Language of document : ECLI:EU:C:2024:469

Προσωρινό κείμενο

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΓΕΝΙΚΗΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

TAMARA ĆAPETA

της 6ης Ιουνίου 2024(1)

Συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C256/23 και C290/23

Ευρωπαϊκός Οργανισμός Χημικών Προϊόντων (ECHA)

κατά

Hallertauer Hopfenveredelungsges. m.b.H.,

παρισταμένης της:

Regierung von Niederbayern

[αίτηση του Bayerisches Verwaltungsgericht Regensburg
(βαυαρικού διοικητικού πρωτοδικείου του Regensburg, Γερμανία)
για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

και

Ευρωπαϊκός Οργανισμός Χημικών Προϊόντων (ECHA)

κατά

B. GmbH

[αίτηση του Oberverwaltungsgericht des Landes Sachsen-Anhalt
(διοικητικού εφετείου του ομόσπονδου κράτους
της Σαξονίας‑Άνχαλτ, Γερμανία)
για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

«Προδικαστική παραπομπή – Κανονισμός (ΕΚ) 1907/2006 (REACH) – Κανονισμός (ΕΚ) 340/2008 της Επιτροπής – Τέλη και επιβαρύνσεις που πρέπει να καταβάλλονται στον Ευρωπαϊκό Οργανισμό Χημικών Προϊόντων (ECHA) – Απόφαση του ECHA περί επιβολής διοικητικής επιβαρύνσεως – Εκτέλεση – Άρθρο 299 ΣΛΕΕ»






I.      Εισαγωγή

1.        Τι συνέπειες έχει η άρνηση καταβολής από ιδιώτη επιβαρύνσεως που του επιβλήθηκε με απόφαση εκδοθείσα από οργανισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης; Μπορεί ο οργανισμός της Ευρωπαϊκής Ένωσης να επιδιώξει δικαστικώς τη χρηματική του απαίτηση δυνάμει της εν λόγω απόφασης και, εάν ναι, με ποιον τρόπο;

2.        Τούτα είναι, κατ’ ουσίαν, τα ζητήματα που απορρέουν από τα προδικαστικά ερωτήματα που υποβλήθηκαν από δύο γερμανικά δικαστήρια στις υπό κρίση υποθέσεις.

II.    Το ιστορικό των υπό κρίση υποθέσεων και τα προδικαστικά ερωτήματα

Α.      Ο ECHA και το πλαίσιο REACH σχετικά με τα τέλη και τις επιβαρύνσεις

3.        Οι υπό κρίση υποθέσεις ανέκυψαν στο πλαίσιο διαφορών ενώπιον δύο διαφορετικών γερμανικών διοικητικών δικαστηρίων στις οποίες ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός Χημικών Προϊόντων (στο εξής: ECHA) επιδιώκει την αναγκαστική είσπραξη των χρηματικών απαιτήσεών του έναντι δύο διαφορετικών εταιριών.

4.        Ο ECHA είναι ένας από τους 30 και πλέον αποκεντρωμένους οργανισμούς της Ένωσης που συμμετέχουν στην εφαρμογή των πολιτικών της Ένωσης. Συστάθηκε με τον κανονισμό REACH (2), ο οποίος ρυθμίζει συνολικώς τον τομέα των χημικών προϊόντων στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Πρόκειται για ανεξάρτητο όργανο επιφορτισμένο με την αποτελεσματική διαχείριση ορισμένων διοικητικών, τεχνικών και επιστημονικών πτυχών του ανωτέρω κανονισμού (3).

5.        Δυνάμει των διατάξεων του κανονισμού REACH, οι παρασκευαστές και οι εισαγωγείς υποχρεούνται να υποβάλλουν τις καταχωρίσεις χημικών ουσιών στον ECHA. Συναφώς, οφείλουν να καταβάλλουν τα απαιτούμενα τέλη, όπως αυτά προσδιορίζονται στον κανονισμό 340/2008 της Επιτροπής, ο οποίος διέπει τις ειδικότερες λεπτομέρειες εφαρμογής του κανονισμού REACH (4).

6.        Σύμφωνα με το εν λόγω πλαίσιο, προβλέπονται μειωμένα τέλη για τις πολύ μικρές, μικρές ή μεσαίες επιχειρήσεις (στο εξής: ΜΜΕ), ο δε ECHA διενεργεί επαληθεύσεις περί του καθεστώτος ΜΜΕ προκειμένου να διαπιστώσει αν πληρούνται οι προϋποθέσεις για το δικαίωμα μείωσης των τελών με βάση το εν λόγω καθεστώς.

7.        Στην περίπτωση που ορισμένο πρόσωπο εσφαλμένα έχει ισχυριστεί ότι δικαιούται τη μείωση του τέλους που προβλέπεται για τις ΜΜΕ, ο ECHA εκδίδει απόφαση ότι το εν λόγω πρόσωπο δεν δικαιούται τη μείωση αυτήν και του επιβάλλει το πλήρες ποσό του τέλους, καθώς και διοικητική επιβάρυνση.

8.        Η σχετική διάταξη που εξουσιοδοτεί τον ECHA να εισπράττει το υπόλοιπο των τελών και των διοικητικών επιβαρύνσεων είναι το άρθρο 13, παράγραφος 4, του κανονισμού 340/2008 (5), ο οποίος ορίζει, στο σχετικό χωρίο του, τα εξής:

«Εάν το φυσικό ή νομικό πρόσωπο που ισχυρίζεται ότι δικαιούται μείωση τέλους ή ατέλεια δεν μπορεί να το αποδείξει, ο Οργανισμός επιβάλλει το πλήρες ποσό του τέλους ή της επιβάρυνσης, καθώς και μια διοικητική επιβάρυνση.

Εάν ένα φυσικό ή νομικό πρόσωπο που ισχυρίζεται ότι δικαιούται μείωση, έχει ήδη καταβάλει μειωμένο τέλος ή επιβάρυνση, αλλά δεν μπορεί να αποδείξει ότι δικαιούται την εν λόγω μείωση, ο Οργανισμός επιβάλλει το υπόλοιπο του πλήρους ποσού του τέλους ή της επιβάρυνσης καθώς και μια διοικητική επιβάρυνση».

9.        Η απόφαση του ECHA με την οποία ζητείται η καταβολή μιας τέτοιας διοικητικής επιβάρυνσης είναι δεσμευτική για τον αποδέκτη, ο οποίος μπορεί να την προσβάλει με προσφυγή ακυρώσεως ενώπιον των δικαστηρίων της Ένωσης(6). Αν η προσφυγή δεν ασκηθεί εμπροθέσμως, η απόφαση καθίσταται απρόσβλητη, το δε κύρος της υποχρέωσης καταβολής δεν μπορεί πλέον να αμφισβητηθεί.

10.      Εάν δεν καταβληθούν τέλη καταχώρισης, ο ECHA θα απορρίψει την καταχώριση (7).

11.      Ωστόσο, το νομικό πλαίσιο της Ένωσης ουδεμία πρόβλεψη περιέχει ως προς τις συνέπειες της μη καταβολής της διοικητικής επιβάρυνσης.

12.      Εκτός από τη χρηματοδότηση μέσω του γενικού προϋπολογισμού της Ένωσης, ο ECHA χρηματοδοτείται εν μέρει μέσω των εν λόγω τελών και επιβαρύνσεων (8).

13.      Ούτε ο κανονισμός REACH ούτε ο κανονισμός 340/2008 περιέχουν διατάξεις σχετικά με την εκτέλεση της απόφασης του ECHA σε περιπτώσεις κατά τις οποίες ο ιδιώτης δεν προσβάλλει την απόφαση ενώπιον των δικαστηρίων της Ένωσης ούτε καταβάλλει τη διοικητική επιβάρυνση. Εντός αυτού του πλαισίου, ο ECHA επιδιώκει, ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων, την αναγκαστική είσπραξη της χρηματικής απαίτησής του δυνάμει αποφάσεως περί επιβολής διοικητικής επιβάρυνσης που έχει καταστεί απρόσβλητη.

14.      Η ως άνω περιγραφόμενη κατάσταση αντικατοπτρίζει επακριβώς τις επιμέρους περιστάσεις των υπό κρίση υποθέσεων. Στις ενότητες που ακολουθούν θα εκθέσω εν συντομία τα οικεία πραγματικά περιστατικά.

Β.      Υπόθεση C256/23

15.      Η Hallertauer Hopfenveredelungsges. m.b.H. (στο εξής: Hallertauer) είναι γερμανική εταιρία. Το 2010 υπέβαλε στον ECHA καταχώριση για χημική ουσία και ισχυρίστηκε ότι δικαιούται μείωση των τελών ως πολύ μικρή επιχείρηση.

16.      Το 2013 ο ECHA προέβη σε επαλήθευση του καθεστώτος ΜΜΕ της Hallertauer και της ζήτησε να του προσκομίσει αποδεικτικά έγγραφα (9). Η Hallertauer δεν το έπραξε. Εντούτοις, η Hallertauer απηύθυνε, εν συνεχεία, στον ECHA δήλωση σύμφωνα με την οποία είχε εσφαλμένα δηλώσει το μέγεθός της ως πολύ μικρό, η δε ορθή κατηγορία μεγέθους ήταν «μεγάλη επιχείρηση».

17.      Αργότερα το 2013 ο ECHA εξέδωσε απόφαση σχετικά με την επαλήθευση ΜΜΕ όσον αφορά τη Hallertauer (10). Με την εν λόγω απόφαση, ο ECHA διαπίστωσε ότι η συγκεκριμένη εταιρία δεν δικαιούνταν μείωση του τέλους για τις ΜΜΕ και ότι όφειλε να καταβάλει το υπόλοιπο του βασικού τέλους καταχώρισης, καθώς και διοικητική επιβάρυνση ύψους 9 950 ευρώ. Η ως άνω απόφαση συνοδευόταν από πληροφορίες σχετικά με τις δυνατότητες προσβολής της, δι’ ασκήσεως προσφυγής ακυρώσεως ενώπιον των δικαστηρίων της Ένωσης.

18.      Η Hallertauer δεν κατέβαλε τη διοικητική επιβάρυνση ούτε άσκησε προσφυγή κατά της ανωτέρω απόφασης ενώπιον των δικαστηρίων της Ένωσης. Επομένως, η απόφαση του ECHA κατέστη απρόσβλητη όσον αφορά την υποχρέωση καταβολής.

19.      Το 2019 ο ECHA άσκησε αγωγή ενώπιον του Bayerisches Verwaltungsgericht Regensburg (βαυαρικού διοικητικού πρωτοδικείου του Regensburg, Γερμανία), αιτούντος δικαστηρίου, με αίτημα να υποχρεωθεί η Hallertauer να καταβάλει το ποσό της διοικητικής επιβάρυνσης.

20.      Το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινιστεί αν μια τέτοια αγωγή εμπίπτει στην αρμοδιότητα των δικαστηρίων της Ένωσης κατά το άρθρο 94, παράγραφος 1, του κανονισμού REACH. Το αιτούν δικαστήριο διερωτάται επίσης, επικουρικώς, αν η απόφαση του ECHA εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 299 ΣΛΕΕ. Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως, το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινιστεί αν η παραπομπή σε διατάξεις της πολιτικής δικονομίας στη συγκεκριμένη διάταξη πρέπει να ερμηνευθεί ευρέως, καλύπτοντας συνεπώς όχι μόνο τη διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης αλλά και τις διατάξεις αναφορικά με το αρμόδιο όργανο εκτέλεσης.

21.      Υπό τις συνθήκες αυτές, το Bayerisches Verwaltungsgericht Regensburg (βαυαρικό διοικητικό πρωτοδικείο του Regensburg) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)      Έχει το άρθρο 94, παράγραφος 1, του [κανονισμού REACH], σύμφωνα με το οποίο κατά αποφάσεως του Οργανισμού μπορεί να ασκηθεί προσφυγή ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, την έννοια ότι μπορεί να προσβληθεί και η εκτελεστότητα των αποφάσεων του Οργανισμού;

2)      Σε περίπτωση αρνητικής απαντήσεως στο πρώτο ερώτημα: Έχει το άρθρο 299, πρώτη παράγραφος, ΣΛΕΕ την έννοια ότι δεν εφαρμόζεται μόνο σε πράξεις που εκδόθηκαν από το Συμβούλιο, την Επιτροπή ή την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, αλλά και σε αποφάσεις του [ECHA], με τις οποίες επιβλήθηκε διοικητική επιβάρυνση;

3)      Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο δεύτερο ερώτημα: Έχει το άρθρο 299, δεύτερη παράγραφος, ΣΛΕΕ την έννοια ότι η παραπομπή σε διατάξεις της πολιτικής δικονομίας του κράτους μέλους δεν αφορά μόνο δικονομικούς κανόνες αλλά και κανόνες περί αρμοδιότητας;»

Γ.      Υπόθεση C290/23

22.      Η B. GmbH (στο εξής: B) είναι γερμανική εταιρία. Το 2010 υπέβαλε στον ECHA καταχώριση για χημική ουσία και ισχυρίστηκε ότι δικαιούται μείωση των τελών ως μεσαία επιχείρηση.

23.      Το 2013 ο ECHA προέβη σε επαλήθευση του καθεστώτος ΜΜΕ της B και της ζήτησε να του προσκομίσει αποδεικτικά έγγραφα (11). Η B υπέβαλε έγγραφα σε απάντηση του ανωτέρω αιτήματος.

24.      Το 2014 ο ECHA απηύθυνε στην B αίτημα περί παροχής περαιτέρω εγγράφων. Εντούτοις, ο ECHA δεν έλαβε καμία απάντηση στο ως άνω αίτημα.

25.      Το 2016 ο ECHA εξέδωσε απόφαση σχετικά με την επαλήθευση ΜΜΕ όσον αφορά την B (12). Με την εν λόγω απόφαση, ο ECHA διαπίστωσε ότι η συγκεκριμένη εταιρία δεν δικαιούνταν μείωση του τέλους για τις ΜΜΕ και ότι όφειλε να καταβάλει το υπόλοιπο του βασικού τέλους καταχώρισης, καθώς και διοικητική επιβάρυνση ύψους 17 437 ευρώ. Η ως άνω απόφαση περιείχε επίσης πληροφορίες σχετικά με το δικαίωμα άσκησης προσφυγής ενώπιον των δικαστηρίων της Ένωσης.

26.      Η B δεν κατέβαλε τη διοικητική επιβάρυνση ούτε άσκησε προσφυγή κατά της ανωτέρω απόφασης ενώπιον των δικαστηρίων της Ένωσης. Επομένως, η απόφαση του ECHA κατέστη απρόσβλητη όσον αφορά την υποχρέωση καταβολής.

27.      Το 2019 ο ECHA άσκησε ενώπιον του Verwaltungsgericht Halle (διοικητικού πρωτοδικείου της Χάλλε, Γερμανία) αγωγή με αίτημα να υποχρεωθεί η B να καταβάλει το ποσό της διοικητικής επιβάρυνσης. Το δικαστήριο αυτό απέρριψε την αγωγή ως απαράδεκτη, κρίνοντας ότι η άσκηση ένδικου βοηθήματος ενώπιον του διοικητικού δικαστηρίου δεν ήταν δυνατή.

28.      Ο ECHA άσκησε έφεση κατά της ανωτέρω απόφασης ενώπιον του Oberverwaltungsgericht des Landes Sachsen-Anhalt (διοικητικού εφετείου του ομόσπονδου κράτους της Σαξονίας-Άνχαλτ, Γερμανία), αιτούντος δικαστηρίου.

29.      Αντιθέτως προς το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι ο ECHA μπορεί να επιδιώξει την απαίτησή του ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων καθόσον πρόκειται για διαφορά δημοσίου δικαίου. Εντούτοις, το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινιστεί αν η απόφαση του ECHA εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 299 ΣΛΕΕ. Περαιτέρω, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται αν το άρθρο 13, παράγραφος 4, τρίτο εδάφιο, σε συνδυασμό με το άρθρο 11, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού (ΕΚ) 340/2008, ρυθμίζει εξαντλητικά τις συνέπειες της μη καταβολής των τελών και επιβαρύνσεων, με αποτέλεσμα να αποκλείεται η δυνατότητα του ECHA να ασκήσει καταψηφιστική αγωγή ενώπιον δικαστηρίου σχετικά με την καταβολή της διοικητικής επιβαρύνσεως.

30.      Υπό τις συνθήκες αυτές, το Oberverwaltungsgericht des Landes Sachsen‑Anhalt (διοικητικό εφετείο του ομόσπονδου κράτους της Σαξονίας-Άνχαλτ) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)      Έχει το άρθρο 299, πρώτη παράγραφος, [ΣΛΕΕ] την έννοια ότι εφαρμόζεται αποκλειστικώς σε σχέση με αποφάσεις που έχουν εκδοθεί από το Συμβούλιο, την Επιτροπή ή την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα ή καλύπτει και τις αποφάσεις του [ECHA] με τις οποίες επιβάλλεται διοικητική επιβάρυνση δυνάμει του άρθρου 13, παράγραφος 4, του [κανονισμού 340/2008];

2)      Σε περίπτωση που η απόφαση του [ECHA] περί επιβολής τέτοιας διοικητικής επιβαρύνσεως δεν συνιστά εκτελεστό τίτλο:

Έχει το άρθρο 13, παράγραφος 4, τρίτο εδάφιο, σε συνδυασμό με το άρθρο 11, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, του [κανονισμού 340/2008], την έννοια ότι πρέπει να αποκλείεται η άσκηση καταψηφιστικής αγωγής σχετικά με την καταβολή της διοικητικής επιβαρύνσεως;»

III. Διαδικασία ενώπιον του δικαστηρίου

31.      Με απόφαση του Προέδρου του Δικαστηρίου της 28ης Ιουνίου 2023, αποφασίστηκε η συνεκδίκαση των υποθέσεων C‑256/23 και C‑290/23 προς διευκόλυνση της έγγραφης και της προφορικής διαδικασίας και προς έκδοση κοινής αποφάσεως.

32.      Γραπτές παρατηρήσεις υπέβαλαν στο Δικαστήριο ο ECHA, η Hallertauer, η Ελληνική και η Πολωνική Κυβέρνηση, καθώς και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή.

33.      Στις 20 Μαρτίου 2024 διεξήχθη επ’ ακροατηρίου συζήτηση, κατά την οποία ο ECHA, η Ελληνική Κυβέρνηση και η Επιτροπή ανέπτυξαν προφορικώς τις παρατηρήσεις τους.

IV.    Ανάλυση

34.      Αμφότερα τα αιτούντα δικαστήρια στις υπό κρίση υποθέσεις διερωτώνται αν η επίσπευση αναγκαστικής εκτέλεσης για την είσπραξη των χρηματικών απαιτήσεων του ECHA εμπίπτει στη δικαιοδοσία τους. Στο πλαίσιο αυτό, υπέβαλαν στο Δικαστήριο πλείονα προδικαστικά ερωτήματα.

35.      Κατόπιν υποδείξεως του Δικαστηρίου, οι προτάσεις μου θα επικεντρωθούν μόνο στο ζήτημα της ερμηνείας του άρθρου 299 ΣΛΕΕ (δεύτερο προδικαστικό ερώτημα στην υπόθεση C‑256/23 και πρώτο προδικαστικό ερώτημα στην υπόθεση C‑290/23).

36.      Με τα ως άνω προδικαστικά ερωτήματα ζητείται να διευκρινιστεί, κατ’ ουσίαν, αν χωρεί εφαρμογή του άρθρου 299 ΣΛΕΕ όσον αφορά τον ECHA (13).

37.      Η ανάλυσή μου διαρθρώνεται ως εξής. Πρώτον, θα προβώ σε ορισμένες προκαταρκτικές παρατηρήσεις επί του άρθρου 299 ΣΛΕΕ (A). Δεύτερον, θα εκθέσω τους λόγους για τους οποίους το άρθρο 299 ΣΛΕΕ έχει την έννοια ότι αφορά μόνον τα τρία θεσμικά όργανα της Ένωσης που μνημονεύονται ρητώς στο εν λόγω άρθρο (Β). Τρίτον, θα εμβαθύνω όσον αφορά το ευρύτερο πλαίσιο του παράγωγου δικαίου της Ένωσης για τους σκοπούς της ερμηνείας του άρθρου 299 ΣΛΕΕ (Γ). Τέλος, θα εκθέσω εν συντομία τους λόγους για τους οποίους η προτεινόμενη από εμένα ερμηνεία του άρθρου 299 ΣΛΕΕ δεν εμποδίζει την αναγκαστική εκτέλεση για την είσπραξη των χρηματικών απαιτήσεων του ECHA (Δ).

Α.      Τοποθέτηση του άρθρου 299 ΣΛΕΕ στο πλαίσιο της Συνθήκης

38.      Το άρθρο 299 ΣΛΕΕ έχει ενταχθεί στο πλαίσιο των Συνθηκών από την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Ένωσης πριν από 70 και πλέον έτη (14). Παρά τη μακροβιότητά του, φαίνεται να «ζει στη σκιά», όπως επισημαίνει ένας σχολιαστής (15). Σε πολύ σπάνιες περιπτώσεις έχει εξεταστεί στη νομολογία του Δικαστηρίου, μέχρι δε σήμερα έχει απασχολήσει ελάχιστα τη θεωρία.

39.      Το άρθρο 299 ΣΛΕΕ ορίζει στο σύνολό του τα εξής:

«Οι πράξεις του Συμβουλίου, της Επιτροπής ή της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας που επιβάλλουν χρηματική υποχρέωση εις βάρος προσώπων, εκτός των κρατών, είναι τίτλοι εκτελεστοί.

Η αναγκαστική εκτέλεση διέπεται από τις διατάξεις της πολιτικής δικονομίας που ισχύει στο κράτος, στην επικράτεια του οποίου γίνεται. Ο εκτελεστήριος τύπος περιάπτεται, μετά έλεγχο της γνησιότητας μόνο του τίτλου, από την εθνική αρχή που ορίζει η κυβέρνηση του κράτους μέλους για τον σκοπό αυτόν και την οποία γνωστοποιεί στην Επιτροπή και στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Ο ενδιαφερόμενος, κατόπιν αιτήσεως του οποίου ετηρήθησαν οι διατυπώσεις αυτές, δύναται να επισπεύσει την αναγκαστική εκτέλεση κατά το εσωτερικό δίκαιο, απευθυνόμενος απευθείας στην αρμόδια αρχή.

Η αναγκαστική εκτέλεση αναστέλλεται μόνο με απόφαση του Δικαστηρίου. Ο έλεγχος όμως της κανονικότητας των εκτελεστικών μέτρων ανήκει στην αρμοδιότητα των εθνικών δικαστηρίων».

40.      Μολονότι προκύπτουν ενδεχομένως ορισμένες αμφιβολίες από την ανάγνωση της αγγλικής απόδοσης (16), φρονώ, εντούτοις, ότι το άρθρο 299 ΣΛΕΕ δεν καθιστά εκτελεστές τις χρηματικές απαιτήσεις που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του, αλλά μάλλον η εν λόγω διάταξη αφορά τον τρόπο με τον οποίο πρέπει να εκτελούνται οι ανωτέρω απαιτήσεις (17).

41.      Η εν λόγω ερμηνεία καθίσταται πιο προφανής αν ληφθούν υπόψη άλλες γλωσσικές αποδόσεις του άρθρου 299 ΣΛΕΕ. Επί παραδείγματι, στη γαλλική απόδοση χρησιμοποιείται ο όρος «titre exécutoire» ενώ στην ολλανδική απόδοση χρησιμοποιείται ο όρος «executoriale titel» (18). Οι ανωτέρω γλωσσικές αποδόσεις παραπέμπουν σε άμεση εκτελεστότητα υπό την έννοια ότι οι εν λόγω απαιτήσεις είναι εκτελεστές χωρίς καμία πρόσθετη προϋπόθεση.

42.      Συναφώς, το άρθρο 299 ΣΛΕΕ απλώς διευκολύνει και καθιστά ταχύτερη την εκτελεστότητα των πράξεων που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του, καθιστώντας τις άμεσα εκτελεστές, χωρίς να απαιτείται περαιτέρω διαδικασία αναγνωρίσεως από τα κράτη μέλη (19).

43.      Ομοίως, στις προτάσεις της στην υπόθεση ADR Center κατά Επιτροπής (20), η γενική εισαγγελέας J. Kokott επισήμανε ότι «το πνεύμα και ο σκοπός της διατάξεως αυτής έγκειται αποκλειστικώς και μόνον στο να καταστήσει άμεσα εκτελεστές εκείνες τις πράξεις που εκδίδουν τα θεσμικά όργανα της Ένωσης σύμφωνα με το άρθρο 288 ΣΛΕΕ, οι οποίες επιβάλλουν χρηματική υποχρέωση. Επομένως, το άρθρο 299 ΣΛΕΕ απλώς διευκολύνει την εκτέλεση, πράγμα απολύτως δικαιολογημένο, λαμβανομένων υπόψη των απαιτήσεων περί αποτελεσματικής εκτελέσεως των καθηκόντων των θεσμικών οργάνων της Ένωσης και περί προστασίας των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης».

44.      Επομένως, το άρθρο 299 ΣΛΕΕ πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι καθιερώνει ειδική διαδικασία της οποίας σκοπός είναι να καταστήσει δυνατή την ταχεία και αποτελεσματικότερη εκτέλεση των πράξεων της Ένωσης που επιβάλλουν οικονομικές υποχρεώσεις σε ιδιώτες (21).

45.      Ωστόσο, τούτο δεν εξηγεί γιατί στο άρθρο 299 ΣΛΕΕ μνημονεύονται μόνο τρία θεσμικά όργανα της Ένωσης (το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η Επιτροπή και η ΕΚΤ). Εντούτοις, είμαι της γνώμης ότι υπάρχουν διάφοροι λόγοι που συνηγορούν υπέρ της ερμηνείας της εν λόγω διάταξης υπό την έννοια ότι καλύπτει μόνον τις χρηματικές απαιτήσεις των ως άνω τριών θεσμικών οργάνων.

Β.      Το άρθρο 299 ΣΛΕΕ έχει την έννοια ότι αφορά μόνον τα τρία θεσμικά όργανα που μνημονεύονται ρητώς στο εν λόγω άρθρο

46.      Πριν από τη Συνθήκη της Λισσαβώνας, το νυν άρθρο 299 ΣΛΕΕ μνημόνευε αποφάσεις του Συμβουλίου και της Επιτροπής (22).

47.      Μετά τη Συνθήκη της Λισσαβώνας, το άρθρο 299 ΣΛΕΕ μνημονεύει τις πράξεις του Συμβουλίου, της Επιτροπής και της ΕΚΤ (23), αλλά η υπόλοιπη διάταξη παρέμεινε αμετάβλητη.

48.      Η διατύπωση του άρθρου 299 ΣΛΕΕ είναι αρκετά απλή, το δε ιστορικό των τροποποιήσεων της Συνθήκης ΛΕΕ δεν υποδηλώνει ότι η εν λόγω διάταξη πρέπει να τύχει ευρύτερης ερμηνείας.

49.       Όπως επισήμανε η Επιτροπή, οι συντάκτες των Συνθηκών θα μπορούσαν να έχουν τροποποιήσει το άρθρο 299 ΣΛΕΕ ώστε να εφαρμόζεται στα λοιπά θεσμικά και λοιπά όργανα και οργανισμούς της Ένωσης στο πλαίσιο της Συνθήκης της Λισσαβώνας. Αντιθέτως, η εν λόγω διάταξη τροποποιήθηκε από τη Συνθήκη της Λισσαβώνας μόνο προκειμένου να συμπεριληφθεί η ΕΚΤ.

50.      Δεν προστέθηκε κανένα από τα λοιπά θεσμικά όργανα της Ένωσης, συμπεριλαμβανομένου του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, ενώ δεν περιλαμβάνεται μνεία σε όργανα και οργανισμούς της Ένωσης. Παράλληλα, άλλες διατάξεις της Συνθήκης τροποποιήθηκαν με τη Συνθήκη της Λισσαβώνας προκειμένου να συμπεριληφθεί τέτοια μνεία σε όργανα και οργανισμούς της Ένωσης (24).

51.      Τούτο δεν οφείλεται στο γεγονός ότι οι συντάκτες των Συνθηκών θεώρησαν ότι τα λοιπά θεσμικά και λοιπά όργανα και οργανισμοί και Ένωσης δεν μπορούν να προβάλλουν χρηματικές απαιτήσεις έναντι ιδιωτών. Επί παραδείγματι, είναι βέβαιον ότι το Κοινοβούλιο μπορεί να προβάλλει χρηματικές απαιτήσεις έναντι των (πρώην) μελών ή υπαλλήλων του. Ωστόσο, το Κοινοβούλιο δεν μνημονεύεται στο άρθρο 299 ΣΛΕΕ. Πράγματι, σε ορισμένες υποθέσεις, το Γενικό Δικαστήριο έχει κρίνει ότι το Κοινοβούλιο δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της εν λόγω διάταξης (25).

52.      Η Επιτροπή υποστήριξε ότι, με το άρθρο 299 ΣΛΕΕ, οι συντάκτες των Συνθηκών επιδίωξαν να περιορίσουν την άμεση εκτελεστότητα στις πράξεις των θεσμικών οργάνων της Ένωσης που διαθέτουν εκτελεστικές εξουσίες ή εξουσίες που συνδέονται συνήθως με την επιβολή οικονομικών υποχρεώσεων σε ιδιώτες, παράλληλα με τις αποφάσεις των δικαστηρίων της Ένωσης βάσει του άρθρου 280 ΣΛΕΕ.

53.      Ωστόσο, επί του παρόντος, πολλά όργανα και οργανισμοί της Ένωσης διαθέτουν εκτελεστικές εξουσίες και μπορούν να επιβάλλουν οικονομικές υποχρεώσεις σε ιδιώτες, όπως αποδεικνύεται από τις υπό κρίση υποθέσεις. Ως εκ τούτου, η εξήγηση της Επιτροπής η οποία βασίζεται στις εκτελεστικές εξουσίες δεν φαίνεται να είναι ιδιαίτερα πειστική.

54.      Περαιτέρω, η Επιτροπή επισήμανε ότι ο άμεσα εκτελεστός χαρακτήρας των πράξεων των θεσμικών οργάνων της Ένωσης στο έδαφος κράτους μέλους συνιστά παρέμβαση στην άσκηση δημόσιας εξουσίας. Η ως άνω επιχειρηματολογία θα μπορούσε πράγματι να εξηγήσει την πρόθεση περιορισμού του αριθμού των οργάνων που μπορούν να κάνουν χρήση των εν λόγω εξουσιών. Τούτο, όμως, εξακολουθεί να μην εξηγεί την επιλογή των τριών θεσμικών οργάνων που μνημονεύονται ρητώς στο άρθρο 299 ΣΛΕΕ, ιδίως δε του Συμβουλίου το οποίο σπανίως ασκεί εκτελεστικές εξουσίες ή επιβάλλει χρηματικές υποχρεώσεις στους ιδιώτες (26).

55.      Ο ECHA, η Hallertauer, η Πολωνική Κυβέρνηση και η Επιτροπή υποστήριξαν την άποψη ότι το άρθρο 299 ΣΛΕΕ περιορίζεται στα τρία θεσμικά όργανα που μνημονεύονται ρητώς στο εν λόγω άρθρο. Μόνον η Ελληνική Κυβέρνηση υποστήριξε ότι το άρθρο 299 ΣΛΕΕ μπορεί να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι εφαρμόζεται στον ECHA.

56.      Συναφώς, η Ελληνική Κυβέρνηση υποστήριξε ότι το άρθρο 299 ΣΛΕΕ μπορεί να επεκταθεί στις πράξεις των λοιπών θεσμικών και λοιπών οργάνων και οργανισμών της Ένωσης εάν πληρούνται τρεις προϋποθέσεις: πρώτον, το όργανο ασκεί εκτελεστικά καθήκοντα και εκδίδει διοικητικές πράξεις που επιδιώκουν σκοπούς δημόσιου συμφέροντος· δεύτερον, οι χρηματικές απαιτήσεις πρέπει να συμβάλλουν στα εν λόγω εκτελεστικά καθήκοντα· και, τρίτον, προβλέπεται έννομη προστασία για τα οικεία φυσικά και νομικά πρόσωπα. Κατά την άποψη του ανωτέρω κράτους μέλους, η εν λόγω θέση συνάδει με την απόφαση «Short Selling» (27) του Δικαστηρίου η οποία ερμηνεύει τη νομολογία Meroni (28), επιρρωννύεται δε περαιτέρω με την αύξηση των οργάνων και οργανισμών της Ένωσης μετά τη Συνθήκη της Λισσαβώνας, τους στόχους δημοσίου συμφέροντος που επιδιώκουν και την εμφάνιση διατάξεων ανάλογων με το άρθρο 299 ΣΛΕΕ στο παράγωγο δίκαιο της Ένωσης, όπως καταδεικνύουν οι διατάξεις που αφορούν το Γραφείο Διανοητικής Ιδιοκτησίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: EUIPO) και το Ενιαίο Συμβούλιο Εξυγίανσης (στο εξής: SRB).

57.      Κατά τη γνώμη μου, το δόγμα Meroni δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί για διεύρυνση του γράμματος του άρθρου 299 ΣΛΕΕ. Το εν λόγω δόγμα αναπτύχθηκε προκειμένου να εξεταστούν οι απαιτήσεις της μεταβίβασης εξουσιών συνεπαγόμενων την άσκηση διακριτικής ευχέρειας εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης (29). Ωστόσο, στις υπό κρίση υποθέσεις δεν αμφισβητείται η εξουσία του ECHA να επιβάλλει χρηματικές υποχρεώσεις σε ιδιώτες. Το ζήτημα που τίθεται πρωτίστως είναι αν μια τέτοια χρηματική απαίτηση, αφ’ ης στιγμής δεν μπορεί πλέον να αμφισβητηθεί επί της ουσίας, μπορεί να είναι άμεσα εκτελεστή σε ένα κράτος μέλος χωρίς να απαιτείται η κίνηση διαδικασίας αναγνωρίσεως από δικαστήριο ή άλλη αρμόδια αρχή.

58.      Εν ολίγοις, η σαφής διατύπωση και το ιστορικό του άρθρου 299 ΣΛΕΕ υποδηλώνουν ότι η μνεία, στην εν λόγω διάταξη, των τριών θεσμικών οργάνων είναι εξαντλητική (30). Κατά συνέπεια, ο ECHA δεν μπορεί να επικαλεστεί την εν λόγω διάταξη προκειμένου να επισπεύσει εκτέλεση για την είσπραξη των χρηματικών απαιτήσεών του.

Γ.      Ευρύτερο νομικό πλαίσιο

59.      Η προτεινόμενη ερμηνεία μου, σύμφωνα με την οποία το άρθρο 299 ΣΛΕΕ περιορίζεται στα τρία θεσμικά όργανα που μνημονεύονται ρητώς στο εν λόγω άρθρο, επιβεβαιώνεται από το ευρύτερο νομικό πλαίσιο, το οποίο θα εξετάσω εν συνεχεία.

60.      Η Επιτροπή εκτιμά ότι το περιορισμένο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 299 ΣΛΕΕ αποδεικνύεται από το γεγονός ότι το άρθρο 100, παράγραφος 2, του δημοσιονομικού κανονισμού 2018/1046 (31) επιτρέπει κατ’ εξαίρεση σε άλλα θεσμικά όργανα της Ένωσης, τα οποία δεν μπορούν να εκδώσουν τα ίδια απόφαση που αποτελεί εκτελεστό τίτλο δυνάμει του άρθρου 299 ΣΛΕΕ, να ζητήσουν από την Επιτροπή να το πράξει εξ ονόματός τους για ορισμένες απαιτήσεις. Κατά την άποψή της, η ανωτέρω διάταξη θα ήταν περιττή αν τα εν λόγω άλλα θεσμικά όργανα ενέπιπταν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 299 ΣΛΕΕ.

61.      Συναφώς, κλίνω υπέρ της γνώμης της γενικής εισαγγελέα J. Kokott, η οποία, στις προτάσεις της στην υπόθεση ADR Center κατά Επιτροπής (32), διαπίστωσε ότι το άρθρο 100, παράγραφος 2, του δημοσιονομικού κανονισμού 2018/1046 είναι ασαφές (33). Το πρώτο εδάφιο της εν λόγω διάταξης ορίζει ότι «ένα θεσμικό όργανο της Ένωσης» μπορεί να εισπράξει οφειλόμενο ποσό από ιδιώτες με απόφαση που αποτελεί τίτλο εκτελεστό κατά την έννοια του άρθρου 299 ΣΛΕΕ, ενώ το δεύτερο εδάφιο της διάταξης αυτής προβλέπει ότι η Επιτροπή μπορεί, σε εξαιρετικές περιστάσεις, να εκδώσει μια τέτοια εκτελεστή απόφαση υπέρ «άλλων θεσμικών οργάνων της Ένωσης» κατόπιν αιτήματός τους για απαιτήσεις που προκύπτουν σε σχέση με υπαλλήλους ή σε σχέση με μέλη ή πρώην μέλη τους. Λαμβανομένου υπόψη του εκτεταμένου ορισμού της έννοιας του «θεσμικού οργάνου» στον εν λόγω κανονισμό (34), τίθεται το ερώτημα γιατί είναι αναγκαίο το δεύτερο εδάφιο αν το πρώτο εδάφιο καλύπτει τα «άλλα θεσμικά όργανα» εν πάση περιπτώσει.

62.      Φαίνεται εύλογο, κατά τη γνώμη μου, να ερμηνευθεί το άρθρο 100, παράγραφος 2, του δημοσιονομικού κανονισμού 2018/1046 υπό την έννοια ότι τα εν λόγω «άλλα θεσμικά όργανα της Ένωσης» είναι όσα δεν μνημονεύονται στο άρθρο 299 ΣΛΕΕ, δεδομένου ότι οι διατάξεις του παράγωγου δικαίου της Ένωσης πρέπει να ερμηνεύονται υπό το πρίσμα του πρωτογενούς δικαίου της Ένωσης και όχι αντιστρόφως. Η ανωτέρω ερμηνεία φαίνεται να προκύπτει και από τα θεσμικά έγγραφα (35).

63.      Επομένως, συμφωνώ με την Επιτροπή ότι η ερμηνεία του άρθρου 299 ΣΛΕΕ υπό την έννοια ότι καλύπτει το σύνολο των θεσμικών και λοιπών οργάνων και οργανισμών της Ένωσης θα είχε ως συνέπεια να καθίσταται άνευ νοήματος η δυνατότητα των «άλλων θεσμικών οργάνων της Ένωσης» του άρθρου 100, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, του δημοσιονομικού κανονισμού 2018/1046 να ζητήσουν από την Επιτροπή την έκδοση εκτελεστής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 299 ΣΛΕΕ.

64.      Κατά συνέπεια, το άρθρο 100, παράγραφος 2, του δημοσιονομικού κανονισμού 2018/1046 συνηγορεί υπέρ της ερμηνείας του άρθρου 299 ΣΛΕΕ υπό την έννοια ότι περιορίζεται στα τρία θεσμικά όργανα που μνημονεύονται ρητώς στο εν λόγω άρθρο.

65.      Το ίδιο ισχύει και για τις πράξεις του παράγωγου δικαίου της Ένωσης που αφορούν άλλα όργανα και οργανισμούς της Ένωσης πλην του ECHA.

66.      Ειδικότερα, όταν πρόκειται για την είσπραξη προστίμων και περιοδικών χρηματικών ποινών που επιβάλλονται από ορισμένα όργανα και οργανισμούς της Ένωσης (36), υπάρχουν ενίοτε διατάξεις στη σχετική νομοθεσία της Ένωσης ανάλογες προς το άρθρο 299 ΣΛΕΕ.

67.      Επί παραδείγματι, όσον αφορά το SRB, το άρθρο 41, παράγραφος 3, του κανονισμού 806/2014 (37) ορίζει:

«Τα πρόστιμα και οι περιοδικές χρηματικές ποινές που επιβάλλονται σύμφωνα με τα άρθρα 38 και 39 είναι εκτελεστά.

Η αναγκαστική εκτέλεση διέπεται από τους εφαρμοστέους διαδικαστικούς κανόνες που ισχύουν στο συμμετέχον κράτος μέλος όπου λαμβάνει χώρα η εκτέλεση. Ο εκτελεστήριος τύπος προσάπτεται στην απόφαση, χωρίς καμία άλλη διατύπωση πέραν της επαλήθευσης της γνησιότητας της απόφασης, από την αρχή που ορίζει η κυβέρνηση εκάστου συμμετέχοντος κράτους μέλους για τον σκοπό αυτό και την οποία γνωστοποιεί στο Συμβούλιο Εξυγίανσης και στο Δικαστήριο.

Όταν οι εν λόγω τυπικές διαδικασίες έχουν ολοκληρωθεί κατόπιν αίτησης του ενδιαφερομένου, αυτός δύναται να προχωρήσει στην αναγκαστική εκτέλεση σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο, αποτεινόμενος απευθείας στον αρμόδιο φορέα.

Η αναγκαστική εκτέλεση αναστέλλεται μόνο με απόφαση του Δικαστηρίου. Ωστόσο, τα δικαστήρια του οικείου συμμετέχοντος κράτους μέλους έχουν δικαιοδοσία επί καταγγελιών για παράτυπη εκτέλεση της απόφασης» (38).

68.      Το γεγονός ότι ο νομοθέτης της Ένωσης θέσπισε τέτοιες διατάξεις οι οποίες διαμορφώθηκαν κατά το πρότυπο του άρθρου 299 ΣΛΕΕ σε σχέση με ορισμένα όργανα και οργανισμούς της Ένωσης υποδηλώνει ότι οι πράξεις τους με τις οποίες επιβάλλονται χρηματικές υποχρεώσεις σε ιδιώτες δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 299 ΣΛΕΕ, διότι, αν ενέπιπταν, δεν θα υπήρχε λόγος αναπαραγωγής των εν λόγω διατάξεων στο παράγωγο δίκαιο της Ένωσης.

69.      Αντιθέτως, προκύπτει ότι, όταν πρόκειται για την είσπραξη τελών και επιβαρύνσεων που πρέπει να καταβάλλονται σε ορισμένα όργανα και οργανισμούς της Ένωσης, το παράγωγο δίκαιο της Ένωσης δεν περιέχει εν γένει διατάξεις κατά το πρότυπο του άρθρου 299 ΣΛΕΕ. Αντ’ αυτού, οι σχετικές διατάξεις φαίνεται να επικεντρώνονται στη λήψη των απαραίτητων νομικών μέτρων για την είσπραξη και την παροχή της δυνατότητας στο όργανο ή στον οργανισμό της Ένωσης να παύσει ορισμένες δραστηριότητες προκειμένου να διευκολύνει την ως άνω είσπραξη.

70.      Επί παραδείγματι, όσον αφορά τον Ευρωπαϊκό Οργανισμό Φαρμάκων, το άρθρο 10, παράγραφος 3, του κανονισμού 297/95 (39) ορίζει: «Οσάκις τέλος καταβλητέο δυνάμει του παρόντος κανονισμού δεν πληρωθεί την ημερομηνία οφειλής και με την επιφύλαξη του δικαιώματος του Οργανισμού να κινήσει νομικές διαδικασίες, που αναγνωρίζονται υπέρ αυτού από το άρθρο 71 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 726/2004, ο εκτελεστικός διευθυντής δύναται να αποφασίζει, είτε τη μη παροχή των ζητούμενων υπηρεσιών είτε την αναστολή του συνόλου των τρεχουσών υπηρεσιών ή διαδικασιών μέχρις ότου καταβληθεί το τέλος [...]» (40).

71.      Πώς εξηγείται η διαφορά στη μεταχείριση μεταξύ της είσπραξης προστίμων και περιοδικών χρηματικών ποινών, αφενός, και της είσπραξης τελών και επιβαρύνσεων, αφετέρου; Ενδεχομένως έγκειται στο γεγονός ότι συνήθως τα πρόστιμα και οι περιοδικές χρηματικές ποινές αποδίδονται στον γενικό προϋπολογισμό της Ένωσης (41), με αποτέλεσμα διατάξεις οι οποίες αναπαράγουν το άρθρο 299 ΣΛΕΕ να μπορούν να θεωρηθούν ως μέσο προστασίας των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης, ενώ τα τέλη και οι επιβαρύνσεις αποδίδονται απευθείας στα οικεία όργανα και οργανισμούς της Ένωσης.

72.       Εν πάση περιπτώσει, η εν λόγω προσέγγιση που υιοθετείται στο παράγωγο δίκαιο της Ένωσης φαίνεται να συνηγορεί υπέρ της ερμηνείας του άρθρου 299 ΣΛΕΕ υπό την έννοια ότι περιορίζεται στα τρία θεσμικά όργανα που μνημονεύονται ρητώς στο εν λόγω άρθρο.

Δ.      Οι χρηματικές απαιτήσεις του ECHA είναι εκτελεστές

73.      Το γεγονός ότι οι χρηματικές απαιτήσεις του ECHA δεν εμπίπτουν στο άρθρο 299 ΣΛΕΕ δεν σημαίνει ότι δεν χωρεί εκτέλεση με βάση αυτές. Απεναντίας, η αναγκαστική εκτέλεση πρέπει να επισπεύδεται σύμφωνα με τις συνήθεις διαδικασίες που ισχύουν στα νομικά συστήματα των κρατών μελών.

74.      Σύμφωνα με τον κανονισμό REACH, ο ECHA διαθέτει νομική προσωπικότητα και δη διαθέτει την ευρύτερη δυνατή νομική ικανότητα στα κράτη μέλη (42).

75.      Όταν το δίκαιο της Ένωσης δεν προβλέπει τις κατάλληλες διαδικασίες, όπως στην περίπτωση της αναγκαστικής εκτέλεσης για την είσπραξη των χρηματικών απαιτήσεων του ECHA, εναπόκειται στα κράτη μέλη να το πράξουν.

76.      Κατά την πρόβλεψη κατάλληλων διαδικασιών αναγκαστικής εκτέλεσης, τα κράτη μέλη απολαύουν δικονομικής αυτονομίας, υπό την επιφύλαξη της τήρησης των αρχών της ισοδυναμίας και της αποτελεσματικότητας (43). Κατ’ αρχήν, δυνάμει της αρχής της ισοδυναμίας, πρέπει να παρέχουν στον ECHA τη δυνατότητα αναγκαστικής εκτέλεσης για την είσπραξη των χρηματικών απαιτήσεών του κατά τον ίδιο τρόπο με τον οποίον επισπεύδεται αναγκαστική εκτέλεση για παρόμοιες απαιτήσεις στο εθνικό δίκαιο ενώ δεν μπορούν να επιφυλάσσουν στις εν λόγω απαιτήσεις δυσμενέστερη μεταχείριση από εκείνη που ισχύει για παρόμοιες απαιτήσεις υπαγόμενες στο εσωτερικό δίκαιο. Επιπλέον, σύμφωνα με την αρχή της αποτελεσματικότητας, δεν μπορούν να καθιστούν αδύνατη ή υπερβολικά δυσχερή την εκ μέρους του ECHA αναγκαστική εκτέλεση για την είσπραξη των χρηματικών απαιτήσεών του.

77.      Ως εκ τούτου, εναπόκειται στα αιτούντα δικαστήρια να καθορίσουν ποια είναι η ισοδύναμη κατάσταση στο εθνικό δίκαιο και να αποφασίσουν, κατά συνέπεια, ποιο είδος δικαστηρίου έχει δικαιοδοσία να επιληφθεί των χρηματικών απαιτήσεων του ECHA.

78.      Το γεγονός ότι, υπό το πρίσμα του δικαίου της Ένωσης, στον ECHA πρέπει να παρέχονται δυνατότητες αναγκαστικής εκτέλεσης εντός των κρατών μελών συνιστά πρόσθετο λόγο για τον οποίο το γράμμα του άρθρου 299 ΣΛΕΕ δεν απαιτείται να διευρυνθεί ώστε να συμπεριλάβει τον ECHA. Μια τέτοια δημιουργική ερμηνεία απλώς δεν δικαιολογείται καθόσον η αποτελεσματική προστασία των δικαιωμάτων του ECHA διασφαλίζεται ήδη από την έννομη τάξη της Ένωσης.

V.      Πρόταση

79.      Κατόπιν των προεκτεθέντων, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στο δεύτερο προδικαστικό ερώτημα που υπέβαλε το Bayerisches Verwaltungsgericht Regensburg (βαυαρικό διοικητικό πρωτοδικείο του Regensburg, Γερμανία) και στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα του Oberverwaltungsgericht des Landes Sachsen-Anhalt (διοικητικού εφετείου του ομόσπονδου κράτους της Σαξονίας‑Άνχαλτ, Γερμανία) ως εξής:

Το άρθρο 299 ΣΛΕΕ

έχει την έννοια ότι έχει εφαρμογή αποκλειστικώς στην περίπτωση πράξεων που έχουν εκδοθεί από το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και δεν χωρεί εφαρμογή του στην περίπτωση πράξεων του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Χημικών Προϊόντων με τις οποίες επιβάλλεται διοικητική επιβάρυνση δυνάμει του άρθρου 13, παράγραφος 4, του κανονισμού (ΕΚ) 340/2008 της Επιτροπής, της 16ης Απριλίου 2008, σχετικά με τα τέλη και τις επιβαρύνσεις που πρέπει να καταβάλλονται στον Ευρωπαϊκό Οργανισμό Χημικών Προϊόντων σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1907/2006 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την καταχώριση, την αξιολόγηση, την αδειοδότηση και τους περιορισμούς των χημικών προϊόντων (REACH).


1      Γλώσσα του πρωτοτύπου: η αγγλική.


2      Κανονισμός (ΕΚ) 1907/2006 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 2006, για την καταχώριση, την αξιολόγηση, την αδειοδότηση και τους περιορισμούς των χημικών προϊόντων (REACH) και για την ίδρυση του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Χημικών Προϊόντων καθώς και για την τροποποίηση της οδηγίας 1999/45/ΕΚ και για κατάργηση του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 793/93 του Συμβουλίου και του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1488/94 της Επιτροπής καθώς και της οδηγίας 76/769/ΕΟΚ του Συμβουλίου και των οδηγιών της Επιτροπής 91/155/ΕΟΚ, 93/67/ΕΟΚ, 93/105/ΕΚ και 2000/21/ΕΚ (ΕΕ 2006, L 396, σ. 1, και διορθωτικό ΕΕ 2007, L 136, σ. 3· στο εξής: κανονισμός REACH).


3      Βλ. απόφαση της 21ης Ιανουαρίου 2021, Γερμανία κατά Esso Raffinage (C‑471/18 P, EU:C:2021:48, σκέψη 89). Για λεπτομερή περιγραφή του ιστορικού σύστασης και των καθηκόντων του ECHA, βλ., επί παραδείγματι, Martens, Μ., «Executive power in the making: the establishment of the European Chemicals Agency», σε Busuioc, Μ., Groenleer, M., και Trondal, J. (επιμ.), The Agency Phenomenon in the European Union – Emergence, institutionalisation and everyday decision-making, Manchester University Press, Μάντσεστερ και Νέα Υόρκη, 2012, σ. 42· Bergkamp, L. (επιμ.), The European Union REACH Regulation for Chemicals – Law and practice, Oxford University Press, Οξφόρδη, 2013, ιδίως κεφ. 2.


4      Κανονισμός (ΕΚ) 340/2008 της Επιτροπής, της 16ης Απριλίου 2008, σχετικά με τα τέλη και τις επιβαρύνσεις που πρέπει να καταβάλλονται στον Ευρωπαϊκό Οργανισμό Χημικών Προϊόντων σύμφωνα με [τον κανονισμό REACH] (ΕΕ 2008, L 107, σ. 6).


5      Βλ., επίσης, αιτιολογική σκέψη 11 του κανονισμού 340/2008, η οποία έχει ως εξής: «Οι μειώσεις που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό εφαρμόζονται με βάση δήλωση της οντότητας που ισχυρίζεται ότι δικαιούται μείωση. Η υποβολή ψευδών στοιχείων πρέπει να αποθαρρύνεται με την επιβολή διοικητικής επιβάρυνσης από τον Οργανισμό και, κατά περίπτωση, αποτρεπτικού προστίμου από τα κράτη μέλη».


6      Βλ., συναφώς, απόφαση της 22ας Ιανουαρίου 2014, Ηνωμένο Βασίλειο κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου (C‑270/12, EU:C:2014:18, σκέψη 81), στην οποία το Δικαστήριο συμπεριέλαβε τον ECHA μεταξύ των οργάνων και οργανισμών της Ένωσης στους οποίους χορηγούνται εξουσίες εκδόσεως αποφάσεων νομικά δεσμευτικών δυνάμενες να αποτελέσουν αντικείμενο δικαστικού ελέγχου ενώπιον των δικαστηρίων της Ένωσης.


7      Βλ., συναφώς, άρθρο 20, παράγραφος 2, του κανονισμού REACH και άρθρο 3, παράγραφος 6, του κανονισμού 340/2008.


8      Βλ. άρθρο 96 και αιτιολογική σκέψη 107 του κανονισμού REACH. Βλ., επίσης, ανακοίνωση της Επιτροπής προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και την Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή, Γενική έκθεση της Επιτροπής σχετικά με τη λειτουργία του κανονισμού REACH και επανεξέταση ορισμένων στοιχείων – Συμπεράσματα και δράσεις, COM(2018) 116 final, 5 Μαρτίου 2018, σημείο 3.4.


9      ECHA, Επαλήθευση ΜΜΕ – Αίτημα για έγγραφα, SME (2013) 2197, 31 Μαΐου 2013.


10      ECHA, Επαλήθευση ΜΜΕ – Απόφαση, SME(2013) 4439, 20 Νοεμβρίου 2013. Επιπλέον, στις 22 Νοεμβρίου 2013 και στις 22 Δεκεμβρίου 2013, ο ECHA απέστειλε στη Hallertauer τιμολόγια σχετικά με την καταβολή της ως άνω διοικητικής επιβάρυνσης.


11      ECHA, Επαλήθευση ΜΜΕ – Αίτημα για έγγραφα, SME (2013) 1059, 9 Απριλίου 2013.


12      ECHA, Απόφαση σχετικά με την επαλήθευση ΜΜΕ, SME(2016) 3729, 9 Αυγούστου 2016. Επιπλέον, στις 9 Αυγούστου 2016 και στις 8 Σεπτεμβρίου 2016, ο ECHA απέστειλε στη B τιμολόγια για την πληρωμή της εν λόγω διοικητικής επιβάρυνσης.


13      Παρόμοια ζητήματα είχαν τεθεί στο πλαίσιο προηγούμενης προδικαστικής παραπομπής, η οποία αποσύρθηκε. Βλ. διάταξη του Προέδρου του Δικαστηρίου της 4ης Ιουνίου 2021, ECHA (C‑392/20, EU:C:2021:501). Βλ., επίσης, προτάσεις της γενικής εισαγγελέα J. Kokott στην υπόθεση ADR Center κατά Επιτροπής (C‑584/17 P, EU:C:2019:941, σημεία 40 και 41), όπου επισημάνθηκε ότι το Δικαστήριο δεν έχει δώσει ακόμη απάντηση όσον αφορά το ζήτημα αν το άρθρο 299 ΣΛΕΕ έχει εφαρμογή στις πράξεις άλλων θεσμικών οργάνων ή άλλων οργανισμών της Ένωσης, αλλά εκτιμήθηκε ότι δεν χρειαζόταν να επιλυθεί στο πλαίσιο εκείνης της διαδικασίας.


14      Αρχικά πρώην άρθρο 192 ΕΟΚ· αργότερα πρώην άρθρο 256 ΕΚ. Βλ., επίσης, άρθρο 92 της Συνθήκης ΕΚΑΧ, η οποία έχει παύσει να ισχύει, και άρθρο 164 της Συνθήκης ΕΚΑΕ.


15      Hayden, H., «Enforcement of fines and other pecuniary obligations imposed by the ECB (Part II): National Level», European Company and Financial Law Review, τόμος 19, αριθ. 1, 2022, σ. 76, ιδίως σ. 84.


16      Στην αγγλική απόδοση του άρθρου 299, πρώτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, χρησιμοποιείται ο όρος «shall be enforceable». Τούτο ομοιάζει με άλλες γλωσσικές αποδόσεις, όπως, επί παραδείγματι, η κροατική απόδοση («izvršive su») και η σλοβενική απόδοση («izvršilni»).


17      Συνεπώς, δεν μπορεί να συναχθεί με βάση το άρθρο 299 ΣΛΕΕ, όπως προτείνει η Πολωνική Κυβέρνηση, ότι η παράλειψη μνείας οργάνων ή άλλων οργανισμών της Ένωσης, όπως ο ECHA, από το γράμμα της εν λόγω διάταξης σημαίνει ότι οι χρηματικές απαιτήσεις τους δεν είναι εκτελεστές.


18      Βλ. επίσης, επί παραδείγματι, την ισπανική («títulos ejecutivos») και την ιταλική απόδοση («titolo esecutivo»).


19      Βλ., συναφώς, προτάσεις του γενικού εισαγγελέα M. Bobek στην υπόθεση Δήμος Ζαγορίου (C‑217/16, EU:C:2017:385, σημείο 29), όπου διαλαμβάνεται ότι το άρθρο 299 ΣΛΕΕ «καθιστά αποφάσεις ενός διεθνούς οργάνου άμεσα εκτελεστές σε εθνικό επίπεδο, χωρίς να απαιτείται κάποια διαδικασία αναγνωρίσεως από το κράτος μέλος».


20      Προτάσεις της γενικής εισαγγελέα J. Kokott στην υπόθεση ADR Center κατά Επιτροπής (C‑584/17 P, EU:C:2019:941, σημείο 54).


21      Βλ., συναφώς, Hayden, H., «Enforcement of fines and other pecuniary obligations imposed by the ECB (Part I): European Level», European Company and Financial Law Review, τόμος 18, αριθ. 6, 2021, σ. 1011, ιδίως σ. 1023 και 1024, όπου επισημαίνεται ότι το άρθρο 299 ΣΛΕΕ έχει ως κύριο σκοπό τη διασφάλιση της αποτελεσματικής εκτέλεσης των χρηματικών υποχρεώσεων και ότι αποσκοπεί επίσης στο να εμποδίσει τα κράτη μέλη να παρεμβαίνουν στο περιεχόμενο και στο κύρος της ίδιας της πράξεως της Ένωσης.


22      Βλ. πρώην άρθρο 192, πρώτο εδάφιο, ΕΟΚ· αργότερα πρώην άρθρο 256, πρώτο εδάφιο, ΕΚ. Ξεχωριστή διάταξη, το νυν άρθρο 280 ΣΛΕΕ, μνημόνευε το νυν άρθρο 299 ΣΛΕΕ όσον αφορά την εκτέλεση των αποφάσεων των δικαστηρίων της Ένωσης. Βλ. πρώην άρθρο 187 ΕΟΚ· αργότερα πρώην άρθρο 244 ΕΚ.


23      Ήδη πριν από τη Συνθήκη της Λισσαβώνας, με τη θέσπιση της οικονομικής και νομισματικής πολιτικής με τη Συνθήκη του Μάαστριχτ, γινόταν μνεία στο νυν άρθρο 299 ΣΛΕΕ όσον αφορά την εκτέλεση των κανονισμών και των αποφάσεων της ΕΚΤ. Βλ. πρώην άρθρο 108α, παράγραφος 2, τέταρτο εδάφιο, ΕΚ και άρθρο 34.2, τέταρτο εδάφιο, του προσαρτημένου στη Συνθήκη ΕΚ πρωτοκόλλου για το καταστατικό του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας· αργότερα πρώην άρθρο 110, παράγραφος 2, τέταρτο εδάφιο, ΕΚ και άρθρο 34.2, τέταρτο εδάφιο, του προσαρτημένου στη Συνθήκη ΕΚ πρωτοκόλλου (αριθ. 18), για το καταστατικό του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας.


24      Ειδικότερα, στα άρθρα 263, 265, 266, 267 και 277 ΣΛΕΕ γίνεται μνεία σε όργανα και οργανισμούς της Ένωσης.


25      Βλ., επί παραδείγματι, προτάσεις της γενικής εισαγγελέα J. Kokott στην υπόθεση ADR Center κατά Επιτροπής (C‑584/17 P, EU:C:2019:941, σημείο 40, υποσημείωση 26). Βλ. επίσης, πιο πρόσφατα, διάταξη της 28ης Ιουλίου 2021, SN κατά Κοινοβουλίου (T‑249/21 R, EU:T:2021:496, σκέψη 38), στην οποία επισημαίνεται ότι, σε αντίθεση με το Συμβούλιο, την Επιτροπή και την ΕΚΤ, «το Κοινοβούλιο δεν διαθέτει την εξουσία, δυνάμει του άρθρου 299 ΣΛΕΕ, να εκδίδει εκτελεστές αποφάσεις που επιβάλλουν χρηματική υποχρέωση εις βάρος των αποδεκτών τους. Επομένως, το Κοινοβούλιο δεν έχει άλλη επιλογή από το να κινήσει χωριστή ένδικη διαδικασία προκειμένου να επιτύχει την έκδοση εκτελεστής αποφάσεως από τα αρμόδια εθνικά δικαστήρια, την οποία θα μπορούσε αργότερα να χρησιμοποιήσει για να ανακτήσει το ζητούμενο ποσό». Για παρόμοιες παραδοχές όσον αφορά κοινή επιχείρηση της Ένωσης (η οποία μπορεί να συσταθεί δυνάμει του άρθρου 187 ΣΛΕΕ), βλ. απόφαση της 5ης Ιουλίου 2023, Clean Aviation Joint Undertaking κατά NG (T‑649/20, T‑721/20 και T‑767/20, EU:T:2023:379, σκέψη 65).


26      Η Επιτροπή υποστήριξε, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ότι η συμπερίληψη του Συμβουλίου στο άρθρο 299 ΣΛΕΕ θα μπορούσε να εξηγηθεί από τις ιστορικές εξελίξεις.


27      Βλ. απόφαση της 22ας Ιανουαρίου 2014, Ηνωμένο Βασίλειο κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου (C‑270/12, EU:C:2014:18, ιδίως σκέψεις 41 έως 55).


28      Βλ. αποφάσεις της 13ης Ιουνίου 1958, Meroni κατά Ανωτάτης Αρχής (9/56, EU:C:1958:7, ιδίως σ. 151 και 152), και της 13ης Ιουνίου 1958, Meroni κατά Ανωτάτης Αρχής (10/56, EU:C:1958:8, ιδίως σ. 172 και 173).


29      Βλ. τις προτάσεις μου στην υπόθεση Επιτροπή κατά SRB (C‑551/22 P, EU:C:2023:846, σημεία 75 έως 93).


30      Μολονότι, μέχρι σήμερα, το Δικαστήριο δεν έχει ακόμη ασχοληθεί ειδικότερα με το εν λόγω ζήτημα, ο εξαντλητικός χαρακτήρας του άρθρου 299 ΣΛΕΕ φαίνεται επίσης να υποδεικνύεται εμμέσως από τη σχετική νομολογία. Στην απόφαση της 16ης Ιουλίου 2020, ADR Center κατά Επιτροπής (C‑584/17 P, EU:C:2020:576, σκέψη 52), το Δικαστήριο υπενθύμισε ότι το άρθρο 299 ΣΛΕΕ «τυγχάνει εφαρμογής επί όλων των πράξεων των θεσμικών οργάνων της Ένωσης με τις οποίες επιβάλλεται χρηματική υποχρέωση και οι οποίες μνημονεύονται στην εν λόγω διάταξη» (η υπογράμμιση δική μου).


31      Κανονισμός (ΕΕ, Ευρατόμ) 2018/1046 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 18ης Ιουλίου 2018, σχετικά με τους δημοσιονομικούς κανόνες που εφαρμόζονται στον γενικό προϋπολογισμό της Ένωσης, την τροποποίηση των κανονισμών (ΕΕ) αριθ. 1296/2013, (ΕΕ) αριθ. 1301/2013, (ΕΕ) αριθ. 1303/2013, (ΕΕ) αριθ. 1304/2013, (ΕΕ) αριθ. 1309/2013, (ΕΕ) αριθ. 1316/2013, (ΕΕ) αριθ. 223/2014, (ΕΕ) αριθ. 283/2014 και της απόφασης αριθ. 541/2014/ΕΕ και για την κατάργηση του κανονισμού (ΕΕ, Ευρατόμ) αριθ. 966/2012 (ΕΕ 2018, L 193, σ. 1· στο εξής: δημοσιονομικός κανονισμός 2018/1046).


32      Βλ. προτάσεις της γενικής εισαγγελέα J. Kokott στην υπόθεση ADR Center κατά Επιτροπής (C‑584/17 P, EU:C:2019:941, σημείο 41, υποσημείωση 28), όπου επισημαίνεται ότι το ίδιο ίσχυε και για την προϊσχύσασα διάταξη του άρθρου 79, παράγραφος 2, του κανονισμού (ΕΕ, Ευρατόμ) 966/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Οκτωβρίου 2012, σχετικά με τους δημοσιονομικούς κανόνες που εφαρμόζονται στον γενικό προϋπολογισμό της Ένωσης και την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1605/2002 του Συμβουλίου (ΕΕ 2012, L 298, σ. 1· στο εξής: δημοσιονομικός κανονισμός 966/2012).


33      Η εν λόγω διάταξη παραμένει αμετάβλητη στην πρόσφατη πρόταση αναδιατύπωσης του δημοσιονομικού κανονισμού 2018/1046 [βλ. πρόταση κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με τους δημοσιονομικούς κανόνες που εφαρμόζονται στον γενικό προϋπολογισμό της Ένωσης, COM (2022) 223 final, 16 Μαΐου 2022].


34      Κατά το άρθρο 2, σημείο 67, του δημοσιονομικού κανονισμού 2018/1046, ως «θεσμικό όργανο της Ένωσης» ορίζεται: «το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, το Συμβούλιο, η Επιτροπή, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το Ευρωπαϊκό Ελεγκτικό Συνέδριο, η Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή, η Επιτροπή των Περιφερειών, ο Ευρωπαίος Διαμεσολαβητής, ο Ευρωπαίος Επόπτης Προστασίας Δεδομένων ή η Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Εξωτερικής Δράσης», ενώ «η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα δεν θεωρείται θεσμικό όργανο της Ένωσης».


35      Βλ., συναφώς, άρθρο 85, παράγραφος 2, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) 1268/2012 της Επιτροπής, της 29ης Οκτωβρίου 2012, σχετικά με τους κανόνες εφαρμογής του [δημοσιονομικού κανονισμού 966/2012] (ΕΕ 2012, L 362, σ. 1), το οποίο όριζε ότι «τα οικεία όργανα, εκτός αυτών που αναφέρονται στο άρθρο 299 της ΣΛΕΕ, δύνανται να ζητήσουν από την Επιτροπή την έκδοση εκτελεστής αποφάσεως». Ο εν λόγω κανονισμός καταργήθηκε μεταγενέστερα με την απόφαση (ΕΕ) 2018/1520 της Επιτροπής, της 9ης Οκτωβρίου 2018 (ΕΕ 2018, L 256, σ. 67). Βλ., επίσης, Έκθεση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου επί της προτάσεως κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τους δημοσιονομικούς κανόνες που εφαρμόζονται στον ετήσιο προϋπολογισμό της Ένωσης, A7‑0325/2011, 4 Οκτωβρίου 2011, τροπολογία 133, σ. 89 και 90, με την οποία προτείνεται η τροποποίηση του πρώτου εδαφίου της προϊσχύσασας διάταξης του άρθρου 100, παράγραφος 2, με την αιτιολογία ότι «μόνον το Συμβούλιο, η Επιτροπή και η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα έχουν την εξουσία να εκδίδουν αποφάσεις που αποτελούν εκτελεστό τίτλο δυνάμει του άρθρου 299 ΣΛΕΕ».


36      Όσον αφορά το EUIPO, υφίστανται διατάξεις ανάλογες με εκείνες του άρθρου 299 ΣΛΕΕ όσον αφορά την εκτέλεση των αποφάσεων περί καθορισμού του ύψους των δικαστικών εξόδων. Βλ. άρθρο 110 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 2017, για το σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ 2017, L 154, σ. 1)· άρθρο 71 του κανονισμού (ΕΚ) 6/2002 του Συμβουλίου, της 12ης Δεκεμβρίου 2001, για τα κοινοτικά σχέδια και υποδείγματα (ΕΕ 2002, L 3, σ. 1). Βλ., επίσης, όσον αφορά το Κοινοτικό Γραφείο Φυτικών Ποικιλιών, άρθρο 86 του κανονισμού (ΕΚ) 2100/94 του Συμβουλίου, της 27ης Ιουλίου 1994, για τα κοινοτικά δικαιώματα επί φυτικών ποικιλιών (ΕΕ 1994, L 227, σ. 1). Τούτο έγινε πιθανόν με σκοπό τη θέσπιση κανόνων της Ένωσης που αποκλίνουν από τις σχετικές διεθνείς συμβάσεις στον εν λόγω τομέα. Βλ., συναφώς, πρόταση κανονισμού του Συμβουλίου για το κοινοτικό σήμα, COM (80) 635 τελικό, 19 Νοεμβρίου 1980, αιτιολογική έκθεση, σ. 74.


37      Κανονισμός (ΕΕ) 806/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Ιουλίου 2014, περί θεσπίσεως ενιαίων κανόνων και διαδικασίας για την εξυγίανση πιστωτικών ιδρυμάτων και ορισμένων επιχειρήσεων επενδύσεων στο πλαίσιο ενός Ενιαίου Μηχανισμού Εξυγίανσης και ενός Ενιαίου Ταμείου Εξυγίανσης και τροποποιήσεως του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 (ΕΕ 2014, L 225, σ. 1).


38      Για παρόμοιες διατάξεις, βλ. επίσης, επί παραδείγματι, όσον αφορά την Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών, άρθρο 68, παράγραφος 4, του κανονισμού (ΕΕ) 648/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 4ης Ιουλίου 2012 για τα εξωχρηματιστηριακά παράγωγα, τους κεντρικούς αντισυμβαλλομένους και τα αρχεία καταγραφής συναλλαγών (ΕΕ 2012, L 201, σ. 1)· όσον αφορά τις τρεις Ευρωπαϊκές Εποπτικές Αρχές γενικά, το άρθρο 35, παράγραφος 9, του κανονισμού (ΕΕ) 2022/2554 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 14ης Δεκεμβρίου 2022 σχετικά με την ψηφιακή επιχειρησιακή ανθεκτικότητα του χρηματοοικονομικού τομέα και την τροποποίηση των κανονισμών (ΕΚ) αριθ. 1060/2009, (ΕΕ) αριθ. 648/2012, (ΕΕ) αριθ. 600/2014, (ΕΕ) αριθ. 909/2014 και (ΕΕ) 2016/1011 (ΕΕ 2022, L 333, σ. 1)· όσον αφορά την πρόσφατα προτεινόμενη αρχή της ΕΕ για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, άρθρο 24, παράγραφος 2, της πρότασης κανονισμού σχετικά με τη σύσταση της Αρχής για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας και την τροποποίηση των κανονισμών (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, (ΕΕ) αριθ. 1094/2010, (ΕΕ) αριθ. 1095/2010, COM(2021) 421 τελικό, 20 Ιουλίου 2021 (στο εξής: πρόταση).


39      Κανονισμός (ΕΚ) 297/95 του Συμβουλίου, της 10ης Φεβρουαρίου 1995, σχετικά με τα τέλη που καταβάλλονται στον Ευρωπαϊκό Οργανισμό Αξιολόγησης Φαρμάκων (ΕΕ 1995, L 35, σ. 1), όπως τροποποιήθηκε προσφάτως με τον κανονισμό (ΕΕ) 2024/848 της Επιτροπής, της 14ης Μαρτίου 2024 (ΕΕ 2024, L 848). Ο εν λόγω κανονισμός θα καταργηθεί από την 1η Ιανουαρίου 2025 με τον κανονισμό (ΕΕ) 2024/568 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 7ης Φεβρουαρίου 2024, σχετικά με τα τέλη και τις επιβαρύνσεις που πρέπει να καταβάλλονται στον Ευρωπαϊκό Οργανισμό Φαρμάκων, για την τροποποίηση των κανονισμών (ΕΕ) 2017/745 και (ΕΕ) 2022/123 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και για την κατάργηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 658/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 297/95 του Συμβουλίου (ΕΕ L 2024/568), ο οποίος περιλαμβάνει διάταξη παρόμοια με το άρθρο 9, παράγραφος 2, και εισάγει διατάξεις για την επιβολή διοικητικών επιβαρύνσεων σε περίπτωση υποβολής εσφαλμένων πληροφοριών από τους αιτούντες για μειώσεις των τελών στο σημείο 6.1 του παραρτήματος IV. Επισημαίνω ότι, και στην περίπτωση αυτή, όπως και στην περίπτωση του κανονισμού 340/2008, δεν υπάρχουν ειδικές διατάξεις σχετικά με την είσπραξη τέτοιων διοικητικών επιβαρύνσεων.


40      Για παρόμοιες διατάξεις, βλ. επίσης, επί παραδείγματι, άρθρο 6 του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) 2018/764 της Επιτροπής, της 2ας Μαΐου 2018, σχετικά με τα τέλη και τις επιβαρύνσεις που πρέπει να καταβάλλονται στον Οργανισμό Σιδηροδρόμων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και τους όρους πληρωμής τους (ΕΕ 2018, L 129, σ. 68), όπως τροποποιήθηκε πρόσφατα με τον εκτελεστικό κανονισμό (ΕΕ) 2021/1903 της Επιτροπής, της 29ης Οκτωβρίου 2021 (ΕΕ 2021, L 387, σ. 126)· άρθρα 5, 8, 11 και 15 και αιτιολογική σκέψη 10 του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) 2019/2153 της Επιτροπής, της 16ης Δεκεμβρίου 2019, σχετικά με τα τέλη και τα δικαιώματα που εισπράττει ο Οργανισμός της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την Ασφάλεια της Αεροπορίας και με την κατάργηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 319/2014 (ΕΕ 2019, L 327, σ. 36)· άρθρο 7 της απόφασης (ΕΕ) 2020/2152 της Επιτροπής, της 17ης Δεκεμβρίου 2020, σχετικά με τα τέλη που πρέπει να καταβάλλονται στον Οργανισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τη Συνεργασία των Ρυθμιστικών Αρχών Ενέργειας για τη συλλογή, τον χειρισμό, την επεξεργασία και την ανάλυση των πληροφοριών που υποβάλλονται δυνάμει του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1227/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ 2020, L 428, σ. 68).


41      Βλ., επί παραδείγματι, άρθρο 68, παράγραφος 5, του κανονισμού 648/2012, άρθρο 35, παράγραφος 9, του κανονισμού 2022/2554 και άρθρο 24, παράγραφος 3, της πρότασης, που διαλαμβάνεται στην υποσημείωση 38 των παρουσών προτάσεων.


42      Βλ. άρθρο 100 του κανονισμού REACH. Βλ., επίσης, αιτιολογική σκέψη 99 του εν λόγω κανονισμού, η οποία έχει ως εξής: «Ο Οργανισμός θα πρέπει να διαθέτει τα μέσα για να εκτελεί όλα τα καθήκοντα που απαιτούνται για την εκπλήρωση του ρόλου του».


43      Βλ., επί παραδείγματι, απόφαση της 19ης Δεκεμβρίου 2019, Deutsche Umwelthilfe (C‑752/18, EU:C:2019:1114, σκέψη 33), στην οποία το Δικαστήριο έκρινε ότι, «ελλείψει εναρμονίσεως των εθνικών μηχανισμών αναγκαστικής εκτελέσεως, οι προϋποθέσεις για την εφαρμογή τους εμπίπτουν στην εσωτερική έννομη τάξη των κρατών μελών δυνάμει της αρχής της δικονομικής αυτονομίας τους. Ωστόσο, οι προϋποθέσεις αυτές υπόκεινται στον διττό όρο να μην είναι δυσμενέστερες από εκείνες που ισχύουν για παρόμοιες καταστάσεις υπαγόμενες στο εσωτερικό δίκαιο (αρχή της ισοδυναμίας) και να μην καθιστούν αδύνατη ή υπερβολικά δυσχερή την άσκηση των δικαιωμάτων που αναγνωρίζονται στους καταναλωτές από το δίκαιο της Ένωσης (αρχή της αποτελεσματικότητας) [...]».