Language of document : ECLI:EU:C:2023:680

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΓΕΝΙΚΗΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

JULIANE KOKOTT

της 14ης Σεπτεμβρίου 2023 (1)

Υπόθεση C234/22

Roheline Kogukond MTÜ κ.λπ.

κατά

Keskkonnaagentuur

[αίτηση του Tallinna Halduskohus (διοικητικού δικαστηρίου του Τάλιν, Εσθονία)
για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

«Προδικαστική παραπομπή – Οδηγία 2003/4/ΕΚ – Πρόσβαση του κοινού σε περιβαλλοντικές πληροφορίες – Έννοια του όρου “περιβαλλοντικές πληροφορίες” – Στοιχεία που αφορούν την τοποθεσία των μόνιμων δειγματοληπτικών μονάδων των στατιστικών δασικών απογραφών – Εξαιρέσεις – Προστασία των διεθνών σχέσεων – Προστασία του περιβάλλοντος – Ποιότητα των περιβαλλοντικών πληροφοριών»






I.      Εισαγωγή

1.        Κατοχυρώνει η οδηγία για την περιβαλλοντική πληροφόρηση (2) δικαίωμα κάθε προσώπου να ενημερώνεται για τις τοποθεσίες των μόνιμων δειγματοληπτικών μονάδων των στατιστικών δασικών απογραφών; Στο ερώτημα αυτό πρέπει να δοθεί απάντηση στην παρούσα διαδικασία.

2.        Ανά τακτά χρονικά διαστήματα, ο Οργανισμός περιβάλλοντος της Εσθονίας συλλέγει στοιχεία από τις μόνιμες δειγματοληπτικές μονάδες, τα οποία χρησιμεύουν ως αντιπροσωπευτικά δείγματα για την εξαγωγή συμπερασμάτων σχετικά με τη συνολική κατάσταση των δασών. Οι τοποθεσίες πρέπει να παραμένουν εμπιστευτικές, προκειμένου να αποφεύγεται η αλλοίωση των οικοτόπων που βρίσκονται σε αυτές και οι εν λόγω τοποθεσίες να μη χάνουν τον αντιπροσωπευτικό χαρακτήρα τους.

3.        Ως γνωστόν, σύμφωνα με την οδηγία για την περιβαλλοντική πληροφόρηση μπορεί, ωστόσο, να ζητηθεί από κρατικούς φορείς η δημοσιοποίηση περιβαλλοντικών πληροφοριών χωρίς να απαιτείται δικαιολόγηση ειδικού συμφέροντος. Επομένως, αν διαπιστωθεί ότι τα στοιχεία που αφορούν τις επίδικες τοποθεσίες αποτελούν περιβαλλοντικές πληροφορίες, ανακύπτουν σύνθετα ζητήματα σχετικά με τυχόν εξαιρέσεις από την εν λόγω απαίτηση και, ειδικότερα, ως προς το κατά πόσον η διεθνής συνεργασία στον τομέα της απογραφής των δασών ή της προστασίας του περιβάλλοντος δικαιολογεί την εμπιστευτική διαχείριση των στοιχείων αυτών. Επίσης, πρέπει να εξεταστεί η σημασία που αποδίδει η οδηγία για την περιβαλλοντική πληροφόρηση στον κίνδυνο του αντικτύπου που μπορεί να έχει η δημοσιοποίηση της τοποθεσίας στην ποιότητα της απογραφής των δασών.

II.    Το νομικό πλαίσιο

Α.      Η Σύμβαση του Aarhus

4.        Το δικαίωμα πρόσβασης σε περιβαλλοντικές πληροφορίες κατοχυρώνεται στη σύμβαση για την πρόσβαση σε πληροφορίες, τη συμμετοχή του κοινού στη λήψη αποφάσεων και την πρόσβαση στη δικαιοσύνη σε θέματα περιβάλλοντος (3) (στο εξής: Σύμβαση του Aarhus), την οποία η Κοινότητα υπέγραψε στις 25 Ιουνίου 1998 στο Aarhus (Δανία) (4).

5.        Το άρθρο 2, σημείο 3, της Σύμβασης του Aarhus ορίζει τις περιβαλλοντικές πληροφορίες ως εξής:

«Για τους σκοπούς της παρούσας σύμβασης, νοούνται ως:

[…]

3.      “Περιβαλλοντικές πληροφορίες”, κάθε πληροφορία υπό γραπτή, παραστατική, προφορική, ηλεκτρονική ή οποιαδήποτε άλλη υλική μορφή σχετικά με:

α)      την κατάσταση στοιχείων του περιβάλλοντος, όπως είναι ο αέρας και η ατμόσφαιρα, τα ύδατα, το έδαφος, η γη, το τοπίο και οι φυσικές τοποθεσίες, η βιοποικιλότητα και οι συνιστώσες της, συμπεριλαμβανομένων των γενετικώς τροποποιημένων οργανισμών, καθώς και την αλληλοεπίδραση μεταξύ των στοιχείων αυτών·

[…]».

6.        Το άρθρο 4 της Σύμβασης ρυθμίζει το δικαίωμα πρόσβασης σε πληροφορίες για θέματα περιβάλλοντος. Εξαιρέσεις προβλέπονται στο άρθρο 4, παράγραφοι 3 και 4:

«3.      Αίτημα για περιβαλλοντικές πληροφορίες δύναται να απορρίπτεται, εάν:

[…]

γ)      το αίτημα αφορά υλικό υπό ολοκλήρωση ή αφορά εσωτερικές επικοινωνίες δημοσίων αρχών, σε περίπτωση που η εν λόγω εξαίρεση προβλέπεται από το εθνικό δίκαιο ή την εθιμική πρακτική, λαμβανομένου υπόψη του δημοσίου συμφέροντος που εξυπηρετείται από την κοινολόγηση.

4.      Αίτημα για περιβαλλοντικές πληροφορίες δύναται να απορρίπτεται, εάν η κοινολόγηση θα είχε δυσμενείς επιπτώσεις:

[…]

β)      στις διεθνείς σχέσεις, στη διεθνή άμυνα ή στη δημόσια ασφάλεια·

[…]

η)      στο περιβάλλον το οποίο αφορούν οι πληροφορίες, όπως οι χώροι αναπαραγωγής σπανίων ειδών.

Οι προαναφερόμενοι λόγοι απορρίψεως ερμηνεύονται υπό στενή έννοια, λαμβανομένου υπόψη του δημοσίου συμφέροντος που εξυπηρετείται από την κοινολόγηση και λαμβανομένου υπόψη κατά πόσον οι ζητούμενες πληροφορίες σχετίζονται με εκπομπές στο περιβάλλον.»

Β.      Η οδηγία για την περιβαλλοντική πληροφόρηση

7.        Οι στόχοι όσον αφορά την πρόσβαση σε περιβαλλοντικές πληροφορίες προκύπτουν από την αιτιολογική σκέψη 1 της οδηγίας για την περιβαλλοντική πληροφόρηση:

«Η αυξημένη πρόσβαση του κοινού στις περιβαλλοντικές πληροφορίες και η διάδοση των πληροφοριών αυτών συμβάλλει στη μεγαλύτερη ευαισθητοποίηση προς τα περιβαλλοντικά θέματα, την ελεύθερη ανταλλαγή απόψεων, ουσιαστικότερη συμμετοχή του κοινού στη διαδικασία λήψης αποφάσεων για περιβαλλοντικά θέματα και, τελικά, σε καλύτερο περιβάλλον.»

8.        Η αιτιολογική σκέψη 16 της οδηγίας για την περιβαλλοντική πληροφόρηση αναφέρεται στην άρνηση παροχής περιβαλλοντικών πληροφοριών:

«Το δικαίωμα στην πληροφόρηση σημαίνει ότι η δημοσιοποίηση πληροφοριών θα πρέπει να είναι ο γενικός κανόνας και ότι θα πρέπει να επιτρέπεται στις δημόσιες αρχές να απορρίπτουν αιτήματα για περιβαλλοντικές πληροφορίες σε συγκεκριμένες και σαφώς καθοριζόμενες περιπτώσεις. Οι λόγοι απόρριψης θα πρέπει να ερμηνεύονται συσταλτικά, το δε δημόσιο συμφέρον που εξυπηρετείται από τη διάθεση των πληροφοριών θα πρέπει να σταθμίζεται συγκριτικά προς το συμφέρον που εξυπηρετείται από την άρνηση δημοσιοποίησης των πληροφοριών […]».

9.        Η ποιότητα των περιβαλλοντικών πληροφοριών όπως και η μέθοδος συλλογής τους αποτελούν αντικείμενο της αιτιολογικής σκέψης 20 της οδηγίας για την περιβαλλοντική πληροφόρηση:

«Οι δημόσιες αρχές θα πρέπει να επιδιώκουν να διασφαλίζουν ότι, όταν συλλέγονται περιβαλλοντικές πληροφορίες από τις ίδιες ή για λογαριασμό τους, οι πληροφορίες θα είναι κατανοητές, ακριβείς και συγκρίσιμες. Η χρησιμοποιούμενη μέθοδος κατά τη συλλογή των πληροφοριών θα πρέπει να δημοσιοποιείται επίσης κατόπιν αιτήσεως, καθόσον αποτελεί σημαντικό παράγοντα για την αξιολόγηση της ποιότητας της παρεχόμενης πληροφορίας.»

10.      Το άρθρο 2 της οδηγίας για την περιβαλλοντική πληροφόρηση ορίζει τις «περιβαλλοντικές πληροφορίες» ως εξής:

«Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:

1.      “Περιβαλλοντική πληροφορία”: οποιαδήποτε πληροφορία σε γραπτή, οπτική, ακουστική, ηλεκτρονική ή άλλη υλική μορφή, σχετικά με:

α)      την κατάσταση των στοιχείων του περιβάλλοντος, όπως ο αέρας και η ατμόσφαιρα, το νερό, το έδαφος, το χώμα, τα τοπία και οι φυσικές τοποθεσίες, συμπεριλαμβανομένων των υδροβιότοπων, των παράκτιων και των θαλάσσιων περιοχών, η βιοποικιλότητα και τα στοιχεία της, συμπεριλαμβανομένων των γενετικά τροποποιημένων οργανισμών, και η αλληλεπίδραση μεταξύ των στοιχείων αυτών·

β)      παράγοντες, όπως οι ουσίες, η ενέργεια, ο θόρυβος, οι ακτινοβολίες ή τα απόβλητα, συμπεριλαμβανομένων των ραδιενεργών αποβλήτων, οι εκπομπές, οι απορρίψεις και άλλες εκχύσεις στο περιβάλλον, που επηρεάζουν ή ενδέχεται να επηρεάσουν τα στοιχεία του περιβάλλοντος που αναφέρονται στο στοιχείο α)·

[…]».

11.      Από το άρθρο 3 της οδηγίας για την περιβαλλοντική πληροφόρηση απορρέει το δικαίωμα πρόσβασης στις περιβαλλοντικές πληροφορίες:

«1.      Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι οι δημόσιες αρχές υποχρεούνται, σύμφωνα με τις διατάξεις της παρούσας οδηγίας, να παρέχουν τις περιβαλλοντικές πληροφορίες που κατέχονται από τις ίδιες ή για λογαριασμό τους, σε όποιον υποβάλλει σχετική αίτηση και χωρίς ο αιτών να οφείλει να επικαλεσθεί οιοδήποτε συμφέρον.

2.      Με την επιφύλαξη του άρθρου 4 […], οι περιβαλλοντικές πληροφορίες παρέχονται στον αιτούντα.»

12.      Οι εξαιρέσεις από το δικαίωμα πρόσβασης ρυθμίζονται στο άρθρο 4 της οδηγίας για την περιβαλλοντική πληροφόρηση:

«1.      Τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέπουν τη δυνατότητα απόρριψης αίτησης περιβαλλοντικής πληροφορίας όταν:

[…]

δ)      η αίτηση αφορά ημιτελές υλικό ή ημιτελή έγγραφα και δεδομένα·

[…]

2.      Τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέπουν την απόρριψη αιτήσεων περιβαλλοντικών πληροφοριών εάν η δημοσιοποίηση των πληροφοριών αυτών θα μπορούσε να επηρεάσει αρνητικά:

α)      τον εμπιστευτικό χαρακτήρα των διαδικασιών των δημόσιων αρχών, εφόσον ο εμπιστευτικός αυτός χαρακτήρας προβλέπεται από τη νομοθεσία·

β)      τις διεθνείς σχέσεις, τη δημόσια ασφάλεια ή την εθνική άμυνα·

[…]

η)      την προστασία του περιβάλλοντος στο οποίο αναφέρονται οι ως άνω πληροφορίες, όπως ο εντοπισμός σπάνιων ειδών.

Οι λόγοι απορρίψεως που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2 ερμηνεύονται συσταλτικά, λαμβανομένου υπόψη, για τη συγκεκριμένη περίπτωση, του δημόσιου συμφέροντος που εξυπηρετεί η δημοσιοποίηση των πληροφοριών. Σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, το δημόσιο συμφέρον που εξυπηρετεί η δημοσιοποίηση των πληροφοριών σταθμίζεται συγκριτικά προς το συμφέρον που εξυπηρετεί η άρνηση. […]»

13.      Το άρθρο 8 της οδηγίας για την περιβαλλοντική πληροφόρηση αφορά την ποιότητα των πληροφοριών και τη διαδικασία συλλογής τους:

«1.      Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν, στο μέτρο του δυνατού, ότι οι πληροφορίες που συλλέγονται από τα ίδια ή για λογαριασμό τους είναι ενημερωμένες, ακριβείς και συγκρίσιμες.

2.      Κατόπιν αιτήσεως, οι δημόσιες αρχές απαντούν σε αιτήσεις παροχής των πληροφοριών που αναφέρονται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 στοιχείο β), υποδεικνύοντας στον αιτούντα πού μπορούν να βρεθούν πληροφορίες, εφόσον διατίθενται, σχετικά με τις διαδικασίες μέτρησης, συμπεριλαμβανομένων των μεθόδων ανάλυσης, δειγματοληψίας και προεπεξεργασίας των δειγμάτων που χρησιμοποιούνται για τη συλλογή της αιτούμενης πληροφορίας, ή αναφέροντας μια τυποποιημένη διαδικασία που χρησιμοποιήθηκε.»

III. Πραγματικά περιστατικά και προδικαστική παραπομπή

14.      Από το 1999 ο καθού Οργανισμός περιβάλλοντος διεξάγει την εθνική απογραφή δασών στην Εσθονία. Κύριος σκοπός της απογραφής είναι η εκπόνηση στατιστικών επισκοπήσεων που αφορούν το καθεστώς, την κατάσταση και τη χρήση των δασικών εκτάσεων στην Εσθονία καθώς και τη χρήση της γης και τις αλλαγές της. Αποτελεί μέθοδο αντικειμενικής καταγραφής μεγάλων δασικών εκτάσεων με την ελάχιστη δυνατή επιβάρυνση. Τα δεδομένα των μετρήσεων και οι αξιολογήσεις συλλέγονται σε ομαδοποιημένες δειγματοληπτικές μονάδες, οι οποίες βρίσκονται στις πλευρές τετράγωνων γεωτεμαχίων (των λεγόμενων traktid) μεγέθους 800 x 800 μέτρων (64 εκταρίων γης). Τα γεωτεμάχια υποδιαιρούνται σε μόνιμα και προσωρινά. Ανάλογα με τις συνθήκες υπό τις οποίες λαμβάνεται το τυχαίο δείγμα, κάθε δειγματοληπτική μονάδα αντιπροσωπεύει αναλογικά ένα μέρος της συνολικής επιφάνειας των δασών της Εσθονίας. Βάσει της γενικεύσεως των στοιχείων που προκύπτουν από την παρατήρηση εκπονούνται στατιστικές εκθέσεις για τις δασικές εκτάσεις της Εσθονίας. Ο Οργανισμός περιβάλλοντος δημοσιεύει τα αποτελέσματα της απογραφής δασών στον διαδικτυακό τόπο του.

15.      Το Mittetulundusühing Roheline Kogukond, το MTÜ Eesti Metsa Abiks, το Päästame Eesti Metsad MTÜ και το Sihtasutus Keskkonnateabe Ühendus (καλούμενα στο εξής συλλήβδην: περιβαλλοντικές ενώσεις) κατέθεσαν στον Οργανισμό περιβάλλοντος αίτημα παροχής πληροφοριών, προκειμένου να τους παρασχεθούν, μεταξύ άλλων, τα στοιχεία στα οποία βασίστηκε η στατιστική δασική απογραφή. Τα εν λόγω βασικά στοιχεία της απογραφής αποτελούν δεδομένα που αναφέρονται στην τοποθεσία, τις μετρήσεις και την αξιολόγηση των δειγματοληπτικών μονάδων. Ωστόσο, ο Οργανισμός περιβάλλοντος διαβίβασε μέρος μόνο των βασικών στοιχείων, καθώς δεν παρέθεσε τις συντεταγμένες των μόνιμων δειγματοληπτικών μονάδων.

16.      Ως εκ τούτου, οι περιβαλλοντικές ενώσεις άσκησαν προσφυγή ενώπιον του Tallinna Halduskohus (διοικητικού δικαστηρίου του Τάλιν, Εσθονία) με αίτημα να υποχρεωθεί ο Οργανισμός περιβάλλοντος να ικανοποιήσει το αίτημά τους για παροχή πληροφοριών και να διαβιβάσει σε αυτές τις συντεταγμένες των μόνιμων δειγματοληπτικών μονάδων που χρησιμοποιούνται για τις στατιστικές δασικές απογραφές.

17.      Στο πλαίσιο της διαδικασίας αυτής, το Tallinna Halduskohus (διοικητικό δικαστήριο του Τάλιν) υπέβαλε στο δικαστήριο τα ακόλουθα ερωτήματα:

1)      Δύνανται στοιχεία, όπως αυτά που αφορούν την τοποθεσία των μόνιμων δειγματοληπτικών μονάδων των στατιστικών δασικών απογραφών που αποτελούν το αντικείμενο της κύριας δίκης, να θεωρηθούν «περιβαλλοντική πληροφορία» κατά την έννοια του άρθρου 2, σημείο 1, στοιχεία αʹ ή βʹ, της οδηγίας για την περιβαλλοντική πληροφόρηση;

2)      Αν, σύμφωνα με την απάντηση που θα δοθεί στο πρώτο ερώτημα, θεωρηθεί ότι πρόκειται για περιβαλλοντική πληροφορία:

2.1)      Πρέπει στη συνέχεια το άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, της οδηγίας για την περιβαλλοντική πληροφόρηση να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι στο ημιτελές υλικό ή στα ημιτελή έγγραφα και δεδομένα εμπίπτουν και τα στοιχεία που αφορούν την τοποθεσία των μόνιμων δειγματοληπτικών μονάδων των στατιστικών δασικών απογραφών;

2.2)      Έχει το άρθρο 4, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, της οδηγίας για την περιβαλλοντική πληροφόρηση την έννοια ότι η προϋπόθεση την οποία θέτει η εν λόγω διάταξη, ήτοι ότι ο οικείος εμπιστευτικός χαρακτήρας πρέπει να προβλέπεται από τη νομοθεσία, πληρούται αν η απαίτηση περί εμπιστευτικού χαρακτήρα δεν καθορίζεται νομοθετικώς για συγκεκριμένο είδος πληροφοριών, αλλά προκύπτει ερμηνευτικώς από διάταξη πράξεως γενικού χαρακτήρα, όπως είναι ο νόμος για την πρόσβαση σε δημόσιες πληροφορίες ή ο νόμος περί εθνικών στατιστικών;

2.3)      Πρέπει για την εφαρμογή του άρθρου 4, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, της οδηγίας για την περιβαλλοντική πληροφόρηση να διαπιστώνεται ότι η δημοσιοποίηση των ζητούμενων πληροφοριών μπόρεσε πράγματι να επηρεάσει αρνητικά τις διεθνείς σχέσεις του κράτους ή αρκεί να διαπιστώνεται αντίστοιχος κίνδυνος;

2.4)      Δικαιολογεί ο λόγος απόρριψης αίτησης που παρατίθεται στο άρθρο 4, παράγραφος 2, στοιχείο ηʹ, της οδηγίας για την περιβαλλοντική πληροφόρηση, ήτοι η «προστασία του [επίμαχου] περιβάλλοντος», τον περιορισμό της πρόσβασης σε περιβαλλοντική πληροφορία προκειμένου να διασφαλισθεί η αξιοπιστία των εθνικών στατιστικών;

3)      Αν, σύμφωνα με την απάντηση που θα δοθεί στο πρώτο ερώτημα, στοιχεία όπως εκείνα που αφορούν την τοποθεσία των μόνιμων δειγματοληπτικών μονάδων των στατιστικών δασικών απογραφών στην κύρια δίκη δεν αποτελούν περιβαλλοντική πληροφορία, πρέπει το αίτημα παροχής πληροφοριών που αφορά τέτοιου είδους στοιχεία να θεωρείται αίτηση για πρόσβαση στις πληροφορίες που προβλέπονται στο άρθρο 2, σημείο 1, στοιχείο βʹ, της οδηγίας για την περιβαλλοντική πληροφόρηση, η οποία εξετάζεται κατά το άρθρο 8, παράγραφος 2;

4)      Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο τρίτο ερώτημα: Πρέπει δεδομένα, όπως τα στοιχεία που αφορούν την τοποθεσία των μόνιμων δειγματοληπτικών μονάδων των στατιστικών δασικών απογραφών που αποτελούν το αντικείμενο της κύριας δίκης, να θεωρούνται πληροφορίες σχετικά με τις διαδικασίες ανάλυσης, δειγματοληψίας και προεπεξεργασίας των δειγμάτων που χρησιμοποιούνται για τη συλλογή πληροφοριών κατά την έννοια του άρθρου 8, παράγραφος 2, της οδηγίας για την περιβαλλοντική πληροφόρηση;

5.1)      Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο τέταρτο ερώτημα: Μπορεί η πρόσβαση σε τέτοιου είδους πληροφορίες, την οποία κατοχυρώνει το άρθρο 8, παράγραφος 2, της οδηγίας για την περιβαλλοντική πληροφόρηση, να περιορίζεται για οποιονδήποτε λόγο προβλεπόμενο στο εσωτερικό δίκαιο;

5.2)      Μπορεί η άρνηση παροχής των πληροφοριών βάσει του άρθρου 8, παράγραφος 2, της οδηγίας για την περιβαλλοντική πληροφόρηση να αμβλύνεται με άλλα μέτρα όπως, για παράδειγμα, μέτρα στο πλαίσιο των οποίων παρέχεται πρόσβαση στις ζητούμενες πληροφορίες σε οργανισμούς έρευνας και ανάπτυξης ή στο Riigikontroll [Ελεγκτικό Συνέδριο] προς τον σκοπό διεξαγωγής ελέγχου;

6)      Μπορεί η άρνηση παροχής δεδομένων, όπως των στοιχείων που αφορούν την τοποθεσία των μόνιμων δειγματοληπτικών μονάδων των στατιστικών δασικών απογραφών της κύριας δίκης, να δικαιολογείται από σκοπούς όπως η διασφάλιση της ποιότητας περιβαλλοντικών πληροφοριών κατά την έννοια του άρθρου 8, παράγραφος 1, της οδηγίας για την περιβαλλοντική πληροφόρηση;

7)      Προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 21 της οδηγίας για την περιβαλλοντική πληροφόρηση νομική βάση για την παροχή των στοιχείων που αφορούν την τοποθεσία των μόνιμων δειγματοληπτικών μονάδων των στατιστικών δασικών απογραφών;

18.      Οι περιβαλλοντικές ενώσεις, ο Οργανισμός περιβάλλοντος, η Εσθονία και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατέθεσαν γραπτές παρατηρήσεις και απάντησαν στο αίτημα του Δικαστηρίου για παροχή πληροφοριών. Το Δικαστήριο έκρινε ότι παρέλκει η διεξαγωγή προφορικής διαδικασίας κατά το άρθρο 76, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, δεδομένου ότι κατά την εκτίμησή του διαθέτει επαρκή στοιχεία.

IV.    Νομική εκτίμηση

19.      Με τα προδικαστικά ερωτήματα που υπέβαλε, το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινιστεί αν το δικαίωμα πρόσβασης σε περιβαλλοντικές πληροφορίες υποχρεώνει τον καθού να παράσχει στοιχεία που αφορούν την τοποθεσία των μόνιμων δειγματοληπτικών μονάδων των στατιστικών δασικών απογραφών.

20.      Το δικαίωμα πρόσβασης σε περιβαλλοντικές πληροφορίες απορρέει από το άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας για την περιβαλλοντική πληροφόρηση και προϋποθέτει απλώς οι ζητούμενες πληροφορίες να αποτελούν περιβαλλοντικές πληροφορίες. Εντούτοις, η οδηγία προβλέπει και ορισμένες εξαιρέσεις στο δικαίωμα πρόσβασης, οι οποίες επιτρέπουν στην αρμόδια υπηρεσία να αρνηθεί τη δημοσιοποίηση.

21.      Ακολούθως, καταρχάς θα εξηγήσω ότι οι επίδικες τοποθεσίες αποτελούν περιβαλλοντικές πληροφορίες (πρώτο προδικαστικό ερώτημα, συναφώς υπό Α) και στη συνέχεια θα εξετάσω τις εξαιρέσεις στο δικαίωμα πρόσβασης σε περιβαλλοντικές πληροφορίες (δεύτερο και έκτο ερώτημα, συναφώς υπό Β). Τέλος θα καταδείξω ότι τα λοιπά προδικαστικά ερωτήματα είναι άνευ σημασίας για την κύρια δίκη (επ’ αυτού υπό Γ και Δ).

Α.      Πρώτο προδικαστικό ερώτημα – Έννοια της «περιβαλλοντικής πληροφορίας»

22.      Με το πρώτο προδικαστικό ερώτημα το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινιστεί κατά πόσον τα στοιχεία που αφορούν την τοποθεσία των μόνιμων δειγματοληπτικών μονάδων των στατιστικών δασικών απογραφών στην κύρια δίκη μπορούν να χαρακτηριστούν ως περιβαλλοντική πληροφορία κατά την έννοια του άρθρου 2, σημείο 1, στοιχεία αʹ ή βʹ, της οδηγίας για την περιβαλλοντική πληροφόρηση.

23.      Κατά το άρθρο 2, σημείο 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας για την περιβαλλοντική πληροφόρηση, ως «περιβαλλοντική πληροφορία» νοείται οποιαδήποτε πληροφορία σχετικά με την κατάσταση των στοιχείων του περιβάλλοντος, όπως το έδαφος, το χώμα, τα τοπία και οι φυσικές τοποθεσίες, καθώς και η βιοποικιλότητα και τα στοιχεία της.

24.      Εξεταζόμενα μεμονωμένα, τα στοιχεία που αφορούν τις επίδικες τοποθεσίες συνιστούν απλώς γεωγραφικές συντεταγμένες που δεν καταδεικνύουν τίποτε σε σχέση με την κατάσταση των στοιχείων του περιβάλλοντος.

25.      Αντιθέτως, κατά την έννοια του παρατιθέμενου ορισμού, οι πληροφορίες που αφορούν την τοποθεσία των μόνιμων δειγματοληπτικών μονάδων των στατιστικών δασικών απογραφών αποτελούν πληροφορίες σχετικά με την κατάσταση των στοιχείων του περιβάλλοντος, ήτοι σχετικά με ορισμένες φυσικές τοποθεσίες καθώς και με τα στοιχεία της βιοποικιλότητας στους τόπους αυτούς. Στα στοιχεία αυτά όμως συμπεριλαμβάνονται και οι πληροφορίες που αφορούν τον οικείο τόπο. Χωρίς αυτές, το σύνολο των εν λόγω στοιχείων επιτρέπει την εξαγωγή στατιστικών συμπερασμάτων για την κατάσταση των δασών, μόνον όμως η γνώση των πληροφοριών σχετικά με τον τόπο καθιστά δυνατή την αντιστοίχιση των πληροφοριών σχετικά με την κατάσταση με συγκεκριμένους οικοτόπους.

26.      Ο Οργανισμός περιβάλλοντος αντιτάσσει ότι η μέθοδος συλλογής των περιβαλλοντικών πληροφοριών δεν συμπεριλαμβάνεται κατ’ ανάγκην στην έννοια αυτών. Ως προς την αντίρρηση αυτή πρέπει να γίνει δεκτό ότι το άρθρο 8, παράγραφος 2, της οδηγίας για την περιβαλλοντική πληροφόρηση προβλέπει ειδικές υποχρεώσεις κοινοποίησης όσον αφορά τη διαδικασία συλλογής των περιβαλλοντικών πληροφοριών, οι οποίες αποτελούν αντικείμενο του τρίτου, του τέταρτου και του πέμπτου προδικαστικού ερωτήματος.

27.      Όμως, ακόμη και αν ήθελε θεωρηθεί ότι τα στοιχεία που αφορούν τις τοποθεσίες συμπεριλαμβάνονται στις εν λόγω μεθοδολογικού χαρακτήρα πληροφορίες, τούτο και μόνο δεν θα αρκούσε για να δικαιολογήσει εξαίρεση των εν λόγω στοιχείων από την έννοια της περιβαλλοντικής πληροφορίας. Η διαφορά των στοιχείων που αφορούν την τοποθεσία από τα κριτήρια επιλογής των δειγματοληπτικών μονάδων έγκειται στο ότι τα δεύτερα δεν περιγράφουν την κατάσταση συγκεκριμένων στοιχείων του περιβάλλοντος.

28.      Ως εκ τούτου, επισημαίνεται ότι τα στοιχεία που αφορούν την τοποθεσία των μόνιμων δειγματοληπτικών μονάδων των στατιστικών δασικών απογραφών από κοινού με τις πληροφορίες σχετικά με την κατάσταση των εν λόγω εκτάσεων αποτελούν πληροφορίες σχετικά με την κατάσταση των στοιχείων του περιβάλλοντος και, επομένως, περιβαλλοντικές πληροφορίες κατά την έννοια του άρθρου 2, σημείο 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας για την περιβαλλοντική πληροφόρηση.

29.      Το αν οι εν λόγω πληροφορίες αποτελούν περαιτέρω και περιβαλλοντική πληροφορία κατά την έννοια του άρθρου 2, σημείο 1, στοιχείο βʹ, της οδηγίας για την περιβαλλοντική πληροφόρηση είναι άνευ σημασίας όσον αφορά το δικαίωμα πρόσβασης και η απόφανση επί του ζητήματος αυτού παρέλκει.

Β.      Δεύτερο και έκτο προδικαστικό ερώτημα – Εξαιρέσεις από το δικαίωμα πρόσβασης

30.      Δεδομένου ότι, κατόπιν των ανωτέρω, οι περιβαλλοντικές ενώσεις έχουν καταρχήν δικαίωμα δημοσιοποίησης των στοιχείων που αφορούν τις επίδικες τοποθεσίες βάσει του άρθρου 3, παράγραφος 1, της οδηγίας για την περιβαλλοντική πληροφόρηση, τίθεται το ζήτημα κατά πόσον ο Οργανισμός περιβάλλοντος δύναται να επικαλεστεί εξαίρεση από αυτό το δικαίωμα, προκειμένου να αρνηθεί τη δημοσιοποίηση. Οι εξαιρέσεις αυτές ερείδονται επί συγκεκριμένων συμφερόντων, τα οποία θα μπορούσε να θίξει η δημοσιοποίηση των πληροφοριών.

31.      Ως εκ τούτου, θα περιγράψω καταρχάς τον αναγκαίο βαθμό κινδύνου προσβολής του προστατευόμενου συμφέροντος στο πλαίσιο της εξαιρέσεως (τρίτο σκέλος του δεύτερου ερωτήματος, συναφώς υπό 1). Στη βάση αυτή είναι δυνατό να εξετασθούν τα διάφορα συμφέροντα που θα μπορούσαν να δικαιολογήσουν την άρνηση δημοσιοποίησης. Κατά συνέπεια, θα εξετάσω καταρχάς το έκτο ερώτημα, δεδομένου ότι το συμφέρον ως προς την ποιότητα των δασικών απογραφών στο οποίο αναφέρεται συνιστά τον πυρήνα όλων των αντιρρήσεων για τη δημοσιοποίηση των επίμαχων στοιχείων που αφορούν τις επίδικες τοποθεσίες (συναφώς υπό 2). Επιπλέον, το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινιστούν οι διάφορες εξαιρέσεις του άρθρου 4 της οδηγίας για την περιβαλλοντική πληροφόρηση, ήτοι οι εξαιρέσεις που αφορούν τις ημιτελείς διαδικασίες (πρώτο σκέλος του δεύτερου ερωτήματος, συναφώς υπό 3), την αναγκαιότητα νομοθετικής θεσπίσεως της εξαιρέσεως σχετικά με τον εμπιστευτικό χαρακτήρα των διαδικασιών των δημόσιων αρχών (δεύτερο σκέλος του δεύτερου ερωτήματος, συναφώς υπό 4), τις αρνητικές επιπτώσεις στις διεθνείς σχέσεις της χώρας (τρίτο σκέλος του δεύτερου ερωτήματος, συναφώς υπό 5) και την προστασία του περιβάλλοντος (τέταρτο σκέλος του δεύτερου ερωτήματος, συναφώς υπό 6).

1.      Τρίτο σκέλος του δεύτερου προδικαστικού ερωτήματος – Αναγκαίος βαθμός του κινδύνου προσβολής προστατευόμενου συμφέροντος

32.      Με το τρίτο σκέλος του δεύτερου ερωτήματος, το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινιστεί αν για την εφαρμογή της εξαιρέσεως από το δικαίωμα πρόσβασης σε περιβαλλοντικές πληροφορίες κατά το άρθρο 4, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, της οδηγίας για την περιβαλλοντική πληροφόρηση πρέπει να διαπιστώνεται ότι η δημοσιοποίηση των ζητούμενων πληροφοριών θα μπορούσε πράγματι να επηρεάσει αρνητικά τις διεθνείς σχέσεις του κράτους, ή αν αρκεί να διαπιστώνεται αντίστοιχος κίνδυνος.

33.      Μολονότι το αιτούν δικαστήριο υποβάλλει το εν λόγω ερώτημα ειδικώς σε συνάρτηση με την εξαίρεση που αφορά την προστασία των διεθνών σχέσεων και προβλέπεται στο άρθρο 4, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, της οδηγίας για την περιβαλλοντική πληροφόρηση, εντούτοις ο αναγκαίος βαθμός κινδύνου έχει σημασία για όλες τις εξαιρέσεις. Για τον λόγο αυτό θα απαντήσω σε αυτό το σκέλος πριν προχωρήσω στην εξέταση του ερωτήματος.

34.      Η απάντηση συνάγεται από την πάγια νομολογία σχετικά με την πρόσβαση στα έγγραφα των θεσμικών οργάνων της Ένωσης. Κατά την εν λόγω νομολογία, σε περίπτωση αρνήσεως το οικείο θεσμικό όργανο πρέπει να τεκμηριώσει κατά πόσον η πρόσβαση [στο έγγραφο] είναι ικανή να θίξει συγκεκριμένα και ουσιαστικά το συμφέρον που προστατεύει η εξαίρεση την οποία επικαλείται το θεσμικό αυτό όργανο. Επιπλέον, ο κίνδυνος προσβολής του δημόσιου συμφέροντος πρέπει να είναι ευλόγως προβλέψιμος και όχι απλώς υποθετικός (5).

35.      Όπως επισημαίνει η Εσθονία, το Δικαστήριο έχει εν τω μεταξύ επεκτείνει το εν λόγω κριτήριο και στην εφαρμογή εξαιρέσεων που αφορούν την αξίωση για πληροφόρηση κατά την οδηγία για την περιβαλλοντική πληροφόρηση (6).

36.      Επομένως, η εφαρμογή των εξαιρέσεων από το δικαίωμα πρόσβασης σε περιβαλλοντικές πληροφορίες προϋποθέτει ότι η δημοσιοποίηση των επίμαχων πληροφοριών δικαιολογεί την ύπαρξη ευλόγως προβλέψιμου και όχι απλώς υποθετικού κινδύνου συγκεκριμένης και ουσιαστικής προσβολής του εκάστοτε προστατευόμενου συμφέροντος.

2.      Έκτο προδικαστικό ερώτημα – Ποιότητα της δασικής απογραφής

37.      Με το έκτο προδικαστικό ερώτημα ζητείται να διευκρινιστεί, αν ο κίνδυνος ως προς την ποιότητα των μελλοντικών επιβαρύνσεων των δασικών απογραφών μπορεί να δικαιολογήσει άρνηση παροχής των στοιχείων που αφορούν την τοποθεσία.

38.      Η οδηγία για την περιβαλλοντική πληροφόρηση αναγνωρίζει ρητώς τέτοιο συμφέρον, θεσπίζοντας μάλιστα και αντίστοιχη υποχρέωση προστασίας. Συγκεκριμένα, κατά το άρθρο 8, παράγραφος 1, τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν, στο μέτρο του δυνατού, ότι οι πληροφορίες που συλλέγονται από τα ίδια ή για λογαριασμό τους είναι ενημερωμένες, ακριβείς και συγκρίσιμες.

39.      Η απογραφή δασών διεξάγεται ανά τακτά χρονικά διαστήματα από τον Οργανισμό περιβάλλοντος, ο οποίος αποτελεί δημόσια αρχή της Εσθονίας, και, κατά ταυτόσημη δήλωση των μετεχόντων στη διαδικασία, συνιστά τη βάση επί της οποίας οι κρατικές αρχές λαμβάνουν τις αποφάσεις που αφορούν τη δασοκομία και την περιβαλλοντική πολιτική. Στο πλαίσιο αυτό, η συγκρισιμότητα των συλλεγόμενων πληροφοριών είναι καίριας σημασίας, δεδομένου ότι σκοπός των δασικών απογραφών είναι η καταγραφή της χρονικής εξέλιξης της κατάστασης των δασών και η συγκρισιμότητά της με παρόμοια στοιχεία που συλλέγονται σε άλλα κράτη. Επομένως, πρόκειται για πληροφορίες κατά την έννοια του άρθρου 8, παράγραφος 1, της οδηγίας για την περιβαλλοντική πληροφόρηση.

40.      Σύμφωνα με τα στοιχεία που υπέβαλε το αιτούν δικαστήριο, ο Οργανισμός περιβάλλοντος βάσιμα ισχυρίζεται ότι η δημοσιοποίηση των επίδικων στοιχείων τοποθεσίας θα μπορούσε να ωθήσει τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα να αλλοιώσουν τη δασική απογραφή προκειμένου να αυξήσουν, για παράδειγμα, τον όγκο της υλοτομούμενης ξυλείας. Τυχόν υλοποίηση αυτού του κινδύνου, θα είχε αντίκτυπο στην ποιότητα της απογραφής των δασών. Πιθανώς η απογραφή θα ήταν λιγότερο ακριβής, ενώ θα δημιουργούνταν αμφιβολίες και όσον αφορά τη χρονική και τοπική συγκρισιμότητα των αποτελεσμάτων. Ως εκ τούτου, στις περιπτώσεις αυτές το κράτος μέλος οφείλει να μην επιτρέπει τη δημοσιοποίηση, τουλάχιστον στο μέτρο του δυνατού. Κατά τους ισχυρισμούς του Οργανισμού περιβάλλοντος και της Εσθονίας, η εκτίμηση αυτή γίνεται αποδεκτή σε διεθνές επίπεδο (7) και ιδίως στα άλλα κράτη μέλη (8).

41.      Είναι, ωστόσο, αυτό αρκετό, ώστε με έρεισμα το άρθρο 8, παράγραφος 1, της οδηγίας για την περιβαλλοντική πληροφόρηση να δικαιολογήσει εξαίρεση από το δικαίωμα πρόσβασης στα δεδομένα τοποθεσίας;

42.      Το συμπέρασμα αυτό δεν συνάδει με την εξαντλητική απαρίθμηση των εξαιρέσεων στο άρθρο 4 της οδηγίας για την περιβαλλοντική πληροφόρηση. Όπως έχει επισημανθεί στο παρελθόν τόσο από το Δικαστήριο (9) όσο και από την υποφαινομένη (10), σύμφωνα με την αιτιολογική σκέψη 16 θα πρέπει να επιτρέπεται στις δημόσιες αρχές να απορρίπτουν αιτήματα για περιβαλλοντικές πληροφορίες μόνο σε συγκεκριμένες και σαφώς καθοριζόμενες περιπτώσεις. Αυτές οι περιπτώσεις παρατίθενται στο άρθρο 4. Επομένως, το δικαίωμα πρόσβασης σε περιβαλλοντικές πληροφορίες κατοχυρώνεται στο άρθρο 3, με την επιφύλαξη του άρθρου 4. Αντιθέτως, δεν υπάρχει επιφύλαξη ως προς το άρθρο 8, παράγραφος 1, ενώ η ίδια διάταξη δεν περιλαμβάνει ούτε ρητή επισήμανση ότι η προστασία της ποιότητας της περιβαλλοντικής πληροφόρησης μπορεί να δικαιολογήσει την άρνηση δημοσιοποίησής της.

43.      Πρόσθετες εξαιρέσεις θα ήταν, επιπλέον, αντίθετες και με τη μεταφερθείσα στο δίκαιο της Ένωσης με την οδηγία για την περιβαλλοντική πληροφόρηση σύμβαση του Aarhus (11), της οποίας το άρθρο 4, παράγραφοι 3 και 4, προβλέπει μόνο συγκεκριμένες, ρητώς αναφερόμενες εξαιρέσεις (12).

44.      Πάντως, στο εδάφιο 17 του προοιμίου της Σύμβασης του Aarhus τονίζεται επίσης η σπουδαιότητα της πλήρους ενσωμάτωσης των περιβαλλοντικών πλευρών στη λήψη κυβερνητικών αποφάσεων και η επακόλουθη ανάγκη να κατέχουν οι δημόσιες αρχές επακριβείς, περιεκτικές και ενημερωμένες περιβαλλοντικές πληροφορίες. Επίσης, κατά το άρθρο 5, παράγραφος 1, της Σύμβασης, κάθε μέρος εξασφαλίζει ότι οι δημόσιες αρχές κατέχουν και προσαρμόζουν στα νέα δεδομένα περιβαλλοντικές πληροφορίες που είναι σχετικές με το λειτούργημά τους. Επιπλέον, πρέπει να καθιερώνονται υποχρεωτικά συστήματα ούτως ώστε να υπάρχει κατάλληλη ροή πληροφοριών προς τις δημόσιες αρχές σχετικά με προτεινόμενες και υφιστάμενες δραστηριότητες οι οποίες ενδέχεται να επηρεάσουν σημαντικά το περιβάλλον. Τέτοιου είδους σύστημα αποτελεί η απογραφή δασών.

45.      Από τα ανωτέρω συνάγεται, αφενός, ότι μόνο το αναγνωρισμένο στο άρθρο 8, παράγραφος 1, της οδηγίας για την περιβαλλοντική πληροφόρηση συμφέρον ως προς την ποιότητα των περιβαλλοντικών πληροφοριών δεν αρκεί για να δικαιολογήσει την άρνηση της δημοσιοποίησης περιβαλλοντικών πληροφοριών. Το συμπέρασμα αυτό προκύπτει από το ότι η εν λόγω διάταξη δεν προβλέπει συγκεκριμένες και σαφώς καθοριζόμενες περιπτώσεις, στις οποίες είναι δυνατή η άρνηση.

46.      Αφετέρου, η αναγνωρισμένη σπουδαιότητα της ποιότητας των περιβαλλοντικών πληροφοριών προσδίδει ιδιαίτερη βαρύτητα στο συμφέρον. Ως εκ τούτου, το συμφέρον πρέπει να λαμβάνεται πλήρως υπόψη κατά την ερμηνεία και εφαρμογή των ρητώς καθοριζόμενων λόγων αρνήσεως της δημοσιοποίησης.

47.      Ο συναφής συνδετικός παράγοντας παρέχεται στο άρθρο 4, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας για την περιβαλλοντική πληροφόρηση. Κατά την πρώτη περίοδο, οι λόγοι απορρίψεως πρέπει να ερμηνεύονται συσταλτικά, λαμβανομένου υπόψη, κατά περίπτωση, του δημόσιου συμφέροντος που εξυπηρετεί η δημοσιοποίηση των πληροφοριών. Κατά τη δεύτερη περίοδο, για κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, το δημόσιο συμφέρον που εξυπηρετεί η δημοσιοποίηση των πληροφοριών σταθμίζεται συγκριτικά προς το συμφέρον που εξυπηρετεί η άρνηση.

48.      Στο πλαίσιο αυτό, δεν αντιπαραβάλλεται κατ’ ανάγκη το δημόσιο συμφέρον που εξυπηρετεί η δημοσιοποίηση των πληροφοριών με το ιδιωτικό συμφέρον για εμπιστευτική διαχείριση των πληροφοριών. Πολλώ δε μάλλον καθόσον πολλές από τις εξαιρέσεις αφορούν επίσης το δημόσιο συμφέρον. Στην πραγματικότητα, δεν πρόκειται κατ’ ουσίαν για το δημόσιο συμφέρον στο σύνολό του, αλλά για το συμφέρον του κοινού προς γνωστοποίηση, το οποίο πρέπει να σταθμισθεί σε σχέση προς τα προστατευόμενα συμφέροντα (13).

49.      Όμως, το δημόσιο συμφέρον που εξυπηρετεί η δημοσιοποίηση των επίδικων στοιχείων σχετικά με την τοποθεσία είναι περιορισμένο. Τούτο διότι η πρωταρχική αξία τους δεν έγκειται στην περιγραφή της περιβαλλοντικής κατάστασης στις επιμέρους επίμαχες τοποθεσίες. Εξεταζόμενες μεμονωμένα, οι εκάστοτε περιγραφές κατάστασης φαίνεται να είναι ήσσονος σημασίας και, αν χρειαστεί, είναι σχετικώς εύκολη η αντ’ αυτών επιθεώρηση της επίμαχης τοποθεσίας ή, ενδεχομένως, ακόμη και η διόρθωσή τους.

50.      Αντιθέτως, η αξία αυτών των τοπικών περιγραφών κατάστασης έγκειται στο ότι από κοινού παρέχουν μια αντιπροσωπευτική συνολική εικόνα της κατάστασης των δασών, η οποία είναι συγκρίσιμη με προηγούμενες και μελλοντικές απογραφές δασών. Όμως, η λειτουργία αυτή θα επηρεαζόταν αρνητικά αν, λόγω της δημοσιοποίησης, υπήρχε κίνδυνος αλλοιώσεως της κατάστασης των δασών στις δειγματοληπτικές μονάδες.

51.      Εν πάση περιπτώσει, η σοβαρότητα των κινδύνων που συνδέονται με τη δημοσιοποίηση πρέπει να εξετάζεται επιμελώς. Ενδεχομένως είναι ήσσονος σημασίας, οσάκις η αποτελεσματική αποτροπή των αλλοιώσεων είναι δυνατή με την εφαρμογή άλλων μέτρων ή όταν τα στοιχεία που αφορούν τις εγκαταστάσεις είναι ήδη ευρέως γνωστά ή μπορούν να υπολογιστούν με ευκολία.

52.      Η σοβαρότητα του κινδύνου αλλοιώσεως θα ήταν επίσης μικρή αν είναι βάσιμος ο ισχυρισμός των περιβαλλοντικών ενώσεων ότι στην Εσθονία παρέχονται κίνητρα αλλοιώσεως της απογραφής δασών ιδίως όσον αφορά το εσθονικό δημόσιο, στο οποίο ανήκει το μεγαλύτερο μέρος των δασικών εκτάσεων. Όμως, τα στοιχεία που αφορούν τις τοποθεσίες είναι εκ προοιμίου γνωστά στο εσθονικό κράτος, δεδομένου ότι οι τοποθεσίες έχουν καθοριστεί από τον Οργανισμό περιβάλλοντος. Στην περίπτωση αυτή, ο κίνδυνος ως προς τις δασικές απογραφές δεν απορρέει πρωτίστως από τη δημοσιοποίηση των στοιχείων που αφορούν την τοποθεσία, αλλά από το ότι δεν αφαιρείται από συγκεκριμένες κρατικές υπηρεσίες η δυνατότητα να προβαίνουν σε αλλοιώσεις.

53.      Υπό αυτό το πρίσμα, το επικαλούμενο από τις περιβαλλοντικές ενώσεις συμφέρον ελέγχου της αξιοπιστίας των δασικών απογραφών αποκτά ακόμη μεγαλύτερη σημασία.

54.      Αν, αντιθέτως, η δημοσιοποίηση των στοιχείων που αφορούν τις τοποθεσίες συνιστούσε όντως ένα σοβαρό πρόσθετο κίνδυνο αλλοιώσεως των δειγματοληπτικών μονάδων, θα μειωνόταν και το ενδιαφέρον για διεξαγωγή δημοσίων ελέγχων από τις περιβαλλοντικές ενώσεις. Τούτο διότι, αν προϋπόθεση του εν λόγω ελέγχου αποτελούσε η δημοσιοποίηση των στοιχείων των τοποθεσιών, αυτή θα υπονόμευε τους στόχους των περιβαλλοντικών ενώσεων, μολονότι θα έθετε υπό αμφισβήτηση την ποιότητα της απογραφής δασών.

55.      Εξάλλου, το ενδιαφέρον διεξαγωγής δημοσίων ελέγχων από τις περιβαλλοντικές ενώσεις θα μπορούσε να μειωθεί και σε περίπτωση που η ποιότητα και η αξιοπιστία των δασικών απογραφών τελούσαν υπό τον έλεγχο ανεξάρτητων υπηρεσιών χωρίς τη γενικευμένη δημοσιοποίηση των στοιχείων τοποθεσίας, κατά τα διαλαμβανόμενα στο δεύτερο σκέλος του πέμπτου ερωτήματος.

56.      Το Δικαστήριο δεν έχει στη διάθεσή του τις απαραίτητες πληροφορίες, προκειμένου να αποφανθεί οριστικώς επί αυτών των ζητημάτων. Τουναντίον, η κρίση αυτή εναπόκειται στα αρμόδια εθνικά δικαστήρια.

57.      Επομένως, για την ερμηνεία των εξαιρέσεων από το δικαίωμα πρόσβασης και στο πλαίσιο στάθμισης των συμφερόντων, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη το δημόσιο συμφέρον που εξυπηρετεί η δημοσιοποίηση των στοιχείων τοποθεσίας των μόνιμων δειγματοληπτικών μονάδων των στατιστικών δασικών απογραφών. Το συμφέρον περιορίζεται αν η δημοσιοποίηση δικαιολογεί την ύπαρξη ευλόγως προβλέψιμου και όχι απλώς υποθετικού κινδύνου συγκεκριμένης και ουσιαστικής προσβολής της αξιοπιστίας των δασικών απογραφών και αν τα ενδεχόμενα οφέλη από τη δημοσιοποίηση είναι δυνατό να επιτευχθούν με άλλα μέσα.

3.      Πρώτο σκέλος του δεύτερου προδικαστικού ερωτήματος – Ημιτελείς διαδικασίες

58.      Με το πρώτο σκέλος του δεύτερου προδικαστικού ερωτήματος το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινιστεί κατά πόσον τα στοιχεία που αφορούν την τοποθεσία των μόνιμων δειγματοληπτικών μονάδων των στατιστικών δασικών απογραφών εμπίπτουν στην εξαίρεση του άρθρου 4, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, της οδηγίας για την περιβαλλοντική πληροφόρηση. Κατά την εν λόγω διάταξη τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέπουν τη δυνατότητα απόρριψης αίτησης περιβαλλοντικής πληροφορίας όταν η αίτηση αφορά ημιτελές υλικό ή ημιτελή έγγραφα και δεδομένα. Η εξαίρεση αυτή αποσκοπεί στην ικανοποίηση της ανάγκης των δημόσιων αρχών να διαθέτουν έναν προστατευόμενο χώρο για προβληματισμό και για διεξαγωγή εσωτερικών συζητήσεων (14).

59.      Ωστόσο, όπως όλες οι εξαιρέσεις από το δικαίωμα πρόσβασης, η συγκεκριμένη εξαίρεση πρέπει να ερμηνεύεται συσταλτικά σύμφωνα με το άρθρο 4, παράγραφος 2, δεύτερη περίοδος, της οδηγίας για την περιβαλλοντική πληροφόρηση. Επομένως, πρέπει να περιορίζεται στις τρεις περιπτώσεις που ρυθμίζονται συγκεκριμένα. Χαρακτηριστικό τους είναι ότι το υλικό, τα έγγραφα και τα δεδομένα που εμπίπτουν στην εν λόγω ρύθμιση δεν έχουν εισέτι τύχει επεξεργασίας, ενώ και το άρθρο 4, παράγραφος 3, στοιχείο γʹ, της Σύμβασης του Aarhus αφορά «υλικό υπό ολοκλήρωση». Συνάφεια με την ποιότητα των στοιχείων υφίσταται στον βαθμό που η πρόσβαση του κοινού σε τέτοιου είδους πληροφορίες θα μπορούσε να δημιουργήσει ανακριβή εικόνα. Εντούτοις, ο κίνδυνος αυτός μπορεί να δικαιολογήσει άρνηση μόνον εφόσον δεν δύναται να αποσοβηθεί με αντίστοιχη επισήμανση (15).

60.      Όμως, τα στοιχεία που αφορούν την τοποθεσία των μόνιμων δειγματοληπτικών μονάδων των στατιστικών δασικών απογραφών είναι ήδη πλήρη και, συνεπώς, δεν εμπίπτουν σε καμία από τις τρεις κατηγορίες.

61.      Το ότι τα στοιχεία τοποθεσίας των μόνιμων δειγματοληπτικών μονάδων των στατιστικών δασικών απογραφών προορίζονται για την ανά τακτά διαστήματα σύνταξη πρόσθετων εκθέσεων που αφορούν την κατάσταση των δασών δεν ασκεί επιρροή. Οι εκθέσεις και οι πληροφορίες που συλλέγονται σε αυτές ενδέχεται, κατά καιρούς, να εμπίπτουν στις παρατιθέμενες κατηγορίες και, συνεπώς, στην εξαίρεση του άρθρου 4, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, της οδηγίας για την περιβαλλοντική πληροφόρηση. Τούτο όμως δεν αποτελεί λόγο άρνησης παροχής των στοιχείων τοποθεσίας. Τα στοιχεία αυτά αποτελούν, ρητώς ή σιωπηρώς, μέρος των εκθέσεων. Ωστόσο, έχουν και αυτοτελή σημασία, ενδεχομένως ανεξάρτητα από τις επιμέρους –ή και τις ημιτελείς– εκθέσεις. Τούτο καταδεικνύεται επίσης από το ότι τα στοιχεία τοποθεσίας δεν αποτελούν μόνο το έρεισμα των εκθέσεων που τελούν υπό επεξεργασία αλλά, όπως αναγνωρίζει ο Οργανισμός περιβάλλοντος, αποτελούν και έρεισμα των εκθέσεων που έχουν ολοκληρωθεί στο παρελθόν.

62.      Στο ίδιο συμπέρασμα οδηγούν και οι σκέψεις που παρατέθηκαν αμέσως ανωτέρω σχετικά με το πιθανώς περιορισμένο δημόσιο συμφέρον ως προς τη δημοσιοποίηση των στοιχείων τοποθεσίας (16). Ουδόλως μεταβάλλουν το γεγονός ότι τα στοιχεία τοποθεσίας αποτελούν συστατικό στοιχείο ήδη ολοκληρωμένων διεργασιών.

63.      Η κατ’ επανάληψη χρήση ορισμένων στοιχείων θα ήταν αντίθετη προς τον παροδικό χαρακτήρα της εν λόγω εξαιρέσεως, αν αυτή εφαρμοζόταν χωρίς χρονικούς περιορισμούς στα στοιχεία και παρά το γεγονός ότι αυτά έχουν ήδη καθοριστεί. Αντιθέτως, η εφαρμογή της εξαιρέσεως επιβάλλεται μόνο για ορισμένο χρονικό διάστημα, ήτοι κατά την επεξεργασία του υλικού, των εγγράφων και των στοιχείων (17). Η ιδέα της χρονικώς περιορισμένης ισχύος της εξαιρέσεως επιρρωννύεται από το άρθρο 4, παράγραφος 1, δεύτερη περίοδος, της οδηγίας για την περιβαλλοντική πληροφόρηση, κατά το οποίο, μαζί με την άρνηση δημοσιοποίησης ημιτελούς υλικού, πρέπει επίσης να γνωστοποιείται ο εκτιμώμενος χρόνος που χρειάζεται για την ολοκλήρωσή του.

64.      Επομένως, τα στοιχεία που αφορούν την τοποθεσία των μόνιμων δειγματοληπτικών μονάδων στατιστικών απογραφών οι οποίες επαναλαμβάνονται ανά τακτά χρονικά διαστήματα δεν συνιστούν ημιτελές υλικό ούτε πρόκειται για ημιτελή έγγραφα και δεδομένα κατά την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, της οδηγίας για την περιβαλλοντική πληροφόρηση.

4.      Δεύτερο σκέλος του δεύτερου προδικαστικού ερωτήματος – Νομοθετική θέσπιση του εμπιστευτικού χαρακτήρα των διαβουλεύσεων των δημόσιων αρχών

65.      Σύμφωνα με το άρθρο 4, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, της οδηγίας για την περιβαλλοντική πληροφόρηση, τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέπουν την απόρριψη αιτήσεως περιβαλλοντικών πληροφοριών, εάν η δημοσιοποίηση θα μπορούσε να επηρεάσει αρνητικά τον εμπιστευτικό χαρακτήρα των διαβουλεύσεων των δημόσιων αρχών, εφόσον ο εμπιστευτικός αυτός χαρακτήρας προβλέπεται από τη νομοθεσία.

66.      Με το δεύτερο σκέλος του δεύτερου προδικαστικού ερωτήματος, το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινιστεί αν η προϋπόθεση την οποία θέτει η εν λόγω διάταξη, ήτοι ότι ο οικείος εμπιστευτικός χαρακτήρας πρέπει να προβλέπεται από τη νομοθεσία (18), πληρούται αν η απαίτηση περί εμπιστευτικού χαρακτήρα δεν καθορίζεται νομοθετικώς για συγκεκριμένο είδος πληροφοριών, αλλά προκύπτει ερμηνευτικώς από διάταξη πράξεως γενικού χαρακτήρα, όπως είναι ο νόμος για την πρόσβαση σε δημόσιες πληροφορίες ή ο νόμος περί εθνικών στατιστικών.

67.      Εντούτοις, το ερώτημα αυτό είναι αλυσιτελές για την επίλυση της διαφοράς και συνεπώς απαράδεκτο, δεδομένου ότι στην εν λόγω εξαίρεση δεν εμπίπτουν τα στοιχεία που αφορούν την τοποθεσία των μόνιμων δειγματοληπτικών μονάδων των στατιστικών δασικών απογραφών. Όπως αναλυτικά διευκρίνισα προσφάτως (19), οι εξαιρέσεις αυτές πρέπει να περιορίζονται στη διαδικασία της διαβούλευσης αυτή καθεαυτήν, στο πλαίσιο των διαδικασιών λήψεως αποφάσεων, χωρίς να εμπεριέχουν την πραγματική βάση για τη λήψη αποφάσεων (20). Στο ίδιο πνεύμα, το Δικαστήριο έχει αποφανθεί ότι το άρθρο 4, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, της οδηγίας για την περιβαλλοντική πληροφόρηση και το άρθρο 4, παράγραφος 4, στοιχείο αʹ, της Σύμβασης του Aarhus παραπέμπουν στα τελικά στάδια των διαδικασιών λήψεως αποφάσεων των δημόσιων αρχών (21), και επομένως προστατεύουν τον εμπιστευτικό χαρακτήρα των (τελικών) εργασιών των δημόσιων αρχών και όχι το σύνολο της διοικητικής διαδικασίας κατά το πέρας της οποίας οι εν λόγω αρχές προβαίνουν σε διαβούλευση για τη λήψη της αποφάσεώς τους (22).

68.      Οι επίδικες πληροφορίες αποτελούν τμήμα της πραγματικής βάσης των διαβουλεύσεων για τις δασικές απογραφές, χωρίς όμως να είναι μέρος των διαδικασιών λήψης αποφάσεων που προστατεύονται με την εξαίρεση αυτή.

69.      Συνεπώς η απάντηση στο εν λόγω προδικαστικό ερώτημα παρέλκει.

70.      Επικουρικώς και μόνο, επισημαίνω ότι κατά κανόνα θα έπρεπε να αρκεί ο εμπιστευτικός χαρακτήρας των τελικών διαβουλεύσεων που προκύπτει ερμηνευτικώς από διάταξη πράξεως γενικού χαρακτήρα. Η οδηγία για την περιβαλλοντική πληροφόρηση δεν περιλαμβάνει καμία επισήμανση σχετικά με το ότι ο εμπιστευτικός χαρακτήρας των διαβουλεύσεων πρέπει να ρυθμίζεται συγκεκριμένα σε σχέση με την πρόσβαση στις περιβαλλοντικές πληροφορίες.

5.      Τρίτο σκέλος του δεύτερου προδικαστικού ερωτήματος – Διεθνείς σχέσεις

71.      Το τρίτο σκέλος του δεύτερου προδικαστικού ερωτήματος αφορά το άρθρο 4, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, της οδηγίας για την περιβαλλοντική πληροφόρηση. Κατά την εν λόγω διάταξη, τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέπουν την απόρριψη αιτήσεων περιβαλλοντικών πληροφοριών εάν η δημοσιοποίηση των πληροφοριών αυτών θα μπορούσε να επηρεάσει αρνητικά τις διεθνείς σχέσεις.

72.      Ερμηνευόμενο υπό στενή έννοια, το τρίτο σκέλος του δεύτερου ερωτήματος έχει ήδη απαντηθεί, δεδομένου ότι σύμφωνα με τη διατύπωσή του αφορά αποκλειστικά τον αναγκαίο βαθμό κινδύνου που θα έπρεπε να προκύπτει στο πλαίσιο των διεθνών σχέσεων, ώστε να δικαιολογείται η άρνηση δημοσιοποίησης (23).

73.      Ωστόσο, από την αιτιολογία της προδικαστικής παραπομπής προκύπτει σαφώς ότι, κατά το αιτούν δικαστήριο, προϋπόθεση για την εφαρμογή της εξαιρέσεως που αφορά τη διατάραξη των διεθνών σχέσεων αποτελεί ο κίνδυνος παραβιάσεως υποχρεώσεων στο πλαίσιο του διεθνούς δικαίου. Υπό αυτό το πρίσμα εξηγείται ο λόγος για τον οποίο το αιτούν δικαστήριο αναφέρει συναφώς ότι η επιχειρηματολογία του Οργανισμού περιβάλλοντος με έρεισμα την προστασία των διεθνών σχέσεων είναι «υποθετικής φύσεως». Αντίθετα προς την άποψη της Επιτροπής, δεν εννοεί ότι το προδικαστικό ερώτημα είναι υποθετικής φύσεως, επομένως δε αλυσιτελές για την έκβαση της δίκης και, ως εκ τούτου, απαράδεκτο. Εκτιμά, αντιθέτως, ότι η επίκληση του εν λόγω συμφέροντος είναι ήκιστα πειστική.

74.      Επομένως, προκειμένου να δοθεί μια χρήσιμη απάντηση, είναι ακόμη πιο σημαντικό να εξεταστεί περαιτέρω τι θα μπορούσε να θεωρηθεί ως διατάραξη των διεθνών σχέσεων, η οποία να επιτρέπει την άρνηση παροχής πληροφοριών. Το Δικαστήριο δεν έχει εισέτι προχωρήσει σε ερμηνεία της έννοιας αυτής σε συνάρτηση με την οδηγία για την περιβαλλοντική πληροφόρηση, ούτε παρέχονται σχετικά συμπεράσματα από την επιτροπή συμμόρφωσης της Σύμβασης του Aarhus. Ωστόσο, η αντίστοιχη εξαίρεση από το δικαίωμα πρόσβασης στα έγγραφα των οργάνων της Ένωσης (24) έχει αποτελέσει αντικείμενο της νομολογίας των δικαστηρίων της.

75.      Κατά τα ανωτέρω, η έννοια αυτή δεν καλύπτει μόνο την παραβίαση υποχρεώσεων στο πλαίσιο του διεθνούς δικαίου λόγω της δημοσιοποίησης πληροφοριών. Συγκεκριμένα, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι καταρχήν η εν λόγω εξαίρεση θα μπορούσε να δικαιολογήσει και την εμπιστευτική διαχείριση των στρατηγικών στόχων στο πλαίσιο των διεθνών διαπραγματεύσεων (25).

76.      Σε ένα γενικότερο πλαίσιο, ως προς το εύρος της προστασίας των διεθνών σχέσεων το Γενικό Δικαστήριο εύστοχα επισήμανε ότι ο τρόπος με τον οποίο εκλαμβάνουν οι δημόσιες αρχές τρίτης χώρας τις αποφάσεις της Ένωσης αποτελεί συστατικό στοιχείο των σχέσεων με την τρίτη χώρα. Από αυτό εξαρτάται στην πραγματικότητα η διατήρηση και η ποιότητα των σχέσεων αυτών (26).

77.      Ως εκ τούτου, είναι εύλογο το Γενικό Δικαστήριο να δέχεται ότι η γνωστοποίηση εγγράφων ή πληροφοριών που διαβίβασαν στην Ένωση οι τρίτες χώρες ενδέχεται να διαταράξει τις σχέσεις αυτές είτε στον τομέα της καταπολεμήσεως της τρομοκρατίας (27), της προστασίας των ενδείξεων γεωγραφικής προελεύσεως (28) ή σε συνάρτηση με άλλες διαπραγματεύσεις (29). Το ίδιο ισχύει για σύμβαση που έχει συναφθεί από την Ένωση με δημόσια επιχείρηση τρίτης χώρας προς τον σκοπό βελτίωσης της ασφάλειας των πυρηνικών σταθμών (30).

78.      Όπως τονίζουν ο Οργανισμός περιβάλλοντος και η Εσθονία, η απογραφή δασών αποτελεί ένα σημαντικό εργαλείο για την εφαρμογή των κανόνων περί συνεκτίμησης των δραστηριοτήτων χρήσης γης για τον μετριασμό της κλιματικής αλλαγής (31), ο οποίος, ως γνωστόν, αποτελεί αντικείμενο ισχυρής διεθνούς συνεργασίας. Για τον λόγο αυτό, τα κράτη συνεργάζονται επίσης ειδικώς στον τομέα της απογραφής δασών (32), η δε Επιτροπή σκοπεύει να προτείνει ένα νέο πλαίσιο της Ένωσης για την παρακολούθηση των δασών (33).

79.      Αν οι αλλοιώσεις επηρέαζαν την ποιότητα των απογραφών, τούτο θα είχε ενδεχομένως δυσμενείς επιπτώσεις στην εν λόγω διεθνή συνεργασία. Τούτο διότι οι μη αξιόπιστες πληροφορίες σχετικά με την ανάπτυξη των δασών αποθαρρύνουν άλλα κράτη από τη συμμετοχή σε τέτοιου είδους συνεργασίες και τη συλλογή τέτοιων πληροφοριών.

80.      Είναι αληθές ότι ο κίνδυνος διατάραξης των διεθνών σχέσεων μάλλον δεν είναι ιδιαιτέρως σοβαρός στην περίπτωση αυτή, καθώς φαίνεται ότι δεν πρόκειται για ζήτημα διακινδύνευσης της διεθνούς ειρήνης και η πρόκληση διενέξεων σε διεθνές επίπεδο είναι μάλλον απίθανη. Όπως όμως διευκρίνισα ανωτέρω, και η βαρύτητα που αποδίδεται στο δημόσιο συμφέρον το οποίο εξυπηρετεί η δημοσιοποίηση των επίμαχων στοιχείων τοποθεσίας καθαυτών είναι, ενδεχομένως, περιορισμένη (34).

81.      Τούτο ενισχύεται και από το γεγονός ότι κατά τη λήψη αποφάσεως σχετικά με τη δημοσιοποίηση των πληροφοριών αυτών πρέπει να συνεκτιμώνται και άλλα συμφέροντα, τα οποία ενδεχομένως πλήττονται. Στο πλαίσιο αυτό λαμβάνεται ιδίως υπόψη το ζήτημα της προστασίας του περιβάλλοντος, το οποίο θα εξεταστεί στη συνέχεια.

82.      Εν πάση περιπτώσει, όσον αφορά το τρίτο σκέλος του δεύτερου ερωτήματος, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι ο ευλόγως προβλέψιμος και όχι απλώς υποθετικός κίνδυνος συγκεκριμένης και ουσιαστικής προσβολής της αξιοπιστίας των δασικών απογραφών, τις οποίες τα κράτη μέλη χρησιμοποιούν στο πλαίσιο της διεθνούς συνεργασίας με άλλα κράτη, μπορεί να επηρεάσει αρνητικά τις διεθνείς σχέσεις κατά την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, της οδηγίας για την περιβαλλοντική πληροφόρηση.

6.      Τέταρτο σκέλος του δεύτερου προδικαστικού ερωτήματος – Προστασία του περιβάλλοντος

83.      Με το τέταρτο σκέλος του δεύτερου προδικαστικού ερωτήματος το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινιστεί αν η προστασία του περιβάλλοντος δικαιολογεί τον περιορισμό της πρόσβασης σε περιβαλλοντική πληροφορία προκειμένου να διασφαλιστεί η αξιοπιστία των κρατικών απογραφών δασών.

84.      Κατά το άρθρο 4, παράγραφος 2, στοιχείο ηʹ, της οδηγίας για την περιβαλλοντική πληροφόρηση τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέπουν την απόρριψη αιτήσεως περιβαλλοντικών πληροφοριών, εάν η δημοσιοποίηση θα μπορούσε να επηρεάσει αρνητικά την προστασία του περιβάλλοντος στο οποίο αναφέρονται οι πληροφορίες αυτές, όπως ο εντοπισμός σπάνιων ειδών.

85.      Το παρατιθέμενο παράδειγμα καταδεικνύει ότι κατά τη θέσπιση της εξαιρέσεως αυτής λήφθηκαν υπόψη συγκεκριμένοι τόποι, οι οποίοι απειλούνται από λαθροθήρες ή υπερβολική περιέργεια (35). Η συσχέτιση με ορισμένους τόπους φαίνεται να προκύπτει και από τη γερμανική απόδοση της οδηγίας για την περιβαλλοντική πληροφόρηση όπου, σε αντίθεση με άλλες γλωσσικές αποδόσεις, δεν χρησιμοποιείται ο όρος «Umwelt», αλλά ο όρος «Umweltbereiche». Ο όρος «Bereich» [περιοχή] μπορεί, ωστόσο, να έχει την έννοια του τόπου.

86.      Σε μικρότερο βαθμό, τέτοιου είδους τοπικό κίνδυνο διατρέχουν και οι μόνιμες δειγματοληπτικές μονάδες, καθόσον η αλλοίωση μπορεί να διαταράξει και τους οικοτόπους που βρίσκονται εκεί. Μάλιστα, ο Οργανισμός περιβάλλοντος και η Εσθονία ισχυρίζονται ότι, στο πλαίσιο της απογραφής δασών, σε συγκεκριμένες δειγματοληπτικές μονάδες συλλέχθηκαν πληροφορίες σχετικά με την ύπαρξη προστατευόμενων ειδών.

87.      Πάντως, ο χαμηλός κίνδυνος που ενέχουν τέτοιες διαταράξεις δεν αποτελεί τον κύριο λόγο που προβάλλει ο Οργανισμός περιβάλλοντος. Σημαντικότερο για τον Οργανισμό, όπως και για το αιτούν δικαστήριο, είναι αντιθέτως το ότι οι χαμηλής ποιότητας δασικές απογραφές αποτελούν ένα ελάχιστα αξιόπιστο έρεισμα για τα μέτρα που λαμβάνονται προς τον σκοπό της προστασίας του περιβάλλοντος. Όπως επισημαίνουν, ο αντίκτυπος στην προστασία των τόπων τους οποίους αφορούν τα στοιχεία τοποθεσίας είναι μόνον έμμεσος.

88.      Όσον αφορά τα κατά τόπον μειονεκτήματα λόγω της αναφοράς σε «Bereiche» του περιβάλλοντος, η γερμανική απόδοση περιλαμβάνει ιδιαιτέρως αυστηρή διατύπωση. Σε άλλες γλωσσικές αποδόσεις, όπως είναι η αγγλική, η γαλλική ή η ισπανική, ή ακόμη και στις δεσμευτικές γλωσσικές αποδόσεις της Σύμβασης του Aarhus, γίνεται γενικά αναφορά στο «Umwelt» το οποίο αφορούν οι πληροφορίες.

89.      Στην έννοια αυτή μπορεί να περιλαμβάνεται και το δάσος γενικότερα, το οποίο θα μπορούσε να επηρεάζεται δυσμενώς από μέτρα περιβαλλοντικής πολιτικής που βασίζεται σε μη αξιόπιστες δασικές απογραφές. Λόγω της ανωτέρω αναφερόμενης σημασίας των δασικών απογραφών στον τομέα του μετριασμού της κλιματικής αλλαγής (36), τυχόν υποβάθμιση της ποιότητάς τους θα μπορούσε να έχει δυσμενείς επιπτώσεις και στο σε κάποιον βαθμό συναφές με την κατάσταση των εκάστοτε τοποθεσιών πεδίο της περιβαλλοντικής πολιτικής.

90.      Τυχόν ερμηνεία του άρθρου 4, παράγραφος 2, στοιχείο ηʹ, της οδηγίας για την περιβαλλοντική πληροφόρηση η οποία δεν θα περιλάμβανε αποκλειστικά την προστασία συγκεκριμένων τοποθεσιών αλλά, σύμφωνα με την πρόταση της Επιτροπής, και την προστασία του περιβάλλοντος εν γένει, είναι σαφές ότι δεν θα αποτελούσε την πλέον πιθανή συσταλτική ερμηνεία της εξαιρέσεως αυτής.

91.      Πάντως, ο σκοπός της συσταλτικής ερμηνείας κατά το άρθρο 4, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, πρώτη περίοδος, της οδηγίας για την περιβαλλοντική πληροφόρηση δεν είναι απόλυτος, όπως καταδεικνύεται και από το ότι είναι απαραίτητο να λαμβάνεται υπόψη και το δημόσιο συμφέρον για τη δημοσιοποίηση. Όπως ήδη αναφέρθηκε, το συμφέρον αυτό είναι μάλλον μειωμένο στις περιπτώσεις που η δημοσιοποίηση θέτει σε κίνδυνο την αξιοπιστία των δασικών απογραφών και τα ενδεχόμενα οφέλη από τη δημοσιοποίηση είναι δυνατό να επιτευχθούν με άλλα μέσα (37).

92.      Τούτο ενισχύεται και από το ότι στο άρθρο 8, παράγραφος 1, της οδηγίας για την περιβαλλοντική πληροφόρηση αναγνωρίζεται η ύπαρξη συμφέροντος ως προς την ποιότητα των δασικών απογραφών. Όμως, και ανεξαρτήτως τούτου, η πρόσβαση σε περιβαλλοντικές πληροφορίες δεν αποτελεί αυτοσκοπό, αλλά, σύμφωνα με την αιτιολογική σκέψη 1 της οδηγίας, επιδιώκει να συμβάλλει σε καλύτερο περιβάλλον. Ως εκ τούτου, θα επρόκειτο για αντίφαση αν η εξαίρεση ως προς την προστασία του περιβάλλοντος ερμηνευόταν τόσο στενά ώστε η δημοσιοποίηση περιβαλλοντικών πληροφοριών με αρνητικό περιεχόμενο να μην είναι δυνατό να εμποδιστεί μόνο για τον λόγο ότι η ζημία που προκαλείται στις τοποθεσίες τις οποίες αφορούν άμεσα οι πληροφορίες είναι μικρότερη.

93.      Επομένως, ο ευλόγως προβλέψιμος και όχι απλώς υποθετικός κίνδυνος συγκεκριμένης και ουσιαστικής προσβολής της αξιοπιστίας των δασικών απογραφών, οι οποίες αποτελούν το έρεισμα για τη λήψη μέτρων προστασίας του περιβάλλοντος, μπορεί να επηρεάσει αρνητικά την προστασία του περιβάλλοντος κατά την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 2, στοιχείο ηʹ, της οδηγίας για την περιβαλλοντική πληροφόρηση.

7.      Τελική παρατήρηση σχετικά με τη συγκεκριμένη εφαρμογή των εξαιρέσεων

94.      Τέλος, υπενθυμίζεται ότι η ύπαρξη εξαιρέσεως από το δικαίωμα πληροφόρησης κατά την έννοια του άρθρου 4 της οδηγίας για την περιβαλλοντική πληροφόρηση δεν επιτρέπει κατ’ ανάγκην την εκ προοιμίου άρνηση δημοσιοποίησης των πληροφοριών. Αντιθέτως, πρέπει να γίνεται στάθμιση των κινδύνων που απειλούν τα προστατευόμενα συμφέροντα, εν προκειμένω, ενδεχομένως, τις διεθνείς σχέσεις και/ή την προστασία του περιβάλλοντος, προς το δημόσιο συμφέρον που εξυπηρετεί η δημοσιοποίηση.

Γ.      Τρίτο, τέταρτο και πέμπτο προδικαστικό ερώτημα – Πληροφορίες σχετικά με τη διαδικασία συλλογής των πληροφοριών

95.      Με το τρίτο, το τέταρτο και το πέμπτο προδικαστικό ερώτημα το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινιστεί αν η αίτηση αναφέρεται στις μεθόδους αξιολόγησης των περιβαλλοντικών πληροφοριών για τις οποίες ζητείται ενημέρωση κατά το άρθρο 8, παράγραφος 2, της οδηγίας για την περιβαλλοντική πληροφόρηση.

96.      Ωστόσο, η απάντηση στα εν λόγω ερωτήματα παρέλκει, δεδομένου ότι αυτά υποβάλλονται μόνο για την περίπτωση που οι επίμαχες πληροφορίες σχετικά με την τοποθεσία των μόνιμων δειγματοληπτικών μονάδων των στατιστικών δασικών απογραφών δεν αποτελούν περιβαλλοντικές πληροφορίες.

Δ.      Έβδομο προδικαστικό ερώτημα – Υποχρέωση δημοσίευσης

97.      Με το έβδομο προδικαστικό ερώτημα το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινιστεί κατά πόσον η υποχρέωση ενεργητικής διάδοσης των περιβαλλοντικών πληροφοριών επιβάλλει τη δημοσιοποίηση των επίμαχων στοιχείων τοποθεσίας. Στο πλαίσιο αυτό, στηρίζεται μεν στην αιτιολογική σκέψη 21 της οδηγίας για την περιβαλλοντική πληροφόρηση, ωστόσο κατ’ ουσίαν η εν λόγω υποχρέωση προβλέπεται στο άρθρο 7.

98.      Καταρχήν, η εν λόγω υποχρέωση θα μπορούσε να εκτείνεται και στα επίδικα στοιχεία που αφορούν τις τοποθεσίες. Σύμφωνα με το άρθρο 7, παράγραφος 2, στοιχείο δʹ, και παράγραφος 3, της οδηγίας για την περιβαλλοντική πληροφόρηση, η υποχρέωση περιλαμβάνει τις εκθέσεις για την κατάσταση του περιβάλλοντος, σύμφωνα δε με το άρθρο 7, παράγραφος 2, στοιχείο εʹ, τα δεδομένα ή τις περιλήψεις των δεδομένων που προκύπτουν από τον έλεγχο δραστηριοτήτων που επηρεάζουν ή ενδέχεται να επηρεάσουν το περιβάλλον.

99.      Εντούτοις, και η υποχρέωση ενεργητικής διάδοσης των πληροφοριών βάσει του άρθρου 7, παράγραφος 5, της οδηγίας για την περιβαλλοντική πληροφόρηση μπορεί να περιορίζεται δυνάμει των εξαιρέσεων που προβλέπονται στο άρθρο 4, παράγραφοι 1 και 2.

100. Συνεπώς, η υποχρέωση ενεργητικής διάδοσης των περιβαλλοντικών πληροφοριών κατά το άρθρο 7 της οδηγίας για την περιβαλλοντική πληροφόρηση δεν εκτείνεται πέραν της υποχρέωσης δημοσιοποίησης των περιβαλλοντικών πληροφοριών κατόπιν αιτήσεως που προβλέπεται στο άρθρο 3.

V.      Πρόταση

101. Επομένως, προτείνω στο Δικαστήριο να αποφανθεί ως ακολούθως:

1)      Τα στοιχεία που αφορούν την τοποθεσία των μόνιμων δειγματοληπτικών μονάδων των στατιστικών δασικών απογραφών από κοινού με τις πληροφορίες για την κατάσταση των εν λόγω εκτάσεων αποτελούν πληροφορίες σχετικά με την κατάσταση των στοιχείων του περιβάλλοντος και, συνεπώς, περιβαλλοντικές πληροφορίες κατά την έννοια του άρθρου 2, σημείο 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2003/4/ΕΚ για την πρόσβαση του κοινού σε περιβαλλοντικές πληροφορίες.

2)      Η εφαρμογή εξαιρέσεων από το δικαίωμα πρόσβασης σε περιβαλλοντικές πληροφορίες προϋποθέτει ότι η δημοσιοποίηση των επίμαχων πληροφοριών δικαιολογεί την ύπαρξη ευλόγως προβλέψιμου και όχι απλώς υποθετικού κινδύνου συγκεκριμένης και ουσιαστικής προσβολής του εκάστοτε προστατευόμενου συμφέροντος.

3)      Το αναγνωριζόμενο στο άρθρο 8, παράγραφος 1, της οδηγίας 2003/4 συμφέρον ως προς την ποιότητα των περιβαλλοντικών πληροφοριών δεν δύναται να δικαιολογήσει αφ’ εαυτού την άρνηση της δημοσιοποίησης περιβαλλοντικών πληροφοριών. Ωστόσο, για την ερμηνεία των εξαιρέσεων από το δικαίωμα πρόσβασης και στο πλαίσιο στάθμισης των συμφερόντων, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη το δημόσιο συμφέρον που εξυπηρετεί η δημοσιοποίηση των στοιχείων τοποθεσίας των μόνιμων δειγματοληπτικών μονάδων των στατιστικών δασικών απογραφών. Το συμφέρον αυτό περιορίζεται αν η δημοσιοποίηση δικαιολογεί την ύπαρξη ευλόγως προβλέψιμου και όχι απλώς υποθετικού κινδύνου συγκεκριμένης και ουσιαστικής προσβολής της αξιοπιστίας των δασικών απογραφών και αν τα ενδεχόμενα οφέλη από τη δημοσιοποίηση είναι δυνατό να επιτευχθούν με άλλα μέσα.

4)      Τα στοιχεία που αφορούν την τοποθεσία των μόνιμων δειγματοληπτικών μονάδων στατιστικών απογραφών οι οποίες επαναλαμβάνονται ανά τακτά χρονικά διαστήματα δεν συνιστούν ημιτελές υλικό ούτε πρόκειται για ημιτελή έγγραφα και δεδομένα κατά την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, της οδηγίας 2003/4.

5)      Ο ευλόγως προβλέψιμος και όχι απλώς υποθετικός κίνδυνος συγκεκριμένης και ουσιαστικής προσβολής της αξιοπιστίας των δασικών απογραφών, τις οποίες τα κράτη μέλη χρησιμοποιούν στο πλαίσιο της διεθνούς συνεργασίας με άλλα κράτη, μπορεί να επηρεάσει αρνητικά τις διεθνείς σχέσεις κατά την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2003/4.

6)      Ο ευλόγως προβλέψιμος και όχι απλώς υποθετικός κίνδυνος συγκεκριμένης και ουσιαστικής προσβολής της αξιοπιστίας των δασικών απογραφών, οι οποίες αποτελούν το έρεισμα για τη λήψη μέτρων προστασίας του περιβάλλοντος, μπορεί να επηρεάσει αρνητικά την προστασία του περιβάλλοντος κατά την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 2, στοιχείο ηʹ, της οδηγίας 2003/4.

7)      Η υποχρέωση ενεργητικής διάδοσης των περιβαλλοντικών πληροφοριών κατά το άρθρο 7 της οδηγίας 2003/4 δεν εκτείνεται πέραν της υποχρέωσης δημοσιοποίησης των περιβαλλοντικών πληροφοριών κατόπιν αιτήσεως κατά το άρθρο 3.


1      Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γερμανική.


2      Οδηγία 2003/4/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 28ης Ιανουαρίου 2003, για την πρόσβαση του κοινού σε περιβαλλοντικές πληροφορίες και για την κατάργηση της οδηγίας 90/313/ΕΟΚ του Συμβουλίου (ΕΕ 2003, L 41, σ. 26).


3      ΕΕ 2005, L 124, σ. 4.


4      Εγκρίθηκε με την απόφαση 2005/370/ΕΚ του Συμβουλίου, της 17ης Φεβρουαρίου 2005 (ΕΕ 2005, L 124, σ. 1).


5      Αποφάσεις της 1ης Ιουλίου 2008, Σουηδία και Turco κατά Συμβουλίου (C‑39/05 P και C‑52/05 P, EU:C:2008:374, σκέψεις 43 και 49), της 21ης Ιουλίου 2011, Σουηδία κατά MyTravel και Ευρωπαϊκής Επιτροπής (C‑506/08 P, EU:C:2011:496, σκέψη 76), της 17ης Οκτωβρίου 2013, Συμβούλιο κατά Access Info Europe (C‑280/11 P, EU:C:2013:671, σκέψη 31) και της 3ης Ιουλίου 2014, Συμβούλιο κατά In‘t Veld (C‑350/12 P, EU:C:2014:2039, σκέψη 52).


6      Απόφαση της 20ής Ιανουαρίου 2021, Land Baden-Württemberg (Εσωτερικές επικοινωνίες) (C‑619/19, EU:C:2021:35, σκέψη 69).


7      Ο Οργανισμός περιβάλλοντος και η Εσθονία επικαλούνται, μεταξύ άλλων, το άρθρο των McRoberts, Ronald E., O. Tomppo, Erkki και Czaplewski Raymond L.,«Sampling designs for national forest assessments» σε Food and Agriculture Organization of the United Nations, Knowledge reference for national forest assessments, Ρώμη, 2015, σ. 26.


8      Η Εσθονία παραθέτει αποσπάσματα από το άρθρο των Päivinen, R., Astrup, R., Birdsey, R. A. κ.λπ., «Ensure forest-data integrity for climate change studies», Nat. Clim. Chang. 13, 495 και 496 (2023). https://doi.org/10.1038/s41558-023-01683-8.


9      Αποφάσεις της 28ης Ιουλίου 2011, Office of Communications (C‑71/10, EU:C:2011:525, σκέψη 22), και της 20ής Ιανουαρίου 2021, Land Baden-Württemberg (Εσωτερικές επικοινωνίες) (C‑619/19, EU:C:2021:35, σκέψη 33).


10      Βλ. τις προτάσεις μου στην υπόθεση Office of Communications (C‑71/10, EU:C:2011:140, σημεία 45 έως 48), βλ. επίσης τις προτάσεις του γενικού εισαγγελέα G. Hogan στην υπόθεση Land Baden-Württemberg (Εσωτερικές επικοινωνίες) (C‑619/19, EU:C:2020:590).


11      Αποφάσεις της 14ης Φεβρουαρίου 2012, Flachglas Torgau (C‑204/09, EU:C:2012:71, σκέψεις 30 και 31), και της 20ής Ιανουαρίου 2021, Land Baden-Württemberg (Εσωτερικές επικοινωνίες) (C‑619/19, EU:C:2021:35, σκέψη 28).


12      Βλ. επιτροπή συμμόρφωσης της Σύμβασης του Aarhus (Aarhus Convention Compliance Committee), Findings and recommendations with regard to communication ACCC/C/2014/118, concerning compliance by Ukraine, ECE/MP.PP/C.1/2021/18, της 24ης Ιουλίου 2021, αριθ. 114.


13      Βλ. απόφαση της 28ης Ιουλίου 2011, Office of Communications (C‑71/10, EU:C:2011:525, σκέψεις 22 έως 31), και, όσον αφορά την πρόσβαση στα έγγραφα της Ένωσης, αποφάσεις της 1ης Ιουλίου 2008, Σουηδία και Turco κατά Συμβουλίου (C‑39/05 P και C‑52/05 P, EU:C:2008:374, σκέψεις 44 και 49), και της 3ης Ιουλίου 2014, Συμβούλιο κατά In‘t Veld (C‑350/12 P, EU:C:2014:2039, σκέψη 53).


14      Απόφαση της 20ής Ιανουαρίου 2021, Land Baden-Württemberg (Εσωτερικές επικοινωνίες) (C‑619/19, EU:C:2021:35, σκέψη 44).


15      Βλ. επιτροπή συμμόρφωσης της Σύμβασης του Aarhus, Findings and recommendations with regard to communication ACCC/C/2010/53, concerning compliance by the United Kingdom of Great Britain and Northern Ireland, της 11ης Ιανουαρίου 2013, ECE/MP.PP/C.1/2013/3, αριθ. 77.


16      Βλ. ανωτέρω, σημεία 49 έως 57.


17      Απόφαση της 20ής Ιανουαρίου 2021, Land Baden-Württemberg (Εσωτερικές επικοινωνίες) (C‑619/19, EU:C:2021:35, σκέψη 56). Βλ. επίσης, επιτροπή συμμόρφωσης της Σύμβασης του Aarhus, Findings and recommendations with regard to communication ACCC/C/2014/124 concerning compliance by the Netherlands, της 26ης Ιουλίου 2021, ECE/MP.PP/C.1/2021/20, αριθ. 107 και 108.


18      Απόφαση της 20ής Ιανουαρίου 2021, Land Baden-Württemberg (Εσωτερικές επικοινωνίες) (C‑619/19, EU:C:2021:35, σκέψη 31).


19      Βλ. τις προτάσεις μου στην υπόθεση Right to Know (C‑84/22, EU:C:2023:421, σημείο 31).


20      Βλ. τις προτάσεις της γενικής εισαγγελέα E. Sharpston στην υπόθεση Flachglas Torgau (C‑204/09, EU:C:2011:413, σημείο 83) και του γενικού εισαγγελέα M. Szpunar στην υπόθεση Saint-Gobain Glass Deutschland κατά Ευρωπαϊκής Επιτροπής (C‑60/15 P, EU:C:2016:778, σημεία 76 και 57 επ.) και επιτροπή συμμόρφωσης της Σύμβασης του Aarhus, Findings and recommendations with regard to communication ACCC/C/2010/51, concerning compliance by Romania, της 28ης Μαρτίου 2014, ECE/MP.PP/C.1/2014/12, αριθ. 89.


21      Απόφαση της 14ης Φεβρουαρίου 2012, Flachglas Torgau (C‑204/09, EU:C:2012:71, σκέψεις 63).


22      Απόφαση της 13ης Ιουλίου 2017, Saint-Gobain Glass Deutschland κατά Ευρωπαϊκής Επιτροπής (C‑60/15 P, EU:C:2017:540, σκέψη 81).


23      Βλ., ανωτέρω, σημεία 32 έως 36.


24      Άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, τρίτη περίπτωση, του κανονισμού (ΕΚ) 1049/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 30ής Μαΐου 2001, για την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής (ΕΕ 2001, L 145, σ. 43). Όσον αφορά τις περιβαλλοντικές πληροφορίες, ο εν λόγω κανονισμός εφαρμόζεται υπό το πρίσμα του κανονισμού (ΕΚ) 1367/2006 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 6ης Σεπτεμβρίου 2006, για την εφαρμογή στα όργανα και τους οργανισμούς της Κοινότητας των διατάξεων της σύμβασης του Aarhus σχετικά με την πρόσβαση στις πληροφορίες, τη συμμετοχή του κοινού στη λήψη αποφάσεων και την πρόσβαση στη δικαιοσύνη για περιβαλλοντικά θέματα (ΕΕ 2006, L 264 σ. 13), όπως τροποποιήθηκε από τον κανονισμό (ΕΕ) 2021/1767 (ΕΕ 2021, L 356, σ. 1).


25      Βλ. αποφάσεις της 3ης Ιουλίου 2014, Συμβούλιο κατά In‘t Veld (C‑350/12 P, EU:C:2014:2039, σκέψη 67), και της 19ης Μαρτίου 2020, ClientEarth κατά Ευρωπαϊκής Επιτροπής (C‑612/18 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2020:223, σκέψεις 34 έως 38 και 41 έως 44).


26      Βλ. αποφάσεις του Γενικού Δικαστηρίου της 27ης Φεβρουαρίου 2018, CEE Bankwatch Network κατά Ευρωπαϊκής Επιτροπής (T‑307/16, EU:T:2018:97, σκέψη 90) και της 25ης Νοεμβρίου 2020, Bronckers κατά Ευρωπαϊκής Επιτροπής (T‑166/19, EU:T:2020:557, σκέψη 61).


27      Βλ. απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 26ης Απριλίου 2005, Sison κατά Συμβουλίου (T‑110/03, T‑150/03 και T‑405/03, EU:T:2005:143, σκέψεις 79 έως 81).


28      Βλ. απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 25ης Νοεμβρίου 2020, Bronckers κατά Ευρωπαϊκής Επιτροπής (T‑166/19, EU:T:2020:557, σκέψεις 60, 63 και 64).


29      Βλ. απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 12ης Σεπτεμβρίου 2013, Besselink κατά Συμβουλίου (T‑331/11, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2013:419, σκέψη 58).


30      Βλ. απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 27ης Φεβρουαρίου 2018, CEE Bankwatch Network κατά Ευρωπαϊκής Επιτροπής (T‑307/16, EU:T:2018:97, σκέψη 95).


31      Κανονισμός (ΕΕ) 2018/841 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 30ής Μαΐου 2018, σχετικά με τη συμπερίληψη των εκπομπών αερίων θερμοκηπίου και των απορροφήσεων από δραστηριότητες χρήσης γης, αλλαγής χρήσης γης και δασοπονίας στο πλαίσιο για το κλίμα και την ενέργεια έως το 2030 (ΕΕ 2018, L 156, σ. 1), όπως τροποποιήθηκε από τον κανονισμό (ΕΕ) 2023/839 (ΕΕ 2023, L 107, σ. 1).


32      Βλ., για παράδειγμα, την Global Forest Resources Assessment der FAO, https://fra-data.fao.org/assessments/fra/2020, την Ministerial Conference on the Protection of Forests in Europe, foresteurope.org, ή το European National Forest Inventory Network, http://enfin.info/, το οποίο υλοποιεί έργα στο πλαίσιο του Κοινού Κέντρου Ερευνών της Επιτροπής.


33      Βλ. ανακοίνωση της Επιτροπής προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο, την Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή και την Επιτροπή των Περιφερειών [COM(2021) 572 τελικό, σ. 26].


34      Βλ., ανωτέρω, σημεία 49 έως 57.


35      Βλ. επιτροπή συμμόρφωσης της Σύμβασης του Aarhus, Findings and recommendations with regard to communication ACCC/C/2009/38, concerning compliance by the United Kingdom of Great Britain and Northern Ireland, της 25ης Φεβρουαρίου 2011, ECE/MP.PP/C.1/2011/2/Add.10, αριθ. 70 έως 77.


36      Βλ., ανωτέρω, σημείο 78.


37      Βλ., ανωτέρω, σημεία 49 έως 57.