τη βασική του λειτουργία, που είναι η εγγύηση της ταυτότητας προελεύσεως των προϊόντων ή υπηρεσιών για τα οποία καταχωρίστηκε, με σκοπό την εξεύρεση ή διατήρηση δυνατοτήτων πωλήσεως των εν λόγω προϊόντων και υπηρεσιών, αποκλείοντας τη συμβολική χρήση που αποσκοπεί στη διατήρηση των δικαιωμάτων που παρέχει το σήμα (βλ., κατ’ αναλογία, απόφαση του Δικαστηρίου της 11ης Μαρτίου 2003, C‑40/01, Ansul, Συλλογή 2003, σ. I‑2439, σκέψη 43). Επιπλέον, η προϋπόθεση περί ουσιαστικής χρήσεως του σήματος απαιτεί το σήμα αυτό, όπως προστατεύεται στο οικείο γεωγραφικό έδαφος, να χρησιμοποιείται δημόσια και έναντι των τρίτων (απόφαση VITAFRUIT, σκέψη 21 ανωτέρω, σκέψη 39· βλ. επίσης, κατ’ αναλογία, προαναφερθείσα απόφαση Ansul, σκέψη 37).

23      Η εκτίμηση του ουσιαστικού χαρακτήρα της χρήσης του σήματος πρέπει να στηρίζεται στο σύνολο των γεγονότων και περιστάσεων που μπορούν να αποδείξουν το υπαρκτό της εμπορικής εκμετάλλευσης του σήματος, όπως είναι ιδίως οι χρήσεις που θεωρούνται δικαιολογημένες στον οικείο οικονομικό τομέα για τη διατήρηση ή τη δημιουργία μεριδίων αγοράς υπέρ των προϊόντων ή των υπηρεσιών που προστατεύει το σήμα, η φύση των εν λόγω προϊόντων ή υπηρεσιών, τα χαρακτηριστικά της αγοράς, η έκταση και η συχνότητα χρήσης του σήματος (απόφαση VITAFRUIT, σκέψη 21 ανωτέρω, σκέψη 40· βλ., επίσης, κατ’ αναλογία, απόφαση Ansul, σκέψη 22 ανωτέρω, σκέψη 43).

24      Όσον αφορά την έκταση της χρήσης του προγενέστερου σήματος, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη, μεταξύ άλλων, αφενός, η εμπορική αξία του συνόλου των πράξεων χρήσεως και, αφετέρου, η διάρκεια της περιόδου κατά την οποία πραγματοποιήθηκαν οι πράξεις χρήσεως, καθώς και η συχνότητα των πράξεων αυτών [αποφάσεις του Γενικού Δικαστηρίου VITAFRUIT, σκέψη 21 ανωτέρω, σκέψη 41, και της 8ης Ιουλίου 2004, T‑334/01, MFE Marienfelde κατά ΓΕΕΑ — Vétoquinol (HIPOVITON), Συλλογή 2004, σ. II‑2787, σκέψη 35].

25      Κατά την εξέταση, σε μια συγκεκριμένη περίπτωση, του ουσιαστικού χαρακτήρα της χρήσης προγενέστερου σήματος, είναι ανάγκη να πραγματοποιείται σφαιρική αξιολόγηση που να λαμβάνει υπόψη όλους τους παράγοντες οι οποίοι ασκούν επιρροή στην υπό κρίση περίπτωση (απόφαση VITAFRUIT, σκέψη 21 ανωτέρω, σκέψη 42). Περαιτέρω, η ουσιαστική χρήση ενός σήματος δεν αποδεικνύεται από πιθανότητες ή εικασίες, αλλά πρέπει να στηρίζεται σε συγκεκριμένα και αντικειμενικά στοιχεία που να αποδεικνύουν την αποτελεσματική και επαρκή χρήση του σήματος στην οικεία αγορά [αποφάσεις του Γενικού Δικαστηρίου της 12ης Δεκεμβρίου 2002, T‑39/01, Kabushiki Kaisha Fernandes κατά ΓΕΕΑ — Harrison (HIWATT), Συλλογή 2002, σ. II‑5233, σκέψη 47, και της 6ης Οκτωβρίου 2004, T‑356/02, Vitakraft-Werke Wührmann κατά ΓΕΕΑ — Krafft (VITAKRAFT), Συλλογή 2004, σ. II‑3445, σκέψη 28].

26      Εν προκειμένω, το τμήμα προσφυγών έκρινε, με τη σκέψη 23 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι τα αποδεικτικά στοιχεία που προσκόμισε η προσφεύγουσα στις 11 Σεπτεμβρίου 2006 (βλ. σκέψη 11 ανωτέρω) ήταν «στο σύνολό τους» ανεπαρκή για να αποδείξουν ουσιαστική χρήση του προγενέστερου σήματος στη Γερμανία κατά τη διάρκεια της κρίσιμης περιόδου.

27      Αντιθέτως, η προσφεύγουσα φρονεί ότι τα εν λόγω αποδεικτικά στοιχεία, εκτιμώμενα στο σύνολό τους, αποδεικνύουν σαφώς την εν λόγω ουσιαστική χρήση.

28      Το ΓΕΕΑ συμφωνεί με την ανάλυση του τμήματος προσφυγών.

29      Ενώπιον του τμήματος ανακοπών, και προκειμένου να αποδείξει την ουσιαστική χρήση του προγενέστερου σήματος, η προσφεύγουσα προσκόμισε έγγραφη βεβαίωση του διευθύνοντος συμβούλου της, επισυνάπτοντας σειρά δικαιολογητικών καθώς και έτερη έγγραφη βεβαίωση του διευθύνοντος συμβούλου εταιρίας που ήταν πελάτισσα της Heinrich Nickel, θυγατρικής της εταιρίας (βλ. σκέψη 11 ανωτέρω).

30      Όσον αφορά την πρώτη έγγραφη βεβαίωση, το τμήμα προσφυγών έκρινε, καταρχάς, με τη σκέψη 17 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι η βεβαίωση αυτή δεν μπορεί να έχει την «πλήρη» αποδεικτική ισχύ της έγγραφης βεβαίωσης του άρθρου 76, παράγραφος 1, στοιχείο στ΄, του κανονισμού 40/94. Το τμήμα προσφυγών επισήμανε ότι, για να μπορούσε να αναγνωριστεί στην εν λόγω βεβαίωση τέτοια ισχύς, ο ενδιαφερόμενος όφειλε, συγκεκριμένα, να αποδείξει ότι η βεβαίωση αυτή, κατά τη νομοθεσία του κράτους όπου συντάχθηκε, «έχει τη φύση ένορκης βεβαίωσης ή υπεύθυνης δήλωσης ή, τουλάχιστον, δήλωσης που έχει ισοδύναμο αποτέλεσμα». Εν προκειμένω όμως, η προσφεύγουσα δεν προσδιόρισε τις διατάξεις του γερμανικού δικαίου κατά τις οποίες οι κυρώσεις που επιβάλλονται λόγω «ψευδούς δήλωσης ενώπιον του ΓΕΕΑ στο πλαίσιο εκκρεμούς διαδικασίας σχετικής με κοινοτικό σήμα είναι οι ίδιες με εκείνες που προβλέπονται στην περίπτωση ψευδούς έγγραφης ένορκης βεβαίωσης ενώπιον των γερμανικών αρχών». Παρά ταύτα, το τμήμα προσφυγών διευκρίνισε εν συνεχεία, με τη σκέψη 18 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι το γεγονός και μόνον ότι η επίμαχη έγγραφη βεβαίωση δεν είχε συνταχθεί «όπως ορίζει» η προαναφερθείσα διάταξη δεν αρκούσε για να συναχθεί ότι στερείται παντελούς αποδεικτικής αξίας. Συγκεκριμένα, το ΓΕΕΑ μπορούσε να τη συνεκτιμήσει στο πλαίσιο της «σφαιρικής εκτίμησης» των εγγράφων που του υποβλήθηκαν, καθόσον η βεβαίωση αυτή ήταν ικανή να διευκολύνει τη «συστηματική αξιολόγηση» και την πληρέστερη κατανόηση των διαφόρων στοιχείων που προσκομίστηκαν ως αποδείξεις αλλά και να συμπληρώσει τις πληροφορίες που περιλαμβάνονταν στα στοιχεία αυτά. Εντούτοις, οι ισχυρισμοί που περιέχονταν στην επίμαχη έγγραφη δήλωση έπρεπε να είναι τεκμηριωμένοι με συμπληρωματικά και αντικειμενικά αποδεικτικά στοιχεία. Τέλος, με τις σκέψεις 19 έως 21 της προσβαλλομένης αποφάσεως, το τμήμα προσφυγών έκρινε ότι τα δικαιολογητικά έγγραφα που επισυνάφθηκαν στην εν λόγω έγγραφη βεβαίωση, εξαιρουμένης της χρονολογούμενης από τον Αύγουστο του 2004 σελίδας ενός εκ των δύο καταλόγων εμπορικών εκθέσεων, δεν επιβεβαιώνουν επαρκώς τον τόπο, τον χρόνο και την έκταση της χρήσης του προγενέστερου σήματος.

31      Όσον αφορά τη δεύτερη έγγραφη βεβαίωση, το τμήμα προσφυγών επισήμανε, καταρχάς, με τη σκέψη 22 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι, μολονότι η βεβαίωση αυτή μπορούσε να θεωρηθεί «παραδεκτό αποδεικτικό στοιχείο», εντούτοις, ήταν αναγκαίο να πραγματοποιηθεί σφαιρική εξέταση των εγγράφων του φακέλου, λαμβανομένων υπόψη όλων των λυσιτελών παραγόντων. Εν συνεχεία, το τμήμα προσφυγών έκρινε ότι «μια έγγραφη ένορκη βεβαίωση στην οποία προβαίνει πελάτης του ενδιαφερόμενου διαδίκου και μια σελίδα καταλόγου δεν συνιστούν απόδειξη συνεχούς, σταθερής και πραγματικής χρήσης του προγενέστερου σήματος από την ανακόπτουσα, χρήσης που να μπορεί να θεωρηθεί ισοδύναμη με ουσιαστική χρήση του εν λόγω σήματος».

32      Πρώτον, όσον αφορά την έγγραφη βεβαίωση του διευθύνοντος συμβούλου της προσφεύγουσας, καταρχάς, υπενθυμίζεται ότι το άρθρο 76, παράγραφος 1, στοιχείο στ΄, του κανονισμού 40/94 προβλέπει, ως αποδεικτικό στοιχείο της χρήσης του σήματος, δυνάμει της παραπομπής που περιέχει ο κανόνας 22 του κανονισμού 2868/95, «έγγραφες ένορκες βεβαιώσεις ή υπεύθυνες δηλώσεις ή […] δηλώσεις οι οποίες έχουν ισοδύναμο αποτέλεσμα σύμφωνα με το δίκαιο του κράτους στο οποίο συντάσσονται». Κατά συνέπεια, τα αποτελέσματα μιας έγγραφης δήλωσης πρέπει να εκτιμώνται με βάση τη νομολογία του σχετικού κράτους μέλους μόνο στις περιπτώσεις κατά τις οποίες δεν πρόκειται για ένορκη ή υπεύθυνη δήλωση [απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 7ης Ιουνίου 2005, T‑303/03, Lidl Stiftung κατά ΓΕΕΑ — REWE-Zentral (Salvita), Συλλογή 2005, σ. II‑1917, σκέψη 40]. Εν προκειμένω, δεν αμφισβητείται ότι η έγγραφη βεβαίωση του διευθύνοντος συμβούλου της προσφεύγουσας συνιστά υπεύθυνη δήλωση και ότι, ως τέτοια, κρίθηκε παραδεκτή από το τμήμα προσφυγών. Επομένως, και χωρίς να παρίσταται ανάγκη να αναλυθούν οι κατά το γερμανικό δίκαιο έννομες συνέπειές της, η εν λόγω έγγραφη βεβαίωση συγκαταλέγεται στα αποδεικτικά στοιχεία που προβλέπει το άρθρο 76, παράγραφος 1, στοιχείο στ΄, του κανονισμού 40/94, στο οποίο παραπέμπει ο κανόνας 22 του κανονισμού 2868/95 (προπαρατεθείσα απόφαση Salvita, σκέψη 40).

33      Δεύτερον, επισημαίνεται ότι το τμήμα προσφυγών εσφαλμένα έκρινε, με τη σκέψη 17 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι μια τέτοια έγγραφη δήλωση δεν μπορεί να έχει «πλήρη» αποδεικτική ισχύ ενώπιον του ΓΕΕΑ παρά μόνο αν πρόκειται για «ένορκη βεβαίωση» ή «υπεύθυνη δήλωση» ή, τουλάχιστον, για δήλωση που έχει ισοδύναμο αποτέλεσμα. Εσφαλμένα επίσης αρνήθηκε το τμήμα προσφυγών να αναγνωρίσει «πλήρη» αποδεικτική ισχύ στην έγγραφη βεβαίωση του διευθύνοντος συμβούλου της προσφεύγουσας για τον λόγο ότι η τελευταία δεν προσδιόρισε τις διατάξεις του γερμανικού δικαίου που προβλέπουν κυρώσεις σε περίπτωση ψευδούς δηλώσεως. Συγκεκριμένα, από κανένα στοιχείο του κανονισμού 40/94 ή του κανονισμού 2868/95 δεν μπορεί να συναχθεί ότι η αποδεικτική ισχύς των στοιχείων που αποδεικνύουν τη χρήση του σήματος, περιλαμβανομένων των υπεύθυνων δηλώσεων, πρέπει να εξετασθεί υπό το πρίσμα της εθνικής νομοθεσίας κράτους μέλους (απόφαση Salvita, σκέψη 342 ανωτέρω, σκέψη 42). Εκτός αυτού, διαπιστώνεται ότι το ΓΕΕΑ αναγνώρισε ρητώς, απαντώντας σε γραπτή ερώτηση που του έθεσε το Γενικό Δικαστήριο, ότι οι εκτιμήσεις που περιλαμβάνονται στη σκέψη 17 της προσβαλλομένης αποφάσεως συνιστούν παρέκκλιση από τη θέση που ακολούθησε το εν λόγω όργανο στην υπόθεση Salvita, σκέψη 32 ανωτέρω. Επομένως, το ΓΕΕΑ παραδέχτηκε —ορθώς— ότι, «ανεξαρτήτως της καταστάσεως από πλευράς εθνικού δικαίου, η αποδεικτική ισχύς έγγραφης βεβαίωσης στο πλαίσιο διαδικασίας ενώπιον του ΓΕΕΑ είναι σχετική, πράγμα που σημαίνει ότι το περιεχόμενό της πρέπει αξιολογείται ελεύθερα».

34      Εντούτοις, τα σφάλματα αυτά δεν ασκούν επιρροή στο βάσιμο της ανάλυσης του τμήματος προσφυγών, δεδομένου ότι δεν το οδήγησαν να αρνηθεί την ύπαρξη οποιασδήποτε αποδεικτικής ισχύος της έγγραφης βεβαίωσης του διευθύνοντος συμβούλου της προσφεύγουσας. Συγκεκριμένα, από τις σκέψεις 18 έως 23 της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι το τμήμα προσφυγών, ως όφειλε (βλ. συναφώς, απόφαση Salvita, σκέψη 32 ανωτέρω, σκέψη 41), έλαβε δεόντως υπόψη την εν λόγω έγγραφη δήλωση στο πλαίσιο σφαιρικής εκτίμησης των στοιχείων της δικογραφίας. Είναι μεν αληθές ότι, με τη σκέψη 18 της προσβαλλομένης αποφάσεως, το τμήμα προσφυγών έκρινε ότι η επίμαχη έγγραφη βεβαίωση αυτή καθαυτή δεν ήταν επαρκής και ότι οι ισχυρισμοί που περιλάμβανε έπρεπε να τεκμηριωθούν από συμπληρωματικά «αντικειμενικά» στοιχεία. Εντούτοις, όπως ορθώς υποστηρίζει το ΓΕΕΑ, η θέση αυτή πρέπει να επιδοκιμαστεί, δεδομένου ότι η επίμαχη βεβαίωση συντάχθηκε από τον διευθύνοντα σύμβουλο της προσφεύγουσας, και όχι από τρίτο ή ανεξάρτητο πρόσωπο [βλ., συναφώς, απόφαση Salvita, σκέψη 32 ανωτέρω, σκέψεις 43 έως 45, και απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 16ης Δεκεμβρίου 2008, T‑86/07, Deichmann-Schuhe κατά ΓΕΕΑ — Design for Woman (DEITECH), που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 50]. Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, κατά την εκτίμηση της αποδεικτικής ισχύος ενός εγγράφου, πρέπει προπάντων να ελέγχεται η ακρίβεια της περιεχόμενης σ’ αυτό πληροφορίας. Πρέπει επομένως να λαμβάνονται υπόψη, μεταξύ άλλων, η προέλευση του εγγράφου, οι περιστάσεις υπό τις οποίες καταρτίστηκε και ο αποδέκτης του και να τίθεται το ερώτημα αν το έγγραφο είναι, ενόψει του περιεχομένου του, εκ πρώτης όψεως λογικό και αξιόπιστο (προπαρατεθείσες αποφάσεις Salvita, σκέψη 42, και DEITECH, σκέψη 47).

35      Εν προκειμένω, η έγγραφη δήλωση του διευθύνοντος συμβούλου της προσφεύγουσας περιέχει ενδεικτικά στοιχεία ως προς τη χρήση του προγενέστερου σήματος σχετικά με τον τόπο (Γερμανία), τη χρονική διάρκεια (περίοδος 2000-2005), την έκταση (κύκλος εργασιών ανά έτος και αριθμός πωληθέντων εμπορευμάτων ανά έτος) καθώς και το είδος των προσδιοριζόμενων προϊόντων (αθλητικά ενδύματα, ειδικότερα, μπουφάν, αδιάβροχα, ενδύματα για σκι, παντελόνια, τζιν, μπλουζάκια κ.λπ.). Επιβάλλεται εντούτοις η διαπίστωση ότι, όπως ορθώς κατέληξε το τμήμα προσφυγών, οι ενδείξεις αυτές δεν επιβεβαιώνονται επαρκώς από τα συνημμένα στην επίμαχη δήλωση στοιχεία.

36      Συγκεκριμένα, ο κατάλογος των ετήσιων πωλήσεων που πραγματοποιήθηκαν ανά πελάτη κατά την περίοδο 2000-2005 καθώς και ο ίδιος κατάλογος ανά ένδυμα, πέραν του ότι καταρτίσθηκαν επίσης από την ίδια την προσφεύγουσα, δεν περιέχουν καμία μνεία στο προγενέστερο σήμα. Τα δελτία παραγγελίας και παραδόσεως και τα τιμολόγια, πέραν του ότι, όπως άλλωστε ρητώς παραδέχεται και η προσφεύγουσα με τα έγγραφά της, επίσης δεν μνημονεύουν το προγενέστερο σήμα, αφορούν επιπλέον αποκλειστικά τα έτη 2004 έως 2006. Το μόνο σήμα που εμφανίζεται στα τελευταία αυτά έγγραφα είναι το εικονιστικό σήμα Nickel Sportswear. Οι φωτογραφίες και οι ετικέτες των ενδυμάτων δεν παρέχουν καμία πληροφορία σχετική με τον τόπο, τη χρονική περίοδο και την ποσότητα των προϊόντων που όντως πωλήθηκαν υπό το προγενέστερο σήμα, πράγμα το οποίο, κατά τα λοιπά, παραδέχεται ρητώς και η προσφεύγουσα με τα έγγραφά της. Το ίδιο ισχύει και για τη δεύτερη από τις δύο σελίδες των καταλόγων εμπορικών εκθέσεων καθώς και για τις δύο σελίδες που προέρχονται από το διαφημιστικό φυλλάδιο. Ως προς το τελευταίο αυτό φυλλάδιο, επισημαίνεται, μεταξύ άλλων, ότι η ύπαρξή του και μόνον δεν αποδεικνύει τη διανομή του σε εν δυνάμει πελάτες στη Γερμανία ούτε την έκταση της ενδεχόμενης διανομής του ούτε τον όγκο των πραγματοποιηθεισών πωλήσεων σε προϊόντα προστατευόμενα από το προγενέστερο σήμα (βλ., συναφώς, απόφαση VITAKRAFT, σκέψη 25 ανωτέρω, σκέψη 34). Το μόνο στοιχείο που έχει έστω και περιορισμένη σημασία, αν και από μόνο του αποδεικνύεται σε μεγάλο βαθμό ανεπαρκές καθόσον δεν παρέχει κανένα ενδεικτικό στοιχείο ως προς την έκταση της χρήσης, είναι το γεγονός ότι μία από τις σελίδες που προέρχονται από τους προαναφερθέντες καταλόγους εμπορικών εκθέσεων χρονολογείται από τον Αύγουστο του 2004.

37      Η προσφεύγουσα δεν μπορεί να υποστηρίζει ότι οι ενδείξεις που περιλαμβάνονται στην έγγραφη βεβαίωση του διευθύνοντος συμβούλου της είναι ικανές να θεραπεύσουν τις ελλείψεις που διαπιστώθηκαν με τη σκέψη 36 ανωτέρω. Συγκεκριμένα, όπως ορθώς επισημαίνει το ΓΕΕΑ, τα στοιχεία που πρέπει να επιβεβαιωθούν από άλλα στοιχεία είναι οι ενδείξεις που περιλαμβάνονται στην έγγραφη βεβαίωση και όχι το αντίστροφο.

38      Εν συνεχεία, δεδομένου ότι η έγγραφη βεβαίωση του διευθύνοντος συμβούλου μιας εταιρίας που ήταν πελάτισσα θυγατρικής της προσφεύγουσας προέρχεται από τρίτη εταιρία σε σχέση με την προσφεύγουσα, αρκεί, αυτή καθαυτή, για να πιστοποιήσει ορισμένα πραγματικά περιστατικά. Εντούτοις, όπως ορθώς επισήμανε και το τμήμα προσφυγών με τη σκέψη 22 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η εν λόγω έγγραφη βεβαίωση, η οποία δεν αφορά παρά ορισμένες αγορές ενός μόνον πελάτη μιας θυγατρικής της προσφεύγουσας, παρέχει απλώς τη δυνατότητα να αποδειχθεί πολύ περιορισμένη χρήση του προγενέστερου σήματος στη Γερμανία κατά τη διάρκεια της κρίσιμης περιόδου.

39      Λαμβανομένων υπόψη των διαπιστώσεων στις οποίες κατέληξε το Γενικό Δικαστήριο με τις σκέψεις 34 έως 38 ανωτέρω, πρέπει να γίνει δεκτό ότι, όπως έκρινε και το τμήμα προσφυγών, τα διάφορα αποδεικτικά στοιχεία που προσκόμισε η προσφεύγουσα ενώπιον του τμήματος ανακοπών εντός της ταχθείσας προθεσμίας, αν εκτιμηθούν σφαιρικά, δεν αρκούν για να αποδείξουν εκτεταμένη, συνεχή και πραγματική χρήση του προγενέστερου σήματος στη Γερμανία κατά τη διάρκεια της κρίσιμης περιόδου. Ως εκ τούτου, συνάγεται ότι το τμήμα προσφυγών δεν υπέπεσε σε πλάνη εκτιμώντας ότι, εν προκειμένω, δεν προσκομίσθηκαν εμπροθέσμως αποδεικτικά στοιχεία της ουσιαστικής χρήσης του προγενέστερου σήματος.

40      Κατά συνέπεια, ο πρώτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

 Επί του δεύτερου λόγου ακυρώσεως, που αντλείται από παράβαση των διατάξεων του άρθρου 74, παράγραφος 2, του κανονισμού 40/94 σε συνδυασμό με τον κανόνα 22, παράγραφος 2, του κανονισμού 2868/95

41      Κατά το άρθρο 74, παράγραφος 2, του κανονισμού 40/94, το ΓΕΕΑ έχει την εξουσία να μη λαμβάνει υπόψη πραγματικά περιστατικά που δεν επικαλέστηκαν ή αποδείξεις που δεν προσκόμισαν εγκαίρως οι διάδικοι.

42      Κατά πάγια νομολογία, από το γράμμα του άρθρου 74, παράγραφος 2, του κανονισμού 40/94 προκύπτει ότι, κατά κανόνα και ελλείψει διατάξεως περί του αντιθέτου, οι διάδικοι εξακολουθούν να έχουν τη δυνατότητα να προβάλουν πραγματικά περιστατικά και να προσκομίσουν αποδεικτικά στοιχεία και μετά τη λήξη των προθεσμιών που τάσσουν προς τούτο οι διατάξεις του εν λόγω κανονισμού και ότι ουδόλως απαγορεύεται στο ΓΕΕΑ να λάβει υπόψη του πραγματικά περιστατικά και αποδεικτικά στοιχεία που έχουν προβληθεί ή προσκομιστεί εκπροθέσμως [απόφαση του Δικαστηρίου της 13ης Μαρτίου 2007, C‑29/05 P, ΓΕΕΑ κατά Kaul, Συλλογή 2007, σ. I‑2213, σκέψη 42· αποφάσεις του Γενικού Δικαστηρίου της 6ης Νοεμβρίου 2007, T‑407/05, SAEME κατά ΓΕΕΑ — Racke (REVIAN’s), Συλλογή 2007, σ. II‑4385, σκέψη 56, και της 12ης Δεκεμβρίου 2007, T‑86/05, K & L Ruppert Stiftung κατά ΓΕΕΑ — Lopes de Almeida Cunha κ.λπ. (CORPO livre), Συλλογή 2007, σ. II‑4923, σκέψη 44].

43      Το δικαίωμα των μετεχόντων σε διαδικασία ενώπιον του ΓΕΕΑ να προβάλλουν πραγματικά περιστατικά και να προσκομίζουν αποδεικτικά στοιχεία μετά τη λήξη των προθεσμιών που τάσσονται προς τούτο δεν ασκείται άνευ προϋποθέσεων, αλλ’ αντιθέτως εξαρτάται, όπως προκύπτει από τη νομολογία, από τον όρο ότι δεν προσκρούει σε αντίθετη διάταξη. Μόνον αν πληρούται αυτή η προϋπόθεση διαθέτει το ΓΕΕΑ την εξουσία που του έχει αναγνωρίσει το Δικαστήριο στο πλαίσιο της ερμηνείας του άρθρου 74, παράγραφος 2, του κανονισμού 40/94 (βλ. απόφαση CORPO livre, σκέψη 42 ανωτέρω, σκέψη 47) να εκτιμήσει αν θα λάβει υπόψη τα εκπροθέσμως προβληθέντα πραγματικά στοιχεία ή προσκομισθέντα αποδεικτικά στοιχεία.

44      Εν προκειμένω, υφίσταται διάταξη η οποία αντίκειται στη συνεκτίμηση των στοιχείων που η ανακόπτουσα υπέβαλε για πρώτη φορά ενώπιον του τμήματος προσφυγών, ήτοι, το άρθρο 43, παράγραφοι 2 και 3, του κανονισμού 40/94, εφαρμογή του οποίου συνιστά ο κανόνας 22, παράγραφος 2, του κανονισμού 2868/95. Η τελευταία αυτή διάταξη έχει ως εξής:

«Αν ο ανακόπτων υποχρεούται να αποδείξει ότι έγινε χρήση του σήματος ή ότι συντρέχουν βάσιμοι λόγοι για τη μη χρήση, το [ΓΕΕΑ] τον καλεί να προσκομίσει, μέσα σε προθεσμία που του τάσσει, τα απαιτούμενα αποδεικτικά στοιχεία. Αν ο ανακόπτων δεν προσκομίσει αυτά τα αποδεικτικά στοιχεία εμπρόθεσμα, το [ΓΕΕΑ] απορρίπτει την ανακοπή.»

45      Από τη δεύτερη περίοδο της διατάξεως αυτής προκύπτει ότι η προσκόμιση στοιχείων που αποδεικνύουν τη χρήση του προγενέστερου σήματος μετά τη λήξη της προθεσμίας που τάχθηκε προς τούτο συνεπάγεται, καταρχήν, την απόρριψη της ανακοπής, χωρίς το ΓΕΕΑ να διαθέτει περιθώριο εκτιμήσεως ως προς το ζήτημα αυτό. Συγκεκριμένα, η ουσιαστική χρήση του προγενέστερου σήματος συνιστά προκαταρκτικό ζήτημα το οποίο, ως τέτοιο, πρέπει να κριθεί προτού εκδοθεί απόφαση επί της ανακοπής (απόφαση CORPO livre, σκέψη 42 ανωτέρω, σκέψη 49).

46      Εντούτοις, το νυν Γενικό Δικαστήριο έχει κρίνει ότι ο κανόνας 22, παράγραφος 2, δεύτερη περίοδος, του κανονισμού 2868/95 δεν πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι απαγορεύεται να ληφθούν υπόψη πρόσθετες αποδείξεις που συνδέονται με την ύπαρξη νέων στοιχείων, έστω και αν αυτές προσκομιστούν μετά τη λήξη της προθεσμίας αυτής (αποφάσεις HIPOVITON, σκέψη 24 ανωτέρω, σκέψη 56, και CORPO livre, σκέψη 42 ανωτέρω, σκέψη 50).

47      Εν προκειμένω, με τις σκέψεις 27 έως 29 της προσβαλλομένης αποφάσεως, το τμήμα προσφυγών, στηριζόμενο στις αρχές που εκτέθηκαν με τις σκέψεις 41 έως 46 ανωτέρω, έκρινε ότι δεν διαθέτει περιθώριο εκτιμήσεως που να του παρέχει τη δυνατότητα να συνεκτιμήσει τα αποδεικτικά στοιχεία που προσκόμισε για πρώτη φορά ενώπιόν του η προσφεύγουσα, καθόσον δεν προβλήθηκε κανένα νέο στοιχείο προς δικαιολόγηση της εν λόγω εκπρόθεσμης προσκόμισης.

48      Η προσφεύγουσα φρονεί ότι τα εν λόγω αποδεικτικά στοιχεία έπρεπε να έχουν ληφθεί υπόψη από το τμήμα προσφυγών, δεδομένου ότι περιορίζονταν στη συμπλήρωση και αποσαφήνιση εκείνων που είχαν προσκομιστεί εμπροθέσμως ενώπιον του τμήματος ανακοπών. Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι οι αρχές που καθιέρωσε η απόφαση HIPOVITON, σκέψη 24 ανωτέρω, έχουν εφαρμογή όχι μόνον οσάκις τα εκπρόθεσμα αποδεικτικά στοιχεία δεν ήταν διαθέσιμα πριν τη λήξη της ταχθείσας προθεσμίας ή ο αιτών την καταχώριση του κοινοτικού σήματος επικαλέστηκε νέα πραγματικά στοιχεία ή αντέκρουσε επιτυχώς τα αποδεικτικά στοιχεία που υπέβαλε ο ανακόπτων, αλλά και στην περίπτωση κατά την οποία το τμήμα ανακοπών έκρινε ανεπαρκή τα εν λόγω αποδεικτικά στοιχεία.

49      Το ΓΕΕΑ συμμερίζεται τη συλλογιστική του τμήματος προσφυγών, η οποία υπομνήσθηκε με τη σκέψη 47 ανωτέρω. Εντούτοις, προτείνει να ερμηνευθεί ο κανόνας 22, παράγραφος 2, του κανονισμού 2868/95 υπό την έννοια ότι επιτρέπει στο τμήμα προσφυγών να δέχεται, ανεξαρτήτως συνδρομής «νέων στοιχείων», αποδεικτικά στοιχεία προσκομιζόμενα για πρώτη φορά ενώπιόν του στην περίπτωση που αυτά είναι «αμιγώς συμπληρωματικά», δηλαδή προορίζονται αποκλειστικά να συμπληρώσουν τα αποδεικτικά στοιχεία που προσκομίσθηκαν πρωτοδίκως εντός της ταχθείσας προθεσμίας. Η ερμηνεία αυτή ικανοποιεί και τα κριτήρια που καθόρισε το Δικαστήριο με την απόφαση ΓΕΕΑ κατά Kaul, σκέψη 42 ανωτέρω, σχετικά με την παραδεκτή υποβολή εκπρόθεσμων αποδεικτικών στοιχείων, ενώ συμβαδίζει επίσης με το «πνεύμα» της αποφάσεως αυτής. Το ΓΕΕΑ αναγνωρίζει ότι, αν επιλεγεί εν προκειμένω η ερμηνεία αυτή, θα πρέπει να διαπιστωθεί ότι το τμήμα προσφυγών εσφαλμένα συμπέρανε ότι δεν διαθέτει συναφώς εξουσία εκτιμήσεως, οπότε ο δεύτερος λόγος θα πρέπει να γίνει δεκτός και η προβαλλόμενη απόφαση να ακυρωθεί. Κατά τη διάρκεια της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως, το ΓΕΕΑ προσέθεσε ότι η ερμηνεία αυτή ευθυγραμμίζεται με την προσέγγιση που ακολούθησε το νυν Γενικό Δικαστήριο με τις αποφάσεις του της 29ης Σεπτεμβρίου 2011, T‑415/09, New Yorker SHK Jeans κατά ΓΕΕΑ — Vallis K. — Vallis A. (FISHBONE) (που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή), και της 16ης Νοεμβρίου 2011, T‑308/06, Buffalo Milke Automotive Polishing Products κατά ΓΕΕΑ — Werner & Mertz (BUFFALO MILKE Automotive Polishing Products) (Συλλογή 2011, σ. ΙI‑7881), ενώ επισήμανε ότι επαφίεται στην κρίση του Γενικού Δικαστηρίου ως προς το αν η ερμηνεία αυτή πρέπει να γίνει δεκτή και στην υπό κρίση υπόθεση.

50      Δεν αμφισβητείται από τους διαδίκους, ενώ προκύπτει και από τη δικογραφία, ότι η προσφεύγουσα προσκόμισε ενώπιον του τμήματος ανακοπών, εντός της ταχθείσας προθεσμίας, λυσιτελή στοιχεία προς απόδειξη της ουσιαστικής χρήσης του προγενέστερου σήματος, θεωρώντας δε καλόπιστα ότι τα στοιχεία αυτά ήταν επαρκή για να τεκμηριώσουν τα επιχειρήματά της.

51      Επίσης, δεν αμφισβητείται από τους διαδίκους ενώ προκύπτει και από τη δικογραφία ότι τα αποδεικτικά στοιχεία που προσκόμισε για πρώτη φορά η προσφεύγουσα ενώπιον του τμήματος προσφυγών ως συνημμένα στο υπόμνημα με το οποίο εξέθεσε τους λόγους της προσφυγής, ζητώντας την πλήρη επανεξέταση της υποθέσεως, αποσκοπούσαν απλώς στην επίρρωση ή στην αποσαφήνιση του περιεχομένου των αρχικών αποδεικτικών στοιχείων. Επομένως, τα επίμαχα στοιχεία δεν συνιστούν τις πρώτες και μοναδικές αποδείξεις χρήσης του προγενέστερου σήματος.

52      Λαμβανομένων υπόψη των στοιχείων που εκτίθενται με τις σκέψεις 50 και 51 ανωτέρω, πρέπει να γίνει δεκτό ότι, εν προκειμένω, το τμήμα προσφυγών, αντιθέτως προς ό,τι έκρινε με την προσβαλλόμενη απόφαση, διέθετε εξουσία εκτιμήσεως που του παρείχε τη δυνατότητα να συνεκτιμήσει ή όχι τα συμπληρωματικά αποδεικτικά στοιχεία που προσκομίσθηκαν με το υπόμνημα εκθέσεως των λόγων της προσφυγής.

53      Συγκεκριμένα, ο κανόνας 22, παράγραφος 2, του κανονισμού 2868/95 πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι ουδόλως απαγορεύει τη συνεκτίμηση συμπληρωματικών αποδεικτικών στοιχείων, τα οποία απλώς προστίθενται σε άλλα στοιχεία που έχουν κατατεθεί εμπροθέσμως, εφόσον τα αρχικά αυτά στοιχεία δεν στερούνται λυσιτέλειας, αλλά κρίθηκαν απλώς ανεπαρκή. Η εκτίμηση αυτή, η οποία σε καμία περίπτωση δεν καθιστά περιττό τον προαναφερθέντα κανόνα, ισχύει κατά μείζονα λόγο καθόσον η προσφεύγουσα δεν παρέβη ταχθείσες προθεσμίες, καταφεύγοντας συνειδητά σε παρελκυστικές τακτικές ή επιδεικνύοντας πρόδηλη αμέλεια, ενώ τα συμπληρωματικά αποδεικτικά στοιχεία που αυτή προσκόμισε αρκούνταν στην επιβεβαίωση των ενδείξεων που προέκυπταν ήδη από τις εμπροθέσμως κατατεθείσες έγγραφες ένορκες βεβαιώσεις.

54      Η ερμηνεία αυτή δεν αντιφάσκει προς τη νομολογία που υπομνήσθηκε με τη σκέψη 46 ανωτέρω, όπου τα πραγματικά περιστατικά ήταν διαφορετικά. Στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση HIPOVITON, σκέψη 24 ανωτέρω, τα αποδεικτικά στοιχεία είχαν προσκομισθεί εμπροθέσμως από την ανακόπτουσα. Σε ύστερο χρόνο, ο διάδικος που είχε ζητήσει την καταχώριση του σήματος, προέβαλε νέα πραγματικά περιστατικά και επιχειρήματα με υπόμνημα που κατέθεσε ενώπιον του τμήματος προσφυγών. Το Γενικό Δικαστήριο προσήψε στο τμήμα προσφυγών ότι δεν κάλεσε την ανακόπτουσα να τοποθετηθεί επί του υπομνήματος αυτού και έκρινε ότι η ανακόπτουσα στερήθηκε της δυνατότητας να αξιολογήσει τη σκοπιμότητα προσκόμισης συμπληρωματικών αποδεικτικών στοιχείων. Ως εκ τούτου, προσέθεσε το Γενικό Δικαστήριο, το τμήμα προσφυγών δεν μπόρεσε να λάβει υπόψη όλους τους σχετικούς παράγοντες προκειμένου να εκτιμήσει αν η χρήση του προγενέστερου σήματος μπορούσε να χαρακτηριστεί ουσιαστική, στηριζόμενο, κατά συνέπεια, σε ελλιπή πραγματική βάση (απόφαση HIPOVITON, σκέψη 24 ανωτέρω, σκέψεις 54 και 58). Στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση CORPO livre, σκέψη 42 ανωτέρω, το Γενικό Δικαστήριο, για να κρίνει ότι το ΓΕΕΑ δεν διέθετε περιθώριο εκτιμήσεως να λάβει υπόψη τα αποδεικτικά στοιχεία που προσκομίσθηκαν εκπροθέσμως, διαπίστωσε ρητώς ότι οι εν λόγω αποδείξεις «δεν αποτελούσαν πρόσθετα στοιχεία, αλλά, αντιθέτως, τα πρώτα και μοναδικά αποδεικτικά στοιχεία για τη χρήση των προγενέστερων σημάτων» των οποίων είχε γίνει επίκληση στην υπόθεση αυτή (απόφαση CORPO livre, σκέψη 42 ανωτέρω, σκέψη 50).

55      Εκτός αυτού, το συμπέρασμα ότι το τμήμα προσφυγών είχε τη δυνατότητα να συνεκτιμήσει τα συμπληρωματικά αποδεικτικά στοιχεία που η προσφεύγουσα προσκόμισε ενώπιόν του στις 23 Οκτωβρίου 2007 συνάδει απολύτως με τις αρχές που καθόρισε το Δικαστήριο με την απόφαση ΓΕΕΑ κατά Kaul, σκέψη 42 ανωτέρω. Με τη σκέψη 44 της αποφάσεως εκείνης, το Δικαστήριο διευκρίνισε ότι η συνεκτίμηση από το ΓΕΕΑ, όταν αυτό καλείται να αποφανθεί στο πλαίσιο διαδικασίας ανακοπής, εκπροθέσμως προβληθέντων πραγματικών περιστατικών και αποδεικτικών στοιχείων μπορεί να δικαιολογηθεί ιδίως όταν το ΓΕΕΑ θεωρεί, αφενός, ότι τα εν λόγω πραγματικά περιστατικά και αποδεικτικά στοιχεία ενδέχεται εκ πρώτης όψεως να ασκούν πραγματική επιρροή όσον αφορά την τύχη της ασκηθείσας ενώπιόν του ανακοπής και, αφετέρου, ότι το στάδιο της διαδικασίας κατά το οποίο προβάλλονται εκπροθέσμως τα στοιχεία αυτά, αλλά και οι σχετικές περιστάσεις δεν εμποδίζουν τη συνεκτίμηση αυτή.

56      Επιπλέον, με την απόφαση ΓΕΕΑ κατά Kaul, σκέψη 42 ανωτέρω, το Δικαστήριο έκρινε ότι η αποδοχή των εκπροθέσμως προσκομισθέντων αποδεικτικών στοιχείων δικαιολογείται από τις αρχές περί ασφάλειας δικαίου και ορθής απονομής της δικαιοσύνης, σύμφωνα με τις οποίες η επί της ουσίας εξέταση μιας ανακοπής πρέπει να είναι κατά τον μέγιστο δυνατό βαθμό πλήρης, προς αποφυγή του ενδεχομένου καταχωρίσεως σημάτων τα οποία είναι δυνατόν να κηρυχθούν άκυρα σε μεταγενέστερο στάδιο (βλ., συναφώς, σκέψεις 48, 57 και 58 της αποφάσεως αυτής). Ως εκ τούτου, οι αρχές αυτές μπορούν να κατισχύουν της αρχής περί αποτελεσματικότητας της διαδικασίας στην οποία θεμελιώνεται η ανάγκη τηρήσεως των προθεσμιών, εφόσον το δικαιολογούν οι περιστάσεις της υπό κρίση περιπτώσεως.

57      Από το σύνολο των ανωτέρω εκτιμήσεων προκύπτει ότι ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως πρέπει να γίνει δεκτός.

58      Ως εκ τούτου, η προσβαλλόμενη απόφαση πρέπει να ακυρωθεί.

59      Επιπλέον, δεδομένου ότι το ΓΕΕΑ ζήτησε από το Γενικό Δικαστήριο, επικουρικώς, να αναπέμψει την υπόθεση ενώπιον του τμήματος προσφυγών, επισημαίνεται ότι από το άρθρο 65, παράγραφος 6, του κανονισμού 207/2009 προκύπτει ότι, στο πλαίσιο προσφυγής ασκούμενης ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου κατά αποφάσεως τμήματος προσφυγών, το ΓΕΕΑ υποχρεούται να λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα για την εκτέλεση της αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου. Επομένως, το αίτημα αυτό πρέπει να απορριφθεί.

 Επί των δικαστικών εξόδων

60      Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα.

61      Εν προκειμένω, δεδομένου ότι το ΓΕΕΑ ηττήθηκε, πρέπει να καταδικασθεί στα δικαστικά έξοδα, σύμφωνα με τα αιτήματα της προσφεύγουσας.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πέμπτο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Ακυρώνει την απόφαση του δεύτερου τμήματος προσφυγών του Γραφείου Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) (ΓΕΕΑ) της 13ης Μαρτίου 2008 (υπόθεση R 1261/2007‑2).

2)      Καταδικάζει το ΓΕΕΑ στα δικαστικά έξοδα.

Παπασάββας

Vadapalas

O’Higgins

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 28 Μαρτίου 2012.

(υπογραφές)


* Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.