Language of document : ECLI:EU:C:2019:448

Υπόθεση C-720/17

Mohammed Bilali

κατά

Bundesamt für Fremdenwesen und Asyl

(αίτηση του Verwaltungsgerichtshof
για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως)

 Απόφαση του Δικαστηρίου (πέμπτο τμήμα)
της 23ης Μαΐου 2019

«Προδικαστική παραπομπή – Χώρος ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης – Πολιτική ασύλου – Επικουρική προστασία – Οδηγία 2011/95/ΕΕ – Άρθρο 19 – Ανάκληση του καθεστώτος επικουρικής προστασίας – Σφάλμα της Διοίκησης περί τα πραγματικά περιστατικά»

1.        Έλεγχοι στα σύνορα, άσυλο και μετανάστευση – Πολιτική ασύλου – Καθεστώς πρόσφυγα ή καθεστώς επικουρικής προστασίας – Οδηγία 2011/95 – Ανάκληση, τερματισμός ή άρνηση ανανέωσης του καθεστώτος επικουρικής προστασίας – Σφάλμα της Διοίκησης περί τα πραγματικά περιστατικά –Υποχρέωση ανάκλησης του καθεστώτος

(Σύμβαση της Γενεύης περί του καθεστώτος των προσφύγων· οδηγία 2011/95 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, άρθρα 16 και 19 § 1)

(βλ. σκέψεις  40-52, 56, 57, 64 και διατακτ.)

2.        Έλεγχοι στα σύνορα, άσυλο και μετανάστευση – Πολιτική ασύλου – Καθεστώς πρόσφυγα ή καθεστώς επικουρικής προστασίας – Οδηγία 2011/95 – Ανάκληση, τερματισμός ή άρνηση ανανέωσης του καθεστώτος επικουρικής προστασίας – Απώλεια του καθεστώτος – Συνέπεια – Αυτοδίκαιη απώλεια του δικαιώματος διαμονής – Δεν επέρχεται

(Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, άρθρο 7· οδηγία 2011/95 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, άρθρο 19 §§ 1 και 3, στοιχείο βʹ· οδηγία 2003/109 του Συμβουλίου, άρθρα 4 § 1α και 9 § 3α)

(βλ. σκέψεις 58-62)

Σύνοψη

Στην απόφαση Bilali (C-720/17), η οποία εκδόθηκε στις 23 Μαΐου 2019, το Δικαστήριο έκρινε ότι το άρθρο 19, παράγραφος 1, σε συνδυασμό με το άρθρο 16 της οδηγίας 2011/95 (1), έχει την έννοια ότι το κράτος μέλος υποδοχής οφείλει να ανακαλέσει το καθεστώς επικουρικής προστασίας σε περίπτωση που το χορήγησε χωρίς να συντρέχουν οι προϋποθέσεις χορήγησής του, έχοντας στηριχθεί σε πραγματικά στοιχεία τα οποία εν συνεχεία αποδείχθηκαν εσφαλμένα, ακόμη και αν δεν μπορεί να προσαφθεί στον ενδιαφερόμενο ότι παραπλάνησε το κράτος μέλος στο πλαίσιο αυτό.

Εν προκειμένω, το καθεστώς επικουρικής προστασίας και η άδεια διαμονής ορισμένου χρόνου που είχαν χορηγηθεί στον ενδιαφερόμενο ανακλήθηκαν αυτεπαγγέλτως επειδή, αφενός, η αρμόδια αρχή υπέπεσε σε σφάλμα κατά τον καθορισμό της ιθαγένειας που έλαβε υπόψη στην περίπτωση του ενδιαφερομένου και, αφετέρου, ο ενδιαφερόμενος ουδέποτε εκτέθηκε, κατά την επιστροφή στη χώρα καταγωγής του ή στη χώρα της συνήθους διαμονής του, σε πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη κατά την έννοια του άρθρου 15 της οδηγίας 2011/95.

Στο πλαίσιο αυτό, το Δικαστήριο επισήμανε κατ’ αρχάς ότι είναι αληθές ότι το άρθρο 19, παράγραφος 3, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2011/95 προβλέπει την απώλεια του καθεστώτος επικουρικής προστασίας μόνο σε περίπτωση που η διαστρέβλωση ή παράλειψη γεγονότων εκ μέρους του ενδιαφερομένου υπήρξε καθοριστική για την απόφαση να του χορηγηθεί το εν λόγω καθεστώς. Επιπλέον, καμία άλλη διάταξη δεν προβλέπει ρητώς ότι το καθεστώς επικουρικής προστασίας πρέπει ή μπορεί να αίρεται όταν η απόφαση για τη χορήγησή του έχει ληφθεί βάσει εσφαλμένων στοιχείων, χωρίς όμως ο ενδιαφερόμενος να έχει διαστρεβλώσει ή παραλείψει γεγονότα.

Εντούτοις, το Δικαστήριο διαπίστωσε, επίσης, ότι δεν αποκλείεται ρητώς το ενδεχόμενο να παύει να ισχύει το καθεστώς αυτό σε περίπτωση που το κράτος μέλος υποδοχής αντιληφθεί ότι το έχει χορηγήσει βάσει εσφαλμένων στοιχείων για τα οποία δεν ευθύνεται ο ενδιαφερόμενος. Το Δικαστήριο σημείωσε, ως προς το ζήτημα αυτό, πρώτον ότι η κατάσταση ενός προσώπου στο οποίο έχει χορηγηθεί το καθεστώς επικουρικής προστασίας βάσει εσφαλμένων στοιχείων και χωρίς να πληρούνται ποτέ οι προϋποθέσεις χορήγησής του ουδεμία σχέση έχει με τη λογική της διεθνούς προστασίας. Συνεπώς, η απώλεια του καθεστώτος επικουρικής προστασίας υπό τέτοιες περιστάσεις είναι σύμφωνη με τον σκοπό και την όλη οικονομία της οδηγίας 2011/95, ιδίως δε με το άρθρο 18, το οποίο προβλέπει τη χορήγηση του καθεστώτος επικουρικής προστασίας αποκλειστικώς και μόνο σε πρόσωπα που πληρούν τις σχετικές προϋποθέσεις. Πράγματι, εφόσον το οικείο κράτος μέλος δεν μπορούσε νομίμως να χορηγήσει το καθεστώς αυτό, θα πρέπει, κατά μείζονα λόγο, να υπέχει την υποχρέωση να το άρει μόλις εντοπιστεί το σφάλμα του.

Το Δικαστήριο υπογράμμισε, δεύτερον, ότι το άρθρο 19, παράγραφος 1, της οδηγίας 2011/95 ορίζει ως προς τις αιτήσεις παροχής διεθνούς προστασίας οι οποίες έχουν υποβληθεί, όπως στο πλαίσιο της υπόθεσης της κύριας δίκης, μετά την έναρξη της ισχύος της οδηγίας 2004/83 (2), ότι τα κράτη μέλη οφείλουν να ανακαλούν, να τερματίζουν ή να αρνούνται να ανανεώσουν το καθεστώς επικουρικής προστασίας σε περίπτωση που ο υπήκοος τρίτης χώρας ή ο ανιθαγενής έχει παύσει, βάσει του άρθρου 16 της οδηγίας 2011/95, να είναι δικαιούχος επικουρικής προστασίας, δηλαδή σε περίπτωση που παύουν να συντρέχουν οι περιστάσεις οι οποίες δικαιολογούσαν την παροχή της προστασίας αυτής ή έχουν μεταβληθεί σε τέτοιο βαθμό ώστε να μην είναι πλέον αναγκαία η προστασία. Ειδικότερα, μια μεταβολή στον βαθμό επίγνωσης του κράτους μέλους υποδοχής όσον αφορά την προσωπική κατάσταση του ενδιαφερομένου μπορεί, κατά τρόπο όμοιο με μια μεταβολή των πραγματικών περιστάσεων στην τρίτη χώρα, να έχει ως συνέπεια ότι ο αρχικός φόβος να υποστεί ο ενδιαφερόμενος σοβαρή βλάβη δεν είναι πλέον, κατά τα φαινόμενα, βάσιμος,  υπό την προϋπόθεση ότι η μεταβολή του βαθμού επίγνωσής του κράτους μέλους υποδοχής ως προς το ζήτημα αν ο ενδιαφερόμενος πληροί τις προϋποθέσεις χορήγησης του καθεστώτος επικουρικής προστασίας είναι αρκούντως σημαντική και οριστική. Επομένως, όταν το κράτος μέλος υποδοχής έχει στη διάθεσή του νέες πληροφορίες που αποδεικνύουν ότι, αντιθέτως προς τη στηριχθείσα σε εσφαλμένα στοιχεία αρχική εκτίμησή του αναφορικά με την κατάσταση ενός υπηκόου τρίτης χώρας ή ανιθαγενούς στον οποίο χορήγησε το καθεστώς επικουρικής προστασίας, το πρόσωπο αυτό ουδέποτε διέτρεξε κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη, το κράτος μέλος υποδοχής οφείλει να συναγάγει ότι οι περιστάσεις λόγω των οποίων χορηγήθηκε το καθεστώς επικουρικής προστασίας εξελίχθηκαν με τέτοιο τρόπο ώστε η διατήρηση του συγκεκριμένου καθεστώτος δεν δικαιολογείται πλέον. Επιπλέον, το γεγονός ότι ο ενδιαφερόμενος δεν είναι υπεύθυνος για το σφάλμα στο οποίο υπέπεσε το κράτος μέλος υποδοχής κατά τη χορήγηση του επίμαχου καθεστώτος δεν είναι ικανό να μεταβάλει τη διαπίστωση ότι ο ενδιαφερόμενος ουδέποτε πληρούσε τις προϋποθέσεις χορήγησης του καθεστώτος επικουρικής προστασίας.

Κατά το Δικαστήριο, η ως άνω ερμηνεία της οδηγίας 2011/95 επιβεβαιώνεται από τη Σύμβαση της Γενεύης (3), της οποίας οι απαιτήσεις πρέπει να λαμβάνονται υπόψη κατά την ερμηνεία του άρθρου 19 της οδηγίας αυτής. Στο πλαίσιο αυτό, το Δικαστήριο επισήμανε ότι τα έγγραφα που εκδίδει η Ύπατη Αρμοστεία των Ηνωμένων Εθνών για τους πρόσφυγες (HCR) έχουν ιδιαίτερη σημασία, λαμβανομένης υπόψη της αποστολής την οποία η Σύμβαση της Γενεύης αναθέτει στην HCR. Μολονότι δε καμία διάταξη της συγκεκριμένης Συμβάσεως δεν προβλέπει ρητώς την απώλεια του καθεστώτος πρόσφυγα όταν προκύπτει εκ των υστέρων ότι το καθεστώς αυτό ουδέποτε έπρεπε να αναγνωριστεί, η HCR εκτιμά πάντως ότι, σε μια τέτοια περίπτωση, η απόφαση σχετικά με τη χορήγηση του καθεστώτος πρόσφυγα πρέπει κατ’ αρχήν να ακυρώνεται.

Εξάλλου, το Δικαστήριο διευκρίνισε ότι η απώλεια του καθεστώτος επικουρικής προστασίας δυνάμει του άρθρου 19, παράγραφος 1, της οδηγίας 2011/95 δεν σημαίνει ότι η Διοίκηση λαμβάνει θέση και επί του χωριστού ζητήματος αν ο ενδιαφερόμενος χάνει κάθε δικαίωμα διαμονής στο οικείο κράτος μέλος και αν μπορεί να απελαθεί προς τη χώρα καταγωγής του. Πράγματι, αφενός, αντιθέτως προς την απώλεια του εν λόγω καθεστώτος κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 19, παράγραφος 3, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2011/95, η απώλειά του δυνάμει του άρθρου 19, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής δεν καταλέγεται ούτε στις περιπτώσεις στις οποίες τα κράτη μέλη οφείλουν, βάσει του άρθρου 4, παράγραφος 1α, της οδηγίας 2003/109, να μη χορηγούν το καθεστώς του επί μακρόν διαμένοντος στους δικαιούχους διεθνούς προστασίας ούτε στις περιπτώσεις στις οποίες τα κράτη μέλη μπορούν, δυνάμει του άρθρου 9, παράγραφος 3α, της οδηγίας 2003/109(4), να αίρουν το καθεστώς του επί μακρόν διαμένοντος από τους προαναφερθέντες δικαιούχους. , η οδηγία 2011/95 εκκινεί από την παραδοχή ότι το κράτος μέλος υποδοχής μπορεί να παρέχει, σύμφωνα με το εσωτερικό δίκαιό του, εθνική προστασία που να περιλαμβάνει δικαίωμα διαμονής στο έδαφός του για τα πρόσωπα τα οποία δεν είναι δικαιούχοι επικουρικής προστασίας.

Το Δικαστήριο έκρινε, επίσης, ότι, στο πλαίσιο αυτό, το εκάστοτε κράτος μέλος είναι υποχρεωμένο να σέβεται, μεταξύ άλλων, το θεμελιώδες δικαίωμα του ενδιαφερομένου στην προστασία της ιδιωτικής και της οικογενειακής ζωής του, το οποίο κατοχυρώνεται στο άρθρο 7 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ως προς το ζήτημα αυτό, το γεγονός ότι, εν αντιθέσει προς την περίπτωση του άρθρου 19, παράγραφος 3, της οδηγίας 2011/95, το πρόσωπο του οποίου το καθεστώς επικουρικής προστασίας ανακαλείται βάσει του άρθρου 19, παράγραφος 1, σε συνδυασμό με το άρθρο 16 της ίδιας οδηγίας, δεν έχει παραπλανήσει εν γνώσει του την αρμόδια εθνική αρχή κατά τη χορήγηση του εν λόγω καθεστώτος συνιστά στοιχείο που πρέπει να ληφθεί υπόψη.


1      Οδηγία 2011/95/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Δεκεμβρίου 2011 , σχετικά με τις απαιτήσεις για την αναγνώριση των υπηκόων τρίτων χωρών ή των απάτριδων ως δικαιούχων διεθνούς προστασίας, για ένα ενιαίο καθεστώς για τους πρόσφυγες ή για τα άτομα που δικαιούνται επικουρική προστασία και για το περιεχόμενο της παρεχόμενης προστασίας (ΕΕ 2011, L 337, σ. 9).


2      Οδηγία 2004/83/ΕΚ του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, για θέσπιση ελάχιστων απαιτήσεων για την αναγνώριση και το καθεστώς των υπηκόων τρίτων χωρών ή των απάτριδων ως προσφύγων ή ως προσώπων που χρήζουν διεθνούς προστασίας για άλλους λόγους (ΕΕ 2004, L 304, σ. 12).


3      Η Σύμβαση περί του καθεστώτος των προσφύγων, η οποία υπογράφηκε στη Γενεύη στις 28 Ιουλίου 1951 [Recueil des traités des Nations unies, τόμος 189, σ. 137, αριθ. 2545 (1954)], τέθηκε σε ισχύ στις 22 Απριλίου 1954 και συμπληρώθηκε και τροποποιήθηκε με το Πρωτόκολλο για το καθεστώς των προσφύγων, το οποίο συνήφθη στη Νέα Υόρκη στις 31 Ιανουαρίου 1967 και τέθηκε σε ισχύ στις 4 Οκτωβρίου 1967.


4      Οδηγία 2003/109/ΕΚ του Συμβουλίου, της 25ης Νοεμβρίου 2003, σχετικά με το καθεστώς υπηκόων τρίτων χωρών οι οποίοι είναι επί μακρόν διαμένοντες (ΕΕ 2004, L 16, σ. 44).