Language of document : ECLI:EU:T:2003:81

ΔΙΑΤΑΞΗ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ (τέταρτο τμήμα)

της 21ης Μαρτίου 2003 (1)

«Προσφυγή ακυρώσεως - Φυσικά ή νομικά πρόσωπα - Πράξεις που τα αφορούν άμεσα και ατομικά - Οδηγία 2002/2/ΕΚ - Απαράδεκτο - Αγωγή αποζημιώσεως»

Στην υπόθεση T-167/02,

Établissements Toulorge, με έδρα το Bricquebec (Γαλλία), εκπροσωπούμενη από τους δικηγόρους D. Waelbroeck και D. Brinckmann,

προσφεύγουσα-ενάγουσα,

κατά

Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, εκπροσωπουμένου από τον C. Pennera και την E. Waldherr, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο,

και

Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, εκπροσωπουμένου από τους I. Díez Parra και F. P. Ruggeri Laderchi,

καθών-εναγομένων,

υποστηριζομένων από την

Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, εκπροσωπούμενη από τους W.-D. Plessing και M. Lumma,

και από την

Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τον A. Bordes, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο,

παρεμβαίνουσες,

που έχει ως αντικείμενο, αφενός, αίτημα ακυρώσεως της οδηγίας 2002/2/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 28ης Ιανουαρίου 2002, για την τροποποίηση της οδηγίας 79/373/ΕΟΚ του Συμβουλίου περί κυκλοφορίας των σύνθετων ζωοτροφών και για την κατάργηση της οδηγίας 91/357/ΕΟΚ της Επιτροπής (ΕΕ L 63, σ. 23), και, αφετέρου, αίτημα αποκαταστάσεως της ζημίας που ισχυρίζεται ότι υπέστη η προσφεύγουσα-ενάγουσα,

ΤΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑ.ΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ (τέταρτο τμήμα),

συγκείμενο από τη V. Tiili, Πρόεδρο, και τους P. Mengozzi και Μ. Βηλαρά, δικαστές,

γραμματέας: H. Jung

εκδίδει την ακόλουθη

Διάταξη

Νομικό πλαίσιο

1.
    Στις 28 Ιανουαρίου 2002, το Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο εξέδωσαν την οδηγία 2002/2/ΕΚ για την τροποποίηση της οδηγίας 79/373/ΕΟΚ του Συμβουλίου περί κυκλοφορίας των σύνθετων ζωοτροφών και για την κατάργηση της οδηγίας91/357/ΕΟΚ της Επιτροπής (ΕΕ L 63, σ. 23, στο εξής: οδηγία 2002/2 ή επίδικη οδηγία).

2.
    .σον αφορά την επισήμανση, η οδηγία 79/373/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 2ας Απριλίου 1979, περί εμπορίας των συνθέτων ζωοτροφών (ΕΕ ειδ. έκδ. 03/025, σ. 33) προέβλεπε μια ελαστική μορφή δηλώσεως, η οποία περιοριζόταν στην αναγραφή των πρώτων υλών, χωρίς να αναφέρεται η ποσότητά τους για τις ζωοτροφές που προορίζονται για τα προσοδοφόρα ζώα, ενώ διετηρείτο η δυνατότητα δηλώσεως των κατηγοριών των πρώτων υλών αντί να δηλώνονται οι ίδιες οι πρώτες ύλες (αιτιολογική σκέψη 3 της οδηγίας 2002/2).

3.
    Στην αιτιολογική σκέψη 4 της οδηγίας 2002/2 εκτίθεται ότι η κρίση της σπογγώδους εγκεφαλοπάθειας των βοοειδών και η κρίση της διοξίνης κατέδειξαν την ακαταλληλότητα των διατάξεων αυτών και την ανάγκη για λεπτομερέστερες ποιοτικές και ποσοτικές πληροφορίες σχετικά με τη σύνθεση των σύνθετων ζωοτροφών που προορίζονται για προσοδοφόρα ζώα. Στην αιτιολογική σκέψη 5 της ίδιας οδηγίας διευκρινίζεται ότι οι λεπτομερείς ποσοτικές πληροφορίες για τη σύνθεση μπορούν να συμβάλουν στον εντοπισμό της προέλευσης δυνητικώς μολυσμένων πρώτων υλών από συγκεκριμένες παρτίδες, πράγμα που αποβαίνει προς όφελος της δημόσιας υγείας και επιτρέπει να αποφευχθεί η καταστροφή προϊόντων τα οποία δεν ενέχουν σημαντικό κίνδυνο για τη δημόσια υγεία.

4.
    .τσι, το άρθρο 5, παράγραφος 1, στοιχείο ιβ´, της οδηγίας 79/373, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 1 της οδηγίας 2002/2, προβλέπει τα εξής:

«1. Τα Κράτη μέλη ορίζουν ότι οι σύνθετες ζωοτροφές δεν μπορεί να διατίθενται στο εμπόριο παρά μόνο αν οι ενδείξεις που απαριθμούνται κατωτέρω - που πρέπει να είναι ευδιάκριτες, ευανάγνωστες και ανεξίτηλες - και που καθιστούν υπεύθυνο τον παρασκευαστή ή τον συσκευαστή ή τον εισαγωγέα ή τον πωλητή ή τον διανομέα, που είναι εγκατεστημένος στο εσωτερικό της Κοινότητας, αναγράφονται, σε ειδικό για τον σκοπό αυτό τετραγωνίδιο, στη συσκευασία, στο δοχείο ή σε ετικέττα επικολλημένη επ' αυτού:

[...]

ιβ) Στην περίπτωση των σύνθετων ζωοτροφών πλην εκείνων που προορίζονται για κατοικίδια ζώα, η ένδειξη ”τα ακριβή ποσοστά κατά βάρος των πρώτων υλών ζωοτροφών που περιέχονται στη ζωοτροφή αυτή μπορούν να λαμβάνονται από: ...” (αναγραφή του ονόματος ή της εταιρικής επωνυμίας, της διεύθυνσης ή της έδρας της εταιρίας, του αριθμού τηλεφώνου και της διεύθυνσης ηλεκτρονικού ταχυδρομείου του υπευθύνου για τις ενδείξεις που αναφέρονται στην παρούσα παράγραφο). Τα στοιχεία αυτά παρέχονται κατόπιν αιτήσεως του πελάτη.»

5.
    Το άρθρο 1 της οδηγίας 2002/2 προβλέπει επίσης ότι το άρθρο 5γ της οδηγίας 79/373 τροποποιείται ως εξής:

«1. .λες οι πρώτες ύλες που χρησιμοποιούνται στη σύνθετη ζωοτροφή απαριθμούνται με την ειδική ονομασία τους.

2. Η απαρίθμηση των πρώτων υλών ζωοτροφών υπόκειται στους ακόλουθους κανόνες:

α) σύνθετες ζωοτροφές που δεν προορίζονται για κατοικίδια ζώα:

i) απαρίθμηση των πρώτων υλών ζωοτροφών με ένδειξη, κατά φθίνουσα τάξη μεγέθους, των ποσοστών βάρους που υπάρχουν στη σύνθετη ζωοτροφή·

ii) όσον αφορά τα παραπάνω ποσοστά, επιτρέπεται ανοχή +15 % της δηλούμενης τιμής·

[...]».

6.
    Το άρθρο 3 της οδηγίας 2002/2 προβλέπει τα εξής:

«1. Το αργότερο στις 6 Μαρτίου 2003, τα κράτη μέλη θεσπίζουν και δημοσιεύουν τις αναγκαίες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις για να συμμορφωθούν με την παρούσα οδηγία. Ενημερώνουν αμέσως την Επιτροπή σχετικά.

Εφαρμόζουν αυτές τις διατάξεις από τις 6 Νοεμβρίου 2003 [...]».

Ιστορικό της διαφοράς και διαδικασία

7.
    Η προσφεύγουσα-ενάγουσα είναι μια επιχείρηση του τομέα της διατροφής των ζώων, κύρια δραστηριότητα της οποίας είναι η ανάπτυξη και η παρασκευή συνθέτων ζωοτροφών που προορίζονται για προσοδοφόρα ζώα. Η προσφεύγουσα-ενάγουσα διατείνεται ότι διαθέτει, χάρη σε σημαντικές ερευνητικές και αναπτυξιακές προσπάθειες, εξειδικευμένες γνώσεις στον τομέα της διατροφής των ζώων που της παρέχουν τη δυνατότητα να παρασκευάζει ειδικές σύνθετες ζωοτροφές και, με τον τρόπο αυτό, να διευρύνει την πελατεία της.

8.
    Η προσφεύγουσα-ενάγουσα ισχυρίζεται, κατ' ουσίαν, ότι η επίδικη οδηγία εισάγει ένα νέο σύστημα επισημάνσεως για τις σύνθετες ζωοτροφές, το οποίο θα έχει ως αποτέλεσμα να διαδοθεί η τεχνογνωσία της και τα επιχειρηματικά απόρρητά της και να επηρεαστούν σοβαρά οι οικονομικές δραστηριότητές της, αν όχι να απειληθεί η βιωσιμότητά της.

9.
    Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 30 Μα.ου 2002, η προσφεύγουσα-ενάγουσα άσκησε την παρούσα προσφυγή-αγωγή.

10.
    Με χωριστά δικόγραφα που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 16 Αυγούστου και στις 30 Σεπτεμβρίου 2002, το Κοινοβούλιο και το Συμβούλιοπροέβαλαν ένσταση απαραδέκτου βάσει του άρθρου 114 του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου. Η προσφεύγουσα-ενάγουσα κατέθεσε τις παρατηρήσεις της επί των ως άνω ενστάσεων στις 18 Νοεμβρίου 2002.

11.
    Με δικόγραφα που πρωτοκολλήθηκαν στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 10 και στις 11 Σεπτεμβρίου 2002, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας και η Επιτροπή ζήτησαν να παρέμβουν στην παρούσα διαδικασία υπέρ των καθών-εναγομένων. Με διάταξη της 2ας Οκτωβρίου 2002, η πρόεδρος του τετάρτου τμήματος του Πρωτοδικείου επέτρεψε την παρέμβαση αυτή. Η Επιτροπή και η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας κατέθεσαν υπόμνημα παρεμβάσεως στις 29 Οκτωβρίου και στις 11 Νοεμβρίου 2002.

Αιτήματα των διαδίκων

12.
    Με το δικόγραφο της προσφυγής-αγωγής της, η προσφεύγουσα-ενάγουσα ζητεί από το Πρωτοδικείο:

-    να ακυρώσει την οδηγία 2002/2·

-    να διαπιστώσει την εξωσυμβατική ευθύνη της Κοινότητας, όπως την προέβαλαν τα καθών-εναγόμενα, και να υποχρεώσει τα καθών-εναγόμενα να αποκαταστήσουν όλες τις ζημίες που υπέστη η προσφεύγουσα-ενάγουσα λόγω της οδηγίας 2002/2·

-    να υποχρεώσει τους διαδίκους να ανακοινώσουν, εντός εύλογης προθεσμίας κατόπιν της εκδόσεως της αποφάσεως του Πρωτοδικείου, τα συμφωνηθέντα μεταξύ των διαδίκων ακριβή αριθμητικά στοιχεία της ζημίας ή, ελλείψει συμφωνίας, να ανακοινώσουν «πρόσθετα αιτήματα που στηρίζονται σε ακριβή αριθμητικά στοιχεία»·

-    να καταδικάσει τα καθών-εναγόμενα στα δικαστικά έξοδα.

13.
    Με την ένσταση απαραδέκτου που προέβαλαν, τα καθών-εναγόμενα ζητούν από το Πρωτοδικείο:

-    να απορρίψει την προσφυγή-αγωγή στο σύνολό της ως απαράδεκτη·

-    να καταδικάσει την προσφεύγουσα-ενάγουσα στα δικαστικά έξοδα.

14.
    Με τις παρατηρήσεις που κατέθεσε επί των ενστάσεων απαραδέκτου, η προσφεύγουσα-ενάγουσα ζητεί από το Πρωτοδικείο:

-    να απορρίψει τις ενστάσεις απαραδέκτου ή τουλάχιστον να τις συνεξετάσει με την ουσία της υποθέσεως και να κρίνει αβάσιμες τις εν λόγω ενστάσεις στην απόφαση επί της ουσίας·

-    να καταδικάσει τα καθών-εναγόμενα στα δικαστικά έξοδα.

15.
    Με το υπόμνημά τους παρεμβάσεως, οι παρεμβαίνουσες ζητούν από το Πρωτοδικείο:

-    να απορρίψει την προσφυγή-αγωγή ως απαράδεκτη·

-    να καταδικάσει την προσφεύγουσα-ενάγουσα στα δικαστικά έξοδα.

Σκεπτικό

16.
    Δυνάμει του άρθρου 114, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, αν ένας διάδικος υποβάλει σχετική αίτηση, το Πρωτοδικείο μπορεί να κρίνει επί του απαραδέκτου χωρίς να εισέλθει στην ουσία. Σύμφωνα με την παράγραφο 3 του ιδίου άρθρου, η διαδικασία επί της αιτήσεως αυτής συνεχίζεται προφορικά, εκτός αν το Πρωτοδικείο αποφασίσει άλλως. Εν προκειμένω, το Πρωτοδικείο θεωρεί ότι έχει επαρκώς διαφωτιστεί από την εξέταση των εγγράφων της δικογραφίας ώστε να αποφασίσει επί των αιτήσεων των καθών-εναγομένων χωρίς να μεσολαβήσει η προφορική διαδικασία.

17.
    Πρέπει κατ' αρχάς να εξεταστεί το παραδεκτό της προσφυγής-αγωγής (στο εξής: προσφυγή) κατά το μέρος που αποσκοπεί στην ακύρωση της επίδικης οδηγίας.

Επί της φύσεως της προσβαλλομένης πράξεως

Επιχειρήματα των διαδίκων

18.
    Τα καθών-εναγόμενα (στο εξής: καθών), υποστηριζόμενα από τις παρεμβαίνουσες, προβάλλουν ότι το άρθρο 230, τέταρτο εδάφιο, ΕΚ δεν μνημονεύει τις οδηγίες, αλλά μόνον τις αποφάσεις που απευθύνονται σε φυσικό ή νομικό πρόσωπο, καθώς και τις αποφάσεις που, «αν και εκδίδονται ως κανονισμοί ή αποφάσεις που απευθύνονται σε άλλο πρόσωπο, το αφορούν άμεσα και ατομικά».

19.
    Υπό τις συνθήκες αυτές, και όπως έπραξε το Δικαστήριο με τη διάταξή του της 23ης Νοεμβρίου 1995, C-10/95 Ρ, Asocarne κατά Συμβουλίου (Συλλογή 1995, σ. Ι-4149), πρέπει να εξεταστεί αν η οδηγία 2002/2 είναι όντως γενικής ισχύος. Κατά τα καθών, η οδηγία 2002/2 αποτελεί όντως κανονιστική πράξη και όχι «συγκεκαλυμμένη» απόφαση, καθόσον εφαρμόζεται γενικώς και αφηρημένως σε καταστάσεις προσδιοριζόμενες αντικειμενικώς.

20.
    Επομένως, η παρούσα προσφυγή ακυρώσεως πρέπει να κριθεί απαράδεκτη λόγω του γεγονότος και μόνον της συμπτώσεως της μορφής και του περιεχομένου της οδηγίας και θα ήταν περιττό να κριθεί το ζήτημα αν η επίδικη οδηγία αφορά άμεσα και ατομικά την προσφεύγουσα-ενάγουσα (στο εξής: προσφεύγουσα).

21.
    Η προσφεύγουσα παρατηρεί ότι, ναι μεν το άρθρο 230 ΕΚ δεν αναφέρεται ρητώς στο παραδεκτό των προσφυγών ακυρώσεως που ασκούνται κατά οδηγίας, πλην όμως από τη νομολογία προκύπτει ότι ο κανονιστικός χαρακτήρας μιας πράξεως, συμπεριλαμβανομένων των οδηγιών, δεν εμποδίζει έναν ιδιώτη να προσβάλει την εν λόγω πράξη, εφόσον η πράξη αυτή τον αφορά άμεσα και ατομικά (απόφαση του Πρωτοδικείου της 17ης Ιουνίου 1998, Τ-135/96, UEAPME κατά Συμβουλίου, Συλλογή 1998, σ. ΙΙ-2335), πράγμα που συμβαίνει εν προκειμένω.

22.
    Επομένως, η προσφεύγουσα αμφισβητεί την ανάλυση της νομολογίας στην οποία προέβησαν τα καθών, σύμφωνα με την οποία αποκλείεται κατ' αρχήν η εκ μέρους ενός ιδιώτη άσκηση προσφυγής κατά οδηγίας, εκτός αν η οδηγία αυτή ομοιάζει, λόγω των ειδικών διατάξεών της, με ατομική απόφαση.

Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

23.
    Σύμφωνα με το άρθρο 230, τέταρτο εδάφιο, ΕΚ, «[κ]άθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο δύναται [...] να ασκεί προσφυγή κατά των αποφάσεων που απευθύνονται σ' αυτό, καθώς και κατά αποφάσεων που, αν και εκδίδονται ως κανονισμοί ή αποφάσεις που απευθύνονται σε άλλο πρόσωπο, το αφορούν άμεσα και ατομικά».

24.
    Το άρθρο 230, τέταρτο εδάφιο, ΕΚ δεν αναφέρεται μεν ρητώς στο παραδεκτό των προσφυγών ακυρώσεως που ασκούνται από ένα φυσικό ή νομικό πρόσωπο κατά οδηγίας, πλην όμως από τη νομολογία προκύπτει ότι μόνον αυτό το στοιχείο δεν αρκεί για να κριθεί απαράδεκτη μια τέτοια προσφυγή (απόφαση UEAPME κατά Συμβουλίου, προπαρατεθείσα, σκέψη 63, διάταξη του Πρωτοδικείου της 10ης Σεπτεμβρίου 2002, Τ-223/01, Japan Tobacco και JT International κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου, που δεν έχει ακόμα δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 28). Επιπλέον, πρέπει να υπομνηστεί ότι τα κοινοτικά όργανα δεν μπορούν να αποκλείσουν, με απλή επιλογή του τύπου της οικείας πράξεως, τη δικαστική προστασία που παρέχει στα άτομα η διάταξη αυτή της Συνθήκης (διάταξη Japan Tobacco και JT International κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου, προπαρατεθείσα, σκέψη 28). Κατά συνέπεια, πρέπει να εξεταστεί αν η επίδικη οδηγία δεν αποτελεί απόφαση που αφορά άμεσα και ατομικά την προσφεύγουσα, υπό την έννοια του άρθρου 230, τέταρτο εδάφιο, ΕΚ.

25.
    Εν προκειμένω, δεν αμφισβητείται ότι η επίδικη οδηγία αποτελεί όντως πράξη κανονιστικής φύσεως. Συγκεκριμένα, οι κανόνες που περιέχει η εν λόγω οδηγία, και ιδίως η υποχρέωση αναγραφής των ακριβών ποσοστών κατά βάρος των πρώτων υλών που περιέχονται στις ζωοτροφές οι οποίες προορίζονται για προσοδοφόρα ζώα, διατυπώνονται κατά γενικό τρόπο, εφαρμόζονται σε αντικειμενικώς προδιοριζόμενες καταστάσεις και επιφέρουν έννομες συνέπειες έναντι κατηγοριών προσώπων που αναφέρονται κατά τρόπο γενικό και αφηρημένο, ήτοι έναντι των παρασκευαστών, των συσκευαστών, των εισαγωγέων, των πωλητών και των διανομέων συνθέτων ζωοτροφών.

26.
    Ωστόσο, το γεγονός ότι η προσβαλλόμενη πράξη έχει, ως εκ της φύσεώς της, κανονιστικό χαρακτήρα και δεν αποτελεί απόφαση υπό την έννοια του άρθρου 249 ΕΚ δεν αρκεί αφ' εαυτού για να αποκλειστεί η δυνατότητα της προσφεύγουσας να ασκήσει προσφυγή ακυρώσεως κατά της ως άνω πράξεως.

27.
    Πράγματι, υπό ορισμένες περιστάσεις, ακόμα και μια κανονιστική πράξη εφαρμοζόμενη γενικώς στους ενδιαφερομένους επιχειρηματίες μπορεί να αφορά άμεσα και ατομικά ορισμένους από αυτούς (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 16ης Μα.ου 1991, C-358/89, Extramet Industrie κατά Συμβουλίου, Συλλογή 1991, σ. Ι-2501, σκέψη 13, και της 18ης Μα.ου 1994, C-309/89, Codorniu κατά Συμβουλίου, Συλλογή 1994, σ. Ι-1853, σκέψη 19, και διάταξη Japan Tobacco και JT International κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου, προπαρατεθείσα, σκέψη 29).

28.
    Κατά συνέπεια, ο λόγος απαραδέκτου που αντλείται από την κανονιστική φύση της προσβαλλομένης πράξεως είναι απορριπτέος και επομένως πρέπει να εξεταστεί αν η επίδικη οδηγία αφορά ατομικά και άμεσα την προσφεύγουσα.

Επί της ενεργητικής νομιμοποιήσεως της προσφεύγουσας

Επιχειρήματα των διαδίκων

29.
    Τα καθών και οι παρεμβαίνουσες θεωρούν ότι η επίδικη οδηγία δεν αφορά ατομικά την προσφεύγουσα.

30.
    Ειδικότερα, όσον αφορά την επιχειρηματολογία της προσφεύγουσας που θεμελιώνεται στην αρχή της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, το Κοινοβούλιο διευκρινίζει ότι η ερμηνεία της εν λόγω αρχής δεν είναι δυνατόν να καταλήξει στο να επιφέρει τη μη εφαρμογή των κριτηρίων του άρθρου 230, τέταρτο εδάφιο, ΕΚ, σύμφωνα με τα οποία ένα φυσικό ή νομικό πρόσωπο δεν μπορεί να ασκήσει προσφυγή ακυρώσεως κατά πράξεως γενικής ισχύος παρά μόνον εάν η πράξη αυτή το αφορά άμεσα και ατομικά (απόφαση του Δικαστηρίου της 25ης Ιουλίου 2002, C-50/00 Ρ, Union de Pequeρos Agricultores κατά Συμβουλίου, Συλλογή 2002, σ. Ι-6677, σκέψη 44).

31.
    Το Συμβούλιο ισχυρίζεται ότι, ακόμα και αν το Δικαστήριο είχε ακολουθήσει, στην προαναφερθείσα απόφαση, την προσέγγιση την οποία πρότεινε ο γενικός εισαγγελέας F. G. Jacobs με τις προτάσεις του όσον αφορά το παραδεκτό των προσφυγών που ασκούνται κατά κανονισμών, η επέκταση της ως άνω προσεγγίσεως και στις οδηγίες θα μείωνε, στην πραγματικότητα, την ασφάλεια δικαίου και την έννομη προστασία των ιδιωτών. Οι ιδιώτες δεν θα μπορούσαν πλέον να αναμείνουν να πληροφορηθούν τα μέτρα μεταφοράς της οδηγίας στο εσωτερικό δίκαιο και κατ' αυτόν τον τρόπο να αξιολογήσουν, από σφαιρική και λεπτομερειακή άποψη, τους εφαρμοστέους κανόνες πριν τους προσβάλουν ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων, διότι, εφόσον οι εν λόγω ιδιώτες δεν άσκησαν προσφυγή ενώπιον του κοινοτικού δικαστηρίου εντός των αυστηρών προθεσμιών του άρθρου 230 ΕΚ, ενδεχόμενη υποβολή προδικαστικού ερωτήματος ως προς τοκύρος της οδηγίας δεν θα ήταν πλέον δυνατή, σύμφωνα με την απόφαση του Δικαστηρίου της 9ης Μαρτίου 1994, C-188/92, TWD (Συλλογή 1994, σ. Ι-833).

32.
    Η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι πληροί την προϋπόθεση του ατομικού συμφέροντος, όπως αυτή ερμηνεύθηκε από το Πρωτοδικείο στην απόφασή του της 3ης Μα.ου 2002, Τ-177/01, Jégo-Quéré κατά Επιτροπής (Συλλογή 2002, σ. ΙΙ-2365, σκέψη 51).

33.
    .τσι, δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι η νομική κατάσταση της προσφεύγουσας επηρεάζεται κατά τρόπο σαφή και ενεστώτα, υπό την έννοια της προαναφερθείσας αποφάσεως, από την επίδικη οδηγία. Συγκεκριμένα, η αναγραφή των ακριβών ποσοστών κατά βάρος των πρώτων υλών που περιέχονται στις ζωοτροφές, η οποία καθιερώθηκε με το εν λόγω μέτρο, στερεί από την προσφεύγουσα τα δικαιώματά της επί της τεχνογνωσίας και των επαγγελματικών απορρήτων της, πράγμα το οποίο θίγει επίσης το δικαίωμα της προσφεύγουσας να ασκεί ελεύθερα την οικονομική δραστηριότητά της.

34.
    Απαντώντας στην επιχειρηματολογία του Κοινοβουλίου σύμφωνα με την οποία το Δικαστήριο επιβεβαίωσε, με την προαναφερθείσα απόφασή του Union de Pequeρos Agricultores κατά Συμβουλίου, την παραδοσιακή νομολογία σχετικά με το ατομικό συμφέρον, από την οποία αποκλίνει η προαναφερθείσα απόφαση Jego-Quéré κατά Επιτροπής, η προσφεύγουσα προβάλλει ότι το Δικαστήριο δεν απέρριψε ρητώς τη συλλογιστική του Πρωτοδικείου. Στην πραγματικότητα, το Δικαστήριο δεν έλαβε σαφή θέση επί της εννοίας που πρέπει να προσδοθεί στην προϋπόθεση του ατομικού συμφέροντος, στο μέτρο που η προσφεύγουσα, με την επιχειρηματολογία της σχετικά με το δικαίωμα αποτελεσματικής προσφυγής, καλούσε το Δικαστήριο να αγνοήσει άνευ ετέρου την ανωτέρω προϋπόθεση. Στην παρούσα υπόθεση, η προσφεύγουσα δεν ακολουθεί την προσέγγιση αυτή.

35.
    Εν πάση περιπτώσει, η προσφυγή είναι παραδεκτή ακόμα και ενόψει της προγενέστερης της προαναφερθείσας αποφάσεως Jego-Quéré κατά Επιτροπής νομολογίας.

36.
    Πρώτον, η προσφεύγουσα υποστηρίζει, επικαλούμενη την προαναφερθείσα απόφαση Codorniu κατά Συμβουλίου, ότι η οδηγία 2002/2 την αφορά ατομικά, καθόσον η εν λόγω οδηγία στερεί την προσφεύγουσα από ειδικά δικαιώματα, ήτοι από τα δικαιώματα επί της τεχνογνωσίας και επί των επιχειρηματικών απορρήτων. Τα δικαιώματα αυτά, τα οποία προστατεύονται στην έννομη τάξη των κρατών μελών καθώς και μέσω των κανόνων της «GATT-TRIPS», είναι ειδικά, καθόσον αποτελούν αντικείμενο μιας «εντελώς ειδικής προστασίας» στο κοινοτικό δίκαιο, σύμφωνα με αυτόν τούτο τον όρο που χρησιμοποίησε το Δικαστήριο στην απόφασή του της 24ης Ιουνίου 1986, 53/85, AKZO Chemie κατά Επιτροπής (Συλλογή 1986, σ. 1965, σκέψεις 28 και 29).

37.
    .τσι, το κοινοτικό δίκαιο αναγνωρίζει ότι η τεχνογνωσία αποτελεί παράμετρο ζωτικής σημασίας για τον ανταγωνισμό και ότι μια επιχείρηση που χορηγεί, παραδείγματος χάρη, άδεια εκμεταλλεύσεως της τεχνογνωσίας της σε άλλη επιχείρηση δικαιούται έννομης προστασίας κατά της διαδόσεως της εν λόγω τεχνογνωσίας, η οποία εξομοιώνεται πλήρως με την παρεχόμενη από δίπλωμα ευρεσιτεχνίας προστασία [απόφαση του Δικαστηρίου της 28ης Ιανουαρίου 1986, 161/84, Pronuptia, Συλλογή 1986, σ. 353, σκέψη 16· άρθρο 5, στοιχείο β´, του κανονισμού (ΕΚ) 2790/1999 της Επιτροπής, της 22ας Δεκεμβρίου 1999, για την εφαρμογή του άρθρου 81, παράγραφος 3, της Συνθήκης σε ορισμένες κατηγορίες κάθετων συμφωνιών και εναρμονισμένων πρακτικών (ΕΕ L 336, σ. 21) και άρθρο 2, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΚ) 240/96 της Επιτροπής, της 31ης Ιανουαρίου 1996, σχετικά με την εφαρμογή του άρθρου [81], παράγραφος 3, της Συνθήκης σε κατηγορίες συμφωνιών μεταφοράς τεχνολογίας (ΕΕ L 31, σ. 2)].

38.
    Η προσφεύγουσα διευκρινίζει ότι η προστασία των επιχειρηματικών απορρήτων προβλέπεται ρητά στο άρθρο 287 ΕΚ και επιβεβαιώθηκε επανειλημμένως από τον κοινοτικό νομοθέτη και από το Δικαστήριο.

39.
    Επιπλέον, η Επιτροπή αναγνώρισε τον ειδικό χαρακτήρα των εν λόγω δικαιωμάτων και το Κοινοβούλιο δεν αμφισβητεί, εν προκειμένω, ότι τα πληροφοριακά στοιχεία που θα πρέπει να αποκαλύψει η προσφεύγουσα είναι ουσιώδη και απόρρητα.

40.
    Το γεγονός και μόνον ότι η προσφεύγουσα δεν είναι η μόνη επιχείρηση η οποία θίγεται από την επίδικη οδηγία, όπως υπογραμμίζει το Κοινοβούλιο προς στήριξη της ενστάσεώς του απαραδέκτου, δεν ασκεί καμία επιρροή, αρκεί τα δικαιώματα που επικαλείται η προσφεύγουσα να μην είναι γενικά αλλά ειδικά, δηλαδή διαφορετικά από εκείνα των ανταγωνιστών της (απόφαση του Δικαστηρίου της 11ης Φεβρουαρίου 1999, C-390/95 Ρ, Antillean Rice Mills κ.λπ., Συλλογή 1999, σ. Ι-769, σκέψεις 67 επ., αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 27ης Απριλίου 1995, Τ-435/93, ASPEC κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1995, σ. ΙΙ-1281, Jégo-Quéré κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα, σκέψη 51). Πάντως, τούτο συμβαίνει εν προκειμένω, καθόσον η τεχνογνωσία της προσφεύγουσας αποκτήθηκε μέσω των συνεχών προσπαθειών της για έρευνα στον τομέα της διατροφής των ζώων.

41.
    Η προσφεύγουσα υποστηρίζει, δεύτερον, ότι η οδηγία 2002/2 την αφορά επίσης ατομικά, υπό την έννοια της προαναφερθείσας αποφάσεως Extramet Industrie κατά Συμβουλίου, στο μέτρο που κινδυνεύει, ως μικρή ή μεσαία επιχείρηση (ΜΜΕ), να θιγεί σοβαρά από την επίδικη οδηγία, δεδομένου ότι η οικονομική δραστηριότητά της εξαρτάται, κατά μεγάλο μέρος, από την προστασία που παρέχεται στην τεχνογνωσία της. Η οδηγία 2002/2 στερεί από την προσφεύγουσα, στην πράξη, το κύριο ανταγωνιστικό πλεονέκτημά της και την ουσιώδη προστιθέμενη αξία της δραστηριότητάς της, παρέχοντας παράλληλα ένα σημαντικό ανταγωνιστικό πλεονέκτημα στους ανταγωνιστές της προσφεύγουσας και ιδίως στους μεγάλους παραγωγούς συνθέτων ζωοτροφών.

42.
    Η προσφεύγουσα τονίζει ότι το Δικαστήριο έχει επανειλημμένως υπογραμμίσει το συμφέρον των επιχειρήσεων προς διαφύλαξη των επιχειρηματικών απορρήτων τους και την εξαιρετικά σοβαρή ζημία που μπορεί να προκύψει από την αντικανονική ανακοίνωση εγγράφων σε έναν ανταγωνιστή (απόφαση AKZO Chemie κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα, σκέψεις 28 και 29). Γενικά, από τη νομολογία προκύπτει ότι, για να εκτιμηθεί το παραδεκτό μιας προσφυγής, λαμβάνεται υπόψη το πόσο σημαντικό είναι το αποτέλεσμα του μέτρου κατά του οποίου στρέφεται η προσφυγή, και όχι μόνον το αντικείμενο του εν λόγω μέτρου ή μόνον η υποχρέωση το μέτρο αυτό να λαμβάνει υπόψη ειδικά δικαιώματα.

43.
    Η προσφεύγουσα παρατηρεί ότι η κατάστασή της είναι μοναδική σε σχέση με την κατάσταση πολλών άλλων επιχειρηματιών που προβαίνουν σε αναμείξεις. Συγκεκριμένα, στον οικείο τομέα υφίστανται όλο και συχνότερα περιπτώσεις «καθέτου διαρθρώσεως», από τον κτηνοτρόφο μέχρι το σφαγείο, με ενδιάμεση φάση την παραγωγή ζωοτροφών. Πάντως, σε μια τέτοια περίπτωση, εκλείπει το συμφέρον να μην αποκαλυφθεί η τεχνογνωσία, καθόσον η επιχείρηση καθέτου διαρθρώσεως είναι συγχρόνως προμηθεύτρια και πελάτις. Επομένως, η προσφεύγουσα καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η ζημία που υπέστη είναι όντως ειδική.

44.
    Η προσφεύγουσα, επικαλούμενη την προαναφερθείσα απόφαση Jégo-Quéré κατά Επιτροπής, καθώς και τις προτάσεις του γενικού εισαγγελέα στην προαναφερθείσα απόφαση Union de Pequeρos Agricultores κατά Συμβουλίου, υποστηρίζει, τρίτον, ότι μόνον η άσκηση ευθείας προσφυγής ενώπιον του Πρωτοδικείου μπορεί να της παράσχει προσήκουσα έννομη προστασία. Η προσφεύγουσα εκτιμά ότι το Πρωτοδικείο ορθώς έκρινε, με την προαναφερθείσα απόφαση, ότι οι διαδικασίες οι οποίες προβλέπονται, αφενός, στο άρθρο 234 ΕΚ και, αφετέρου, στα άρθρα 235 ΕΚ και 288, δεύτερο εδάφιο, ΕΚ, δεν μπορούν πλέον να θεωρούνται, υπό το πρίσμα των άρθρων 6 και 13 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για την Προστασία των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών (ΕΣΔΑ), που υπογράφηκε στη Ρώμη στις 4 Νοεμβρίου 1950, και του άρθρου 47 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, του οποίου η διακήρυξη έγινε στις 7 Δεκεμβρίου 2000 στη Νίκαια (ΕΕ C 364, σ. 1), ως διασφαλίζουσες στους πολίτες ένα δικαίωμα αποτελεσματικής προσφυγής που τους επιτρέπει να αμφισβητήσουν τη νομιμότητα κοινοτικών διατάξεων γενικής ισχύος οι οποίες επηρεάζουν άμεσα τη νομική τους κατάσταση.

45.
    Συναφώς, το επιχείρημα που αντλείται από την προστασία της ασφαλείας δικαίου, όπως προβάλλεται στις προαναφερθείσες προτάσεις, έχει εφαρμογή κατά μείζονα λόγο στην περίπτωση μιας οδηγίας της οποίας η μεταφορά, εκ μέρους των κρατών μελών, στο εσωτερικό δίκαιο μπορεί να ποικίλλει σημαντικά από απόψεως χρόνου. Μια τέτοια κατάσταση δικαιολογεί την αναγκαιότητα υπάρξεως ενός συγκεντρωτικού και άμεσου ελέγχου νομιμότητας, προκειμένου να προληφθούν τα ζημιογόνα, εν προκειμένω ανεπανόρθωτα, αποτελέσματα που προκαλούνται από την εφαρμογή του μέτρου κατά του οποίου στρέφεται η προσφυγή.

46.
    Η προσφεύγουσα εκτιμά ότι τα καθών εσφαλμένως ισχυρίζονται ότι η προαναφερθείσα απόφαση Union de Pequeρos Agricultores κατά Συμβουλίου καταδεικνύει ότι η επιχειρηματολογία της προσφεύγουσας, που θεμελιώνεται στην αρχή της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, δεν ασκεί επιρροή. Στην απόφαση εκείνη, το Δικαστήριο αναγνώρισε, αφενός, το δικαίωμα για αποτελεσματική δικαστική προστασία, το οποίο καθιερώνεται στα άρθρα 6 και 13 της ΕΣΔΑ, και, αφετέρου, ότι η προϋπόθεση του ατομικού συμφέροντος, του οποίου η απαίτηση δεν αμφισβητείται εν προκειμένω, πρέπει να ερμηνεύεται υπό το πρίσμα της αρχής της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, λαμβανομένων υπόψη των διαφόρων περιστάσεων που δύνανται να εξατομικεύσουν έναν προσφεύγοντα.

47.
    Σε απάντηση της επιχειρηματολογίας του Συμβουλίου σχετικά με την επίδραση που θα είχε το παραδεκτό της παρούσας προσφυγής στη δυνατότητα να εγερθούν ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων ζητήματα κύρους της επίδικης οδηγίας λόγω της λύσεως που υιοθετήθηκε με την προαναφερθείσα απόφαση TWD, η προσφεύγουσα προβάλλει ότι η εν λόγω δικαστική απόφαση αφορούσε ατομική απόφαση και ότι η λύση αυτή δεν έχει εφαρμογή επί πράξεων γενικής ισχύος, ειδικότερα δε επί οδηγιών (απόφαση του Δικαστηρίου της 11ης Νοεμβρίου 1997, C-408/95, Eurotunnel κ.λπ., Συλλογή 1997, σ. Ι-6315).

Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

48.
    Πρέπει να υπομνηστεί ότι, κατά τη νομολογία, ένα φυσικό ή νομικό πρόσωπο μπορεί να υποστηρίξει ότι η οικεία πράξη το αφορά ατομικά μόνον όταν η πράξη αυτή το θίγει λόγω ορισμένων ειδικών χαρακτηριστικών του ή μιας πραγματικής καταστάσεως που το χαρακτηρίζει σε σχέση με οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο και, ως εκ τούτου, το εξατομικεύει κατά τρόπο ανάλογο με τους αποδέκτες μιας πράξεως (απόφαση του Δικαστηρίου της 15ης Ιουλίου 1963, 25/62, Συλλογή τόμος 1954-1964, σ. 939, 223, και απόφαση UEAPME κατά Συμβουλίου, προπαρατεθείσα, σκέψη 69).

49.
    Το Δικαστήριο υπενθύμισε επίσης προσφάτως την ως άνω προϋπόθεση του παραδεκτού της προσφυγής που ασκείται από φυσικό ή νομικό πρόσωπο, και μάλιστα χρησιμοποιώντας πανομοιότυπη διατύπωση με εκείνη που εκτίθεται ανωτέρω στη σκέψη 48 (απόφαση Union de Pequeρos Agricultores κατά Συμβουλίου, προπαρατεθείσα, σκέψη 36).

50.
    Εν προκειμένω, δεν αμφισβητείται ότι οι κανόνες που περιέχει η επίδικη οδηγία, και ιδίως η υποχρέωση αναγραφής των ακριβών ποσοστών κατά βάρος των πρώτων υλών που περιέχονται στις ζωοτροφές, διατυπώνονται κατά γενικό τρόπο, εφαρμόζονται σε αντικειμενικώς προσδιοριζόμενες καταστάσεις και επιφέρουν έννομες συνέπειες έναντι κατηγοριών προσώπων που αναφέρονται κατά τρόπο γενικό και αφηρημένο, ήτοι έναντι των παρασκευαστών, των συσκευαστών, των εισαγωγέων, των πωλητών και των διανομέων συνθέτων ζωοτροφών.

51.
    Επομένως, η οδηγία 2002/2 αφορά την προσφεύγουσα μόνον υπό την αντικειμενική ιδιότητά της ως παρασκευάστριας τέτοιων ζωοτροφών, τούτο δε όπως κάθε άλλο επιχειρηματία που δραστηριοποιείται στον τομέα αυτό.

52.
    Το ως άνω συμπέρασμα δεν αναιρείται από την επιχειρηματολογία της προσφεύγουσας όσον αφορά τον ειδικό, κατ' αυτήν, χαρακτήρα των δικαιωμάτων που ισχυρίζεται ότι κατέχει και τα οποία, κατά την προσφεύγουσα, της στερεί η επίδικη οδηγία.

53.
    Πρέπει να επισημανθεί, ευθύς εξ αρχής, ότι η ύπαρξη, την οποία επικαλείται η προσφεύγουσα, μιας «εντελώς ειδικής προστασίας» στο κοινοτικό δίκαιο, ακόμα και στις εθνικές έννομες τάξεις ή σε άλλες ρυθμίσεις, της τεχνογνωσίας και των απορρήτων μιας επιχειρήσεως δεν είναι ικανή να εξατομικεύσει την προσφεύγουσα σε σχέση με όλους τους άλλους παρασκευαστές ζωοτροφών τους οποίους αφορά η επίδικη οδηγία και οι οποίοι θα μπορούσαν εξίσου να επικαλεστούν υπέρ αυτών την εν λόγω προστασία.

54.
    Συναφώς, η κατάσταση που έδωσε λαβή προς έκδοση της προαναφερθείσας αποφάσεως Codorniu κατά Επιτροπής διακρίνεται σαφώς από την κατάσταση την οποία αφορά η παρούσα υπόθεση. Σε αντίθεση με την παρούσα υπόθεση, η προαναφερθείσα απόφαση αφορούσε μια προσφεύγουσα επιχείρηση η οποία εμποδιζόταν, από κανονιστική διάταξη που διείπε τη χρήση ονομασίας, να χρησιμοποιεί τη γραφική παράσταση που είχε καταχωρίσει ως σήμα και χρησιμοποιήσει επί μακρό χρονικό διάστημα πριν από την έκδοση του επίδικου κανονισμού, οπότε η προσφεύγουσα εξατομικευόταν σε σχέση με όλους τους άλλους επιχειρηματίες.

55.
    Εν συνεχεία, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι από τα ίδια τα δικόγραφα της προσφεύγουσας προκύπτει ότι η σημαντικότερη παράμετρος ανταγωνισμού για «τους παρασκευαστές ζωοτροφών» είναι η «συνταγή» του προϊόντος τους, η οποία στηρίζεται σε παρασκευάσματα στα οποία συμπυκνώνονται οι γνώσεις και η τεχνογνωσία τους στον τομέα των διατροφικών αναγκών των ζώων, και ότι η οδηγία 2002/2 θα είχε ως αποτέλεσμα τη διάδοση της τεχνογνωσίας και των βασικών επιχειρηματικών απορρήτων «των παρασκευαστών συνθέτων ζωοτροφών, συμπεριλαμβανομένης της προσφεύγουσας».

56.
    Στο πλαίσιο αυτό, ο ισχυρισμός της προσφεύγουσας ότι κατέχει ειδικά δικαιώματα, διαφορετικά από εκείνα των ανταγωνιστών της, στο μέτρο που απέκτησε την τεχνογνωσία της μέσω των διαρκών προσπαθειών της για έρευνα στον τομέα της διατροφής των ζώων, ουδόλως ασκεί επιρροή όσον αφορά την απαίτηση του ατομικού συμφέροντος.

57.
    Συγκεκριμένα, το γεγονός ότι η προσφεύγουσα παρασκευάζει σύνθετες ζωοτροφές με βάση δικές της συνταγές, όπως ακριβώς πράττουν και οι ανταγωνιστές της, κατ' ουδέν αποδεικνύει ότι η προσφεύγουσα ευρίσκεται σεειδική κατάσταση εν σχέσει προς οποιονδήποτε άλλο παρασκευαστή των οικείων προϊόντων. .λοι οι παρασκευαστές συνθέτων ζωοτροφών θα επηρεαστούν, ενδεχομένως, από την επίδικη οδηγία κατά τον ίδιο τρόπο, στο μέτρο που καθένας από αυτούς παρασκευάζει τα προϊόντα του με βάση τις δικές του «συνταγές» και τη δική του τεχνογνωσία.

58.
    Περαιτέρω, το συμπέρασμα που εκτίθεται ανωτέρω στη σκέψη 51 δεν κλονίζεται από το επιχείρημα της προσφεύγουσας ότι οι οικονομικές δραστηριότητές της θα θιγούν σοβαρά από την οδηγία 2002/2, υπό την έννοια της προαναφερθείσας αποφάσεως Extramet Industrie κατά Συμβουλίου.

59.
    Στην απόφαση εκείνη, η οποία αφορούσε έναν κανονισμό σχετικά με το αντιντάμπινγκ, το Δικαστήριο θεώρησε ότι η επίδικη πράξη αφορούσε ατομικά την προσφεύγουσα επιχείρηση, η οποία δραστηριοποιείτο ως ανεξάρτητος εισαγωγέας, λόγω εξαιρετικών περιστάσεων. .τσι, η προσφεύγουσα είχε αποδείξει, πρώτον, ότι ήταν ο σημαντικότερος εισαγωγέας του προϊόντος που αποτελούσε αντικείμενο του μέτρου αντιντάμπινγκ και, συγχρόνως, ο τελικός χρήστης του εν λόγω προϊόντος, δεύτερον, ότι οι οικονομικές δραστηριότητές της εξηρτώντο, σε σημαντικό βαθμό, από τις εισαγωγές της και, τρίτον, ότι οι ως άνω δραστηριότητες θίγονταν σοβαρά από τον εν λόγω κανονισμό, λόγω του περιορισμένου αριθμού των παραγωγών του οικείου προϊόντος και λόγω του ότι αντιμετώπιζε δυσχέρειες, όσον αφορά τον εφοδιασμό της από τον μόνο παραγωγό της Κοινότητας, ο οποίος ήταν, επιπλέον, ο κύριος ανταγωνιστής της ως προς το μεταποιημένο προϊόν.

60.
    Εν προκειμένω, έστω και αν υποτεθεί ότι η οδηγία 2002/2 μπορεί να θίξει την κατάσταση της προσφεύγουσας, αυτή δεν απέδειξε τη συνδρομή περιστάσεων που να παρέχουν τη δυνατότητα να θεωρηθεί ότι η ζημία που διατείνεται ότι υπέστη είναι ικανή να την εξατομικεύσει σε σχέση με όλους τους άλλους παρασκευαστές συνθέτων ζωοτροφών, τους οποίους αφορά η εν λόγω οδηγία κατά τον ίδιο τρόπο που αφορά και την προσφεύγουσα.

61.
    .τσι, η επιχειρηματολογία που εκτίθεται ανωτέρω στη σκέψη 43, εκτός εάν έχει την έννοια ότι η προσφεύγουσα θίγεται σοβαρά από την οδηγία 2002/2 για τον λόγο ότι είναι η μοναδική επιχείρηση παραγωγής συνθέτων ζωοτροφών που δεν έχει κάθετη διάρθρωση, πράγμα το οποίο ουδόλως αποδείχθηκε, είναι αλυσιτελής, καθόσον στην κατάσταση της προσφεύγουσας, η οποία πόρρω απέχει του να είναι μοναδική, ευρίσκεται και το σύνολο των παρασκευαστών συνθέτων ζωοτροφών οι οποίοι, όπως και η προσφεύγουσα, επίσης δεν είναι κτηνοτρόφοι και παραγωγοί κρέατος (βλ., κατ' αναλογίαν, τη διάταξη του Πρωτοδικείου της 8ης Δεκεμβρίου 1998, Τ-39/98, Sadam Zuccherifici κ.λπ. κατά Συμβουλίου, Συλλογή 1998, σ. ΙΙ-4207, σκέψη 22).

62.
    Ομοίως, το γεγονός ότι η προσφεύγουσα μπορεί να θίγεται ιδιαιτέρως ως ΜΜΕ δεν αρκεί για να εξατομικεύσει την προσφεύγουσα υπό την έννοια του άρθρου230 ΕΚ, δεδομένου ότι, όπως ορθώς υπογραμμίζει το Κοινοβούλιο, η οδηγία 2002/2 αφορά κατά όμοιο τρόπο πληθώρα επιχειρηματιών.

63.
    Πρέπει επίσης να επισημανθεί ότι το γεγονός ότι κανονιστική πράξη μπορεί να έχει διαφορετικά συγκεκριμένα αποτελέσματα για τα διάφορα υποκείμενα δικαίου στα οποία έχει εφαρμογή δεν μπορεί να εξατομικεύσει την προσφεύγουσα σε σχέση με όλους τους άλλους ενδιαφερόμενους επιχειρηματίες, εφόσον η πράξη αυτή εφαρμόζεται δυνάμει μιας αντικειμενικώς προσδιοριζομένης καταστάσεως (απόφαση του Πρωτοδικείου της 22ας Φεβρουαρίου 2000, Τ-138/98, ACAV κ.λπ. κατά Συμβουλίου, Συλλογή 2000, σ. ΙΙ-341, σκέψη 66), πράγμα που αναμφισβήτητα συμβαίνει εν προκειμένω.

64.
    Τέλος, ο ισχυρισμός της προσφεύγουσας ότι, στις αποφάσεις του Δικαστηρίου της 17ης Ιανουαρίου 1985, 11/82, Πειραϊκή Πατραϊκή κατά Επιτροπής (Συλλογή 1985, σ. 207), της 26ης Ιουνίου 1990, C-152/88, Sofrimport κατά Επιτροπής (Συλλογή 1990, σ. Ι-2477) και Antillean Rice Mills κ.λπ., προπαρατεθείσα, δεν εξετάστηκε το αν η κατάσταση των προσφευγουσών ήταν μοναδική στηρίζεται σε εσφαλμένη ερμηνεία των εν λόγω αποφάσεων. Πρέπει να σημειωθεί ότι το Δικαστήριο εξέτασε, σε εκάστη των ως άνω υποθέσεων, αν οι ενδιαφερόμενες είχαν αποδείξει την ύπαρξη ορισμένων ειδικών χαρακτηριστικών ή μιας πραγματικής καταστάσεως που τις χαρακτηρίζει σε σχέση με οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο και, ως εκ τούτου, τις εξατομικεύει κατά τρόπο ανάλογο με τους αποδέκτες μιας πράξεως. Εν συνεχεία, το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι τούτο όντως συνέβαινε για εκάστη των προσφευγουσών, στο μέτρο που ένας κανόνας δικαίου υπέρτερης ισχύος επέβαλλε στον συντάκτη της οικείας κανονιστικής πράξεως να λαμβάνει υπόψη την κατάσταση των προσφευγουσών ειδικά σε σχέση με την κατάσταση κάθε άλλου προσώπου το οποίο αφορούσε η εν λόγω πράξη.

65.
    .σον αφορά την επιχειρηματολογία της προσφεύγουσας που θεμελιώνεται στο δικαίωμα αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, αρκεί να επισημανθεί ότι, όπως τόνισε το Δικαστήριο στην προαναφερθείσα απόφαση Union de Pequeρos Agricultores κατά Συμβουλίου, η Συνθήκη ΕΚ, αφενός, με τα άρθρα της 230 και 241, και, αφετέρου, με το άρθρο της 234, έχει θεσπίσει ένα πλήρες σύστημα ενδίκων μέσων και διαδικασιών που αποσκοπεί στη διασφάλιση του ελέγχου της νομιμότητας των πράξεων των κοινοτικών οργάνων, τον οποίο αναθέτει στον κοινοτικό δικαστή (βλ., επίσης, την απόφαση του Δικαστηρίου της 23ης Απριλίου 1986, 294/83, Les Verts κατά Κοινοβουλίου, Συλλογή 1986, σ. 1339, σκέψη 23). Στο πλαίσιο του συστήματος αυτού, φυσικά ή νομικά πρόσωπα τα οποία δεν δύνανται, λόγω των προϋποθέσεων του παραδεκτού που προβλέπονται στο άρθρο 230, τέταρτο εδάφιο, ΕΚ, να προσβάλουν ευθέως κοινοτικές πράξεις γενικής ισχύος, έχουν τη δυνατότητα, κατά περίπτωση, να προβάλουν το ανίσχυρο τέτοιων πράξεων είτε, παρεμπιπτόντως δυνάμει του άρθρου 241 ΕΚ, ενώπιον του κοινοτικού δικαστή είτε ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων και να ζητήσουν από αυτά, τα οποία δεν είναι αρμόδια να διαπιστώσουν τα ίδια το ανίσχυρο των εν λόγω πράξεων (απόφαση του Δικαστηρίου της 22ας Οκτωβρίου 1987, 314/85,Foto-Frost, Συλλογή 1987, σ. 4199, σκέψη 20), να υποβάλουν συναφώς προδικαστικό ερώτημα στο Δικαστήριο (απόφαση Union de Pequeρos Agricultores κατά Συμβουλίου, προπαρατεθείσα, σκέψη 40).

66.
    Εκτός από το ότι απόκειται στα κράτη μέλη να καθιερώσουν ένα σύστημα ενδίκων μέσων και διαδικασιών που να διασφαλίζει τον σεβασμό του δικαιώματος αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, το Δικαστήριο έχει επίσης κρίνει ότι δεν μπορεί να γίνει δεκτή μια ερμηνεία των κανόνων περί παραδεκτού που προβλέπονται στο άρθρο 230 ΕΚ, σύμφωνα με την οποία είναι παραδεκτή η άσκηση προσφυγής ακυρώσεως εφόσον αποδεικνύεται, κατόπιν ad hoc ελέγχου από τον κοινοτικό δικαστή των εθνικών δικονομικών κανόνων, ότι οι κανόνες αυτοί δεν επιτρέπουν στον ιδιώτη την άσκηση ενδίκου βοηθήματος με το οποίο θα είχε τη δυνατότητα να αμφισβητήσει το κύρος της προσβαλλομένης κοινοτικής πράξεως. Πράγματι, «ένα τέτοιου είδους σύστημα θα απαιτούσε σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση από τον κοινοτικό δικαστή να εξετάζει και να ερμηνεύει το εθνικό δικονομικό δίκαιο, πράγμα το οποίο θα υπερέβαινε την αρμοδιότητά του που έγκειται στον έλεγχο της νομιμότητας των κοινοτικών πράξεων» (απόφαση Union de Pequeρos Agricultores κατά Συμβουλίου, προπαρατεθείσα, σκέψη 43). Η εκτίμηση αυτή πρέπει να γίνεται δεκτή κατά μείζονα λόγο όταν δεν αμφισβητείται, όπως εν προκειμένω, ότι είναι δυνατή η άσκηση ενδίκου βοηθήματος ενώπιον του εθνικού δικαστή με το οποίο είναι δυνατόν να αμφισβητηθεί το κύρος της επίδικης οδηγίας (βλ., υπ' αυτήν την έννοια, τη διάταξη του προέδρου του Πρωτοδικείου της 8ης Αυγούστου 2002, Τ-155/02 R, VVG International κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2002, σ. ΙΙ-3239, σκέψη 39).

67.
    Υπό τις συνθήκες αυτές, η επιχειρηματολογία της προσφεύγουσας που θεμελιώνεται στο δικαίωμα αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, περιλαμβανομένων των σκέψεων περί της απαιτήσεως ασφαλείας δικαίου που αναπτύχθηκαν στο πλαίσιο αυτό, πρέπει να απορριφθεί.

68.
    Από το σύνολο των ανωτέρω σκέψεων προκύπτει ότι δεν είναι δυνατόν να θεωρηθεί ότι η επίδικη οδηγία αφορά ατομικά την προσφεύγουσα. Στο μέτρο που η προσφεύγουσα δεν πληροί μία από τις προϋποθέσεις του παραδεκτού που θέτει το άρθρο 230, τέταρτο εδάφιο, ΕΚ, παρέλκει η εξέταση του επιχειρήματος των καθών και των παρεμβαινουσών ότι η εν λόγω οδηγία δεν αφορά άμεσα την προσφεύγουσα.

69.
    Συνεπώς, η προσφυγή-αγωγή, κατά το μέρος που αποσκοπεί στην ακύρωση της οδηγίας 2002/2, πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη.

70.
    Αντιθέτως, τα αιτήματα των καθών-εναγομένων να κηρυχθεί απαράδεκτη η προσφυγή-αγωγή, κατά το μέρος που αποσκοπεί στην αποκατάσταση της ζημίας που ισχυρίζεται ότι υπέστη η προσφεύγουσα-ενάγουσα, πρέπει να συνεξεταστούν με την ουσία της υποθέσεως.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ (τέταρτο τμήμα)

διατάσσει:

1)     Απορρίπτει την προσφυγή-αγωγή ως απαράδεκτη κατά το μέρος που αποσκοπεί στην ακύρωση της οδηγίας 2002/2/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 28ης Ιανουαρίου 2002, για την τροποποίηση της οδηγίας 79/373/ΕΟΚ του Συμβουλίου περί κυκλοφορίας των σύνθετων ζωοτροφών και για την κατάργηση της οδηγίας 91/357/ΕΟΚ της Επιτροπής.

2)    Τα αιτήματα των καθών-εναγομένων να κηρυχθεί απαράδεκτη η προσφυγή-αγωγή, κατά το μέρος που αποσκοπεί στην αποκατάσταση της ζημίας που ισχυρίζεται ότι υπέστη η προσφεύγουσα-ενάγουσα, θα συνεξεταστούν με την ουσία της υποθέσεως.

3)    Επιφυλάσσεται ως προς τα δικαστικά έξοδα.

Λουξεμβούργο, 21 Μαρτίου 2003.

Ο Γραμματέας

Η Πρόεδρος

H. Jung

V. Tiili


1: Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική.