Language of document : ECLI:EU:C:2023:964

Προσωρινό κείμενο

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

PRIIT PIKAMÄE

της 7ης Δεκεμβρίου 2023 (1)

Υπόθεση C587/21 P

DD

κατά

Οργανισμού Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (FRA)

«Αίτηση αναιρέσεως – Υπαλληλική υπόθεση – Έκτακτοι υπάλληλοι – Πειθαρχική διαδικασία – Εκτέλεση των αποφάσεων του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης και του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Άρθρο 3 του παραρτήματος IX του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Ακύρωση της επίπληξης – Ηθική βλάβη – Προθεσμία παραγραφής μη καθορισμένη από διάταξη του δικαίου της Ένωσης – Έννοια της “εύλογης προθεσμίας” – Αφετηρία της εύλογης προθεσμίας – Υποχρέωση του δικαστή της Ένωσης να συνεκτιμά τις ιδιαίτερες περιστάσεις εκάστης υποθέσεως – Άρθρο 32, παράγραφος 2, του κανονισμού (ΕΚ) 45/2001 – Καθήκον μέριμνας – Αντιφατική αιτιολογία»






I.      Εισαγωγή

1.        Με την αίτηση αναιρέσεως, ο DD (στο εξής: αναιρεσείων), ζητεί την αναίρεση της αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου της 14ης Ιουλίου 2021, DD κατά FRA (T‑632/19, στο εξής: αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, EU:T:2021:434), με την οποία το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε την προσφυγή-αγωγή που άσκησε δυνάμει του άρθρου 270 ΣΛΕΕ με αίτημα, πρώτον, την επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης προς αποκατάσταση της ηθικής βλάβης την οποία ισχυρίζεται ότι υπέστη και, δεύτερον, την ακύρωση της απόφασης του διευθυντή του Οργανισμού Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: FRA), της 19ης Νοεμβρίου 2018, περί απορρίψεως του αιτήματός του αποζημιώσεως.

2.        Η υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως, η οποία εμπίπτει στο δίκαιο δημόσιας διοίκησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης, περιλαμβάνει οκτώ λόγους αναιρέσεως με τους οποίους ο αναιρεσείων προσάπτει στο Γενικό Δικαστήριο ότι υπέπεσε σε πολλαπλή πλάνη περί το δίκαιο. Κατόπιν αιτήματος του Δικαστηρίου, οι παρούσες προτάσεις θα επικεντρωθούν στον δεύτερο λόγο αναιρέσεως ο οποίος αφορά, κατ’ ουσίαν, τα όρια της διακριτικής ευχέρειας που διαθέτει η διοίκηση της Ένωσης κατά την εκτέλεση, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 266 ΣΛΕΕ, δικαστικής απόφασης η οποία έχει ως αποτέλεσμα την ακύρωση απόφασης που η διοίκηση εξέδωσε στο πλαίσιο πειθαρχικής διαδικασίας. Σε τέτοια περίπτωση τίθεται κατ’ ανάγκην το ζήτημα του μέτρου στο οποίο η διοίκηση υποχρεούται να σέβεται τα διαδικαστικά δικαιώματα του ενδιαφερόμενου υπαλλήλου ή μέλους του λοιπού προσωπικού, ειδικότερα δε το δικαίωμα ακρόασης.

3.        Η υπό κρίση υπόθεση παρέχει στο Δικαστήριο τη δυνατότητα να διευκρινίσει περαιτέρω τη σχετική νομολογία του, χάριν της ασφάλειας δικαίου και της αποτελεσματικής προστασίας των σχετικών με τη χρηστή διοίκηση δικαιωμάτων που κατοχυρώνονται στο άρθρο 41 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Χάρτης), ιδίως δε του δικαιώματος ακρόασης. Στο πλαίσιο αυτό, το Δικαστήριο θα πρέπει να αποφανθεί σχετικά με την κρισιμότητα ορισμένων διατάξεων του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: ΚΥΚ), όπως ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της διαφοράς, οι οποίες διέπουν καθοριστικής σημασίας ζητήματα της πειθαρχικής διαδικασίας.

II.    Το νομικό πλαίσιο

O Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων της Ευρωπαϊκής Ένωσης

4.        Το άρθρο 86 του ΚΥΚ, το οποίο περιλαμβάνεται στον τίτλο VI, ο οποίος επιγράφεται «Πειθαρχικό καθεστώς», προβλέπει τα εξής:

«1.      Κάθε παράλειψη των υποχρεώσεων που έχει αναλάβει υπάλληλος ή τέως υπάλληλος δυνάμει του παρόντος κανονισμού η οποία γίνεται εκουσίως ή εξ αμελείας, αποτελεί λόγο πειθαρχικής κυρώσεως.

2.      Όταν η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή [στο εξής: ΑΔΑ] ή η [Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολέμησης της Απάτης, στο εξής: OLAF] λαμβάνουν γνώση αποδεικτικών στοιχείων για παράλειψη υποχρεώσεων κατά την έννοια της παραγράφου 1, μπορούν να κινούν διαδικασία διοικητικής έρευνας με σκοπό να εξακριβωθεί η ύπαρξη της παράλειψης αυτής.

3.      Οι πειθαρχικοί κανόνες, διαδικασίες και μέτρα, καθώς και οι κανόνες και διαδικασίες που αφορούν τις διοικητικές έρευνες, καθορίζονται στο Παράρτημα IX.»

5.        Κατά το άρθρο 3 του παραρτήματος IX του ΚΥΚ:

«Με βάση την αναφορά που συντάχθηκε για την έρευνα, αφού κοινοποιηθούν στον ενδιαφερόμενο υπάλληλο όλα τα στοιχεία του φακέλου και μετά από ακρόαση του ενδιαφερόμενου υπαλλήλου, η [ΑΔΑ] μπορεί:

α)      να αποφασίζει ότι δεν μπορεί να γίνει δεκτή καμία κατηγορία κατά του υπαλλήλου· τότε, ο τελευταίος ενημερώνεται σχετικά γραπτώς· ή

β)      να αποφασίζει ότι, ακόμη και αν υπάρχει ή φαίνεται να υπάρχει παράβαση συμμόρφωσης προς τις υποχρεώσεις, δεν πρέπει να ληφθούν πειθαρχικά μέτρα και, ενδεχομένως, να απευθύνει στον υπάλληλο προειδοποίηση· ή

γ)      σε περίπτωση παράβασης συμμόρφωσης προς τις υποχρεώσεις, κατά την έννοια του άρθρου 86 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης:

i)      να αποφασίζει να κινήσει την πειθαρχική διαδικασία που προβλέπεται στο τμήμα 4 του παρόντος Παραρτήματος, ή

ii)      να αποφασίζει να κινήσει πειθαρχική διαδικασία ενώπιον του πειθαρχικού συμβουλίου.»

6.        Το άρθρο 22 του παραρτήματος IX του ΚΥΚ ορίζει τα εξής:

«1.      Μετά από ακρόαση του υπαλλήλου, η [ΑΔΑ] λαμβάνει απόφαση κατά τα προβλεπόμενα στα άρθρα 9 και 10 του παρόντος Παραρτήματος, εντός δύο μηνών από τη λήψη της γνώμης του συμβουλίου. Η απόφαση πρέπει να αιτιολογείται.

2.      Εάν η [ΑΔΑ] αποφασίσει να περατώσει την υπόθεση χωρίς να επιβάλλει πειθαρχική κύρωση, ενημερώνει αμελλητί τον ενδιαφερόμενο υπάλληλο γραπτώς. Ο ενδιαφερόμενος υπάλληλος μπορεί να ζητήσει να συμπεριληφθεί η απόφαση αυτή στον ατομικό του φάκελο.»

7.        Το άρθρο 27 του παραρτήματος IX του ΚΥΚ προβλέπει τα εξής:

«Ο υπάλληλος στον οποίο έχει επιβληθεί πειθαρχική κύρωση άλλη πλην της παύσεως μπορεί, μετά την πάροδο τριών ετών, εάν πρόκειται για έγγραφη προειδοποίηση ή για επίπληξη, ή μετά την πάροδο έξι ετών, εάν πρόκειται για άλλες κυρώσεις, να υποβάλει αίτηση με σκοπό να απαλειφθεί κάθε μνεία του εν λόγω μέτρου από τον ατομικό του φάκελο. [Η ΑΔΑ] αποφασίζει εάν πρέπει να γίνει δεκτή η αίτηση αυτή.»

8.        Το άρθρο 29 του παραρτήματος IX του ΚΥΚ ορίζει τα εξής:

«Εάν δεν γίνει δεκτή καμία κατηγορία κατά του υπαλλήλου κατ’ εφαρμογή του άρθρου 1, παράγραφος 3, και του άρθρου 22, παράγραφος 2, του παρόντος Παραρτήματος, ο υπάλληλος έχει δικαίωμα, με αίτησή του, στην ανόρθωση της ζημίας που υπέστη μέσω της κατάλληλης δημοσιότητας της απόφασης της [ΑΔΑ].»

III. Το ιστορικό της διαφοράς, η διαδικασία ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση

Α.      Το ιστορικό της διαφοράς

9.        Ο αναιρεσείων, DD, προσελήφθη την 1η Αυγούστου 2000 από οργανισμό της Ένωσης, το Ευρωπαϊκό Παρατηρητήριο των Φαινομένων Ρατσισμού και Ξενοφοβίας (EUMC), μετέπειτα FRA, ως έκτακτος υπάλληλος κατά την έννοια του άρθρου 2, στοιχείο αʹ, του καθεστώτος που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (στο εξής: ΚΛΠ). Ο αναιρεσείων προσελήφθη αρχικά με σύμβαση ορισμένου χρόνου, η οποία μετατράπηκε σε σύμβαση αορίστου χρόνου από τις 16 Δεκεμβρίου 2006.

10.      Το 2009 και, εν συνεχεία, στο πλαίσιο της αξιολόγησης για το έτος 2011 και ειδικότερα στο πλαίσιο της άσκησης προσφυγής, προβλεπόμενης από τον εσωτερικό κανονισμό του FRA, κατά του σχεδίου έκθεσης αξιολόγησης (στο εξής: εσωτερική προσφυγή), ο αναιρεσείων ισχυρίστηκε ότι υπήρξε θύμα δυσμενούς διάκρισης λόγω φυλετικής ή εθνοτικής καταγωγής.

11.      Λαμβανομένων υπόψη του περιεχομένου και του ύφους της εσωτερικής προσφυγής, ο διευθυντής του FRA αποφάσισε να κινήσει διοικητική έρευνα στις 9 Νοεμβρίου 2012.

12.      Κατόπιν ακροάσεως που διεξήχθη στις 20 Φεβρουαρίου 2013 με σκοπό την ακρόαση του αναιρεσείοντος σύμφωνα με τα άρθρα 2 και 11 του παραρτήματος IX του ΚΥΚ, που εφαρμόζεται κατ’ αναλογίαν στους συμβασιούχους υπαλλήλους, ο διευθυντής του FRA επέβαλε στον DD την πειθαρχική κύρωση της επίπληξης.

13.      Εν τέλει, με έγγραφο της 13ης Ιουνίου 2013, ο διευθυντής του FRA ενημέρωσε τον αναιρεσείοντα ότι αποφάσισε να καταγγείλει την αορίστου χρόνου σύμβασή του (στο εξής: απόφαση περί καταγγελίας).

14.      Με απόφαση της 8ης Οκτωβρίου 2015, DD κατά FRA (F‑106/13 και F‑25/14, στο εξής: ακυρωτική απόφαση, EU:F:2015:118), το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης ακύρωσε την απόφαση περί επίπληξης. Η απόφαση ακυρώθηκε με την αιτιολογία ότι το δικαίωμα ακρόασης του αναιρεσείοντος δεν είχε γίνει σεβαστό, καθόσον ο διευθυντής του FRA δεν είχε κοινοποιήσει στον αναιρεσείοντα τα συμπεράσματα της διοικητικής έρευνας πριν από την ακρόαση της 20ής Φεβρουαρίου 2013 και, επομένως, δεν του είχε παράσχει τη δυνατότητα να προετοιμάσει λυσιτελώς την άμυνά του (ακυρωτική απόφαση, σκέψη 63).

15.      Με την εν λόγω απόφαση, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης ακύρωσε επίσης την απόφαση περί καταγγελίας με την αιτιολογία ότι ο διευθυντής του FRA δεν είχε ενημερώσει ρητώς τον αναιρεσείοντα, πριν από την έκδοσή της, ότι, βασιζόμενος σε πλείονα περιστατικά, επροτίθετο να καταγγείλει τη σύμβασή του και δεν είχε καλέσει τον αναιρεσείοντα να υποβάλει παρατηρήσεις συναφώς (ακυρωτική απόφαση, σκέψη 90).

16.      Αντιθέτως, το Δικαστήριο Δημόσιας διοίκησης απέρριψε το αίτημα αποζημίωσης του αναιρεσείοντος όσον αφορά την ικανοποίηση της ηθικής βλάβης που υπέστη λόγω της διοικητικής έρευνας για τρεις λόγους: πρώτον, διότι ο αναιρεσείων δεν μπορούσε να ισχυριστεί δικαιολογημένα ότι οι αιτιάσεις που προβλήθηκαν εις βάρος του δεν ήταν αρκούντως προσδιορισμένες προκειμένου να κινηθεί η εν λόγω έρευνα (ακυρωτική απόφαση, σκέψη 74)· δεύτερον, διότι το γεγονός ότι η διοικητική έρευνα είχε διενεργηθεί χωρίς ο FRA να έχει θεσπίσει προηγουμένως τις γενικές εκτελεστικές διατάξεις του άρθρου 2 του παραρτήματος IX του ΚΥΚ για τον καθορισμό του διαδικαστικού πλαισίου της έρευνας δεν ήταν ικανό να θίξει τη νομιμότητα της εν λόγω έρευνας (ακυρωτική απόφαση, σκέψη 75) και, τρίτον, διότι, μολονότι η ακρόαση του αναιρεσείοντος πραγματοποιήθηκε χωρίς να μπορέσει να προετοιμάσει λυσιτελώς την άμυνά του, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, με το δικόγραφο της προσφυγής του, ο αναιρεσείων απλώς έκανε λόγο για στρες και άγχος κατά τη διάρκεια της διοικητικής έρευνας, χωρίς να τεκμηριώσει περαιτέρω τους ισχυρισμούς αυτούς (ακυρωτική απόφαση, σκέψη 76).

17.      Το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης απέρριψε επίσης το αίτημα αποζημίωσης του αναιρεσείοντος όσον αφορά την ικανοποίηση της ηθικής βλάβης που προκύπτει από το γεγονός ότι η επίπληξη προσέβαλε αδικαιολόγητα την ακεραιότητα, την αξιοπρέπεια και την υπόληψή του εντός του FRA. Επ’ αυτού, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης επισήμανε, μεταξύ άλλων, ότι, δεδομένου ότι η ακύρωση της απόφασης περί επίπληξης ήταν αποτέλεσμα της προσβολής του δικαιώματος ακρόασης του αναιρεσείοντος, δεν μπορούσε να αποκλειστεί το ενδεχόμενο έκδοσης διαφορετικής απόφασης, σε περίπτωση ακρόασης του αναιρεσείοντος. Κατά συνέπεια, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης έκρινε ότι το εν λόγω αίτημα αποζημίωσης ήταν πρόωρο, διότι άλλως θα προδικαζόταν η εκτέλεση της ακυρωτικής απόφασης από τον FRA (ακυρωτική απόφαση, σκέψεις 78 έως 82).

18.      Το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης απέρριψε επίσης το αίτημα αποζημίωσης του αναιρεσείοντος σε σχέση με την αποκατάσταση της υλικής ζημίας και την ικανοποίηση της ηθικής βλάβης που υπέστη λόγω της έλλειψης νομιμότητας της απόφασης περί καταγγελίας. Όσον αφορά την ηθική βλάβη, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης διαπίστωσε ότι ο αναιρεσείων απλώς διέλαβε ότι η απόφαση περί καταγγελίας του προκάλεσε ψυχολογικό τραύμα και έθιξε την υπόληψη και την αξιοπρέπειά του, χωρίς να αποδείξει ότι η συγκεκριμένη βλάβη δεν μπορούσε να ικανοποιηθεί πλήρως με την ακυρωτική απόφαση (σκέψη 107).

19.      Ο αναιρεσείων άσκησε αναίρεση κατά της ακυρωτικής απόφασης, την οποία το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε με την απόφαση της 19ης Ιουλίου 2017, DD κατά FRA (T‑742/15 P, στο εξής: αναιρετική απόφαση, EU:T:2017:528).

20.      Εν τω μεταξύ, από την 1η Μαρτίου 2016 ο FRA επανένταξε τον αναιρεσείοντα στην υπηρεσία του και του κατέβαλε αναδρομικώς τα ποσά που αντιστοιχούσαν στις αποδοχές που δεν είχε λάβει.

21.      Εξάλλου, στις 12 Απριλίου 2013 ο αναιρεσείων είχε υποβάλει καταγγελία στον Ευρωπαίο Επόπτη Προστασίας Δεδομένων (στο εξής: ΕΕΠΔ) ισχυριζόμενος ότι η διοικητική έρευνα είχε διενεργηθεί κατά παράβαση του κανονισμού (ΕΚ) 45/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 2000, σχετικά με την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τα όργανα και τους οργανισμούς της Κοινότητας και σχετικά με την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών (ΕΕ 2001, L 8, σ. 1). Ο ΕΕΠΔ ανέστειλε την εξέταση της εν λόγω καταγγελίας εν αναμονή έκδοσης της ακυρωτικής απόφασης και εν συνεχεία της αναιρετικής απόφασης.

22.      Στις 18 Δεκεμβρίου 2017 ο ΕΕΠΔ θεώρησε ότι, λόγω της παράλειψης θέσπισης επαρκούς νομικού πλαισίου για την κίνηση και τη διεξαγωγή των διοικητικών ερευνών, η έρευνα που αφορούσε τον αναιρεσείοντα διενεργήθηκε κατά παράβαση του άρθρου 4, του άρθρου 5, στοιχείο αʹ, καθώς και των άρθρων 11 και 12 του κανονισμού 45/2001. Τα συμπεράσματα αυτά κατέστησαν οριστικά στις 16 Μαρτίου 2018, μετά την απόρριψη από τον ΕΕΠΔ αιτήσεων επανεξέτασης εκ μέρους του ενδιαφερομένου και του FRA.

23.      Στις 19 Ιουλίου 2018 ο αναιρεσείων υπέβαλε, βάσει του άρθρου 90, παράγραφος 1, του ΚΥΚ, αίτημα να του καταβληθεί ποσό ύψους 100 000 ευρώ ως χρηματική αποζημίωση για σειρά παράνομων πράξεων που τέλεσε ο FRA (στο εξής: αίτημα αποζημίωσης). Με το εν λόγω αίτημα, ο αναιρεσείων υποστήριξε, πρώτον, ότι η διοικητική έρευνα είχε κινηθεί χωρίς να ερείδεται σε αρκούντως σοβαρή και τεκμηριωμένη υπόνοια ότι κατηγόρησε τον προϊστάμενό του για φυλετική διάκριση καθώς και ότι η έρευνα βασίστηκε μάλλον σε υπερβολή και χειραγώγηση. Δεύτερον, ο αναιρεσείων υποστήριξε ότι η διοικητική έρευνα, η πειθαρχική διαδικασία, η επίπληξη και η απόφαση περί καταγγελίας συνιστούσαν δυσμενή διάκριση λόγω εθνοτικής καταγωγής. Τρίτον, ο αναιρεσείων εξέθεσε ότι η κίνηση και η διεξαγωγή της διοικητικής έρευνας πραγματοποιήθηκαν κατά παράβαση του άρθρου 4, του άρθρου 5, στοιχείο αʹ, καθώς και των άρθρων 11 και 12 του κανονισμού 45/2001. Τέταρτον, ο αναιρεσείων υποστήριξε ότι η επίπληξη και η απόφαση περί καταγγελίας είχαν βασιστεί σε παράνομη διοικητική έρευνα, η οποία περιείχε προσβλητικές και συκοφαντικές δηλώσεις. Πέμπτον, ο αναιρεσείων υποστήριξε ότι ο FRA είχε προβεί σε προσβλητικές και συκοφαντικές δηλώσεις, είχε προσβάλει το δικαίωμά του στο τεκμήριο αθωότητας καθώς και το δικαίωμά του στην ιδιωτική ζωή και στην προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα κατά τη διάρκεια της διοικητικής έρευνας, κατά τη διάρκεια της πειθαρχικής διαδικασίας, με την επίπληξη και με την απόφαση περί καταγγελίας, κατά τη διάρκεια των διαδικασιών ενώπιον του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης, του Γενικού Δικαστηρίου και της Επιτροπής Ελέγχου του Προϋπολογισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, καθώς και λόγω της δημοσίευσης στον Τύπο άρθρων που αφορούσαν την ακυρωτική απόφαση. Κατά τον αναιρεσείοντα, οι ως άνω συμπεριφορές στοιχειοθετούσαν, συνολικά, ηθική παρενόχληση. Έκτον, κατά τον αναιρεσείοντα, ο FRA είχε παραβεί με την ως άνω συμπεριφορά του το καθήκον μέριμνας που υπέχει παραλείποντας να λάβει υπόψη όλα τα στοιχεία τα οποία θα μπορούσαν να ασκήσουν επιρροή στις αποφάσεις του και στη συμπεριφορά του και, ειδικότερα, παραλείποντας να τον ενημερώσει αμελλητί για όσα του προσήπτε. Τέλος, ο αναιρεσείων επισήμανε επίσης ότι όλες οι ως άνω παράνομες συμπεριφορές του προκάλεσαν στρες, άγχος, αβεβαιότητα και αίσθημα εγκατάλειψης και αδιαφορίας. Ταπεινώθηκε και εθίγη επίσης από την απαξιωτική και περιφρονητική μεταχείριση που του επιφυλάχθηκε.

24.      Στις 19 Νοεμβρίου 2018 η αρμόδια για τη σύναψη συμβάσεων πρόσληψης αρχή (στο εξής: ΑΣΣΠΑ) απέρριψε το αίτημα αποζημίωσης του αναιρεσείοντος με την αιτιολογία, μεταξύ άλλων, ότι η ακυρωτική απόφαση είχε εκτελεστεί, καθόσον ο αναιρεσείων είχε επανενταχθεί στην υπηρεσία του, η δε επίπληξη είχε αφαιρεθεί από τον ατομικό του φάκελο.

25.      Στις 14 Φεβρουαρίου 2019 ο αναιρεσείων υπέβαλε διοικητική ένσταση, την οποία η ΑΣΣΠΑ απέρριψε στις 12 Ιουνίου του ίδιου έτους. Με την απορριπτική απόφαση, η ΑΣΣΠΑ επισήμανε, μεταξύ άλλων, ότι ο FRA είχε αποφασίσει να μην επαναλάβει τη διαδικασία και ότι όλες οι πράξεις που αφορούσαν τη διοικητική έρευνα είχαν διαγραφεί από τον φάκελο του αναιρεσείοντος.

Β.      Η διαδικασία ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση

26.      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 23 Σεπτεμβρίου 2019, ο αναιρεσείων άσκησε προσφυγή-αγωγή δυνάμει του άρθρου 270 ΣΛΕΕ με αίτημα, πρώτον, την επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης για την ηθική βλάβη την οποία ισχυρίζεται ότι υπέστη, δεύτερον, την ακύρωση της απόφασης του διευθυντή του FRA, της 19ης Νοεμβρίου 2018, περί απόρριψης του αιτήματος αποζημίωσής του και, τρίτον, εφόσον κριθεί αναγκαίο, την ακύρωση της απόφασης, της 12ης Ιουνίου 2019, περί απόρριψης της διοικητικής ένστασης την οποία υπέβαλε κατά της προαναφερθείσας απόφασης της 19ης Νοεμβρίου 2018.

27.      Προς στήριξη της προσφυγής-αγωγής, ο αναιρεσείων προέβαλε έξι λόγους έλλειψης νομιμότητας σε σχέση με τις συμπεριφορές που προσάπτει στον FRA (αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, σκέψεις 39, 51, 69, 80, 100 και 125) ως ακολούθως:

–        πρώτον, ο αναιρεσείων υποστήριξε ότι, μετά την ακυρωτική απόφαση, ο FRA προσέβαλε το δικαίωμά του ακρόασης και δεν εξέδωσε απόφαση κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 3, στοιχείο αʹ, του παραρτήματος IX του ΚΥΚ·

–        δεύτερον, υποστήριξε ότι η διοικητική έρευνα και η αρχική πειθαρχική διαδικασία κινήθηκαν παράτυπα·

–        τρίτον, ο αναιρεσείων υποστήριξε ότι ο FRA δεν ικανοποίησε την ηθική βλάβη που υπέστη λόγω της απόφασης περί επίπληξης που ακυρώθηκε με την ακυρωτική απόφαση·

–        τέταρτον, υποστήριξε ότι ο FRA δεν εκτέλεσε την ακυρωτική απόφαση και δεν διεξήγαγε την πειθαρχική διαδικασία εντός εύλογου χρονικού διαστήματος και με τη δέουσα επιμέλεια·

–        πέμπτον, ο αναιρεσείων υποστήριξε ότι η κίνηση και η διεξαγωγή της διοικητικής έρευνας πραγματοποιήθηκαν κατά παράβαση του κανονισμού 45/2001, του ΚΥΚ και έθιξαν το δικαίωμά του στον σεβασμό της ιδιωτικής ζωής που κατοχυρώνεται στο άρθρο 7 του Χάρτη, και

–        έκτον, υποστήριξε ότι ο FRA δεν ικανοποίησε τη ζημία που υπέστη λόγω των αβάσιμων, συκοφαντικών και προσβλητικών δηλώσεων και ότι τούτο συνιστά παραβίαση της αρχής του δεδικασμένου της ακυρωτικής απόφασης, προσβολή του δικαιώματός του στο τεκμήριο αθωότητας και παράβαση του καθήκοντος μέριμνας καθώς και της υποχρέωσης αποχής από κάθε ηθική παρενόχληση.

28.      Επιπλέον, καθόσον ο αναιρεσείων ζήτησε την ικανοποίηση της ηθικής βλάβης που ισχυρίζεται ότι υπέστη λόγω των ως άνω φερόμενων ως παράνομων συμπεριφορών του FRA, ο αναιρεσείων προέβαλε, προς τούτο, πλείονα επιχειρήματα σχετικά με το υποστατό της βλάβης και την αιτιώδη συνάφεια.

29.      Με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις για τη στοιχειοθέτηση της ευθύνης θεσμικού οργάνου. Αφενός, δεν έκρινε βάσιμο κανέναν από τους λόγους έλλειψης νομιμότητας που προέβαλε ο αναιρεσείων. Αφετέρου, το Γενικό Δικαστήριο διαπίστωσε ότι δεν είχε αποδειχθεί η ύπαρξη ηθικής βλάβης και αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της εν λόγω βλάβης και των παράτυπων συμπεριφορών.

IV.    Η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου και τα αιτήματα των διαδίκων

Α.      Η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου

30.      Σύμφωνα με το άρθρο 76, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, το Δικαστήριο αποφάσισε να μη διεξαχθεί επ’ ακροατηρίου συζήτηση.

Β.      Αιτήματα των διαδίκων

31.      Ο αναιρεσείων ζητεί από το Δικαστήριο:

–        να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση·

–        κατά συνέπεια, να ακυρώσει την απόφαση του διευθυντή του FRA, της 19ης Νοεμβρίου 2018, με την οποία απορρίφθηκε η αίτηση που υπέβαλε ο αναιρεσείων βάσει του άρθρου 90, παράγραφος 1, του ΚΥΚ· εφόσον τούτο απαιτείται, να ακυρώσει την από 12 Ιουνίου 2019 απόφαση του διευθυντή του FRA, η οποία παρελήφθη στις 13 Ιουνίου 2019 και με την οποία απορρίφθηκε η διοικητική ένσταση που υπέβαλε ο αναιρεσείων βάσει του άρθρου 90, παράγραφος 2, του ΚΥΚ κατά της ως άνω αποφάσεως της 19ης Νοεμβρίου 2018, και να επιδικάσει στον αναιρεσείοντα χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη την οποία υπέστη, η οποία υπολογίζεται ex aequo et bono σε 100 000 ευρώ, και

–        να καταδικάσει τον FRA στο σύνολο των δικαστικών εξόδων.

32.      Ο FRA ζητεί από το Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την αίτηση αναιρέσεως και

–        να καταδικάσει τον αναιρεσείοντα στο σύνολο των δικαστικών εξόδων.

V.      Νομική ανάλυση

Α.      Προκαταρκτικές παρατηρήσεις

33.      Όπως επισημάνθηκε στην εισαγωγή, με τις παρούσες προτάσεις θα εξετάσω μόνον τον δεύτερο λόγο αναιρέσεως. Επισημαίνεται ότι η υπό κρίση υπόθεση χαρακτηρίζεται από κάποιον βαθμό περιπλοκότητας δεδομένου ότι σε σχέση με τα πραγματικά περιστατικά της διαφοράς εκδόθηκαν αποφάσεις από πλείονα δικαστήρια της Ένωσης. Για την καλύτερη κατανόηση των νομικών ζητημάτων που βρίσκονται στο επίκεντρο της υπόθεσης, φρονώ ότι είναι σκόπιμο να τα εκθέσω συνοπτικά προτού προβώ στην καθαυτό νομική ανάλυση.

34.      Τα επίμαχα νομικά ζητήματα αφορούν, κατ’ ουσίαν, το αν το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο εκτιμώντας ότι ο FRA ενήργησε σύμφωνα με το δίκαιο της Ένωσης όταν, προκειμένου να εκτελέσει την ακυρωτική απόφαση του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης, αποφάσισε να παύσει τη διοικητική έρευνα εις βάρος του αναιρεσείοντος, πλην όμως χωρίς προηγούμενη ακρόασή του, όπως επιτάσσει το άρθρο 3 του παραρτήματος IX του ΚΥΚ. Το Γενικό Δικαστήριο εκκινεί από την παραδοχή ότι η προβλεπόμενη στην εν λόγω διάταξη διαδικασία δεν είναι δεσμευτική και ότι υπάρχει άλλη λύση που καθιστά δυνατή τη διασφάλιση της ορθής εκτέλεσης της ακυρωτικής απόφασης, ήτοι η παραίτηση από την πειθαρχική διαδικασία.

35.      Θα καταδείξω με την ανάλυσή μου ότι η ως άνω θέση είναι προβληματική από νομικής απόψεως, διότι παρέχει στη διοίκηση, στο πλαίσιο της πειθαρχικής διαδικασίας, μια εναλλακτική οδό η οποία δεν προβλέπεται ρητώς από τον ΚΥΚ και, συνεπώς, δεν προβλέπει οποιαδήποτε συμμετοχή του ενδιαφερόμενου υπαλλήλου (2). Ως εκ τούτου, ο κίνδυνος προσβολής των διαδικαστικών δικαιωμάτων του υπαλλήλου δεν μπορεί να αποκλειστεί. Αντιθέτως, το Γενικό Δικαστήριο εκτιμά ότι ο σεβασμός των δικαιωμάτων άμυνας δεν είναι υποχρεωτικός, καθόσον ο FRA αποφάσισε να απόσχει από κάθε δίωξη εις βάρος του αναιρεσείοντος. Το Γενικό Δικαστήριο βασίζει τη συλλογιστική του στη διαπίστωση ότι ο FRA δεν εξέδωσε πράξη εις βάρος του αναιρεσείοντος κατά την έννοια του άρθρου 41 του Χάρτη.

Β.      Επί του δευτέρου λόγου αναιρέσεως

1.      Επιχειρήματα των διαδίκων

36.      Ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως αποτελείται, κατ’ ουσίαν, από τέσσερα σκέλη.

37.      Με το πρώτο σκέλος του δευτέρου λόγου αναιρέσεως, ο αναιρεσείων προσάπτει, κατ’ ουσίαν, στο Γενικό Δικαστήριο ότι υπέπεσε σε πλάνη κατά την ερμηνεία της απόφασης της 5ης Σεπτεμβρίου 2014, Éditions Odile Jacob κατά Επιτροπής (T‑471/11, EU:T:2014:739), καθόσον έκρινε ότι από την εν λόγω απόφαση συνάγεται ότι η ακύρωση πράξης παρέχει τη δυνατότητα επανάληψης της διαδικασίας από το συγκεκριμένο σημείο στο οποίο εμφιλοχώρησε η παρατυπία. Ο αναιρεσείων υποστηρίζει όμως ότι, κατ’ ορθή ερμηνεία της προμνησθείσας απόφασης, η διαδικασία που αποσκοπεί στην αντικατάσταση ακυρωθείσας πράξης πρέπει να επαναλαμβάνεται από το συγκεκριμένο σημείο στο οποίο εμφιλοχώρησε η παρατυπία, καθότι η ακύρωση απόφασης δεν επηρεάζει κατ’ ανάγκην τις προπαρασκευαστικές πράξεις.

38.      Ο FRA εκτιμά ότι το συγκεκριμένο σκέλος του δευτέρου λόγου αναιρέσεως είναι αλυσιτελές. Συναφώς, υποστηρίζει ότι, αντιθέτως προς όσα ισχυρίζεται ο αναιρεσείων, η νομολογία που μνημονεύεται στη σκέψη 45 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης δεν έχει την έννοια ότι η ΑΔΑ οφείλει να επαναλάβει πειθαρχική διαδικασία η οποία ενέχει διαδικαστική πλημμέλεια. Ο FRA επισημαίνει επιπλέον ότι, εν πάση περιπτώσει, ο αναιρεσείων δεν έχει έννομο συμφέρον να υποστηρίξει ότι ο FRA όφειλε να επαναλάβει την πειθαρχική διαδικασία αντί να παύσει την εν λόγω διαδικασία.

39.      Με  το δεύτερο σκέλος του δευτέρου λόγου αναιρέσεως, ο αναιρεσείων προσάπτει στο Γενικό Δικαστήριο ότι υπέπεσε σε πλάνη κατά την εφαρμογή του άρθρου 3, στοιχείο αʹ, του παραρτήματος IX του ΚΥΚ, καθόσον έκρινε ότι το εν λόγω άρθρο δεν εφαρμόζεται σε περίπτωση ανάκλησης ή παύσης διοικητικής έρευνας και σε περιστάσεις, όπως οι επίμαχες στην υπό κρίση υπόθεση, στις οποίες ο FRA αποφάσισε να μην επαναλάβει την επίδικη διαδικασία από το στάδιο στο οποίο εμφιλοχώρησε η σχετική με την επίπληξη παρατυπία. Κατά τον αναιρεσείοντα, το άρθρο 3, στοιχείο αʹ, του παραρτήματος IX του ΚΥΚ περιέχει εξαντλητική απαρίθμηση των επιλογών που διαθέτει ο FRA μετά τη σύνταξη έκθεσης διοικητικής έρευνας. Επιπλέον, ο αναιρεσείων επισημαίνει ότι, προκειμένου να ληφθούν υπόψη τα συμφέροντα του ενδιαφερόμενου υπαλλήλου, ο σκοπός του προμνησθέντος άρθρου πρέπει να ερμηνευθεί σε συνδυασμό με το άρθρο 29 του παραρτήματος IX του ΚΥΚ και, επομένως, η απόσυρση έκθεσης διοικητικής έρευνας χωρίς καμία αιτιολογία και χωρίς καμία δημοσιότητα συνιστά παράβαση των εν λόγω άρθρων. Ο αναιρεσείων υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο δημιούργησε τεχνητή διάκριση μεταξύ της περάτωσης διοικητικής έρευνας και της ανάκλησης ή της παύσης της, στοιχείο το οποίο στερεί σε μεγάλο βαθμό τα άρθρα 3 και 29 του παραρτήματος IX του ΚΥΚ από την αποτελεσματικότητά τους.

40.      Ο FRA αντιτείνει ότι ούτε το άρθρο 266 ΣΛΕΕ που διέπει την εκτέλεση των δικαστικών αποφάσεων ούτε το άρθρο 3 του παραρτήματος IX του ΚΥΚ απαγορεύουν τη μη επανάληψη της διοικητικής διαδικασίας και τη διαγραφή από τον φάκελο του αναιρεσείοντος κάθε προηγούμενης πράξης σχετικής με τη διοικητική έρευνα. Ως εκ τούτου, το άρθρο 3 του παραρτήματος IX του ΚΥΚ δεν έχει εφαρμογή.

41.      Με  το τρίτο σκέλος του δευτέρου λόγου αναιρέσεως, ο αναιρεσείων υποστηρίζει ότι η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση ενέχει πλάνη περί το δίκαιο και παραβιάζει την αρχή της ασφάλειας δικαίου καθόσον, στη σκέψη 49 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, το Γενικό Δικαστήριο εκτιμά ότι, στην υπό κρίση υπόθεση, ο σεβασμός των δικαιωμάτων άμυνας δεν είναι υποχρεωτικός, «καθόσον ο FRA αποφάσισε να απόσχει από κάθε δίωξη εις βάρος του αναιρεσείοντος [...] και, επομένως, δεν εξέδωσε πράξη εις βάρος του αναιρεσείοντος κατά την έννοια του άρθρου 41 του Χάρτη».

42.      Ο FRA εκτιμά ότι δεν εξέδωσε απόφαση βλαπτική για τον αναιρεσείοντα και ότι, για τον λόγο αυτόν, δεν όφειλε να του παράσχει δικαίωμα προηγούμενης ακρόασης. Επομένως, κατά τον FRA, ο αναιρεσείων δεν λαμβάνει υπόψη το πλαίσιο της εκτέλεσης της απόφασης του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης, η οποία κατέληξε στην επανένταξη του αναιρεσείοντος στον Οργανισμό. Επιπλέον, ο FRA διευκρινίζει ότι δεν αποφάσισε «ότι δεν μπορ[ούσε] να γίνει δεκτή καμία κατηγορία», όπως επιτάσσει το άρθρο 3 του παραρτήματος IX του ΚΥΚ, αλλά έπαυσε την πειθαρχική διαδικασία, δηλαδή χωρίς να λάβει τέτοια απόφαση.

43.      Με  το τέταρτο σκέλος του δευτέρου λόγου αναιρέσεως, ο αναιρεσείων υποστηρίζει ότι η αιτιολογία της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης είναι αντιφατική στο μέτρο που, αφενός, στη σκέψη 49 της εν λόγω απόφασης, το Δικαστήριο επισήμανε ότι το άρθρο 3, στοιχείο αʹ, του παραρτήματος IX του ΚΥΚ δεν έχει εφαρμογή και, αφετέρου, διαπίστωσε ακριβώς την αντίθετη κρίση, στη σκέψη 76 της εν λόγω απόφασης.

44.      Κατά τον FRA, δεν υφίσταται οποιαδήποτε αντίφαση μεταξύ της σκέψης 49 και της σκέψης 76 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, δεδομένου ότι, στην υπό κρίση υπόθεση, η ΑΔΑ δεν επανέλαβε την πειθαρχική διαδικασία και αφαίρεσε από τον ατομικό φάκελο του αναιρεσείοντος κάθε προηγούμενη πράξη σχετική με τη διοικητική έρευνα.

2.      Εκτίμηση

45.      Δεδομένου ότι τα τέσσερα σκέλη του δευτέρου λόγου αναιρέσεως συνδέονται άρρηκτα μεταξύ τους, πρέπει να εξεταστούν από κοινού, με δομημένο τρόπο και βάσει θεματικής ακολουθίας.

α)      Επί της εκτελέσεως της ακυρωτικής αποφάσεως του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης

46.      Κατ’ αρχάς, πρέπει να προσδιοριστούν οι απαιτήσεις που έχουν εφαρμογή όσον αφορά την εκτέλεση ακυρωτικής απόφασης στην υπό κρίση υπόθεση. Από τις παρατηρήσεις των διαδίκων συνάγεται ότι οι απόψεις διίστανται όσον αφορά την ανάλυση του Γενικού Δικαστηρίου, όπως προκύπτει από τη σκέψη 46 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, κατά την οποία η ακυρωτική απόφαση, η οποία βασίζεται σε προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας του αναιρεσείοντος στο πέρας του διοικητικού σταδίου της διαδικασίας, επέβαλε στον FRA μόνον την υποχρέωση να αφαιρέσει την απόφαση περί επίπληξης από τον ατομικό φάκελο του αναιρεσείοντος, χωρίς να οφείλει να του παράσχει δικαίωμα ακρόασης σχετικά με τις αιτιάσεις που είχαν ως αποτέλεσμα την κίνηση της διοικητικής διαδικασίας ή να του κοινοποιήσει επισήμως απόφαση απόσυρσης των εις βάρος του κατηγοριών.

47.      Κατά το άρθρο 266, πρώτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, «[τ]ο θεσμικό ή λοιπό όργανο ή οργανισμός των οποίων η πράξη εκηρύχθη άκυρη [...] οφείλουν να λαμβάνουν τα μέτρα που συνεπάγεται η εκτέλεση της αποφάσεως του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης» (η υπογράμμιση δική μου). Η εν λόγω διάταξη δημιουργεί υποχρεώσεις για τα θεσμικά όργανα και –ρητώς από την έναρξη ισχύος της Συνθήκης της Λισσαβώνας– τα λοιπά όργανα και τους οργανισμούς της Ένωσης οι πράξεις των οποίων κηρύχθηκαν άκυρες από το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η συγκεκριμένη διάταξη συμπληρώνει τα άρθρα 263 έως 265 ΣΛΕΕ, δυνάμει των οποίων τα δικαστήρια της Ένωσης μπορούν μόνο, στους αντίστοιχους τομείς δικαιοδοσίας τους, να κηρύξουν μια πράξη άκυρη. Αντιθέτως, το άρθρο 266 ΣΛΕΕ δεν απονέμει στα δικαστήρια της Ένωσης την αρμοδιότητα να επιβάλλουν στα ηττηθέντα θεσμικά όργανα συγκεκριμένες υποχρεώσεις προς ενέργεια ούτε να τα διατάσσουν να λάβουν τα αναγκαία μέτρα. Το ηττηθέν θεσμικό όργανο πρέπει μάλλον να λάβει το ίδιο τα μέτρα που συνεπάγεται η εκτέλεση της απόφασης (3).

48.      Από την άποψη αυτή, ορθώς το Γενικό Δικαστήριο επισημαίνει, στη σκέψη 45 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, ότι τα θεσμικά όργανα και οι οργανισμοί της Ένωσης διαθέτουν διακριτική ευχέρεια για να αποφασίσουν τα μέσα που θα εφαρμόσουν προκειμένου να επέλθουν οι συνέπειες ακυρωτικής απόφασης. Εντούτοις, τούτο δεν συνεπάγεται ότι η εν λόγω διακριτική ευχέρεια είναι απεριόριστη, διότι, σε διαφορετική περίπτωση, η διοίκηση θα είχε την εξουσία να αγνοεί τις συνέπειες τέτοιας απόφασης. Σε τέτοια περίπτωση, ο δικαστικός έλεγχος που ασκούν τα δικαστήρια της Ένωσης θα ήταν μάταιος, με αποτέλεσμα να τίθεται υπό αμφισβήτηση η ιδιότητά της ως «ένωση[ς] δικαίου» (4). Συγκεκριμένα, όπως θα εκθέσω με τις παρούσες προτάσεις, πλείονες λόγοι με οδηγούν στο συμπέρασμα ότι, στην προκειμένη περίπτωση, το Γενικό Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη τα όρια που το δίκαιο της Ένωσης επέβαλε στον FRA.

49.      Πρώτον, φρονώ ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν εκτίμησε ορθώς το περιεχόμενο της υποχρέωσης που απορρέει από το άρθρο 266 ΣΛΕΕ. Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία, οι ακυρωτικές αποφάσεις που εκδίδουν τα δικαιοδοτικά όργανα της Ένωσης αποκτούν, μόλις καταστούν απρόσβλητες, ισχύ δεδικασμένου. Το δεδικασμένο δεν καταλαμβάνει μόνον το διατακτικό της ακυρωτικής απόφασης, αλλά και το σκεπτικό που αποτελεί την απαραίτητη βάση του διατακτικού με το οποίο είναι, ως εκ τούτου, αδιαχώριστο (5). Κατά συνέπεια, η ακυρωτική απόφαση συνεπάγεται ότι το εκδόν την ακυρωθείσα πράξη όργανο θα εκδώσει νέα πράξη, σεβόμενο όχι μόνον το διατακτικό της απόφασης, αλλά και το σκεπτικό που οδήγησε στο διατακτικό αυτό και το οποίο αποτελεί το αναγκαίο του έρεισμα, μεριμνώντας με τον τρόπο αυτό ώστε η νέα αυτή πράξη να μην εμφανίζει τις ίδιες πλημμέλειες με εκείνες που εντοπίστηκαν στην ακυρωτική απόφαση (6).

50.      Εξάλλου, για τον σκοπό της εξέτασης του παρόντος λόγου αναιρέσεως υπενθυμίζεται ότι η διαδικασία που αποσκοπεί στην αντικατάσταση ακυρωθείσας πράξης πρέπει να επαναληφθεί από το συγκεκριμένο σημείο στο οποίο εμφιλοχώρησε η παρατυπία, δεδομένου ότι η ακύρωση απόφασης δεν επηρεάζει κατ’ ανάγκην τις προπαρασκευαστικές πράξεις (7). Η ακύρωση πράξης περατώνουσας διοικητική διαδικασία που αποτελείται από διάφορα στάδια δεν συνεπάγεται κατ’ ανάγκην την ακύρωση ολόκληρης της διαδικασίας που προηγήθηκε της έκδοσης της προσβληθείσας πράξης, ανεξαρτήτως του αν το σκεπτικό της ακυρωτικής απόφασης αφορά ουσιαστικούς ή δικονομικούς λόγους. Ο εκδότης της πράξης πρέπει, συνεπώς, να αναχθεί στον χρόνο έκδοσης της ακυρωθείσας πράξης, προκειμένου να εκδώσει την πράξη που θα την αντικαταστήσει. Ωστόσο, έχει τη δυνατότητα να επικαλεστεί στη νέα απόφασή του και άλλους λόγους, πέραν εκείνων επί των οποίων στήριξε την πρώτη απόφασή του. Εξάλλου, δεν είναι υποχρεωμένος να αποφανθεί εκ νέου επί των στοιχείων της αρχικής απόφασης που δεν αμφισβητήθηκαν με την ακυρωτική απόφαση.

51.      Από τα προεκτεθέντα συνάγεται ότι, εν αντιθέσει προς τη διαπίστωση του Γενικού Δικαστηρίου, στη σκέψη 45 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, η ακύρωση πράξης δεν «παρέχει τη δυνατότητα» στη διοίκηση να επαναλάβει τη διαδικασία από το συγκεκριμένο σημείο στο οποίο εμφιλοχώρησε η παρατυπία. Πρόκειται μάλλον για δεσμευτική υποχρέωση, όπως προκύπτει σαφώς από τη νομολογία στην οποία παρέπεμψε το ίδιο το Γενικό Δικαστήριο. Ως εκ τούτου, στο μέτρο που το Γενικό Δικαστήριο φαίνεται να ερμηνεύει την εν λόγω νομολογία υπό την έννοια ότι συνεπάγεται την αναγνώριση, στη διοίκηση, γενικώς, της ευχέρειας να καθορίζει η ίδια, κατά την εκτέλεση ακυρωτικής απόφασης βάσει του άρθρου 266 ΣΛΕΕ, το στάδιο στο οποίο επιθυμεί να επαναλάβει διαδικασία που ενέχει πλημμέλεια, διαπιστώνεται ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο.

52.      Δεύτερον, εκτιμώ ότι η ερμηνεία του Γενικού Δικαστηρίου στη σκέψη 45 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, κατά την οποία πρέπει να αναγνωρίζεται «ευρεία διακριτική ευχέρεια» στη διοίκηση, θα οδηγούσε σε παραβίαση της θεμελιώδους αρχής του κράτους δικαίου, ως μίας εκ των αρχών στις οποίες βασίζεται η Ένωση δυνάμει του άρθρου 2 ΣΕΕ, βάσει της οποίας οι πράξεις των θεσμικών οργάνων, των λοιπών οργάνων και των οργανισμών υπόκεινται στον νόμο (8) (η υπογράμμιση δική μου). Στο πλαίσιο αυτό, υπενθυμίζεται επίσης ότι, δυνάμει της αρχής της δοτής αρμοδιότητας, η οποία κατοχυρώνεται στο άρθρο 5, παράγραφος 2, ΣΕΕ, η Ένωση ενεργεί μόνον εντός των ορίων των αρμοδιοτήτων που της απονέμουν τα κράτη μέλη με τις Συνθήκες, περιλαμβανομένου του παράγωγου δικαίου. Στον συγκεκριμένο τομέα της δημόσιας διοίκησης, τούτο συνεπάγεται την υποχρέωση της διοίκησης να ενεργεί σύμφωνα με τις διατάξεις του ΚΥΚ.

53.      Κατά λογική συνέπεια, η διακριτική ευχέρεια της διοίκησης οριοθετείται από τις διατάξεις του ΚΥΚ που έχουν ως αντικείμενο τη ρύθμιση του επίμαχου ζητήματος. Στο πλαίσιο αυτό, υπενθυμίζονται το άρθρο 86 και το παράρτημα IX του ΚΥΚ, καθόσον το εν λόγω παράρτημα περιέχει, μεταξύ άλλων, διατάξεις που αφορούν το πειθαρχικό καθεστώς, τους κανόνες και τις διαδικασίες που διέπουν τις διοικητικές έρευνες. Η καθαυτό πειθαρχική διαδικασία περιλαμβάνει δύο διακριτά στάδια, εκ των οποίων το πρώτο ξεκινά με την απόφαση κίνησης και περατώνεται με άλλη απόφαση, κατόπιν ακρόασης του ενδιαφερομένου βάσει της έκθεσης έρευνας (9).

54.      Όπως επισήμανα με τις προκαταρκτικές παρατηρήσεις μου, στην υπό κρίση υπόθεση τίθεται το ζήτημα της δυνατότητας εφαρμογής του άρθρου 3 του παραρτήματος IX του ΚΥΚ, το οποίο ρυθμίζει τις ενέργειες της διοίκησης μετά το πέρας του σταδίου έρευνας. Η εν λόγω διάταξη περιέχει κατάλογο επιλογών για τη διοίκηση, στην οποία παρέχεται η δυνατότητα να κινήσει ή μη την πειθαρχική διαδικασία μετά τη σύνταξη της έκθεσης έρευνας, με την επιφύλαξη της πλήρωσης των προβλεπόμενων στη συγκεκριμένη διάταξη προϋποθέσεων.

55.      Κατά τη γνώμη μου, δεν χωρεί αμφιβολία ότι ο FRA βρισκόταν ακριβώς στο προμνησθέν στάδιο της διαδικασίας όταν εκδόθηκε η ακυρωτική απόφαση, λόγω προσβολής των δικαιωμάτων άμυνας του αναιρεσείοντος στο πέρας του διοικητικού σταδίου της διαδικασίας, όπως προκύπτει επίσης από τη σκέψη 46 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης. Ως εκ τούτου, ο FRA όφειλε να εφαρμόσει το άρθρο 3 του παραρτήματος IX του ΚΥΚ, προκρίνοντας την κατάλληλη, λαμβανομένων υπόψη των περιστάσεων, επιλογή.

56.      Με άλλα λόγια, εν αντιθέσει προς όσα συμπέρανε το Γενικό Δικαστήριο, ο FRA όφειλε να επαναλάβει τη διαδικασία από το συγκεκριμένο σημείο στο οποίο εμφιλοχώρησε η παρατυπία, ήτοι από το σημείο στο οποίο έπρεπε να λάβει απόφαση σχετικά με τη συνέχιση της πειθαρχικής διαδικασίας. Εν συνεχεία, θα εξετάσω τις συγκεκριμένες συνέπειες της ως άνω κρίσης για τον FRA υπό το πρίσμα των απαιτήσεων του άρθρου 3 του παραρτήματος IX του ΚΥΚ. Εν πάση περιπτώσει, στο παρόν στάδιο της ανάλυσης, διαπιστώνεται ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο δεχόμενο εσφαλμένως ότι ο FRA δεν όφειλε να εφαρμόσει την εν λόγω διάταξη στις περιστάσεις της υπό κρίση υπόθεσης.

β)      Επί της δυνατότητας εφαρμογής του άρθρου 3 του παραρτήματος IX του ΚΥΚ στην υπό κρίση υπόθεση

57.      Το ως άνω συμπέρασμα επιβάλλεται κατά μείζονα λόγο εάν η λειτουργία του άρθρου 3 του παραρτήματος IX του ΚΥΚ εξεταστεί υπό το πρίσμα του γενικού πλαισίου μιας πειθαρχικής διαδικασίας. Όπως προεκτέθηκε, η εν λόγω διαδικασία περιλαμβάνει δύο στάδια. Το πρώτο στάδιο προβλέπει την κίνηση διοικητικής έρευνας, σκοπός της οποίας είναι να παράσχει στην ΑΔΑ τη δυνατότητα να εξακριβώσει την ύπαρξη παράβασης των υποχρεώσεων που υπέχουν οι υπάλληλοι. Οι γενικές διατάξεις του παραρτήματος IX του ΚΥΚ, οι οποίες αριθμούν τέσσερα άρθρα που απαρτίζουν το τμήμα 1, αφορούν τις διοικητικές έρευνες και έχουν ως σκοπό να αποσαφηνίσουν τον τρόπο εφαρμογής του άρθρου 86, παράγραφος 2, του ΚΥΚ. Η διοίκηση διαθέτει μεν ευρεία διακριτική ευχέρεια όσον αφορά τη διεξαγωγή των διοικητικών ερευνών, πλην όμως πρέπει να τηρεί ορισμένες διαδικαστικές απαιτήσεις, περιλαμβανομένης της σύνταξης της τελικής έκθεσης έρευνας, η οποία μνημονεύεται στο άρθρο 3 του παραρτήματος IX του ΚΥΚ.

58.      Στην εν λόγω έκθεση εκτίθεται τα πραγματικά περιστατικά και οι περιστάσεις της υπόθεσης, εξακριβώνεται η τήρηση των κανόνων και των διαδικασιών που εφαρμόζονται στη συγκεκριμένη περίπτωση, εκτίθενται οι επιβαρυντικές ή ελαφρυντικές περιστάσεις, προσδιορίζεται η έκταση της ζημίας που υπέστη το θεσμικό όργανο και διατυπώνεται σύσταση όσον αφορά τη συνέχεια που πρέπει να δοθεί (10). Βάσει της εν λόγω έκθεσης, η ΑΔΑ μπορεί, πρώτον, να αποφασίσει ότι δεν μπορεί να γίνει δεκτή καμία κατηγορία κατά του υπαλλήλου, οπότε η ΑΔΑ οφείλει να ενημερώσει τον υπάλληλο σχετικά γραπτώς. Δεύτερον, ακόμη και εάν υπάρχει ή φαίνεται να υπάρχει παράβαση συμμόρφωσης προς τις οικείες υποχρεώσεις, η ΑΔΑ μπορεί να αποφασίσει ότι δεν πρέπει να ληφθούν πειθαρχικά μέτρα και, ενδεχομένως, μπορεί να απευθύνει στον ενδιαφερόμενο μόνον προειδοποίηση. Τρίτον, σε περίπτωση παράβασης συμμόρφωσης προς τις υποχρεώσεις, η ΑΔΑ μπορεί να κινήσει πειθαρχική διαδικασία είτε χωρίς προσφυγή στο πειθαρχικό συμβούλιο είτε ενώπιον του πειθαρχικού συμβουλίου.

59.      Είναι σαφές ότι βούληση του νομοθέτη του ΚΥΚ ήταν να καθορίσει τις εξουσίες της διοίκησης έναντι του υπαλλήλου, στο πλαίσιο της εν λόγω διαδικασίας, με όσο το δυνατόν πιο λεπτομερή τρόπο. Η προσέγγιση αυτή καθίσταται επιβεβλημένη όχι μόνο λόγω των αρχών που μνημονεύθηκαν στο σημείο 52 των παρουσών προτάσεων, αλλά επίσης λαμβανομένης υπόψη της αναγκαιότητας σεβασμού των διαδικαστικών δικαιωμάτων του ενδιαφερόμενου υπαλλήλου. Βάσει της διαπίστωσης αυτής, φρονώ ότι ο συλλογισμός του Γενικού Δικαστηρίου ότι ο FRA διαθέτει «ευρεία διακριτική ευχέρεια» για την εκτέλεση της ακυρωτικής απόφασης δεν είναι ορθός. Για τον λόγο αυτόν, εκτιμώ ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο.

60.      Το ίδιο ισχύει και όσον αφορά τη διαπίστωση του Γενικού Δικαστηρίου, στη σκέψη 48 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, ότι ο FRA δεν υποχρεούνταν να επαναλάβει την επίδικη διαδικασία από το στάδιο στο οποίο εμφιλοχώρησε η σχετική με την επίπληξη παρατυπία, αλλά είχε μάλλον το δικαίωμα να προκρίνει «άλλη λύση», ήτοι να παραιτηθεί από την εν λόγω διαδικασία αφαιρώντας, επιπλέον, από τον ατομικό φάκελο του αναιρεσείοντος κάθε προηγούμενη πράξη σχετική με τη διοικητική έρευνα. Από το γράμμα, τη διάρθρωση και το αντικείμενο του άρθρου 3 του παραρτήματος IX του ΚΥΚ προκύπτει σαφώς ότι περιέχει εξαντλητικό κατάλογο επιλογών για τη διοίκηση. Από τη διατύπωση της εν λόγω διάταξης συνάγεται ότι απαριθμεί ορισμένες σαφώς προσδιορισμένες επιλογές οι οποίες αποκλείουν η μία την άλλη.

61.      Κατά συνέπεια, η διοίκηση υποχρεούται να λάβει απόφαση βάσει μίας εκ των επιλογών αυτών, η οποία θα αποτελέσει τη νομική βάση της απόφασης. Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, συνάγεται ευλόγως το συμπέρασμα ότι βούληση του νομοθέτη του ΚΥΚ ήταν να αποκλείσει κάθε άλλη επιλογή. Ως εκ τούτου, πρέπει να θεωρηθεί ότι η θέση του Γενικού Δικαστηρίου, σύμφωνα την οποία η διοίκηση έχει τη δυνατότητα να προκρίνει άλλη επιλογή στο πέρας διοικητικής έρευνας, βασίζεται σε πεπλανημένη ερμηνεία του άρθρου 3 του παραρτήματος IX του ΚΥΚ.

62.      Φρονώ ότι η ως άνω πλάνη περί το δίκαιο είναι ιδιαιτέρως σοβαρή, κατά μείζονα λόγο διότι το Γενικό Δικαστήριο δεν θέτει υπό αμφισβήτηση τους όρους που χρησιμοποίησε ο FRA για να περιγράψει την προσέγγισή του στο πλαίσιο της πειθαρχικής διαδικασίας. Συγκεκριμένα, από τις σκέψεις 43 και 48 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης προκύπτει ότι ο FRA είχε «αποσύρει» τις κατηγορίες εις βάρος του αναιρεσείοντος και είχε, με τον τρόπο αυτόν, «παραιτηθεί» από την επίδικη διαδικασία. Επισημαίνεται, όμως, ότι οι συγκεκριμένοι όροι δεν χρησιμοποιούνται στο άρθρο 3 του παραρτήματος IX του ΚΥΚ με αποτέλεσμα να τίθεται το ζήτημα αν πρόκειται όντως για άλλη, μη προβλεπόμενη από την εν λόγω διάταξη, επιλογή, όπως φαίνεται να υποθέτει το Γενικό Δικαστήριο («άλλη λύση»), ή αν πρόκειται μάλλον για συνώνυμους όρους οι οποίοι σκοπούν στο να παραπέμψουν στην περίπτωση του άρθρου 3, στοιχείο αʹ, του παραρτήματος IX του ΚΥΚ.

63.      Θεωρώ ότι η «παύση» της δίωξης υπαλλήλου ή η «παραίτηση» από τη δίωξη παραπέμπει, κατ’ ουσίαν, στην προμνησθείσα περίπτωση. Συγκεκριμένα, όπως εκθέτει με πειστικό τρόπο ο αναιρεσείων, εάν η διοίκηση παραιτείται από πειθαρχική διαδικασία, τούτο σημαίνει, κατ’ αρχήν, ότι δεν μπορεί να γίνει δεκτή καμία κατηγορία κατά του υπαλλήλου. Επομένως, οι όροι που χρησιμοποιήθηκαν πρέπει να γίνουν αντιληπτοί ως δύο διαφορετικοί τρόποι απόδοσης της ίδιας έννοιας. Κατά τη γνώμη μου, η θέση αυτή συνάδει προς την κοινή λογική. Εφόσον η εκτίμηση αυτή είναι ορθή, θα πρέπει να αναζητηθούν οι λόγοι που οδήγησαν τον FRA στο να μην εφαρμόσει τους κανόνες του παραρτήματος IX του ΚΥΚ. Μολονότι οι γραπτές παρατηρήσεις δεν παρέχουν βέβαιη απάντηση στο ερώτημα αυτό, εντούτοις τέτοια προσέγγιση ουδόλως συνάδει προς τις αρχές που μνημονεύθηκαν στο σημείο 52 των παρουσών προτάσεων και τις οποίες η διοίκηση οφείλει να τηρεί.

64.      Εξάλλου, φρονώ ότι τέτοια προσέγγιση μπορεί να θίγει τα διαδικαστικά δικαιώματα του ενδιαφερόμενου υπαλλήλου, όπως θα εκθέσω αναλυτικότερα. Ως εκ τούτου, πρέπει να θεωρηθεί ότι, στο μέτρο που έκρινε ότι ο FRA είχε ενεργήσει κατά τρόπο που συνάδει με το δίκαιο της Ένωσης αποφασίζοντας, χωρίς να εφαρμόσει το άρθρο 3 του παραρτήματος IX του ΚΥΚ, να απόσχει από κάθε δίωξη κατά του αναιρεσείοντος, το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο.

γ)      Επί της προσβολής των διαδικαστικών δικαιωμάτων του υπαλλήλου ή του μέλους του λοιπού προσωπικού

65.      Ανεξαρτήτως της διακριτικής ευχέρειας που διαθέτει, κάθε διοικητική αρχή υποχρεούται να τηρεί τις θεμελιώδεις αρχές του διαδικαστικού δικαίου. Η υποχρέωση αυτή απορρέει από το άρθρο 41 του Χάρτη, το οποίο κατοχυρώνει το δικαίωμα χρηστής διοίκησης υπό τις διάφορες μορφές του (11). Η τήρηση των διαδικαστικών εγγυήσεων επιβάλλεται ιδίως στον τομέα των πειθαρχικών διαδικασιών, δεδομένου ότι ο υπάλληλος διατρέχει τον κίνδυνο να του επιβληθούν κυρώσεις διαφορετικών βαθμών αυστηρότητας. Οι εγγυήσεις που προβλέπονται στο παράρτημα IX του ΚΥΚ, οι οποίες θέτουν σε εφαρμογή το δικαίωμα χρηστής διοίκησης, έχουν διττό σκοπό, ήτοι, αφενός, να παράσχουν στον κατηγορούμενο υπάλληλο τη δυνατότητα να προετοιμάσει λυσιτελώς την άμυνά του και, αφετέρου, να εμποδίσουν ενδεχόμενη αυθαίρετη συμπεριφορά της διοίκησης κατά την πειθαρχική δίωξη (12).

66.      Στις ως άνω εγγυήσεις καταλέγεται το δικαίωμα ακρόασης, το οποίο είναι πρωταρχικής σημασίας (13), όπως προκύπτει από το γεγονός ότι μνημονεύεται σε πλείονες διατάξεις, περιλαμβανομένου του άρθρου 3 του παραρτήματος IX του ΚΥΚ. Η εν λόγω διάταξη προβλέπει την υποχρέωση ακρόασης του ενδιαφερόμενου υπαλλήλου πριν από την έκδοση απόφασης σχετικά με τη συνέχιση της πειθαρχικής διαδικασίας, βάσει της έκθεσης έρευνας και κατόπιν κοινοποίησης στον ενδιαφερόμενο υπάλληλο όλων των στοιχείων του φακέλου. Συναφώς, επισημαίνεται ότι καμία παρέκκλιση δεν προβλέπεται ρητώς από τη συγκεκριμένη διάταξη. Επομένως, η παράβαση της εν λόγω υποχρέωσης συνεπάγεται προσβολή των διαδικαστικών δικαιωμάτων του υπαλλήλου. Τούτο φαίνεται ότι συνέβη ακριβώς στην υπό κρίση υπόθεση, καθότι ο FRA δεν εφάρμοσε το άρθρο 3 του παραρτήματος IX του ΚΥΚ.

67.      Δεδομένου ότι η εγγύηση του δικαιώματος ακρόασης δεν τελεί υπό όρους, το Γενικό Δικαστήριο υποπίπτει σε πλάνη περί το δίκαιο όταν εκτιμά, στη σκέψη 49 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, ότι «ο σεβασμός των δικαιωμάτων άμυνας δεν ήταν επίσης υποχρεωτικός». Όπως προεξέθεσα στο πλαίσιο της ανάλυσής μου, η συγκεκριμένη πλάνη περί το δίκαιο απορρέει, αφενός, από εσφαλμένο συλλογισμό, ήτοι ότι το άρθρο 3 του παραρτήματος IX του ΚΥΚ δεν έχει εφαρμογή στην υπό κρίση υπόθεση, και, αφετέρου, από τη διαπίστωση ότι ο FRA δεν εξέδωσε πράξη εις βάρος του αναιρεσείοντος κατά την έννοια του άρθρου 41 του Χάρτη. Σε σχέση με την τελευταία αυτή διαπίστωση θα διατυπώσω ορισμένες γενικές παρατηρήσεις.

68.      Συγκεκριμένα, από το άρθρο 41, παράγραφος 2, του Χάρτη προκύπτει ότι το δικαίωμα χρηστής διοίκησης περιλαμβάνει το δικαίωμα κάθε προσώπου σε προηγούμενη ακρόαση πριν ληφθεί ατομικό μέτρο εις βάρος του. Τούτου λεχθέντος, το Γενικό Δικαστήριο δεν λαμβάνει υπόψη το γεγονός ότι το άρθρο 3 του παραρτήματος IX του ΚΥΚ ουδεμία διάκριση περιέχει όσον αφορά το δικαίωμα ακρόασης αναλόγως του αν η απόφαση που θα εκδώσει η διοίκηση θα είναι ευνοϊκή ή μη για τον υπάλληλο. Με άλλα λόγια, το συγκεκριμένο δικαίωμα διασφαλίζεται σε κάθε περίπτωση, στοιχείο το οποίο δικαιολογείται από την ίδια τη φύση της πειθαρχικής διαδικασίας. Επομένως, το άρθρο 3 του παραρτήματος IX του ΚΥΚ συνιστά lex specialis που λαμβάνει υπόψη τις ιδιαιτερότητες του πειθαρχικού καθεστώτος.

69.      Συναφώς, επισημαίνεται ότι η κίνηση πειθαρχικής διαδικασίας είναι ικανή να προσβάλει πολύ σοβαρά την τιμή και την επαγγελματική υπόληψη του ενδιαφερόμενου υπαλλήλου (14). Ως εκ τούτου, η διοίκηση υποχρεούται να εξακριβώνει το αληθές και τη σοβαρότητα των προσαπτόμενων στον ενδιαφερόμενο υπάλληλο πραγματικών περιστατικών προτού λάβει απόφαση κίνησης της διαδικασίας. Ομοίως, η υπερβολική διάρκεια μιας πειθαρχικής διαδικασίας πρέπει να θεωρείται ως πιθανολογούσα την ύπαρξη ηθικής βλάβης του υπαλλήλου (15). Επομένως, οι πειθαρχικές αρχές έχουν την υποχρέωση να διεξάγουν την εν λόγω διαδικασία με επιμέλεια και να ενεργούν κατά τέτοιο τρόπο ώστε κάθε πράξη δίωξης να εκδίδεται εντός εύλογου χρονικού διαστήματος σε σχέση με την πράξη που προηγείται αυτής. Η μη τήρηση του εν λόγω χρονικού διαστήματος, η οποία μπορεί να εκτιμηθεί μόνο σε σχέση με τις ειδικές περιστάσεις της υπόθεσης, μπορεί να επισύρει την ακύρωση της πράξης (16). Τούτος είναι ο λόγος για τον οποίον το άρθρο 22, παράγραφος 1, του παραρτήματος IX του ΚΥΚ προβλέπει προθεσμία δύο μηνών από την παραλαβή της γνώμης του συμβουλίου για τη λήψη απόφασης όταν η ΑΔΑ τείνει στο να επιβάλει κυρώσεις. Χάριν του συμφέροντος τόσο του υπαλλήλου όσο και της διοίκησης, η απόφαση περάτωσης της πειθαρχικής διαδικασίας δεν μπορεί να καθυστερεί αδικαιολόγητα (17).

70.      Έχοντας επίγνωση των αρνητικών συνεπειών που η αδικαιολόγητη κίνηση πειθαρχικής διαδικασίας μπορεί να έχει στην υπόληψη υπαλλήλου, ο νομοθέτης του ΚΥΚ προέβλεψε, στο άρθρο 22, παράγραφος 2, του παραρτήματος IX του ΚΥΚ, ότι, εάν αποφασίσει να περατώσει την υπόθεση χωρίς να επιβάλλει πειθαρχική κύρωση, η ΑΔΑ ενημερώνει αμελλητί τον ενδιαφερόμενο υπάλληλο γραπτώς. Ο ενδιαφερόμενος υπάλληλος μπορεί να ζητήσει να συμπεριληφθεί η απόφαση αυτή στον ατομικό του φάκελο. Εξάλλου, από το άρθρο 29 του εν λόγω παραρτήματος προκύπτει ότι, εάν δεν γίνει δεκτή καμία κατηγορία κατά του υπαλλήλου κατ’ εφαρμογήν της προμνησθείσας διάταξης, ο υπάλληλος έχει δικαίωμα, με αίτησή του, στην ανόρθωση της ζημίας που υπέστη μέσω της κατάλληλης δημοσιότητας της απόφασης της ΑΔΑ. Τα προεκτεθέντα καταδεικνύουν ότι ο νομοθέτης του ΚΥΚ θεωρεί ότι απαιτούνται ορισμένα μέτρα για την εξουδετέρωση των αρνητικών συνεπειών που απορρέουν από τις αδικαιολόγητες διώξεις.

71.      Τέλος, υπενθυμίζεται ότι, κατά το άρθρο 27 του παραρτήματος IX του ΚΥΚ, ακόμη και ο υπάλληλος στον οποίο έχει επιβληθεί πειθαρχική κύρωση μπορεί να υποβάλει αίτηση με σκοπό να απαλειφθεί κάθε μνεία του εν λόγω μέτρου από τον ατομικό φάκελό του. Η ΑΔΑ αποφασίζει αν πρέπει να γίνει δεκτή η αίτηση αυτή. Κατά τη γνώμη μου, ο μηχανισμός αυτός συμβολίζει το δικαίωμα στη λήθη και υπαγορεύεται από την αρχή κατά την οποία μια πειθαρχική κύρωση δεν πρέπει να επιβαρύνει επ’ αόριστον το βιογραφικό ενός προσώπου ούτε να του απαγορεύει να συνεχίσει τη σταδιοδρομία του (18). Πρόκειται προφανώς για έναν μηχανισμό ο οποίος σχεδιάστηκε προκειμένου να διασφαλίζεται ότι η τιμή και η επαγγελματική υπόληψη του υπαλλήλου αποκαθίστανται μετά την παρέλευση εύλογου χρονικού διαστήματος, ήτοι ύστερα από τρία έτη όταν πρόκειται για έγγραφη προειδοποίηση ή επίπληξη ή ύστερα από έξι έτη όταν πρόκειται για άλλες κυρώσεις.

72.      Εντούτοις, από τις ως άνω παρατηρήσεις δεν μπορεί να συναχθεί ότι μόνον η αδικαιολόγητη κίνηση πειθαρχικής διαδικασίας μπορεί να έχει αρνητικές συνέπειες για τον υπάλληλο. Όπως ορθώς επισημαίνει ο αναιρεσείων, πρέπει να ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι, σε περίπτωση όπως η επίμαχη στην υπό κρίση υπόθεση, στην οποία διενεργήθηκε διοικητική έρευνα, η διοίκηση έχει ακόμη στη διάθεσή της την έκθεση έρευνας. Η ίδια η έκθεση δεν είναι απόφαση, η οποία μπορεί να ανακληθεί, αλλά γεγονός το οποίο πρέπει να ληφθεί υπόψη. Δεδομένου ότι ούτε η ακυρωτική απόφαση ούτε η απόφαση «παύσης» της δίωξης κατά του υπαλλήλου έχουν ως αποτέλεσμα την εξαφάνιση της εν λόγω έκθεσης, η διοίκηση θα είχε θεωρητικά τη δυνατότητα να επαναλάβει την πειθαρχική διαδικασία σε μεταγενέστερο χρόνο. Επισημαίνεται ότι το άρθρο 3, στοιχείο αʹ, του παραρτήματος IX του ΚΥΚ δεν επιτρέπει επίσης την ανάκληση ή την παραίτηση από την έκθεση έρευνας.

73.      Από την άποψη αυτή, φρονώ ότι ο κατάλληλος τρόπος για την αποκατάσταση της τιμής και της επαγγελματικής υπόληψης του ενδιαφερόμενου υπαλλήλου υπό τις συγκεκριμένες συνθήκες είναι να προβλεφθεί η διεξαγωγή ακρόασης και να εκδοθεί απόφαση δυνάμει του άρθρου 3, στοιχείο αʹ, του παραρτήματος IX του ΚΥΚ, διασφαλίζοντας παράλληλα την αναγκαία δημοσιότητα, όπως επιτάσσει το άρθρο 29 του εν λόγω παραρτήματος. Στο ίδιο πνεύμα, θα πρέπει να διασφαλιστεί ότι ο υπάλληλος μπορεί να ζητήσει η εν λόγω απόφαση να περιληφθεί στον ατομικό φάκελό του, κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 22, παράγραφος 2, του ίδιου παραρτήματος. Τέτοια προσέγγιση, η οποία δεν καταλείπει οποιαδήποτε αμφιβολία όσον αφορά τις προθέσεις της διοίκησης, θα ανταποκρίνεται με τον καλύτερο τρόπο στην ανάγκη ασφάλειας δικαίου του υπαλλήλου.

74.      Φρονώ ότι τέτοια προσέγγιση είναι κατά μείζονα λόγο αναγκαία όταν, όπως στην υπό κρίση υπόθεση, η πειθαρχική κύρωση ακυρώθηκε από το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης λόγω διαδικαστικής πλημμέλειας. Κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, εάν η απόφαση ακυρώθηκε για τυπικούς λόγους χωρίς να έχει εκδοθεί απόφαση επί της ουσίας για τα προσαπτόμενα περιστατικά, η ακυρωτική απόφαση δεν ισοδυναμεί με «αθώωση» κατά την έννοια που προσδίδεται στον όρο αυτό στον κατασταλτικό τομέα (19). Θεωρώ ότι τούτο συνεπάγεται, μετά την έκδοση της ακυρωτικής απόφασης, την υποχρέωση του FRA να εκδώσει απόφαση με την οποία αποσαφηνίζεται η νομική κατάσταση του αναιρεσείοντος, δεδομένου ότι η πειθαρχική διαδικασία που κινήθηκε εις βάρος του επανέρχεται στο συγκεκριμένο σημείο στο οποίο εμφιλοχώρησε η παρατυπία. Εν προκειμένω, όμως, όπως αναγνωρίζει ο ίδιος ο Οργανισμός, ο FRA δεν αποφάσισε ότι δεν μπορεί να γίνει δεκτή καμία κατηγορία, όπως προβλέπεται στο άρθρο 3, στοιχείο αʹ, του παραρτήματος IX του ΚΥΚ, αλλά «έπαυσε» απλώς την πειθαρχική διαδικασία χωρίς να λάβει τέτοια απόφαση.

75.      Όπως και ο αναιρεσείων, εκτιμώ ότι ο τρόπος με τον οποίο ενήργησε ο FRA, «παραιτούμενος» από την πειθαρχική διαδικασία μετά τη σύνταξη της έκθεσης έρευνας, χωρίς οποιαδήποτε αιτιολογία, ακρόαση ή δημοσιότητα, συνιστά καταστρατήγηση των διαδικαστικών εγγυήσεων που προβλέπονται στις προμνησθείσες διατάξεις. Ως εκ τούτου, πρέπει να θεωρηθεί ότι, στο μέτρο που το Γενικό Δικαστήριο έκρινε εσφαλμένως ότι τα δικαιώματα άμυνας που διασφαλίζονται από τις διατάξεις του παραρτήματος IX του ΚΥΚ δεν εθίγησαν με την προσέγγιση που εφάρμοσε ο FRA, το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο. Η συγκεκριμένη πλάνη περί το δίκαιο οφείλεται σε στενή ερμηνεία του άρθρου 41 του Χάρτη, η οποία, επιπλέον, δεν λαμβάνει υπόψη τις ιδιαιτερότητες του πειθαρχικού καθεστώτος.

76.      Η απόφαση του FRA να «παύσει» τη δίωξη εις βάρος του αναιρεσείοντος χωρίς να προβλέψει την ακρόασή του συνιστά διαδικαστική πλημμέλεια. Κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, η προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας, και ειδικότερα του δικαιώματος ακρόασης, συνεπάγεται την ακύρωση της απόφασης που εκδόθηκε κατά το πέρας της σχετικής διοικητικής διαδικασίας μόνο στην περίπτωση που, εάν δεν υπήρχε η πλημμέλεια αυτή, η εν λόγω διαδικασία θα μπορούσε να καταλήξει σε διαφορετικό αποτέλεσμα (20). Εντούτοις, το Δικαστήριο έχει επισημάνει ότι δεν μπορεί να επιβληθεί στον προσφεύγοντα που προβάλλει προσβολή των δικαιωμάτων του άμυνας η υποχρέωση να αποδείξει ότι η απόφαση του οικείου θεσμικού οργάνου της Ένωσης θα ήταν διαφορετική, αλλά μόνον ότι το ενδεχόμενο αυτό δεν αποκλείεται απολύτως (21). Επιπλέον, το ζήτημα αυτό πρέπει να εκτιμάται σε συνάρτηση με τις πραγματικές και νομικές περιστάσεις της συγκεκριμένης υπόθεσης (22). Εκτιμώ ότι το Γενικό Δικαστήριο θα πρέπει να λάβει υπόψη την ως άνω νομολογία, εάν το Δικαστήριο αποφασίσει να αναπέμψει την υπόθεση ενώπιόν του προκειμένου να αποφανθεί εκ νέου επί της προσφυγής.

δ)      Επί του αντιφατικού χαρακτήρα της συλλογιστικής της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης

77.      Όπως προκύπτει από τις σκέψεις 48 και 49 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, η συλλογιστική βάσει της οποίας το Γενικό Δικαστήριο κατέληξε στη διαπίστωση της ανυπαρξίας προσβολής των δικαιωμάτων άμυνας του αναιρεσείοντος βασίζεται, κατ’ ουσίαν, στην κρίση ότι το άρθρο 3, στοιχείο αʹ, του παραρτήματος IX του ΚΥΚ δεν είχε εφαρμογή, καθότι ο FRA προέκρινε «άλλη λύση», ήτοι την «παύση» της δίωξης εις βάρος του αναιρεσείοντος. Με τις παρούσες προτάσεις, κατέδειξα αναλυτικά ότι η συλλογιστική του Γενικού Δικαστηρίου συναφώς ενέχει πολλαπλή πλάνη περί το δίκαιο.

78.      Εντούτοις, παρατηρώ ότι η επίμαχη συλλογιστική είναι, επιπλέον, ασυνεπής, δεδομένου ότι το Γενικό Δικαστήριο διατυπώνει ακριβώς την αντίθετη κρίση στη σκέψη 76 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης. Συγκεκριμένα, κατά το Γενικό Δικαστήριο, στην υπό κρίση υπόθεση, «ο FRA αποφάσισε να παύσει τη δίωξη εις βάρος του [αναιρεσείοντος] κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 3, στοιχείο αʹ, του παραρτήματος IX του ΚΥΚ» (η υπογράμμιση δική μου). Κατά τη γνώμη μου, η κρίση αυτή είναι ιδιαιτέρως προβληματική στο συγκεκριμένο πλαίσιο, καθότι το προπαρατεθέν χωρίο περιέχει παραπομπή στη σκέψη 48 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, όπου το Γενικό Δικαστήριο αναπτύσσει τη συλλογιστική του η οποία βασίζεται σε εικαζόμενη εναλλακτική προσέγγιση που εφάρμοσε ο FRA και η οποία συνίσταται ακριβώς στη μη εφαρμογή των διατάξεων του παραρτήματος IX του ΚΥΚ. Η διατύπωση των προμνησθεισών σκέψεων είναι απολύτως σαφής και αποκλείει κάθε συντακτικό σφάλμα, με αποτέλεσμα να πρέπει να θεωρηθεί κατ’ αρχήν ότι αντικατοπτρίζουν όντως τη συλλογιστική του Γενικού Δικαστηρίου.

79.      Είναι σαφές ότι οι δύο ως άνω κρίσεις δεν μπορούν να συνυπάρξουν στο σκεπτικό της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης χωρίς να τεθεί πραγματικά υπό αμφισβήτηση η λογική στην οποία ερείδεται η συλλογιστική του Γενικού Δικαστηρίου. Το συμπέρασμα αυτό δεν αναιρείται από το γεγονός ότι το Γενικό Δικαστήριο καταλήγει τελικώς σε ορθή, από νομικής απόψεως, θέση στη σκέψη 76 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης. Συγκεκριμένα, όπως προεξέθεσα με την ανάλυσή μου, η «παύση» της δίωξης εις βάρος του ενδιαφερόμενου υπαλλήλου είναι, τελικώς, απλώς και μόνον ένας άλλος τρόπος επιβεβαίωσης της περάτωσης της διοικητικής έρευνας για τον λόγο ότι καμία κατηγορία δεν μπορεί να γίνει δεκτή και, επομένως, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 3, στοιχείο αʹ, του παραρτήματος IX του ΚΥΚ (23). Το Γενικό Δικαστήριο φαίνεται να αντιλήφθηκε ότι η διοίκηση δεν μπορούσε να μην εφαρμόσει τις διατάξεις του εν λόγω παραρτήματος. Ένα τέτοιο συμπέρασμα δεν είναι, όμως, συμβατό με τις αρχικές παρατηρήσεις του.

80.      Τίθεται, επομένως, το ζήτημα του τρόπου με τον οποίο πρέπει να αντιμετωπιστεί τέτοια ουσιώδης αντίφαση από απόψεως δικονομικού δικαίου. Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία, το ερώτημα αν η συλλογιστική απόφασης του Γενικού Δικαστηρίου είναι αντιφατική αποτελεί νομικό ζήτημα το οποίο μπορεί να προβληθεί κατ’ αναίρεση (24). Λαμβανομένων υπόψη των όσων προεκτέθηκαν, διαπιστώνεται ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο. Κατά τη γνώμη μου, η συγκεκριμένη πλάνη είναι ιδιαιτέρως σοβαρή, όχι μόνο διότι είναι πρόδηλη, αλλά επίσης διότι θέτει υπό αμφισβήτηση τη συλλογιστική του Γενικού Δικαστηρίου στο σύνολό της, ανεξαρτήτως των λοιπών περιπτώσεων πλάνης περί το δίκαιο που προσδιόρισα με την ανάλυσή μου. Ως εκ τούτου, φρονώ ότι θα αρκούσε, κατ’ αρχήν, να διαπιστωθεί το βάσιμο του τέταρτου σκέλους του δευτέρου λόγου αναιρέσεως προκειμένου ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως να κριθεί βάσιμος στο σύνολό του.

3.      Ενδιάμεσο συμπέρασμα

81.      Οι περιπτώσεις πλάνης περί το δίκαιο στις οποίες υπέπεσε το Γενικό Δικαστήριο και οι οποίες εξακριβώθηκαν στο πλαίσιο της ανάλυσης που περιέχεται στις παρούσες προτάσεις μπορούν να συνοψισθούν ως ακολούθως. Πρώτον, στηριζόμενο σε πεπλανημένη ερμηνεία του άρθρου 266 ΣΛΕΕ και της σχετικής νομολογίας, το Γενικό Δικαστήριο δεν εκτίμησε ορθώς την έκταση της διακριτικής ευχέρειας που διέθετε ο FRA κατά την εκτέλεση της ακυρωτικής απόφασης. Δεύτερον, το Γενικό Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη το γεγονός ότι το άρθρο 3 του παραρτήματος IX του ΚΥΚ είχε εφαρμογή στις περιστάσεις της υπό κρίση υπόθεσης και ότι ο FRA όφειλε να εκδώσει απόφαση βάσει της εν λόγω διάταξης. Τρίτον, το Γενικό Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη το γεγονός ότι η μη εφαρμογή του άρθρου 3 του παραρτήματος IX του ΚΥΚ συνεπαγόταν τη μη τήρηση των διαδικαστικών εγγυήσεων που προβλέπονται στο ίδιο παράρτημα. Η πλάνη περί το δίκαιο στηρίζεται σε στενή ερμηνεία του άρθρου 41 του Χάρτη, η οποία, επιπλέον, δεν λαμβάνει υπόψη τις ιδιαιτερότητες του πειθαρχικού καθεστώτος. Τέταρτον, το Γενικό Δικαστήριο ακολούθησε αντιφατική συλλογιστική όσον αφορά τη δυνατότητα εφαρμογής της προμνησθείσας διάταξης.

VI.    Πρόταση

82.      Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, προτείνω στο Δικαστήριο να κρίνει βάσιμο τον δεύτερο λόγο αναιρέσεως.


1      Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γαλλική.


2      Ο όρος «υπάλληλος» περιλαμβάνει όχι μόνον τον υπάλληλο και τον πρώην υπάλληλο υπό στενή έννοια, αλλά και τον έκτακτο υπάλληλο και τον συμβασιούχο υπάλληλο, δεδομένου ότι τα άρθρα 50α και 119 του ΚΛΠ παραπέμπουν στο πειθαρχικό καθεστώς που προβλέπεται στο άρθρο 86 και στο παράρτημα IX του ΚΥΚ.


3      Βλ. Cremer, W., σε Calliess/Ruffert, EUV/AEUV Kommentar, 6η έκδ., Μόναχο, 2022, άρθρο 266 ΣΛΕΕ, σημείο 1.


4      Απόφαση της 20ής Νοεμβρίου 2018, Επιτροπή κατά Συμβουλίου (ΠΘΖ Ανταρκτικής) (C‑626/15 και C‑659/16, EU:C:2018:925, σκέψη 61).


5      Αποφάσεις της 26ης Απριλίου 1988, Αστερίς κ.λπ. κατά Επιτροπής (97/86, 99/86, 193/86 και 215/86, EU:C:1988:199, σκέψεις 27 έως 30), και της 3ης Οκτωβρίου 2000, Industrie des poudres sphériques κατά Συμβουλίου (C‑458/98 P, EU:C:2000:531, σκέψη 81).


6      Πρβλ. απόφαση της 6ης Μαρτίου 2003, Interporc κατά Επιτροπής (C‑41/00 P, EU:C:2003:125, σκέψεις 29 και 30).


7      Απόφαση της 13ης Νοεμβρίου 1990, Fédesa κ.λπ. (C‑331/88, EU:C:1990:391, σκέψη 34).


8      Βλ. προτάσεις του γενικού εισαγγελέα P. Cruz Villalón στην υπόθεση Πολωνία κατά Επιτροπής (C‑336/09 P, EU:C:2011:860, σημείο 20).


9      Απόφαση της 14ης Οκτωβρίου 2021, Bernaldo de Quirós κατά Επιτροπής (C‑583/19 P, EU:C:2021:844, σκέψη 56).


10      Tomac, J., «Régime disciplinaire», σε Giacobbo, V., Perillo, E., και Picod, F., Statut de la fonction publique de l’Union européenne: commentaire article par article, Bruylant, Namur, 2017, σ. 316.


11      Βλ. τις προτάσεις μου στην υπόθεση Κοινοβούλιο κατά UZ (C‑894/19 P, EU:C:2021:497, σημεία 66 επ.) για αναλυτικότερη παρουσίαση του δικαιώματος χρηστής διοίκησης, όπως κατοχυρώνεται στο άρθρο 41 του Χάρτη.


12      Tomac, J., «Régime disciplinaire», σε Giacobbo, V., Perillo, E., και Picod, F., Statut de la fonction publique de l’Union européenne: commentaire article par article, Bruylant, Namur, 2017, σ. 331.


13      Απόφαση της 14ης Οκτωβρίου 2021, Bernaldo de Quirós κατά Επιτροπής (C‑583/19 P, EU:C:2021:844, σκέψη 60).


14      Απόφαση της 12ης Ιουλίου 2012, Επιτροπή κατά Νανόπουλου (T‑308/10 P, EU:T:2012:370, σκέψεις 167 και 168).


15      Απόφαση της 11ης Απριλίου 2016, FU κατά Επιτροπής (F‑49/15, EU:F:2016:72, σκέψη 136).


16      Απόφαση της 13ης Οκτωβρίου 2021, IB κατά EUIPO (T‑22/20, EU:T:2021:689, σκέψη 85).


17      Αποφάσεις της 27ης Νοεμβρίου 2001, Z κατά Κοινοβουλίου (C‑270/99 P, EU:C:2001:639, σκέψη 21), και της 5ης Δεκεμβρίου 2002, Stevens κατά Επιτροπής (T‑277/01, EU:T:2002:302, σκέψη 41).


18      Pilorge-Vrancken, J., Le droit de la fonction publique de l’Union européenne, Bruylant, Namur, 2017, σ. 243 και 244.


19      Πρβλ. απόφαση της 15ης Οκτωβρίου 2002, Limburgse Vinyl Maatschappij κ.λπ. κατά Επιτροπής (C‑238/99 P, C‑244/99 P, C‑245/99 P, C‑247/99 P, C‑250/99 P έως C‑252/99 P και C‑254/99 P, EU:C:2002:582, σκέψη 62), και διάταξη της 22ας Ιανουαρίου 2019, Kerstens κατά Επιτροπής (C‑577/18 P, EU:C:2019:129, σκέψη 39).


20      Αποφάσεις της 3ης Ιουλίου 2014, Kamino International Logistics και Datema Hellmann Worldwide Logistics (C‑129/13 και C‑130/13, EU:C:2014:2041, σκέψη 79), και της 14ης Ιουνίου 2018, Makhlouf κατά Συμβουλίου (C‑458/17 P, EU:C:2018:441, σκέψη 42).


21      Βλ. αποφάσεις της 1ης Οκτωβρίου 2009, Foshan Shunde Yongjian Housewares & Hardware κατά Συμβουλίου (C‑141/08 P, EU:C:2009:598, σκέψη 94), και της 18ης Ιουνίου 2020, Επιτροπή κατά RQ (C‑831/18 P, EU:C:2020:481, σκέψη 106).


22      Απόφαση της 18ης Ιουνίου 2020, Επιτροπή κατά RQ (C‑831/18 P, EU:C:2020:481, σκέψη 107).


23      Βλ. σημείο 63 των παρουσών προτάσεων.


24      Αποφάσεις της 16ης Ιουλίου 2009, Der Grüne Punkt – Duales System Deutschland κατά Επιτροπής (C‑385/07 P, EU:C:2009:456, σκέψη 71), και της 29ης Ιουλίου 2010, Ελλάδα κατά Επιτροπής (C‑54/09 P, EU:C:2010:451, σκέψη 87).