Προσωρινό κείμενο
ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ
MANUEL CAMPOS SÁNCHEZ-BORDONA
της 23ης Νοεμβρίου 2023 (1)
Υπόθεση C‑634/22
OT,
PG,
CR,
VT,
MD,
παρισταμένου του:
Sofiyska gradska prokuratura
[Αίτηση του Sofiyski gradski sad (πλημμελειοδικείου Σόφιας, Βουλγαρία)
για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]
«Προδικαστική παραπομπή – Αξίες και στόχοι της Ένωσης – Κράτος δικαίου – Άρθρο 19 ΣΕΕ – Απόφαση 2006/929/ΕΚ – Ανεξάρτητο και αμερόληπτο δικαστήριο – Κατάργηση ποινικού δικαστηρίου ειδικών αρμοδιοτήτων – Κατάργηση λόγω φερόμενης έλλειψης ανεξαρτησίας»
1. Με νόμο που ψηφίστηκε το 2022 (2), ο Βούλγαρος νομοθέτης κατήργησε, μεταξύ άλλων δικαστηρίων, το Spetsializiran nakazatelen sad (ποινικό δικαστήριο ειδικών αρμοδιοτήτων, στο εξής: SNS) και καθόρισε τον τρόπο με τον οποίο οι δικαστές που, μέχρι την έναρξη ισχύος του νέου νόμου, υπηρετούσαν σε αυτό, θα μετατίθεντο σε άλλα δικαστήρια.
2. Ο ZIDZZSV προέβλεψε επίσης ότι οι εκδικαζόμενες σε πρώτο βαθμό ποινικές υποθέσεις ως προς τις οποίες είχε διεξαχθεί επ’ ακροατηρίου διαδικασία ενώπιον του SNS, όπως συμβαίνει στην υπό κρίση υπόθεση, θα υπάγονταν πλέον στο Sofiyski gradski sad (πλημμελειοδικείο Σόφιας, στο εξής: SGS) (3), αν και η εξέτασή τους θα παρέμενε στην αρμοδιότητα του δικαστικού σχηματισμού ενώπιον του οποίου είχε διεξαχθεί η επ’ ακροατηρίου διαδικασία.
3. Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως που υποβλήθηκε στο Δικαστήριο υπογράφεται από τα μέλη του δικαστικού σχηματισμού του SNS (νυν SGS) ενώπιον του οποίου είχε διεξαχθεί η επ’ ακροατηρίου διαδικασία στο πλαίσιο συγκεκριμένης ποινικής υπόθεσης. Ο εν λόγω δικαστικός σχηματισμός διατυπώνει αμφιβολίες ως προς το εάν η νομοθετική μεταρρύθμιση του 2022, κατά το μέρος που αφορά την κατάργηση του SNS, συνάδει με το δίκαιο της Ένωσης.
I. Το νομικό πλαίσιο
Α. Το δίκαιο της Ένωσης. Η απόφαση 2006/929/ΕΚ (4)
4. Το άρθρο 1, πρώτο εδάφιο προβλέπει:
«Η Βουλγαρία υποβάλλει, έως τις 31 Μαρτίου κάθε έτους, και για πρώτη φορά έως τις 31 Μαρτίου 2007, έκθεση στην Επιτροπή σχετικά με την πρόοδο που έχει επιτευχθεί σε σχέση με την εκπλήρωση του κάθε στόχου αναφοράς που προβλέπεται στο παράρτημα.»
5. Οι προς επίτευξη στόχοι αναφοράς για τη Βουλγαρία, οι οποίοι αναφέρονται στο παράρτημα, είναι:
«1) Να εγκριθούν τροποποιήσεις του Συντάγματος που αίρουν κάθε ασάφεια σχετικά με την ανεξαρτησία και την υποχρέωση λογοδοσίας του δικαστικού συστήματος.
2) Να εξασφαλιστούν διαφανέστερες και αποτελεσματικότερες δικαστικές διαδικασίες, με τη θέσπιση και την εφαρμογή νέου νόμου για το δικαστικό σύστημα και του νέου Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας. Να υποβάλλονται εκθέσεις για τον αντίκτυπο των νέων αυτών νόμων και των Κωδ[ίκων] Ποινικής και Διοικητικής Δικονομίας, ιδίως στο προδικαστικό στάδιο.
3) Να συνεχιστεί η μεταρρύθμιση του δικαστικού συστήματος για την ενίσχυση του επαγγελματισμού, της ευθύνης και της αποτελεσματικότητας. Να αξιολογείται ο αντίκτυπος αυτών των μεταρρυθμίσεων και να δημοσιεύονται τα αποτελέσματα σε ετήσια βάση.
4) Να διεξάγονται επίσημες και αμερόληπτες έρευνες για καταγγελίες διαφθοράς υψηλού επιπέδου και να υποβάλλονται σχετικές εκθέσεις. Να υποβάλλονται εκθέσεις για τους εσωτερικούς ελέγχους δημοσίων οργανισμών και τη δημοσιοποίηση των περιουσιακών στοιχείων των ανωτάτων δημοσίων υπαλλήλων.
5) Να λαμβάνονται μέτρα για την πρόληψη και την καταπολέμηση της διαφθοράς, ιδίως στα σύνορα και στις τοπικές αρχές.
6) Να εφαρμοστεί στρατηγική για την καταπολέμηση του οργανωμένου εγκλήματος, επικεντρωμένη στη σοβαρή εγκληματικότητα, στη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, καθώς και στη συστηματική κατάσχεση των περιουσιακών στοιχείων των εγκληματιών. Να υποβάλλονται εκθέσεις για τις νέες και τις τρέχουσες έρευνες, τις απαγγελίες κατηγοριών και τις καταδίκες στους ανωτέρω τομείς.»
Β. Το εθνικό δίκαιο
1. Ο Zakon za sadebtana vlast (5)
6. Το άρθρο 194, παράγραφος 1, ορίζει τα εξής:
«[…] Σε περίπτωση κατάργησης δικαστηρίων, εισαγγελιών ή ανακριτικών υπηρεσιών ή σε περίπτωση μείωσης του αριθμού των θέσεων σε αυτά, το αρμόδιο τμήμα του ανώτατου δικαστικού συμβουλίου δημιουργεί τις αντίστοιχες θέσεις σε άλλη αρχή του ίδιου δικαιοδοτικού βαθμού, ει δυνατόν στην ίδια εφετειακή περιφέρεια, και μεταθέτει, χωρίς να παρεμβληθεί διαδικασία υποβολής αίτησης, στις θέσεις αυτές τους δικαστές, εισαγγελείς και ανακριτές.»
2. Ο ZIDZZSV
7. Κατά τη μεταβατική διάταξη 43:
«Από την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου, το SNS, το Apelativen Spetsializiran nakazatelen sad [(ποινικό εφετείο ειδικών αρμοδιοτήτων, Βουλγαρία)], η Spetsializirana prokuratura [(ειδική εισαγγελική αρχή, Βουλγαρία)] και η Apelativna spetsializirana prokuratura [(ειδική εισαγγελική αρχή εφετών, Βουλγαρία)] καταργούνται.»
8. Η μεταβατική διάταξη 44 ορίζει:
«1) Οι δικαστές του SNS […] μετατίθενται σύμφωνα με τους όρους και τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 194, παράγραφος 1.
2) Εντός δεκατεσσάρων ημερών από τη δημοσίευση του παρόντος νόμου, τα πρόσωπα που αναφέρονται στην παράγραφο 1 μπορούν να υποβάλουν γραπτή δήλωση ενώπιον του συμβουλίου δικαστών του ανώτατου δικαστικού συμβουλίου με την οποία δηλώνουν ότι επιθυμούν να επανέλθουν στη δικαστική θέση που κατείχαν πριν από τη μετάθεσή τους στο SNS […].
3) Εντός τριάντα ημερών από τη λήξη της προθεσμίας της παραγράφου 2, το συμβούλιο δικαστών του ανώτατου δικαστικού συμβουλίου εκδίδει απόφαση για τη δημιουργία θέσεων δικαστών στα δικαστήρια, αντίστοιχων με αυτές που καταργούνται στο SNS […], λαμβανομένου υπόψη του φόρτου εργασίας του αντίστοιχου δικαστηρίου [(6)].
4) Μετά τη λήξη της προθεσμίας που προβλέπεται στην παράγραφο 3, το συμβούλιο δικαστών του ανώτατου δικαστικού συμβουλίου μεταθέτει τους δικαστές αρχής γενομένης από την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου.
5) Οι αποφάσεις του συμβουλίου δικαστών του ανώτατου δικαστικού συμβουλίου που μνημονεύονται στην παράγραφο 4 είναι άμεσα εκτελεστές.»
9. Η μεταβατική διάταξη 49 ορίζει:
«Οι εκδικαζόμενες σε πρώτο βαθμό ενώπιον του SNS ποινικές υποθέσεις, ως προς τις οποίες δεν είχε διεξαχθεί προκαταρκτική ακροαματική διαδικασία πριν από την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου, παραπέμπονται στα αρμόδια δικαστήρια εντός επτά ημερών από την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου.»
10. Η μεταβατική διάταξη 50 έχει ως εξής:
«1) Από την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου, οι εκδικαζόμενες σε πρώτο βαθμό ενώπιον του SNS ποινικές υποθέσεις, ως προς τις οποίες έχει διεξαχθεί προκαταρκτική ακροαματική διαδικασία, υπάγονται στη δικαιοδοσία του [SGS], η δε εξέτασή τους παραμένει στην αρμοδιότητα του δικαστικού σχηματισμού ενώπιον του οποίου είχε διεξαχθεί η επ’ ακροατηρίου συζήτηση.
2) Οι δικαστές των δικαστικών σχηματισμών που δεν μετατίθενται στο [SGS] είναι επιφορτισμένοι να συμμετάσχουν στην εξέταση των υποθέσεων μέχρι την ολοκλήρωση της διαδικασίας.
3) Οι δικαστές του δικαστικού σχηματισμού που έκριναν οριστικά τις ποινικές υποθέσεις σε πρώτο βαθμό και δεν μετατίθενται στο [SGS] είναι επιφορτισμένοι να αιτιολογήσουν τις σχετικές αποφάσεις που εξέδωσαν.
[…]»
11. Η μεταβατική διάταξη 59 ορίζει στην παράγραφο 1 τα εξής:
«Το [SGS] υποκαθιστά το [SNS] όσον αφορά τα στοιχεία ενεργητικού και παθητικού, τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του.»
12. Κατά τη μεταβατική διάταξη 67:
«Ο νόμος τίθεται σε ισχύ τρεις μήνες μετά τη δημοσίευσή του στην [Επίσημη Εφημερίδα], με εξαίρεση τις παραγράφους 1, 2, 5, 6, 18, 28, 32, 34, 44, 45, 57 και 58, οι οποίες ισχύουν από την ημέρα της δημοσίευσης.»
3. Ο Nakazatelno protsesualen kodeks (7)
13. Το άρθρο 30, παράγραφος 2, ορίζει τα εξής:
«Ο δικαστής ή ο ένορκος που, λόγω άλλων περιστάσεων, ενδέχεται να θεωρηθεί ότι μεροληπτεί ή ότι έχει άμεσο ή έμμεσο συμφέρον από την επίλυση της διαφοράς δεν μπορεί να συμμετέχει σε δικαστικό σχηματισμό.»
14. Το άρθρο 31 ορίζει τα εξής:
«1) Στις περιπτώσεις που προβλέπονται στα άρθρα 29 και 30, οι δικαστές, οι ένορκοι και ο γραμματέας οφείλουν να απέχουν.
2) Οι διάδικοι μπορούν να ζητήσουν την εξαίρεση δικαστών ή ενόρκων μέχρι την έναρξη της διαδικασίας, εκτός εάν οι σχετικοί λόγοι εκλείψουν ή γίνουν γνωστοί αργότερα.
3) Οι αιτήσεις εξαίρεσης πρέπει να είναι αιτιολογημένες.
4) Το δικαστήριο αποφαίνεται αμελλητί επί των αιτήσεων αποχής και εξαίρεσης, σε μυστική διαβούλευση με τη συμμετοχή όλων των μελών του σχηματισμού.»
II. Τα πραγματικά περιστατικά, η ένδικη διαφορά και τα προδικαστικά ερωτήματα
15. Ενώπιον του SNS διεξήχθη ποινική διαδικασία, η οποία κινήθηκε το 2018 κατά πλειόνων προσώπων κατηγορούμενων για συμμετοχή σε εγκληματική οργάνωση με σκοπό τη διάπραξη αδικημάτων εκβίασης.
16. Μετά την παραπομπή των κατηγορουμένων στο ακροατήριο, διεξήχθησαν δώδεκα συνεδριάσεις και άλλες ανεστάλησαν, για διάφορους διαδικαστικούς λόγους, κατά τα έτη 2020, 2021 και 2022 (8).
17. Σε κανένα σημείο της ποινικής διαδικασίας οι διάδικοι δεν ζήτησαν την εξαίρεση του επιληφθέντος δικαστικού σχηματισμού του SNS (ήτοι του προέδρου και των ενόρκων).
18. Ενώ η διαδικασία βρισκόταν ακόμη σε εξέλιξη, ξεκίνησε η δημόσια διαβούλευση επί του νομοσχεδίου του ZIDZZSV, το οποίο προέβλεπε την κατάργηση του SNS.
19. Στο πλαίσιο της εν λόγω δημόσιας διαβούλευσης, συνεκλήθη στις 25 Φεβρουαρίου 2022 συνεδρίαση του Grazhdanski savet kam Visshia sadeben savet (πολιτικού συμβουλίου του ανώτατου δικαστικού συμβουλίου), στην οποία μετείχαν, μεταξύ άλλων, ο πρόεδρος του αιτούντος δικαστικού σχηματισμού και ο δικηγόρος υπεράσπισης ενός από τους κατηγορουμένους (παρενέβη ως εκπρόσωπος μη κυβερνητικής οργάνωσης).
20. Κατά τη συνεδρίαση αυτή:
– Ο δικηγόρος υποστήριξε την κατάργηση του SNS και δήλωσε ότι συμφωνεί με την αιτιολογική έκθεση του νομοσχεδίου.
– Ο πρόεδρος του δικαστικού σχηματισμού του SNS τάχθηκε κατά της κατάργησης του εν λόγω δικαστηρίου. Όπως ο ίδιος επισημαίνει στη διάταξη περί παραπομπής, είχε επανειλημμένως εκφράσει δημόσια τη γνώμη του ότι «η κατάργηση [του SNS], όπως εφαρμόσθηκε και αιτιολογήθηκε, αντιβαίνει στην αρχή του κράτους δικαίου, παραβιάζει την ανεξαρτησία της εν λόγω δικαστικής αρχής και τη διάκριση των εξουσιών και συνιστά μορφή πιέσεως εκ μέρους των άλλων δύο εξουσιών (9)».
21. Μετά την ψήφιση του ZIDZZSV, ο δικαστικός σχηματισμός ενώπιον του οποίου διεξήχθη η επ’ ακροατηρίου διαδικασία στο SNS, ο οποίος αποτελεί πλέον μέρος του SGS, υποβάλλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:
«1) Έχουν το άρθρο 2 ΣΕΕ, το άρθρο 6, παράγραφοι 1 και 3, ΣΕΕ και το άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ σε συνδυασμό με το άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης [(στο εξής: Χάρτης)] την έννοια ότι θίγεται η ανεξαρτησία δικαστηρίου το οποίο καταργείται με την επελθούσα τροποποίηση του [ZZSV] ([…] με ισχύ από τις 27 Ιουλίου 2022), πλην όμως οι δικαστές του δικαστηρίου αυτού οφείλουν να συνεχίσουν, έως την ημερομηνία αυτή καθώς και μετά από αυτήν, την εκδίκαση των υποθέσεων των οποίων έχουν επιληφθεί, στις οποίες έχουν διεξαχθεί προκαταρκτικές ακροαματικές διαδικασίες, σε περίπτωση που η κατάργηση του δικαστηρίου ανάγεται στη διαφύλαξη της συνταγματικής αρχής της ανεξαρτησίας της δικαιοσύνης και της προστασίας των συνταγματικών δικαιωμάτων των πολιτών, χωρίς όμως να εκτίθενται δεόντως τα πραγματικά περιστατικά που οδηγούν στο συμπέρασμα ότι οι εν λόγω αρχές έχουν παραβιαστεί;
2) Έχουν οι εν λόγω διατάξεις του δικαίου της Ένωσης την έννοια ότι αντιτίθενται σε εθνικές διατάξεις, όπως οι διατάξεις του νόμου για την τροποποίηση και τη συμπλήρωση του [ZZSV] […], οι οποίες συνεπάγονται την πλήρη κατάργηση ανεξάρτητης δικαστικής αρχής στη Βουλγαρία ([του SNS]) με το ανωτέρω σκεπτικό και τη μετάθεση των δικαστών (συμπεριλαμβανομένου του δικαστή του δικαστικού σχηματισμού που επιλαμβάνεται της συγκεκριμένης ποινικής υποθέσεως) από το δικαστήριο αυτό σε διάφορα άλλα δικαστήρια, αλλά υποχρεώνουν τους δικαστές να εξακολουθήσουν την εκδίκαση των υποθέσεων οι οποίες εκκρεμούν ενώπιον του καταργηθέντος δικαστηρίου και των οποίων την εξέταση έχουν ήδη ξεκινήσει;
3) Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως, ποιες διαδικαστικές πράξεις πρέπει να διενεργούν –λαμβανομένης υπόψη και της υπεροχής του δικαίου της Ένωσης– οι δικαστές των δικαστηρίων που καταργήθηκαν όσον αφορά τις υποθέσεις του καταργηθέντος δικαστηρίου (τις οποίες οφείλουν να περατώσουν εκ του νόμου), δεδομένης και της υποχρεώσεώς τους να ελέγχουν ακριβώς εάν πρέπει να προτείνουν την εξαίρεσή τους λόγω μεροληψίας; Ποιες συνέπειες θα είχε τούτο για τις αποφάσεις επί της ουσίας του καταργηθέντος δικαστηρίου επί των υποθέσεων που πρέπει να περατωθούν εκ του νόμου και για τις πράξεις με τις οποίες περατώνονται οι υποθέσεις αυτές;»
III. Η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου
22. Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως πρωτοκολλήθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 10 Οκτωβρίου 2022.
23. Γραπτές παρατηρήσεις υπέβαλαν η Πολωνική Κυβέρνηση και η Επιτροπή.
24. Δεν κρίθηκε αναγκαία η διεξαγωγή επ’ ακροατηρίου συζήτησης.
IV. Ανάλυση
Α. Προκαταρκτικές παρατηρήσεις
25. Στην υπό κρίση προδικαστική διαδικασία συντρέχουν ορισμένες ιδιαίτερες περιστάσεις:
– Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως υποβάλλεται από δικαστικό σχηματισμό επισήμως ενσωματωμένο στο SGS, ο οποίος θα πρέπει να αποφανθεί επί ποινικής υπόθεσης της οποίας είχε προηγουμένως επιληφθεί ως δικαστικός σχηματισμός άλλου δικαστηρίου (του SNS). Όπως επισημαίνεται ανωτέρω, από την έναρξη ισχύος του νέου νόμου της 26ης Απριλίου 2022, το SGS υποκατέστησε το SNS (10).
– Τα προδικαστικά ερωτήματα υποβάλλονται από τον αρμόδιο πλέον δικαστικό σχηματισμό (του SGS), του οποίου τα μέλη είχαν διεξαγάγει την επ’ ακροατηρίου διαδικασία όταν ήταν μέλη του SNS. Ως εκ τούτου, η σύνθεση των προσώπων του δικαστικού σχηματισμού δεν έχει αλλάξει όσον αφορά ειδικώς τη συγκεκριμένη υπόθεση (11).
– Η ερμηνεία που ζητείται από το Δικαστήριο δεν έχει καμία σχέση με τις αξιόποινες συμπεριφορές που αποτελούν το αντικείμενο της ποινικής διαδικασίας, ούτε με την ανεξαρτησία ή αμεροληψία, αυτή καθεαυτήν, του συγκεκριμένου δικαστικού σχηματισμού που καλείται να δικάσει τους κατηγορούμενους. Ούτε οι τελευταίοι ούτε η βουλγαρική εισαγγελική αρχή παρέστησαν στην προδικαστική διαδικασία, σύμφωνα δε με τα στοιχεία που προσκομίστηκαν, κανείς δεν αμφισβήτησε, συγκεκριμένα, την ανεξαρτησία ή την αμεροληψία του εν λόγω δικαστικού σχηματισμού.
– Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως, αντιθέτως, θέτει απλώς το ερώτημα αν η κατάργηση του SNS είναι ασυμβίβαστη με το δίκαιο της Ένωσης, διότι θίγει την ανεξαρτησία του ίδιου του SNS.
26. Στην πραγματικότητα, η διάταξη περί παραπομπής επικεντρώνεται στην κριτική για τη μεταρρύθμιση του δικαστικού συστήματος την οποία υλοποίησε ο Βούλγαρος νομοθέτης το 2022 μέσω του ZIDZZSV. Όπως αναφέρεται στη διάταξη περί παραπομπής, οι λόγοι που προβλήθηκαν για την κατάργηση του SNS δεν στηρίζονται σε πραγματικά περιστατικά που δικαιολογούν την ανάγκη αυτή.
27. Τα δύο πρώτα προδικαστικά ερωτήματα εγείρουν απευθείας το ζήτημα αν η κατάργηση του SNS και η επακόλουθη μετάθεση των μελών του σε άλλα δικαστήρια είναι σύμφωνη με το δίκαιο της Ένωσης. Με το τρίτο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ερωτά το Δικαστήριο ποιες διαδικαστικές πράξεις πρέπει να ακολουθήσουν οι δικαστές του καταργηθέντος δικαστηρίου σε περίπτωση καταφατικής απάντησης επί των δύο πρώτων προδικαστικών ερωτημάτων.
28. Σε αυτό το πλαίσιο, δεν συνιστά έκπληξη το ότι τόσο η Επιτροπή όσο και η Πολωνική Κυβέρνηση, οι μόνοι διάδικοι στη διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου, προέβαλαν ενστάσεις ως προς το παραδεκτό της αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως. Αυτές ακριβώς τις ενστάσεις θα εξετάσω ακολούθως.
Β. Επί του παραδεκτού
1. Ενστάσεις της Πολωνικής Κυβέρνησης και της Επιτροπής (εν συνόψει)
29. Κατά την Πολωνική Κυβέρνηση:
– Η απάντηση στα προδικαστικά ερωτήματα δεν είναι αναγκαία για την επίλυση της διαφοράς της κύριας δίκης, επί της οποίας το δίκαιο της Ένωσης δεν ασκεί καμία επιρροή. Η εν λόγω διαφορά δεν συνδέεται με κανέναν τρόπο με το δίκαιο της Ένωσης, όπερ συνεπάγεται ότι ο Χάρτης δεν έχει εφαρμογή.
– Η κατάργηση εθνικών δικαστηρίων είναι αμιγώς εσωτερικό ζήτημα το οποίο δεν εμπίπτει στο πεδίο των αρμοδιοτήτων της Ένωσης.
30. Κατά την άποψη της Επιτροπής:
– Το αιτούν δικαστήριο ζητεί απλώς να διευκρινισθεί εάν η κατάργηση συνάδει με την αρχή της αντικειμενικής αμεροληψίας. Επειδή όμως ούτε το ίδιο αυτό δικαστήριο διαπίστωσε υποκειμενικούς λόγους αποχής του ούτε οι διάδικοι της κύριας δίκης αμφισβήτησαν την ανεξαρτησία ή την αμεροληψία του ζητώντας την εξαίρεση των μελών του, οι αμφιβολίες που διατυπώνονται έχουν αμιγώς υποθετικό χαρακτήρα.
– Οι λόγοι που οδήγησαν τον Βούλγαρο νομοθέτη στη θέσπιση του ZIDZZSV σχετίζονται με την ανάγκη υλοποίησης διαρθρωτικών αλλαγών στα δικαστήρια ειδικών αρμοδιοτήτων της ποινικής δικαιοσύνης, στα οποία δεν ανήκει το αιτούν δικαστήριο (το SGS). Ως εκ τούτου, τα υποβληθέντα ερωτήματα δεν ασκούν επιρροή στην επίλυση της διαφοράς.
2. Εκτίμηση
31. Από τις προβαλλόμενες ενστάσεις μπορεί σίγουρα να απορριφθεί εξαρχής εκείνη που εγείρει η Πολωνική Κυβέρνηση σχετικά με την αναρμοδιότητα του Δικαστηρίου (ή γενικά της Ευρωπαϊκής Ένωσης) να αποφαίνεται επί της δομής των δικαιοδοτικών συστημάτων των κρατών μελών.
32. Το Δικαστήριο έχει επανειλημμένως απαντήσει σε αυτό το επιχείρημα, το οποίο η Πολωνική Κυβέρνηση έχει προβάλει σε κατά το μάλλον ή το ήττον παρεμφερείς υποθέσεις. Με διαδοχικές αποφάσεις του, το Δικαστήριο έχει επισημάνει ότι, μολονότι η οργάνωση της δικαιοσύνης εντός των κρατών μελών εμπίπτει στην αρμοδιότητα των τελευταίων, εντούτοις, κατά την άσκηση της αρμοδιότητας αυτής, τα κράτη μέλη οφείλουν να τηρούν τις υποχρεώσεις που υπέχουν από το δίκαιο της Ένωσης (12). Η απαίτηση από τα κράτη μέλη να τηρούν αυτές τις υποχρεώσεις (κατά το μέρος που ενδιαφέρει εν προκειμένω, να σέβονται την ανεξαρτησία των δικαιοδοτικών οργάνων τους), ουδόλως σημαίνει ότι η Ένωση επιδιώκει να ασκήσει η ίδια την εν λόγω αρμοδιότητα (13).
33. Η συνέχιση αυτής της νομολογίας σε μεταγενέστερες σχετικές αποφάσεις είναι γνωστή. Ενδεικτικώς παρατίθεται μια πρόσφατη απόφαση του Δικαστηρίου (14), με την οποία διαπιστώνεται ότι, μολονότι η κατανομή ή η αναδιοργάνωση των δικαιοδοτικών αρμοδιοτήτων εντός κράτους μέλους εμπίπτει, κατ’ αρχήν, στην ελευθερία των κρατών μελών που κατοχυρώνεται στο άρθρο 4, παράγραφος 2, ΣΕΕ, τούτο ισχύει μόνο με την επιφύλαξη ότι η εν λόγω κατανομή ή αναδιοργάνωση δεν θίγει τον σεβασμό της αξίας του κράτους δικαίου, που μνημονεύεται στο άρθρο 2 ΣΕΕ, και τις απαιτήσεις που απορρέουν, συναφώς, από το άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ, περιλαμβανομένων εκείνων που αφορούν την ανεξαρτησία και την αμεροληψία των δικαστηρίων.
34. Μεγαλύτερη βαρύτητα έχει η ένσταση απαραδέκτου η οποία εστιάζει στο γεγονός ότι δεν διαπιστώνεται επαρκής σύνδεσμος μεταξύ της διαφοράς της κύριας δίκης και των διατάξεων του δικαίου της Ένωσης την ερμηνεία των οποίων ζητεί το αιτούν δικαστήριο. Οι διατάξεις αυτές είναι το άρθρο 2 ΣΕΕ, το άρθρο 6, παράγραφοι 1 και 3, ΣΕΕ και το άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ σε συνδυασμό με το άρθρο 47 του Χάρτη.
35. Ωστόσο, κατανοώ ότι από αυτές τις διατάξεις μόνον το άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ θα μπορούσε να είναι κρίσιμο για την απάντηση στην αίτηση προδικαστικής αποφάσεως, καθόσον:
– Όπως τονίζει η Επιτροπή, η δυνατότητα εφαρμογής του άρθρου 2 ΣΕΕ προκύπτει εμμέσως, δεδομένου ότι η αξία του κράτους δικαίου, όπως αυτή κατοχυρώνεται στην εν λόγω διάταξη, συγκεκριμενοποιείται στο άρθρο 19 ΣΕΕ (15). Τούτο είναι, λοιπόν, που θα μπορούσε να έχει αντίκτυπο στην υπό κρίση υπόθεση.
– Το άρθρο 6 ΣΕΕ και το άρθρο 47 του Χάρτη, κατ’ αρχήν, δεν ασκούν επιρροή, δεδομένου ότι δεν εφαρμόζεται στην ποινική υπόθεση ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου το δίκαιο της Ένωσης, κατά την έννοια του άρθρου 51, παράγραφος 1, του Χάρτη (16).
36. Δεδομένου ότι η συζήτηση περιορίζεται στην ερμηνεία του άρθρου 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ, σε μια υπόθεση με τα χαρακτηριστικά της υπό κρίση, η επίλυσή της μπορεί να προσεγγιστεί με μια πιο συσταλτική ή, αντιθέτως, με μια πιο διασταλτική ερμηνεία της διάταξης αυτής.
37. Η πρώτη προσέγγιση είναι εκείνη που, κατά τον οικείο χρόνο, είχε υιοθετήσει το Δικαστήριο για να κηρύξει απαράδεκτες δύο αιτήσεις προδικαστικής αποφάσεως που παρουσίαζαν ορισμένα κοινά χαρακτηριστικά με αυτά της υπό κρίση υπόθεσης (17). Συγκεκριμένα, κατά την αιτιολόγηση του απαραδέκτου, το Δικαστήριο είχε κρίνει ότι η επίκληση της προστασίας της δικαστικής ανεξαρτησίας, στο πλαίσιο αίτησης προδικαστικής αποφάσεως, δεν νοείται χωρίς σύνδεση με το δίκαιο της Ένωσης (18).
38. Η νομολογία αυτή μπορεί να συνοψιστεί ως εξής: το Δικαστήριο δεν μπορεί να ερμηνεύει το άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ (στον βαθμό που κατοχυρώνει την ανεξαρτησία ως προϋπόθεση για τη διασφάλιση πραγματικής δικαστικής προστασίας στους τομείς που διέπονται από το δίκαιο της Ένωσης) κατά τρόπο που να μετατρέπει τον μηχανισμό του άρθρου 267 ΣΛΕΕ σε προσφυγή λόγω παράβασης (19).
39. Κατά συνέπεια, αν εθνικό δικαστήριο ζητήσει από το Δικαστήριο να ερμηνεύσει το άρθρο 19, παράγραφος 1, ΣΕΕ, δεύτερο εδάφιο, η διάταξη περί παραπομπής πρέπει να αποδεικνύει ότι υφίσταται σύνδεση μεταξύ του εν λόγω άρθρου της Συνθήκης ΕΕ και της διαφοράς της κύριας δίκης. Η εφαρμογή του άρθρου 19, παράγραφος 1, ΣΕΕ, δεύτερο εδάφιο, προϋποθέτει τέτοια σύνδεση προκειμένου η κατάσταση που αποτελεί το αντικείμενο της διαφοράς ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου να εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης (20).
40. Εντούτοις, ακόμη και υπό την πιο συσταλτική αυτή ερμηνεία, υπενθυμίζω ότι η σύνδεση μπορεί να προκύψει όταν, παρότι δεν εφαρμόζονται επί της ουσίας της εκκρεμούσας ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου διαφοράς ουσιαστικοί κανόνες του δικαίου της Ένωσης, το εν λόγω δικαστήριο ζητεί την ερμηνεία άλλων διατάξεων του δικαίου της Ένωσης η οποία «καθιστά δυνατή την επίλυση δικονομικών ζητημάτων του εθνικού δικαίου προκειμένου να αποφανθ[εί] επί της ουσίας των διαφορών των οποίων έχ[ει] επιληφθεί (21)».
41. Ωστόσο, παρατηρείται ορισμένη εξέλιξη στη νομολογία του Δικαστηρίου, έως του σημείου να γίνονται δεκτές αιτήσεις προδικαστικής αποφάσεως ως προς την ερμηνεία του άρθρου 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ, ακόμη και αν στη διαφορά της κύριας δίκης (ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου) δεν εφαρμόζεται κανένας άλλος ειδικός κανόνας του δικαίου της Ένωσης, η δε επίμαχη ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου νομική κατάσταση στερείται, καθ’ ακριβολογία, στοιχείων, ουσιαστικών ή δικονομικών, που να τη συνδέουν με το δίκαιο της Ένωσης.
42. Η εξέλιξη αυτή επέτρεψε στο Δικαστήριο να απαντήσει σε αιτήσεις προδικαστικής αποφάσεως με τις οποίες τα αιτούντα δικαστήρια, αν και επικαλούνταν το άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ, εντούτοις απομακρύνονταν από τη συγκεκριμένη διαφορά επί της οποίας έπρεπε να αποφανθούν και έθεταν ερωτήματα σχετικά με γενικές διατάξεις για την οργάνωση των εθνικών δικαιοδοτικών συστημάτων τους τις οποίες τα ίδια θεωρούσαν επιζήμιες για την ανεξαρτησία της δικαιοσύνης (22).
43. Στο πλαίσιο αυτής της νομολογιακής τάσης ξεχωρίζει η αποδοχή από το Δικαστήριο των αιτήσεων προδικαστικής αποφάσεως που υποβλήθηκαν από πολωνικό δικαστήριο (στο πλαίσιο διαφόρων ποινικών διαδικασιών), με τις οποίες ζητείτο η ερμηνεία του άρθρου 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ σε σχέση με τη σύνθεση του δικαστηρίου που έπρεπε να επιληφθεί των εν λόγω διαδικασιών (23).
44. Φρονώ ότι δεν είναι αναγκαίο να εξεταστούν επί του παρόντος τα ευαίσθητα ζητήματα που εγείρει αυτή η νομολογία, δεδομένου ότι στην υπό κρίση υπόθεση συντρέχει ένας ιδιαίτερος παράγοντας ο οποίος καθιστά αναγκαίο η μεταρρύθμιση του βουλγαρικού δικαστικού συστήματος να πληροί ορισμένες απαιτήσεις ρητώς οριζόμενες σε απόφαση η οποία αποτελεί μέρος του δικαίου της Ένωσης.
45. Πράγματι, η εν λόγω μεταρρύθμιση (τμήμα της οποίας συνιστά ο ZIDZZSV, τον οποίο αφορά η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως) μπορεί και πρέπει να αξιολογηθεί με γνώμονα το κατά πόσον ανταποκρίνεται στο πρότυπο δικαστικής ανεξαρτησίας στο οποίο αναφέρονται οι «στόχοι αναφοράς» του παραρτήματος της απόφασης 2006/929, για τη θέσπιση μηχανισμού για τη συνεργασία και τον έλεγχο της προόδου στη Βουλγαρία στους τομείς της δικαστικής μεταρρύθμισης (24).
46. Στο ίδιο πλαίσιο, βουλγαρικό δικαστήριο δικαιούται να υποβάλει στο Δικαστήριο, εφόσον έχει αμφιβολίες, ερωτήματα σχετικά με τη συμβατότητα εθνικού νόμου (που διέπει την κατάστασή του εντός της δικαιοδοτικής δομής του εν λόγω κράτους μέλους) με τις υποχρεώσεις που απορρέουν από το δίκαιο της Ένωσης, καθώς και με εκείνες που αφορούν την ανεξαρτησία του ποινικού δικαστηρίου που πρέπει να κρίνει την διαφορά της κύριας δίκης.
47. Κατά συνέπεια, δεν μπορεί να υποστηριχθεί ότι η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως της οποίας έχει εν προκειμένω επιληφθεί το Δικαστήριο στερείται επαρκούς σύνδεσης με το δίκαιο της Ένωσης (25).
48. Ωστόσο, πρέπει να υπομνησθεί ότι δεν απόκειται στο Δικαστήριο, κατά την απάντησή του επί αίτησης προδικαστικής αποφάσεως, να διαπιστώσει ευθέως, το ίδιο, τη μη συμμόρφωση εθνικού κανόνα με το δίκαιο της Ένωσης, αλλά να απαντήσει στο αιτούν δικαστήριο ερμηνεύοντας εκείνα τα στοιχεία του δικαίου της Ένωσης που το ίδιο κρίνει σκόπιμα (26).
49. Οι υπόλοιπες ενστάσεις επί του παραδεκτού της αίτησης προδικαστικής αποφάσεως μπορούν να υπερκεραστούν καθόσον αφορούν μάλλον την ουσία των υποβαλλόμενων ερωτημάτων:
– Το γεγονός ότι ούτε τα μέλη του αιτούντος δικαστηρίου απείχαν από τη διαδικασία της κύριας δίκης ούτε οι διάδικοι ζήτησαν την εξαίρεσή των εν λόγω μελών ενδεχομένως να είναι καθοριστικής σημασίας για την αξιολόγηση της ανεξαρτησίας και της αμεροληψίας τους στην εν λόγω διαδικασία, όσον αφορά την επί της ουσίας εξέταση της αίτησης προδικαστικής αποφάσεως.
– Η ανάλυση των λόγων που οδήγησαν τον Βούλγαρο νομοθέτη στη μεταρρύθμιση των ποινικών δικαστηρίων ειδικών αρμοδιοτήτων καθώς και η εξέταση του αντικτύπου της κατάργησης του SNS στην ικανότητα των μελών του να συνεχίσουν την εκδίκαση, από το SGS πλέον, της ποινικής υπόθεσης αποτελεί επίσης μέρος της επί της ουσίας εξέτασης, και όχι του σταδίου του παραδεκτού της παραπομπής.
50. Εν κατακλείδι, εκτιμώ ότι η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως είναι παραδεκτή.
Γ. Επί του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος
51. Το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινιστεί εάν «θίγεται η ανεξαρτησία δικαστηρίου» κατά το μέρος που με την επελθούσα με τον ZIDZZSV τροποποίηση καταργείται συγκεκριμένο δικαστήριο (το SNS). Για να διαλύσει τις αμφιβολίες του, ζητεί από το Δικαστήριο να κρίνει εάν η εν λόγω μεταρρύθμιση συνάδει με το άρθρο 2 ΣΕΕ, το άρθρο 6, παράγραφοι 1 και 3, ΣΕΕ και το άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ, σε συνδυασμό με το άρθρο 47 του Χάρτη.
52. Όπως ήδη προεκτέθηκε, από τις εν λόγω διατάξεις της Συνθήκης ΕΕ και του Χάρτη, μόνον το άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ έχει σημασία εν προκειμένω, στον βαθμό που η απαίτηση για ανεξαρτησία των εθνικών δικαστηρίων απορρέει από αυτό.
53. Κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, η ως άνω απαίτηση περιλαμβάνει δύο πτυχές:
– «Η πρώτη, εξωτερική, πτυχή προϋποθέτει ότι το οικείο όργανο ασκεί τα καθήκοντά του με πλήρη αυτονομία, χωρίς να τελεί σε οποιαδήποτε ιεραρχική σχέση ή σχέση υπαγωγής προς οποιονδήποτε και χωρίς να λαμβάνει εντολές ή οδηγίες οποιασδήποτε προελεύσεως και ότι, ως εκ τούτου, προστατεύεται από εξωτερικές παρεμβάσεις ή πιέσεις οι οποίες θα μπορούσαν να θίξουν την ανεξάρτητη κρίση των μελών του και να επηρεάσουν τις αποφάσεις τους» (27).
– «Η δεύτερη πτυχή, εσωτερικής φύσεως, αντιστοιχεί στην έννοια της αμεροληψίας και αποσκοπεί στην τήρηση ίσων αποστάσεων ως προς τους διαδίκους και τα συμφέροντα εκάστου εξ αυτών σε σχέση με το αντικείμενο της διαφοράς. Η πτυχή αυτή επιτάσσει την τήρηση αντικειμενικότητας και την απουσία κάθε συμφέροντος ως προς την επίλυση της διαφοράς πέραν της αυστηρής εφαρμογής των κανόνων δικαίου» (28).
54. Εντούτοις, ούτε το αιτούν δικαστήριο (το SGS) ούτε οι διάδικοι στην ποινική διαδικασία αμφισβήτησαν ότι το εν λόγω δικαστήριο «ασκεί τα καθήκοντά του με πλήρη αυτονομία, χωρίς να τελεί σε οποιαδήποτε ιεραρχική σχέση ή σχέση υπαγωγής προς οποιονδήποτε και χωρίς να λαμβάνει εντολές ή οδηγίες οποιασδήποτε προελεύσεως».
55. Επίσης ουδόλως αμφισβητήθηκε στην κύρια δίκη η υποκειμενική αμεροληψία όσων υπηρετούν πλέον στο SGS και προηγουμένως ήταν μέλη του SNS. Επιπλέον, τα μέλη του αιτούντος δικαστηρίου δεν διαπίστωσαν λόγους ώστε να απέχουν, ούτε υφίστανται στοιχεία που να αποδεικνύουν ότι οι κατηγορούμενοι ή η εισαγγελική αρχή ζήτησαν, προηγουμένως ή τώρα, την εξαίρεση των δικαστών του SNS οι οποίοι, μετά τη μεταρρύθμιση, ασκούν τα καθήκοντά τους στο SGS.
56. Από τα προεκτεθέντα συνάγεται ότι δεν υφίστανται λόγοι αμφισβήτησης της ανεξαρτησίας και της αμεροληψίας των μελών του αιτούντος δικαστηρίου.
57. Γεννάται, ωστόσο, το ερώτημα εάν, εκτός από το γεγονός ότι τα μέλη ενός πολυμελούς δικαστηρίου δεν αισθάνονται (υποκειμενικώς) ότι θίγεται η ανεξαρτησία τους, και, πράγματι, δεν εξαιρέθηκαν ούτε απείχαν από συγκεκριμένη διαδικασία, υφίστανται στοιχεία, στο νομικό πλαίσιο στο οποίο καλούνται να κρίνουν, από τα οποία να μπορεί να συναχθεί (αντικειμενικώς) ότι θίγεται η ανεξαρτησία τους (29).
58. Συναφώς, πρέπει πρωτίστως να σημειωθεί ότι η αναδιοργάνωση της αρχιτεκτονικής του δικαστικού συστήματος ενός κράτους μέλους μπορεί ευλόγως να συνεπάγεται την κατάργηση των μέχρι τότε υφιστάμενων δικαστηρίων ή την ανακατανομή των αρμοδιοτήτων τους, χωρίς τα εν λόγω μέτρα να θίγουν, αυτά καθεαυτά, τη δικαστική ανεξαρτησία.
59. Στο ίδιο πνεύμα, η αρχή της διάκρισης των εξουσιών (στην οποία γίνεται μνεία στη διάταξη περί παραπομπής) δεν εμποδίζει τον νομοθέτη να θεσπίσει, εντός των συνταγματικών ορίων, τους κανόνες που θεωρεί κατά περίπτωση καταλληλότερους σχετικά με τη δομή του δικαιοδοτικού συστήματος. Τα δικαστήρια των οποίων η ύπαρξη ήταν σε δεδομένο χρόνο δικαιολογημένη ενδέχεται, σε διαφορετική συγκυρία, να καταργηθούν, χωρίς τούτο να συνεπάγεται, επαναλαμβάνω, την παραβίαση της δικαστικής ανεξαρτησίας (30).
60. Σε αυτό το σημείο, συνάγεται ήδη ότι το πρώτο προδικαστικό ερώτημα δεν αφορά, κατ’ ουσίαν, την ανεξαρτησία των συγκεκριμένων δικαστών (και ενόρκων) που πρέπει να αποφανθούν στο πλαίσιο της ποινικής διαδικασίας, ούτε τον βαθμό ανεξαρτησίας του SGS αυτού καθεαυτό, αλλά αποκλειστικά την ενδεχόμενη απειλή που θα μπορούσε να αποτελέσει η κατάργηση του SNS για την «ανεξαρτησία του δικαστηρίου [του SNS]» (31), λαμβανομένων υπόψη των λόγων που υπαγόρευσαν τη νομοθετική μεταρρύθμιση.
61. Το αιτούν δικαστήριο εκθέτει στη διάταξη περί παραπομπής τους λόγους που προέβαλε ο Βούλγαρος νομοθέτης προς στήριξη της εν λόγω κατάργησης, μεταξύ των οποίων λόγους που αφορούν την ανεξαρτησία των δικαστηρίων (32). Οι λόγοι αυτοί, κατά τη γνώμη του αιτούντος δικαστηρίου, δεν ευσταθούν, δεδομένου ότι η επίμαχη μεταρρύθμιση θίγει αφ’ εαυτής την αρχή της δικαστικής ανεξαρτησίας, παρά τη διαφυλάττει (33).
62. Η ανάλυση αυτής της προσέγγισης δεν μπορεί να γίνει χωρίς να ληφθεί πρώτα υπόψη ο ρόλος του Δικαστηρίου στο πλαίσιο του άρθρου 267 ΣΛΕΕ:
– Αφενός, όπως ήδη επισήμανα, σε αυτού του είδους τις διαδικασίες δεν απόκειται στο Δικαστήριο να κρίνει απευθείας, αφ’ εαυτού, τη μη συμμόρφωση ενός εθνικού κανόνα με το δίκαιο της Ένωσης, αλλά να παράσχει στο αιτούν δικαστήριο τα στοιχεία ερμηνείας του δικαίου της Ένωσης που το ίδιο κρίνει χρήσιμα.
– Αφετέρου, και κατά συνέπεια των ανωτέρω, δεν μπορεί να ζητηθεί από το Δικαστήριο να αποφανθεί επί του συνόλου της επίμαχης νομοθετικής μεταρρύθμισης, δεδομένου ότι ο ρόλος του περιορίζεται στο να παράσχει στο αιτούν δικαστήριο εκτιμήσεις σχετικά με τον αντίκτυπο του δικαίου της Ένωσης, υπό το πρίσμα των επιπτώσεων που μπορεί να έχει αυτή η μεταρρύθμιση, συγκεκριμένα, στο καθεστώς του δικαστηρίου που πρέπει να αποφανθεί επί της ποινικής υπόθεσης.
63. Με βάση τις ως άνω παραδοχές, συμφωνώ με την Επιτροπή ότι η αναδιοργάνωση ενός δικαστικού συστήματος η οποία αποσκοπεί στην καλύτερη διασφάλιση της ανεξαρτησίας των δικαστηρίων δεν είναι δυνατόν να αποτελεί αντικείμενο μομφής, αλλά ούτε και να συνεπάγεται, αφ’ εαυτής, υπονόμευση της ανεξαρτησίας των δικαστηρίων.
64. Στο ίδιο πλαίσιο, είναι εξίσου θεμιτό ο εθνικός νομοθέτης να επιλέξει ένα σύστημα ποινικής δικαιοσύνης με τακτικά δικαστήρια αρμόδια για την εκδίκαση όλων των κατηγοριών αδικημάτων, αλλά και άλλο σύστημα, που απονέμει αρμοδιότητα σε συγκεκριμένο δικαστήριο ειδικών αρμοδιοτήτων να επιλαμβάνεται ιδιαιτέρως σοβαρών αξιόποινων συμπεριφορών. Αμφότερα τα συστήματα απαντώνται στα διάφορα κράτη μέλη, τα οποία, επαναλαμβάνω, είναι ελεύθερα να επιλέξουν οποιοδήποτε από αυτά, ως έχουν ή τροποποιημένα.
65. Ο Βούλγαρος νομοθέτης δικαιολόγησε τη μεταρρύθμιση του 2022 ως έκφραση της επιθυμίας του για αναδιοργάνωση του εθνικού δικαστικού συστήματος, με σκοπό τη μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα των δικαιοδοτικών οργάνων του (34) και την καλύτερη διασφάλιση της ανεξαρτησίας τους. Σε αυτή την περίπτωση, μπορεί να γίνει δεκτό ότι η εν λόγω μεταρρύθμιση ανταποκρίνεται σε «θεμιτούς λόγους που ανάγονται ιδίως στην κατανομή των διαθέσιμων πόρων, ούτως ώστε να διασφαλίζεται η ορθή απονομή της δικαιοσύνης (35)».
66. Η ίδια η Επιτροπή παραπέμπει ακριβώς σε αυτούς τους λόγους στην έκθεσή της για την κατάσταση του κράτους δικαίου στη Βουλγαρία για το 2022 (36), χωρίς να τους αμφισβητεί.
67. Ομολογουμένως, το αιτούν δικαστήριο αρνείται (και μάλιστα σθεναρά) ότι η αιτιολογική έκθεση του ZIDZZSV ανταποκρίνεται σε τεκμηριωμένα με βάση την πραγματικότητα γεγονότα. Η διάταξη περί παραπομπής επαναλαμβάνει σε πολλά σημεία της ανάλυσής της τις επικρίσεις που διατυπώθηκαν, κατά τη θέσπιση του νομοσχεδίου περί μεταρρύθμισης του δικαστικού συστήματος, από διάφορους δικαστές κατά των νέων μέτρων, συμπεριλαμβανομένου του δικαστή που υπογράφει την αίτηση προδικαστικής αποφάσεως.
68. Φρονώ ότι το Δικαστήριο δεν πρέπει να παρέμβει στη διαμάχη που προέκυψε συναφώς κατά τη νομοθετική διαδικασία. Κατά μείζονα λόγο δεν μπορεί να υιοθετήσει εκτιμήσεις προθέσεων που επιδιώκουν να προτάξουν τις εικαζόμενες αληθινές προθέσεις της νομοθετικής εξουσίας έναντι εκείνων που περιγράφονται στην αιτιολογική έκθεση του θεσπισθέντος νόμου.
69. Αρκεί να λεχθεί, ενδεικτικώς, ότι από τον ZIDZZSV, ανεξάρτητα από τα επιχειρήματα που αποτέλεσαν τη βάση για τη θέσπισή του (37), δεν προκύπτει έλλειψη ανεξαρτησίας ή αμεροληψίας για κανένα από τα μέλη του καταργηθέντος δικαστηρίου. Διαφορετικά, δεν θα ήταν δυνατόν να εξηγηθεί πώς οι δικαστές που ασκούσαν τα καθήκοντά τους στο SNS μετακινήθηκαν, μετά την κατάργησή του, σε άλλα δικαστήρια (38) και, κυρίως, πώς είχαν το δικαίωμα να περατώσουν την ποινική διαδικασία υπόθεσης της οποίας είχαν επιληφθεί οι ίδιοι στο SNS.
70. Εάν τούτο ισχύει όσον αφορά την ανεξαρτησία των δικαστών που άσκησαν τα καθήκοντά τους στο SNS, πρέπει κατά μείζονα λόγο να ισχύει και όσον αφορά το τακτικό δικαστήριο (το SGS) που το υποκατέστησε. Επαναλαμβάνω ότι δεν υφίστανται στοιχεία στη διάταξη περί παραπομπής από τα οποία να προκύπτει η παραμικρή ένδειξη ενδεχόμενων πλημμελειών του δικαστηρίου αυτού (του SGS) όσον αφορά τις εγγυήσεις ανεξαρτησίας και αμεροληψίας των μελών του.
71. Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω σκέψεων, προτείνω να δοθεί στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα η απάντηση ότι το άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ δεν αντιτίθεται στη μεταρρύθμιση του δικαστικού συστήματος κράτους μέλους με την οποία καταργείται ποινικό δικαστήριο ειδικών αρμοδιοτήτων και μεταβιβάζονται οι αρμοδιότητές του σε τακτικό δικαστήριο, ενώ παράλληλα προβλέπεται ότι η εξέταση των ποινικών υποθέσεων των οποίων είχε επιληφθεί το καταργηθέν δικαστήριο, ενώπιον του οποίου είχε διεξαχθεί η επ’ ακροατηρίου διαδικασία, θα συνεχιστεί από τον μέχρι τότε αρμόδιο δικαστικό σχηματισμό.
Δ. Επί του δεύτερου προδικαστικού ερωτήματος
72. Κατά το μέρος που δεν επαναλαμβάνονται ζητήματα του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος, με το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα το αιτούν δικαστήριο εκφράζει αμφιβολίες σχετικά με τη συμβατότητα μιας εκ των άμεσων συνεπειών της βουλγαρικής δικαστικής μεταρρύθμισης με το δίκαιο της Ένωσης (39): το γεγονός ότι οι οικείες διατάξεις προβλέπουν «τη μετάθεση των δικαστών (συμπεριλαμβανομένου του δικαστή του δικαστικού σχηματισμού που επιλαμβάνεται της συγκεκριμένης ποινικής υποθέσεως) από το δικαστήριο αυτό [το SNS] σε διάφορα άλλα δικαστήρια, αλλά υποχρεώνουν τους δικαστές να εξακολουθήσουν την εκδίκαση των υποθέσεων οι οποίες εκκρεμούν ενώπιον του καταργηθέντος δικαστηρίου και των οποίων την εξέταση έχουν ήδη ξεκινήσει».
73. Κατά τη διατύπωση του Δικαστηρίου, οι μεταθέσεις ή μετακινήσεις δικαστή σε άλλο δικαστήριο χωρίς τη συγκατάθεσή του «ενδέχεται να αποτελέσουν μέσο άσκησης ελέγχου επί του περιεχομένου των δικαστικών αποφάσεων, δεδομένου ότι μπορούν όχι μόνο να επηρεάσουν την έκταση των αρμοδιοτήτων των οικείων δικαστών και τον χειρισμό των υποθέσεων που τους έχουν ανατεθεί, αλλά και να έχουν σημαντικές συνέπειες για τη ζωή και τη σταδιοδρομία τους και, ως εκ τούτου, να έχουν αποτελέσματα ανάλογα με εκείνα της πειθαρχικής ποινής (40)».
74. Ωστόσο, η αρχή της ισοβιότητας δεν έχει εντελώς απόλυτο χαρακτήρα, και «επιδέχεται εξαιρέσεις […] εφόσον το δικαιολογούν θεμιτοί και επιτακτικοί λόγοι, τηρουμένης της αρχής της αναλογικότητας (41) ».
75. Εν προκειμένω, επισημαίνεται ότι η μετάθεση στο SGS των μελών του δικαστικού σχηματισμού του SNS ενώπιον του οποίου είχε ήδη διεξαχθεί η επ’ ακροατηρίου διαδικασία δεν είχε κανέναν αντίκτυπο στην εξέλιξη της εκκρεμούς ακόμη ποινικής διαδικασίας: οι υποθέσεις στις οποίες (όπως και εν προκειμένω) τα μέλη του SNS είχαν διεξαγάγει επ’ ακροατηρίου διαδικασία εξακολουθούν να εκδικάζονται από αυτά στο SGS, όπου και θα πρέπει να περατωθούν.
76. Η εγγύηση της ισοβιότητας των δικαστών για την εκδίκαση μιας υπόθεσης φαίνεται, επομένως, να τηρείται, καθόσον ο ZIDZZSV καθιερώνει κατά κάποιο τρόπο μια perpetuatio jurisdictionis (42) προς όφελος εκείνων που ήταν αρμόδιοι να αποφανθούν επί της ποινικής διαδικασίας. Ως εκ τούτου, δεν υπήρξε απομάκρυνση δικαστών που θα τους εμπόδιζε να συνεχίσουν την εκδίκαση ποινικής υπόθεσης της οποίας είχαν ήδη επιληφθεί, διεξάγοντας μία ή περισσότερες δημόσιες συνεδριάσεις.
77. Το γεγονός αυτό καθιστά περιττό να υπεισέλθουμε σε αφηρημένες σκέψεις σχετικά με τον συναινετικό ή αναγκαστικό χαρακτήρα των μεταθέσεων, γενικά, Βούλγαρων δικαστών που υπηρέτησαν στο SNS και πλέον υπάγονται στο SGS ή σε άλλα δικαστήρια.
78. Σε κάθε περίπτωση, καίτοι το ζήτημα αυτό δεν αποτελεί ρητώς αντικείμενο της προδικαστικής παραπομπής, εντούτοις, η διαδικασία μετακίνησης δικαστών σε νέες θέσεις μετά την έναρξη ισχύος του ZIDZZSV φαίνεται να υπόκειται σε εγγυήσεις αντικειμενικότητας (43). Τα κριτήρια που διέπουν την εν λόγω μετάθεση ερείδονται, εν γένει, σε εκείνα που αποτυπώνονται στην προηγούμενη νομοθεσία περί οργάνωσης του δικαστικού συστήματος (44), για τα οποία δεν υπάρχουν υπόνοιες αυθαιρεσίας. Ειδικότερα, δεν υφίστανται στοιχεία από τα οποία να προκύπτει ότι η μετάθεση των μελών του καταργηθέντος δικαστηρίου σε ισόβαθμα δικαστήρια ισοδυναμεί με πειθαρχική ποινή.
79. Συνεπώς, τα δεδομένα έχουν ως εξής: Πρώτον, υπάρχει ένας δικαστικός σχηματισμός, ο οποίος αρχικά υπαγόταν σε δικαστήριο (εν προκειμένω το SNS) και πλέον έχει ενσωματωθεί σε άλλο δικαστήριο (το SGS), του οποίου η ανεξαρτησία δεν αμφισβητείται. Δεύτερον, ο εν λόγω δικαστικός σχηματισμός μετέφερε στο δεύτερο αυτό δικαστήριο τη διαφορά που εκδίκαζε στο πρώτο, η οποία αποτελεί και το αντικείμενο της αίτησης προδικαστικής αποφάσεως.
80. Στο πλαίσιο αυτό, για άλλη μια φορά, είναι δύσκολο να διαπιστωθεί τυχόν υπονόμευση της ανεξαρτησίας του αιτούντος δικαστηρίου λόγω της μετάθεσης των μελών του δικαστικού σχηματισμού στο SGS συνεπεία της αναδιοργάνωσης του βουλγαρικού ποινικού δικαιοδοτικού συστήματος.
Ε. Επί του τρίτου προδικαστικού ερωτήματος
81. Με το τρίτο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινιστεί ποιες διαδικαστικές πράξεις πρέπει να διενεργήσουν οι δικαστές του καταργηθέντος δικαστηρίου (SNS) όσον αφορά τις υποθέσεις των οποίων είχαν επιληφθεί στο καταργηθέν δικαστήριο, εάν διαπιστωθεί το ασυμβίβαστο της επίμαχης μεταρρύθμισης με το δίκαιο της Ένωσης.
82. Δεδομένου ότι το ερώτημα διατυπώθηκε κατά τον τρόπο αυτόν, δεν θα ήταν απαραίτητο να απαντηθεί, εάν το Δικαστήριο κρίνει, κατά την εξέταση των δύο προηγουμένων ερωτημάτων, ότι δεν υφίστανται λόγοι στην αίτηση προδικαστικής αποφάσεως για τους οποίους απαιτείται να εκτιμηθεί το ασυμβίβαστο της εθνικής νομοθεσίας, ήτοι του ZIDZZSV, με το δίκαιο της Ένωσης.
83. Σε κάθε περίπτωση, το τρίτο προδικαστικό ερώτημα είναι, κατά τη γνώμη μου, αλυσιτελές. Η κύρια δίκη αφορά, όπως έχω επανειλημμένως επισημάνει, υπόθεση που εισήχθη στο SNS, στη συνέχεια μεταφέρθηκε στο SGS –το δικαστήριο που υποβάλλει την αίτηση προδικαστικής αποφάσεως– και θα περατωθεί από τους ίδιους δικαστές που είχαν διεξαγάγει την επ’ ακροατηρίου συζήτηση ενώπιον του SNS πριν από την κατάργησή του.
84. Κατά συνέπεια, οι δικαστές του SNS δεν μπορούν να προβούν σε καμία διαδικαστική πράξη ως δικαστές του SNS. Μπορούν να ενεργούν μόνον ως δικαστές του SGS, οπότε το τρίτο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να νοηθεί ότι αφορά τις πράξεις που πρέπει να διενεργήσει το SGS σε περίπτωση που δοθεί καταφατική απάντηση στα δύο προηγούμενα προδικαστικά ερωτήματα, κάτι το οποίο, κατά τη γνώμη μου, δεν πρέπει να συμβεί.
V. Πρόταση
85. Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στο Sofiyski gradski sad (πλημμελειοδικείο Σόφιας, Βουλγαρία) ως εξής:
«Το άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ
έχει την έννοια ότι:
δεν αντιτίθεται στη μεταρρύθμιση του δικαστικού συστήματος κράτους μέλους με την οποία καταργείται ποινικό δικαστήριο ειδικών αρμοδιοτήτων και μεταβιβάζονται οι αρμοδιότητές του σε τακτικό δικαστήριο, ενώ παράλληλα προβλέπεται ότι η εξέταση των ποινικών υποθέσεων των οποίων είχε επιληφθεί το καταργηθέν δικαστήριο, ενώπιον του οποίου είχε διεξαχθεί η επ’ ακροατηρίου διαδικασία, θα συνεχιστεί από τον μέχρι τότε αρμόδιο δικαστικό σχηματισμό.
δεν αντιτίθεται στην μετάθεση, στο πλαίσιο της επίμαχης μεταρρύθμισης του δικαστικού συστήματος, των δικαστών του καταργηθέντος δικαστηρίου σε άλλα ισόβαθμα δικαστήρια, με βάση αντικειμενικά κριτήρια τα οποία δεν εγείρουν καμία υπόνοια αυθαιρεσίας.»