Language of document : ECLI:EU:C:2024:487

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τμήμα μείζονος συνθέσεως)

της 11ης Ιουνίου 2024 (*)

«Προδικαστική παραπομπή – Χώρος ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης – Κοινή πολιτική στον τομέα του ασύλου – Οδηγία 2011/95/ΕΕ – Προϋποθέσεις χορήγησης του καθεστώτος πρόσφυγα – Άρθρο 2, στοιχεία δʹ και εʹ– Λόγοι δίωξης – Άρθρο 10, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, και παράγραφος 2 – “Ιδιότητα μέλους ιδιαίτερης κοινωνικής ομάδας” – Άρθρο 4 – Αξιολόγηση των γεγονότων και περιστάσεων σε εξατομικευμένη βάση – Οδηγία 2013/32/ΕΕ – Άρθρο 10, παράγραφος 3 – Προϋποθέσεις για την εξέταση των αιτήσεων διεθνούς προστασίας – Άρθρο 24, παράγραφος 2, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Υπέρτατο συμφέρον του παιδιού – Προσδιορισμός – Ανήλικες υπήκοοι τρίτης χώρας οι οποίες, συνεπεία της διαμονής τους σε κράτος μέλος, ταυτίζονται με τη θεμελιώδη αξία της ισότητας μεταξύ γυναικών και ανδρών»

Στην υπόθεση C‑646/21,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το rechtbank Den Haag, zittingsplaats ’s-Hertogenbosch (πρωτοδικείο Χάγης, με μεταβατική έδρα το ’s-Hertogenbosch, Κάτω Χώρες) με απόφαση της 22ας Οκτωβρίου 2021, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 25 Οκτωβρίου 2021, στο πλαίσιο της δίκης

K,

L

κατά

Staatssecretaris van Justitie en Veiligheid,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τμήμα μείζονος συνθέσεως),

συγκείμενο από τους K. Lenaerts, Πρόεδρο, L. Bay Larsen, Αντιπρόεδρο, A. Arabadjiev, Κ. Λυκούργο, E. Regan, F. Biltgen και N. Piçarra (εισηγητή), προέδρους τμήματος, P. G. Xuereb, L. S. Rossi, I. Jarukaitis, A. Kumin, N. Jääskinen, N. Wahl, I. Ziemele και J. Passer, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: A. M. Collins

γραμματέας: A. Lamote, διοικητική υπάλληλος,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 18ης Απριλίου 2023,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

–        οι K και L, εκπροσωπούμενες από τον B.W.M. Toemen και την Y. E. Verkouter, advocaten, επικουρούμενους από την S. Rafi, εμπειρογνώμονα,

–        η Ολλανδική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τις M. K. Bulterman, A. Hanje και M. A M. de Ree,

–        η Τσεχική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την L. Halajová, τον M. Smolek και τον J. Vláčil,

–        η Ελληνική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τις Μ. Μιχελογιαννάκη και Τ. Παπαδοπούλου,

–        η Ισπανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τις A. Gavela Llopis και A. Pérez-Zurita Gutiérrez,

–        η Γαλλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την A.‑L. Desjonquères και τον J. Illouz,

–        η Ουγγρική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την Zs. Biró-Tóth και τον M. Z. Fehér,

–        η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από την A. Azéma και τον F. Wilman,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 13ης Ιουλίου 2023,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 24, παράγραφος 2, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Χάρτης) και του άρθρου 10, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, και παράγραφος 2, της οδηγίας 2011/95/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Δεκεμβρίου 2011, σχετικά με τις απαιτήσεις για την αναγνώριση των υπηκόων τρίτων χωρών ή των απάτριδων ως δικαιούχων διεθνούς προστασίας, για ένα ενιαίο καθεστώς για τους πρόσφυγες ή για τα άτομα που δικαιούνται επικουρική προστασία και για το περιεχόμενο της παρεχόμενης προστασίας (ΕΕ 2011, L 337, σ. 9).

2        Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ των K και L, αφενός, και του Staatssecretaris van Justitie en Veiligheid (Υφυπουργού Δικαιοσύνης και Ασφάλειας, Κάτω Χώρες), αφετέρου, σχετικά με την εκ μέρους του τελευταίου απόρριψη των μεταγενέστερων αιτήσεών τους διεθνούς προστασίας.

 Το νομικό πλαίσιο

 Το διεθνές δίκαιο

 Η Σύμβαση της Γενεύης

3        Κατά το άρθρο 1, τμήμα Α, παράγραφος 2, της Συμβάσεως περί του καθεστώτος των προσφύγων, η οποία υπεγράφη στη Γενεύη στις 28 Ιουλίου 1951 [Recueil des traités des Nations unies, τόμος 189, σ. 150, αριθ. 2545 (1954)], τέθηκε σε ισχύ στις 22 Απριλίου 1954 και συμπληρώθηκε με το Πρωτόκολλο περί του καθεστώτος των προσφύγων, το οποίο συνήφθη στη Νέα Υόρκη στις 31 Ιανουαρίου 1967 και τέθηκε σε ισχύ στις 4 Οκτωβρίου 1967 (στο εξής: Σύμβαση της Γενεύης), «[ε]ν τη εννοία της παρούσης συμβάσεως ο όρος “πρόσφυξ” εφαρμόζεται επί [π]αντός προσώπου όπερ συνεπεία […] δικαιολογημένου φόβου διώξεως λόγω φυλής, θρησκείας, εθνικότητος, κοινωνικής τάξεως ή πολιτικών πεποιθήσεων ευρίσκεται εκτός της χώρας της οποίας έχει την υπηκοότητα και δεν δύναται ή, λόγω του φόβου τούτου, δεν επιθυμεί να απολαύη της προστασίας της χώρας ταύτης, […]».

 Η CEDAW

4        Κατά το άρθρο 1 της Συμβάσεως για την εξάλειψη όλων των μορφών διακρίσεως κατά των γυναικών (στο εξής: CEDAW), η οποία εγκρίθηκε από τη Γενική Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών στις 18 Δεκεμβρίου 1979, τέθηκε σε ισχύ στις 3 Σεπτεμβρίου 1981 (Recueil des traités des Nations unies, τόμος 1249, αριθ. I‑20378, σ. 13) και στην οποία όλα τα κράτη μέλη είναι συμβαλλόμενα μέρη, «[γ]ια τους σκοπούς της [εν λόγω] Συμβάσεως ο όρος “διακρίσεις κατά των γυναικών” αφορά κάθε διαχωρισμό, εξαίρεση ή περιορισμό που βασίζεται στο φύλο και που έχει σαν αποτέλεσμα ή σκοπό να διακυβεύσει ή να καταστρέψει τη με βάση την ισότητα ανδρών και γυναικών αναγνώριση, απόλαυση ή άσκηση από τις γυναίκες, ανεξαρτήτως της οικογενειακής τους κατάστασης, των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και θεμελιωδών ελευθεριών στον πολιτικό, οικονομικό, κοινωνικό, πολιτιστικό και αστικό τομέα ή σε κάθε άλλο τομέα».

5        Το άρθρο 3 της ως άνω Συμβάσεως προβλέπει ότι τα κράτη μέλη λαμβάνουν σε όλους τους τομείς, ιδίως στον πολιτικό, κοινωνικό, οικονομικό και πολιτιστικό τομέα, όλα τα κατάλληλα μέτρα, συμπεριλαμβανομένων και νομοθετικών διατάξεων, για να εξασφαλίσουν την πλήρη ανάπτυξη και την πρόοδο των γυναικών, ώστε να τους εξασφαλίσουν την άσκηση και την απόλαυση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των θεμελιωδών ελευθεριών σε βάση ισότητας με τους άνδρες.

6        Δυνάμει του άρθρου 5 της εν λόγω Συμβάσεως, τα κράτη μέλη λαμβάνουν όλα τα κατάλληλα μέτρα ώστε, μεταξύ άλλων, να τροποποιήσουν τα σχέδια και τα πρότυπα κοινωνικοπολιτιστικής συμπεριφοράς του άνδρα και της γυναίκας με σκοπό να φθάσουν στην εξάλειψη των προκαταλήψεων και των εθιμικών ή κάθε άλλου τύπου συνηθειών που βασίζονται στην ιδέα της κατωτερότητας ή της ανωτερότητας του ενός ή του άλλου φύλου ή στην ιδέα ενός στερεότυπου ρόλου των ανδρών και των γυναικών.

7        Σύμφωνα με τα άρθρα 7, 10 και 16 της ίδιας Συμβάσεως, τα κράτη μέλη λαμβάνουν όλα τα κατάλληλα μέτρα για να εξαλείψουν τις διακρίσεις κατά των γυναικών στην πολιτική και δημόσια ζωή της χώρας, όσον αφορά την εκπαίδευση καθώς και σε όλα τα ζητήματα που αφορούν τον γάμο και τις οικογενειακές σχέσεις.

 Η Σύμβαση της Κωνσταντινούπολης

8        Σύμφωνα με το άρθρο της 1, η Σύμβαση του Συμβουλίου της Ευρώπης για την πρόληψη και την καταπολέμηση της βίας κατά των γυναικών και της ενδοοικογενειακής βίας, η οποία συνήφθη στην Κωνσταντινούπολη στις 11 Μαΐου 2011, υπεγράφη από την Ευρωπαϊκή Ένωση στις 13 Ιουνίου 2017, εγκρίθηκε εξ ονόματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης με την απόφαση (ΕΕ) 2023/1076 του Συμβουλίου, της 1ης Ιουνίου 2023 (ΕΕ 2023, L 143 I, σ. 4) (στο εξής: Σύμβαση της Κωνσταντινούπολης), και άρχισε να ισχύει, ως προς την Ένωση, την 1η Οκτωβρίου 2023, αποσκοπεί, μεταξύ άλλων, τόσο στην προστασία των γυναικών από κάθε μορφή βίας και στην πρόληψη, δίωξη και εξάλειψη της βίας κατά των γυναικών και της ενδοοικογενειακής βίας, όσο και στη συνεισφορά στην εξάλειψη όλων των μορφών διάκρισης κατά των γυναικών και στην προώθηση της ουσιαστικής ισότητας ανάμεσα σε γυναίκες και άνδρες, περιλαμβανομένης της χειραφέτησης των γυναικών.

9        Το άρθρο 3 της ως άνω Συμβάσεως διευκρινίζει ότι, προς τους σκοπούς της εφαρμογής της, ως «βία κατά των γυναικών» νοείται η παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και μια μορφή διάκρισης κατά των γυναικών και θα εννοούνται όλες οι πράξεις βίας με βάση το φύλο που έχει ή μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα σωματική, σεξουαλική, ψυχολογική ή οικονομική βλάβη ή πόνο για τις γυναίκες, περιλαμβανομένων των απειλών για τέτοιες πράξεις, του εξαναγκασμού ή της αυθαίρετης στέρησης της ελευθερίας, είτε στον δημόσιο ή τον ιδιωτικό βίο.

10      Το άρθρο 4, παράγραφος 2, της εν λόγω Συμβάσεως ορίζει τα εξής:

«Τα Μέρη καταδικάζουν όλες τις μορφές διάκρισης κατά των γυναικών και λαμβάνουν, χωρίς καθυστέρηση, τα απαραίτητα νομοθετικά και άλλα μέτρα για να τις αποτρέψουν, συγκεκριμένα:

–        ενσωματώνοντας στο εθνικό τους σύνταγμα ή άλλη κατάλληλη νομοθεσία την αρχή της ισότητας ανάμεσα σε γυναίκες και άνδρες και διασφαλίζοντας την πρακτική εφαρμογή της αρχής αυτής,

–        απαγορεύοντας τις διακρίσεις κατά των γυναικών, περιλαμβάνοντας και τη χρήση κυρώσεων, όπου χρειάζεται,

–        καταργώντας νόμους και πρακτικές που μεροληπτούν κατά των γυναικών.»

11      Το άρθρο 60 της Συμβάσεως της Κωνσταντινούπολης έχει ως ακολούθως:

«1.      Τα Μέρη θα λάβουν τα απαραίτητα νομοθετικά ή άλλα μέτρα για να διασφαλίσουν ότι η βία κατά γυναικών με βάση το φύλο μπορεί να αναγνωριστεί ως μορφή διωγμού στο πλαίσιο της ερμηνείας του Άρθρου 1, Α (2) της [Σύμβασης της Γενεύης], και ως μορφή σοβαρής βλάβης που επιζητά συμπληρωματική/βοηθητική προστασία.

2.      Τα Μέρη θα διασφαλίσουν ότι καθένας από τους λόγους της [Σύμβασης της Γενεύης] ερμηνεύεται λαμβάνοντας υπόψη την ισότητα των φύλων και ότι όπου έχει καθιερωθεί ότι η εκδίωξη για την οποία υφίσταται φόβος οφείλεται σε έναν ή περισσότερους από αυτούς τους λόγους οι αιτούντες θα πρέπει να λαμβάνουν την ιδιότητα του πρόσφυγα σύμφωνα με τα σχετικά ισχύοντα κείμενα.

[…]»

 Το δίκαιο της Ένωσης

 Η οδηγία 2011/95

12      Κατά τις αιτιολογικές σκέψεις 4, 16, 18 και 30 της οδηγίας 2011/95:

«(4)      Η σύμβαση της Γενεύης και το σχετικό πρωτόκολλο αποτελούν τον ακρογωνιαίο λίθο του διεθνούς νομικού καθεστώτος για την προστασία των προσφύγων.

[…]

(16)      Η παρούσα οδηγία σέβεται τα θεμελιώδη δικαιώματα και συνάδει με τις αρχές που αναγνωρίζονται, ιδίως, στον [Χάρτη]. Ειδικότερα, η παρούσα οδηγία σκοπεί να διασφαλίσει τον πλήρη σεβασμό της ανθρώπινης αξιοπρέπειας και του δικαιώματος ασύλου των αιτούντων άσυλο και των μελών της οικογένειάς τους που τους συνοδεύουν και να προωθήσει την εφαρμογή των άρθρων 1, 7, 11, 14, 15, 16, 18, 21, 24, 34 και 35 του Χάρτη και θα πρέπει επομένως να εφαρμοστεί αναλόγως.

[…]

(18)      Το “μείζον συμφέρον του παιδιού” θα πρέπει να αποτελεί πρωταρχικό μέλημα των κρατών μελών κατά την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας, σύμφωνα με τη σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών του 1989 για τα δικαιώματα του παιδιού. Κατά την αξιολόγηση του μείζονος συμφέροντος του παιδιού, τα κράτη μέλη θα πρέπει να λάβουν ιδίως υπόψη τους την αρχή της οικογενειακής ενότητας, την ευημερία και την κοινωνική ανάπτυξη του ανηλίκου, ζητήματα ασφάλειας και προστασίας και τις απόψεις του ανηλίκου ανάλογα με την ηλικία του και την ωριμότητά του.

[…]

(30)      Είναι εξίσου αναγκαίο να καθιερωθεί κοινή εννοιολογική αντίληψη του λόγου δίωξης που στηρίζεται στην “ιδιότητα μέλους ιδιαίτερης κοινωνικής ομάδας”. Για τους σκοπούς του καθορισμού της ιδιαίτερης κοινωνικής ομάδας, θα πρέπει να λαμβάνονται δεόντως υπόψη θέματα που απορρέουν από το φύλο του αιτούντος, συμπεριλαμβανομένης της ταυτότητας του φύλου και του γενετήσιου προσανατολισμού, τα οποία μπορεί να σχετίζονται με ορισμένες νομικές παραδόσεις και έθιμα, που οδηγούν επί παραδείγματι σε ακρωτηριασμό των γεννητικών οργάνων, υποχρεωτική στείρωση ή υποχρεωτική αποβολή, στον βαθμό που έχουν σχέση με τον βάσιμο φόβο του αιτούντος για δίωξη σε βάρος του.»

13      Το άρθρο 2 της οδηγίας, το οποίο φέρει τον τίτλο «Ορισμοί», έχει ως ακολούθως:

«Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, νοούνται ως:

α)      “διεθνής προστασία”, το καθεστώς πρόσφυγα και το καθεστώς επικουρικής προστασίας, όπως ορίζονται στα στοιχεία ε) και ζ)·

[…]

δ)      “πρόσφυγας”, ο υπήκοος τρίτης χώρας ο οποίος, συνεπεία βάσιμου φόβου δίωξης λόγω φυλής, θρησκείας, ιθαγένειας, πολιτικών πεποιθήσεων ή ιδιότητας μέλους ιδιαίτερης κοινωνικής ομάδας, ευρίσκεται εκτός της χώρας της ιθαγένειάς του και δεν είναι σε θέση ή, λόγω του φόβου αυτού, δεν επιθυμεί να θέσει εαυτόν υπό την προστασία της εν λόγω χώρας ή ο ανιθαγενής ο οποίος, ευρισκόμενος εκτός της χώρας της προηγούμενης συνήθους διαμονής του για τους ίδιους προαναφερθέντες λόγους, δεν είναι σε θέση ή, λόγω του φόβου αυτού, δεν επιθυμεί να επιστρέψει σε αυτήν και στον οποίο δεν έχει εφαρμογή το άρθρο 12·

ε)      “καθεστώς πρόσφυγα”, η εκ μέρους κράτους μέλους αναγνώριση υπηκόου τρίτης χώρας ή ανιθαγενούς ως πρόσφυγα·

[…]

θ)      “αιτών”, ο υπήκοος τρίτης χώρας ή ο ανιθαγενής που έχει υποβάλει αίτηση διεθνούς προστασίας για την οποία δεν έχει ακόμη ληφθεί [απρόσβλητη] απόφαση·

[…]

ια)      “ανήλικος”, ο υπήκοος τρίτης χώρας ή ο ανιθαγενής ηλικίας κάτω των 18 ετών·

[…]

ιδ)      “χώρα καταγωγής”, η χώρα ή οι χώρες της ιθαγένειας ή, για τους ανιθαγενείς, της προηγούμενης συνήθους διαμονής.»

14      Το άρθρο 4 της εν λόγω οδηγίας, το οποίο φέρει τον τίτλο «Αξιολόγηση των γεγονότων και περιστάσεων» και περιλαμβάνεται στο κεφάλαιο II της οδηγίας σχετικά με την «[α]ξιολόγηση των αιτήσεων διεθνούς προστασίας», ορίζει τα εξής:

«1.      Τα κράτη μέλη μπορούν να κρίνουν ότι εναπόκειται στον αιτούντα να υποβάλει το συντομότερο δυνατόν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται για την τεκμηρίωση της αίτησης διεθνούς προστασίας. Αποτελεί καθήκον των κρατών μελών να αξιολογούν, σε συνεργασία με τον αιτούντα, τα συναφή στοιχεία της αίτησής του.

2.      Τα αναφερόμενα στην παράγραφο 1 στοιχεία συνίστανται σε δηλώσεις του αιτούντος και σε όλα τα έγγραφα που έχει ο αιτών στη διάθεσή του σχετικά με την ηλικία του, το προσωπικό του ιστορικό, συμπεριλαμβανομένου του ιστορικού των οικείων συγγενών του, την ταυτότητα, την (τις) ιθαγένεια(-ες), τη (τις) χώρα(-ες) και το (τα) μέρος(-η) προηγούμενης διαμονής του, προηγούμενες αιτήσεις ασύλου, τα δρομολόγια που ακολούθησε, τα ταξιδιωτικά του έγγραφα και τους λόγους για τους οποίους ζητεί διεθνή προστασία.

3.      Η αξιολόγηση της αίτησης διεθνούς προστασίας θα πρέπει να γίνεται σε εξατομικευμένη βάση και να περιλαμβάνει τη συνεκτίμηση:

α)      όλων των συναφών στοιχείων που σχετίζονται με τη χώρα καταγωγής κατά τον χρόνο λήψης απόφασης σχετικά με την αίτηση, συμπεριλαμβανομένων των νόμων και των κανονισμών στη χώρα καταγωγής και του τρόπου εφαρμογής τους·

[…]

γ)      της ατομικής κατάστασης και των προσωπικών περιστάσεων του αιτούντος, συμπεριλαμβανομένων παραγόντων όπως το προσωπικό ιστορικό, το φύλο και η ηλικία, ούτως ώστε να εκτιμηθεί εάν, βάσει των προσωπικών περιστάσεων του αιτούντος, οι πράξεις στις οποίες έχει ήδη ή θα μπορούσε να εκτεθεί ισοδυναμούν με δίωξη ή σοβαρή βλάβη·

5.      Οσάκις τα κράτη μέλη εφαρμόζουν την αρχή σύμφωνα με την οποία εναπόκειται στον αιτούντα να τεκμηριώσει την αίτηση παροχής διεθνούς προστασίας και οσάκις ορισμένες πτυχές των δηλώσεων του αιτούντος δεν τεκμηριώνονται με έγγραφα ή άλλες αποδείξεις, οι πτυχές αυτές δεν χρειάζονται επιβεβαίωση, όταν πληρούνται οι ακόλουθοι όροι:

[…]

γ)      οι δηλώσεις του αιτούντος θεωρούνται συνεπείς και ευλογοφανείς […]·

[…]

ε)      η γενική αξιοπιστία του αιτούντος είναι αποδεδειγμένη.»

15      Το άρθρο 9 της ίδιας οδηγίας, το οποίο επιγράφεται «Πράξεις δίωξης», ορίζει στις παραγράφους 1 και 2 τα εξής:

«1.      Μία πράξη για να θεωρηθεί ως πράξη δίωξης κατά την έννοια του άρθρου 1Α της σύμβασης της Γενεύης πρέπει:

α)      να είναι αρκούντως σοβαρή λόγω της φύσης ή της επανάληψής της ώστε να συνιστά σοβαρή παραβίαση βασικών ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ειδικά των δικαιωμάτων από τα οποία δεν χωρεί παρέκκλιση βάσει του άρθρου 15 παράγραφος 2 της ευρωπαϊκής σύμβασης για την προάσπιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των θεμελιωδών ελευθεριών[, η οποία υπεγράφη στη Ρώμη στις 4 Νοεμβρίου 1950]· ή

β)      να αποτελεί σώρευση διαφόρων μέτρων συμπεριλαμβανομένων παραβιάσεων ανθρωπίνων δικαιωμάτων, η οποία να είναι αρκούντως σοβαρή ούτως ώστε να θίγεται ένα άτομο κατά τρόπο αντίστοιχο με τον αναφερόμενο στο στοιχείο α).

2.      Οι πράξεις που μπορούν να χαρακτηρισθούν ως πράξεις δίωξης σύμφωνα με την παράγραφο 1 μπορούν μεταξύ άλλων να έχουν τη μορφή:

[…]

στ)      πράξεων που στοχεύουν το φύλο ή τα παιδιά.»

16      Το άρθρο 10 της οδηγίας 2011/95, το οποίο επιγράφεται «Λόγοι δίωξης», προβλέπει τα εξής:

«1.      Κατά την αξιολόγηση των λόγων της δίωξης, τα κράτη μέλη λαμβάνουν υπόψη τα ακόλουθα στοιχεία:

[…]

δ)      η ομάδα θεωρείται ως ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα όταν, μεταξύ άλλων:

–        τα μέλη της ομάδας αυτής έχουν κοινά εγγενή χαρακτηριστικά ή κοινό ιστορικό παρελθόν το οποίο δεν μπορεί να μεταβληθεί ή έχουν από κοινού χαρακτηριστικά ή πεποιθήσεις τόσο θεμελιώδους σημασίας για την ταυτότητα ή τη συνείδηση ώστε ένα πρόσωπο να μην πρέπει να αναγκάζεται να τις αποκηρύξει και

–        η ομάδα έχει ιδιαίτερη ταυτότητα στην οικεία χώρα, διότι γίνεται αντιληπτή ως διαφορετική ομάδα από τον περιβάλλοντα κοινωνικό χώρο.

[…] Λαμβάνονται δεόντως υπόψη πτυχές συνδεόμενες με το φύλο, συμπεριλαμβανόμενης της ταυτότητας του φύλου, κατά τον καθορισμό της ιδιότητας μέλους ιδιαίτερης κοινωνικής ομάδας ή τον προσδιορισμό χαρακτηριστικού αυτής της ομάδας·

[…].

2.      Κατά την αξιολόγηση του βασίμου του φόβου του αιτούντος ότι θα υποστεί δίωξη, δεν ασκεί επιρροή το εάν ο αιτών χαρακτηρίζεται πράγματι από το […] κοινωνικό […] στοιχείο, το οποίο προκαλεί τη δίωξη, υπό την προϋπόθεση ότι το χαρακτηριστικό αυτό του αποδίδεται από τον δράστη της δίωξης.»

17      Το άρθρο 20 της εν λόγω οδηγίας, το οποίο περιλαμβάνεται στο αφορών το «[π]εριεχόμενο της διεθνούς προστασίας» κεφάλαιο VII αυτής, ορίζει στις παραγράφους 3 και 5 τα εξής:

«3.      Κατά την εφαρμογή του παρόντος κεφαλαίου, τα κράτη μέλη λαμβάνουν υπόψη την ειδική κατάσταση ευάλωτων προσώπων, όπως οι ανήλικοι, οι ασυνόδευτοι ανήλικοι, […] οι άγαμοι γονείς που έχουν ανήλικα τέκνα, […].

[…]

5.      Το μείζον συμφέρον του παιδιού αποτελεί πρωταρχικό μέλημα για τα κράτη μέλη κατά την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος κεφαλαίου που αφορούν ανηλίκους.»

 Η οδηγία 2013/32/ΕΕ

18      Το άρθρο 2, στοιχείο ιζʹ, της οδηγίας 2013/32/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με κοινές διαδικασίες για τη χορήγηση και ανάκληση του καθεστώτος διεθνούς προστασίας (ΕΕ 2013, L 180, σ. 60, και διορθωτικό ΕΕ 2021, L 313, σ. 74), ορίζει ως «μεταγενέστερη αίτηση» την «περαιτέρω αίτηση διεθνούς προστασίας που υποβάλλεται μετά τη λήψη [απρόσβλητης] απόφασης επί προηγούμενης αίτησης […]».

19      Το άρθρο 10 της οδηγίας αυτής, το οποίο φέρει τον τίτλο «Προϋποθέσεις για την εξέταση των αιτήσεων», προβλέπει στην παράγραφο 3 τα ακόλουθα:

«Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε οι αποφάσεις της αποφαινόμενης αρχής επί των αιτήσεων διεθνούς προστασίας να λαμβάνονται μετά τη δέουσα εξέταση. Για το σκοπό αυτό, τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε:

α)      οι αιτήσεις να εξετάζονται και οι αποφάσεις να λαμβάνονται σε ατομική βάση, αντικειμενικά και αμερόληπτα·

β)      να λαμβάνονται ακριβή και ενημερωμένα στοιχεία από διάφορες πηγές, όπως η [Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Υποστήριξης για το Άσυλο (ΕΥΥΑ)] και ο [Ύπατος Αρμοστής των Ηνωμένων Εθνών για τους πρόσφυγες (UNHCR)], και τις σχετικές διεθνείς οργανώσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων ως προς τη γενική κατάσταση στις χώρες καταγωγής των αιτούντων […] και να προβλέπεται ότι το προσωπικό που είναι υπεύθυνο για την εξέταση των αιτήσεων και τη λήψη των αποφάσεων έχει πρόσβαση στις εν λόγω πληροφορίες·

[…]

δ)      το προσωπικό που εξετάζει αιτήσεις και λαμβάνει αποφάσεις να μπορεί να ζητήσει συμβουλές, εφόσον είναι αναγκαίο, από εμπειρογνώμονες επί ειδικών ζητημάτων, π.χ. επί ιατρικών, πολιτιστικών ή θρησκευτικών ζητημάτων ή ζητημάτων που άπτονται των παιδιών ή του φύλου.»

20      Κατά το άρθρο 14, παράγραφος 1, τέταρτο εδάφιο, της εν λόγω οδηγίας, «[τ]α κράτη μέλη μπορούν να καθορίσουν στην εθνική νομοθεσία τις περιπτώσεις στις οποίες παρέχεται σε ανήλικο η ευκαιρία προσωπικής συνέντευξης».

21      Το άρθρο 15, παράγραφος 3, της ίδιας οδηγίας ορίζει τα ακόλουθα:

«Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα κατάλληλα μέτρα για να εξασφαλίζουν ότι οι προσωπικές συνεντεύξεις διεξάγονται σε συνθήκες που επιτρέπουν στους αιτούντες να εκθέσουν διεξοδικά τους λόγους των αιτήσεών τους. Για αυτό το σκοπό, τα κράτη μέλη:

[…]

ε)      μεριμνούν ώστε οι συνεντεύξεις με ανηλίκους να διεξάγονται με τρόπο κατάλληλο για παιδιά.»

22      Το άρθρο 40 της οδηγίας 2013/32, το οποίο φέρει τον τίτλο «Μεταγενέστερες αιτήσεις», προβλέπει στην παράγραφο 2 τα εξής:

«Κατά τη λήψη απόφασης σχετικά με το παραδεκτό αίτησης για διεθνή προστασία σύμφωνα με το άρθρο 33 παράγραφος 2 στοιχείο δ), η μεταγενέστερη αίτηση διεθνούς προστασίας υποβάλλεται καταρχήν σε προκαταρκτική εξέταση προκειμένου να καθορισθεί εάν προέκυψαν ή υποβλήθηκαν από τον αιτούντα νέα στοιχεία ή πορίσματα σχετικά με την εξέταση του εάν ο αιτών πληροί τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για τον χαρακτηρισμό του ως δικαιούχου διεθνούς προστασίας δυνάμει της οδηγίας [2011/95].»

 Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

23      Οι K και L, προσφεύγουσες της κύριας δίκης, είναι δύο αδελφές ιρακινής ιθαγένειας, γεννηθείσες τα έτη 2003 και 2005 αντιστοίχως. Αφίχθησαν στις Κάτω Χώρες το 2015, συνοδευόμενες από τους γονείς τους και τη θεία τους. Έκτοτε διαμένουν αδιαλείπτως στις Κάτω Χώρες. Στις 7 Νοεμβρίου 2015 οι γονείς τους υπέβαλαν αιτήσεις ασύλου, τόσο εξ ονόματός τους όσο και εξ ονόματος των K και L, οι οποίες όμως απορρίφθηκαν στις 17 Φεβρουαρίου 2017. Οι απορριπτικές αυτές αποφάσεις κατέστησαν απρόσβλητες το 2018.

24      Στις 4 Απριλίου 2019 οι K και L υπέβαλαν μεταγενέστερες αιτήσεις, κατά την έννοια του άρθρου 2, στοιχείο ιζʹ, της οδηγίας 2013/32, οι οποίες απορρίφθηκαν ως προδήλως αβάσιμες με τις από 21 Δεκεμβρίου 2020 αποφάσεις του Υφυπουργού Δικαιοσύνης και Ασφάλειας. Προσβάλλοντας τις ως άνω απορριπτικές αποφάσεις, οι K και L ισχυρίζονται ενώπιον του rechtbank Den Haag, zittingsplaats ’s-Hertogenbosch (πρωτοδικείου Χάγης, με μεταβατική έδρα το ’s-Hertogenbosch, Κάτω Χώρες), ήτοι του αιτούντος δικαστηρίου, ότι, λόγω της μακράς διαμονής τους στις Κάτω Χώρες, έχουν υιοθετήσει τους κανόνες, τις αξίες και τους τρόπους συμπεριφοράς των νέων της ηλικίας τους και ότι έχουν, επομένως, «δυτικοποιηθεί». Συνεπώς, ως νεαρές γυναίκες, θεωρούν ότι έχουν τη δυνατότητα να προβαίνουν σε επιλογές για τις ίδιες όσον αφορά την ύπαρξή τους και το μέλλον τους, ιδίως δε σε επιλογές που σχετίζονται με τις σχέσεις τους με τα πρόσωπα του άλλου φύλου, τον γάμο, τις σπουδές, την εργασία καθώς και τη διαμόρφωση και την έκφραση των πολιτικών και θρησκευτικών τους πεποιθήσεων. Φοβούνται ότι, εάν επιστρέψουν στο Ιράκ, θα διωχθούν λόγω της ταυτότητας που έχουν σφυρηλατήσει στις Κάτω Χώρες, η οποία χαρακτηρίζεται από την αφομοίωση κανόνων, αξιών και τρόπων συμπεριφοράς διαφορετικών σε σχέση με εκείνους που επικρατούν στη χώρα καταγωγής τους, στοιχείων τα οποία έχουν καταστεί σε τέτοιο βαθμό ουσιώδη για την ταυτότητα και τη συνείδησή τους ώστε να μη δύνανται να τα αποκηρύξουν. Υποστηρίζουν, ως εκ τούτου, ότι έχουν την ιδιότητα μέλους «ιδιαίτερης κοινωνικής ομάδας», κατά την έννοια του άρθρου 10, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, της οδηγίας 2011/95.

25      Οι K και L διατείνονται επίσης ότι, λόγω της μακράς διαμονής τους στις Κάτω Χώρες, έχουν εδραιώσει τη ζωή τους στη χώρα αυτή και θα υφίσταντο βλάβη κατά την ανάπτυξή τους εάν έπρεπε να την εγκαταλείψουν. Η βλάβη αυτή θα προσετίθετο στη βλάβη που έχουν υποστεί λόγω της μακράς περιόδου αβεβαιότητας όσον αφορά την απόκτηση τίτλου διαμονής στο εν λόγω κράτος μέλος.

26      Στο πλαίσιο αυτό, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται, πρώτον, ως προς την ερμηνεία της έννοιας της «ιδιότητας μέλους ιδιαίτερης κοινωνικής ομάδας», κατά το άρθρο 10, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, της οδηγίας 2011/95. Εκτιμά ότι η έννοια της «δυτικοποίησης» παραπέμπει στην ισότητα μεταξύ γυναικών και ανδρών και, ειδικότερα, στο δικαίωμα των γυναικών να προφυλάσσονται από κάθε μορφής βία που συνδέεται με το φύλο, να μην εξαναγκάζονται σε γάμο, καθώς και στο δικαίωμά τους να προσχωρούν ή να μην προσχωρούν σε ένα θρήσκευμα, να έχουν τις δικές τους πολιτικές πεποιθήσεις και να μπορούν να τις εκδηλώνουν.

27      Το αιτούν δικαστήριο υπενθυμίζει ότι, σύμφωνα με τη νομολογία του Raad van State (Συμβουλίου της Επικρατείας, Κάτω Χώρες), οι «δυτικοποιημένες γυναίκες» συνιστούν μια υπερβολικά ετερογενή ομάδα για να μπορούν να θεωρηθούν ότι ανήκουν σε μια «ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα», κατά την έννοια του άρθρου 10, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, της οδηγίας 2011/95, και ότι, κατά την εθνική νομική πρακτική, η ενδεχόμενη «δυτικοποίηση» εξετάζεται ως λόγος δίωξης που στηρίζεται είτε στη θρησκεία είτε στις πολιτικές πεποιθήσεις.

28      Το αιτούν δικαστήριο διερωτάται, δεύτερον, ως προς τον τρόπο με τον οποίο πρέπει να λαμβάνεται υπόψη το υπέρτατο συμφέρον του παιδιού, το οποίο κατοχυρώνεται στο άρθρο 24, παράγραφος 2, του Χάρτη, στο πλαίσιο της διαδικασίας εξέτασης των αιτήσεων διεθνούς προστασίας. Δεν ευρίσκει κάποια ένδειξη στο δίκαιο της Ένωσης ως προς τον τρόπο με τον οποίο προσδιορίζεται το συμφέρον αυτό.

29      Συναφώς, υπενθυμίζοντας συγχρόνως ότι, σύμφωνα με την απόφαση της 14ης Ιανουαρίου 2021, Staatssecretaris van Justitie en Veiligheid (Επιστροφή ασυνόδευτου ανηλίκου) (C‑441/19, EU:C:2021:9, σκέψη 45), σε όλες τις πράξεις που αφορούν τα παιδιά, είτε επιχειρούνται από δημόσιες αρχές είτε από ιδιωτικούς οργανισμούς, πρωταρχική σημασία πρέπει να δίνεται στο υπέρτατο συμφέρον του παιδιού, βάσει του άρθρου 24, παράγραφος 2, του Χάρτη, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται ως προς τη συμβατότητα με το δίκαιο της Ένωσης εθνικής νομικής πρακτικής κατά την οποία, σε πρώτο χρόνο, η αρμόδια αρχή αποφαίνεται επί της αιτήσεως διεθνούς προστασίας συνεκτιμώντας, εν γένει, το υπέρτατο συμφέρον του παιδιού, ενώ ο αιτών δύναται να προσβάλει την κατ’ αυτόν τον τρόπο εκδοθείσα απόφαση μόνο σε δεύτερο χρόνο, αποδεικνύοντας κατά τρόπο συγκεκριμένο ότι το συμφέρον αυτό επιτάσσει να ληφθεί διαφορετική απόφαση.

30      Τρίτον, επισημαίνοντας ότι η βλάβη την οποία υποστηρίζουν ότι υπέστησαν οι K και L, λόγω της αβεβαιότητας που απορρέει από την κατάσταση στην οποία ευρίσκονταν στις Κάτω Χώρες, δεν συνδέεται με τους λόγους δίωξης στη χώρα καταγωγής τους, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται εάν, στο πλαίσιο της εξέτασης αιτήσεως διεθνούς προστασίας, το υπέρτατο συμφέρον του παιδιού επιβάλλει παρά ταύτα να συνεκτιμάται μια τέτοιου είδους βλάβη και, σε καταφατική περίπτωση, με ποιον τρόπο.

31      Τέταρτον και τελευταίο, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται εάν η εθνική νομική πρακτική κατά την οποία η αρχή που αποφαίνεται επί «μεταγενέστερης αιτήσεως», κατά την έννοια του άρθρου 2, στοιχείο ιζʹ, της οδηγίας 2013/32, δεν οφείλει να εξετάσει αυτεπαγγέλτως το δικαίωμα διαμονής του αιτούντος βάσει των «εκ του νόμου προβλεπόμενων λόγων» είναι συμβατή με το δίκαιο της Ένωσης.

32      Υπό τις συνθήκες αυτές, το rechtbank Den Haag, zittingsplaats ’s-Hertogenbosch (πρωτοδικείο Χάγης, με μεταβατική έδρα το ’s-Hertogenbosch) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)      Έχει το άρθρο 10, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, της [οδηγίας 2011/95] την έννοια ότι οι κανόνες, οι αξίες και οι τρόποι συμπεριφοράς του δυτικού πολιτισμού που υιοθετούν οι υπήκοοι τρίτων χωρών κατά τη διαμονή τους στο έδαφος κράτους μέλους, διά της πλήρους συμμετοχής τους στην κοινωνική ζωή για σημαντικό μέρος της περιόδου της ζωής τους κατά την οποία διαμορφώνεται η ταυτότητά τους, πρέπει να θεωρούνται ως κοινό ιστορικό παρελθόν το οποίο δεν μπορεί να μεταβληθεί ή ως χαρακτηριστικά τόσο θεμελιώδους σημασίας για την ταυτότητα, ώστε ένα πρόσωπο να μην πρέπει να αναγκάζεται να τα αποκηρύξει;

2)      Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο πρώτο ερώτημα, πρέπει οι υπήκοοι τρίτων χωρών οι οποίοι έχουν, για οιονδήποτε λόγο, υιοθετήσει αντίστοιχους κανόνες και αξίες του δυτικού πολιτισμού λόγω πραγματικής διαμονής σε κράτος μέλος κατά την περίοδο της ζωής τους κατά την οποία διαμορφώνεται η ταυτότητά τους, να θεωρούνται ως “[μέλη] ιδιαίτερης κοινωνικής ομάδας” κατά την έννοια του άρθρου 10, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, της [οδηγίας 2011/95]; Πρέπει το ζήτημα αν υφίσταται “ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα που έχει ιδιαίτερη ταυτότητα στην οικεία χώρα” να εξετάζεται από τη σκοπιά του κράτους μέλους ή πρέπει η φράση αυτή να ερμηνεύεται, σε συνδυασμό με το άρθρο 10, παράγραφος 2, της [οδηγίας 2011/95], υπό την έννοια ότι καθοριστική σημασία έχει η δυνατότητα του αλλοδαπού να αποδείξει ότι θεωρείται στη χώρα καταγωγής ως μέλος ιδιαίτερης κοινωνικής ομάδας ή ότι στη χώρα αυτή, εν πάση περιπτώσει, του αποδίδονται τα αντίστοιχα χαρακτηριστικά; Συνάδει με το άρθρο 10 της [οδηγίας 2011/95] σε συνδυασμό με την αρχή της μη επαναπροώθησης και με το δικαίωμα ασύλου η απαίτηση κατά την οποία η αναγνώριση του καθεστώτος του πρόσφυγα δύναται να στηριχθεί στη δυτικοποίηση μόνον εάν αυτή έχει θρησκευτικό ή πολιτικό υπόβαθρο;

3)      Συνάδει με το δίκαιο της Ένωσης και ειδικότερα με το άρθρο 24, παράγραφος 2, του [Χάρτη] σε συνδυασμό με το άρθρο 51, παράγραφος 1, του Χάρτη εθνική νομική πρακτική κατά την οποία, στο πλαίσιο της εξετάσεως αιτήσεως διεθνούς προστασίας, η αρμόδια αρχή σταθμίζει το μείζον συμφέρον του παιδιού, χωρίς προηγουμένως να το προσδιορίζει (ή να αναθέτει τον προσδιορισμό του) κατά τρόπο συγκεκριμένο (σε κάθε διαδικασία); Διαφέρει η απάντηση στο ερώτημα αυτό εάν το κράτος μέλος πρέπει να εξετάσει αίτηση χορηγήσεως άδειας διαμονής βάσει των εκ του νόμου προβλεπόμενων λόγων, οφείλει δε να αποφανθεί επί της εν λόγω αιτήσεως λαμβάνοντας υπόψη το μείζον συμφέρον του παιδιού;

4)      Υπό το πρίσμα του άρθρου 24, παράγραφος 2, του Χάρτη, με ποιον τρόπο και σε ποιο στάδιο της εξετάσεως αιτήσεως διεθνούς προστασίας πρέπει να λαμβάνεται υπόψη και να σταθμίζεται το μείζον συμφέρον του παιδιού, ιδίως δε η βλάβη που έχει υποστεί ανήλικος λόγω μακράς πραγματικής διαμονής σε κράτος μέλος; Ασκεί, συναφώς, επιρροή το αν η πραγματική αυτή διαμονή ήταν νόμιμη; Έχει σημασία για τη στάθμιση του μείζονος συμφέροντος του παιδιού, στο πλαίσιο της εν λόγω εξετάσεως, το αν το κράτος μέλος αποφάνθηκε επί της αιτήσεως διεθνούς προστασίας εντός της προβλεπόμενης από το δίκαιο της Ένωσης προθεσμίας για την έκδοση σχετικής αποφάσεως, το αν δεν τηρήθηκε υποχρέωση επιστροφής επιβληθείσα σε προγενέστερο χρόνο και το αν το κράτος μέλος δεν πραγματοποίησε την απομάκρυνση μετά την έκδοση αποφάσεως περί επιστροφής και, κατ’ αυτόν τον τρόπο, κατέστη δυνατή η συνέχιση της πραγματικής διαμονής του ανηλίκου στο εν λόγω κράτος μέλος;

5)      Συνάδει με το δίκαιο της Ένωσης, λαμβανομένου υπόψη του άρθρου 7 του Χάρτη σε συνδυασμό με το άρθρο 24, παράγραφος 2, του Χάρτη, εθνική νομική πρακτική κατά την οποία οι αρχικές αιτήσεις διεθνούς προστασίας διακρίνονται από τις μεταγενέστερες αιτήσεις, καθόσον οι εκ του νόμου προβλεπόμενοι λόγοι δεν λαμβάνονται υπόψη στο πλαίσιο των μεταγενέστερων αιτήσεων διεθνούς προστασίας;»

 Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

 Επί του πρώτου και του δευτέρου προδικαστικού ερωτήματος

33      Προκαταρκτικώς, επισημαίνεται ότι, καίτοι το αιτούν δικαστήριο αναφέρεται, ιδίως στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα, στους «κανόνες, [στις] αξίες και [στους] τρόπους συμπεριφοράς του δυτικού πολιτισμού που υιοθετούν οι υπήκοοι τρίτων χωρών κατά τη διαμονή τους στο έδαφος κράτους μέλους, διά της πλήρους συμμετοχής τους στην κοινωνική ζωή για σημαντικό μέρος της περιόδου της ζωής τους κατά την οποία διαμορφώνεται η ταυτότητά τους», από τη διάταξη περί παραπομπής προκύπτει ότι αυτή αφορά, κατ’ ουσίαν, το ότι οι εν λόγω γυναίκες υπήκοοι ταυτίζονται πραγματικά με τη θεμελιώδη αξία της ισότητας μεταξύ γυναικών και ανδρών και επιθυμούν να εξακολουθήσουν να απολαύουν της ισότητας αυτής στην καθημερινή τους ζωή.

34      Υπό τις συνθήκες αυτές, πρέπει να γίνει δεκτό ότι, με τα πρώτα δύο προδικαστικά ερωτήματα, τα οποία μπορούν να εξεταστούν από κοινού, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί εάν το άρθρο 10, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, και παράγραφος 2, της οδηγίας 2011/95 έχει την έννοια ότι, ανάλογα με τις συνθήκες που επικρατούν στη χώρα καταγωγής τους, μπορεί να θεωρηθεί ότι οι γυναίκες υπήκοοι της χώρας αυτής, συμπεριλαμβανομένων των ανήλικων κοριτσιών, οι οποίες έχουν ως κοινό χαρακτηριστικό ότι, κατά τη διάρκεια της διαμονής τους σε κράτος μέλος, ταυτίστηκαν πραγματικά με τη θεμελιώδη αξία της ισότητας μεταξύ γυναικών και ανδρών, η οποία κατοχυρώνεται, μεταξύ άλλων, στο άρθρο 2 ΣΕΕ, έχουν την ιδιότητα μέλους «ιδιαίτερης κοινωνικής ομάδας», ιδιότητα η οποία αποτελεί «λόγο δίωξης» ικανό να οδηγήσει στην αναγνώριση του καθεστώτος πρόσφυγα.

35      Κατά πρώτον, το άρθρο 2, στοιχείο δʹ, της οδηγίας 2011/95 ορίζει ως «πρόσφυγα» τον υπήκοο τρίτης χώρας ο οποίος, συνεπεία βάσιμου φόβου δίωξης λόγω φυλής, θρησκείας, ιθαγένειας, πολιτικών πεποιθήσεων ή ιδιότητας μέλους ιδιαίτερης κοινωνικής ομάδας, ευρίσκεται εκτός της χώρας της ιθαγένειάς του και δεν είναι σε θέση ή, λόγω του φόβου αυτού, δεν επιθυμεί να θέσει εαυτόν υπό την προστασία της εν λόγω χώρας. Ο ορισμός αυτός επαναλαμβάνει τον ορισμό που περιέχεται στο άρθρο 1, τμήμα Α, παράγραφος 2, της Συμβάσεως της Γενεύης η οποία, όπως διαλαμβάνει η αιτιολογική σκέψη 4 της οδηγίας, αποτελεί «τον ακρογωνιαίο λίθο του διεθνούς νομικού καθεστώτος για την προστασία των προσφύγων».

36      Οι διατάξεις της οδηγίας 2011/95 πρέπει, ως εκ τούτου, να ερμηνεύονται όχι μόνον υπό το πρίσμα της όλης οικονομίας και του σκοπού της, αλλά και τηρουμένων της Σύμβασης της Γενεύης και των κατά το άρθρο 78, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ λοιπών συναφών συμβάσεων. Στις συμβάσεις αυτές συγκαταλέγονται, μεταξύ άλλων, η Σύμβαση της Κωνσταντινούπολης και η CEDAW [απόφαση της 16ης Ιανουαρίου 2024, Intervyuirasht organ na DAB pri MS (Γυναίκες θύματα ενδοοικογενειακής βίας), C‑621/21, EU:C:2024:47, σκέψεις 37 και 44 έως 47].

37      Όπως επιβεβαιώνουν τα άρθρα 1 και 3 καθώς και το άρθρο 4, παράγραφος 2, της Συμβάσεως της Κωνσταντινούπολης, η ισότητα μεταξύ γυναικών και ανδρών συνεπάγεται, μεταξύ άλλων, ότι όλες οι γυναίκες έχουν το δικαίωμα να προφυλάσσονται από κάθε μορφής βία που σχετίζεται με το φύλο, το δικαίωμα να μην εξαναγκάζονται σε γάμο, καθώς και το δικαίωμα να προσχωρούν ή να μην προσχωρούν σε ένα θρήσκευμα, να έχουν τις δικές τους πολιτικές πεποιθήσεις και να τις εκδηλώνουν και να προβαίνουν οι ίδιες ελεύθερα στις επιλογές που αφορούν τη ζωή τους, ιδίως σε θέματα εκπαίδευσης, επαγγελματικής σταδιοδρομίας ή δραστηριοτήτων στον δημόσιο βίο. Το ίδιο ισχύει και για τα άρθρα 3, 5, 7, 10 και 16 της CEDAW.

38      Επιπλέον, η ερμηνεία των διατάξεων της οδηγίας 2011/95 πρέπει επίσης να γίνεται, όπως αναφέρει η αιτιολογική σκέψη 16 αυτής, τηρουμένων των δικαιωμάτων τα οποία αναγνωρίζονται στον Χάρτη και την εφαρμογή των οποίων σκοπεί να προωθήσει η οδηγία αυτή, και λαμβανομένου υπόψη ότι το άρθρο 21, παράγραφος 1, του Χάρτη απαγορεύει κάθε διάκριση ιδίως λόγω φύλου [πρβλ. αποφάσεις της 13ης Ιανουαρίου 2021, Bundesrepublik Deutschland (Καθεστώς πρόσφυγα ενός ανιθαγενούς παλαιστινιακής καταγωγής), C‑507/19, EU:C:2021:3, σκέψη 39, και της 9ης Νοεμβρίου 2023, Staatssecretaris van Justitie en Veiligheid (Έννοια της σοβαρής βλάβης), C‑125/22, EU:C:2023:843, σκέψη 60].

39      Κατά δεύτερον, το άρθρο 10, παράγραφος 1, της οδηγίας 2011/95 απαριθμεί ορισμένα στοιχεία τα οποία πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τα κράτη μέλη για καθέναν από τους πέντε λόγους δίωξης που μπορούν να οδηγήσουν στην αναγνώριση του καθεστώτος πρόσφυγα, σύμφωνα με το άρθρο 2, στοιχείο δʹ, της οδηγίας.

40      Όσον αφορά, ειδικότερα, τον λόγο δίωξης που έγκειται στην «ιδιότητα μέλους ιδιαίτερης κοινωνικής ομάδας», από το άρθρο 10, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, πρώτο εδάφιο, προκύπτει ότι η ομάδα θεωρείται ως «ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα» εφόσον πληρούνται σωρευτικώς δύο προϋποθέσεις. Αφενός, τα πρόσωπα που ενδέχεται να είναι μέλη της ομάδας αυτής πρέπει να έχουν τουλάχιστον ένα από τα εξής τρία αναγνωριστικά στοιχεία, ήτοι «κοινά εγγενή χαρακτηριστικά», «κοινό ιστορικό παρελθόν το οποίο δεν μπορεί να μεταβληθεί» ή «από κοινού χαρακτηριστικά ή πεποιθήσεις τόσο θεμελιώδους σημασίας για την ταυτότητα ή τη συνείδηση ώστε ένα πρόσωπο να μην πρέπει να αναγκάζεται να τις αποκηρύξει». Αφετέρου, η ομάδα αυτή πρέπει να έχει «ιδιαίτερη ταυτότητα» στη χώρα καταγωγής «διότι γίνεται αντιληπτή ως διαφορετική ομάδα από τον περιβάλλοντα κοινωνικό χώρο» [απόφαση της 16ης Ιανουαρίου 2024, Intervyuirasht organ na DAB pri MS (Γυναίκες θύματα ενδοοικογενειακής βίας), C‑621/21, EU:C:2024:47, σκέψη 40].

41      Επιπλέον, το δεύτερο εδάφιο του εν λόγω άρθρου 10, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, διευκρινίζει, μεταξύ άλλων, ότι «[λ]αμβάνονται δεόντως υπόψη πτυχές συνδεόμενες με το φύλο, συμπεριλαμβανόμενης της ταυτότητας του φύλου, κατά τον καθορισμό της ιδιότητας μέλους ιδιαίτερης κοινωνικής ομάδας ή τον προσδιορισμό χαρακτηριστικού αυτής της ομάδας». Η διάταξη αυτή πρέπει να ερμηνεύεται υπό το πρίσμα της αιτιολογικής σκέψης 30 της οδηγίας 2011/95, σύμφωνα με την οποία η ταυτότητα του φύλου μπορεί να σχετίζεται με ορισμένες νομικές παραδόσεις και έθιμα [απόφαση της 16ης Ιανουαρίου 2024, Intervyuirasht organ na DAB pri MS (Γυναίκες θύματα ενδοοικογενειακής βίας), C‑621/21, EU:C:2024:47, σκέψη 41].

42      Όσον αφορά την πρώτη προϋπόθεση για τον χαρακτηρισμό μιας ομάδας ως «ιδιαίτερης κοινωνικής ομάδας», κατά την έννοια του άρθρου 10, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, πρώτο εδάφιο, πρώτη περίπτωση, της οδηγίας 2011/95, ήτοι το να έχουν τα μέλη της τουλάχιστον ένα από τα τρία αναγνωριστικά στοιχεία που αναφέρονται στη διάταξη αυτή, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι το ανήκειν στο γυναικείο φύλο συνιστά ένα εγγενές χαρακτηριστικό και, ως εκ τούτου, αρκεί για να μπορεί να γίνει δεκτό ότι πληρούται η εν λόγω προϋπόθεση [απόφαση της 16ης Ιανουαρίου 2024, Intervyuirasht organ na DAB pri MS (Γυναίκες θύματα ενδοοικογενειακής βίας), C‑621/21, EU:C:2024:47, σκέψη 49].

43      Επιπροσθέτως, γυναίκες οι οποίες έχουν ένα πρόσθετο κοινό χαρακτηριστικό όπως, επί παραδείγματι, ένα άλλο εγγενές χαρακτηριστικό ή κοινό ιστορικό παρελθόν το οποίο δεν μπορεί να μεταβληθεί, φερ’ ειπείν μια ιδιάζουσα οικογενειακή κατάσταση, ή ακόμη από κοινού χαρακτηριστικά ή πεποιθήσεις τόσο θεμελιώδους σημασίας για την ταυτότητα ή τη συνείδηση ώστε να μην πρέπει οι γυναίκες αυτές να αναγκάζονται να τις αποκηρύξουν, μπορούν, για τον λόγο αυτό, επίσης να πληρούν την εν λόγω προϋπόθεση [πρβλ. απόφαση της 16ης Ιανουαρίου 2024, Intervyuirasht organ na DAB pri MS (Γυναίκες θύματα ενδοοικογενειακής βίας), C‑621/21, EU:C:2024:47, σκέψη 50].

44      Συναφώς, αφενός, όπως επισημαίνει ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 34 των προτάσεών του, η πραγματική ταύτιση μιας γυναίκας με τη θεμελιώδη αξία της ισότητας μεταξύ γυναικών και ανδρών, καθόσον ενέχει τη βούλησή της να απολαμβάνει την ισότητα αυτή στην καθημερινή της ζωή, προϋποθέτει το να μπορεί να προβαίνει η ίδια ελεύθερα στις επιλογές που αφορούν τη ζωή της, ιδίως ως προς τη μόρφωση και την επαγγελματική της σταδιοδρομία, την έκταση και τη φύση των δραστηριοτήτων της στη δημόσια σφαίρα, τη δυνατότητα επίτευξης οικονομικής ανεξαρτησίας μέσω της εργασίας εκτός οικίας, τις αποφάσεις σχετικά με το εάν θα επιλέξει να διαμένει μόνη της ή με την οικογένειά της, και την ελεύθερη επιλογή συντρόφου, επιλογές που είναι ουσιώδεις στο πλαίσιο της διαμόρφωσης της ταυτότητάς της. Υπό τις συνθήκες αυτές, η πραγματική ταύτιση μιας υπηκόου τρίτης χώρας με τη θεμελιώδη αξία της ισότητας μεταξύ γυναικών και ανδρών μπορεί να θεωρηθεί ως «χαρακτηριστικ[ό] ή πεπο[ίθηση] τόσο θεμελιώδους σημασίας για την ταυτότητα ή τη συνείδηση ώστε ένα πρόσωπο να μην πρέπει να αναγκάζεται να [την] αποκηρύξει». Συναφώς, ουδόλως ασκεί επιρροή το γεγονός ότι η εν λόγω υπήκοος δεν θεωρεί ότι αποτελεί μια ομάδα με τις άλλες υπηκόους τρίτων χωρών ή με το σύνολο των γυναικών που ταυτίζονται με τη θεμελιώδη αυτή αξία.

45      Αφετέρου, το γεγονός ότι νεαρές υπήκοοι τρίτης χώρας διέμειναν σε κράτος μέλος υποδοχής για μια περίοδο της ζωής τους κατά την οποία διαμορφώνεται η ταυτότητα ενός προσώπου και ότι, κατά τη διάρκεια της διαμονής τους αυτής, ταυτίστηκαν πραγματικά με τη θεμελιώδη αξία της ισότητας μεταξύ γυναικών και ανδρών είναι ικανό να συνιστά «κοινό ιστορικό παρελθόν το οποίο δεν μπορεί να μεταβληθεί», κατά την έννοια του άρθρου 10, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, πρώτο εδάφιο, πρώτη περίπτωση, της οδηγίας 2011/95.

46      Επομένως, διαπιστώνεται ότι οι γυναίκες αυτές, συμπεριλαμβανομένων των ανήλικων κοριτσιών, πληρούν την πρώτη προϋπόθεση για τον χαρακτηρισμό μιας ομάδας ως «ιδιαίτερης κοινωνικής ομάδας», κατά την έννοια του άρθρου 10, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, πρώτο εδάφιο, πρώτη περίπτωση, της οδηγίας 2011/95.

47      Δυνάμει του άρθρου 10, παράγραφος 2, της οδηγίας, η αρμόδια εθνική αρχή οφείλει να βεβαιωθεί ότι το χαρακτηριστικό που σχετίζεται με την ιδιότητα μέλους ιδιαίτερης κοινωνικής ομάδας αποδίδεται στο ενδιαφερόμενο πρόσωπο στη χώρα καταγωγής του, κατά την έννοια του άρθρου 2, στοιχείο ιδʹ, της οδηγίας, ακόμη και αν το εν λόγω πρόσωπο δεν χαρακτηρίζεται πράγματι από το εν λόγω στοιχείο.

48      Όσον αφορά τη δεύτερη προϋπόθεση για τον χαρακτηρισμό μιας ομάδας ως «ιδιαίτερης κοινωνικής ομάδας», η οποία προβλέπεται στο άρθρο 10, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, πρώτο εδάφιο, δεύτερη περίπτωση, της ίδιας οδηγίας και σχετίζεται με την «ιδιαίτερη ταυτότητα» της ομάδας στη χώρα καταγωγής, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι είναι δυνατόν οι γυναίκες να γίνονται αντιληπτές με διαφορετικό τρόπο από τον περιβάλλοντα κοινωνικό χώρο και να αναγνωρισθεί, εξ αυτού του λόγου, ότι έχουν ιδιαίτερη ταυτότητα στον εν λόγω κοινωνικό χώρο, ιδίως λόγω των κοινωνικών, ηθικών ή νομικών κανόνων που επικρατούν στη χώρα καταγωγής τους [απόφαση της 16ης Ιανουαρίου 2024, Intervyuirasht organ na DAB pri MS (Γυναίκες θύματα ενδοοικογενειακής βίας), C‑621/21, EU:C:2024:47, σκέψη 52].

49      Η δεύτερη αυτή προϋπόθεση πληρούται και στην περίπτωση γυναικών οι οποίες έχουν ένα πρόσθετο κοινό χαρακτηριστικό, όπως είναι, παραδείγματος χάριν, η πραγματική ταύτισή τους με τη θεμελιώδη αξία της ισότητας μεταξύ γυναικών και ανδρών, όταν οι κοινωνικοί, ηθικοί ή νομικοί κανόνες που επικρατούν στη χώρα καταγωγής τους έχουν ως συνέπεια να γίνονται οι γυναίκες αυτές αντιληπτές από τον περιβάλλοντα κοινωνικό χώρο ως διαφορετικές λόγω αυτού του κοινού τους χαρακτηριστικού [πρβλ. απόφαση της 16ης Ιανουαρίου 2024, Intervyuirasht organ na DAB pri MS (Γυναίκες θύματα ενδοοικογενειακής βίας), C‑621/21, EU:C:2024:47, σκέψη 53].

50      Στο πλαίσιο αυτό, διευκρινίζεται ότι εναπόκειται στις αρμόδιες αρχές του οικείου κράτους μέλους να καθορίσουν ποιος περιβάλλων κοινωνικός χώρος είναι κρίσιμος προκειμένου να εκτιμηθεί εάν υφίσταται ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα. Ο κοινωνικός χώρος δύναται να συμπίπτει με το σύνολο του εδάφους της τρίτης χώρας καταγωγής του αιτούντος διεθνή προστασία ή να μην είναι τόσο ευρύς, παραδείγματος χάριν μπορεί να περιορίζεται σε τμήμα του εδάφους της ή σε μέρος μόνον του πληθυσμού της [απόφαση της 16ης Ιανουαρίου 2024, Intervyuirasht organ na DAB pri MS (Γυναίκες θύματα ενδοοικογενειακής βίας), C‑621/21, EU:C:2024:47, σκέψη 54].

51      Εκ των ανωτέρω συνάγεται ότι οι γυναίκες, συμπεριλαμβανομένων των ανήλικων κοριτσιών, οι οποίες έχουν ως κοινό χαρακτηριστικό ότι, κατά τη διάρκεια της διαμονής τους σε κράτος μέλος, ταυτίστηκαν πραγματικά με τη θεμελιώδη αξία της ισότητας μεταξύ γυναικών και ανδρών μπορούν, ανάλογα με τις συνθήκες που επικρατούν στη χώρα καταγωγής τους, να θεωρηθούν ως έχουσες την ιδιότητα μέλους «ιδιαίτερης κοινωνικής ομάδας», κατά την έννοια του άρθρου 10, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, της οδηγίας 2011/95.

52      Λαμβανομένων υπόψη των αμφιβολιών που εκφράζει το αιτούν δικαστήριο, πρέπει ακόμη να διευκρινιστεί ότι ουδόλως απαιτείται να προσλαμβάνει η πραγματική ταύτιση των γυναικών αυτών με τη θεμελιώδη αξία της ισότητας μεταξύ γυναικών και ανδρών πολιτικό ή θρησκευτικό χαρακτήρα προκειμένου να γίνει δεκτό ότι, όσον αφορά τις γυναίκες αυτές, συντρέχει λόγος δίωξης, κατά την έννοια της εν λόγω διατάξεως. Γεγονός παραμένει όμως ότι μια τέτοια ταύτιση μπορεί, κατά περίπτωση, να εξεταστεί επίσης ως λόγος δίωξης που στηρίζεται στη θρησκεία ή στις πολιτικές πεποιθήσεις.

53      Κατά τρίτον, όσον αφορά την αξιολόγηση αιτήσεως διεθνούς προστασίας, περιλαμβανομένης τυχόν «μεταγενέστερης αιτήσεως», στηριζόμενης στον λόγο δίωξης που συνίσταται στην ιδιότητα μέλους ιδιαίτερης κοινωνικής ομάδας, απόκειται στις αρμόδιες εθνικές αρχές να εξακριβώσουν, όπως επιτάσσει το άρθρο 2, στοιχείο δʹ, της οδηγίας 2011/95, εάν το πρόσωπο που επικαλείται τον συγκεκριμένο λόγο δίωξης έχει «βάσιμο φόβο» ότι θα υποστεί, στη χώρα καταγωγής του, πράξεις δίωξης, κατά την έννοια του άρθρου 9, παράγραφοι 1 και 2, της οδηγίας, λόγω της ιδιότητάς του ως μέλους της εν λόγω ομάδας [πρβλ. απόφαση της 16ης Ιανουαρίου 2024, Intervyuirasht organ na DAB pri MS (Γυναίκες θύματα ενδοοικογενειακής βίας), C‑621/21, EU:C:2024:47, σκέψη 59].

54      Για τους σκοπούς μιας τέτοιας αξιολόγησης, η αρμόδια εθνική αρχή οφείλει να λάβει υπόψη, πρώτον, το γεγονός ότι, όπως διευκρινίζεται στο άρθρο 9, παράγραφος 2, στοιχείο στʹ, της εν λόγω οδηγίας, μια πράξη δίωξης, κατά την έννοια του άρθρου 1, τμήμα Α, της Συμβάσεως της Γενεύης, μπορεί, μεταξύ άλλων, να έχει τη μορφή μιας πράξης που στοχεύει «το φύλο».

55      Συναφώς, αφενός, το άρθρο 60, παράγραφος 1, της Συμβάσεως της Κωνσταντινούπολης ορίζει ότι η βία κατά των γυναικών με βάση το φύλο, η οποία, σύμφωνα με το άρθρο 3 της εν λόγω Συμβάσεως, νοείται ως παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και ως μια μορφή διάκρισης κατά των γυναικών, δέον να αναγνωρίζεται ως μια μορφή δίωξης κατά την έννοια του άρθρου 1, τμήμα Α, παράγραφος 2, της Συμβάσεως της Γενεύης. Αφετέρου, το εν λόγω άρθρο 60, παράγραφος 2, επιβάλλει στα μέρη να διασφαλίζουν ότι κάθε ένας από τους λόγους δίωξης που αναφέρονται στη Σύμβαση της Γενεύης, συμπεριλαμβανομένου, επομένως, και του λόγου δίωξης που στηρίζεται στην ιδιότητα μέλους ιδιαίτερης κοινωνικής ομάδας, ερμηνεύεται λαμβανομένης υπόψη της διάστασης του φύλου.

56      Δεύτερον, δυνάμει του άρθρου 4, παράγραφος 1, της οδηγίας 2011/95, τα κράτη μέλη μπορούν να κρίνουν ότι εναπόκειται στον αιτούντα να υποβάλει, το ταχύτερο δυνατόν, όλα τα στοιχεία που είναι αναγκαία για την τεκμηρίωση της αιτήσεώς του διεθνούς προστασίας. Ωστόσο, οι αρχές των κρατών μελών οφείλουν, κατά περίπτωση, να συνεργάζονται ενεργώς με τον αιτούντα προκειμένου να προσδιοριστούν και να συμπληρωθούν τα συναφή στοιχεία της αιτήσεώς του [πρβλ. απόφαση της 3ης Μαρτίου 2022, Secretary of State for the Home Department (Καθεστώς πρόσφυγα ανιθαγενούς παλαιστινιακής καταγωγής), C‑349/20, EU:C:2022:151, σκέψη 64]. Επιπλέον, για την περίπτωση που τα κράτη μέλη κάνουν χρήση της ευχέρειας που τους αναγνωρίζεται βάσει της ως άνω διατάξεως, το άρθρο 4, παράγραφος 5, προβλέπει επίσης ότι, οσάκις ορισμένες πτυχές των δηλώσεων του αιτούντος δεν τεκμηριώνονται με έγγραφα ή άλλες αποδείξεις, οι πτυχές αυτές δεν χρειάζονται επιβεβαίωση εφόσον πληρούνται οι σωρευτικές προϋποθέσεις που αναφέρονται στην εν λόγω παράγραφο 5. Μεταξύ των προϋποθέσεων αυτών περιλαμβάνεται η συνέπεια και η ευλογοφάνεια των δηλώσεων του αιτούντος και η γενική αξιοπιστία του [πρβλ. απόφαση της 21ης Σεπτεμβρίου 2023, Staatssecretaris van Veiligheid en Justitie (Πολιτικές πεποιθήσεις στο κράτος μέλος υποδοχής), C‑151/22, EU:C:2023:688, σκέψη 44].

57      Το Δικαστήριο έχει διευκρινίσει, συναφώς, ότι οι δηλώσεις του αιτούντος διεθνή προστασία συνιστούν απλώς την αφετηρία της διαδικασίας αξιολόγησης των γεγονότων και των περιστάσεων που διεξάγουν οι αρμόδιες αρχές, οι οποίες έχουν συχνά καλύτερη πρόσβαση σε ορισμένα είδη εγγράφων απ’ ό,τι ο αιτών [πρβλ. αποφάσεις της 22ας Νοεμβρίου 2012, M., C‑277/11, EU:C:2012:744, σκέψεις 65 και 66, της 19ης Νοεμβρίου 2020, Bundesamt für Migration und Flüchtlinge (Στρατιωτική θητεία και άσυλο), C‑238/19, EU:C:2020:945, σκέψη 52, και της 9ης Νοεμβρίου 2023, Staatssecretaris van Justitie en Veiligheid (Έννοια της σοβαρής βλάβης), C‑125/22, EU:C:2023:843, σκέψη 47].

58      Συνακόλουθα, θα ήταν αντίθετο προς το άρθρο 4 της οδηγίας 2011/95 το να γίνει δεκτό ότι εναπόκειται κατ’ ανάγκην αποκλειστικώς στον αιτούντα να υποβάλει το σύνολο των στοιχείων βάσει των οποίων είναι δυνατόν να τεκμηριωθούν οι λόγοι για τους οποίους ζητεί διεθνή προστασία και, ιδίως, το γεγονός, αφενός, ότι θα μπορούσε να θεωρηθεί ως έχων, στη χώρα καταγωγής του, την ιδιότητα μέλους ιδιαίτερης κοινωνικής ομάδας, κατά την έννοια του άρθρου 10, παράγραφος 1, της οδηγίας, και, αφετέρου, ότι κινδυνεύει να διωχθεί στη χώρα του για τον λόγο αυτόν [πρβλ. απόφαση της 19ης Νοεμβρίου 2020, Bundesamt für Migration und Flüchtlinge (Στρατιωτική θητεία και άσυλο) C‑238/19, EU:C:2020:945, σκέψεις 54 και 55].

59      Τρίτον, δυνάμει του άρθρου 4, παράγραφος 3, της οδηγίας 2011/95, η εκτίμηση εκ μέρους των αρμοδίων εθνικών αρχών της βασιμότητας του φόβου του αιτούντος ότι θα υποστεί δίωξη πρέπει να γίνεται σε εξατομικευμένη βάση και κατά περίπτωση, με προσοχή και σύνεση, και να στηρίζεται μόνο σε συγκεκριμένη αξιολόγηση των γεγονότων και των περιστάσεων, προκειμένου να διερευνηθεί εάν οι στοιχειοθετημένες περιστάσεις συνιστούν ή όχι τέτοια απειλή, ώστε ο ενδιαφερόμενος να έχει βάσιμο φόβο, λαμβανομένων υπόψη των ατομικών περιστάσεών του, ότι θα υποστεί πράγματι πράξεις δίωξης εάν υποχρεωθεί να επιστρέψει στη χώρα καταγωγής του [πρβλ. αποφάσεις της 21ης Σεπτεμβρίου 2023, Staatssecretaris van Veiligheid en Justitie (Πολιτικές πεποιθήσεις στο κράτος μέλος υποδοχής), C‑151/22, EU:C:2023:688, σκέψη 42, και της 16ης Ιανουαρίου 2024, Intervyuirasht organ na DAB pri MS (Γυναίκες θύματα ενδοοικογενειακής βίας), C‑621/21, EU:C:2024:47, σκέψη 60].

60      Στο πλαίσιο αυτό, το άρθρο 10, παράγραφος 3, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2013/32 επιβάλλει στα κράτη μέλη να μεριμνούν ώστε, αφενός, οι αποφάσεις επί των αιτήσεων διεθνούς προστασίας να λαμβάνονται μετά από δέουσα εξέταση στο πλαίσιο της οποίας έχουν συλλεγεί ακριβή και ενημερωμένα στοιχεία από διάφορες πηγές, όπως είναι η ΕΥΥΑ και ο UNHCR, καθώς και οι αρμόδιες για τα ανθρώπινα δικαιώματα διεθνείς οργανώσεις, ως προς τη γενική κατάσταση στις χώρες καταγωγής των αιτούντων και, αφετέρου, το προσωπικό που είναι επιφορτισμένο με την εξέταση των αιτήσεων και τη λήψη των αποφάσεων να έχει πρόσβαση σε αυτά τα στοιχεία.

61      Προς τούτο, όπως προκύπτει από το σημείο 36, στοιχείο x, των κατευθυντήριων οδηγιών της Ύπατης Αρμοστείας των Ηνωμένων Εθνών για τους πρόσφυγες για τη διεθνή προστασία αριθ. 1, σχετικά με τη δίωξη λόγω γένους στα πλαίσια ερμηνείας του άρθρου 1, τμήμα Α, παράγραφος 2, της Συμβάσεως της Γενεύης, οι αρμόδιες εθνικές αρχές οφείλουν να συλλέγουν τις πληροφορίες οι οποίες είναι κρίσιμες για την εξέταση των υποβαλλόμενων από γυναίκες αιτημάτων και αφορούν τη χώρα καταγωγής και ειδικότερα τη θέση της γυναίκας ενώπιον του νόμου, τα πολιτικά δικαιώματα των γυναικών, τα οικονομικά και κοινωνικά δικαιώματά τους, τα πολιτισμικά και κοινωνικά ήθη της χώρας και τις συνέπειες της παραβίασής τους, την επικράτηση παρόμοιων επιζήμιων παραδοσιακών πρακτικών, τη συχνότητα και τους τύπους της βίας που ασκείται σε βάρος των γυναικών, την προστασία που τους παρέχεται, την τιμωρία που προβλέπεται για τους αυτουργούς της βίας και τους κινδύνους που μπορεί να αντιμετωπίσει μια γυναίκα όταν επιστρέψει στη χώρα καταγωγής της μετά την υποβολή του αιτήματος [απόφαση της 16ης Ιανουαρίου 2024, Intervyuirasht organ na DAB pri MS (Γυναίκες θύματα ενδοοικογενειακής βίας), C‑621/21, EU:C:2024:47, σκέψη 61].

62      Τέταρτον, διευκρινίζεται ότι η πραγματική ταύτιση μιας υπηκόου τρίτης χώρας με τη θεμελιώδη αξία της ισότητας μεταξύ γυναικών και ανδρών, η οποία έλαβε χώρα κατά τη διάρκεια της διαμονής της σε κράτος μέλος, δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως περίσταση που η εν λόγω υπήκοος προκάλεσε εσκεμμένως μετά την αναχώρησή της από τη χώρα καταγωγής, κατά την έννοια του άρθρου 5, παράγραφος 3, της οδηγίας 2011/95, ούτε ως δραστηριότητα με αποκλειστικό ή κύριο σκοπό τη δημιουργία των απαραίτητων συνθηκών για την υποβολή αιτήσεως διεθνούς προστασίας, κατά την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 3, στοιχείο δʹ, της οδηγίας. Πράγματι, αρκεί η διαπίστωση ότι, οσάκις μια τέτοια ταύτιση έχει αποδειχθεί επαρκώς κατά νόμον, δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να εξομοιωθεί με καταχρηστικά διαβήματα και πράξεις καταστρατήγησης που οι εν λόγω διατάξεις σκοπούν να αποτρέψουν [πρβλ. απόφαση της 29ης Φεβρουαρίου 2024, Bundesamt für Fremdenwesen und Asyl (Μεταγενέστερη μεταβολή θρησκεύματος), C‑222/22, EU:C:2024:192, σκέψεις 32 και 34].

63      Εν προκειμένω, εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει, ειδικότερα, εάν οι προσφεύγουσες της κύριας δίκης ταυτίζονται πραγματικά με τη θεμελιώδη αξία της ισότητας μεταξύ γυναικών και ανδρών, ως προς τις συνιστώσες της που περιγράφηκαν στις σκέψεις 37 και 44 της παρούσας αποφάσεως, θέλοντας να την απολαμβάνουν στην καθημερινή τους ζωή, ούτως ώστε η συγκεκριμένη αξία να συνιστά αναπόσπαστο στοιχείο της ταυτότητάς τους, και εάν, για τον λόγο αυτόν, γίνονται αντιληπτές από τον περιβάλλοντα κοινωνικό χώρο στη χώρα καταγωγής τους ως διαφορετικές. Το γεγονός ότι θα μπορούσαν να αποφύγουν τον πραγματικό κίνδυνο να υποστούν διώξεις στη χώρα καταγωγής τους λόγω της ως άνω ταύτισης, επιδεικνύοντας συγκράτηση κατά την εξωτερίκευσή της, δεν πρέπει να λαμβάνεται υπόψη στο πλαίσιο αυτό (πρβλ. απόφαση της 7ης Νοεμβρίου 2013, X κ.λπ., C‑199/12 έως C‑201/12, EU:C:2013:720, σκέψεις 70, 71, 74 και 75).

64      Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, στα πρώτα δύο προδικαστικά ερωτήματα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 10, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, και παράγραφος 2, της οδηγίας 2011/95 έχει την έννοια ότι, ανάλογα με τις συνθήκες που επικρατούν στη χώρα καταγωγής τους, μπορεί να θεωρηθεί ότι οι γυναίκες υπήκοοι της χώρας αυτής, συμπεριλαμβανομένων των ανήλικων κοριτσιών, οι οποίες έχουν ως κοινό χαρακτηριστικό ότι, κατά τη διάρκεια της διαμονής τους σε κράτος μέλος, ταυτίστηκαν πραγματικά με τη θεμελιώδη αξία της ισότητας μεταξύ γυναικών και ανδρών έχουν την ιδιότητα μέλους «ιδιαίτερης κοινωνικής ομάδας», ιδιότητα η οποία αποτελεί «λόγο δίωξης» ικανό να οδηγήσει στην αναγνώριση του καθεστώτος πρόσφυγα.

 Επί του τρίτου και του τετάρτου προδικαστικού ερωτήματος

65      Προκαταρκτικώς, επισημαίνεται ότι, με το δεύτερο σκέλος του τρίτου προδικαστικού ερωτήματος, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί εάν το άρθρο 24, παράγραφος 2, του Χάρτη, ερμηνευόμενο σε συνδυασμό με το άρθρο 51, παράγραφος 1, του Χάρτη, έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε «εθνική νομική πρακτική» κατά την οποία, στο πλαίσιο της εξετάσεως αιτήσεως για τη χορήγηση τίτλου διαμονής «για τους εκ του νόμου προβλεπόμενους λόγους», η αρμόδια αρχή σταθμίζει το υπέρτατο συμφέρον του παιδιού, «χωρίς προηγουμένως να το προσδιορίζει κατά τρόπο συγκεκριμένο».

66      Ωστόσο, όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 67 των προτάσεών του, ούτε από τη διάταξη περί παραπομπής ούτε από τη δικογραφία που έχει στη διάθεσή του το Δικαστήριο προκύπτει ότι μια τέτοια αίτηση για τη χορήγηση τίτλου διαμονής «για τους εκ του νόμου προβλεπόμενους λόγους» αποτελεί αντικείμενο της διαφοράς της κύριας δίκης.

67      Πλην όμως, μολονότι τα προδικαστικά ερωτήματα που αφορούν το δίκαιο της Ένωσης θεωρούνται κατά τεκμήριο λυσιτελή, ο δικαιολογητικός λόγος της προδικαστικής παραπομπής δεν έγκειται στη διατύπωση συμβουλευτικής γνώμης επί γενικών ή υποθετικών ζητημάτων, αλλά στην αυτονόητη ανάγκη αποτελεσματικής επιλύσεως μιας ένδικης διαφοράς (απόφαση της 14ης Ιανουαρίου 2021, The International Protection Appeals Tribunal κ.λπ., C‑322/19 και C‑385/19, EU:C:2021:11, σκέψη 53).

68      Επομένως, στο μέτρο που με το δεύτερο σκέλος του τρίτου προδικαστικού ερωτήματος ζητείται, στην πραγματικότητα, η διατύπωση συμβουλευτικής γνώμης από το Δικαστήριο, το σκέλος αυτό του ερωτήματος είναι απαράδεκτο.

69      Με το πρώτο σκέλος του τρίτου προδικαστικού ερωτήματος και με το τέταρτο προδικαστικό ερώτημα, τα οποία πρέπει να εξεταστούν από κοινού, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί εάν το άρθρο 24, παράγραφος 2, του Χάρτη έχει την έννοια ότι αντιτίθεται στο να αποφαίνεται η αρμόδια εθνική αρχή επί αιτήσεως διεθνούς προστασίας υποβληθείσας από ανήλικο χωρίς να έχει προσδιορίσει κατά τρόπο συγκεκριμένο το υπέρτατο συμφέρον του εν λόγω ανηλίκου, στο πλαίσιο εξατομικευμένης εκτίμησης.

70      Στο πλαίσιο αυτό, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται επίσης ως προς το εάν και, ενδεχομένως, με ποιον τρόπο πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η ύπαρξη βλάβης την οποία φέρεται να υπέστη ο ανήλικος λόγω της μακράς διαμονής του σε κράτος μέλος και της αβεβαιότητας σχετικά με την υποχρέωση επιστροφής του.

71      Λαμβανομένης υπόψη της συζητήσεως που έλαβε χώρα κατά την προφορική διαδικασία, αίρεται, ευθύς εξαρχής, κάθε αμφιβολία όσον αφορά το τυχόν απαράδεκτο των ως άνω προδικαστικών ερωτημάτων, το οποίο στηρίζεται στο επιχείρημα ότι οι K και L δεν είναι πλέον ανήλικες, κατά την έννοια του άρθρου 2, στοιχείο ιαʹ, της οδηγίας 2011/95. Συγκεκριμένα, από τη διάταξη περί παραπομπής προκύπτει ότι, κατά το χρονικό σημείο υποβολής των μεταγενέστερων αιτήσεών τους διεθνούς προστασίας, των οποίων η απόρριψη αποτελεί το αντικείμενο της διαφοράς της κύριας δίκης, ήτοι στις 4 Απριλίου 2019, οι K και L δεν είχαν συμπληρώσει το 18ο έτος της ηλικίας τους.

72      Τούτου λεχθέντος, υπενθυμίζεται ότι το άρθρο 24 του Χάρτη, το οποίο συγκαταλέγεται, όπως αναφέρεται στην αιτιολογική σκέψη 16 της οδηγίας 2011/95, στα άρθρα του Χάρτη των οποίων την εφαρμογή πρέπει να προωθεί η οδηγία αυτή, προβλέπει στην παράγραφο 2 ότι, «[σ]ε όλες τις πράξεις που αφορούν τα παιδιά, είτε επιχειρούνται από δημόσιες αρχές είτε από ιδιωτικούς οργανισμούς, πρωταρχική σημασία πρέπει να δίνεται στο υπέρτατο συμφέρον του παιδιού».

73      Από το άρθρο 24, παράγραφος 2, του Χάρτη, καθώς και από το άρθρο 3, παράγραφος 1, της Διεθνούς Συμβάσεως για τα δικαιώματα του παιδιού, η οποία εγκρίθηκε από τη Γενική Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών στις 20 Νοεμβρίου 1989, άρθρο στο οποίο παραπέμπουν ρητώς οι επεξηγήσεις σχετικά με το άρθρο 24 του Χάρτη, προκύπτει ότι το υπέρτατο συμφέρον του παιδιού πρέπει όχι μόνο να λαμβάνεται υπόψη κατά την εκτίμηση επί της ουσίας αιτήσεων που αφορούν παιδιά, αλλά και να επηρεάζει τη διαδικασία λήψεως αποφάσεως που οδηγεί στην εκτίμηση αυτή, μέσω ειδικών δικονομικών εγγυήσεων. Συγκεκριμένα, όπως επισήμανε η επιτροπή των Ηνωμένων Εθνών για τα δικαιώματα του παιδιού, η φράση «συμφέρον του παιδιού», κατά την έννοια του εν λόγω άρθρου 3, παράγραφος 1, αναφέρεται συγχρόνως σε ένα ουσιαστικό δικαίωμα, σε μια ερμηνευτική αρχή και σε έναν δικονομικό κανόνα [βλ. γενική παρατήρηση αριθ. 14 (2013) της επιτροπής για τα δικαιώματα του παιδιού επί του δικαιώματος που παιδιού να λαμβάνεται πρωτίστως υπόψη το βέλτιστο συμφέρον του (άρθρο 3, παράγραφος 1), CRC/C/GC/14, σημείο 6].

74      Επιπλέον, το άρθρο 24, παράγραφος 1, του Χάρτη διευκρινίζει ότι τα παιδιά μπορούν να εκφράζουν ελεύθερα τη γνώμη τους και ότι η γνώμη τους σχετικά με ζητήματα που τα αφορούν λαμβάνεται υπόψη σε συνάρτηση με την ηλικία και την ωριμότητά τους.

75      Πρώτον, όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 18 της οδηγίας 2011/95, κατά την αξιολόγηση του μείζονος συμφέροντος του παιδιού στο πλαίσιο διαδικασίας διεθνούς προστασίας, τα κράτη μέλη πρέπει να λαμβάνουν δεόντως υπόψη την αρχή της οικογενειακής ενότητας, την ευημερία και την κοινωνική ανάπτυξη του ανηλίκου –περιλαμβανομένης της υγείας του, της οικογενειακής του κατάστασης και της εκπαίδευσής του– και ζητήματα ασφάλειας και προστασίας του.

76      Συναφώς, το άρθρο 4, παράγραφος 3, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2011/95 προβλέπει ότι η αξιολόγηση της αιτήσεως διεθνούς προστασίας σε εξατομικευμένη βάση πρέπει να περιλαμβάνει τη συνεκτίμηση της ηλικίας του αιτούντος, ούτως ώστε να εκτιμηθεί εάν, βάσει των προσωπικών περιστάσεων του αιτούντος, οι πράξεις στις οποίες έχει ήδη ή θα μπορούσε να εκτεθεί ισοδυναμούν με δίωξη ή σοβαρή βλάβη. Στο πλαίσιο αυτό, το άρθρο 9, παράγραφος 2, στοιχείο στʹ, της εν λόγω οδηγίας διευκρινίζει ότι μια τέτοια πράξη δίωξης μπορεί, μεταξύ άλλων, να έχει τη μορφή πράξης που στοχεύει «τα παιδιά».

77      Η εκτίμηση των συνεπειών που πρέπει να συναχθούν από την ηλικία του αιτούντος, συμπεριλαμβανομένης της συνεκτίμησης του υπέρτατου συμφέροντός του όταν πρόκειται για ανήλικο, εναπόκειται αποκλειστικά στην αρμόδια εθνική αρχή (πρβλ. απόφαση της 22ας Νοεμβρίου 2012, M., C‑277/11, EU:C:2012:744, σκέψεις 69 και 70).

78      Εκ των προεκτεθεισών σκέψεων συνάγεται ότι, οσάκις αιτών διεθνή προστασία είναι ανήλικος, η αρμόδια εθνική αρχή οφείλει απαραιτήτως να λαμβάνει υπόψη, κατόπιν εξατομικευμένης εξέτασης, το υπέρτατο συμφέρον του συγκεκριμένου ανηλίκου κατά την εκτίμηση της βασιμότητας της αιτήσεώς του διεθνούς προστασίας.

79      Δεύτερον, από την αιτιολογική σκέψη 18 της οδηγίας 2011/95 προκύπτει ότι, στο πλαίσιο διαδικασίας διεθνούς προστασίας, τα κράτη μέλη πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τις απόψεις του ανηλίκου ανάλογα με την ηλικία του και την ωριμότητά του. Περαιτέρω, δυνάμει του άρθρου 14, παράγραφος 1, τέταρτο εδάφιο, της οδηγίας 2013/32, τα κράτη μέλη μπορούν να καθορίσουν στην εθνική νομοθεσία τις περιπτώσεις στις οποίες παρέχεται σε ανήλικο η ευκαιρία προσωπικής συνέντευξης. Όταν παρέχεται μια τέτοια ευκαιρία σε ανήλικο, το άρθρο 15, παράγραφος 3, στοιχείο εʹ, της οδηγίας αυτής προβλέπει ότι τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε η συνέντευξη να διεξάγεται με τρόπο κατάλληλο για παιδιά. Στο πλαίσιο αυτό, σύμφωνα με το άρθρο 10, παράγραφος 3, στοιχείο δʹ, της εν λόγω οδηγίας, τα κράτη μέλη πρέπει να μεριμνούν ώστε οι αρμόδιες εθνικές αρχές να μπορούν να ζητήσουν συμβουλές, εφόσον είναι αναγκαίο, από εμπειρογνώμονες επί ειδικών ζητημάτων που άπτονται, μεταξύ άλλων, των παιδιών.

80      Ελλείψει ειδικότερων διατάξεων στην οδηγία 2011/95 και στην οδηγία 2013/32, στο κράτος μέλος απόκειται να καθορίσει τον τρόπο εκτιμήσεως του υπέρτατου συμφέροντος του παιδιού στο πλαίσιο διαδικασίας διεθνούς προστασίας, και ιδίως το χρονικό σημείο (ή τα χρονικά σημεία) κατά το οποίο πρέπει να λαμβάνει χώρα η εκτίμηση αυτή και τη μορφή που πρέπει να προσλαμβάνει, υπό την επιφύλαξη της τηρήσεως του άρθρου 24 του Χάρτη καθώς και των διατάξεων που υπομνήσθηκαν στις σκέψεις 75 έως 79 της παρούσας αποφάσεως.

81      Συναφώς, διευκρινίζεται, αφενός, ότι, σύμφωνα με το άρθρο 51, παράγραφος 1, του Χάρτη, τα κράτη μέλη οφείλουν να τηρούν το άρθρο 24, παράγραφος 2, του Χάρτη όταν εφαρμόζουν το δίκαιο της Ένωσης και, επομένως, και όταν εξετάζουν «μεταγενέστερη αίτηση», κατά την έννοια του άρθρου 2, στοιχείο ιζʹ, της οδηγίας 2013/32. Αφετέρου, δεδομένου ότι το άρθρο 40, παράγραφος 2, της οδηγίας αυτής δεν διακρίνει μεταξύ πρώτης αίτησης για διεθνή προστασία και «μεταγενέστερης αίτησης» όσον αφορά τη φύση των στοιχείων ή των πορισμάτων βάσει των οποίων μπορεί να αποδειχθεί ότι ο αιτών πληροί τις προϋποθέσεις για να χαρακτηριστεί ως δικαιούχος διεθνούς προστασίας δυνάμει της οδηγίας 2011/95, η αξιολόγηση των πραγματικών περιστατικών και των περιστάσεων προς στήριξη των αιτήσεων αυτών πρέπει, σε αμφότερες τις περιπτώσεις, να διενεργείται σύμφωνα με το άρθρο 4 της οδηγίας 2011/95 [απόφαση της 10ης Ιουνίου 2021, Staatssecretaris van Justitie en Veiligheid (Νέα στοιχεία ή πορίσματα), C‑921/19, EU:C:2021:478, σκέψη 40].

82      Όσον αφορά το ζήτημα εάν και, ενδεχομένως, με ποιον τρόπο πρέπει να συνεκτιμάται η ύπαρξη βλάβης την οποία φέρεται να υπέστη ανήλικος λόγω της μακράς διαμονής του σε κράτος μέλος και της αβεβαιότητας σχετικά με την υποχρέωσή του επιστροφής, οι οποίες δύνανται να καταλογιστούν στο κράτος μέλος που είναι υπεύθυνο για την εξέταση της υποβληθείσας από τον ανήλικο αιτήσεως διεθνούς προστασίας, επισημαίνεται ότι, σύμφωνα και με το αιτούν δικαστήριο, δεν εναπόκειται στις αρμόδιες εθνικές αρχές να εκτιμήσουν την ύπαρξη μιας τέτοιας βλάβης στο πλαίσιο διαδικασίας σκοπός της οποίας είναι να διαπιστωθεί εάν το ενδιαφερόμενο πρόσωπο έχει βάσιμο φόβο ότι θα διωχθεί σε περίπτωση που επιστρέψει στη χώρα καταγωγής του λόγω της ιδιότητάς του ως «μέλους ιδιαίτερης κοινωνικής ομάδας», κατά την έννοια του άρθρου 10, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, της οδηγίας 2011/95.

83      Εντούτοις, μια μακρά διαμονή σε κράτος μέλος, κυρίως όταν συμπίπτει με περίοδο κατά την οποία ανήλικος αιτών διαμόρφωσε την ταυτότητά του, μπορεί, δυνάμει του άρθρου 4, παράγραφος 3, της οδηγίας αυτής, ερμηνευόμενου υπό το πρίσμα του άρθρου 24, παράγραφος 2, του Χάρτη, να λαμβάνεται υπόψη για τους σκοπούς της αξιολόγησης αιτήσεως διεθνούς προστασίας στηριζόμενης σε λόγο δίωξης όπως «η ιδιότητα μέλους ιδιαίτερης κοινωνικής ομάδας», κατά την έννοια του άρθρου 10, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, της οδηγίας 2011/95.

84      Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, στο πρώτο σκέλος του τρίτου προδικαστικού ερωτήματος και στο τέταρτο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 24, παράγραφος 2, του Χάρτη έχει την έννοια ότι αντιτίθεται στο να αποφαίνεται η αρμόδια εθνική αρχή επί αιτήσεως διεθνούς προστασίας υποβληθείσας από ανήλικο χωρίς να έχει προσδιορίσει κατά τρόπο συγκεκριμένο το υπέρτατο συμφέρον του εν λόγω ανηλίκου, στο πλαίσιο εξατομικευμένης εκτίμησης.

 Επί του πέμπτου προδικαστικού ερωτήματος

85      Με το πέμπτο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί εάν το άρθρο 7 του Χάρτη, ερμηνευόμενο σε συνδυασμό με το άρθρο 24, παράγραφος 2, του Χάρτη, έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε «εθνική νομική πρακτική» κατά την οποία επιτρέπεται να λαμβάνονται υπόψη «οι εκ του νόμου προβλεπόμενοι λόγοι» στο πλαίσιο της εξετάσεως μιας πρώτης αιτήσεως διεθνούς προστασίας, αλλά όχι στο πλαίσιο της εξετάσεως μιας «μεταγενέστερης αιτήσεως», κατά την έννοια του άρθρου 2, στοιχείο ιζʹ, της οδηγίας 2013/32.

86      Πλην όμως, για τους λόγους που εκτέθηκαν στις σκέψεις 66 έως 68 της παρούσας αποφάσεως και όπως επισημαίνει, κατ’ ουσίαν, ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 73 των προτάσεών του, το πέμπτο προδικαστικό ερώτημα είναι απαράδεκτο καθόσον ουδόλως συνδέεται με τη διαφορά της κύριας δίκης.

 Επί των δικαστικών εξόδων

87      Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τμήμα μείζονος συνθέσεως) αποφαίνεται:

1)      Το άρθρο 10, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, και παράγραφος 2, της οδηγίας 2011/95/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Δεκεμβρίου 2011, σχετικά με τις απαιτήσεις για την αναγνώριση των υπηκόων τρίτων χωρών ή των απάτριδων ως δικαιούχων διεθνούς προστασίας, για ένα ενιαίο καθεστώς για τους πρόσφυγες ή για τα άτομα που δικαιούνται επικουρική προστασία και για το περιεχόμενο της παρεχόμενης προστασίας,

έχει την έννοια ότι:

ανάλογα με τις συνθήκες που επικρατούν στη χώρα καταγωγής τους, μπορεί να θεωρηθεί ότι οι γυναίκες υπήκοοι της χώρας αυτής, συμπεριλαμβανομένων των ανήλικων κοριτσιών, οι οποίες έχουν ως κοινό χαρακτηριστικό ότι, κατά τη διάρκεια της διαμονής τους σε κράτος μέλος, ταυτίστηκαν πραγματικά με τη θεμελιώδη αξία της ισότητας μεταξύ γυναικών και ανδρών έχουν την ιδιότητα μέλους «ιδιαίτερης κοινωνικής ομάδας», ιδιότητα η οποία αποτελεί «λόγο δίωξης» ικανό να οδηγήσει στην αναγνώριση του καθεστώτος πρόσφυγα.

2)      Το άρθρο 24, παράγραφος 2, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης

έχει την έννοια ότι:

αντιτίθεται στο να αποφαίνεται η αρμόδια εθνική αρχή επί αιτήσεως διεθνούς προστασίας υποβληθείσας από ανήλικο χωρίς να έχει προσδιορίσει κατά τρόπο συγκεκριμένο το υπέρτατο συμφέρον του εν λόγω ανηλίκου, στο πλαίσιο εξατομικευμένης εκτίμησης.

(υπογραφές)


*      Γλώσσα διαδικασίας: η ολλανδική.