Προσωρινό κείμενο
ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ
MANUEL CAMPOS SÁNCHEZ-BORDONA
της 22ας Φεβρουαρίου 2024 (1)
Υπόθεση C‑76/22
QI
κατά
Santander Bank Polska S.A.
[αίτηση του Sąd Rejonowy dla Warszawy-Woli w Warszawie
(πρωτοβάθμιου δικαστηρίου Βαρσοβίας – περιφέρεια Wola, Πολωνία)
για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]
«Προδικαστική παραπομπή – Προστασία των καταναλωτών – Οδηγία 2014/17/ΕΕ – Συμβάσεις πίστωσης για καταναλωτές για ακίνητα που προορίζονται για κατοικία – Άρθρο 25, παράγραφος 1 – Πρόωρη αποπληρωμή της πίστωσης – Μείωση του συνολικού κόστους της πίστωσης – Έννοια του “συνολικού κόστους της πίστωσης για τον καταναλωτή” – Μέθοδος υπολογισμού της μείωσης»
1. Το άρθρο 25, παράγραφος 1, της οδηγίας 2014/17/ΕΕ (2) προβλέπει το δικαίωμα του καταναλωτή, δανειολήπτη για ακίνητα που προορίζονται για κατοικία, να εξοφλήσει την πίστωση, πλήρως ή εν μέρει, πριν από τη λήξη της σύμβασης (με μείωση των τόκων και των επιβαρύνσεων για το εναπομένον χρονικό διάστημα ισχύος της σύμβασης).
2. Το Δικαστήριο έχει αποφανθεί επί της μείωσης του συνολικού κόστους της πίστωσης για τον καταναλωτή λόγω πρόωρης αποπληρωμής του συγκεκριμένου είδους συμβάσεων (3). Θα κληθεί επίσης να αποφανθεί προσεχώς επί της έτερης πτυχής του ζητήματος: της (ενδεχόμενης) αποζημίωσης του πιστωτικού φορέα για τα έξοδα που έχουν άμεση σχέση με την πρόωρη εξόφληση (4).
3. Το αιτούν δικαστήριο στην υπό κρίση υπόθεση ζητεί να του παρασχεθούν ορισμένες διευκρινίσεις σχετικά με το δικαίωμα του καταναλωτή. Συγκεκριμένα, ζητεί διευκρινίσεις σχετικά με τη μέθοδο βάσει της οποίας υπολογίζεται η μείωση των εξόδων επί του συνολικού κόστους της πίστωσης, σε περίπτωση πρόωρης αποπληρωμής.
I. Το νομικό πλαίσιο. Η οδηγία 2014/17
4. Η αιτιολογική σκέψη 66 διαλαμβάνει τα εξής:
«Η δυνατότητα του καταναλωτή να εξοφλήσει την πίστωση πριν από τη λήξη της σύμβασης πίστωσης μπορεί να διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στην προώθηση του ανταγωνισμού στην εσωτερική αγορά και της ελεύθερης κυκλοφορίας των πολιτών της Ένωσης, καθώς και να βοηθήσει στην παροχή της ευελιξίας καθ’ όλη τη διάρκεια της σύμβασης πίστωσης που είναι απαραίτητη για την προώθηση της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας σύμφωνα με τις συστάσεις του Συμβουλίου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας. Ωστόσο, υπάρχουν ουσιαστικές διαφορές μεταξύ των εθνικών γενικών αρχών και προϋποθέσεων υπό τις οποίες οι καταναλωτές έχουν δυνατότητα εξόφλησης της πίστωσής τους, καθώς και των προϋποθέσεων υπό τις οποίες μπορεί να πραγματοποιηθεί αυτή η πρόωρη εξόφληση. Μολονότι αναγνωρίζεται η ποικιλία των μηχανισμών χρηματοδότησης ενυπόθηκων δανείων και του φάσματος διαθέσιμων προϊόντων, είναι απαραίτητο να προβλεφθούν σε επίπεδο Ένωσης ορισμένες προδιαγραφές για την πρόωρη εξόφληση των πιστώσεων, προκειμένου να διασφαλίζεται ότι οι καταναλωτές έχουν τη δυνατότητα να εκπληρώσουν τις υποχρεώσεις τους πριν από την ημερομηνία που έχει συμφωνηθεί στη σύμβαση πίστωσης και ότι αισθάνονται εμπιστοσύνη να συγκρίνουν τιμές προκειμένου να βρουν τα προϊόντα που ανταποκρίνονται καλύτερα στις ανάγκες τους. Τα κράτη μέλη θα πρέπει συνεπώς να εξασφαλίσουν, είτε μέσω νομοθεσίας είτε με άλλα μέσα όπως οι συμβατικές ρήτρες, ότι οι καταναλωτές έχουν το δικαίωμα πρόωρης εξόφλησης του δανείου. Ωστόσο, τα κράτη μέλη θα πρέπει να δύνανται να καθορίζουν τους όρους για την άσκηση του εν λόγω δικαιώματος. Στους όρους αυτούς είναι δυνατόν να συγκαταλέγονται χρονικοί περιορισμοί της άσκησης του δικαιώματος, διαφορετική μεταχείριση ανάλογα με το είδος του χρεωστικού επιτοκίου ή περιορισμοί όσον αφορά τις περιστάσεις υπό τις οποίες δύναται να ασκηθεί το δικαίωμα. Εάν η πρόωρη εξόφληση πραγματοποιείται εντός χρονικού διαστήματος για το οποίο το χρεωστικό επιτόκιο είναι σταθερό, η άσκηση του δικαιώματος είναι δυνατόν να εξαρτάται από την ύπαρξη νόμιμου συμφέροντος από πλευράς του καταναλωτή το οποίο προσδιορίζεται από το κράτος μέλος. Τέτοιο νόμιμο συμφέρον μπορεί να υπάρχει, παραδείγματος χάριν, σε περίπτωση διαζυγίου ή ανεργίας. Οι όροι που θέτουν τα κράτη μέλη μπορεί να προβλέπουν ότι ο πιστωτικός φορέας δικαιούται εύλογη και αντικειμενικώς δικαιολογημένη αποζημίωση για ενδεχόμενα έξοδα που συνδέονται άμεσα με την πρόωρη αποπληρωμή της πίστωσης. Στην περίπτωση που τα κράτη μέλη προβλέπουν ότι ο πιστωτικός φορέας δικαιούται αποζημίωση, η εν λόγω αποζημίωση θα πρέπει να είναι εύλογη και αντικειμενικώς δικαιολογημένη για ενδεχόμενα έξοδα που συνδέονται άμεσα με την πρόωρη αποπληρωμή της πίστωσης σύμφωνα με τους εθνικούς κανόνες για την αποζημίωση. Η αποζημίωση δεν θα πρέπει να υπερβαίνει την οικονομική ζημία του πιστωτικού φορέα.»
5. Το άρθρο 25 ορίζει τα ακόλουθα:
«1. Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι ο καταναλωτής έχει δικαίωμα να εκπληρώσει πλήρως ή εν μέρει τις υποχρεώσεις του που απορρέουν από τη σύμβαση πίστωσης, πριν από τη λήξη της εν λόγω σύμβασης. Στις περιπτώσεις αυτές, ο καταναλωτής δικαιούται μείωση του συνολικού κόστους της πίστωσης προς αυτόν, μείωση που συνίσταται στους τόκους και τις επιβαρύνσεις για το εναπομένον διάστημα της σύμβασης.
2. Τα κράτη μέλη δύνανται να προβλέπουν ότι η άσκηση του δικαιώματος της παραγράφου 1 υπόκειται σε ορισμένους όρους. Στους όρους αυτούς είναι δυνατόν να συγκαταλέγονται χρονικοί περιορισμοί της άσκησης του δικαιώματος, διαφορετική μεταχείριση ανάλογα με το είδος του χρεωστικού επιτοκίου ή τη στιγμή που ο καταναλωτής ασκεί το δικαίωμα ή περιορισμοί όσον αφορά τις περιστάσεις υπό τις οποίες δύναται να ασκηθεί το δικαίωμα.
3. Τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέπουν ότι ο πιστωτικός φορέας δικαιούται εύλογη και αντικειμενική αποζημίωση, εφόσον αυτό δικαιολογείται, για ενδεχόμενα έξοδα που έχουν άμεση σχέση με την πρόωρη εξόφληση αλλά δεν επιβάλλουν κυρώσεις στον καταναλωτή. Εν προκειμένω, η αποζημίωση δεν υπερβαίνει την οικονομική ζημία του πιστωτικού φορέα. Υπό αυτές τις προϋποθέσεις, τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέπουν ότι η αποζημίωση δεν μπορεί να υπερβεί συγκεκριμένο επίπεδο ή ότι επιτρέπεται μόνον για ορισμένο χρονικό διάστημα.
4. Όταν ένας καταναλωτής ζητεί να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του που απορρέουν από σύμβαση πίστωσης πριν από τη λήξη της σύμβασης, μετά την παραλαβή του σχετικού αιτήματος ο πιστωτικός φορέας παρέχει χωρίς καθυστέρηση στον καταναλωτή, εγγράφως ή επί άλλου σταθερού μέσου, τις πληροφορίες που είναι απαραίτητες για την εξέταση της επιλογής αυτής. Οι πληροφορίες αυτές προσδιορίζουν τουλάχιστον ποσοτικά τις συνέπειες που θα έχει για τον καταναλωτή η εκπλήρωση των υποχρεώσεών του πριν από τη λήξη της σύμβασης και αναφέρουν σαφώς ενδεχόμενες παραδοχές που χρησιμοποιούνται. Οι παραδοχές που χρησιμοποιούνται είναι λογικές και αιτιολογημένες.
5. Σε περίπτωση που η πρόωρη αποπληρωμή πραγματοποιείται εντός χρονικού διαστήματος για το οποίο το χρεωστικό επιτόκιο είναι σταθερό, τα κράτη μέλη δύνανται να προβλέπουν ότι η άσκηση του δικαιώματος που αναφέρεται στην παράγραφο 1, εξαρτάται από την ύπαρξη νόμιμου συμφέροντος από πλευράς καταναλωτή.»
II. Τα πραγματικά περιστατικά, η διαφορά και τα προδικαστικά ερωτήματα
6. Στις 15 Δεκεμβρίου 2017 η QI συνήψε, ως καταναλώτρια, σύμβαση πίστωσης για την απόκτηση κατοικίας με τη δικαιοπάροχο της Santander Bank Polska S.A. (στο εξής: Santander Bank), ύψους 106 600 πολωνικών ζλότι (PLN).
7. Η σύμβαση προέβλεπε ότι ο χρόνος αποπληρωμής της πίστωσης θα ήταν 360 μήνες, περιείχε δε «προμήθεια για τη χορήγηση του δανείου» ανερχόμενη σε 2,50 % του ποσού του δανείου (5). Η προμήθεια περιλαμβανόταν στο συνολικό κόστος της πίστωσης.
8. Στις 4 Απριλίου 2019 (ήτοι δεκαεννέα μήνες μετά τη σύναψη της σύμβασης), η QI εξόφλησε πρόωρα το σύνολο του δανείου.
9. Κατά την QI, η Santander Bank όφειλε να της επιστρέψει ένα μέρος της προμήθειας για τη χορήγηση του δανείου, το οποίο αντιστοιχούσε σε χρονικό διάστημα 341 μηνών. Η QI αξίωσε από την Santander Bank το σχετικό ποσό το οποίο εκτίμησε σε 2 462,78 PLN.
10. Στις 20 Ιουλίου 2020 η Santander Bank αρνήθηκε να ικανοποιήσει την αξίωση της QI. Ισχυρίστηκε ότι η προμήθεια που συνδέεται με τη χορήγηση δανείου συνίστατο σε εφάπαξ καταβαλλόμενο ποσό και αποκλειόταν από την υποχρέωση αναλογικής επιστροφής.
11. Για προληπτικούς λόγους, η Santander Bank διευκρίνισε επίσης ότι, εάν αναγνωριζόταν υποχρέωση επιστροφής μέρους της προμήθειας για τη χορήγηση του δανείου, το επιστρεπτέο ποσό δεν θα ήταν ανάλογο προς τη σχέση μεταξύ των χρονικών περιόδων, αλλά προς την προσδοκώμενη αμοιβή του δανειστή για την υπηρεσία του, ήτοι για το γεγονός ότι έθεσε τη χρηματοδότηση στη διάθεση του καταναλωτή.
12. Στο πλαίσιο αυτό, το Sąd Rejonowy dla Warszawy-Woli w Warszawie (πρωτοβάθμιο δικαστήριο Βαρσοβίας – περιφέρεια Wola, Πολωνία), επιληφθέν της διαφοράς, αποφάσισε να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:
«1) Πρέπει το άρθρο 25, παράγραφος 1, της οδηγίας 2014/17/ΕΕ να ερμηνεύεται όπως το άρθρο 16, παράγραφος 1, της οδηγίας 2008/48ΕΚ, δηλαδή υπό την έννοια ότι το δικαίωμα του καταναλωτή για μείωση του συνολικού κόστους της ενυπόθηκης πίστωσης σε περίπτωση πρόωρης αποπληρωμής της καλύπτει όλα τα έξοδα με τα οποία επιβαρύνθηκε ο καταναλωτής, περιλαμβανομένης ειδικότερα και της προμήθειας για τη χορήγηση του δανείου;
2) Έχει η προβλεπόμενη στο άρθρο 25, παράγραφος 1, της οδηγίας 2014/17/ΕΕ υποχρέωση μείωσης του συνολικού κόστους της ενυπόθηκης πίστωσης σε περίπτωση πρόωρης αποπληρωμής της ενυπόθηκης πίστωσης την έννοια ότι το συνολικό κόστος της ενυπόθηκης πίστωσης πρέπει να μειωθεί αναλογικά προς τη σχέση ανάμεσα, αφενός, στη διάρκεια του χρονικού διαστήματος μεταξύ της ημερομηνίας της πρόωρης αποπληρωμής του δανείου και της ημερομηνίας που είχε αρχικώς συμφωνηθεί ως ημερομηνία αποπληρωμής και, αφετέρου, στη διάρκεια του αρχικώς συμφωνηθέντος χρονικού διαστήματος μεταξύ της ημερομηνίας εκταμίευσης του δανείου και της ημερομηνίας πλήρους αποπληρωμής του, ή πρέπει η μείωση του συνολικού κόστους της ενυπόθηκης πίστωσης να είναι ανάλογη προς τα διαφυγόντα κέρδη του δανειστή, ήτοι προς τη σχέση ανάμεσα στους τόκους που απομένουν να καταβληθούν μετά την πρόωρη αποπληρωμή του δανείου (ήτοι, τους οφειλόμενους τόκους για την περίοδο από την επομένη της πραγματικής αποπληρωμής μέχρι την αρχικώς συμφωνηθείσα ημερομηνία πλήρους αποπληρωμής) και στους τόκους που οφείλονται για το σύνολο της αρχικώς συμφωνηθείσας διάρκειας της σύμβασης πίστωσης (από την ημερομηνία εκταμίευσης του δανείου έως τη συμφωνηθείσα ημερομηνία πλήρους αποπληρωμής του);»
III. Η ενώπιον του Δικαστηρίου διαδικασία
13. Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως περιήλθε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 5 Φεβρουαρίου 2022.
14. Η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου ανεστάλη εν αναμονή της έκδοσης απόφασης στην υπόθεση C‑555/21, UniCredit Bank Austria.
15. Μετά την έκδοση της εν λόγω απόφασης στις 9 Φεβρουαρίου 2023, το Δικαστήριο την κοινοποίησε στο αιτούν δικαστήριο ζητώντας να πληροφορηθεί αν, λαμβανομένου υπόψη του περιεχομένου της, το αιτούν δικαστήριο επιθυμούσε να εμμείνει στην αίτηση προδικαστικής αποφάσεως.
16. Στις 22 Μαΐου 2023 το αιτούν δικαστήριο απάντησε στο Δικαστήριο ότι εμμένει στην αίτηση προδικαστικής αποφάσεως.
17. Γραπτές παρατηρήσεις υπέβαλαν οι QI και Santander Bank, η Τσεχική, η Ιταλική, η Πολωνική και η Πορτογαλική Κυβέρνηση, καθώς και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή.
18. Δεν κρίθηκε αναγκαία η διεξαγωγή επ’ ακροατηρίου συζητήσεως.
IV. Ανάλυση
Α. Μέθοδοι υπολογισμού της μείωσης του συνολικού κόστους της πίστωσης, σε περίπτωση που το ποσό της προμήθειας για τη χορήγηση του δανείου αποτελεί μέρος της υποχρέωσης επιστροφής
19. Καθ’ υπόδειξιν του Δικαστηρίου, οι παρούσες προτάσεις θα επικεντρωθούν στο δεύτερο προδικαστικό ερώτημα.
20. Λογικά, το Δικαστήριο θα πρέπει να απαντήσει στο δεύτερο προδικαστικό ερώτημα μόνον εφόσον θεωρεί ότι η προμήθεια για τη χορήγηση του δανείου είναι έξοδο το οποίο περιλαμβάνεται στην προβλεπόμενη από το άρθρο 25, παράγραφος 1, της οδηγίας 2014/17 μείωση, ζήτημα που αποτελεί αντικείμενο του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος.
21. Επομένως, θα δεχθώ, ως υπόθεση εργασίας, ότι στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα δίνεται καταφατική απάντηση. Εάν η απάντηση είναι αρνητική, οι παρατηρήσεις μου θα είναι περιττές.
22. Το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινιστεί αν το άρθρο 25, παράγραφος 1, της οδηγίας 2014/17 έχει την έννοια ότι θεσπίζει μέθοδο υπολογισμού της μείωσης (6) του συνολικού κόστους της πίστωσης (ή μέρους του εν λόγω συνολικού κόστους), όταν ο καταναλωτής προβαίνει σε πρόωρη εξόφληση της οφειλής του προς τον πιστωτικό φορέα.
23. Συγκεκριμένα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινιστεί η συμβατότητα με την οδηγία 2014/17 δύο κριτηρίων, ή μεθόδων, για την εξακρίβωση του μέτρου κατά το οποίο θα μειωθεί αναλογικά η προμήθεια για τη χορήγηση δανείου σε περίπτωση πρόωρης εξόφλησης (7).
24. Κατά το πρώτο κριτήριο, ο λόγος της μείωσης είναι το πηλίκο που προκύπτει από τη διαίρεση:
– της διάρκειας (σε ημέρες) του χρονικού διαστήματος που εκτείνεται από την επομένη της ημερομηνίας πρόωρης εξόφλησης έως την προβλεπόμενη από τη σύμβαση ημερομηνία για την πλήρη αποπληρωμή του δανείου
– διά της διάρκειας (σε ημέρες) του χρονικού διαστήματος που εκτείνεται από την ημερομηνία εκταμίευσης του δανείου έως την αρχικώς ορισθείσα ημερομηνία πλήρους αποπληρωμής του (8).
25. Κατά το δεύτερο κριτήριο, η μείωση είναι αναλογική προς τη σχέση (το πηλίκο) μεταξύ:
– των τόκων που απώλεσε ο πιστωτής (για το χρονικό διάστημα που εκτείνεται από την ημερομηνία πρόωρης εξόφλησης έως την αρχικώς συμφωνηθείσα ημερομηνία πλήρους αποπληρωμής) και
– των συνολικών τόκων (για το χρονικό διάστημα που εκτείνεται από την ημερομηνία εκταμίευσης του δανείου έως τη συμφωνηθείσα ημερομηνία πλήρους αποπληρωμής του) (9).
26. Η QI τάσσεται υπέρ της πρώτης ως άνω μεθόδου, υποστηρίζοντας ότι η δεύτερη δεν μπορεί να εφαρμοστεί στην πράξη. Επισημαίνει δε ότι, στην πολωνική αγορά, το επιτόκιο των ενυπόθηκων δανείων είναι κυμαινόμενο. Ως εκ τούτου, δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστούν επακριβώς οι τόκοι τους οποίους ο πιστωτικός φορέας προσδοκούσε να εισπράξει μετά την ημερομηνία πρόωρης εξόφλησης του δανείου (10).
27. Η Επιτροπή, η οποία τάσσεται υπέρ της ίδιας μεθόδου, θεμελιώνει την άποψή της στο γεγονός ότι η οδηγία 2014/17 δεν παραπέμπει ειδικώς σε οποιαδήποτε μέθοδο. Από τη σιωπή αυτή συνάγεται ότι «ο νομοθέτης της Ένωσης αντιλήφθηκε τη μείωση ως απλή συνέπεια της πρόωρης εξόφλησης και, επομένως, ο υπολογισμός της δεν ενέχει δυσχέρειες» (11).
28. Κατά την Ιταλική, την Πολωνική και την Πορτογαλική Κυβέρνηση, η οδηγία 2014/17 δεν επιδίωξε να ρυθμίσει το συγκεκριμένο ζήτημα, η ρύθμιση του οποίου επαφίεται, επομένως, σε κάθε κράτος μέλος (12). Εκκινώντας από την κοινή αυτή παρατήρηση:
– η Πολωνική Κυβέρνηση τάσσεται υπέρ της γραμμικής αναλογικότητας, η οποία, ως μέθοδος «πιο κατανοητή και διαφανής για τους καταναλωτές, ευχερής στην εφαρμογή της και προβλέψιμη», ανταποκρίνεται στον σκοπό παροχής υψηλού επιπέδου προστασίας στους καταναλωτές (13)·
– η Ιταλική Κυβέρνηση δεν εκφέρει άποψη, αλλά επισημαίνει ότι η μέθοδος υπολογισμού πρέπει να είναι ενιαία για το σύνολο των εξόδων που υπόκεινται σε μείωση δυνάμει του άρθρου 25 της οδηγίας 2014/17· επίσης θεωρεί ότι η εν λόγω υποθετική ενιαία μέθοδος δεν χρειάζεται να ακολουθεί τη γραμμική αναλογικότητα (14)·
– η Πορτογαλική Κυβέρνηση αφήνει το ζήτημα ανοικτό (15).
29. Η Santander Bank προτείνει τη χρήση της δεύτερης μεθόδου, με την οποία προκρίνεται ποσό επιστροφής ανάλογο προς το διαφυγόν κέρδος του πιστωτικού φορέα (16).
30. Κατά τη γνώμη μου, για τους λόγους που θα εκθέσω, η οδηγία 2014/17 δεν προκρίνει κανένα εκ των δύο προτεινόμενων κριτηρίων. Συγκεκριμένα, δεν καθορίζει τη μεθοδολογία για τον υπολογισμό του μέρους του συνολικού κόστους της πίστωσης που πρέπει να αφαιρεθεί υπέρ του καταναλωτή (ή, ενδεχομένως, να επιστραφεί στον καταναλωτή), όταν αυτός εκπληρώνει πρόωρα τις υποχρεώσεις του.
31. Κατά κάποιον τρόπο, η θέση αυτή συμπίπτει με εκείνη που διατύπωσε το αιτούν δικαστήριο εμμένοντας στην αίτηση προδικαστικής αποφάσεως, όσον αφορά το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα. Με την από 22 Μαρτίου 2023 απάντησή του, το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι εμμένει στην αίτηση προδικαστικής παραπομπής «διότι και οι δύο επιλογές που προβλήθηκαν σε σχέση με τη μείωση του κόστους μπορούν να θεωρηθούν σωστές», μολονότι το ίδιο «κλίνει υπέρ της αναλογικής μείωσης».
Β. Ερμηνεία της οδηγίας 2014/17
1. Γραμματική ερμηνεία
32. Στο κείμενο της οδηγίας 2014/17 δεν υπάρχει καμία υπόδειξη σχετικά με τον τρόπο υπολογισμού της μείωσης του συνολικού κόστους πίστωσης που εξοφλείται πριν από τον συμφωνηθέντα χρόνο.
33. Στο άρθρο 25, παράγραφος 1, της οδηγίας 2014/17 μνημονεύονται μόνον το αντικείμενο της μείωσης (το συνολικό κόστος της πίστωσης), τα στοιχεία που αφορά η μείωση (τόκοι και άλλες επιβαρύνσεις) και η χρονική οριοθέτηση των εν λόγω στοιχείων (εναπομένον διάστημα της σύμβασης).
34. Το άρθρο 25, παράγραφος 4, επιτάσσει να παρέχονται στον καταναλωτή που επιθυμεί να προβεί σε πρόωρη εξόφληση οι «πληροφορίες που είναι απαραίτητες για την εξέταση της επιλογής αυτής». Εν συνεχεία, προσδιορίζει το ελάχιστο περιεχόμενο των εν λόγω πληροφοριών χωρίς να αναφέρεται σε οποιοδήποτε κριτήριο υπολογισμού.
35. Το άρθρο 13 της οδηγίας 2014/17, σχετικά με τις γενικές τυποποιημένες πληροφορίες που πρέπει να παρέχει ο πιστωτικός φορέας όσον αφορά τη σύμβαση πίστωσης, προβλέπει στην παράγραφο 1, στοιχείο ιαʹ, ότι οι εν λόγω πληροφορίες περιλαμβάνουν «περιγραφή των όρων που σχετίζονται απευθείας με την πρόωρη αποπληρωμή», χωρίς να προσδιορίζει τους όρους αυτούς.
36. Ομοίως, ουδεμία συγκεκριμένη μέθοδος υπολογισμού προσδιορίζεται στο τυποποιημένο ευρωπαϊκό δελτίο πληροφοριών (ESIS) (17), στο σημείο 9 του οποίου μνημονεύεται το δικαίωμα πρόωρης αποπληρωμής και προβλέπεται η υποχρέωση καθορισμού των προϋποθέσεων άσκησής του, εφόσον ληφθεί σχετική απόφαση (18).
2. Προπαρασκευαστικές εργασίες
37. Η ευρωπαϊκή ρύθμιση της καταναλωτικής πίστης, γενικά, ξεκίνησε με την οδηγία 87/102/ΕΟΚ (19), την οποία διαδέχθηκε η οδηγία 2008/48/ΕΚ (20). Εντούτοις, έως την οδηγία 2014/17 δεν είχε θεσπιστεί κοινό κανονιστικό πλαίσιο για τις συμβάσεις καταναλωτικής πίστης οι οποίες εξασφαλίζονται με υποθήκη ή με άλλη παρεμφερή εξασφάλιση επί ακινήτων που προορίζονται για κατοικία.
38. Οι τρεις προμνησθείσες οδηγίες προβλέπουν το δικαίωμα του καταναλωτή να εξοφλήσει πρόωρα το δάνειο (21). Συναφώς, οι αντίστοιχες προπαρασκευαστικές εργασίες συμπίπτουν ως προς τα ακόλουθα στοιχεία.
– Ανέκυψαν διαφωνίες σχετικά με την κατοχύρωση τέτοιου δικαιώματος από ευρωπαϊκή πράξη, λόγω, αφενός, των διαφορετικών λύσεων που εφαρμόζουν τα κράτη μέλη και, αφετέρου, της δυσχέρειας επίτευξης ισορροπίας μεταξύ όλων των εμπλεκόμενων συμφερόντων (22).
– Δεν συζητήθηκε το ζήτημα της μείωσης του συνολικού κόστους της πίστωσης σε σχέση με την πρόωρη εξόφληση του δανείου. Η εν λόγω μείωση είναι, κατά την οδηγία 87/102, «εύλογη» και εφαρμόζεται, κατά τις άλλες δύο οδηγίες, σε τόκους και επιβαρύνσεις, στον ακριβή προσδιορισμό των οποίων έχει προβεί το Δικαστήριο σε σχέση με καθεμιά από τις οδηγίες αυτές (23).
39. Η πρόταση περί θέσπισης ομοιόμορφου κριτηρίου για τον υπολογισμό της προμνησθείσας μείωσης διατυπώθηκε μόνον σε σχέση με την οδηγία 87/102, εν όψει της ενδεχόμενης τροποποίησής της (24). Εάν δεν απατώμαι, δεν επαναλήφθηκε κατά τις διαπραγματεύσεις για την οδηγία 2008/48, ούτε για την οδηγία 2024/17, σχετικά με τις συμβάσεις πίστωσης για ακίνητα που προορίζονται για κατοικία (25).
3. Συστηματική ερμηνεία
40. Η συστηματική ερμηνεία επίσης δεν καταλήγει στον προσδιορισμό συγκεκριμένου κριτηρίου για τον υπολογισμό της μείωσης του συνολικού κόστους της πίστωσης που προβλέπεται στο άρθρο 25, παράγραφος 1, της οδηγίας 2014/17.
41. Όπως έχω ήδη εξηγήσει, η οδηγία 2014/17 περιέχει ατελή ρύθμιση των συμβάσεων πίστωσης για ακίνητα που προορίζονται για κατοικία και, πλην ορισμένων εξαιρέσεων, επιφέρει πολύ περιορισμένη εναρμόνιση (26).
42. Ο Ευρωπαίος νομοθέτης αναγνωρίζει το δικαίωμα του καταναλωτή σε πρόωρη εξόφληση της πίστωσης καθώς και στην επακόλουθη μείωση του συνολικού κόστους της οφειλής. Αντιθέτως, αναθέτει στα κράτη μέλη τον τρόπο διασφάλισης του εν λόγω δικαιώματος (27) και τους επιτρέπει να θέτουν όρους στην άσκησή του, αναγνωρίζοντάς τους συναφώς ευρύ περιθώριο δράσης (28).
43. Μολονότι δεν περιλαμβάνεται ρητώς στα ζητήματα επί των οποίων αποφασίζει κάθε εθνικός νομοθέτης, εκτιμώ ότι η μέθοδος υπολογισμού της αναπροσαρμογής του τελικού κόστους της πίστωσης είναι ένα εξ αυτών:
– αφενός, διότι η απαρίθμηση των εν λόγω ζητημάτων είναι ενδεικτική (29)·
– αφετέρου, διότι η απουσία κάθε μνείας στον εν λόγω υπολογισμό βρίσκεται σε αντίθεση με τον βαθμό λεπτομέρειας με τον οποίο η οδηγία 2014/17 ρυθμίζει τον τρόπο καθορισμού άλλων τιμών (30).
44. Από την ερμηνεία του άρθρου 25 της οδηγίας 2014/17, στο σύνολό του, επίσης δεν μπορεί να συναχθεί συγκεκριμένη μέθοδος υπολογισμού της επίμαχης στην υπό κρίση υπόθεση μείωσης.
45. Δεν θεωρώ ορθό το συμπέρασμα περί θέσπισης του κριτηρίου της «καμπύλης των τόκων» λόγω της μνείας, στο άρθρο 25, παράγραφος 3, της οδηγίας 2014/17 (31), του δικαιώματος αποζημίωσης του πιστωτικού φορέα (32). Η συγκεκριμένη διάταξη επιτρέπει σε κάθε εθνικό νομοθέτη να αποφασίσει αν θα προβλέψει τέτοιο δικαίωμα.
46. Φρονώ ότι η επιλογή της άλλης μεθόδου, ήτοι εκείνης της γραμμικής αναλογικότητας, επειδή είναι (θεωρητικά) απλή (33), ή και η «απλούστερη» για τον καταναλωτή (34), πρέπει να απορριφθεί λαμβανομένου υπόψη του άρθρου 25, παράγραφος 4, της οδηγίας 2014/17.
47. Κατά την ως άνω διάταξη, ο πιστωτικός φορέας υποχρεούται να παράσχει πληροφορίες στον καταναλωτή που δηλώνει την πρόθεσή του να εξοφλήσει πρόωρα την πίστωση. Συγκεκριμένα, ο επαγγελματίας οφείλει να προσδιορίσει τουλάχιστον ποσοτικά «τις συνέπειες που θα έχει για τον καταναλωτή η εκπλήρωση των υποχρεώσεών του πριν από τη λήξη της σύμβασης και [να] αναφέρ[ει] σαφώς ενδεχόμενες παραδοχές που χρησιμοποιούνται».
48. Επιβάλλοντας την ως άνω υποχρέωση στον πιστωτικό φορέα, ο Ευρωπαίος νομοθέτης αναγνωρίζει την εγγενή δυσχέρεια των υπολογισμών που σχετίζονται με την πρόωρη εξόφληση της πίστωσης. Συγχρόνως, απαλλάσσει τον καταναλωτή από τους υπολογισμούς (35), στοιχείο το οποίο βρίσκεται, κατά τη γνώμη μου, σε αντίθεση προς την αποκλειστική προτίμηση για συγκεκριμένο κριτήριο υπολογισμού απλώς και μόνον επειδή θεωρείται απλό ή το πιο απλό.
49. Τέλος, λαμβανομένου υπόψη του ευρύτερου πλαισίου, υπενθυμίζεται ότι ούτε στην οδηγία 2008/48 επιλέγεται συγκεκριμένη μέθοδος υπολογισμού, το δε Δικαστήριο δεν έχει αποφανθεί επί του ζητήματος αυτού κατά την ερμηνεία της (36).
4. Τελολογική ερμηνεία
50. Η οδηγία 2014/17 εναρμονίζει πτυχές των συμβάσεων πίστωσης για ακίνητα που προορίζονται για κατοικία με σκοπό «να διευκολυνθεί η δημιουργία και η εύρυθμη λειτουργία εσωτερικής αγοράς με υψηλό επίπεδο προστασίας των καταναλωτών» στον τομέα των εν λόγω συμβάσεων. Έχει επίσης ως σκοπό «να διασφαλιστεί στους καταναλωτές που επιθυμούν να συνάψουν τέτοιες συμβάσεις ότι μπορούν να το πράττουν με τη βεβαιότητα ότι οι φορείς, με τους οποίους συναλλάσσονται, ενεργούν με επαγγελματισμό και υπευθυνότητα» (37).
51. Στο ίδιο πνεύμα, η οδηγία επιδιώκει «να αναπτύξει μια περισσότερο διαφανή, αποτελεσματική και ανταγωνιστική εσωτερική αγορά, μέσω συνεπών, ευέλικτων και δίκαιων συμβάσεων πίστωσης που αφορούν ακίνητα, προωθώντας παράλληλα τη βιώσιμη χορήγηση και λήψη δανείων και τη χρηματοπιστωτική ένταξη και, κατά συνέπεια, προσφέροντας υψηλό επίπεδο προστασίας στον καταναλωτή» (38).
52. Στο πλαίσιο αυτό, η πρόβλεψη της δυνατότητας εξόφλησης πίστωσης πριν από τη λήξη της σύμβασης συμβάλλει στην προώθηση «του ανταγωνισμού στην εσωτερική αγορά και της ελεύθερης κυκλοφορίας των πολιτών της Ένωσης» και στην παροχή «της ευελιξίας […] που είναι απαραίτητη για την προώθηση της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας σύμφωνα με τις συστάσεις του Συμβουλίου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας». Προς εξυπηρέτηση των εν λόγω σκοπών παρέχεται στους καταναλωτές η δυνατότητα να αναζητούν προϊόντα που ανταποκρίνονται καλύτερα στις ανάγκες τους και κατά τη διάρκεια ισχύος της σύμβασης (39).
53. Δεν θεωρώ ότι από τους ως άνω σκοπούς μπορεί να συναχθεί άμεσα ή έμμεσα συγκεκριμένη μέθοδος υπολογισμού της μείωσης του συνολικού κόστους της πίστωσης. Πολλώ μάλλον διότι, με την οδηγία 2014/17, αναγνωρίζεται η ύπαρξη ουσιαστικών διαφορών μεταξύ των «γενικών αρχών και προϋποθέσεων υπό τις οποίες οι καταναλωτές έχουν δυνατότητα εξόφλησης της πίστωσής τους» στα κράτη μέλη, επισημαίνεται δε ρητώς η πρόθεση οι εν λόγω διαφορές να γίνουν σεβαστές (40).
54. Ειδικότερα, δεν θεωρώ ότι ο σκοπός της επίτευξης «υψηλού επιπέδου προστασίας των καταναλωτών» παρέχει επαρκές έρεισμα για την επιλογή μιας μεθόδου εις βάρος μιας άλλης. Δεν θεωρώ ότι πρέπει οπωσδήποτε να συναχθεί από τον συγκεκριμένο σκοπό η προτίμηση του Ευρωπαίου νομοθέτη για μια συγκεκριμένη (θεωρητικώς, πιο κατανοητή και εύχρηστη για τον καταναλωτή) μέθοδο υπολογισμού της μείωσης από το σύνολο των αποδεκτών μεθόδων.
55. Τούτου λεχθέντος, οι περιστάσεις που συνδέονται με την εν λόγω μείωση, όπως η μέθοδος υπολογισμού της, δεν πρέπει να καταλήγουν, de jure ή de facto, σε αναίρεση του δικαιώματος αποπληρωμής ή σε αποθάρρυνση της άσκησής του (41).
56. Στην οδηγία 2014/17 αναγνωρίζεται η περιορισμένη χρηματοοικονομική διαπαιδαγώγηση των καταναλωτών που συνάπτουν σύμβαση πίστωσης για ακίνητα που προορίζονται για κατοικία (42). Βάσει της διαπίστωσης αυτής, η παροχή ποιοτικών πληροφοριών από τον επαγγελματία καταλαμβάνει κεντρική θέση στην προστασία των καταναλωτών (43).
57. Ειδικότερα, η οδηγία 2014/17 απαλλάσσει τον καταναλωτή από τους υπολογισμούς που σχετίζονται με την πρόωρη εξόφληση πίστωσης και διασφαλίζει την προστασία του, στον συγκεκριμένο τομέα, με τους κανόνες που θεσπίζουν την υποχρέωση να του επεξηγηθεί ο τρόπος καθορισμού της μείωσης του συνολικού κόστους της πίστωσης κατά τρόπο που εξυπηρετεί τη διαφάνεια (44).
58. Η οδηγία 2014/17 ορίζει ρητώς ότι, όταν ο καταναλωτής ζητεί να ασκήσει το δικαίωμα πρόωρης εξόφλησης της πίστωσης, ο πιστωτικός φορέας παρέχει χωρίς καθυστέρηση στον καταναλωτή, εγγράφως ή επί άλλου σταθερού μέσου, τις πληροφορίες που είναι απαραίτητες για την εξέταση της επιλογής αυτής. Οι πληροφορίες προσδιορίζουν, τουλάχιστον, τις οικονομικές συνέπειες της εξόφλησης, εκθέτοντας με σαφήνεια το πώς προκύπτουν (45).
59. Κατά την εκπλήρωση της ως άνω υποχρέωσης, όπως και κάθε άλλης υποχρέωσης που συνδέεται με την εκτέλεση της σύμβασης, ο επαγγελματίας υπόκειται στους κανόνες δεοντολογίας που καθορίζονται στο άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 2014/17 (46). Επιπλέον, ο καταναλωτής απολαύει της προστασίας που του παρέχουν άλλες οδηγίες (47).
Γ. Αναγκαιότητα προσδιορισμού της μεθόδου υπολογισμού της μείωσης στη σύμβαση πίστωσης
60. Σκοπός της οδηγίας 2014/17 δεν είναι να ανατεθεί στον καταναλωτή ο υπολογισμός της μείωσης που συνεπάγεται η πρόωρη εξόφληση της πίστωσης. Φρονώ, πάντως, ότι ο δανειολήπτης δικαιούται να γνωρίζει εκ των προτέρων τον τρόπο πραγματοποίησης της σχετικής πράξης και να επαληθεύει εκ των υστέρων τον τρόπο πραγματοποίησής της.
61. Η υποχρέωση παροχής πληροφοριών που προβλέπεται στο άρθρο 25, παράγραφος 4, της οδηγίας 2014/17 δεν διασφαλίζει αφ’ εαυτής το ως άνω δικαίωμα, δεδομένου ότι ενεργοποιείται μόνον όταν ο καταναλωτής ζητεί να εξοφλήσει πρόωρα την πίστωση. Το ESIS δεν περιλαμβάνει ρητή περιγραφή του κριτηρίου υπολογισμού που θα εφαρμοστεί στη μείωση κατά τον χρόνο της πρόωρης εξόφλησης (48).
62. Σε τομείς παρεμφερείς με τον επίμαχο στην υπό κρίση υπόθεση, όπως τον ρυθμιζόμενο από την οδηγία 2008/48, το Δικαστήριο:
– έχει αποφανθεί ότι ο πιστωτής πρέπει να αποστείλει στον καταναλωτή «αντίγραφο της συμβάσεως πίστωσης καθώς και όλες τις πληροφορίες οι οποίες αφορούν την εξόφληση της πίστωσης και δεν αναγράφονται μεν στην ίδια τη σύμβαση, πλην όμως είναι απαραίτητες, αφενός, για να επαληθευθεί ο υπολογισμός του ποσού που αντιστοιχεί στη μείωση του συνολικού ποσού της πίστωσης την οποία μπορεί να αξιώσει ο καταναλωτής κατόπιν της πρόωρης εξόφλησής της και, αφετέρου, για να είναι ο καταναλωτής σε θέση να ασκήσει, εφόσον το θεωρήσει σκόπιμο, αγωγή με αίτημα την επιστροφή του ποσού αυτού» (49)·
– έχει διευκρινίσει, σχετικά με την αποζημίωση που συνδέεται με την πρόωρη εξόφληση της πίστωσης, ότι η σύμβαση «πίστωσης πρέπει να εξηγεί συγκεκριμένα και κατά τρόπο ευχερώς κατανοητό για τον μέσο καταναλωτή το πώς υπολογίζεται η εν λόγω αποζημίωση, ούτως ώστε αυτός να μπορεί να υπολογίσει το ύψος της οφειλόμενης αποζημίωσης σε περίπτωση πρόωρης εξόφλησης βάσει των πληροφοριών που παρέχονται με τη σύμβαση πίστωσης» (50).
63. Φρονώ ότι η προμνησθείσα νομολογία μπορεί να εφαρμοστεί κατ’ αναλογίαν στη μείωση του συνολικού κόστους της πίστωσης που προβλέπεται στο άρθρο 25, παράγραφος 1, της οδηγίας 2014/17. Τοιουτοτρόπως, από το χρονικό σημείο σύναψης της σύμβασης, ο καταναλωτής θα γνωρίζει μετά βεβαιότητας: α) ότι έχει δικαίωμα πρόωρης εξόφλησης του δανείου και β) τον τρόπο με τον οποίο θα αναπροσαρμοστεί το συνολικό κόστος της πίστωσης, ήτοι τις παραμέτρους αναπροσαρμογής του συνολικού κόστους της πίστωσης εάν, στο μέλλον, αποφασίσει να εκπληρώσει πρόωρα τις υποχρεώσεις του.
Δ. Εφαρμογή των παρατηρήσεων που προεκτέθηκαν στην υπό κρίση υπόθεση
64. Εάν δεχθεί την προσέγγιση που προτείνω, το Δικαστήριο μπορεί να αποφανθεί ότι η οδηγία 2014/17 δεν περιέχει οποιαδήποτε διάταξη (επιτακτική ή απαγορευτική) που να συνηγορεί υπέρ της εφαρμογής ενός εκ των κριτηρίων που το αιτούν δικαστήριο εκθέτει με το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα. Ως εκ τούτου, το αιτούν δικαστήριο θα πρέπει να θεμελιώσει την απόφασή του σε διαφορετική συλλογιστική.
65. Με τη διάταξη περί παραπομπής και την επιβεβαίωση της διατήρησης της αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως, το αιτούν δικαστήριο τάσσεται υπέρ μείωσης η οποία είναι «ανάλογη προς τη σχέση μεταξύ του χρονικού διαστήματος κατά τη διάρκεια του οποίου η σύμβαση δεν θα εκτελεστεί (λόγω πρόωρης εξόφλησης) και του αρχικώς συμφωνηθέντος χρονικού διαστήματος, κατά τη διάρκεια του οποίου η σύμβαση έπρεπε να εκτελεστεί» (51).
66. Η Πολωνική Κυβέρνηση ισχυρίζεται ότι αυτόν τον μαθηματικό τύπο εφαρμόζουν άλλα δικαστήρια στο συγκεκριμένο κράτος μέλος, καθώς και ότι η εθνική της έννομη τάξη δεν περιέχει καμία διάταξη σχετικά με τον υπολογισμό της αναπροσαρμογής του συνολικού κόστους της πίστωσης (52).
67. Το γεγονός ότι, από τους δύο προεκτεθέντες τύπους, ο προμνησθείς είναι ο πιο απλός ή και ο πιο κατανοητός για τον μέσο καταναλωτή (53) δεν τον καθιστά τον μόνο επιτρεπόμενο από την οδηγία 2014/17. Υπενθυμίζω ότι η επίμαχη οδηγία δεν επιβάλλει μια λύση αντί άλλης, ούτε απαγορεύει την «εξ ορισμού» εφαρμογή της λύσης που φαίνεται να προκρίνει το αιτούν δικαστήριο.
5. Περιορισμός ratione temporis των αποτελεσμάτων της απόφασης του Δικαστηρίου
68. Κατά την Ιταλική Κυβέρνηση, απόφαση με την οποία το Δικαστήριο θα αποφαινόταν ότι το άρθρο 25 της οδηγίας 2014/17 έχει την έννοια ότι επιβάλλει τη χρήση ενός ή πλειόνων συγκεκριμένων κριτηρίων για τον υπολογισμό του ποσού της μείωσης του συνολικού κόστους της πίστωσης θα μπορούσε να έχει ως αποτέλεσμα, στο εγγύς μέλλον, την ακυρότητα ή το ανίσχυρο των ρητρών οι οποίες έχουν συμφωνηθεί σε συμβάσεις ενυπόθηκης πίστης και οι οποίες προβλέπουν άλλα κριτήρια.
69. Κατά τη γνώμη της Ιταλικής Κυβέρνησης, τέτοια απόφαση του Δικαστηρίου θα δημιουργούσε νέο κύμα διαφορών, τόσο ένδικων όσο και εξωδικαστικών. Για τον λόγο αυτόν, η Ιταλική Κυβέρνηση ζητεί από το Δικαστήριο να περιορίσει τα αποτελέσματα ratione temporis απόφασης με τέτοιο περιεχόμενο, ώστε να ισχύουν ex nunc (54).
70. Εάν το Δικαστήριο συμφωνήσει με την πρότασή μου, το αίτημα της Ιταλικής Κυβέρνησης θα καταστεί άνευ αντικειμένου. Εν πάση περιπτώσει, φρονώ ότι ο περιορισμός ratione temporis των αποτελεσμάτων που προτείνει η Ιταλική Κυβέρνηση δεν μπορεί να γίνει δεκτός, διότι, όπως και στην υπόθεση C‑555/21, UniCredit Bank Austria (55), δεν αποδεικνύεται ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις που έχει θέσει συναφώς η νομολογία του Δικαστηρίου (56).
V. Πρόταση
71. Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, προτείνω να δοθεί στο δεύτερο προδικαστικό ερώτημα του Sąd Rejonowy dla Warszawy-Woli w Warszawie (περιφερειακό δικαστήριο Βαρσοβίας-Wola, Πολωνία) η εξής απάντηση:
«Το άρθρο 25, παράγραφος 1, της οδηγίας 2014/17/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 4ης Φεβρουαρίου 2014, σχετικά με τις συμβάσεις πίστωσης για καταναλωτές για ακίνητα που προορίζονται για κατοικία και την τροποποίηση των οδηγιών 2008/48/ΕΚ και 2013/36/ΕΕ και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010,
έχει την έννοια ότι:
σε περίπτωση που ο καταναλωτής ασκήσει το δικαίωμα να εκπληρώσει πλήρως ή εν μέρει τις υποχρεώσεις του που απορρέουν από τη σύμβαση πίστωσης πριν από την ημερομηνία λήξης της, δεν καθορίζει συγκεκριμένη μέθοδο υπολογισμού της μείωσης του συνολικού κόστους της πίστωσης όσον αφορά τις επιβαρύνσεις για το εναπομένον διάστημα της σύμβασης.»