Language of document :

Προσφυγή της 7ης Ιουνίου 2012 - Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατά Ουγγαρίας

(Υπόθεση C-286/12)

Γλώσσα διαδικασίας: η ουγγρική

Διάδικοι

Προσφεύγουσα: Ευρωπαϊκή Επιτροπή (εκπρόσωποι: J. Enegren και K. Talabér-Ritz, meghatalmazottak)

Καθής: Ουγγαρία

Αιτήματα της προσφεύγουσας

Η προσφεύγουσα ζητεί από το Δικαστήριο:

να αναγνωρίσει ότι η Ουγγαρία παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει δυνάμει των άρθρων 2 και 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 2000/78/EΚ, του Συμβουλίου, της 27ης Νοεμβρίου 2000, για τη διαμόρφωση γενικού πλαισίου για την ίση μεταχείριση στην απασχόληση και την εργασία, εκδίδοντας εθνική ρύθμιση που καθιερώνει την υποχρεωτική παύση στα 62 έτη της νομικής σχέσεως βάσει της οποίας ασκούν τα καθήκοντά τους οι δικαστές, οι εισαγγελείς και οι συμβολαιογράφοι, γεγονός που συνεπάγεται διαφορετική μεταχείριση λόγω ηλικίας, η οποία δεν δικαιολογείται από θεμιτό σκοπό και ότι, εν πάση περιπτώσει, δεν είναι κατάλληλη ούτε απαραίτητη για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού,

να καταδικάσει την Ουγγαρία στα δικαστικά έξοδα.

Λόγοι ακυρώσεως και κύρια επιχειρήματα

Δυνάμει της ουγγρικής ρυθμίσεως περί υποχρεωτικής μέγιστης ηλικίας των δικαστών, εισαγγελέων και συμβολαιογράφων, η νομική σχέση βάσει της οποίας παρέχουν υπηρεσίες όσοι ασκούν τα εν λόγω επαγγέλματα παύει να υφίσταται όταν αυτοί συμπληρώνουν δεδομένη ηλικία -62 έτη επί του παρόντος- ενώ προηγουμένως μπορούσαν να εξακολουθούν να ασκούν τα καθήκοντά τους έως τη συμπλήρωση του 70ού έτους. Η επίμαχη ρύθμιση προβλέπει ότι η νομική σχέση βάσει της οποίας ασκούν τα καθήκοντά τους οι δικαστές και εισαγγελείς που έχουν συμπληρώσει τη νέα μέγιστη ηλικία πριν την 1η Ιανουαρίου 2012 θα παύσει να υπάρχει από την 30ή Ιουνίου 2012, και αυτή των δικαστών και των εισαγγελέων που συμπληρώνουν την εν λόγω ηλικία μεταξύ της 1ης Ιανουαρίου και της 31ης Δεκεμβρίου 2012 θα παύσει να υπάρχει την 31η Δεκεμβρίου 2012. Στην περίπτωση των συμβολαιογράφων, η μείωση της ανώτατης υποχρεωτικής ηλικίας από τα 70 στα 62 έτη θα αρχίσει να ισχύει από την 1η Ιανουαρίου 2014.

Η Επιτροπή βασίζει την προσφυγή της λόγω παραβάσεως στις ακόλουθες νομικές βάσεις και επιχειρήματα:

Κατά πρώτον, θεωρεί ότι η επίμαχη εθνική ρύθμιση εισάγει διαφορετική μεταχείριση λόγω ηλικίας κατά την έννοια του άρθρου 2 της οδηγίας, δεδομένου ότι επιφυλάσσει λιγότερο ευνοϊκή μεταχείριση σε δικαστές, εισαγγελείς και συμβολαιογράφους οι οποίοι έχουν συμπληρώσει τη νέα ανώτατη ηλικία σε σχέση με τον υπόλοιπο ενεργό πληθυσμό που δεν έχει συμπληρώσει την εν λόγω ηλικία.

Προκειμένου ρύθμιση που εισάγει διαφορετική μεταχείριση λόγω ηλικίας να εξαιρεθεί από την απαγόρευση δυσμενούς διακρίσεως, πρέπει να πληροί τις απαιτήσεις που θέτει το άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας. Δυνάμει αυτής, αφενός, η εν λόγω ρύθμιση πρέπει να δικαιολογείται αντικειμενικώς από θεμιτό σκοπό και, αφετέρου, τα μέσα για την επίτευξη του σκοπού αυτού πρέπει να είναι κατάλληλα και αναγκαία (αρχή της αναλογικότητας).

Συναφώς, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι ούτε η επίμαχη ρύθμιση προβλέπει ρητώς έναν θεμιτό σκοπό ούτε μπορεί να συναχθεί τέτοιου είδους σκοπός από το πλαίσιό της, γεγονός που συνιστά αυτό καθεαυτό παράβαση της οδηγίας, δεδομένου ότι τέτοιου είδους περίσταση παρακωλύει τον δικαστικό έλεγχο νομιμότητας και αναλογικότητας της εθνικής ρυθμίσεως. Όσον αφορά τον θεμιτό χαρακτήρα των σκοπών που προβλήθηκαν στο πλαίσιο της [διοικητικής] διαδικασίας λόγω παραβάσεως, η Επιτροπή διατείνεται ότι μόνον οι σχετικοί με το πεδίο της κοινωνικής πολιτικής σκοποί μπορούν να θεωρούνται κατάλληλοι για να δικαιολογήσουν εξαίρεση από την απαγόρευση δυσμενούς διακρίσεως λόγω ηλικίας.

Τέλος, κατά την Επιτροπή, η επίμαχη εθνική ρύθμιση δεν είναι ούτε κατάλληλη ούτε αναγκαία για την επίτευξη των υποτιθέμενων θεμιτών σκοπών, δεδομένου ότι (i) η μέγιστη δυνατή μεταβατική περίοδος ενάμιση έτους είναι εξαιρετικώς βραχεία, λαμβανομένης υπόψη της δραστικής μειώσεως από 70 σε 62 έτη της μέγιστης υποχρεωτικής ηλικίας για τη νομική σχέση στο πλαίσιο της οποίας ασκούν τα καθήκοντά τους, και (ii) η μεταβατική περίοδος δεν είναι συνεπής από απόψεως της γενικής μεταρρυθμίσεως της συνταξιοδοτήσεως, μέσω της οποίας θα αυξηθεί η γενική ηλικία συνταξιοδοτήσεως από τα 62 έως τα 65 έτη κατά την περίοδο των οκτώ ετών μεταξύ 2014 και 2022, γεγονός το οποίο θα οδηγήσει -μετά την παρέλευση δύο μόνον ετών- σε νέα αύξηση της ανώτατης υποχρεωτικής ηλικίας όσον αφορά τη νομική σχέση βάσει της οποίας ασκούν αυτοί τα καθήκοντα. Κατά συνέπεια, η Επιτροπή θεωρεί ότι επίμαχη εθνική ρύθμιση προσβάλλει κατά τρόπο δυσανάλογο τα έννομα συμφέροντα των οικείων δικαστών, εισαγγελέων και συμβολαιογράφων και ότι βαίνει πέραν του αναγκαίου μέτρου για την επίτευξη του σκοπού της.

____________