Language of document : ECLI:EU:T:2007:370

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ (πέμπτο τμήμα)

της 11ης Δεκεμβρίου 2007

Υπόθεση T-66/05

Jörn Sack

κατά

Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

«Υπαλληλική υπόθεση – Υπάλληλος – Προσφυγή ακυρώσεως – Επίδομα καθηκόντων – Καθήκοντα “προϊσταμένου διοικητικής μονάδας” – Ίση μεταχείριση – Υποχρέωση αιτιολογήσεως – Γλωσσικό καθεστώς»

Αντικείμενο: Προσφυγή με αντικείμενο αίτημα ακυρώσεως των αποφάσεων περί καθορισμού των μηνιαίων αποδοχών του προσφεύγοντος για την περίοδο από τον Μάιο του 2004 μέχρι και τον Φεβρουάριο του 2005, αίτημα για εκ νέου υπολογισμό των αποδοχών αυτών και αίτημα ακυρώσεως της ρητής αποφάσεως περί απορρίψεως της διοικητικής ενστάσεως του προσφεύγοντος, η οποία του κοινοποιήθηκε στις 26 Νοεμβρίου 2004.

Απόφαση: Η προσφυγή απορρίπτεται. Κάθε διάδικος φέρει τα έξοδά του.

Περίληψη

1.      Υπάλληλοι – Προσφυγή – Βλαπτική πράξη – Έννοια – Εκκαθαριστικό σημείωμα αποδοχών το οποίο καθιστά σαφή την ύπαρξη αποφάσεως περί αρνήσεως χορηγήσεως ή περί αφαιρέσεως οικονομικής παροχής

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρα 90 και 91)

2.      Υπάλληλοι – Προσφυγή – Προηγούμενη διοικητική ένσταση – Νομικός χαρακτηρισμός που εναπόκειται στην εκτίμηση του δικαστηρίου

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 90 § 2)

3.      Υπάλληλοι – Προσφυγή – Προηγούμενη διοικητική ένσταση – Ημερομηνία υποβολής

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 90 § 2)

4.      Υπάλληλοι – Προσφυγή – Προηγούμενη διοικητική ένσταση – Εκ παραλλήλου υποβολή συλλογικής και ατομικής διοικητικής ενστάσεως

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 90 § 2)

5.      Υπάλληλοι – Βλαπτική απόφαση – Υποχρέωση αιτιολογήσεως – Περιεχόμενο – Ανεπαρκής αιτιολογία – Άρση της πλημμέλειας κατά τη διαδικασία για την άσκηση προσφυγής – Προϋποθέσεις

(Άρθρο 253 ΕΚ· Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 90 § 2)

6.      Υπάλληλοι – Ίση μεταχείριση

7.      Υπάλληλοι – Οργάνωση των υπηρεσιών – Διοικητική μονάδα – Έννοια

1.      Κατά κανόνα, τα εκκαθαριστικά σημειώματα αποδοχών δύνανται να συνιστούν βλαπτικές πράξεις οι οποίες μπορούν να αποτελέσουν το αντικείμενο προσφυγής. Εντούτοις, όσον αφορά, ειδικότερα, εκκαθαριστικό σημείωμα αποδοχών από το οποίο συνάγεται η ύπαρξη αποφάσεως της αρμόδιας για τους διορισμούς αρχής με την οποία απορρίπτεται αίτηση για τη χορήγηση οικονομικής παροχής στον υπάλληλο ή αφαιρείται οικονομική παροχή που είχε προγενέστερα χορηγηθεί, μόνον το πρώτο εκκαθαριστικό σημείωμα αποδοχών από το οποίο προκύπτει η ύπαρξη τέτοιας αποφάσεως συνιστά πράξη που μπορεί να προσβληθεί. Τα εκκαθαριστικά σημειώματα αποδοχών των επομένων μηνών απλώς επιβεβαιώνουν την απόφαση αυτή και, ως εκ τούτου, συνιστούν πράξεις αμιγώς διαπιστωτικές της περιλαμβανόμενης στο πρώτο εκκαθαριστικό σημείωμα αποδοχών και δεν μπορούν να αποτελέσουν το αντικείμενο προσφυγής ακυρώσεως.

(βλ. σκέψη 31)

Παραπομπή: ΔΕΚ, 19 Ιανουαρίου 1984, 262/80, Andersen κ.λπ. κατά Κοινοβουλίου, Συλλογή 1984, σ. 195, σκέψη 4· ΠΕΚ, 6 Μαρτίου 2001, T‑192/99, Dunnett κ.λπ. κατά ΕΤΕπ, Συλλογή 2001, σ. II‑813, σκέψεις 66 και 69

2.      Στο Πρωτοδικείο εναπόκειται να προβεί στον ακριβή νομικό χαρακτηρισμό των εγγράφων που απηύθυνε ο υπάλληλος στην αρμόδια για τους διορισμούς αρχή προ της ασκήσεως της προσφυγής και να προσδιορίσει, μεταξύ αυτών, το έγγραφο που αποτελεί τη διοικητική ένσταση την οποία απαιτεί ο Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων (στο εξής: ΚΥΚ), χωρίς να δεσμεύεται από τον χαρακτηρισμό των εγγράφων αυτών από τους διαδίκους.

Συναφώς, κατά βλαπτικής πράξεως της αρμόδιας για τους διορισμούς αρχής υποβάλλεται από τον θιγόμενο υπάλληλο μία μόνο διοικητική ένσταση. Άλλα έγγραφα, τα οποία απηύθυνε ο υπάλληλος αυτός στην αρμόδια για τους διορισμούς αρχή κατόπιν της υποβολής της διοικητικής ενστάσεως, ακόμη και αν χαρακτηρίζονται ως διοικητικές ενστάσεις, δεν συνιστούν ούτε αιτήσεις ούτε διοικητικές ενστάσεις, αλλά πρέπει να θεωρούνται απλώς ως έγγραφα που επαναλαμβάνουν τα αιτήματα της διοικητικής ενστάσεως και τα οποία δεν μπορούν να έχουν ως αποτέλεσμα την παράταση της προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασίας.

Κατά συνέπεια, σε περίπτωση κατά την οποία δύο διοικητικές ενστάσεις, εκ των οποίων η πρώτη είναι ατομική και η δεύτερη συλλογική, έχουν το ίδιο αντικείμενο, μία μόνον εξ αυτών και συγκεκριμένα αυτή που υποβλήθηκε χρονικά πρώτη αποτελεί τη διοικητική ένσταση, κατά την έννοια του άρθρου 90 του ΚΥΚ, ενώ αυτή που υποβλήθηκε μεταγενέστερα πρέπει να γίνει δεκτό ότι συνιστά απλώς έγγραφο που επαναλαμβάνει τα αιτήματα της διοικητικής ενστάσεως.

(βλ. σκέψεις 36, 37 και 41)

Παραπομπή: ΠΕΚ, 7 Ιουνίου 1991, T‑14/91, Weyrich κατά Επιτροπής, Συλλογή 1991, σ. II‑235, σκέψεις 39 και 41· ΠΕΚ, 25 Φεβρουαρίου 1992, T‑67/91, Torre κατά Επιτροπής, Συλλογή 1992, σ. II‑261, σκέψεις 28 και 32

3.      Ως ημερομηνία υποβολής της διοικητικής ενστάσεως λογίζεται η ημερομηνία κατά την οποία η διοίκηση ήταν σε θέση να λάβει γνώση της ενστάσεως αυτής.

Συναφώς, ο υπάλληλος δεν είναι δυνατόν να υποστεί τις αρνητικές συνέπειες παραγόντων ανεξάρτητων της βουλήσεώς του, οι οποίοι ενδέχεται να καθυστερήσουν τη διαβίβαση του εγγράφου της διοικητικής ενστάσεώς του, και δεν μπορεί, επομένως, να θεωρηθεί υπεύθυνος για πλημμέλειες ή για τη βραδύτητα κατά τη διαβίβαση του εγγράφου από υπηρεσία σε υπηρεσία του κοινοτικού οργάνου που είναι αποδέκτης της ενστάσεως.

(βλ. σκέψεις 38 και 44)

Παραπομπή: ΠΕΚ, 25 Σεπτεμβρίου 1991, T‑54/90, Lacroix κατά Επιτροπής, Συλλογή 1991, σ. II‑749, σκέψεις 29 και 30

4.      Δεν ενέχει παρατυπία το γεγονός ότι το κοινοτικό όργανο έκρινε από κοινού, με την απορριπτική απόφασή του, τόσο ατομική όσο και συλλογική διοικητική ένσταση.

(βλ. σκέψη 64)

Παραπομπή: ΠΕΚ, 17 Μαΐου 1995, T‑10/94, Kratz κατά Επιτροπής, Συλλογή 1995, σ. II‑1455, σκέψη 20

5.      Η απαιτούμενη κατά το άρθρο 253 ΕΚ αιτιολογία εξαρτάται από τη φύση της επίμαχης πράξεως και από την αιτιολογία αυτή πρέπει να προκύπτει κατά τρόπο σαφή και μη επιδεχόμενο παρερμηνεία η συλλογιστική του οργάνου που εξέδωσε την πράξη έτσι ώστε, αφενός, να μπορούν οι ενδιαφερόμενοι να λαμβάνουν γνώση των λόγων για τους οποίους λήφθηκε το μέτρο και, αφετέρου, να καθίσταται δυνατή η άσκηση του ελέγχου από το αρμόδιο δικαστήριο. Η υποχρέωση αιτιολογήσεως πρέπει να εκτιμάται αναλόγως των περιστάσεων της συγκεκριμένης περιπτώσεως και ιδίως του περιεχομένου της πράξεως, της φύσεως των προβαλλόμενων λόγων και του συμφέροντος που ενδέχεται να έχουν προς παροχή διευκρινίσεων οι αποδέκτες ή άλλα πρόσωπα τα οποία η πράξη αφορά άμεσα και ατομικά. Η αιτιολογία δεν απαιτείται να εξειδικεύει όλα τα ουσιώδη πραγματικά και νομικά στοιχεία, καθόσον το ζήτημα αν η αιτιολογία μιας πράξεως πληροί τις προϋποθέσεις του άρθρου 253 ΕΚ πρέπει να εκτιμάται όχι μόνο βάσει της διατυπώσεώς της, αλλά και βάσει του πλαισίου στο οποίο εντάσσεται καθώς και του συνόλου των κανόνων δικαίου που διέπουν το σχετικό θέμα.

Συναφώς, μολονότι η άσκηση προσφυγής αποκλείει κάθε δυνατότητα της αρμόδιας για τους διορισμούς αρχής να άρει τις πλημμέλειες που ενέχει η απόφασή της με αιτιολογημένη απάντηση περί απορρίψεως της διοικητικής ενστάσεως, η πλημμέλεια που έγκειται σε αρχικώς ανεπαρκή αιτιολογία μπορεί να αρθεί, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, με την παροχή συμπληρωματικών διευκρινίσεων ακόμη και κατά τη δίκη, εφόσον ο ενδιαφερόμενος είχε στη διάθεσή του, πριν την άσκηση της προσφυγής, στοιχεία που συνιστούν μια στοιχειώδη αιτιολογία.

(βλ. σκέψεις 65 έως 67)

Παραπομπή: ΠΕΚ, 12 Φεβρουαρίου 1992, T‑52/90, Volger κατά Κοινοβουλίου, Συλλογή 1992, σ. II‑121, σκέψη 40· ΠΕΚ, 20 Φεβρουαρίου 2002, T‑117/01, Roman Parra κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2002, σ. I‑A‑27 και II‑121, σκέψεις 30 και 32· ΠΕΚ, 8 Μαρτίου 2005, T‑277/03, Βλαχάκη κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2005, σ. I‑A‑57 και II‑243, σκέψη 83 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία· ΠΕΚ, 15 Σεπτεμβρίου 2005, T‑132/03, Casini κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2005, σ. I‑A‑253 και II‑1169, σκέψη 36

6.      Η αρχή της ίσης μεταχειρίσεως δεν παρέχει στον υπάλληλο το δικαίωμα να ζητήσει οικονομική παροχή που χορηγήθηκε παρανόμως σε άλλον υπάλληλο.

(βλ. σκέψεις 122 και 163)

Παραπομπή: ΔΕΚ, 9 Οκτωβρίου 1984, 188/83, Witte κατά Κοινοβουλίου, Συλλογή 1984, σ. 3465, σκέψη 15· ΠΕΚ, 22 Φεβρουαρίου 2000, T‑22/99, Rose κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2000, σ. I‑A‑27 και II‑115, σκέψη 39

7.      Η έννοια της διοικητικής μονάδας, την οποία διευθύνει προϊστάμενος, πρέπει να ορισθεί ως η χωριστή διοικητική δομή, η οποία διαθέτει δικούς της ανθρώπινους και, συχνά, οικονομικούς πόρους και η οποία αποτελεί μέρος της διοικητικής οργανώσεως κοινοτικού οργάνου.

(βλ. σκέψη 130)