Language of document : ECLI:EU:T:2011:494

Υπόθεση T-461/08

Ευρωπαϊκή Δυναμική – Προηγμένα Συστήματα Τηλεπικοινωνιών Πληροφορικής και Τηλεματικής ΑΕ

κατά

Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων (ΕΤΕπ)

«Δημόσιες συμβάσεις υπηρεσιών – Διαδικασία διαγωνισμού – Παροχή υπηρεσίας συνιστάμενης στη συντήρηση, υποστήριξη και ανάπτυξη συστήματος πληροφορικής – Απόρριψη προσφοράς διαγωνιζομένου – Ανάθεση του αντικειμένου της συμβάσεως σε άλλο διαγωνιζόμενο – Προσφυγή ακυρώσεως – Παραδεκτό – Αρμοδιότητα – Υποχρέωση αιτιολογήσεως – Δικαίωμα στην άσκηση αποτελεσματικού ενδίκου βοηθήματος – Διαφάνεια – Αναλογικότητα – Ίση μεταχείριση και απαγόρευση των διακρίσεων – Κριτήρια επιλογής και αναθέσεως – Αγωγή αποζημιώσεως – Παραδεκτό – Διαφυγόν κέρδος»

Περίληψη της αποφάσεως

1.      Προσφυγή ακυρώσεως – Πράξεις δεκτικές προσφυγής – Πράξεις παράγουσες δεσμευτικά έννομα αποτελέσματα – Πράξεις της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων

(Άρθρα 225 § 1 ΕΚ, 230 ΕΚ και 237, στοιχεία β΄ και γ΄, ΕΚ)

2.      Αγωγή αποζημιώσεως – Αυτοτέλεια σε σχέση με την προσφυγή ακυρώσεως – Όρια – Αίτημα για την αποκατάσταση ζημίας που προκάλεσε η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων υπό την ιδιότητά της ως αναθέτουσα αρχή

(Άρθρα 225 § 1 ΕΚ, 235 ΕΚ και 288, εδ. 2, ΕΚ)

3.      Προσφυγή ακυρώσεως – Προϋποθέσεις παραδεκτού – Έννομο συμφέρον – Αυτεπάγγελτη εξέταση από το δικαστήριο – Ανάλογη εφαρμογή στις προσφυγές που περιλαμβάνουν επικουρικώς αίτημα αποζημιώσεως

(Άρθρο 230 ΕΚ· Κανονισμός Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, άρθρο 113)

4.      Προσφυγή ακυρώσεως – Έννομο συμφέρον – Προσφυγή κατά εκτελεσθείσας πράξεως

(Άρθρα 230 ΕΚ και 233 ΕΚ)

5.      Συμβάσεις δημοσίων έργων και προμηθειών των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων – Διαδικασία διαγωνισμού – Αμφισβήτηση της νομιμότητας της συγγραφής υποχρεώσεων

(Άρθρο 230, εδ. 4, ΕΚ)

6.      Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων – Διαγωνισμοί για τη σύναψη συμβάσεων χρηματοδοτούμενων από ίδιους πόρους της Τράπεζας – Εφαρμοστέες διατάξεις

(Άρθρα 28 ΕΚ, 43 ΕΚ και 49 ΕΚ· Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης· κανονισμός 1605/2002 του Συμβουλίου, άρθρο 88 § 1· οδηγία 2004/18 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου)

7.      Πράξεις των οργάνων – Αιτιολογία – Υποχρέωση αιτιολογήσεως – Περιεχόμενο

(Άρθρα 230, εδ. 5, ΕΚ και 253 ΕΚ)

8.      Συμβάσεις δημοσίων έργων και προμηθειών των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων – Διαδικασία διαγωνισμού – Δικαίωμα των διαγωνιζομένων στην άσκηση αποτελεσματικού ενδίκου βοηθήματος – Περιεχόμενο

(Άρθρα 225 § 1 ΕΚ, 242 ΕΚ, 243 ΕΚ και 253 ΕΚ)

9.      Συμβάσεις δημοσίων έργων και προμηθειών των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων – Διαδικασία διαγωνισμού – Δικαίωμα των διαγωνιζομένων σε αποτελεσματική δικαστική προστασία – Δικαίωμα ασκήσεως ενδίκου βοηθήματος κατά της αποφάσεως περί αναθέσεως της συμβάσεως σε άλλον διαγωνιζόμενο

10.    Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων – Διαγωνισμοί για τη σύναψη συμβάσεων χρηματοδοτούμενων από ίδιους πόρους της Τράπεζας – Ανάθεση συμβάσεων – Επιλογή της πλέον συμφέρουσας από οικονομικής απόψεως προσφοράς – Κριτήρια – Καθορισμός από την αναθέτουσα αρχή – Όρια

11.    Προσφυγή ακυρώσεως – Λόγοι – Παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως και της αρχής της διαφάνειας – Διαδικασία διαγωνισμού

12.    Εξωσυμβατική ευθύνη – Προϋποθέσεις – Αιτιώδης σύνδεσμος – Ζημία σε βάρος διαγωνιζομένου λόγω μη αναθέσεως της συμβάσεως σε αυτόν στο πλαίσιο διαδικασίας διαγωνισμού – Δεν αποδεικνύεται σύνδεσμος μεταξύ της ζημίας και της παράνομης αποφάσεως περί αναθέσεως της συμβάσεως σε άλλο διαγωνιζόμενο

(Άρθρα 266 ΣΛΕΕ και 340, εδ. 2, ΣΛΕΕ)

1.      Λαμβανομένης υπόψη της ανάγκης για πλήρη έλεγχο της νομιμότητας των κοινοτικών πράξεων, το άρθρο 225, παράγραφος 1, ΕΚ και το άρθρο 230 ΕΚ πρέπει να ερμηνεύονται υπό την έννοια ότι δεν αποκλείουν την αρμοδιότητα του Γενικού Δικαστηρίου να επιληφθεί προσφυγής ακυρώσεως κατά πράξεως εμπίπτουσας στην εκ μέρους της διευθύνουσας επιτροπής διαχείριση των τρεχουσών υποθέσεων της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων και παράγουσας οριστικά έννομα αποτελέσματα έναντι τρίτου.

Μολονότι δεν αποτελεί θεσμικό όργανο της Κοινότητας, η Τράπεζα είναι πάντως κοινοτικός οργανισμός που ιδρύθηκε και απέκτησε νομική προσωπικότητα με τη Συνθήκη ΕΚ και γι’ αυτόν τον λόγο υπόκειται στον έλεγχο του Δικαστηρίου ιδίως κατά τα προβλεπόμενα από το άρθρο 237, στοιχείο β΄, ΕΚ. Οι πράξεις που εκδίδονται τυπικώς στο πλαίσιο της Τράπεζας από όργανα άλλα από αυτά τα οποία απαριθμεί το άρθρο 237, στοιχεία β΄ και γ΄, ΕΚ, δηλαδή όργανα διαφορετικά από το Συμβούλιο των Διοικητών ή το διοικητικό συμβούλιο, πρέπει να μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο δικαστικού ελέγχου εφόσον αποτελούν τελικές πράξεις και παράγουν έννομα αποτελέσματα έναντι τρίτων.

(βλ. σκέψεις 46, 50, 52)

2.      Μολονότι στο σύστημα ενδίκων βοηθημάτων που καθιερώνει η Συνθήκη, η αγωγή αποζημιώσεως συνιστά αυτοτελές ένδικο βοήθημα σε σχέση με την προσφυγή ακυρώσεως, γεγονός πάντως είναι ότι πρέπει να λαμβάνεται υπόψη ο «άμεσος σύνδεσμος» ή ο «συμπληρωματικός χαρακτήρας» της προσφυγής ακυρώσεως σε σχέση με την αγωγή αποζημιώσεως καθώς και ο παρεπόμενος χαρακτήρας της δεύτερης σε σχέση με την πρώτη προκειμένου να αποτραπεί η τεχνητή αποσύνδεση της εκβάσεως της αγωγής αποζημιώσεως από την έκβαση της προσφυγής ακυρώσεως, καίτοι η πρώτη είναι παρακολούθημα ή συμπλήρωμα της δεύτερης.

Κατά το μέτρο στο οποίο η ζημία που προκάλεσε σε έναν προσφεύγοντα η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων οφείλεται στην άσκηση εκ μέρους της Τράπεζας αρμοδιοτήτων σύμφυτων με την εκπλήρωση της αποστολής της κοινοτικής διοικήσεως και, πιο συγκεκριμένα, με την ιδιότητα της διοικήσεως αυτής ως αναθέτουσας αρχής, και καθόσον η εν λόγω ζημία δεν οφείλεται σε δραστηριότητες ή πράξεις της Τράπεζας στον χρηματοοικονομικό τομέα, το Γενικό Δικαστήριο είναι αρμόδιο, βάσει του άρθρου 225, παράγραφος 1, ΕΚ, του άρθρου 235 ΕΚ και του άρθρου 288, δεύτερο εδάφιο, ΕΚ, να αποφανθεί επί του αιτήματος αποζημιώσεως το οποίο διατυπώθηκε στο πλαίσιο προσφυγής κατά της Τράπεζας, εφόσον το αίτημα αυτό έχει παρεπόμενο χαρακτήρα σε σχέση με το αίτημα για την ακύρωση πράξεως της Τράπεζας παράγουσας οριστικά έννομα αποτελέσματα έναντι τρίτων, το οποίο είναι, και αυτό, παραδεκτό.

(βλ. σκέψεις 55-58)

3.      Δεδομένου ότι οι προϋποθέσεις του παραδεκτού της προσφυγής, ιδίως δε το ζήτημα της ελλείψεως εννόμου συμφέροντος, συνιστούν λόγους δημοσίας τάξεως, στο Γενικό Δικαστήριο εναπόκειται να εξετάσει αυτεπαγγέλτως κατά πόσον οι προσφεύγοντες έχουν έννομο συμφέρον στην ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως. Η λύση αυτή εφαρμόζεται κατ’ αναλογία και επί ακυρωτικών αιτημάτων που έχουν διατυπωθεί στο πλαίσιο προσφυγής περιέχουσας, συμπληρωματικώς, αίτημα αποζημιώσεως.

(βλ. σκέψη 62)

4.      Ακόμη και στην περίπτωση κατά την οποία η απόφαση περί αναθέσεως έχει εκτελεστεί πλήρως προς όφελος άλλων διαγωνιζομένων, ένας διαγωνιζόμενος διατηρεί το συμφέρον στην ακύρωση της αποφάσεως αυτής, είτε για να επιτύχει την εκ μέρους της αναθέτουσας αρχής προσήκουσα επαναφορά των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση είτε για να υποχρεώσει την αναθέτουσα αρχή να επιφέρει, στο μέλλον, τις προσήκουσες τροποποιήσεις στο σύστημα των διαγωνισμών, σε περίπτωση που το σύστημα αυτό θα κρινόταν αντίθετο προς ορισμένες νομικές απαιτήσεις.

Το γεγονός ότι ορισμένη δημόσια σύμβαση υπεγράφη και, στη συνέχεια, εκτελέστηκε πριν από την έκδοση αποφάσεως που περατώνει τη δίκη επί προσφυγής την οποία άσκησε διαγωνιζόμενος του οποίου η προσφορά δεν επελέγη κατά της αποφάσεως περί αναθέσεως, καθώς και το γεγονός ότι η αναθέτουσα αρχή συνδέεται πλέον με συμβατικό δεσμό με τον ανάδοχο δεν αναιρούν την υποχρέωση την οποία υπέχει δυνάμει του άρθρου 233 ΕΚ η αναθέτουσα αρχή, στην περίπτωση που η κύρια προσφυγή γίνει δεκτή, να λάβει τα αναγκαία μέτρα για την αρμόζουσα προστασία των συμφερόντων του διαγωνιζομένου που δεν ανεδείχθη ανάδοχος.

Στην περίπτωση στην οποία η απόφαση περί αναθέσεως ακυρωθεί κατόπιν προσφυγής που άσκησε διαγωνιζόμενος του οποίου η προσφορά δεν επελέγη αλλά η αναθέτουσα αρχή αδυνατεί να επαναπροκηρύξει τον διαγωνισμό, τα συμφέροντα του εν λόγω διαγωνιζομένου μπορούν να διαφυλαχθούν, παραδείγματος χάριν, μέσω χρηματικής αποζημιώσεως αντιστοιχούσας στην απώλεια της ευκαιρίας να του ανατεθεί η σύμβαση ή, εφόσον αποδεικνύεται με βεβαιότητα ότι η σύμβαση έπρεπε να ανατεθεί στον εν λόγω διαγωνιζόμενο, στο διαφυγόν κέρδος. Πράγματι, είναι δυνατή η αποτίμηση της απώλειας της ευκαιρίας διαγωνιζομένου να του ανατεθεί η σύμβαση εξαιτίας παράνομης αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 64-66)

5.      Τεύχος του διαγωνισμού όπως η συγγραφή υποχρεώσεων δεν μπορεί να θεωρηθεί ως πράξη που αφορά ατομικά όλους τους μετέχοντες στον διαγωνισμό. Ειδικότερα, η συγγραφή υποχρεώσεων, όπως και το σύνολο των τευχών του διαγωνισμού που δημοσιεύονται από την αναθέτουσα αρχή, εφαρμόζεται σε αντικειμενικώς προσδιοριζόμενες καταστάσεις και παράγει έννομα αποτελέσματα έναντι κατηγοριών προσώπων καθοριζόμενων κατά τρόπο γενικό και αφηρημένο. Συνεπώς, η συγγραφή υποχρεώσεων έχει γενικό χαρακτήρα και η χωριστή κοινοποίησή της από την αναθέτουσα αρχή σε καθέναν από τους μετέχοντες στον διαγωνισμό δεν συνεπάγεται την εξατομίκευση καθενός από τους διαγωνιζόμενους σε σχέση με οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο υπό την έννοια του άρθρου 230, τέταρτο εδάφιο, ΕΚ. Επομένως, η συγγραφή υποχρεώσεων δεν συνιστά πράξη δυνάμενη να προσβληθεί απευθείας με προσφυγή δυνάμει της προαναφερθείσας διατάξεως. Ως εκ τούτου, η απόρριψη περί απορρίψεως της προσφοράς ενός διαγωνιζομένου είναι η πρώτη πράξη που μπορεί να προσβληθεί και, επομένως, η πρώτη πράξη βάσει της οποίας ο εν λόγω διαγωνιζόμενος μπορεί να αμφισβητήσει παρεμπιπτόντως τη νομιμότητα του τύπου ο οποίος χρησιμοποιήθηκε για τη συγκριτική αξιολόγηση των προσφορών από την αναθέτουσα αρχή σύμφωνα με τη συγγραφή υποχρεώσεων.

(βλ. σκέψεις 73-74)

6.      Οι διαγωνισμοί για τη σύναψη δημοσίων συμβάσεων της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων, χρηματοδοτούμενων από ίδιους πόρους της Τράπεζας, δεν υπόκεινται ούτε στις διατάξεις του τίτλου IV του δεύτερου μέρους του κανονισμού 1605/2002, για τη θέσπιση του δημοσιονομικού κανονισμού που εφαρμόζεται στον γενικό προϋπολογισμό των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, όπως τροποποιήθηκε, ούτε, κατά μείζονα λόγο, στις διατάξεις του τίτλου III του δεύτερου μέρους του κανονισμού 2342/2002, για τη θέσπιση των κανόνων εφαρμογής του δημοσιονομικού κανονισμού, όπως τροποποιήθηκε. Οι ως άνω διατάξεις εφαρμόζονται μόνο στον «γενικό προϋπολογισμό των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων» και, όπως προκύπτει από το άρθρο 88, παράγραφος 1, του δημοσιονομικού κανονισμού, οι δημόσιες συμβάσεις τις οποίες διέπει ο κανονισμός αυτός είναι όσες χρηματοδοτούνται, εξ ολοκλήρου ή εν μέρει, από τον γενικό προϋπολογισμό.

Γεγονός πάντως είναι ότι οι διαγωνισμοί για τη σύναψη των δημοσίων συμβάσεων της Τράπεζας πρέπει να είναι σύμφωνοι με τους θεμελιώδεις κανόνες της Συνθήκης και με τις γενικές αρχές του δικαίου, καθώς και με τους σκοπούς του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ιδίως την αρχή της ελεύθερης κυκλοφορίας των εμπορευμάτων (άρθρο 28 ΕΚ), το δικαίωμα εγκαταστάσεως (άρθρο 43 ΕΚ), την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών (άρθρο 49 ΕΚ), την αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων και της ίσης μεταχειρίσεως, την αρχή της διαφάνειας και την αρχή της αναλογικότητας.

Επιπλέον, μολονότι οι οδηγίες περί συνάψεως δημοσίων συμβάσεων έργων, προμηθειών και υπηρεσιών διέπουν μόνον όσες συμβάσεις συνάπτονται από αναθέτουσες αρχές και φορείς των κρατών μελών και δεν έχουν άμεση εφαρμογή στις δημόσιες συμβάσεις που συνάπτονται από την κοινοτική διοίκηση, εντούτοις, οι κανόνες ή οι αρχές που κατοχυρώνονται ή συνάγονται στο πλαίσιο των εν λόγω οδηγιών μπορούν να προβληθούν κατά της διοικήσεως αυτής στον βαθμό που συνιστούν έκφραση των θεμελιωδών κανόνων της Συνθήκης και των γενικών αρχών του δικαίου που ισχύουν άμεσα έναντι της κοινοτικής διοικήσεως. Ειδικότερα, σε μια κοινότητα δικαίου, η ομοιόμορφη εφαρμογή του δικαίου αποτελεί θεμελιώδη επιταγή, ενώ κάθε υποκείμενο δικαίου έχει την υποχρέωση να τηρεί την αρχή της νομιμότητας. Επιπλέον, οι κανόνες ή οι αρχές που συνάγονται από τις οδηγίες μπορούν να προβληθούν κατά της κοινοτικής διοικήσεως όταν αυτή, οσάκις κάνει χρήση της λειτουργικής και θεσμικής της αυτοτέλειας και εντός των ορίων των αρμοδιοτήτων που της απονέμει η Συνθήκη, εκδίδει πράξεις που περιέχουν ρητή παραπομπή, όσον αφορά το καθεστώς δημοσίων συμβάσεων τις οποίες συνάπτει για ίδιο λογαριασμό, σε ορισμένους κανόνες ή σε ορισμένες αρχές που εξαγγέλλονται στις οδηγίες με συνεπεία να καθίστανται εφαρμοστέοι οι εν λόγω κανόνες και οι εν λόγω αρχές κατ’ εφαρμογή της αρχής patere legem quam ipse fecisti.

Εξάλλου, όπως προκύπτει από τον οδηγό για τη σύναψη δημόσιων συμβάσεων υπηρεσιών, προμηθειών και έργων από την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων για ίδιο λογαριασμό, μολονότι η οδηγία 2004/18, περί συντονισμού των διαδικασιών σύναψης δημόσιων συμβάσεων έργων, προμηθειών και υπηρεσιών, δεν εφαρμόζεται αυτή καθαυτή στην Τράπεζα, εντούτοις συνιστά το ενδεδειγμένο σημείο αναφοράς για τις διαδικασίες διαγωνισμών της Τράπεζας. Ο οδηγός καθιερώνει κανόνες γενικής ισχύος που παράγουν έννομα αποτελέσματα έναντι τρίτων, ιδίως έναντι όσων αποφασίζουν να μετάσχουν στον διαγωνισμό για τη σύναψη συμβάσεως χρηματοδοτούμενης, εν όλω ή εν μέρει, από ίδιους πόρους της Τράπεζας, και επιβάλλει στην Τράπεζα νομικές υποχρεώσεις οσάκις αυτή αποφασίζει να προβεί σε σύναψη δημόσιας συμβάσεως για ίδιο λογαριασμό. Κατά συνέπεια, οσάκις η Τράπεζα εκπληρώνει την αποστολή της απευθυνόμενη στις κεφαλαιαγορές ή μέσω των ιδίων της πόρων, ιδίως όταν συνάπτει δημόσιες συμβάσεις για ίδιο λογαριασμό, υπόκειται τόσο στους θεμελιώδεις κανόνες της Συνθήκης, στις γενικές αρχές του δικαίου και στους σκοπούς του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης όσο και στις διατάξεις του οδηγού, όπως αυτές ερμηνεύονται υπό το πρίσμα των αρχών στη συγκεκριμενοποίηση των οποίων αποσκοπούν οι εν λόγω διατάξεις και, ενδεχομένως, υπό το πρίσμα των διατάξεων της οδηγίας 2004/18 στις οποίες παραπέμπουν οι διατάξεις του οδηγού.

(βλ. σκέψεις 87-90, 92-93)

7.      Οσάκις η κοινοτική διοίκηση διαθέτει ευρεία διακριτική ευχέρεια, η τήρηση των εγγυήσεων που παρέχει η κοινοτική έννομη τάξη στο πλαίσιο διοικητικών διαδικασιών έχει θεμελιώδη σημασία. Στις εγγυήσεις αυτές καταλέγεται η υποχρέωση της διοικήσεως να αιτιολογεί επαρκώς τις αποφάσεις της.

Πάντως, όπως προκύπτει από τον οδηγό για τη σύναψη δημόσιων συμβάσεων υπηρεσιών, προμηθειών και έργων από την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων για ίδιο λογαριασμό, κατόπιν αιτήματος του ενδιαφερομένου, η Τράπεζα γνωστοποιεί, εντός δεκαπενθημέρου από του σχετικού γραπτού αιτήματος, σε όλους τους υποβαλόντες νομότυπη προσφορά, τα χαρακτηριστικά και τα συγκριτικά πλεονεκτήματα της επιλεγείσας προσφοράς καθώς και το όνομα του αναδόχου ή των συμβαλλόμενων μερών στη συμφωνία-πλαίσιο.

Οι ως άνω προβλεπόμενες ενέργειες συνάδουν προς τον σκοπό της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως κατά το άρθρο 253 ΕΚ. Στο πλαίσιο των διαδικασιών δημόσιων διαγωνισμών, το γεγονός ότι οι ενδιαφερόμενοι διαγωνισθέντες λαμβάνουν αιτιολογημένη απόφαση μόνον κατόπιν ρητού αιτήματός τους ουδόλως περιορίζει τη δυνατότητά τους να ασκήσουν τα δικαιώματά τους ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου. Πράγματι, η προθεσμία ασκήσεως της προσφυγής του άρθρου 230, πέμπτο εδάφιο, ΕΚ άρχεται μόνον από την ημερομηνία κοινοποιήσεως της αιτιολογημένης αποφάσεως, υπό την προϋπόθεση ότι ο διαγωνιζόμενος υπέβαλε αίτηση για τη χορήγηση αιτιολογημένης αποφάσεως εντός εύλογης προθεσμίας από την ημερομηνία κατά την οποία έλαβε γνώση της απορρίψεως της προσφοράς του.

Εντούτοις, λαμβανομένης υπόψη της ευρείας διακριτικής ευχέρειας που διαθέτει στο πλαίσιο των διαδικασιών δημόσιων διαγωνισμών, η αναθέτουσα αρχή υποχρεούται να παρέχει επαρκή αιτιολογία στους διαγωνιζόμενους των οποίων η προσφορά δεν επελέγη και οι οποίοι έχουν υποβάλει σχετικό αίτημα, προς αυτό δε τον σκοπό οφείλει να επιδεικνύει ιδιαίτερη προσοχή ώστε οι γνωστοποιούμενοι από αυτήν λόγοι να αντιστοιχούν προς τα στοιχεία στα οποία βασίστηκε η απόφασή της.

Συναφώς, το έγγραφο που απεστάλη από την Τράπεζα προς διαγωνιζόμενο του οποίου η προσφορά δεν επελέγη με σκοπό την κοινοποίηση του ονόματος του αναδόχου, της σχετικής σταθμίσεως των κριτηρίων αναθέσεως και της αναλυτικής καταστάσεως της βαθμολογίας μπορεί μεν να χαρακτηριστεί ως μία αρχική εξήγηση χωρίς όμως να μπορεί να θεωρηθεί ως επαρκές υπό το πρίσμα της απαιτήσεως κατά την οποία από την αιτιολογία πρέπει να προκύπτει κατά τρόπο σαφή και μη επιδεχόμενο παρερμηνεία η συλλογιστική του οργάνου που εξέδωσε την πράξη. Υπό τις συνθήκες αυτές, η εν λόγω απόφαση περί απορρίψεως της προσφοράς διαγωνιζομένου περιέχει ανεπαρκή αιτιολογία με συνέπεια τη μη τήρηση των διατάξεων του προαναφερθέντος οδηγού και, γενικότερα, της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως κατά το άρθρο 253 ΕΚ.

(βλ. σκέψεις 100, 106-108, 112, 114, 116)

8.      Στο πλαίσιο των διαδικασιών δημόσιων διαγωνισμών, πρέπει να παρέχεται προστασία στους διαγωνιζόμενους από αυθαίρετες ενέργειες της αναθέτουσας αρχής και να διασφαλίζεται ότι οι παράνομες πράξεις της δεύτερης θα μπορούν να προσβληθούν με αποτελεσματικά και όσο το δυνατό ταχύτερα ένδικα βοηθήματα.

Κατ’ αρχάς, η πλήρης έννομη προστασία των διαγωνιζομένων έναντι αυθαίρετων ενεργειών της αναθέτουσας αρχής προϋποθέτει την τήρηση της υποχρεώσεως να γνωστοποιείται στο σύνολο των διαγωνιζομένων η απόφαση περί αναθέσεως της συμβάσεως πριν από τη σύναψη της τελευταίας, προκειμένου αυτοί να μπορέσουν πράγματι να ασκήσουν ένδικο βοήθημα για την ακύρωση της ως άνω αποφάσεως, εφόσον πληρούνται προς αυτό οι σχετικές προϋποθέσεις. Περαιτέρω προϋπόθεση για την παροχή πλήρους έννομης προστασίας είναι να προβλεφθεί υπέρ των διαγωνιζομένων των οποίων η προσφορά δεν επελέγη η δυνατότητα να αμφισβητήσουν εγκαίρως το κύρος της αποφάσεως περί αναθέσεως, προς τον σκοπό δε αυτό επιβάλλεται να μεσολαβεί εύλογος χρόνος μεταξύ, αφενός, του χρονικού σημείου κατά το οποίο η απόφαση περί αναθέσεως ανακοινώνεται στους διαγωνισθέντες των οποίων η προσφορά δεν επελέγη και, αφετέρου, της υπογραφής της συμβάσεως, ούτως ώστε να τους παρέχεται η δυνατότητα, μεταξύ άλλων, να υποβάλουν αίτηση για τη λήψη προσωρινών μέτρων, κατ’ εφαρμογή των συνδυασμένων διατάξεων των άρθρων 242 ΕΚ και 243 ΕΚ καθώς και του άρθρου 225, παράγραφος 1, ΕΚ, με την οποία να ζητούν από τον δικαστή των ασφαλιστικών μέτρων να διατάξει την αναστολή εκτελέσεως της αποφάσεως περί απορρίψεως της προσφοράς τους, μέχρις ότου το δικαστήριο της ουσίας αποφανθεί επί της κύριας προσφυγής με αντικείμενο την ακύρωση της εν λόγω αποφάσεως. Ειδικότερα, το δικαίωμα σε πλήρη και αποτελεσματική δικαστική προστασία συνεπάγεται τη διασφάλιση της προσωρινής προστασίας των πολιτών, εφόσον αυτή είναι απαραίτητη για την πλήρη αποτελεσματικότητα της μελλοντικής αποφάσεως στην κύρια δίκη, προκειμένου να αποφεύγονται τα κενά στη δικαστική προστασία που διασφαλίζουν τα αρμόδια δικαιοδοτικά όργανα. Τέλος, προκειμένου να ικανοποιηθεί η απαίτηση περί αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, η αναθέτουσα αρχή υποχρεούται να τηρεί την υποχρέωση αιτιολογήσεως την οποία υπέχει, παρέχοντας επαρκή αιτιολογία σε όποιον μη επιλεγέντα διαγωνιζόμενο το ζητήσει, προκειμένου να παρασχεθεί σε αυτόν η δυνατότητα, αφενός, να ασκήσει το ως άνω δικαίωμα υπό τις καλύτερες δυνατές συνθήκες και, αφετέρου, να αποφασίσει, έχοντας πλήρη γνώση όλων των σχετικών στοιχείων, εάν τον συμφέρει η άσκηση ενδίκου βοηθήματος ενώπιον του αρμόδιου δικαστηρίου.

(βλ. σκέψεις 119-122)

9.      Στο πλαίσιο διαδικασίας διαγωνισμού, το δικαίωμα των διαγωνιζομένων των οποίων η προσφορά δεν επελέγη στην άσκηση αποτελεσματικού ενδίκου βοηθήματος κατά της αποφάσεως περί αναθέσεως της δημόσιας συμβάσεως σε άλλο διαγωνιζόμενο, καθώς και η απορρέουσα υποχρέωση της αναθέτουσας αρχής να τους κοινοποιήσει, κατόπιν σχετικού αιτήματος, την αιτιολογία της αποφάσεως αυτής πρέπει να χαρακτηριστεί ως ουσιώδης τύπος, στον βαθμό που ο τύπος αυτός περιβάλλει τη διαδικασία εκδόσεως της εν λόγω αποφάσεως με εγγυήσεις οι οποίες καθιστούν δυνατή την άσκηση αποτελεσματικού ελέγχου όσον αφορά το αμερόληπτο της διαδικασίας του διαγωνισμού η οποία κατέληξε στην έκδοση της ως άνω αποφάσεως. Η μη τήρηση από την αναθέτουσα αρχή των προβλεπομένων ουσιωδών τύπων έχει ως συνέπεια την ακύρωσή της.

(βλ. σκέψεις 130-131)

10.    Η ευχέρεια της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων να επιλέξει ελεύθερα τα κριτήρια αναθέσεως με βάση τα οποία θα συνάψει δημόσιες συμβάσεις για ίδιο λογαριασμό της παρέχει τη δυνατότητα να λάβει υπόψη τη φύση, το αντικείμενο και τις ιδιαιτερότητες κάθε συμβάσεως.

Εντούτοις, πρέπει να ληφθούν υπόψη οι κανόνες για τη διεξαγωγή της διαδικασίας διαγωνισμού οι οποίοι περιέχονται στον οδηγό για τη σύναψη δημόσιων συμβάσεων υπηρεσιών, προμηθειών και έργων από την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων για ίδιο λογαριασμό και οι οποίοι αποσκοπούν στο να διασφαλίσουν ότι η ευχέρεια της Τράπεζας να καθορίζει τα κριτήρια αναθέσεως των συμβάσεων θα ασκείται τηρουμένων των αρχών της ίσης μεταχειρίσεως και της διαφάνειας κατά το στάδιο της αξιολογήσεως των προσφορών πριν από την έκδοση της αποφάσεως περί αναθέσεως. Πράγματι, σκοπός των διατάξεων αυτών είναι, αφενός, να διασφαλιστεί ότι όλοι οι καλώς πληροφορημένοι και επιμελείς διαγωνιζόμενοι θα ερμηνεύσουν κατά τον ίδιο τρόπο τα κριτήρια αναθέσεως και, ως εκ τούτου, θα έχουν τις ίδιες ευκαιρίες κατά τη διαμόρφωση του περιεχομένου της προσφοράς τους και, αφετέρου, να διασφαλιστεί η τήρηση της αρχής της αναλογικότητας.

Μολονότι αληθεύει ότι τα κριτήρια τα οποία δύναται να καθορίσει η αναθέτουσα αρχή, στις περιπτώσεις στις οποίες η ανάθεση γίνεται με βάση την πλέον συμφέρουσα από οικονομικής απόψεως προσφορά, δεν απαριθμούνται περιοριστικώς στον εν λόγω οδηγό και ότι ο οδηγός αυτός παρέχει στην αναθέτουσα αρχή την ευχέρεια να επιλέξει τα κριτήρια αναθέσεως της δημόσιας συμβάσεως που είναι, κατά την άποψή της, τα καταλληλότερα, η επιλογή αυτή πρέπει να αφορά αποκλειστικώς κριτήρια με βάση τα οποία θα προσδιοριστεί η πλέον συμφέρουσα από οικονομικής απόψεως προσφορά. Επομένως, κριτήρια αναθέσεως απαγορεύεται να είναι όσα δεν αποσκοπούν στον προσδιορισμό της πλέον συμφέρουσας από οικονομικής απόψεως προσφοράς, αλλά συνδέονται ουσιαστικώς με την αξιολόγηση της ικανότητας των διαγωνιζομένων να εκτελέσουν τη σχετική σύμβαση, δεδομένου τέτοια κριτήρια αφορούν το στάδιο της επιλογής των υποψηφίων και δεν μπορούν να ληφθούν εκ νέου υπόψη για τη συγκριτική αξιολόγηση των προσφορών.

Εάν η προσφορά διαγωνιζομένου ο οποίος δεν αποκλείστηκε από τη διαδικασία του διαγωνισμού και πληροί τα καθοριζόμενα στην προκήρυξη ή στη συγγραφή υποχρεώσεων κριτήρια επιλογής δεν είναι, κατά την κρίση της αναθέτουσας αρχής, η πλέον συμφέρουσα από οικονομικής απόψεως προσφορά, βάσει των κριτηρίων αναθέσεως που η ίδια καθόρισε στην προκήρυξη του διαγωνισμού ή στη συγγραφή υποχρεώσεων, τότε η προσφορά αυτή πρέπει να απορριφθεί από την αναθέτουσα αρχή, η οποία δεν επιτρέπεται να μεταβάλει την όλη οικονομία της συμβάσεως τροποποιώντας μία από τις ουσιώδεις προϋποθέσεις της αναθέσεώς της. Ειδικότερα, εάν επιτρεπόταν στην αναθέτουσα αρχή να τροποποιεί κατά βούληση, κατά το στάδιο της διαδικασίας του διαγωνισμού, τις ίδιες τις προϋποθέσεις της αναθέσεως, όπως τη σχετική στάθμιση των κριτηρίων αναθέσεως, χωρίς να της παρέχεται προς τούτο εξουσία από τις ισχύουσες σχετικές διατάξεις, θα αλλοιώνονταν οι αρχικά προβλεπόμενοι όροι που διέπουν την ανάθεση της συμβάσεως. Επιπλέον, μια τέτοια πρακτική θα συνεπαγόταν αναπόφευκτα την παραβίαση των αρχών της διαφάνειας και της ίσης μεταχειρίσεως των διαγωνιζομένων, εφόσον δεν θα διασφαλιζόταν η ενιαία εφαρμογή των όρων για την ανάθεση της συμβάσεως και η αντικειμενικότητα της διαδικασίας.

(βλ. σκέψεις 137-138, 141-142, 160)

11.    Εφόσον το Γενικό Δικαστήριο, επιληφθέν προσφυγής ακυρώσεως κατά της αποφάσεως περί αναθέσεως ορισμένης δημόσιας συμβάσεως της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων, δεν διαθέτει στοιχεία που να του παρέχουν τη δυνατότητα να συναγάγει ή να αποκλείσει με βεβαιότητα ότι η τροποποίηση της προσφοράς του αναδόχου και η τροποποίηση του ειδικού βάρους, αντιστοίχως, των τεχνικών κριτηρίων και του οικονομικού κριτηρίου, προ της εκδόσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως, είχαν ως συνέπεια τη νόθευση της συγκριτικής αξιολογήσεως των προσφορών εις βάρος των λοιπών διαγωνιζομένων των οποίων η προσφορά δεν επελέγη, κατά τρόπο που να επηρεάζει το αποτέλεσμα της διαδικασίας του δημόσιου διαγωνισμού, η αμφιβολία αυτή αποβαίνει εις βάρος της Τράπεζας ως αναθέτουσας αρχής.

(βλ. σκέψη 181)

12.    Οσάκις, στο πλαίσιο αγωγής αποζημιώσεως, δεν είναι δυνατή η διαπίστωση αιτιώδους συνάφειας μεταξύ, αφενός, της κατά παράβαση νόμου εκδοθείσας από την αναθέτουσα αρχή αποφάσεως να απορρίψει την προσφορά διαγωνιζομένου στο πλαίσιο διαδικασίας δημόσιου διαγωνισμού και, αφετέρου, της προβαλλόμενης από τον ενάγοντα ζημίας η οποία απορρέει από τη μη ανάθεση της ίδιας της συμβάσεως, ο ενάγων δεν μπορεί βασίμως να ζητήσει αποζημίωση για την αποκατάσταση της ζημίας η οποία οφείλεται στο γεγονός ότι δεν συνήψε τη σύμβαση με την αναθέτουσα αρχή ή, κατά μείζονα λόγο, ότι δεν εκτέλεσε τη σύμβαση.

Η καταβολή αποζημιώσεως η οποία ενδεχομένως οφείλεται στον ενάγοντα, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 266 ΣΛΕΕ, με σκοπό την επαναφορά των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση κατόπιν της ακυρώσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως, δεν θίγεται.

(βλ. σκέψεις 212, 214)