Language of document : ECLI:EU:C:2018:117

Υπόθεση C‑64/16

Associação Sindical dos Juízes Portugueses

κατά

Tribunal de Contas

(αίτηση του Supremo Tribunal Administrativo
για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως)

«Προδικαστική παραπομπή – Άρθρο 19, παράγραφος 1, ΣΕΕ – Ένδικα βοηθήματα ή μέσα – Αποτελεσματική δικαστική προστασία – Ανεξαρτησία των δικαστών – Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Άρθρο 47 – Μείωση των αποδοχών στην εθνική δημόσια διοίκηση – Μέτρα δημοσιονομικής λιτότητας»

Περίληψη – Απόφαση του Δικαστηρίου (τμήμα μείζονος συνθέσεως) της 27ης Φεβρουαρίου 2018

1.        Κράτη μέλη – Υποχρεώσεις – Θέσπιση ενδίκων βοηθημάτων και μέσων τα οποία είναι αναγκαία για τη διασφάλιση αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας – Περιεχόμενο

(Άρθρα 2 ΣΕΕ και 19 ΣΕΕ· Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, άρθρο 47, εδ. 2)

2.        Δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Αρχές – Δικαίωμα αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας – Αρχή της ανεξαρτησίας των δικαστών – Περιεχόμενο

(Άρθρο 19 § 2, εδ. 3, ΣΕΕ· Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, άρθρο. 47, εδ. 2)

3.        Κράτη μέλη – Υποχρεώσεις – Θέσπιση ενδίκων βοηθημάτων και μέσων τα οποία είναι αναγκαία για τη διασφάλιση αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας – Σεβασμός της αρχής της ανεξαρτησίας των δικαστών – Εθνική ρύθμιση με αντικείμενο την προσωρινή μείωση των αποδοχών του προσωπικού της εθνικής δημόσιας διοικήσεως – Παραβίαση – Δεν υφίσταται

(Άρθρο 19 § 1, εδ. 2, ΣΕΕ)

1.      Το άρθρο 19 ΣΕΕ, με το οποίο συγκεκριμενοποιείται η αξία του κράτους δικαίου την οποία κατοχυρώνει το άρθρο 2 ΣΕΕ, αναθέτει το καθήκον ασκήσεως του δικαστικού ελέγχου εντός της έννομης τάξης της Ένωσης όχι μόνο στο Δικαστήριο, αλλά και στα εθνικά δικαστήρια [βλ., υπ’ αυτή την έννοια, γνωμοδότηση 1/09 (Συμφωνία περί δημιουργίας ενοποιημένου συστήματος επιλύσεως διαφορών σε θέματα διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας), της 8ης Μαρτίου 2011, EU:C:2011:123, σκέψη 66· αποφάσεις της 3ης Οκτωβρίου 2013, Inuit Tapiriit Kanatami κ.λπ. κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου, C‑583/11 P, EU:C:2013:625, σκέψη 90, καθώς και της 28ης Απριλίου 2015, T & L Sugars και Sidul Açúcares κατά Επιτροπής, C‑456/13 P, EU:C:2015:284, σκέψη 45].

Αυτή καθαυτήν η ύπαρξη αποτελεσματικού δικαστικού ελέγχου με σκοπό τη διασφάλιση της τηρήσεως των διατάξεων του δικαίου της Ένωσης είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένη με την ύπαρξη κράτους δικαίου (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, απόφαση της 28ης Μαρτίου 2017, Rosneft, C‑72/15, EU:C:2017:236, σκέψη 73 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Επομένως, κάθε κράτος μέλος οφείλει να διασφαλίζει ότι τα όργανα που εντάσσονται, ως «δικαστήρια», κατά την έννοια του δικαίου της Ένωσης, στο εθνικό σύστημα ενδίκων βοηθημάτων και μέσων στους τομείς που διέπονται από το δίκαιο της Ένωσης ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας. Για τη διασφάλιση της προστασίας αυτής, η διαφύλαξη της ανεξαρτησίας ενός τέτοιου οργάνου έχει πρωταρχική σημασία, όπως επιβεβαιώνεται με το άρθρο 47, δεύτερο εδάφιο, του Χάρτη, το οποίο ανάγει την πρόσβαση σε «ανεξάρτητο» δικαστήριο σε μία από τις απαιτήσεις που συνδέονται με το δικαίωμα πραγματικής προσφυγής.

(βλ. σκέψεις 32, 36, 37, 41)

2.      Η εγγύηση της ανεξαρτησίας, η οποία είναι συμφυής με το δικαιοδοτικό έργο (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, αποφάσεις της 19ης Σεπτεμβρίου 2006, Wilson, C‑506/04, EU:C:2006:587, σκέψη 49, της 14ης Ιουνίου 2017, Online Games κ.λπ., C‑685/15, EU:C:2017:452, σκέψη 60, καθώς και της 13ης Δεκεμβρίου 2017, El Hassani, C‑403/16, EU:C:2017:960, σκέψη 40), ισχύει υποχρεωτικώς όχι μόνο σε επίπεδο Ένωσης, για τους δικαστές και τους γενικούς εισαγγελείς του Δικαστηρίου, όπως προβλέπει το άρθρο 19, παράγραφος 2, τρίτο εδάφιο, ΣΕΕ, αλλά και σε επίπεδο κρατών μελών, για τα εθνικά δικαστήρια.

Η έννοια της ανεξαρτησίας προϋποθέτει, μεταξύ άλλων, ότι το σχετικό όργανο ασκεί τα καθήκοντά του με πλήρη αυτονομία, χωρίς να υπόκειται σε οποιαδήποτε ιεραρχική σχέση ή σχέση υπαγωγής έναντι οποιουδήποτε φορέα και χωρίς να λαμβάνει εντολές ή οδηγίες οποιασδήποτε προελεύσεως και ότι, ως εκ τούτου, προστατεύεται από εξωτερικές παρεμβάσεις ή πιέσεις οι οποίες θα μπορούσαν να θίξουν την ανεξάρτητη κρίση των μελών του και να επηρεάσουν τις αποφάσεις τους (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, αποφάσεις της 19ης Σεπτεμβρίου 2006, Wilson, C‑506/04, EU:C:2006:587, σκέψη 51, καθώς και της 16ης Φεβρουαρίου 2017, Margarit Panicello, C‑503/15, EU:C:2017:126, σκέψη 37 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Όπως και η ισοβιότητα των μελών εντός τέτοιου οργάνου (βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 19ης Σεπτεμβρίου 2006, Wilson, C‑506/04, EU:C:2006:587, σκέψη 51), η καταβολή στα μέλη αυτά αποδοχών των οποίων το επίπεδο τελεί σε αναλογία με τη σπουδαιότητα των καθηκόντων που ασκούν αποτελεί εγγύηση σύμφυτη με την ανεξαρτησία των δικαστών.

(βλ. σκέψεις 42, 44, 45)

3.      Το άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ έχει την έννοια ότι η αρχή της ανεξαρτησίας των δικαστών δεν αντιτίθεται στην εφαρμογή, στα μέλη του Tribunal de Contas (Ελεγκτικού Συνεδρίου, Πορτογαλία), γενικών μέτρων μειώσεως των αποδοχών, όπως είναι τα επίμαχα στην υπόθεση της κύριας δίκης, τα οποία υπαγορεύονται από επιταγές περί εξαλείψεως υπερβολικού δημοσιονομικού ελλείμματος και συνδέονται με πρόγραμμα χρηματοοικονομικής συνδρομής εκ μέρους της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Τα μέτρα αυτά προέβλεπαν περιορισμένη μείωση του ύψους των αποδοχών κατά ορισμένο ποσοστό το οποίο ήταν συνάρτηση του επιπέδου των αποδοχών αυτών. Τα μέτρα αυτά εφαρμόστηκαν όχι μόνο στα μέλη του Tribunal de Contas (Ελεγκτικού Συνεδρίου), αλλά, γενικότερα, σε διάφορες κατηγορίες δημοσίων λειτουργών και προσώπων που ασκούν καθήκοντα στον δημόσιο τομέα, μεταξύ των οποίων οι φορείς των οργάνων της νομοθετικής, της εκτελεστικής και της δικαστικής εξουσίας. Τα εν λόγω μέτρα δεν μπορούν για τον λόγο αυτό να χαρακτηριστούν ως μέτρα που λήφθηκαν ειδικώς σε σχέση με τα μέλη του Tribunal de Contas (Ελεγκτικού Συνεδρίου). Αντιθέτως, προσιδιάζουν σε μέτρα γενικής εφαρμογής που έχουν ως αντικείμενο τη συμβολή ενός συνόλου μελών της εθνικής δημόσιας διοικήσεως στην προσπάθεια περιορισμού των δαπανών η οποία υπαγορευόταν από τις επιταγές περί περιορισμού του υπερβολικού ελλείμματος του προϋπολογισμού του Πορτογαλικού Δημοσίου. Τέλος, όπως προκύπτει από τον τίτλο του νόμου 75/2014 και από αυτό καθαυτό το γράμμα του άρθρου 1, παράγραφος 1, του νόμου αυτού, τα μέτρα μειώσεως των αποδοχών που προβλέφθηκαν με τον νόμο αυτό και τέθηκαν σε ισχύ την 1η Οκτωβρίου 2014 είχαν προσωρινό χαρακτήρα. Υπό τις συνθήκες αυτές, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι τα επίμαχα στην υπόθεση της κύριας δίκης μέτρα μειώσεως των αποδοχών θίγουν την ανεξαρτησία των μελών του Tribunal de Contas (Ελεγκτικού Συνεδρίου).

(βλ. σκέψεις 47-52 και διατακτ.)