Language of document : ECLI:EU:T:2021:628

Υπόθεση T569/19

AlzChem Group AG

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής

 Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου (πέμπτο τμήμα) της 29ης Σεπτεμβρίου 2021

«Πρόσβαση στα έγγραφα – Κανονισμός (ΕΚ) 1049/2001 – Έγγραφα σχετικά με διαδικασία ανάκτησης κρατικής ενισχύσεως κατόπιν αποφάσεως με την οποία κηρύσσεται ασύμβατη με την εσωτερική αγορά η εν λόγω ενίσχυση και διατάσσεται η ανάκτησή της – Άρνηση παροχής πρόσβασης – Εξαίρεση που αφορά την προστασία του σκοπού επιθεώρησης, έρευνας και οικονομικού ελέγχου – Υπερισχύον δημόσιο συμφέρον – Αρχή της απαγόρευσης των διακρίσεων – Υποχρέωση αιτιολογήσεως»

1.      Θεσμικά όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Δικαίωμα προσβάσεως του κοινού στα έγγραφα – Κανονισμός 1049/2001 – Προθεσμία για την απάντηση σε επιβεβαιωτική αίτηση παροχής πρόσβασης – Παράταση που είναι δυνατό να χορηγηθεί άπαξ – Μη έκδοση αποφάσεως κατά τη λήξη της παραταθείσας προθεσμίας – Συνιστά σιωπηρή απορριπτική απόφαση δεκτική προσβολής

(Κανονισμός 1049/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, άρθρο 8)

(βλ. σκέψη 26)

2.      Προσφυγή ακυρώσεως – Φυσικά ή νομικά πρόσωπα – Έννομο συμφέρον – Προσφυγή στρεφόμενη κατά σιωπηρής απορριπτικής αποφάσεως της Επιτροπής σχετικά με αίτηση παροχής πρόσβασης σε έγγραφα – Ανακληθείσα απόφαση λόγω εκδόσεως μεταγενέστερης ρητής αποφάσεως της Επιτροπής – Προσφεύγων που άσκησε προσφυγή κατά της τελευταίας αυτής αποφάσεως – Απώλεια του εννόμου συμφέροντος

(Άρθρο 263 ΣΛΕΕ· Κανονισμός 1049/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, άρθρα 7 και 8)

(βλ. σκέψεις 27, 28)

3.      Προσφυγή ακυρώσεως – Προθεσμίες – Έναρξη – Προσφυγή στρεφόμενη κατά σιωπηρής απορριπτικής αποφάσεως σχετικά με αίτηση παροχής πρόσβασης σε έγγραφα

(Άρθρο 263 ΣΛΕΕ· Κανονισμός 1049/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, άρθρο 8 §§ 1 έως 3)

(βλ. σκέψη 30)

4.      Θεσμικά όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Δικαίωμα πρόσβασης του κοινού στα έγγραφα – Κανονισμός 1049/2001 – Εξαιρέσεις από το δικαίωμα πρόσβασης στα έγγραφα – Στενή ερμηνεία και αυστηρή εφαρμογή – Υποχρέωση του θεσμικού οργάνου να προβεί σε συγκεκριμένη και εξατομικευμένη εξέταση των εγγράφων – Περιεχόμενο – Εξαίρεση από την υποχρέωση – Δυνατότητα επικλήσεως γενικών τεκμηρίων τα οποία ισχύουν για ορισμένες κατηγορίες εγγράφων – Όρια

(Κανονισμός 1049/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, άρθρα 1 και 4 § 2)

(βλ. σκέψεις 36, 38-42, 65, 79)

5.      Θεσμικά όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Δικαίωμα πρόσβασης του κοινού στα έγγραφα – Κανονισμός 1049/2001 – Εξαιρέσεις από το δικαίωμα πρόσβασης στα έγγραφα – Υπέρτερο δημόσιο συμφέρον που δικαιολογεί τη γνωστοποίηση των εγγράφων – Έννοια – Υποχρέωση του θεσμικού οργάνου ή του οργανισμού να σταθμίσει τα εμπλεκόμενα συμφέροντα

(Κανονισμός 1049/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, αιτιολογική σκέψη 2 και άρθρο 4 § 2)

(βλ. σκέψεις 43, 123-125)

6.      Θεσμικά όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Δικαίωμα πρόσβασης του κοινού στα έγγραφα – Κανονισμός 1049/2001 – Εξαιρέσεις από το δικαίωμα πρόσβασης στα έγγραφα – Προστασία του σκοπού επιθεώρησης, έρευνας και οικονομικού ελέγχου – Περιεχόμενο – Εφαρμογή σε σχέση με διοικητικούς φακέλους που αφορούν διαδικασίες ελέγχου των κρατικών ενισχύσεων – Εφαρμογή σε σχέση με έγγραφα που αφορούν τη διαδικασία ελέγχου της εκτέλεσης αποφάσεως της Επιτροπής με την οποία διατάσσεται η ανάκτηση κρατικής ενισχύσεως

(Κανονισμός 1049/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, άρθρο 4 § 2, 3η περίπτωση)

(βλ. σκέψεις 56-58, 60-64, 69-78, 84-91, 96)

Σύνοψη

Η προσφεύγουσα, AlzChem Group AG, είναι γερμανική επιχείρηση δραστηριοποιούμενη στον τομέα της χημείας. Παρενέβη ως ενδιαφερόμενο μέρος στη διαδικασία που οδήγησε στην έκδοση της αποφάσεως 2015/1826 (1), με την οποία η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έκρινε, μεταξύ άλλων, ότι η Novácke chemické závody, a.s., σλοβακική επιχείρηση χημικών, είχε λάβει από τη Δημοκρατία της Σλοβακίας κρατική ενίσχυση παράνομη και ασύμβατη με την εσωτερική αγορά και διέταξε την ανάκτησή της.

Τον Απρίλιο του 2019 η προσφεύγουσα υπέβαλε στην Επιτροπή αίτηση παροχής πρόσβασης σε έγγραφα δυνάμει του κανονισμού 1049/2001 (2). Η αίτηση αυτή αφορούσε τα σχετικά έγγραφα που είχε στην κατοχή της η Επιτροπή και περιείχαν πληροφορίες σχετικά με την πρόοδο της διαδικασίας ανάκτησης και σχετικά με το ποσό της κρατικής ενισχύσεως που είχε ανακτήσει η Σλοβακική Δημοκρατία βάσει της αποφάσεως 2015/1826 (στο εξής: ζητηθέντα έγγραφα). Κατόπιν απορρίψεως της αιτήσεώς της, η προσφεύγουσα υπέβαλε στην Επιτροπή επιβεβαιωτική αίτηση.

Με απόφαση της 22ας Ιουλίου 2019 (3), η Επιτροπή αρνήθηκε να παράσχει στην προσφεύγουσα πρόσβαση στα ζητηθέντα έγγραφα, εκτιμώντας ότι αυτά ενέπιπταν, αφενός, στην εξαίρεση που αφορά την προστασία των δραστηριοτήτων έρευνας (4) και, αφετέρου, στην εξαίρεση που αφορά την προστασία των εμπορικών συμφερόντων (5). Κατόπιν αυτού, η προσφεύγουσα άσκησε προσφυγή ακυρώσεως κατά της εν λόγω αποφάσεως.

Το Γενικό Δικαστήριο απορρίπτει την προσφυγή της προσφεύγουσας και προβαίνει, με την απόφασή του, σε χρήσιμη συμπλήρωση της νομολογίας σε σχέση με την εξαίρεση που αφορά την προστασία του σκοπού έρευνας. Αναγνωρίζει επίσης γενικό τεκμήριο εμπιστευτικότητας εφαρμοστέο στα έγγραφα που σχετίζονται με τη διαδικασία ελέγχου της εκτέλεσης αποφάσεως με την οποία διατάσσεται η ανάκτηση κρατικής ενισχύσεως.

Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

Εν είδει προκαταρκτικών παρατηρήσεων, το Γενικό Δικαστήριο προβαίνει σε μια συνοπτική αναφορά σε σχέση με τον προσδιορισμό των πράξεων κατά των οποίων μπορεί να ασκηθεί προσφυγή και με την προθεσμία προς άσκησή της στην περίπτωση που έχει υποβληθεί προηγουμένως αίτηση παροχής πρόσβασης σε έγγραφα δυνάμει του κανονισμού 1049/2001.

Συνακόλουθα, πρώτον, δυνάμει του άρθρου 8 του κανονισμού 1049/2001, η Επιτροπή μπορεί να παρατείνει την αρχική προθεσμία (6) απαντήσεως σε αίτηση παροχής πρόσβασης σε έγγραφα μόνο μία φορά και κατά τη λήξη της παραταθείσας προθεσμίας λογίζεται ότι έχει εκδοθεί συναφώς σιωπηρή απορριπτική απόφαση. Στο πλαίσιο αυτό, το Γενικό Δικαστήριο επισημαίνει ότι η αρχική προθεσμία έχει επιτακτικό χαρακτήρα και δεν μπορεί να παραταθεί πέραν των περιστάσεων που προβλέπει το άρθρο 8, παράγραφος 2, του κανονισμού 1049/2001. Μια τέτοια σιωπηρή απόφαση περί αρνήσεως παροχής πρόσβασης μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο προσφυγής ακυρώσεως (7), όπως ακριβώς και η ρητή απορριπτική απόφαση, η οποία αποτελεί την οριστική απάντηση σε επιβεβαιωτική αίτηση παροχής πρόσβασης στα επίμαχα έγγραφα. Το Γενικό Δικαστήριο διευκρινίζει ακόμη ότι, αν η σιωπηρή απόφαση αποτέλεσε αντικείμενο προσφυγής ακυρώσεως, ο προσφεύγων χάνει το έννομο συμφέρον του, λόγω της εκδόσεως της ρητής αποφάσεως, και ότι παρέλκει η έκδοση αποφάσεως επί της εν λόγω προσφυγής. Αν η ρητή απόφαση εκδόθηκε πριν από την άσκηση της προσφυγής κατά της σιωπηρής αποφάσεως, μια τέτοια προσφυγή η οποία ασκείται μεταγενέστερα είναι, επομένως, απαράδεκτη.

Δεύτερον, το Γενικό Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι η προθεσμία ασκήσεως προσφυγής ακυρώσεως κατά της ρητής αποφάσεως πρέπει να υπολογιστεί σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 263 ΣΛΕΕ και όχι με αφετηρία την ημερομηνία κατά την οποία ελήφθη η σιωπηρή απορριπτική απόφαση.

Επί της ουσίας, το Γενικό Δικαστήριο εξετάζει, κατ’ αρχάς, την ύπαρξη γενικού τεκμηρίου εμπιστευτικότητας εφαρμοζόμενου στα έγγραφα που αφορούν τη διαδικασία ελέγχου της εκτέλεσης αποφάσεως με την οποία διατάσσεται η ανάκτηση κρατικής ενισχύσεως. Συναφώς, το Γενικό Δικαστήριο επισημαίνει ότι, κατά τη νομολογία (8), το γενικό τεκμήριο εμπιστευτικότητας το οποίο αφορά τα έγγραφα του διοικητικού φακέλου που αναφέρεται σε διαδικασία ελέγχου των κρατικών ενισχύσεων καλύπτει ρητώς τα έγγραφα που εντάσσονται στο πλαίσιο της έρευνας που διενεργεί η Επιτροπή ώστε να καταλήξει, με απόφασή της, μεταξύ άλλων, στο συμπέρασμα ότι υφίσταται κρατική ενίσχυση και να διατάξει την ανάκτησή της. Αντιθέτως, ο δικαστής της Ένωσης δεν έχει έως τώρα κληθεί να αποφανθεί επί αρνήσεως παροχής πρόσβασης σε έγγραφα που συνδέονται με το στάδιο εκτέλεσης μιας τέτοιας αποφάσεως της Επιτροπής από το οικείο κράτος μέλος. Ως εκ τούτου, μολονότι η αναγνώριση του γενικού τεκμηρίου εμπιστευτικότητας στη νομολογία αφορά ασφαλώς τον διοικητικό φάκελο στο πλαίσιο διαδικασίας ελέγχου (9), καλύπτει εντούτοις κατά τρόπο βέβαιο μόνον τα έγγραφα της διοικητικής διαδικασίας που οδηγεί στην έκδοση αποφάσεως από την Επιτροπή με την οποία αυτή διαπιστώνει, μεταξύ άλλων, την ύπαρξη κρατικής ενίσχυσης και διατάσσει την ανάκτησή της.

Επιπλέον, τα έγγραφα που αφορούν το στάδιο εκτέλεσης αποφάσεως με την οποία η Επιτροπή διατάσσει την ανάκτηση κρατικής ενισχύσεως μπορούν ασφαλώς να εμπίπτουν τυπικώς στον ίδιο φάκελο με εκείνον στον οποίο ανήκουν τα έγγραφα της έρευνας που διενεργήθηκε από την Επιτροπή και που την οδήγησε στην έκδοση της αποφάσεως αυτής. Πράγματι, όλα τα έγγραφα αφορούν το ίδιο ή τα ίδια εθνικά μέτρα. Εντούτοις, οι εξαιρέσεις που αφορούν την προστασία του σκοπού επιθεώρησης, έρευνας και οικονομικού ελέγχου υπόκεινται σε στενή ερμηνεία και αυστηρή εφαρμογή, καθόσον παρεκκλίνουν από την αρχή της κατά το δυνατόν ευρύτερης πρόσβασης του κοινού στα έγγραφα που κατέχουν τα θεσμικά όργανα της Ένωσης. Επομένως, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι το γενικό τεκμήριο εμπιστευτικότητας στον τομέα του ελέγχου των κρατικών ενισχύσεων, όπως αυτό αναγνωρίστηκε από τη νομολογία, καλύπτει κατ’ ανάγκην τα έγγραφα που αφορούν τη διαδικασία εκτέλεσης της αποφάσεως της Επιτροπής, επειδή, όπως υποστηρίζεται, ανήκουν στον ίδιο διοικητικό φάκελο.

Επομένως, το Γενικό Δικαστήριο εξετάζει αν τα τελευταία αυτά έγγραφα μπορούν επίσης να καλύπτονται από γενικό τεκμήριο εμπιστευτικότητας, είτε πρόκειται για το γενικό τεκμήριο εμπιστευτικότητας στον τομέα του ελέγχου των κρατικών ενισχύσεων είτε για άλλο γενικό τεκμήριο εμπιστευτικότητας. Συναφώς, το Γενικό Δικαστήριο επισημαίνει ότι ο δικαστής της Ένωσης έχει συναγάγει πλείονα κριτήρια για την αναγνώριση γενικού τεκμηρίου εμπιστευτικότητας, τα οποία αφορούν, αφενός, τα οικεία έγγραφα και, αφετέρου, την προσβολή του συμφέροντος που προστατεύει η επίμαχη εξαίρεση.

Όσον αφορά τα οικεία έγγραφα, το Γενικό Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι, για να προβληθεί εγκύρως γενικό τεκμήριο εμπιστευτικότητας κατά του προσώπου που ζητεί πρόσβαση σε έγγραφα βάσει του κανονισμού 1049/2001, είναι αναγκαίο τα επίμαχα έγγραφα να ανήκουν στην ίδια κατηγορία εγγράφων ή να είναι της ίδιας φύσεως.

Συναφώς, το Γενικό Δικαστήριο επισημαίνει ότι το Δικαστήριο έχει βεβαίως κρίνει ότι το σύνολο των εγγράφων του διοικητικού φακέλου που αφορά διαδικασία ελέγχου των κρατικών ενισχύσεων συνιστά ενιαία κατηγορία. Εντούτοις, ο δικαστής της Ένωσης δεν έχει αποφανθεί επί του ζητήματος αν τα έγγραφα που οδήγησαν στην έκδοση της αποφάσεως με την οποία η Επιτροπή διαπιστώνει την ύπαρξη κρατικής ενισχύσεως και διατάσσει την ανάκτησή της, αφενός, και τα έγγραφα που αφορούν τη διαδικασία ελέγχου της εκτέλεσης της εν λόγω αποφάσεως, αφετέρου, ανήκουν στην ίδια κατηγορία εγγράφων. Πάντως, ακόμη και αν ανήκουν ενδεχομένως στον ίδιο φάκελο της Επιτροπής, γεγονός παραμένει ότι, stricto sensu, εμπίπτουν σε δύο διαφορετικές κατηγορίες εγγράφων. Αντιθέτως, τα έγγραφα που αφορούν τη διαδικασία ελέγχου της εκτέλεσης αποφάσεως της Επιτροπής με την οποία διατάσσεται η ανάκτηση κρατικής ενισχύσεως αποτελούν ενιαία κατηγορία, καθόσον προσδιορίζονται σαφώς με βάση την κοινή τους ένταξη στον φάκελο που αφορά διοικητική διαδικασία, μεταγενέστερη εκείνης που οδήγησε στην έκδοση της εν λόγω αποφάσεως.

Όσον αφορά την προσβολή του συμφέροντος που προστατεύει η οικεία εξαίρεση, ήτοι της προστασίας του σκοπού έρευνας, το Γενικό Δικαστήριο κρίνει, εξαρχής, ότι η διαδικασία ελέγχου της εκτέλεσης της αποφάσεως με την οποία διατάσσεται η ανάκτηση κρατικής ενισχύσεως αντιστοιχεί σε «έρευνα» διενεργούμενη από την Επιτροπή (10). Συγκεκριμένα, μια τέτοια δραστηριότητα συνιστά δομημένη και τυποποιημένη διαδικασία της Επιτροπής, σκοπός της οποίας είναι η συλλογή και η ανάλυση πληροφοριών προκειμένου το θεσμικό αυτό όργανο να μπορέσει να λάβει θέση στο πλαίσιο της ασκήσεως των καθηκόντων του, όπως αυτά προβλέπονται στις Συνθήκες ΕΕ και ΛΕΕ. Η διαδικασία αυτή δεν χρειάζεται κατ’ ανάγκην να σκοπεί στον εντοπισμό ή τη δίωξη παραβάσεως ή παρατυπίας. Η έννοια της «έρευνας» μπορεί να καλύπτει επίσης τη δραστηριότητα της Επιτροπής που σκοπεί στη διαπίστωση πραγματικών περιστατικών προκειμένου να αξιολογηθεί μια συγκεκριμένη κατάσταση.

Κατά το Γενικό Δικαστήριο, λαμβανομένης υπόψη της ιδιαίτερης θέσης του οικείου κράτους μέλους στο πλαίσιο της διαδικασίας ελέγχου της εκτέλεσης αποφάσεως με την οποία διατάσσεται η ανάκτηση κρατικής ενισχύσεως, η γνωστοποίηση εγγράφων σχετικών με τη διαδικασία αυτή θα υπονόμευε, κατ’ αρχήν, τον διάλογο και, ως εκ τούτου, τη συνεργασία μεταξύ της Επιτροπής και του εν λόγω κράτους μέλους. Κατά συνέπεια, το Γενικό Δικαστήριο αποφαίνεται ότι η Επιτροπή δεν υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κρίνοντας ότι τα έγγραφα που αφορούν τη διαδικασία ελέγχου της εκτέλεσης αποφάσεως με την οποία διατάσσεται η ανάκτηση κρατικής ενισχύσεως καλύπτονταν από γενικό τεκμήριο εμπιστευτικότητας βάσει της εξαιρέσεως που αφορά την προστασία του σκοπού έρευνας, όπως προβλέπεται στον κανονισμό 1049/2001.


1      Απόφαση (ΕΕ) 2015/1826 της Επιτροπής, της 15ης Οκτωβρίου 2014, σχετικά με την κρατική ενίσχυση SA.33797 (2013/C) (πρώην 2013/NN) (πρώην 2011/CP) την οποία έθεσε σε εφαρμογή η Σλοβακία υπέρ της NCHZ (ΕΕ 2015, L 269, σ. 71).


2      Κανονισμός (ΕΚ) 1049/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 30ής Μαΐου 2001, για την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής (ΕΕ 2001, L 145, σ. 43).


3      Απόφαση C(2019) 5602 τελικό της Επιτροπής, της 22ας Ιουλίου 2019.


4      Εξαίρεση προβλεπόμενη στο άρθρο 4, παράγραφος 2, τρίτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001.


5      Εξαίρεση προβλεπόμενη στο άρθρο 4, παράγραφος 2, πρώτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001.


6      Προθεσμία προβλεπόμενη στο άρθρο 8, παράγραφος 1, του κανονισμού 1049/2001.


7      Συμφώνως προς τις διατάξεις του άρθρου 263 ΣΛΕΕ.


8      Βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 29ης Ιουνίου 2010, Επιτροπή κατά Technische Glaswerke Ilmenau (C‑139/07 P, EU:C:2010:376, σκέψη 61).


9      Διαδικασίας κινηθείσας σύμφωνα με το άρθρο 108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ.


10      Κατά την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 2, τρίτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001.