Language of document : ECLI:EU:T:2011:186

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τρίτο τμήμα)

της 15ης Απριλίου 2011 (*)

«Πρόγραμμα PHARE – “Ανανεώσιμα κεφάλαια” που έλαβε η Τσεχική Δημοκρατία – Επιστροφή των καταβληθέντων ποσών – Απόφαση της Επιτροπής περί εισπράξεως των οφειλομένων μέσω συμψηφισμού – Νομική βάση – Διαφορετικές έννομες τάξεις – Έννοια του βέβαιου και εκκαθαρισμένου χαρακτήρα της απαιτήσεως – Υποχρέωση αιτιολογήσεως»

Στην υπόθεση T‑465/08,

Τσεχική Δημοκρατία, εκπροσωπούμενη από τον M. Smolek,

προσφεύγουσα,

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπούμενης από τον P. van Nuffel, τον F. Dintilhac και τη Z. Malůšková,

καθής,

με αντικείμενο αίτηση ακυρώσεως της αποφάσεως της Επιτροπής, της 7ης Αυγούστου 2008, για τον συμψηφισμό των απαιτήσεων της Επιτροπής με τις οφειλές της Τσεχικής Δημοκρατίας στο πλαίσιο των «ανανεώσιμων κεφαλαίων» του προγράμματος PHARE,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τρίτο τμήμα),

συγκείμενο από τον J. Azizi, πρόεδρο, την E. Cremona και τον S. Frimodt Nielsen (εισηγητή), δικαστές,

γραμματέας: K. Andová, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 17ης Σεπτεμβρίου 2010,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Το νομικό πλαίσιο

 Η Συνθήκη ΕΚ

1        Κατά το άρθρο 274 ΕΚ:

«Η Επιτροπή εκτελεί τον προϋπολογισμό, σύμφωνα με τις διατάξεις του κανονισμών που εκδίδονται σε εκτέλεση του άρθρου 279 [ΕΚ …]»

2        Το άρθρο 292 ΕΚ προβλέπει:

«Τα κράτη μέλη αναλαμβάνουν την υποχρέωση να μη ρυθμίζουν διαφορές σχετικές με την ερμηνεία ή την εφαρμογή της παρούσας συνθήκης κατά τρόπο διάφορο από εκείνον που προβλέπει η συνθήκη.»

 B –   Πράξη περί των όρων προσχωρήσεως

3        Το άρθρο 2 της Πράξεως περί των όρων προσχωρήσεως της Τσεχικής Δημοκρατίας, της Δημοκρατίας της Εσθονίας, της Κυπριακής Δημοκρατίας, της Δημοκρατίας της Λεττονίας, της Δημοκρατίας της Λιθουανίας, της Δημοκρατίας της Ουγγαρίας, της Δημοκρατίας της Μάλτας, της Δημοκρατίας της Πολωνίας, της Δημοκρατίας της Σλοβενίας και της Σλοβακικής Δημοκρατίας και των προσαρμογών των συνθηκών επί των οποίων βασίζεται η Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ 2003, L 236, σ. 33) (στο εξής: Πράξη περί των όρων προσχωρήσεως) προβλέπει:

«Από την ημερομηνία προσχώρησης, οι διατάξεις των αρχικών συνθηκών και οι πριν από την προσχώρηση θεσπισθείσες πράξεις των οργάνων και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας δεσμεύουν τα νέα κράτη μέλη και εφαρμόζονται σε αυτά, υπό τους όρους που προβλέπονται στις συνθήκες αυτές και στην παρούσα πράξη.»

4        Κατά το άρθρο 10 της Πράξεως περί των όρων προσχωρήσεως:

«Η εφαρμογή των αρχικών συνθηκών και των πράξεων που εξεδόθησαν από τα όργανα υπόκεινται, μεταβατικώς, στις διατάξεις περί παρεκκλίσεων που προβλέπονται στην παρούσα πράξη.»

5        Το άρθρο 33 της Πράξεως περί των όρων προσχωρήσεως ορίζει:

«1. Από την ημερομηνία προσχωρήσεως, την προκήρυξη, σύναψη και εκτέλεση των συμβάσεων και τις πληρωμές για προενταξιακή βοήθεια στο πλαίσιο του προγράμματος PHARE […] διαχειρίζονται φορείς εφαρμογής στα νέα κράτη μέλη.

[…]

2. Οι συνολικές δημοσιονομικές δεσμεύσεις που αναλαμβάνονται πριν από την προσχώρηση στο πλαίσιο των προενταξιακών χρηματοδοτικών μέσων της παραγράφου 1, συμπεριλαμβανομένης της ανάληψης και της καταγραφής των διαφόρων μεταγενέστερων νομικών δεσμεύσεων και των πληρωμών που καταβάλλονται μετά την προσχώρηση, συνεχίζουν να διέπονται από τους κανόνες και τους κανονισμούς των προενταξιακών χρηματοδοτικών μέσων και να καταλογίζονται στα αντίστοιχα κεφάλαια του προϋπολογισμού μέχρι το κλείσιμο των σχετικών προγραμμάτων και έργων. Μολαταύτα, οι διαδικασίες κρατικών συμβάσεων που άρχισαν μετά την προσχώρηση, διεκπεραιώνονται σύμφωνα με τις σχετικές πράξεις της Ένωσης.»

 Συμφωνία-πλαίσιο μεταξύ της Κυβερνήσεως της Τσεχικής Δημοκρατίας και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής σχετικά με τη συμμετοχή της Τσεχικής Δημοκρατίας στο πρόγραμμα ενισχύσεως της Ευρωπαϊκής Κοινότητας

6        Το άρθρο 1 της συμφωνίας-πλαισίου της 12ης Μαρτίου και της 12ης Ιουλίου 1996 η οποία συνήφθη μεταξύ της Κυβερνήσεως της Τσεχικής Δημοκρατίας και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής όσον αφορά τη συμμετοχή της Τσεχικής Δημοκρατίας στο πρόγραμμα ενισχύσεως της Ευρωπαϊκής Κοινότητας (207/1997 Sb.) (στο εξής: συμφωνία-πλαίσιο του 1996), η οποία αντικατέστησε τη συμφωνία-πλαίσιο που είχε συναφθεί στις 7 Νοεμβρίου 1990 με την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Τσεχίας και Σλοβακίας, ορίζει:

«Για τους σκοπούς της πληρέστερης συνεργασίας μεταξύ των συμβαλλόμενων μερών και για την υποστήριξη της διαδικασίας μεταρρυθμίσεως και οικονομικής και κοινωνικής ανάπτυξης στην Τσεχική Δημοκρατία, τα συμβαλλόμενα μέρη συμφώνησαν να λάβουν μέτρα στον οικονομικό και τεχνικό τομέα, καθώς και άλλες μορφές συνεργασίας, όπως ορίζονται στον προπαρατεθέντα κανονισμό. Τα μέτρα αυτά θα χρηματοδοτηθούν και θα υλοποιηθούν στο τεχνικό, νομικό και διοικητικό πλαίσιο που ορίζεται στην παρούσα συμφωνία. Οι ειδικότερες λεπτομέρειες κάθε μέτρου (ή συνόλου μέτρων) θα καθορίζονται με πρωτόκολλο που εγκρίνεται από τα δύο συμβαλλόμενα μέρη [με τίτλο το χρηματοδοτικό πρωτόκολλο], υπόδειγμα του οποίου επισυνάπτεται στο προσάρτημα C.»

7        Σε εφαρμογή αυτών των συμφωνιών-πλαισίων, διάφορα χρηματοδοτικά πρωτόκολλα καθόρισαν τις ακριβείς προϋποθέσεις χρηματοδοτήσεως των ακόλουθων σχεδίων:

–        το χρηματοδοτικό πρωτόκολλο της 1ης Οκτωβρίου 1991, για το σχέδιο T9106·

–        το χρηματοδοτικό πρωτόκολλο της 5ης Νοεμβρίου 1992, για το σχέδιο CS9203·

–        το χρηματοδοτικό πρωτόκολλο της 1ης Φεβρουαρίου 1994, για το σχέδιο CZ9302.

8        Το άρθρο 5 της συμφωνίας-πλαισίου του 1996 ορίζει:

«Κάθε διαφορά σχετικά με την παρούσα συμφωνία η οποία δεν είναι δυνατόν να επιλυθεί μέσω διαπραγματεύσεων θα υποβάλλεται σε διαιτησία όπως ορίζεται στο προσάρτημα B.»

9        Το άρθρο 18, παράγραφος 1, του προσαρτήματος A της συμφωνίας-πλαισίου του 1996 προβλέπει:

«Κάθε ζήτημα που αφορά την εφαρμογή ή την ερμηνεία του χρηματοδοτικού πρωτοκόλλου ή των γενικών όρων θα αποτελέσει αντικείμενο διαπραγμάτευσης μεταξύ του δικαιούχου και της Επιτροπής και, εν ανάγκη, θα τροποποιηθεί το χρηματοδοτικό πρωτόκολλο.»

10      Βάσει του προσαρτήματος B της συμφωνίας-πλαισίου του 1996:

«Κάθε διαφορά μεταξύ των συμβαλλομένων μερών στο πλαίσιο της συμφωνίας-πλαισίου ή ενός χρηματοδοτικού πρωτοκόλλου, η οποία δεν επιλύεται με τις διαδικασίες που προβλέπονται στο άρθρο 18 των σχετικών με το χρηματοδοτικό πρωτόκολλο γενικών όρων, θα υποβάλλεται σε διαιτητικό δικαστήριο σύμφωνα με τις ακόλουθες διατάξεις.

Τα μέρη της διαιτητικής αυτής διαδικασίας θα είναι, αφενός, ο δικαιούχος, και, αφετέρου, η Επιτροπή.

Το διαιτητικό δικαστήριο θα αποτελείται από τρεις διαιτητές, οι οποίοι διορίζονται ως εξής:

–        ένας διαιτητής ορίζεται από τον δικαιούχο,

–        ο δεύτερος διαιτητής διορίζεται από την Επιτροπή, και

–        ο τρίτος [...] διαιτητής ορίζεται με κοινή συμφωνία των δύο μερών ή, ελλείψει συμφωνίας, από τον Γενικό Γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών.

Εάν ένα μέρος δεν ορίσει διαιτητή, ο διαιτητής διορίζεται από τον [τρίτο διαιτητή].»

 Η Σύμβαση της Βιέννης για το δίκαιο των συνθηκών

11      Το άρθρο 59, παράγραφος 1, της Σύμβασης της Βιέννης για το δίκαιο των συνθηκών, της 23ης Μαΐου 1969 (στο εξής: Σύμβαση της Βιέννης), ορίζει:

«Όταν όλοι οι συμβαλλόμενοι σε προγενέστερη συνθήκη είναι επίσης συμβαλλόμενοι σε μεταγενέστερη συνθήκη, χωρίς η προγενέστερη να έχει περατωθεί ή να έχει ανασταλεί η εφαρμογή της δυνάμει του άρθρου 59, η προγενέστερη συνθήκη εφαρμόζεται στο μέτρο που οι διατάξεις της δεν συγκρούονται προς τις διατάξεις της μεταγενέστερης.»

 E –   Ο κανονισμός (ΕΚ) 1266/1999

12      Το άρθρο 11, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΚ) 1266/1999 του Συμβουλίου, της 21ης Ιουνίου 1999, σχετικά με τον συντονισμό της βοήθειας προς τις υποψήφιες χώρες στο πλαίσιο της προενταξιακής στρατηγικής και με την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΟΚ) 3906/89 (ΕΕ L 161, σ. 68), προβλέπει:

«Η Επιτροπή υλοποιεί την κοινοτική βοήθεια σύμφωνα με τους κανόνες διαφάνειας και με τις διατάξεις του δημοσιονομικού κανονισμού ο οποίος εφαρμόζεται στον γενικό προϋπολογισμό των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, ιδίως κατά το άρθρο του 114.»

 ΣΤ – Ο δημοσιονομικός κανονισμός

13      Το άρθρο 71, παράγραφοι 1 και 2, του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) 1605/2002 του Συμβουλίου, της 25ης Ιουνίου 2002, για τη θέσπιση του δημοσιονομικού κανονισμού που έχει εφαρμογή στον γενικό προϋπολογισμό των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΕΕ L 248, σ. 1) (στο εξής: δημοσιονομικός κανονισμός), ορίζει:

«1. Βεβαίωση μιας απαιτήσεως είναι η πράξη με την οποία ο κύριος ή δευτερεύων διατάκτης:

α) επαληθεύει την ύπαρξη των οφειλών του οφειλέτη·

β) προσδιορίζει ή επαληθεύει την ύπαρξη και το ποσό της οφειλής·

γ) επαληθεύει τους όρους υπό τους οποίους η οφειλή καθίσταται απαιτητή.

2. Οι ίδιοι πόροι που αποδίδονται στην Επιτροπή καθώς και κάθε απαίτηση που προσδιορίζεται ως βεβαία, εκκαθαρισμένη και απαιτητή πρέπει να βεβαιώνονται με ένταλμα εισπράξεως εγχειριζόμενο στον υπόλογο, ακολουθούμενο από χρεωστικό σημείωμα προς τον οφειλέτη, τα οποία εκδίδονται και τα δύο από τον αρμόδιο διατάκτη.»

14      Κατά το άρθρο 73, παράγραφος 1, του δημοσιονομικού κανονισμού:

«Ο υπόλογος αναλαμβάνει την εκτέλεση των ενταλμάτων εισπράξεως των απαιτήσεων που έχουν εκδοθεί κατά τα δέοντα από τον αρμόδιο διατάκτη. Οφείλει δε να επιδεικνύει επιμέλεια με σκοπό την εξασφάλιση της εισπράξεως των εσόδων των Κοινοτήτων και να φροντίζει για τη διαφύλαξη των δικαιωμάτων των Κοινοτήτων.

Ο υπόλογος προβαίνει σε είσπραξη κατά συμψηφισμό και κατά το οφειλόμενο ποσό των απαιτήσεων των Κοινοτήτων έναντι κάθε οφειλέτη ο οποίος είναι ο ίδιος κάτοχος απαιτήσεως βεβαίας, εκκαθαρισμένης και απαιτητής έναντι των Κοινοτήτων.»

15      Το άρθρο 76, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, του δημοσιονομικού κανονισμού ορίζει:

«Η δημοσιονομική δέσμευση έγκειται στην πράξη κράτησης των πιστώσεων που είναι αναγκαίες για την εκτέλεση μεταγενέστερων πληρωμών προς εκπλήρωση νομικής δέσμευσης.»

16      Το άρθρο 76, παράγραφος 2, πρώτο και δεύτερο εδάφιο, του δημοσιονομικού κανονισμού προβλέπει:

«Η δημοσιονομική δέσμευση είναι ατομική εφόσον ο δικαιούχος και το ποσό της δαπάνης έχουν προσδιορισθεί.

Η δημοσιονομική δέσμευση είναι συνολική εφόσον τουλάχιστον ένα από τα στοιχεία που είναι απαραίτητα για τον καθορισμό της ατομικής δέσμευσης δεν έχει προσδιορισθεί.»

 Ο εκτελεστικός κανονισμός

17      Το άρθρο 7, παράγραφοι 1, 1α και 3, του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) 2342/2002 της Επιτροπής, της 23ης Δεκεμβρίου 2002, για τη θέσπιση των κανόνων εφαρμογής του δημοσιονομικού κανονισμού (ΕΕ L 357, σ. 1) (στο εξής: εκτελεστικός κανονισμός), προβλέπει:

«1. Με την επιφύλαξη των ειδικών διατάξεων που απορρέουν από την εφαρμογή των τομεακών ρυθμίσεων, η μετατροπή μεταξύ ευρώ και άλλου νομίσματος από τον αρμόδιο διατάκτη υπολογίζεται με την ημερήσια συναλλαγματική ισοτιμία του ευρώ η οποία δημοσιεύεται στο τεύχος C της Επίσημης Εφημερίδας της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

[…]

1α. Για να μην έχουν οι συναλλαγματικές μετατροπές σημαντική επίδραση στο ύψος της κοινοτικής συγχρηματοδότησης ή αρνητική επίδραση στον κοινοτικό προϋπολογισμό, οι συγκεκριμένες ρυθμίσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1 σχετικά με τις μετατροπές αυτές προβλέπουν, εφόσον συντρέχει περίπτωση, συναλλαγματική ισοτιμία του ευρώ με τα λοιπά νομίσματα που υπολογίζεται με βάση τη μέση ημερήσια τιμή συναλλάγματος μιας δεδομένης περιόδου.

[…]

3. Για τις ανάγκες της λογιστικής που προβλέπεται στα άρθρα 132 έως 137 του δημοσιονομικού κανονισμού, και με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 213 του παρόντος κανονισμού, η μετατροπή μεταξύ ευρώ και άλλου νομίσματος πραγματοποιείται βάσει της μηνιαίας λογιστικής ισοτιμίας του ευρώ. Αυτή η λογιστική ισοτιμία καθορίζεται από τον υπόλογο της Επιτροπής μέσω κάθε κατά τη γνώμη του αξιόπιστης πηγής πληροφοριών, βάσει της ισοτιμίας της προτελευταίας εργάσιμης ημέρας του μήνα που προηγείται εκείνου για τον οποίο προσδιορίζεται η ισοτιμία.»

18      Κατά το άρθρο 78 του εκτελεστικού κανονισμού:

«1. Η βεβαίωση απαιτήσεως από το διατάκτη είναι η αναγνώριση του δικαιώματος των Κοινοτήτων έναντι ενός οφειλέτη και η κατάρτιση του τίτλου με τον οποίο μπορεί να απαιτηθεί από αυτό τον οφειλέτη η πληρωμή της οφειλής του.

2. Το ένταλμα εισπράξεως είναι η πράξη με την οποία ο αρμόδιος διατάκτης δίνει εντολή στον υπόλογο να εισπράξει τη βεβαιωθείσα απαίτηση.

3. Το χρεωστικό σημείωμα είναι η πληροφορία που παρέχεται στον οφειλέτη ότι:

α)      οι Κοινότητες βεβαίωσαν την απαίτηση αυτή·

β)      εάν η καταβολή οφειλής πραγματοποιηθεί πριν από την εκπνοή της ταχθείσας προθεσμίας, δεν οφείλεται τόκος υπερημερίας·

γ)      η μη καταβολή οφειλής κατά την εκπνοή της προθεσμίας που αναφέρεται στο στοιχείο β΄ γεννά τόκους με το επιτόκιο στο οποίο αναφέρεται το άρθρο 86, και με την επιφύλαξη τυχόν εφαρμογής ειδικών κανονιστικών διατάξεων·

δ)      σε περίπτωση μη καταβολή οφειλής κατά την εκπνοή της προθεσμίας που αναφέρεται στο στοιχείο β΄, το αντίστοιχο θεσμικό όργανο πραγματοποιεί την είσπραξη της οφειλής είτε με συμψηφισμό είτε με αναγκαστική εκτέλεση τυχόν εγγύησης που έχει κατατεθεί εκ των προτέρων·

[…]

Το χρεωστικό σημείωμα αποστέλλεται από το διατάκτη στον οφειλέτη, με αντίγραφο στον υπόλογο.»

19      Το άρθρο 79 του εκτελεστικού κανονισμού προβλέπει:

«Προκειμένου να βεβαιώσει απαίτηση, ο αρμόδιος διατάκτης βεβαιώνεται για:

α)      τον βέβαιο χαρακτήρα της απαιτήσεως, η οποία δεν πρέπει να συνοδεύεται από όρους·

β)      τον εκκαθαρισμένο χαρακτήρα της απαιτήσεως, το ποσό της οποίας πρέπει να είναι προσδιορισμένο σε χρήμα και με ακρίβεια·

γ)      τον ληξιπρόθεσμο χαρακτήρα της απαιτήσεως, η οποία δεν πρέπει να υπόκειται σε προθεσμία·

δ)      την ακρίβεια του προσδιορισμού του οφειλέτη·

ε)      την ακρίβεια του καταλογισμού στον προϋπολογισμό των προς είσπραξη ποσών·

στ)      την κανονικότητα των δικαιολογητικών εγγράφων· και

ζ)      τη συμμόρφωση με την αρχή της χρηστής δημοσιονομικής διαχείρισης, ιδίως σύμφωνα με τα κριτήρια που αναφέρονται στο άρθρο 87, παράγραφος 1, στοιχείο α΄.»

20      Δυνάμει του άρθρου 81, παράγραφος 1, του εκτελεστικού κανονισμού:

«Το ένταλμα εισπράξεως αναφέρει:

α)      το οικονομικό έτος καταλογισμού·

β)      τα στοιχεία της πράξεως ή της νομικής δέσμευσης που αποτελεί το γενεσιουργό αίτιο της απαιτήσεως και παρέχει δικαίωμα εισπράξεως·

[…]

δ)      το προς είσπραξη ποσό, εκφρασμένο σε ευρώ·

ε)      το όνομα και τη διεύθυνση του οφειλέτη·

στ)      την εκπνοή της προθεσμίας που αναφέρεται στο άρθρο 78, παράγραφος 3, στοιχείο β΄·

ζ)      τον δυνατό τρόπο εισπράξεως, περιλαμβανομένης ειδικότερα της εισπράξεως με συμψηφισμό ή με εκτέλεση κάθε προϋπάρχουσας εγγύησης.»

21      Το άρθρο 83, παράγραφοι 1 και 2, του εκτελεστικού κανονισμού ορίζει:

«1. Οσάκις ο οφειλέτης έχει έναντι των Κοινοτήτων απαίτηση βεβαία, εκκαθαρισμένη και απαιτητή, και η οποία αναφέρεται σε ποσό προκύπτον από ένταλμα πληρωμής, ο υπόλογος εισπράττει, μετά την εκπνοή της προθεσμίας που αναφέρεται στο άρθρο 78 παράγραφος 3 στοιχείο β΄, τα βεβαιωμένα προς είσπραξη ποσά με συμψηφισμό.

[…]

2. Πριν προβεί σε είσπραξη κατά την παράγραφο 1, ο υπόλογος συμβουλεύεται τον αρμόδιο διατάκτη και ενημερώνει τους εμπλεκόμενους οφειλέτες. Οσάκις οφειλέτης είναι εθνική αρχή ή διοικητική οντότητα κράτους μέλους, ο υπόλογος ενημερώνει το οικείο κράτος μέλος, τουλάχιστον δέκα εργάσιμες ημέρες πριν, σχετικά με την πρόθεσή του να προσφύγει σε είσπραξη μέσω συμψηφισμού. Ωστόσο, σε συμφωνία με το οικείο κράτος μέλος ή την εμπλεκόμενη διοικητική οντότητά του, ο υπόλογος είναι δυνατόν να προβεί σε είσπραξη με συμψηφισμό πριν εκπνεύσει το εν λόγω δεκαήμερο.»

 Ιστορικό της διαφοράς

22      Το πρόγραμμα PHARE είχε ως σκοπό να εξασφαλίσει χρηματοδότηση ενός συνόλου μέτρων στήριξης των οικονομικών και κοινωνικών μεταρρυθμίσεων στις χώρες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης που είναι υποψήφιες για ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Η Ευρωπαϊκή Ένωση καθόρισε τους τομείς στόχους των μέτρων αυτών και, ταυτόχρονα, διαπραγματεύθηκε με τις χώρες αυτές τους κανόνες για την εφαρμογή τους, έτσι ώστε να εξασφαλισθεί η αποτελεσματικότερη χρήση αυτού που ονομάσθηκε «προενταξιακή ενίσχυση».

23      Η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Τσεχίας και της Σλοβακίας εντάχθηκε στο πρόγραμμα PHARE, με βάση τη συμφωνία-πλαίσιο μεταξύ της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Τσεχίας και της Σλοβακίας και της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, της 7ης Δεκεμβρίου 1990. Η συμφωνία αυτή αντικαταστάθηκε, όσον αφορά την Τσεχική Δημοκρατία, από τη συμφωνία-πλαίσιο του 1996, η οποία επικυρώθηκε από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας ως «διεθνής συμφωνία προεδρικού τύπου».

24      Η συμφωνία-πλαίσιο του 1996 καθόρισε το γενικό τεχνικό, νομικό και διοικητικό πλαίσιο της χρηματοδότησης και της καταβολής της ενισχύσεως υπέρ της διαδικασίας των οικονομικών και κοινωνικών μεταρρυθμίσεων και της αναπτύξεως της Τσεχικής Δημοκρατίας.

25      Οι ειδικές συνθήκες κάθε μέτρου καθορίστηκαν στη συνέχεια μεταξύ της Τσεχικής Δημοκρατίας και της Επιτροπής σε συμβατική βάση, υπό τη μορφή «χρηματοδοτικών πρωτοκόλλων», υπόδειγμα των οποίων συμπεριλήφθηκε στο προσάρτημα C της συμφωνίας-πλαισίου του 1996, και «μνημονίων συμφωνίας».

26      Τα «χρηματοδοτικά πρωτόκολλα» καθόριζαν τους βασικούς τομείς της ενισχύσεως που κάλυπτε το πρόγραμμα, τον προϋπολογισμό του, καθώς και τις τεχνικές πτυχές των υλοποιούμενων στο πλαίσιο αυτού του προγράμματος σχεδίων. Τα εν λόγω σχέδια περιγράφονταν λεπτομερώς στα επισυναπτόμενα στα χρηματοδοτικά πρωτόκολλα «ενημερωτικά δελτία».

27      Τα «μνημόνια συμφωνίας», τα οποία είχαν χαρακτήρα διεθνούς συμφωνίας, καθόριζαν εξάλλου τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των συμβαλλομένων μερών στο πλαίσιο του προγράμματος. Κατά κανόνα, τα έγγραφα αυτά απλώς καθόριζαν, τροποποιούσαν ή αποσαφήνιζαν τις διαδικασίες για τη διαχείριση του προγράμματος, καθώς και τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των φορέων που συμμετέχουν στην εφαρμογή του. Ωστόσο, σε αντίθεση με τα χρηματοδοτικά πρωτόκολλα, τα μνημόνια συμφωνίας δεν καθόριζαν το περιεχόμενο του προγράμματος ούτε τις κατευθυντήριες γραμμές και τα θέματα σχετικά με το ύψος της χορηγούμενης για τα σχέδια ενισχύσεως. Τα εν λόγω μνημόνια συμφωνίας συνήφθησαν συγκεκριμένα αποκλειστικά και μόνο για να καταστεί δυνατή η παρέκκλιση από τους κανόνες και τις γενικές συμφωνίες όσον αφορά τις σχέσεις μεταξύ των μερών.

28      Από το 1994 έως το 1996, η Τσεχική Δημοκρατία έλαβε μεταξύ άλλων «ανανεώσιμα κεφάλαια» του προγράμματος PHARE βάσει χρηματοδοτικών πρωτοκόλλων για το σχέδιο T9106 (μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Τσεχίας και της Σλοβακίας) για το σχέδιο CS9203 (ιδιωτικοποίηση, αναδιάρθρωση και ανάπτυξη του ιδιωτικού τομέα) και για το σχέδιο CZ9302 (ανάπτυξη του ιδιωτικού τομέα).

29      Ειδικότερα, το σχέδιο T9106 είχε ως σκοπό την υποστήριξη μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων, ιδίως με την εισαγωγή τους σε θέματα επιχειρηματικότητας, με τη θέσπιση κατάλληλου νομικού πλαισίου και την καθιέρωση μηχανισμών που διευκολύνουν την πρόσβαση στις πιστώσεις. Το σχέδιο CS9203 είχε ως αντικείμενο την ιδιωτικοποίηση της οικονομίας, την αναδιάρθρωση και ανάπτυξη του ιδιωτικού τομέα στην τότε Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Τσεχίας και της Σλοβακίας, ιδίως για τις ευρισκόμενες σε μειονεκτική θέση περιφέρειες. Τέλος, το σχέδιο CZ9302 αφορούσε την αναδιάρθρωση ορισμένων οικονομικών τομέων, και ιδίως του τραπεζικού τομέα, την ανάπτυξη των βιομηχανικών τομέων με εξαγωγικό προσανατολισμό και την υποστήριξη των θεσμικών αλλαγών που απαιτούνται για τη λειτουργία οικονομίας της αγοράς.

30      Την περίοδο από 5 Οκτωβρίου 1994 μέχρι 2 Αυγούστου 1996, η Τσεχική Δημοκρατία έλαβε από την Επιτροπή έξι καταβολές συνολικού ύψους 13 031 971,97 ευρώ.

31      Τα κεφάλαια αυτά διαχειρίστηκε, αρχικά, το Υπουργείο Οικονομίας της Τσεχικής Δημοκρατίας και, στη συνέχεια, το Υπουργείο για την Τοπική Ανάπτυξη. Το δεύτερο ήταν επίσης υπεύθυνο για την αξιοποίησή τους.

32      Η Επιτροπή κοινοποίησε στην Τσεχική Δημοκρατία, με επιστολή υπό τα στοιχεία D(2008)REG 102477, απόφαση με ημερομηνία 28 Μαΐου 2008 (στο εξής: απόφαση της 28ης Μαΐου 2008) με αντικείμενο, στο πλαίσιο των σχεδίων T9106, CS9203 και CZ9302, την επιστροφή συνολικά ποσού 234 480 000 τσεχικών κορωνών (CZK). Ειδικότερα, το ποσό αυτό αντιστοιχούσε σε καταβολές προς τα Regionální fondy, a.s., συνολικού ύψους 144 000 000 CZK, προς το Českomoravský podnikatelský fond, spol. s r.o., ύψους 4 429 000 CZK, και προς το Regionální podnikatelský fond, spol. s r.o., ύψους 86 051 000 CZK. Η απόφαση αυτή συνοδευόταν από χρεωστικό σημείωμα με αριθμό 3230805779 (στο εξής: χρεωστικό σημείωμα).

33      Η απόφαση της 28ης Μαΐου 2008 ελήφθη μετά τη διαπίστωση παρατυπιών στη διαχείριση των κοινοτικών κεφαλαίων, διότι τα κεφάλαια αυτά χρησιμοποιήθηκαν, κατά την Επιτροπή, για σκοπούς διαφορετικούς από αυτούς για τους οποίους χορηγήθηκαν και διότι η διαχείρισή τους δεν έγινε τηρουμένης της αρχής της ορθής δημοσιονομικής διαχειρίσεως.

34      Το χρεωστικό σημείωμα, που έληγε στις 7 Αυγούστου 2008, αφορούσε ποσό ύψους 9 354 130,93 ευρώ που αντιστοιχούσε, κατόπιν μετατροπής, στο ποσό των 234 480 000 CZK, μετατροπή η οποία πραγματοποιήθηκε με συναλλαγματική ισοτιμία βάσει των διατάξεων του άρθρου 7, παράγραφοι 1, 1α και 3, του εκτελεστικού κανονισμού.

35      Ο Υφυπουργός Περιφερειακής Ανάπτυξης της Τσεχικής Δημοκρατίας απηύθυνε, στις 8 Ιουλίου 2008, επιστολή προς την Επιτροπή. Με την εν λόγω επιστολή επικαλέσθηκε, κατ’ ουσίαν, πρόβλημα με τη χρησιμοποιηθείσα ισοτιμία συναλλάγματος, το γεγονός ότι δεν είχε περατωθεί ούτε η διαδικασία έρευνας της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF) ούτε η ποινική διαδικασία ενώπιον των τσεχικών δικαστηρίων και, τέλος, το γεγονός ότι, βάσει της συμφωνίας-πλαισίου μεταξύ της Τσεχικής Δημοκρατίας και της Επιτροπής που διείπε το πρόγραμμα PHARE, όλες οι διαφορές έπρεπε να επιλύονται με διαπραγμάτευση και να υποβάλλονται σε διαιτησία. Ως εκ τούτου, ζητούσε από την Επιτροπή να ακυρώσει το χρεωστικό σημείωμα.

36      Στις 14 Ιουλίου 2008 πραγματοποιήθηκε συνάντηση μεταξύ των μερών.

37      Η Κυβέρνηση της Τσεχικής Δημοκρατίας εξέδωσε, στις 23 Ιουλίου 2008, την απόφαση αριθ. 977 με την οποία αποφάσισε να μην καταβάλει το χρεωστικό σημείωμα, γεγονός για το οποίο η Επιτροπή ενημερώθηκε στις 29 Ιουλίου 2008.

38      Η Επιτροπή απάντησε στην επιστολή αυτή με επιστολή της 4ης Αυγούστου 2008, με την οποία, κατ’ ουσίαν, επανέλαβε τη θέση της.

39      Δεδομένου ότι η Τσεχική Δημοκρατία δεν εκπλήρωσε την υποχρέωσή της να επιστρέψει το ποσό των 9 354 130,93 ευρώ μέχρι τις 7 Αυγούστου 2008, η Επιτροπή αποφάσισε να συμψηφίσει την αξίωσή της με δύο ποσά που όφειλε στην Τσεχική Δημοκρατία στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Ταμείου (FSE), με τα στοιχεία ESF-2003CZ161P0004 και ESF-2003CZ053D0001, συνολικού ύψους 10 814 475,41 ευρώ. Η απόφαση αυτή κοινοποιήθηκε στην Τσεχική Δημοκρατία με επιστολή της 7ης Αυγούστου 2008, με τα στοιχεία BUDG/C3 D (2008)10.5-3956 (στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση).

40      Η Τσεχική Δημοκρατία απηύθυνε επιστολή στην Επιτροπή στις 26 Αυγούστου 2008 εκφράζοντας τη διαφωνία της και επαναλαμβάνοντας κατ’ ουσίαν τα επιχειρήματα που είχε προβάλει με την επιστολή της της 8ης Ιουλίου 2008.

 Αιτήματα των διαδίκων

41      Η Τσεχική Δημοκρατία ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση·

–        να καταδικάσει την Επιτροπή να της καταβάλει το ποσό που συμψηφίσθηκε συνολικού ύψους 9 354 130,93 ευρώ, με τους τόκους υπερημερίας·

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

42      Η Επιτροπή ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή·

–        να καταδικάσει την Τσεχική Δημοκρατία στα δικαστικά έξοδα.

 Σκεπτικό

43      Προς στήριξη της προσφυγής της, η Τσεχική Δημοκρατία προβάλλει τρεις λόγους.

44      Προβάλλει, κατ’ ουσίαν, πρώτον, ότι η Επιτροπή ενήργησε κατά κατάχρηση εξουσίας, καθόσον η εν λόγω απόφαση εκδόθηκε επί εσφαλμένης νομικής βάσεως, δεύτερον, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε κατά παράβαση των προϋποθέσεων συμψηφισμού που τάσσουν ο δημοσιονομικός και ο εκτελεστικός κανονισμός και, τρίτον, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση στερείται αιτιολογίας.

45      Οι δύο πρώτοι λόγοι πρέπει να εξετασθούν από κοινού.

 A –   Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως, που αντλείται από την έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως επί εσφαλμένης νομικής βάσεως, και επί του δεύτερου λόγου, που αντλείται από παράβαση των προϋποθέσεων συμψηφισμού που τάσσουν ο δημοσιονομικός και ο εκτελεστικός κανονισμός

1.     Επιχειρήματα των διαδίκων

46      Με τον πρώτο λόγο ακυρώσεως, η Τσεχική Δημοκρατία προβάλλει, κατ’ ουσίαν, ότι η επίμαχη εν προκειμένω έννομη σχέση σχετικά με τη χρήση των κονδυλίων του προγράμματος PHARE δημιουργήθηκε πριν από την προσχώρησή της στην Ευρωπαϊκή Ένωση, σε εποχή που ήταν τρίτη χώρα από άποψη κοινοτικού δικαίου. Η χρήση πόρων από το πρόγραμμα αυτό διείπετο από κανόνες που περιλαμβάνονταν στις διεθνείς συμφωνίες που είχαν συναφθεί μεταξύ αυτής, ως κυρίαρχου κράτους και υποκειμένου του διεθνούς δικαίου, και της Επιτροπής, εκπροσωπούσας την Κοινότητα, ως διακριτού υποκειμένου του διεθνούς δικαίου.

47      Η Τσεχική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι, μολονότι το κοινοτικό δίκαιο κατέστη δεσμευτικό για αυτήν μετά την ένταξή της στην Ένωση, τούτο ισχύει μόνον εντός των ορίων που καθορίζονται από τη Συνθήκη Προσχωρήσεως και από το άρθρο 2 της Πράξεως περί των όρων προσχωρήσεως.

48      Κατά την Τσεχική Δημοκρατία, η Πράξη περί των όρων προσχωρήσεως τροποποίησε μερικώς τις διεθνείς συμφωνίες για τη χρήση των κονδυλίων του προγράμματος PHARE, όσον αφορά, αφενός, τον καθορισμό των οργάνων των κρατών μελών τα οποία, από την ημερομηνία προσχωρήσεως, διαχειρίζονται τους πόρους που διατίθενται, και, αφετέρου, τους κανόνες που διέπουν την οργάνωση των οριστικών ελέγχων από την Επιτροπή. Ωστόσο, για τους άλλους τομείς, η Πράξη περί των όρων προσχωρήσεως, ιδίως το άρθρο της 33, παράγραφος 2, άφησε ρητώς σε ισχύ το υφιστάμενο νομικό καθεστώς, δηλαδή ένα καθεστώς που δεν υπαγόταν στο πεδίο εφαρμογής της Συνθήκης ΕΚ, όχι μόνο για τις δεσμεύσεις που είχαν αναληφθεί πριν από την προσχώρηση, αλλά και για τις δεσμεύσεις που αναλήφθηκαν κατά την μεταγενέστερη της πράξεως περίοδο.

49      Πάντως, κατά την Τσεχική Δημοκρατία, ο δημοσιονομικός κανονισμός, βάσει του οποίου εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, δεν μπορεί να χαρακτηρισθεί ως κανόνας ή κανονισμός που αφορά τα προενταξιακά χρηματοδοτικά μέσα κατά την έννοια των διατάξεων του άρθρου 33, παράγραφος 2, της Πράξεως περί των όρων προσχωρήσεως.

50      Προβάλλει συγκεκριμένα ότι η έννοια του κανόνα, όπως ορίζεται στο άρθρο 33 της Πράξεως περί των όρων προσχωρήσεως, αφορά τις διεθνείς συμφωνίες που συνάπτει η Ένωση και τα υπό ένταξη κράτη, κατηγορία στην οποία δεν ανήκει ο δημοσιονομικός κανονισμός, και ότι διαπιστώνεται εξάλλου ότι ο κανονισμός αυτός δεν περιλαμβάνεται στον εξαντλητικό κατάλογο των κανονισμών που αναφέρονται στη διάταξη αυτή.

51      Περαιτέρω, ακόμη και αν υποτεθεί ότι ο κατάλογος αυτός δεν είναι εξαντλητικός, ο δημοσιονομικός κανονισμός δεν μπορεί να καταταγεί, λαμβανομένου υπόψη του αντικειμένου του, στην κατηγορία των κανονισμών που αφορούν τα προενταξιακά χρηματοδοτικά μέσα. Συγκεκριμένα, αν οι εν λόγω κανονισμοί έχουν ως αντικείμενο να ορίσουν τους κανόνες σχετικά με την ενίσχυση της Ένωσης προς τις υποψήφιες προς ένταξη χώρες στο πλαίσιο διαφόρων προγραμμάτων, ο δημοσιονομικός κανονισμός θέτει τους κανόνες, αφενός, της ψηφίσεως και εκτελέσεως του γενικού προϋπολογισμού των Κοινοτήτων και, αφετέρου, τους κανόνες της υποβολής και του ελέγχου των λογαριασμών.

52      Η Τσεχική Δημοκρατία υποστηρίζει επομένως, κατ’ ουσίαν, ότι η εφαρμογή του δημοσιονομικού κανονισμού στις δεσμεύσεις από την επίμαχη εν προκειμένω νομική σχέση, οι οποίες εμπίπτουν στο άρθρο 33 της Πράξεως περί των όρων προσχωρήσεως, συνιστά παράβαση των εν λόγω διατάξεων.

53      Η Τσεχική Δημοκρατία προβάλλει, περαιτέρω, κατ’ ουσίαν, ότι το άρθρο 155 του δημοσιονομικού κανονισμού, όπως ισχύει σήμερα, δεν αναφέρεται πλέον στα προενταξιακά κονδύλια, οπότε ο εν λόγω κανονισμός δεν έχει εφαρμογή σ’ αυτά. Υποστηρίζει επίσης ότι, μολονότι το άρθρο 155, όπως είχε προγενεστέρως, παρείχε τη δυνατότητα εφαρμογής του δημοσιονομικού κανονισμού στις έννομες σχέσεις που υφίσταντο μεταξύ της Ένωσης και των τρίτων χωρών, η δυνατότητα αυτή τελούσε υπό την αίρεση της υπάρξεως συμφωνίας μεταξύ των ενδιαφερομένων μερών.

54      Εξάλλου, η Τσεχική Δημοκρατία προβάλλει ότι το άρθρο 73 του δημοσιονομικού κανονισμού, το οποίο απευθύνεται στον υπόλογο της Ένωσης, προβλέπει συμψηφισμό μόνον προς όφελος δικό της. Υποστηρίζει έτσι ότι ο υπόλογος της Ένωσης μπορεί να προβεί σε συμψηφισμό μόνον υπό την προϋπόθεση, αφενός, ότι το οικείο κράτος είναι κράτος μέλος και, αφετέρου, ότι πρόκειται για υποχρέωση που απορρέει από το γεγονός ότι το εν λόγω κράτος ανήκει στην Ένωση και εμπίπτει στον δημοσιονομικό κανονισμό. Συνεπώς, ο υπόλογος της Ένωσης δεν μπορεί να προβεί σε τέτοιου είδους συμψηφισμό όταν πρόκειται για τρίτες χώρες, χωρίς η δυνατότητα αυτή να έχει προηγουμένως αποφασισθεί. Πάντως, ούτε στη συμφωνία-πλαίσιο του 1996 ούτε στα χρηματοδοτικά πρωτόκολλα ή στα μνημόνια συμφωνίας προβλέπεται μέθοδος συμψηφισμού. Περαιτέρω, ο συμψηφισμός δεν είναι ένας γενικά αναγνωρισμένος από το διεθνές δίκαιο κανόνας.

55      Η Τσεχική Δημοκρατία ισχυρίζεται εξάλλου ότι η συμφωνία-πλαίσιο του 1996, καθώς και τα χρηματοδοτικά πρωτόκολλα και τα μνημόνια συμφωνίας περιλαμβάνουν διατάξεις για τη διευθέτηση των διαφορών που προέκυψαν από την υλοποίηση προενταξιακής ενισχύσεως, οι οποίες προβλέπουν, σε κατάσταση όπως η προκείμενη, την υποχρέωση αμοιβαίων διαβουλεύσεων καθώς και, ενδεχομένως, την μετέπειτα προσφυγή σε διαδικασία διαιτησίας.

56      Η Τσεχική Δημοκρατία προβάλλει ότι οι κανόνες αυτοί εξακολουθούν να έχουν εφαρμογή. Επομένως, ένας τέτοιος μηχανισμός δεν παρέχει τη δυνατότητα μονομερούς ρυθμίσεως των διαφορών μεταξύ των μερών μέσω, π.χ., αποφάσεως της Επιτροπής σχετικά με την ύπαρξη ή το ύψος απαιτήσεως του προϋπολογισμού της Ένωσης, ή, ακόμη, αποφάσεως της Επιτροπής για την είσπραξη της εν λόγω απαιτήσεως με συμψηφισμό.

57      Η Τσεχική Δημοκρατία προβάλλει ότι πρόκειται, συναφώς, για εξαίρεση από τον δεσμευτικό χαρακτήρα του κοινοτικού δικαίου για τα κράτη μέλη μετά την προσχώρησή τους στην Ευρωπαϊκή Ένωση.

58      Υπενθυμίζει ότι, με την απόφαση της 10ης Ιανουαρίου 2006, C‑302/04, Ynos (Συλλογή 2006, σ. I‑371, σκέψεις 36 και 37), το Δικαστήριο έκρινε ότι το κοινοτικό δίκαιο μπορεί να εφαρμοστεί σε νέο κράτος μέλος μόνον από την ημερομηνία της προσχωρήσεώς του στην Ένωση και μόνο στον βαθμό που τα καθοριστικά γεγονότα για την έκβαση της διαφοράς έλαβαν χώρα μετά την προσχώρηση.

59      Πάντως, κατά την Τσεχική Δημοκρατία, η κοινοτική νομοθεσία κατέστη δεσμευτική για αυτήν εντός των ορίων που προβλέπονται στη Συνθήκη Προσχωρήσεως και στο άρθρο 2 της Πράξεως περί των όρων προσχωρήσεως.

60      Οι προϋποθέσεις αυτές λαμβάνουν τη μορφή εξαιρέσεων, προσωρινών ή μονίμων, στη δυνατότητα εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου σε ορισμένους τομείς, είτε πρόκειται για πρωτογενές είτε για παράγωγο δίκαιο. Πάντως, κατά την Τσεχική Δημοκρατία, οι εξαιρέσεις αυτές προβλέφθηκαν όσον αφορά την προενταξιακή ενίσχυση, διότι ο προηγούμενος μηχανισμός διευθετήσεως των διαφορών παρέμεινε σε ισχύ.

61      Η Τσεχική Δημοκρατία υποστηρίζει έτσι ότι η εφαρμογή του δημοσιονομικού κανονισμού έρχεται σε ευθεία αντίθεση με τους μηχανισμούς που προβλέπονται σε περίπτωση διαφοράς όσον αφορά την εφαρμογή της συμφωνίας-πλαισίου του 1996.

62      Η Τσεχική Δημοκρατία αμφισβητεί επίσης την άποψη της Επιτροπής κατά την οποία η συμφωνία-πλαίσιο του 1996 δεν έχει εφαρμογή ως προς όλα τα σημεία της υπό το πρίσμα του άρθρου 30, παράγραφος 3, της Συμβάσεως της Βιέννης.

63      Κατά την Τσεχική Δημοκρατία, η Σύμβαση της Βιέννης έχει εφαρμογή μόνο στις συνθήκες μεταξύ κρατών, δεδομένου ότι παρόμοιοι κανόνες σχετικοί με τις συμβάσεις μεταξύ κρατών και διεθνών οργανισμών δεν έχουν θεσπιστεί σε διεθνές επίπεδο. Περαιτέρω, το άρθρο 30, παράγραφος 3, της Συμβάσεως της Βιέννης προϋποθέτει ότι στην προγενέστερη και στη μεταγενέστερη συνθήκη συμμετέχουν τα ίδια συμβαλλόμενα μέρη. Όμως, η Επιτροπή, ενεργώντας κατά τον χρόνο εκείνο για την Ευρωπαϊκή Κοινότητα και στο όνομά της, υπήρξε συμβαλλόμενο μέρος στη συμφωνία-πλαίσιο του 1996, ενώ ούτε η Επιτροπή ούτε η Ευρωπαϊκή Κοινότητα υπήρξαν στη συνέχεια συμβαλλόμενα μέρη στη Συνθήκη Προσχωρήσεως. Επιπροσθέτως, εάν υποτεθεί ότι ο κανόνας που εκφράζεται στο άρθρο 30, παράγραφος 3, της Συμβάσεως της Βιέννης αποτελεί διεθνές έθιμο, τα υποκείμενα του διεθνούς δικαίου μπορούν, στις αμοιβαίες σχέσεις τους, να συμφωνούν ότι, στο πλαίσιο της εφαρμογής της μεταγενέστερης συνθήκης, οι κανόνες που απορρέουν από την προγενέστερη συνθήκη θα εξακολουθούν να ισχύουν για ορισμένες νομικές σχέσεις. Ως εκ τούτου, οι κανόνες αυτοί αποκλείουν τη δυνατότητα εφαρμογής συγκρουόμενων ή αντιφατικών διατάξεων της μεταγενέστερης συνθήκης. Σε αντίθετη περίπτωση, η συμφωνία δεν θα είχε επί του σημείου αυτού κανένα νόημα και θα ερχόταν σε αντίθεση με τη γενική αρχή του διεθνούς δικαίου ότι οι συνθήκες πρέπει να γίνονται σεβαστές.

64      Επομένως, κατά την Τσεχική Δημοκρατία, οι συμβατικά τεθέντες κανόνες για τη διευθέτηση των διαφορών που αφορούν την προενταξιακή ενίσχυση έχουν εφαρμογή, ακόμη και μετά την προσχώρηση στην Ένωση, και αντιβαίνουν στην εφαρμογή ενός άλλου μηχανισμού, δηλαδή του μονομερούς συμψηφισμού που προβλέπει ο δημοσιονομικός κανονισμός.

65      Επομένως, κατ’ αυτήν, δεν μπορεί να έχει εφαρμογή η αρχή βάσει της οποίας επιτρέπεται οτιδήποτε δεν απαγορεύεται από το διεθνές δίκαιο στην περίπτωση που τα μέρη συμφώνησαν συγκεκριμένο καθεστώς για τις αμοιβαίες σχέσεις τους. Ο συμψηφισμός απαγορεύεται εξάλλου εμμέσως, δεδομένου ότι αντιβαίνει στις συμβατικές διαδικασίες για την επίλυση διαφορών.

66      Η Τσεχική Δημοκρατία προσθέτει ότι το άρθρο 307 ΕΚ επιτρέπει ρητώς τη διατήρηση σε ισχύ των υφιστάμενων συνθηκών που έχουν συναφθεί από κράτη μέλη πριν από την ημερομηνία της προσχωρήσεώς τους στην Ένωση, εφόσον δεν αντιβαίνουν στην κοινοτική νομοθεσία. Περαιτέρω, ακόμη και σε μια τέτοια περίπτωση, οι συνθήκες αυτές δεν είναι ipso facto άκυρες. Το άρθρο 307, δεύτερο εδάφιο, ΕΚ προβλέπει συγκεκριμένα τη δυνατότητα σταδιακής εξαλείψεως αυτού του ασυμβίβαστου.

67      Η Τσεχική Δημοκρατία αμφισβητεί επίσης ότι ο συμψηφισμός είναι κανόνας του εθιμικού διεθνούς δικαίου ή γενική αρχή του δημοσίου διεθνούς δικαίου.

68      Εν προκειμένω, ο συμψηφισμός επιχειρείται μεταξύ δύο υποκειμένων του διεθνούς δικαίου που βρίσκονται σε κατάσταση αμοιβαίας ισότητας και, στην περίπτωση αυτή, η δυνατότητα να προβαίνουν μονομερώς σε συμψηφισμό θα έπρεπε να προβλέπεται ρητώς, κατά την Τσεχική Δημοκρατία.

69      Ομοίως, η Τσεχική Δημοκρατία υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι ο συμψηφισμός δεν μπορεί να θεωρηθεί ως γενική αρχή του κοινοτικού δικαίου, στον βαθμό που, αφενός, δεν πρόκειται για αρχή που απορρέει από τις κοινές συνταγματικές παραδόσεις των κρατών μελών και, αφετέρου, η νομολογία στην οποία παραπέμπει η Επιτροπή δεν αναφέρει ότι ο συμψηφισμός αποτελεί μια τέτοια αρχή. Συναφώς, η Τσεχική Δημοκρατία αμφισβητεί την ερμηνεία της Επιτροπής στην απόφαση του Δικαστηρίου της 1ης Μαρτίου 1983, 250/78, DEKA Getreideprodukte κατά ΕΟΚ (Συλλογή 1983, σ. 421).

70      Εξάλλου, η Τσεχική Δημοκρατία εκτιμά ότι η προσέγγιση της Επιτροπής κατά την εφαρμογή της εξωτερικής ενισχύσεως δεσμεύει μόνον την ίδια και όχι την Τσεχική Δημοκρατία, η οποία αποτελούσε τρίτο κράτος σε σχέση με την προενταξιακή ενίσχυση. Επομένως, η Επιτροπή δεν μπορεί να της αντιτάξει τους εσωτερικούς κανόνες της σχετικά με την εκτέλεση του προϋπολογισμού. Για να μπορεί να αντιτάξει τους κανόνες αυτούς, θα έπρεπε η Τσεχική Δημοκρατία να έχει συναινέσει να υπόκειται σε αυτούς με τη συμφωνία-πλαίσιο του 1996, γεγονός που δεν ισχύει.

71      Η Τσεχική Δημοκρατία προβάλλει επίσης ότι, μολονότι το προοίμιο της συμφωνίας-πλαισίου του 1996 παραπέμπει στον κανονισμό (ΕΟΚ) 3906/89 του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 1989, σχετικά με την οικονομική ενίσχυση υπέρ της Δημοκρατίας της Ουγγαρίας και της Λαϊκής Δημοκρατίας της Πολωνίας (ΕΕ L 375, σ. 11), η εφαρμογή του δημοσιονομικού κανονισμού δεν μπορεί εν προκειμένω να στηριχθεί στο γεγονός αυτό. Συγκεκριμένα, οι μόνες διατάξεις του δημοσιονομικού κανονισμού στις οποίες παραπέμπει ο κανονισμός 3906/89 αφορούν τη δυνατότητα της Επιτροπής να αναθέτει την άσκηση δημόσιας εξουσίας σε ορισμένους οργανισμούς.

72      Εξάλλου, η Τσεχική Δημοκρατία υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι η απόφαση του Πρωτοδικείου της 8ης Οκτωβρίου 2008, T‑122/06, Helkon Media κατά Επιτροπής (που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή), δεν αποκλείει την προσφυγή στην έννοια της κρίσιμης έννομης τάξης όσον αφορά τον συμψηφισμό. Πάντως, εν προκειμένω, η κρίσιμη νομοθεσία δεν προβλέπει έναν τέτοιο μηχανισμό.

73      Επομένως, η Τσεχική Δημοκρατία φρονεί ότι προβαίνοντας σε συμψηφισμό βάσει του άρθρου 73, παράγραφος 1, του δημοσιονομικού κανονισμού, η Επιτροπή υπέπεσε σε κατάχρηση εξουσίας.

74      Όσον αφορά τον δεύτερο λόγο ακυρώσεως, η Τσεχική Δημοκρατία υποστηρίζει κατ’ ουσίαν ότι, ακόμη και αν υποτεθεί ότι ο δημοσιονομικός κανονισμός έχει εφαρμογή εν προκειμένω, δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις που τίθενται όσον αφορά τον αμοιβαίο χαρακτήρα των απαιτήσεων και το βέβαιο της απαιτήσεως που αποτέλεσε αντικείμενο συμψηφισμού.

75      Η Τσεχική Δημοκρατία εκτιμά, συναφώς, ότι μόνον το όργανο διαιτησίας που προβλέπεται από τις προενταξιακές συμφωνίες μπορεί να προσδιορίσει το ποσό ενδεχόμενης απαιτήσεως. Κατ’ αυτήν, από την απόφαση του Δικαστηρίου της 30ής Σεπτεμβρίου 2003, T‑346/02 και T‑347/02, Cableuropa κ.λπ. κατά Επιτροπής (Συλλογή 2003, σ. II‑4251, σκέψη 225), προκύπτει ότι ούτε η Επιτροπή ούτε το Δικαστήριο έχουν τέτοια αρμοδιότητα.

76      Συναφώς, αντικρούει τα επιχειρήματα της Επιτροπής κατά τα οποία θα ήταν αντιφατικό να υποστηριχθεί ότι, εφόσον το Γενικό Δικαστήριο δεν είναι αρμόδιο να αποφανθεί για την ύπαρξη και, ενδεχομένως, τη φύση και το ύψος της απαιτήσεως, δεν μπορεί να αποφανθεί επί του συμψηφισμού και δεν μπορεί επομένως να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση. Η Τσεχική Δημοκρατία εκτιμά, συγκεκριμένα, ότι, ακόμη και αν ο δημοσιονομικός κανονισμός είχε εφαρμογή εν προκειμένω, δεν είναι δυνατόν να αποκλεισθεί η διαδικασία που προβλέπεται από τη συμφωνία-πλαίσιο του 1996 για τον καθορισμό της υπάρξεως και του ύψους των οφειλόμενων ποσών, δηλαδή η προσφυγή στη διαδικασία της διαιτησίας, δεδομένου ότι δεν αρκεί προς τούτο μονομερής απόφαση της Επιτροπής.

77      Η Τσεχική Δημοκρατία προσθέτει ότι είναι αναγκαίο να γίνει διάκριση μεταξύ της εξουσίας εκτιμήσεως του κύρους της προσβαλλομένης αποφάσεως και της εξουσίας διευθετήσεως μιας διαφοράς κατ’ εφαρμογή της συμφωνίας-πλαισίου του 1996. Επομένως, λαμβανομένης υπόψη της διαδικασίας διευθετήσεως των διαφορών βάσει της συμφωνίας-πλαισίου του 1996, το Γενικό Δικαστήριο δεν μπορεί να αποφανθεί επί των ζητημάτων ουσίας όσον αφορά απαίτηση που δημιουργήθηκε βάσει της εν λόγω συμφωνίας.

78      Εν πάση περιπτώσει, η Τσεχική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο, ακόμη και αν θεωρηθεί ότι είναι αρμόδιο να ελέγξει αν πληρούνται οι προϋποθέσεις συμψηφισμού, πρέπει να λάβει υπόψη του ότι οι απαιτήσεις που αποτέλεσαν αντικείμενο του συμψηφισμού διέπονται από διαφορετικές έννομες τάξεις.

79      Υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι η απαίτηση που προβάλλει η Επιτροπή διέπεται στην πραγματικότητα από το διεθνές δίκαιο, γεγονός που δεν μεταβλήθηκε με την προσχώρηση της Τσεχικής Δημοκρατίας στην Ένωση.

80      Αντιθέτως, οι νομικές βάσεις απαιτήσεως της Τσεχικής Δημοκρατίας έναντι της Επιτροπής, η οποία αφορά ενδιάμεσες πληρωμές βάσει των δύο λειτουργικών προγραμμάτων που χρηματοδοτούνται από τα διαρθρωτικά ταμεία, είναι το άρθρο 161 ΕΚ και ο κανονισμός (ΕΚ) 1260/1999 του Συμβουλίου, της 21ης Ιουνίου 1999, περί γενικών διατάξεων για τα διαρθρωτικά Ταμεία (ΕΕ L 161, σ. 1). Η απαίτηση της Τσεχικής Δημοκρατίας, επομένως, διέπεται από την κοινοτική έννομη τάξη.

81      Πάντως, το Δικαστήριο, με την απόφασή του της 10ης Ιουλίου 2003, C‑87/01 P, Επιτροπή κατά CCRE (Συλλογή 2003, σ. I‑7617, σκέψεις 61 και 62), έκρινε ότι συμψηφισμός απαιτήσεων που διέπονται από διαφορετικές έννομες τάξεις χωρεί μόνον εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις αμφοτέρων των εννόμων τάξεων.

82      Συναφώς, η Τσεχική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι το γενικό διεθνές δίκαιο δεν προβλέπει προϋποθέσεις ούτε δυνατότητα συμψηφισμού απαιτήσεων. Ομοίως, η συμφωνία-πλαίσιο του 1996, τα χρηματοδοτικά πρωτόκολλα και οι λοιποί κανόνες που συμφώνησαν ρητώς τα συμβαλλόμενα μέρη ή τροποποίησαν με την Πράξη περί των όρων προσχωρήσεως δεν προβλέπουν προϋποθέσεις ούτε δυνατότητα συμψηφισμού των απαιτήσεων. Η απαίτηση που αξιώνει η Επιτροπή από την Τσεχική Δημοκρατία δεν μπορεί, επομένως, να αποτελέσει αντικείμενο συμψηφισμού.

83      Επιπλέον, η Τσεχική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι η προϋπόθεση της αμοιβαιότητας που προβλέπεται από το άρθρο 73, παράγραφος 1, του δημοσιονομικού κανονισμού δεν περιορίζεται μόνο στην ταυτότητα ως προς τα πρόσωπα του δικαιούχου της απαιτήσεως και του οφειλέτη. Κατ’ αυτήν, πρέπει επίσης να ληφθεί υπόψη η νομική βάση της προς συμψηφισμό απαιτήσεως.

84      Η Τσεχική Δημοκρατία προσθέτει ότι ο όρος της αμοιβαιότητας προϋποθέτει επίσης να ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι οι δύο προς συμψηφισμό απαιτήσεις εκφράζονται σε διαφορετικά νομίσματα. Δεν αμφισβητεί τη δυνατότητα συμψηφισμού των απαιτήσεων αυτών. Υποστηρίζει, ωστόσο, ότι πρέπει να προβλέπονται σαφείς κανόνες για τη μετατροπή των νομισμάτων αυτών. Ωστόσο, αυτό δεν συμβαίνει εν προκειμένω.

85      Όσον αφορά τον βέβαιο χαρακτήρα της επίμαχης απαιτήσεως, η Τσεχική Δημοκρατία προβάλλει ότι η εν λόγω απαίτηση απορρέει από συμφωνία μεταξύ των συμβαλλομένων. Ουδείς εξ αυτών μπορούσε επομένως να επιβάλει απόφαση στον άλλον όσον αφορά τις διαφορές από την εν λόγω σχέση. Διαφορά αυτού του είδους μπορεί, επομένως, να ρυθμιστεί μόνο με συμφωνία των μερών ή με απόφαση ανεξάρτητης αρχής, στο πλαίσιο της διαδικασίας διαιτησίας που προβλέπει η συμφωνία-πλαίσιο του 1996.

86      Πάντως, κατά την Τσεχική Δημοκρατία, η Επιτροπή διαπίστωσε μονομερώς την ύπαρξη και το ύψος της επίμαχης απαιτήσεως. Προβάλλει εξάλλου ότι, στο πλαίσιο της ανταλλαγείσας με την Επιτροπή αλληλογραφίας (επιστολές προς την Επιτροπή της 9ης Ιουλίου 2008 και της 29ης Ιουλίου 2008), αμφισβήτησε τη μέθοδο προσδιορισμού του ύψους του επιστρεπτέου ποσού, καθώς και τις λεπτομέρειες εφαρμογής της συναλλαγματικής ισοτιμίας. Κατά την Τσεχική Δημοκρατία, η εν λόγω ανταλλαγή επιστολών, εφόσον αποσκοπούσε στον φιλικό διακανονισμό της διαφοράς, δεν αντέβαινε στη συμφωνία-πλαίσιο του 1996. Η Τσεχική Δημοκρατία ήταν, ωστόσο, υποχρεωμένη να ασκήσει την παρούσα προσφυγή, λόγω της εκδόσεως από την Επιτροπή της προσβαλλομένης αποφάσεως.

87      Η Τσεχική Δημοκρατία υποστηρίζει περαιτέρω ότι, δεδομένου ότι αμφισβητήθηκε το ύψος της απαιτήσεως, η επίμαχη απαίτηση δεν ήταν βεβαία και δεν μπορούσε επομένως να αποτελέσει αντικείμενο συμψηφισμού.

88      Εξάλλου, η Τσεχική Δημοκρατία ισχυρίζεται ότι δεν έχουν αποδειχθεί οριστικώς οι πλημμέλειες όσον αφορά τη χρήση των οικονομικών πόρων που της είχαν διατεθεί στο πλαίσιο του προγράμματος PHARE. Συγκεκριμένα, παρά το γεγονός ότι η Επιτροπή στηρίζεται κυρίως στην κίνηση της ποινικής διαδικασίας καθώς και στις έρευνες που διεξήγαγε η OLAF, καμία από τις έρευνες αυτές δεν έχει περατωθεί. Κατά την Τσεχική Δημοκρατία, δεν μπορεί συνεπώς να προσδιοριστεί με απόλυτη βεβαιότητα το τελικό ύψος του ποσού που πρέπει να επιστραφεί, τουλάχιστον μέχρι να γίνουν γνωστά τα αποτελέσματα αυτών των ερευνών.

89      Συναφώς, η Τσεχική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι η απόφαση της 28ης Μαΐου 2008 δεν αποτελεί απόδειξη της παράνομης χρήσης των διατεθέντων ποσών. Η Τσεχική Δημοκρατία θεωρεί, συγκεκριμένα, ότι η επιστολή αυτή δεν διευκρινίζει τους λόγους για τους οποίους οι εν λόγω πράξεις θεωρούνται πλημμελείς. Ούτε εξάλλου παρέχει λεπτομέρειες για τους διατεθέντες πόρους τους οποίους αφορούν οι πλημμέλειες αυτές. Περαιτέρω, η Τσεχική Δημοκρατία θεωρεί ότι οι ισχυρισμοί της Επιτροπής σχετικά με τις έρευνες που διεξάγει η OLAF είναι αντιφατικοί.

90      Εν πάση περιπτώσει, κατά την Τσεχική Δημοκρατία, η ενδεχόμενη διαπίστωση ενός εγκλήματος δεν έχει καθοριστική σημασία για την κατανόηση του τρόπου με τον οποίο δαπανήθηκαν οι εν λόγω πόροι ούτε για να κριθεί η ύπαρξη και το ύψος της επίμαχης απαιτήσεως.

91      Περαιτέρω, η Τσεχική Δημοκρατία αμφισβητεί τον τρόπο υπολογισμού του συνολικού ποσού που πρέπει να επιστραφεί. Ισχυρίζεται ότι το εν λόγω ποσό, σε τσεχικές κορώνες, δηλαδή το ποσό των 234 480 000 CZK, αντιστοιχεί στο 69,98 % του συνόλου των πληρωμών προς τις Regionální fondy, a.s., Regionální podnikatelský fond, spol. s r.o., και Českomoravský podnikatelský fond, spol. s r.o, την περίοδο από 5 Οκτωβρίου 1994 έως 2 Αυγούστου 1996, δηλαδή 335 087 448,65 CZK. Καταλήγει ότι το συνολικό ποσό που της ζητείται σε ευρώ πρέπει επίσης να αντιστοιχεί στο 69,98 % του συνόλου των επίμαχων πληρωμών σε ευρώ. Δεδομένου ότι το σύνολο αυτών των πληρωμών ανέρχεται σε 9 839 490 ευρώ, το ποσό που της ζητείται έπρεπε να ανέρχεται σε 6 885 258,25 ευρώ. Ωστόσο, η Τσεχική Δημοκρατία προβάλλει ότι η Επιτροπή ζήτησε την επιστροφή του συνολικού ποσού των 9 354 130,93 ευρώ. Κατά την Τσεχική Δημοκρατία, η μέθοδος υπολογισμού που προτείνει, η οποία είναι η μόνη δυνατή, καθιστά ουδέτερη τη μεταβολή της συναλλαγματικής ισοτιμίας μεταξύ της τσεχικής κορώνας και του ευρώ.

92      Συναφώς, η Τσεχική Δημοκρατία προβάλλει ότι, όταν έλαβε την προενταξιακή ενίσχυση την περίοδο 1994 έως 1996, η τρέχουσα συναλλαγματική ισοτιμία κυμαινόταν εντός περιθωρίου 33,00 και 35,00 CZK για 1 ευρώ. Όμως, η Επιτροπή, για να υπολογίσει το επίμαχο επιστρεπτέο ποσό χρησιμοποίησε την τρέχουσα συναλλαγματική ισοτιμία των 25,067 CZK για 1 ευρώ. Κατά την Τσεχική Δημοκρατία, η προσέγγιση αυτή αγνοεί την οικονομική κατάσταση κατά τον χρόνο που ελήφθησαν και χρησιμοποιήθηκαν τα προενταξιακά κονδύλια. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, η Τσεχική Δημοκρατία θα καταβάλει το ποσό βάσει μεταβαλλόμενων συναλλαγματικών ισοτιμιών. Η Επιτροπή απαιτεί ως εκ τούτου την επιστροφή ποσού του οποίου η αξία σε ευρώ υπερβαίνει το επιστρεπτέο ποσό σε τσεχικές κορώνες. Η Επιτροπή αδικαιολογήτως, επομένως, ωφελείται από την άνοδο της τσεχικής κορώνας έναντι του ευρώ. Η κατάσταση αυτή θα μπορούσε επίσης να χαρακτηριστεί ως αδικαιολόγητος πλουτισμός υπέρ της Ένωσης, εφόσον η Τσεχική Δημοκρατία είναι υποχρεωμένη να επιστρέψει ένα ποσό που υπερβαίνει το ποσό της προενταξιακής ενισχύσεως που έλαβε πραγματικά. Για τον λόγο αυτό, κατά την Τσεχική Δημοκρατία, η μόνη μέθοδος ουδετεροποίησης των συνεπειών της ανόδου της συναλλαγματικής ισοτιμίας της CZK έναντι του ευρώ είναι, αρχικώς, να υπολογισθεί το μέρος της ζητηθείσας επιστροφής, σε τσεχικές κορώνες, σε σχέση με το σύνολο των προενταξιακών ενισχύσεων που έλαβαν τα Regionální fondy, a.s., Regionální podnikatelský fond, spol. s r.o., και το Českomoravský podnikatelský fond, spol. s r.o, επίσης σε τσεχικές κορώνες, και, στη συνέχεια, να εφαρμοστεί το κλάσμα αυτό στο ποσό σε ευρώ που αντιστοιχεί στο συνολικό ποσό των προενταξιακών ενισχύσεων που χορηγήθηκαν στα εν λόγω ταμεία.

93      Η Τσεχική Δημοκρατία υποστηρίζει τέλος ότι ο εκτελεστικός κανονισμός δεν έχει εφαρμογή στις έννομες σχέσεις που δημιουργήθηκαν από τη συμφωνία-πλαίσιο του 1996, οπότε είναι αβάσιμη η καθορισθείσα, εν προκειμένω, από την Επιτροπή συναλλαγματική ισοτιμία.

94      Η Επιτροπή αμφισβητεί το σύνολο των επιχειρημάτων αυτών.

2.     Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

 Ως προς την αρμοδιότητα της Επιτροπής και την εφαρμογή του δημοσιονομικού και του εκτελεστικού κανονισμού

95      Κατά το άρθρο 2 της Πράξεως περί των όρων προσχωρήσεως, από την ημερομηνία προσχωρήσεως στην Ένωση, οι διατάξεις των αρχικών συνθηκών και οι πριν από την προσχώρηση θεσπισθείσες πράξεις των οργάνων και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) δεσμεύουν τα νέα κράτη μέλη και εφαρμόζονται σε αυτά, υπό τους όρους που προβλέπονται στις εν λόγω συνθήκες και στην Πράξη περί των όρων προσχωρήσεως.

96      Το άρθρο 10 της Πράξεως περί των όρων προσχωρήσεως διευκρινίζει ότι η εφαρμογή των αρχικών συνθηκών και των πράξεων που εκδόθηκαν από τα όργανα υπόκεινται, μεταβατικώς, στις διατάξεις περί παρεκκλίσεων που προβλέπονται στην Πράξη περί των όρων προσχωρήσεως.

97      Από τα άρθρα 2 και 10 της Πράξεως περί των όρων προσχωρήσεως προκύπτει ότι η πράξη αυτή στηρίζεται στην αρχή της άμεσης και πλήρους εφαρμογής των διατάξεων του κοινοτικού δικαίου στα νέα κράτη μέλη, με παρεκκλίσεις μόνον εφόσον αυτές προβλέπονται ρητά από τις μεταβατικές διατάξεις (βλ., συναφώς, απόφαση του Δικαστηρίου της 3ης Δεκεμβρίου 1998, C‑233/97, KappAhl, Συλλογή 1998, σ. I‑8069, σκέψη 15 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

98      Το άρθρο 33, παράγραφος 2, της Πράξεως περί των όρων προσχωρήσεως, το οποίο προβλέπει ότι οι συνολικές δημοσιονομικές δεσμεύσεις που αναλαμβάνονται πριν από την προσχώρηση στο πλαίσιο των προενταξιακών χρηματοδοτικών μέσων της παραγράφου 1, συμπεριλαμβανομένης της αναλήψεως και της καταγραφής των διαφόρων μεταγενέστερων νομικών δεσμεύσεων και των πληρωμών που καταβάλλονται μετά την προσχώρηση, συνεχίζουν να διέπονται από τους κανόνες και τους κανονισμούς των προενταξιακών χρηματοδοτικών μέσων και να καταλογίζονται στα αντίστοιχα κεφάλαια του προϋπολογισμού μέχρι το κλείσιμο των σχετικών προγραμμάτων και έργων, περιλαμβάνεται στον τίτλο I, με αντικείμενο τα «μεταβατικά μέτρα», του τέταρτου μέρους, με αντικείμενο τις «προσωρινές διατάξεις», της εν λόγω πράξεως.

99      Το άρθρο 33, παράγραφος 2, της Πράξεως περί των όρων προσχωρήσεως, καθόσον προβλέπει εξαίρεση από την εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου μετά την προσχώρηση στην Ένωση της Τσεχικής Δημοκρατίας, πρέπει επομένως να ερμηνευθεί συσταλτικώς (βλ., συναφώς, απόφαση KappAhl, σκέψη 97 ανωτέρω, σκέψη 18 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

100    Κατά συνέπεια οι εξαιρέσεις από την άμεση και πλήρη εφαρμογή των διατάξεων του κοινοτικού δικαίου όσον αφορά τις προενταξιακές ενισχύσεις βάσει του προγράμματος PHARE που αναφέρονται στο άρθρο 33, παράγραφος 1, της Πράξεως περί των όρων προσχωρήσεως, γίνονται δεκτές, βάσει του άρθρου 33, παράγραφος 2, της ίδιας πράξεως, μόνον εφόσον προβλέπονται ρητώς από τις διατάξεις αυτές.

101    Πάντως, διαπιστώνεται ότι, αντίθετα προς όσα υποστηρίζει η Τσεχική Δημοκρατία, το άρθρο 33, παράγραφος 2, της Πράξεως περί των όρων προσχωρήσεως δεν προβλέπει ρητή εξαίρεση από τις διατάξεις του άρθρου 292 ΕΚ, βάσει της οποίας οι εξωδικαστικοί τρόποι επιλύσεως των διαφορών που προβλέπει η συμφωνία-πλαίσιο του 1996 θα εξακολουθούν να ισχύουν μετά την προσχώρηση της Τσεχικής Δημοκρατίας στην Ένωση.

102    Επομένως, πρέπει να θεωρηθεί ότι οι εξωδικαστικοί τρόποι επιλύσεως των διαφορών που προβλέπει η συμφωνία-πλαίσιο του 1996 δεν έχουν πλέον ισχύ μετά την προσχώρηση της Τσεχικής Δημοκρατίας στην Ένωση.

103    Τα επιχειρήματα που προέβαλε η Τσεχική Δημοκρατία υποστηρίζοντας ότι μόνο το όργανο διαιτησίας είχε την εξουσία να διαπιστώσει την ύπαρξη απαιτήσεως στο πλαίσιο της παρούσας υποθέσεως πρέπει, επομένως, να απορριφθούν.

104    Το ίδιο ισχύει όσον αφορά τα επιχειρήματα της Τσεχικής Δημοκρατίας κατά τα οποία η πράξη που της απηύθυνε η Επιτροπή στις 28 Μαΐου 2008 αποτελούσε ένα πρώτο στάδιο στη διαδικασία διαπραγματεύσεων που προβλέπει η συμφωνία-πλαίσιο του 1996. Δεδομένου ότι αυτή η διαδικασία δεν υφίσταται πλέον μετά την προσχώρηση της Τσεχικής Δημοκρατίας στην Ένωση, η απόφαση της 28ης Μαΐου 2008 δεν μπορεί να αποτελεί πλέον το πρώτο στάδιο.

105    Εξάλλου, η Τσεχική Δημοκρατία δεν μπορεί να προβάλει λυσιτελώς ότι ούτε ο δημοσιονομικός ούτε ο εκτελεστικός κανονισμός αποτελούν μέρος των κανόνων και των κανονισμών των προενταξιακών χρηματοδοτικών μέσων του άρθρου 33, παράγραφος 2, της Πράξεως περί των όρων προσχωρήσεως.

106    Πράγματι, επιβάλλεται η υπόμνηση ότι, κατά το άρθρο 274 ΕΚ, η Επιτροπή εκτελεί τον προϋπολογισμό, σύμφωνα με τις διατάξεις του κανονισμού που εκδίδεται σε εκτέλεση του άρθρου 279 ΕΚ.

107    Εξάλλου, το άρθρο 33, παράγραφος 2, της Πράξεως περί των όρων προσχωρήσεως πρέπει να ερμηνεύεται στενά καθόσον προβλέπει εξαίρεση από την εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου μετά την προσχώρηση της Τσεχικής Δημοκρατίας στην Ένωση (βλ. σκέψη 99 ανωτέρω). Συνεπώς, εξαιρέσεις από την εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου, δηλαδή, εν προκειμένω, από τις διατάξεις των κανονισμών που εκδίδονται κατ’ εφαρμογή του άρθρου 279 ΕΚ οι οποίοι είναι, ειδικότερα, ο δημοσιονομικός κανονισμός και ο εκτελεστικός κανονισμός, επιτρέπονται μόνο στον βαθμό που προβλέπονται ρητώς από τις εν λόγω μεταβατικές διατάξεις (βλ. σκέψη 97 ανωτέρω).

108    Πρέπει, επομένως, για να εξακριβωθεί αν το άρθρο 33, παράγραφος 2, της Πράξεως περί των όρων προσχωρήσεως προβλέπει εξαίρεση από την εφαρμογή του δημοσιονομικού κανονισμού και του εκτελεστικού κανονισμού, να προσδιορισθεί η έννοια των «κανόνων και κανονισμών των προενταξιακών χρηματοδοτικών μέσων» που περιλαμβάνεται στη διάταξη αυτή.

109    Προς τούτο, πρέπει να ληφθεί υπόψη η έννοια των «συνολικών δημοσιονομικών δεσμεύσεων» που προβλέπεται στο άρθρο 33, παράγραφος 2, της Πράξεως περί των όρων προσχωρήσεως, οι οποίες εξακολουθούν, κατά το άρθρο αυτό, να διέπονται από τους εν λόγω κανόνες και κανονισμούς.

110    Επιβάλλεται η διαπίστωση, συναφώς, ότι η Πράξη περί των όρων προσχωρήσεως δεν ορίζει την έννοια των συνολικών δημοσιονομικών δεσμεύσεων.

111    Ωστόσο, οι εξαιρέσεις που προβλέπονται από την Πράξη περί των όρων προσχωρήσεως μπορούν να γίνουν αντιληπτές μόνο σε σχέση με τις διατάξεις προς παρέκκλιση των οποίων έχουν θεσπισθεί.

112    Επομένως, για να διευκρινιστεί το περιεχόμενο των διατάξεων του άρθρου 33, παράγραφος 2, της Πράξεως περί των όρων προσχωρήσεως πρέπει να ληφθεί υπόψη το κοινοτικό δίκαιο, και, ειδικότερα, οι δημοσιονομικές διατάξεις του.

113    Συναφώς, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η έννοια των συνολικών δημοσιονομικών δεσμεύσεων καθορίζεται στο τμήμα 1, σχετικά με τη δέσμευση των δαπανών, του κεφαλαίου 6, για τις πράξεις δαπανών, του τίτλου IV, για την εκτέλεση του προϋπολογισμού, του πρώτου μέρους, σχετικά με τις κοινές διατάξεις, του δημοσιονομικού κανονισμού.

114    Έτσι, κατά το άρθρο 76, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, του δημοσιονομικού κανονισμού, δημοσιονομική δέσμευση είναι η πράξη κράτησης των πιστώσεων που είναι αναγκαίες για την εκτέλεση μεταγενέστερων πληρωμών προς εκπλήρωση νομικής δεσμεύσεως.

115    Σύμφωνα με το άρθρο 76, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, του ίδιου κανονισμού, η δημοσιονομική δέσμευση είναι συνολική εφόσον τουλάχιστον ένα από τα στοιχεία που είναι απαραίτητα για τον χαρακτηρισμό της μεμονωμένης δεσμεύσεως δεν έχει προσδιορισθεί.

116    Η έννοια της δημοσιονομικής δεσμεύσεως εμπίπτει επομένως στις πράξεις δαπανών, όπως αυτές ορίζονται στον δημοσιονομικό κανονισμό.

117    Αντιθέτως, οι έννοιες της διαπιστώσεως και της εισπράξεως των απαιτήσεων, στην υπό κρίση διαφορά, εμπίπτουν στους τομείς 3 έως 5 του κεφαλαίου 5, που αφορά τις πράξεις εσόδων, του τίτλου IV του πρώτου μέρους του δημοσιονομικού κανονισμού.

118    Επομένως, πρέπει να θεωρηθεί ότι το άρθρο 33, παράγραφος 2, της Πράξεως περί των όρων προσχωρήσεως, το οποίο αποσκοπεί στην εξασφάλιση της διάρκειας των δαπανών που έχουν προγραμματιστεί πριν από την προσχώρηση στην Ένωση στο πλαίσιο των συνολικών δημοσιονομικών δεσμεύσεων οι οποίες δεν έχουν ακόμη πλήρως πραγματοποιηθεί αμέσως μετά την προσχώρηση, αποκλίνει από ορισμένες διατάξεις του δημοσιονομικού κανονισμού σχετικά με τις πράξεις δαπανών.

119    Αντιθέτως, δεν έχει ως αντικείμενο την απόκλιση από τους σχετικούς με τις πράξεις εσόδων κανόνες του δημοσιονομικού κανονισμού.

120    Επομένως, αντίθετα προς όσα υποστηρίζει η Τσεχική Δημοκρατία, το άρθρο 33, παράγραφος 2, της Πράξεως περί των όρων προσχωρήσεως δεν αποκλείει ρητώς την εφαρμογή του δημοσιονομικού και του εκτελεστικού κανονισμού όσον αφορά τις πράξεις εσόδων. Αυτές διέπονται επομένως από τους εν λόγω κανονισμούς μετά την προσχώρηση της Τσεχικής Δημοκρατίας στην Ένωση.

121    Περαιτέρω, ο συμψηφισμός, ως τρόπος εισπράξεως των απαιτήσεων, που προβλέπεται από το άρθρο 73, παράγραφος 1, του δημοσιονομικού κανονισμού, καθώς και από το άρθρο 81, παράγραφος 1, και το άρθρο 83 του κανονισμού εφαρμογής, δεν αποκλείεται ρητώς από τις διατάξεις του άρθρου 33, παράγραφος 2, της Πράξεως περί των όρων προσχωρήσεως. Συνεπώς, πρέπει να θεωρηθεί ότι η εν λόγω πράξη εσόδων έχει εφαρμογή, υπό τις συνθήκες που ορίζονται από τους κανονισμούς αυτούς, στις απαιτήσεις που πηγάζουν από προενταξιακές ενισχύσεις βάσει του προγράμματος PHARE του άρθρου 33, παράγραφος 1, της Πράξεως περί των όρων προσχωρήσεως.

122    Επιβάλλεται επομένως το συμπέρασμα ότι η διαπίστωση και η είσπραξη, συμπεριλαμβανομένης της εισπράξεως διά συμψηφισμού, απαιτήσεως σχετικής με την επιστροφή κονδυλίων που έλαβε η Τσεχική Δημοκρατία στο πλαίσιο του προγράμματος PHARE, βαρύνουν την Επιτροπή, η οποία υποχρεούται να εφαρμόσει και να τηρήσει προς τούτο τις διατάξεις του δημοσιονομικού και του εκτελεστικού κανονισμού.

 Ως προς την τήρηση της διαδικασίας που προβλέπεται για την είσπραξη των απαιτήσεων από τον δημοσιονομικό και τον εκτελεστικό κανονισμό.

 Εισαγωγικές παρατηρήσεις

123    Κατά το άρθρο 71, παράγραφος 2, του δημοσιονομικού κανονισμού, κάθε απαίτηση που προσδιορίζεται ως βεβαία, εκκαθαρισμένη και απαιτητή πρέπει να βεβαιώνεται με ένταλμα εισπράξεως εγχειριζόμενο στον υπόλογο, ακολουθούμενο από χρεωστικό σημείωμα προς τον οφειλέτη, τα οποία εκδίδονται και τα δύο από τον αρμόδιο διατάκτη.

124    Κατά το άρθρο 73, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, του δημοσιονομικού κανονισμού, ο υπόλογος προβαίνει σε είσπραξη κατά συμψηφισμό και κατά το οφειλόμενο ποσό των απαιτήσεων της Ένωσης έναντι κάθε οφειλέτη ο οποίος είναι ο ίδιος κάτοχος απαιτήσεως βεβαίας, εκκαθαρισμένης και απαιτητής έναντι της Ένωσης.

125    Κατά το άρθρο 78 του εκτελεστικού κανονισμού, η βεβαίωση απαιτήσεως από τον διατάκτη είναι η αναγνώριση του δικαιώματος των Κοινοτήτων έναντι ενός οφειλέτη και η κατάρτιση του τίτλου που καθιστά δυνατό να απαιτηθεί από αυτόν τον οφειλέτη η πληρωμή της οφειλής του. Εξάλλου, το ένταλμα εισπράξεως είναι η πράξη με την οποία ο αρμόδιος διατάκτης δίνει εντολή στον υπόλογο να εισπράξει τη βεβαιωθείσα απαίτηση. Τέλος, το χρεωστικό σημείωμα, που αποστέλλεται από τον διατάκτη στον οφειλέτη, είναι η πληροφορία που παρέχεται στον οφειλέτη ότι η Ένωση βεβαίωσε την απαίτηση, ότι εάν η καταβολή οφειλής πραγματοποιηθεί πριν από την εκπνοή της ταχθείσας προθεσμίας δεν οφείλεται τόκος υπερημερίας και ότι, σε περίπτωση μη καταβολής της οφειλής κατά την εκπνοή της εν λόγω προθεσμίας, το αντίστοιχο θεσμικό όργανο πραγματοποιεί την είσπραξη της οφειλής είτε με συμψηφισμό είτε με αναγκαστική εκτέλεση τυχόν εγγύησης που έχει κατατεθεί εκ των προτέρων.

126    Κατά το άρθρο 79 του εκτελεστικού κανονισμού, προκειμένου να βεβαιώσει απαίτηση, ο αρμόδιος διατάκτης διαπιστώνει, μεταξύ άλλων, τον βέβαιο χαρακτήρα της απαιτήσεως, η οποία δεν πρέπει να εξαρτάται από όρους, για τον εκκαθαρισμένο χαρακτήρα της απαιτήσεως, το ποσό της οποίας πρέπει να είναι προσδιορισμένο σε χρήμα και με ακρίβεια, και για τον ληξιπρόθεσμο χαρακτήρα της απαιτήσεως, η οποία δεν πρέπει να υπόκειται σε προθεσμία.

127    Τέλος, από το άρθρο 83, παράγραφοι 1 και 2, του εκτελεστικού κανονισμού προκύπτει ότι, οσάκις ο οφειλέτης έχει έναντι της Ένωσης απαίτηση βεβαία, εκκαθαρισμένη και απαιτητή, και η οποία αναφέρεται σε ποσό προκύπτον από ένταλμα πληρωμής, ο υπόλογος εισπράττει, μετά την εκπνοή της προθεσμίας που αναφέρεται στο χρεωστικό σημείωμα, τα βεβαιωμένα προς είσπραξη ποσά με συμψηφισμό, αφού ενημερώσει τον οφειλέτη, όταν ο οφειλέτης είναι εθνική αρχή ή διοικητική οντότητα κράτους μέλους, τουλάχιστον δέκα εργάσιμες ημέρες πριν, σχετικά με την πρόθεσή του να προσφύγει σε είσπραξη μέσω συμψηφισμού.

128    Κατά συνέπεια, η είσπραξη απαιτήσεως που έχει προσδιορισθεί ως βεβαία, εκκαθαρισμένη και απαιτητή, αφού βεβαιωθεί από τον αρμόδιο διατάκτη, προϋποθέτει, αφενός, ένταλμα πληρωμής εκδοθέν από αυτόν και απευθυνόμενο προς τον υπόλογο και, αφετέρου, χρεωστικό σημείωμα απευθυνόμενο προς τον οφειλέτη.

129    Ο υπόλογος αναλαμβάνει την εκτέλεση των ενταλμάτων εισπράξεως. Σε περίπτωση που ο οφειλέτης είναι ο ίδιος κάτοχος απαιτήσεως βεβαίας, εκκαθαρισμένης και απαιτητής έναντι της Ένωσης, μπορεί επίσης να προβαίνει σε είσπραξη κατά συμψηφισμό.

130    Πρέπει να υπογραμμιστεί ότι ο υπόλογος υποχρεούται να προβεί στον συμψηφισμό αυτόν, όταν ο οφειλέτης δεν έχει εκπληρώσει την υποχρέωσή του εκουσίως.

 Ως προς την απόφαση της 28ης Μαΐου 2008 και την προσβαλλόμενη απόφαση

131    Εν προκειμένω, η Επιτροπή κοινοποίησε στην Τσεχική Δημοκρατία απόφαση της 28ης Μαΐου 2008 βάσει της οποίας η Τσεχική Δημοκρατία όφειλε να επιστρέψει το ποσό των 234 480 000 CZK λόγω, κατ’ ουσίαν, επιλήψιμων πρακτικών στη διαχείριση ορισμένων κονδυλίων του προγράμματος PHARE.

132    Η απόφαση αυτή συνοδευόταν από χρεωστικό σημείωμα.

133    Δεν αμφισβητείται ότι η απόφαση της 28ης Μαΐου 2008 συνιστά πράξη που παράγει δεσμευτικά έννομα αποτελέσματα δυνάμενα να θίξουν τα συμφέροντα της Τσεχικής Δημοκρατίας, μεταβάλλοντας σαφώς τη νομική κατάστασή της (βλ. απόφαση του Δικαστηρίου της 22ας Ιουνίου 2000, C‑147/96, Κάτω Χώρες κατά Επιτροπής, Συλλογή 2000, σ. I‑4723, σκέψη 25 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Η απόφαση αυτή μπορούσε επομένως να προσβληθεί με προσφυγή ακυρώσεως, κατά το άρθρο 230 ΕΚ.

134    Πρέπει, εξάλλου, να επισημανθεί ότι η προθεσμία πληρωμής του χρεωστικού σημειώματος είχε ορισθεί στις 7 Αυγούστου 2008.

135    Πάντως, δεν αμφισβητείται ότι, μέχρι την ημερομηνία αυτή, η Τσεχική Δημοκρατία δεν είχε επιστρέψει το ποσό που της ζητήθηκε.

136    Περαιτέρω, δεν αμφισβητείται ότι η Τσεχική Δημοκρατία δεν προσέβαλε ούτε την απόφαση της 28ης Μαΐου 2008 ούτε το χρεωστικό σημείωμα που τη συνόδευε.

137    Επομένως, ο υπόλογος έπρεπε να εισπράξει την απαίτηση σύμφωνα με τις διατάξεις του δημοσιονομικού και του εκτελεστικού κανονισμού, που είχαν εφαρμογή δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 274 ΕΚ.

138    Λαμβανομένης υπόψη της υπάρξεως δύο απαιτήσεων της Τσεχικής Δημοκρατίας έναντι του FSE, για συνολικό ποσό 10 814 475,41 ευρώ, εναπόκειτο, εν προκειμένω, στον υπόλογο να εισπράξει μέσω συμψηφισμού τη βεβαιωθείσα με την απόφαση της 28ης Μαΐου 2008 απαίτηση, κατόπιν προειδοποιήσεως της Τσεχικής Δημοκρατίας τουλάχιστον δέκα εργάσιμες ημέρες ενωρίτερα, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 83 του εκτελεστικού κανονισμού, στην οποία προέβη με την προσβαλλόμενη απόφαση.

139    Το συμπέρασμα αυτό δεν τίθεται υπό αμφισβήτηση από τα επιχειρήματα που προέβαλε η Τσεχική Δημοκρατία ως προς την έλλειψη αμοιβαίου χαρακτήρα των οικείων απαιτήσεων και ως προς την έλλειψη του βεβαίου της απαιτήσεως της Επιτροπής.

–       Ως προς την έλλειψη αμοιβαίου χαρακτήρα των απαιτήσεων

140    Υπενθυμίζεται ότι η Τσεχική Δημοκρατία εκτιμά, κατ’ ουσίαν, ότι μόνο το διαιτητικό όργανο που προβλέπεται στη συμφωνία-πλαίσιο του 1996 είχε δικαίωμα να καθορίσει το ποσό της απαιτήσεως το οποίο ενδεχομένως οφείλεται στην Ένωση. Κατά την Τσεχική Δημοκρατία, το διαιτητικό αυτό όργανο εξακολουθούσε να είναι αρμόδιο κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 33, παράγραφος 2, της Πράξεως περί των όρων προσχωρήσεως για τη διευθέτηση των διαφορών σχετικά με τις δημοσιονομικές δεσμεύσεις της συμφωνίας-πλαισίου του 1996. Θεωρεί ότι η απαίτηση που προέβαλε η Επιτροπή υπαγόταν, στην πραγματικότητα, στη διεθνή έννομη τάξη και όχι στην έννομη τάξη του κοινοτικού δικαίου. Επομένως, οι επίμαχες απαιτήσεις εμπίπτουν σε δύο διαφορετικές έννομες τάξεις, γεγονός που προϋποθέτει, κατά τη νομολογία, ότι πρέπει να εξεταστεί αν πληρούνται οι προϋποθέσεις που τίθενται από αυτές τις δύο έννομες τάξεις (απόφαση Επιτροπή κατά CCRE, σκέψη 81 ανωτέρω, σκέψεις 61 και 62). Πάντως, οι προϋποθέσεις αυτές δεν πληρούνται εν προκειμένω στον βαθμό που, κατά την Τσεχική Δημοκρατία, αφενός, στο διεθνές δημόσιο δίκαιο δεν υπάρχει η έννοια του συμψηφισμού και στον βαθμό που, αφετέρου, η συμφωνία-πλαίσιο του 1996, της οποίας οι ουσιαστικές διατάξεις εξακολουθούσαν να έχουν εφαρμογή δυνάμει του άρθρου 33, παράγραφος 2, της Πράξεως περί των όρων προσχωρήσεως, δεν τον προέβλεπε. Η προϋπόθεση της αμοιβαιότητας δεν πληρούται επομένως.

141    Ωστόσο, πρέπει να υπομνησθεί ότι ο μηχανισμός διευθετήσεως των διαφορών που προβλέπει η συμφωνία-πλαίσιο του 1996 δεν ίσχυε πλέον μετά την προσχώρηση της Τσεχικής Δημοκρατίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση (βλ. σκέψη 102 ανωτέρω).

142    Εξάλλου, πρέπει να τονιστεί ότι ο δημοσιονομικός και ο εκτελεστικός κανονισμός είχαν εφαρμογή στις πράξεις εσόδων από τη στιγμή της προσχώρησης της Τσεχικής Δημοκρατίας στην Ένωση (βλ. σκέψεις 120 και 121 ανωτέρω).

143    Κατά συνέπεια, ο συμψηφισμός έπρεπε να εφαρμοστεί από τον υπόλογο στις απαιτήσεις που προκύπτουν από τις χρηματοδοτήσεις στο πλαίσιο του προγράμματος PHARE, υπό τις προϋποθέσεις που προβλέπει ο δημοσιονομικός και ο εκτελεστικός κανονισμός, μετά την προσχώρηση της Τσεχικής Δημοκρατίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση όταν πληρωθούν οι προϋποθέσεις που προβλέπονται σχετικώς από τον δημοσιονομικό κανονισμό, δεδομένου ότι η κοινοτική ή διεθνής φύση της απαιτήσεως της Επιτροπής ήταν αδιάφορη συναφώς.

144    Επομένως, πρέπει να απορριφθούν τα επιχειρήματα που προέβαλε η Τσεχική Δημοκρατία προκειμένου να στηρίξει την άποψη ότι, αφενός, η προενταξιακή συμφωνία δεν προβλέπει συμψηφισμό και, αφετέρου, ότι ο συμψηφισμός δεν υπάρχει ως έννοια στη διεθνή έννομη τάξη, γεγονός που εμποδίζει τη διενέργεια συμψηφισμού εφόσον οι απαιτήσεις ανήκουν σε διαφορετικές νομικές τάξεις.

–       Ως προς τον βέβαιο και εκκαθαρισμένο χαρακτήρα της απαιτήσεως της Επιτροπής έναντι της Τσεχικής Δημοκρατίας

145    Υπενθυμίζεται ότι η Τσεχική Δημοκρατία θεωρεί, κατ’ ουσίαν, ότι ο βέβαιος χαρακτήρας της απαιτήσεως της Επιτροπής δεν υφίσταται, πρώτον, λόγω του συμβατικού χαρακτήρα του πλαισίου στο οποίο εντάσσονται οι σχέσεις μεταξύ των μερών και της αναγκαιότητας προσφυγής σε ανεξάρτητο όργανο στο πλαίσιο διαδικασίας διαιτησίας σε περίπτωση διαφοράς μεταξύ τους, δεύτερον, λόγω της μη συμφωνίας της Τσεχικής Δημοκρατίας ως προς τη μέθοδο προσδιορισμού της απαιτήσεως και ως προς την εφαρμοστέα συναλλαγματική ισοτιμία, και, τρίτον, λόγω του ότι δεν είναι δυνατό να προσδιορισθεί το ποσό που χρησιμοποιήθηκε πλημμελώς και που θα έπρεπε να επιστραφεί καθ’ όσον χρόνο δεν έχουν ακόμη περατωθεί οι έρευνες του OLAF.

146    Όπως προκύπτει από το άρθρο 79, στοιχείο α΄, του εκτελεστικού κανονισμού, η απαίτηση δεν μπορεί να θεωρηθεί ως βεβαία εάν εξαρτάται από όρους.

147    Πάντως, η Τσεχική Δημοκρατία δεν υποστηρίζει ότι η απαίτηση της Επιτροπής εξαρτάται από όρους. Περιορίζεται, πράγματι, να επισημάνει ότι αμφισβητεί το ποσό. Εν πάση περιπτώσει, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η απαίτηση δεν εξαρτάται από κανένα όρο.

148    Επομένως, πρέπει να θεωρηθεί ότι η απαίτηση είναι βεβαία κατά την έννοια του άρθρου 79, στοιχείο α΄, του εκτελεστικού κανονισμού.

149    Στη συνέχεια, δεν αμφισβητείται ότι το ποσό της απαιτήσεως προσδιορίστηκε με την απόφαση της 28ης Μαΐου 2008, την οποία δεν προσέβαλε η Τσεχική Δημοκρατία.

150    Επομένως, πρέπει να θεωρηθεί ότι η απαίτηση είναι εκκαθαρισμένη κατά την έννοια του άρθρου 79, στοιχείο β΄, του εκτελεστικού κανονισμού.

151    Τέλος, δεν αμφισβητείται ότι η απαίτηση δεν εξαρτάται από όρους και είναι επομένως απαιτητή.

152    Συνεπώς, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις που τάσσει το άρθρο 79 του εκτελεστικού κανονισμού όσον αφορά την απαίτηση της Επιτροπής για τη διενέργεια συμψηφισμού από τον υπόλογο.

153    Το συμπέρασμα αυτό δεν τίθεται υπό αμφισβήτηση από τα επιχειρήματα που προέβαλε η Τσεχική Δημοκρατία προς στήριξη του δεύτερου λόγου ακυρώσεως.

154    Η φερόμενη αναρμοδιότητα της Επιτροπής για τον προσδιορισμό του ύψους της απαιτήσεως και η φερόμενη αναρμοδιότητα του διαιτητικού οργάνου να προβεί στον προσδιορισμό αυτό απορρίφθηκαν στο πλαίσιο της αναλύσεως του πρώτου λόγου ακυρώσεως. Ο μηχανισμός διευθετήσεως των διαφορών που προβλέπεται από τη συμφωνία-πλαίσιο του 1996 δεν ίσχυε πλέον μετά την προσχώρηση της Τσεχικής Δημοκρατίας στην Ένωση (βλ. σκέψη 102 ανωτέρω).

155    Εξάλλου, το γεγονός ότι η απαίτηση αμφισβητείται ως προς το ύψος της, δεδομένου ότι η Τσεχική Δημοκρατία επικρίνει τη μέθοδο προσδιορισμού, την εφαρμοστέα συναλλαγματική ισοτιμία και το γεγονός ότι η Επιτροπή δεν ανέμεινε, για να καθορίσει το ύψος αυτό, την περάτωση των υπό εξέλιξη ερευνών, δεν μπορεί να αναιρέσει τον βέβαιο και εκκαθαρισμένο χαρακτήρα της απαιτήσεως αυτής και δεν αποτελεί εμπόδιο για τον συμψηφισμό (βλ., συναφώς, απόφαση του Πρωτοδικείου της 17ης Ιανουαρίου 2007, T-231/04, Ελλάδα κατά Επιτροπής, Συλλογή 2007, σ. II-63, σκέψη 118).

156    Συγκεκριμένα, το ποσό της απαιτήσεως προσδιορίσθηκε από την Επιτροπή με την απόφαση της 28ης Μαΐου 2008, η οποία, δεδομένου ότι δεν προσβλήθηκε εμπροθέσμως με προσφυγή, κατέστη οριστική. Κατά συνέπεια το ποσό της απαιτήσεως που καθορίζει δεν μπορεί να αμφισβητηθεί στο πλαίσιο της παρούσας προσφυγής.

157    Εν κατακλείδι, πρέπει να απορριφθούν τόσο ο πρώτος όσο και ο δεύτερος λόγος.

 B –   Ως προς τον τρίτο λόγο που αντλείται από ελλιπή αιτιολόγηση

1.     Επιχειρήματα των διαδίκων

158    Η Τσεχική Δημοκρατία προβάλλει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν περιέχει καμία αιτιολογία. Η παραπομπή στον δημοσιονομικό κανονισμό δεν επαρκεί συναφώς. Εξάλλου, η αναγκαιότητα εμπεριστατωμένης αιτιολογίας θεωρείται, κατά μείζονα λόγο, αναγκαία στις περιπτώσεις που η απόφαση αφορά τεχνικά ή περίπλοκα θέματα. Συγκεκριμένα, οι αποδέκτες των αποφάσεων αυτών πρέπει να μπορούν να γνωρίζουν σαφώς σε ποια περιστατικά στηρίχθηκε η Επιτροπή, ιδίως όταν οι εν λόγω αποφάσεις έχουν για τα κράτη μέλη σημαντικές οικονομικές επιπτώσεις.

159    Εκτιμά εξάλλου ότι τούτο δεν επηρεάζεται καθόλου από το γεγονός ότι η αιτιολογία περιλαμβάνεται εν μέρει στην προηγούμενη άτυπη αλληλογραφία με την Επιτροπή. Από την άποψη της ασφάλειας του δικαίου ή των προϋποθέσεων που τάσσει η νομολογία για την αιτιολογία των πράξεων, η εν λόγω αιτιολογία δεν είναι επαρκής.

160    Τέλος, η Τσεχική Δημοκρατία υποστηρίζει, αφενός, ότι η Επιτροπή αρνήθηκε να δεχθεί το αίτημά της να της γνωστοποιήσει τα αποτελέσματα των ερευνών της OLAF που οδήγησαν στην έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως και, αφετέρου, ότι το γεγονός ότι αυτή γνώριζε το πλαίσιο της εκδόσεως της αποφάσεως δεν μπορεί, από μόνο του, να αποτελέσει επαρκή αιτιολόγηση της εν λόγω αποφάσεως.

161    Η Επιτροπή αμφισβητεί την επιχειρηματολογία αυτή.

2.     Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

162    Πρέπει να υπομνησθεί ότι η υποχρέωση αιτιολογήσεως βλαπτικής αποφάσεως, όπως προβλέπεται στο άρθρο 253 ΕΚ, έχει ως σκοπό, αφενός, να παράσχει στον ενδιαφερόμενο επαρκείς ενδείξεις ως προς το αν η πράξη είναι βάσιμη ή αν είναι ενδεχομένως πλημμελής οπότε μπορεί να αμφισβητηθεί το κύρος της ενώπιον του δικαστή της Ένωσης και, αφετέρου, να παράσχει τη δυνατότητα στον κοινοτικό δικαστή να ελέγξει τη νομιμότητα της πράξεως αυτής. Η ως άνω υποχρέωση αιτιολογήσεως συνιστά ουσιώδη αρχή του κοινοτικού δικαίου από την οποία μπορεί να υπάρξει παρέκκλιση μόνο για επιτακτικούς λόγους. Ως εκ τούτου, η αιτιολογία πρέπει, κατ’ αρχήν, να κοινοποιείται στον ενδιαφερόμενο ταυτόχρονα με τη βλαπτική γι’ αυτόν πράξη, καθόσον η έλλειψη αιτιολογίας δεν μπορεί να καλυφθεί λόγω του ότι ο ενδιαφερόμενος πληροφορείται την αιτιολογία της πράξεως κατά τη διαδικασία ενώπιον του δικαστή της Ένωσης (βλ., συναφώς, απόφαση του Πρωτοδικείου της 12ης Δεκεμβρίου 2006, T‑228/02, Organisation des Modjahedines du peuple d’Iran κατά Συμβουλίου, Συλλογή 2006, σ. II‑4665, σκέψεις 138 έως 140 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

163    Ωστόσο, η αιτιολογία πρέπει να προσαρμόζεται στη φύση της επίμαχης πράξεως και του πλαισίου στο οποίο αυτή εκδόθηκε. Η απαίτηση αιτιολογήσεως πρέπει να εκτιμάται αναλόγως των περιστάσεων της συγκεκριμένης υποθέσεως, και ιδίως του περιεχομένου της πράξεως, της φύσεως της παρατιθέμενης αιτιολογίας και του συμφέροντος για παροχή εξηγήσεων που ενδέχεται να έχουν οι αποδέκτες της πράξεως ή άλλα πρόσωπα τα οποία η πράξη αφορά άμεσα και ατομικά. Δεν απαιτείται η αιτιολογία να προσδιορίζει όλα τα πραγματικά και νομικά στοιχεία που έχουν επιρροή, καθόσον το ζήτημα της επάρκειας της αιτιολογίας πρέπει να εκτιμάται με γνώμονα όχι μόνον το γράμμα της πράξεως αυτής, αλλά και το πλαίσιό της και το σύνολο των νομικών κανόνων που διέπουν το σχετικό θέμα. Ειδικότερα, μια βλαπτική πράξη είναι επαρκώς αιτιολογημένη εφόσον εκδόθηκε εντός πλαισίου που είναι γνωστό στον ενδιαφερόμενο και το οποίο του παρέχει τη δυνατότητα να αντιληφθεί το περιεχόμενο του ληφθέντος έναντι αυτού μέτρου (βλ. προπαρατεθείσα απόφαση Organisation des Modjahedines du peuple d’Iran κατά Συμβουλίου, σκέψη 141 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

164    Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, στην περίπτωση αποφάσεως συμψηφισμού, η απαιτούμενη αιτιολογία πρέπει να παρέχει τη δυνατότητα προσδιορισμού με ακρίβεια των προς συμψηφισμό απαιτήσεων, χωρίς όμως να απαιτείται η αιτιολογία που έγινε αρχικά δεκτή προς στήριξη της διαπιστώσεως καθεμίας από τις απαιτήσεις αυτές να επαναλαμβάνεται στην απόφαση συμψηφισμού.

165    Εν προκειμένω, δεν αμφισβητείται ότι βάση της αποφάσεως συμψηφισμού είναι η απόφαση της 28ης Μαΐου 2008, γεγονός που αναγνώρισε η Τσεχική Δημοκρατία κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση.

166    Πάντως, η απόφαση της 28ης Μαΐου 2008 περιέχει ιδιαίτερα εμπεριστατωμένη παράθεση των λόγων που οδήγησαν την Επιτροπή να αξιώσει την επιστροφή του ποσού των 234 480 000 CZK από την Τσεχική Δημοκρατία.

167    Εξάλλου, η προσβαλλόμενη απόφαση διευκρινίζει ότι η Τσεχική Δημοκρατία έχει δύο απαιτήσεις έναντι του FSE και ότι, σε περίπτωση μη πληρωμής του ποσού που ζητήθηκε με το χρεωστικό σημείωμα που συνόδευε την απόφαση της 28ης Μαΐου εντός της ταχθείσας προθεσμίας, ο υπόλογος υποχρεούται, υπό τις περιστάσεις αυτές, να προβεί σε συμψηφισμό, κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 73, παράγραφος 1, του δημοσιονομικού κανονισμού.

168    Επομένως, πρέπει να θεωρηθεί ότι η βλαπτική πράξη επήλθε εντός πλαισίου που ήταν γνωστό στην Τσεχική Δημοκρατία, και το οποίο της παρείχε τη δυνατότητα να αντιληφθεί το περιεχόμενο του ληφθέντος έναντι αυτής μέτρου, δεδομένου ότι η Τσεχική Δημοκρατία γνώριζε πράγματι τους λόγους για τους οποίους ο υπόλογος αποφάσισε να προβεί σε συμψηφισμό των αμοιβαίων μεταξύ των μερών απαιτήσεων.

169    Επομένως, πρέπει να θεωρηθεί ότι η προσβαλλόμενη απόφαση ήταν επαρκώς αιτιολογημένη και, ως εκ τούτου, ο λόγος που στηρίζεται στην έλλειψη αιτιολογίας πρέπει να απορριφθεί.

170    Εν κατακλείδι, η προσφυγή πρέπει να απορριφθεί.

 Επί των δικαστικών εξόδων

171    Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι η Τσεχική Δημοκρατία ηττήθηκε, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα, σύμφωνα με το σχετικό αίτημα της Επιτροπής.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τρίτο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Απορρίπτει την προσφυγή.

2)      Καταδικάζει την Τσεχική Δημοκρατία στα δικαστικά έξοδα.

Azizi

Cremona

Frimodt Nielsen

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 15 Απριλίου 2011.

(υπογραφές)

Περιεχόμενα


Το νομικό πλαίσιο

Α –   Η Συνθήκη ΕΚ

B –   Πράξη περί των όρων προσχωρήσεως

Γ –   Συμφωνία-πλαίσιο μεταξύ της Κυβερνήσεως της Τσεχικής Δημοκρατίας και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής σχετικά με τη συμμετοχή της Τσεχικής Δημοκρατίας στο πρόγραμμα ενισχύσεως της Ευρωπαϊκής Κοινότητας

Δ –    Η Σύμβαση της Βιέννης για το δίκαιο των συνθηκών

E –   Ο κανονισμός (ΕΚ) 1266/1999

ΣΤ – Ο δημοσιονομικός κανονισμός

Ζ –   Ο εκτελεστικός κανονισμός

Ιστορικό της διαφοράς

Αιτήματα των διαδίκων

Σκεπτικό

A –   Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως, που αντλείται από την έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως επί εσφαλμένης νομικής βάσεως, και επί του δεύτερου λόγου, που αντλείται από παράβαση των προϋποθέσεων συμψηφισμού που τάσσουν ο δημοσιονομικός και ο εκτελεστικός κανονισμός

1.  Επιχειρήματα των διαδίκων

2.  Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

α) Ως προς την αρμοδιότητα της Επιτροπής και την εφαρμογή του δημοσιονομικού και του εκτελεστικού κανονισμού

β) Ως προς την τήρηση της διαδικασίας που προβλέπεται για την είσπραξη των απαιτήσεων από τον δημοσιονομικό και τον εκτελεστικό κανονισμό.

Εισαγωγικές παρατηρήσεις

Ως προς την απόφαση της 28ης Μαΐου 2008 και την προσβαλλόμενη απόφαση

–  Ως προς την έλλειψη αμοιβαίου χαρακτήρα των απαιτήσεων

–  Ως προς τον βέβαιο και εκκαθαρισμένο χαρακτήρα της απαιτήσεως της Επιτροπής έναντι της Τσεχικής Δημοκρατίας

B –   Ως προς τον τρίτο λόγο που αντλείται από ελλιπή αιτιολόγηση

1.  Επιχειρήματα των διαδίκων

2.  Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

Επί των δικαστικών εξόδων


* Γλώσσα διαδικασίας: η τσεχική.