Language of document : ECLI:EU:C:2023:629

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πρώτο τμήμα)

της 7ης Σεπτεμβρίου 2023 (*)

«Παράβαση κράτους μέλους – Δημόσιες συμβάσεις υπηρεσιών – Κρατικό τυπογραφείο – Παραγωγή εγγράφων ταυτότητας και άλλων επίσημων εγγράφων, καθώς και συστημάτων διαχειρίσεως των εν λόγω εγγράφων – Εθνική νομοθεσία προβλέπουσα την ανάθεση των σχετικών με την ως άνω παραγωγή συμβάσεων σε επιχείρηση δημοσίου δικαίου χωρίς προηγούμενη διαδικασία συνάψεως δημοσίας συμβάσεως – Άρθρο 346, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, ΣΛΕΕ – Οδηγία 2014/24/ΕΕ – Άρθρο 1, παράγραφοι 1 και 3 – Άρθρο 15, παράγραφοι 2 και 3 – Ειδικά μέτρα ασφαλείας – Προστασία των ουσιωδών συμφερόντων ασφαλείας κράτους μέλους»

Στην υπόθεση C‑601/21,

με αντικείμενο προσφυγή λόγω παραβάσεως δυνάμει του άρθρου 258 ΣΛΕΕ, η οποία ασκήθηκε στις 28 Σεπτεμβρίου 2021,

Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη, αρχικώς μεν, από τον P. Ondrůšek, τις M. Siekierzyńska και A. Stobiecka-Kuik, καθώς και από τον G. Wils, εν συνεχεία δε, από τους G. Gattinara και P. Ondrůšek, την A. Stobiecka-Kuik και τον G. Wils,

προσφεύγουσα,

κατά

Δημοκρατία της Πολωνίας, εκπροσωπούμενης από τον B. Majczyna, την E. Borawska-Kędzierska και τον M. Horoszko,

καθής,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πρώτο τμήμα),

συγκείμενο από τους A. Arabadjiev, πρόεδρο τμήματος, L. Bay Larsen (εισηγητή), Αντιπρόεδρο του Δικαστηρίου, P. G. Xuereb, T. von Danwitz και A. Kumin, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: Ν. Αιμιλίου

γραμματέας: C. Di Bella, διοικητικός υπάλληλος,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 1ης Δεκεμβρίου 2022,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 2ας Μαρτίου 2023,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Με το δικόγραφο της προσφυγής, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ζητεί από το Δικαστήριο να διαπιστώσει ότι η Δημοκρατία της Πολωνίας, εισάγοντας στην πολωνική νομοθεσία εξαιρέσεις που δεν προβλέπονται από την οδηγία 2014/24/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2014, σχετικά με τις διαδικασίες σύναψης δημοσίων συμβάσεων και την κατάργηση της οδηγίας 2004/18/ΕΚ (ΕΕ 2014, L 94, σ. 65, και διορθωτικό ΕΕ 2016, L 135, σ. 120), όσον αφορά τις συμβάσεις με αντικείμενο την παραγωγή ορισμένων εγγράφων, εντύπων, σφραγίδων και επισημάτων, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 1, παράγραφοι 1 και 3, και το άρθρο 15, παράγραφοι 2 και 3, της οδηγίας 2014/24, ερμηνευόμενα σε συνδυασμό με το άρθρο 346, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, ΣΛΕΕ.

 Το νομικό πλαίσιο

 Το δίκαιο της Ένωσης

2        Το άρθρο 1 της οδηγίας 2014/24 ορίζει τα εξής:

«1.      Η παρούσα οδηγία θεσπίζει κανόνες για τις διαδικασίες σύναψης συμβάσεων που πραγματοποιούνται από αναθέτουσες αρχές, τόσο για δημόσιες συμβάσεις όσο και για διαγωνισμούς μελετών, των οποίων η αξία εκτιμάται ότι δεν υπολείπεται των κατώτατων ορίων που προβλέπονται στο άρθρο 4.

2.      Διαδικασία σύναψης σύμβασης ή σύμβαση κατά την έννοια της παρούσας οδηγίας είναι η απόκτηση, μέσω δημόσιας σύμβασης, από μία ή περισσότερες αναθέτουσες αρχές, έργων, προμηθειών ή υπηρεσιών από οικονομικούς φορείς που επιλέγονται από τις εν λόγω αναθέτουσες αρχές, ανεξαρτήτως του κατά πόσον τα έργα, οι προμήθειες ή οι υπηρεσίες προορίζονται για την εξυπηρέτηση σκοπού δημοσίου συμφέροντος.

3.      Η εφαρμογή της παρούσας οδηγίας υπόκειται στο άρθρο 346 [ΣΛΕΕ].

[…]»

3        Το άρθρο 2, παράγραφος 1, σημεία 6 και 9, της οδηγίας προβλέπει τα εξής:

«Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:

[…]

«6.      ως “δημόσιες συμβάσεις έργων” νοούνται οι δημόσιες συμβάσεις που έχουν ως αντικείμενο:

α)      την εκτέλεση ή συγχρόνως τη μελέτη και την εκτέλεση εργασιών που αφορούν μία από τις δραστηριότητες που αναφέρονται στο παράρτημα II·

β)      την εκτέλεση ή συγχρόνως τη μελέτη και την εκτέλεση έργου·

γ)      την υλοποίηση, με οποιαδήποτε μέσα, έργου ανταποκρινόμενου στις απαιτήσεις που ορίζει αναθέτουσα αρχή που ασκεί καθοριστική επίδραση στο είδος ή τη μελέτη του έργου·

[…]

9.      ως “δημόσιες συμβάσεις υπηρεσιών” νοούνται οι δημόσιες συμβάσεις που έχουν ως αντικείμενο την παροχή υπηρεσιών, πλην των αναφερομένων στο σημείο 6».

4        Το άρθρο 4 της οδηγίας καθορίζει τα κατώτατα όρια για την εφαρμογή της.

5        Το άρθρο 12 της οδηγίας, το οποίο φέρει τον τίτλο «Δημόσιες συμβάσεις μεταξύ φορέων του δημοσίου τομέα», ορίζει στην παράγραφο 1 τα εξής:

«Μια δημόσια σύμβαση που ανατίθεται από αναθέτουσα αρχή σε άλλο νομικό πρόσωπο ιδιωτικού ή δημοσίου δικαίου δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της παρούσας οδηγίας, εάν πληρούνται οι κατωτέρω σωρευτικές προϋποθέσεις:

α)      η αναθέτουσα αρχή ασκεί επί του εν λόγω νομικού προσώπου έλεγχο ανάλογο εκείνου που ασκεί επί των δικών της υπηρεσιών·

β)      περισσότερο από το 80 % των δραστηριοτήτων του ελεγχομένου νομικού προσώπου διεξάγεται κατά την εκτέλεση καθηκόντων που της έχουν ανατεθεί από την ελέγχουσα αναθέτουσα αρχή ή άλλες νομικές οντότητες που ελέγχει η εν λόγω αναθέτουσα αρχή, και

γ)      δεν υπάρχει άμεση συμμετοχή ιδιωτικών κεφαλαίων στο ελεγχόμενο νομικό πρόσωπο εξαιρουμένων των μορφών συμμετοχής ιδιωτικών κεφαλαίων χωρίς δυνατότητα ελέγχου ή δικαιώματος αρνησικυρίας που απαιτούνται από εθνικές νομοθετικές διατάξεις σύμφωνες με τις Συνθήκες και δεν ασκούν αποφασιστική επιρροή στο ελεγχόμενο νομικό πρόσωπο.

[…]»

6        Το άρθρο 15 της οδηγίας 2014/24, το οποίο φέρει τον τίτλο «Άμυνα και ασφάλεια», προβλέπει στις παραγράφους 2 και 3 τα ακόλουθα:

«2.      Η παρούσα οδηγία δεν εφαρμόζεται στις δημόσιες συμβάσεις και τους διαγωνισμούς μελετών που δεν εξαιρούνται διαφορετικά σύμφωνα με την παράγραφο 1, στο μέτρο που η προστασία των ουσιωδών συμφερόντων ασφαλείας κράτους μέλους δεν μπορεί να διασφαλιστεί με λιγότερο δραστικά μέτρα, όπως, επιβάλλοντας απαιτήσεις για την προστασία του εμπιστευτικού χαρακτήρα των πληροφοριών που η αναθέτουσα αρχή καθιστά διαθέσιμες σε διαδικασία ανάθεσης σύμβασης, σύμφωνα με την παρούσα οδηγία.

Επίσης, και σύμφωνα με το άρθρο 346, παράγραφος 1, στοιχείο α), [ΣΛΕΕ], η παρούσα οδηγία δεν εφαρμόζεται στις δημόσιες συμβάσεις και στους διαγωνισμούς μελέτης που δεν εξαιρούνται διαφορετικά σύμφωνα με την παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, στο μέτρο που η εφαρμογή της παρούσας οδηγίας θα υποχρέωνε ένα κράτος μέλος να παράσχει πληροφορίες τη δημοσιοποίηση των οποίων θεωρεί αντίθετη με τα ουσιώδη συμφέροντα ασφαλείας του.

3.      Όταν η διαδικασία σύναψης και η εκτέλεση της δημόσιας σύμβασης ή του διαγωνισμού μελέτης κηρύσσεται απόρρητη ή πρέπει να συνοδεύεται από ειδικά μέτρα ασφαλείας σύμφωνα με τις νομικές, κανονιστικές ή διοικητικές διατάξεις που ισχύουν σε ένα κράτος μέλος, η παρούσα οδηγία δεν εφαρμόζεται, υπό την προϋπόθεση ότι το κράτος μέλος κρίνει ότι τα εν λόγω ουσιώδη συμφέροντα δεν μπορούν να διασφαλιστούν με λιγότερο δραστικά μέτρα, όπως αυτά που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο της παραγράφου 2.»

7        Το άρθρο 28, παράγραφοι 1 και 2, της οδηγίας, το οποίο φέρει τον τίτλο «Κλειστή διαδικασία», έχει ως εξής:

«1.      Στις κλειστές διαδικασίες, μπορεί να υποβάλλει αίτηση συμμετοχής στο πλαίσιο προκήρυξης διαγωνισμού […] οποιοσδήποτε οικονομικός φορέας […]

[…]

2.      Προσφορά μπορούν να υποβάλλουν μόνο οι οικονομικοί φορείς που προσκαλούνται από την αναθέτουσα αρχή κατόπιν της αξιολόγησης των πληροφοριών που έχουν παρασχεθεί. Οι αναθέτουσες αρχές μπορούν να περιορίζουν τον αριθμό κατάλληλων υποψηφίων που θα κληθούν να συμμετάσχουν στη διαδικασία, σύμφωνα με το άρθρο 65.

[…]»

8        Το άρθρο 29 της οδηγίας, το οποίο φέρει τον τίτλο «Ανταγωνιστική διαδικασία με διαπραγμάτευση», ορίζει στην παράγραφο 6 τα ακόλουθα:

«Οι ανταγωνιστικές διαδικασίες με διαπραγμάτευση μπορούν να διεξάγονται σε διαδοχικές φάσεις, ούτως ώστε να μειώνεται ο αριθμός των προς διαπραγμάτευση προσφορών με την εφαρμογή των κριτηρίων ανάθεσης που ορίζονται στην προκήρυξη της σύμβασης, στην πρόσκληση επιβεβαίωσης ενδιαφέροντος ή σε άλλο έγγραφο της διαδικασίας σύναψης σύμβασης. […]»

9        Το άρθρο 30, παράγραφος 4, της οδηγίας ορίζει τα εξής:

«Οι ανταγωνιστικοί διάλογοι μπορούν να διεξάγονται σε διαδοχικές φάσεις, ούτως ώστε να μειώνεται ο αριθμός των υπό εξέταση λύσεων κατά τη φάση του διαλόγου, με την εφαρμογή των κριτηρίων ανάθεσης που προσδιορίζονται στην προκήρυξη σύμβασης ή στο περιγραφικό έγγραφο. Στην προκήρυξη σύμβασης ή στο περιγραφικό έγγραφο, η αναθέτουσα αρχή αναφέρει αν θα κάνει χρήση της ανωτέρω επιλογής.»

10      Το άρθρο 42 της οδηγίας 2014/24 προβλέπει τους λεπτομερείς όρους υπό τους οποίους οι αναθέτουσες αρχές μπορούν να διατυπώνουν τεχνικές προδιαγραφές και να τις λαμβάνουν υπόψη κατά την επιλογή των προσφορών. Το άρθρο αυτό ορίζει στην παράγραφο 1 τα εξής:

«Οι τεχνικές προδιαγραφές που ορίζονται στο παράρτημα VII σημείο 1 παρατίθενται στα έγγραφα της διαδικασίας σύναψης σύμβασης και καθορίζουν τα χαρακτηριστικά που απαιτείται να έχουν τα έργα, οι υπηρεσίες ή οι προμήθειες.

Τα χαρακτηριστικά αυτά μπορεί επίσης να αναφέρονται στην ειδική διαδικασία ή μέθοδο παραγωγής ή παροχής των ζητούμενων έργων, προμηθειών ή υπηρεσιών ή σε ειδική διαδικασία άλλου σταδίου του κύκλου ζωής τους, ακόμη και αν οι παράγοντες αυτοί δεν αποτελούν μέρος της υλικής τους υπόστασης, υπό την προϋπόθεση ότι συνδέονται με το αντικείμενο της σύμβασης και βρίσκονται σε αναλογία με την αξία και τους στόχους της.

Οι τεχνικές προδιαγραφές μπορούν επίσης να προσδιορίζουν αν θα απαιτηθεί μεταβίβαση των δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας.

[…]»

11      Κατά το άρθρο 58 της οδηγίας, το οποίο φέρει τον τίτλο «Κριτήρια επιλογής»:

«1.      Τα κριτήρια επιλογής μπορεί να αφορούν:

α)      την καταλληλότητα για την άσκηση της επαγγελματικής δραστηριότητας·

β)      την οικονομική και χρηματοοικονομική επάρκεια·

γ)      την τεχνική και επαγγελματική ικανότητα.

Οι αναθέτουσες αρχές μπορούν να επιβάλλουν στους οικονομικούς φορείς ως απαιτήσεις συμμετοχής μόνο τα κριτήρια που αναφέρονται στις παραγράφους 2, 3 και 4. Οι αναθέτουσες αρχές περιορίζουν τις όποιες απαιτήσεις συμμετοχής σε εκείνες που είναι απαραίτητες ώστε να εξασφαλίζεται ότι ένας υποψήφιος ή προσφέρων διαθέτει τις εκ του νόμου απαιτούμενες προϋποθέσεις, τις χρηματοοικονομικές δυνατότητες και την τεχνική και επαγγελματική ικανότητα για την εκτέλεση της προς ανάθεση σύμβασης. Όλες οι απαιτήσεις σχετίζονται και είναι ανάλογες με το αντικείμενο της σύμβασης.

2.      Όσον αφορά την καταλληλότητα για την άσκηση της επαγγελματικής δραστηριότητας, οι αναθέτουσες αρχές μπορούν να απαιτούν από τους οικονομικούς φορείς να είναι εγγεγραμμένοι σε ένα από τα επαγγελματικά ή εμπορικά μητρώα που τηρούνται στο κράτος μέλος εγκατάστασής τους, όπως περιγράφεται στο παράρτημα XI ή να ικανοποιούν οποιαδήποτε άλλη απαίτηση ορίζεται στο παράρτημα αυτό.

[…]

3.      Όσον αφορά την οικονομική και χρηματοοικονομική επάρκεια, οι αναθέτουσες αρχές μπορούν να επιβάλλουν απαιτήσεις που να διασφαλίζουν ότι οι οικονομικοί φορείς διαθέτουν την αναγκαία οικονομική και χρηματοοικονομική ικανότητα για την εκτέλεση της σύμβασης. Για τον σκοπό αυτό, οι αναθέτουσες αρχές μπορούν να απαιτούν, ειδικότερα, από τους οικονομικούς φορείς να έχουν έναν ορισμένο ελάχιστο ετήσιο κύκλο εργασιών, συμπεριλαμβανομένου ορισμένου ελάχιστου κύκλου εργασιών στον τομέα δραστηριοτήτων που καλύπτεται από τη σύμβαση. Επίσης, οι αναθέτουσες αρχές μπορούν να απαιτούν από τους οικονομικούς φορείς να παρέχουν πληροφορίες σχετικά με τους ετήσιους λογαριασμούς, παρουσιάζοντας την αναλογία, φέρ’ ειπείν, στοιχείων ενεργητικού και παθητικού. Μπορούν επίσης να απαιτούν κατάλληλο επίπεδο ασφαλιστικής κάλυψης έναντι επαγγελματικών κινδύνων.

[…]

4.      Όσον αφορά την τεχνική και επαγγελματική ικανότητα, οι αναθέτουσες αρχές μπορούν να επιβάλλουν υποχρεώσεις που να εξασφαλίζουν ότι οι οικονομικοί φορείς διαθέτουν τους αναγκαίους ανθρώπινους και τεχνικούς πόρους και την πείρα για την εκτέλεση της σύμβασης σε κατάλληλο επίπεδο ποιότητας.

Οι αναθέτουσες αρχές μπορεί να απαιτούν, ειδικότερα, από τους οικονομικούς φορείς να διαθέτουν ικανοποιητικό επίπεδο εμπειριών, αποδεικνυόμενο με κατάλληλες συστάσεις από συμβάσεις που έχουν εκτελεστεί κατά το παρελθόν. Μια αναθέτουσα αρχή μπορεί να θεωρεί ότι ένας οικονομικός φορέας δεν διαθέτει την αναγκαία επαγγελματική ικανότητα εάν διαπιστώσει ότι ο οικονομικός φορέας έχει συγκρουόμενα συμφέροντα που ενδέχεται να επηρεάσουν αρνητικά την εκτέλεση της σύμβασης.

Στο πλαίσιο διαδικασιών σύναψης σύμβασης […] υπηρεσιών […], η επαγγελματική ικανότητα των οικονομικών φορέων να παράσχουν αυτή την υπηρεσία […] μπορεί να αξιολογείται βάσει της τεχνογνωσίας τους, της αποτελεσματικότητας, της πείρας και της αξιοπιστίας τους.

[…]»

12      Το άρθρο 63 της οδηγίας, το οποίο φέρει τον τίτλο «Στήριξη στις ικανότητες άλλων φορέων», προβλέπει στην παράγραφο 1 τα εξής:

«Όσον αφορά τα κριτήρια της οικονομικής και χρηματοοικονομικής επάρκειας που προβλέπονται στο άρθρο 58, παράγραφος 3, και τα κριτήρια σχετικά με την τεχνική και επαγγελματική ικανότητα που προβλέπονται στο άρθρο 58, παράγραφος 4, ένας οικονομικός φορέας μπορεί, εφόσον συντρέχει περίπτωση και για συγκεκριμένη σύμβαση, να στηρίζεται στις ικανότητες άλλων φορέων, ασχέτως της νομικής φύσης των δεσμών του με αυτούς. […]

[…]

Όταν οικονομικός φορέας στηρίζεται στις ικανότητες άλλων φορέων όσον αφορά τα κριτήρια που σχετίζονται με την οικονομική και χρηματοοικονομική επάρκεια, η αναθέτουσα αρχή μπορεί να ζητά από τον οικονομικό φορέα και τους φορείς αυτούς να είναι από κοινού υπεύθυνοι για την εκτέλεση της σύμβασης.

[…]»

13      Το άρθρο 71 της ίδιας οδηγίας προβλέπει τους λεπτομερείς όρους σχετικά με την υπεργολαβία.

 Το πολωνικό δίκαιο

14      Το άρθρο 4, σημείο 5c, του ustawa Prawo zamówień publicznych (νόμου περί δημοσίων συμβάσεων), της 29ης Ιανουαρίου 2004 (Dz. U., αριθ. 19, θέση 177), όπως τροποποιήθηκε με τον ustawa o dokumentach publicznych (νόμο περί δημοσίων εγγράφων), της 22ας Νοεμβρίου 2018 (Dz. U. του 2019, θέση 53) (στο εξής: νόμος περί δημοσίων συμβάσεων), προέβλεπε τα εξής:

«Ο παρών νόμος δεν εφαρμόζεται:

[…]

5c)      στις συμβάσεις που αφορούν την παραγωγή:

a)      μη συμπληρωμένων δημοσίων εγγράφων που μνημονεύονται στο άρθρο 5, παράγραφος 2, του [νόμου περί δημοσίων εγγράφων], καθώς και δημοσίων εγγράφων συμπληρωμένων με προσωπικά στοιχεία ή εξατομικευμένων·

b)      φορολογικών επισημάτων·

c)      νόμιμης σημάνσεως και αυτοκολλήτων ελέγχου που μνημονεύονται στον νόμο περί θεσπίσεως του κώδικα οδικής κυκλοφορίας [(Dz. U. του 2018, θέση 1990), της 20ής Ιουνίου 1997, όπως έχει τροποποιηθεί μεταγενέστερα)],

d)      ψηφοδελτίων που μνημονεύονται στο άρθρο 40 του νόμου περί θεσπίσεως εκλογικού κώδικα (Dz. U. του 2019, θέσεις 684 και 1504), της 5ης Ιανουαρίου 2011, και στο άρθρο 20 του νόμου περί εθνικού δημοψηφίσματος (Dz. U. του 2019, θέσεις 1444 και 1504), της 14ης Μαρτίου 2003,

e)      ολογραμμάτων τοποθετούμενων σε πιστοποιητικά δικαιώματος ψήφου που μνημονεύονται στο άρθρο 32, παράγραφος 1, του [νόμου περί θεσπίσεως εκλογικού κώδικα]·

f)      συστημάτων μικροεπεξεργαστών με λογισμικό που χρησιμοποιείται για τη διαχείριση δημοσίων εγγράφων, συστημάτων πληροφορικής και ηλεκτρονικών βάσεων δεδομένων αναγκαίων για τη χρήση των δημοσίων εγγράφων που μνημονεύονται στο άρθρο 5, παράγραφος 2, του [νόμου περί δημοσίων εγγράφων], τα οποία περιέχουν ηλεκτρονικό μικροκύκλωμα, σύμφωνα με τον σκοπό τους».

15      Τα δημόσια έγγραφα που διαλαμβάνονται στο άρθρο 5, παράγραφος 2, του νόμου περί δημοσίων εγγράφων είναι τα ακόλουθα:

«1)      δελτία ταυτότητας·

2)      διαβατήρια·

3)      ναυτικά φυλλάδια που μνημονεύονται στο άρθρο 10, παράγραφος 1, του νόμου περί ναυτικής εργασίας, της 5ης Αυγούστου 2015·

4)      έγγραφα που εκδίδονται σύμφωνα με το άρθρο 44, παράγραφος 1, και το άρθρο 83, παράγραφος 1, του νόμου περί ληξιαρχικών πράξεων, της 28ης Νοεμβρίου 2014·

5)      έγγραφα που χορηγούνται σε αλλοδαπούς σύμφωνα με το άρθρο 37 και το άρθρο 226 του νόμου περί αλλοδαπών, της 12ης Δεκεμβρίου 2013·

6)      έγγραφα που χορηγούνται στα μέλη διπλωματικών αποστολών και προξενικών υπηρεσιών ξένων κρατών ή σε κάθε εξομοιούμενο προς αυτά πρόσωπο δυνάμει νόμων, συμβάσεων ή του εθιμικού διεθνούς δικαίου, καθώς και έγγραφα που χορηγούνται στα μέλη της οικογένειάς τους τα οποία συνοικούν με αυτά, σύμφωνα με το άρθρο 61 του [νόμου περί αλλοδαπών]·

7)      το έγγραφο που χορηγείται στους πολίτες της Ευρωπαϊκής Ένωσης δυνάμει του άρθρου 48, παράγραφος 1, του νόμου της 14ης Ιουλίου 2006, περί εισόδου και διαμονής στην επικράτεια της Δημοκρατίας της Πολωνίας, καθώς και περί εξόδου από την εθνική επικράτεια, των υπηκόων των κρατών μελών της Ένωσης […] και των μελών των οικογενειών τους·

8)      έγγραφα που χορηγούνται στα μέλη της οικογένειας πολίτη της Ένωσης […] δυνάμει του άρθρου 30, παράγραφος 1, και του άρθρου 48, παράγραφος 2, του [νόμου περί εισόδου και διαμονής στην επικράτεια της Δημοκρατίας της Πολωνίας, καθώς και περί εξόδου από την εθνική επικράτεια των υπηκόων των κρατών μελών της Ένωσης και των μελών των οικογενειών τους]·

9)      έγγραφα που χορηγούνται στους αλλοδαπούς σύμφωνα με το άρθρο 55, παράγραφος 1, και το άρθρο 89i, παράγραφος 1, του νόμου της 13ης Ιουνίου 2003 περί παροχής προστασίας στους αλλοδαπούς δικαιωμάτων στην επικράτεια της Δημοκρατίας της Πολωνίας·

10)      εκτελεστοί τίτλοι που εκδίδονται από δικαστήρια ή από επικουρικούς δικαστικούς λειτουργούς·

11)      αντίγραφα αμετάκλητων δικαστικών αποφάσεων με τις οποίες διαπιστώνεται η κτήση, ύπαρξη ή απόσβεση δικαιώματος ή οι οποίες αφορούν την προσωπική κατάσταση·

12)      τα αντίγραφα δικαστικών αποφάσεων ή πιστοποιητικών που έχουν εκδοθεί από δικαστήριο και παρέχουν άδεια για την εκπροσώπηση προσώπου, την εκτέλεση δικαιοπραξίας ή τη διαχείριση συγκεκριμένου περιουσιακού αγαθού·

13)      αντίγραφα διατάξεων που έχουν εκδοθεί από δικαστήρια και επικουρικούς δικαστικούς λειτουργούς σχετικά με την περιαφή εκτελεστήριου τύπου σε εκτελεστό τίτλο πέραν εκείνων που απαριθμούνται στο άρθρο 777, παράγραφος 1, σημεία 1 και 11, του νόμου της 17ης Νοεμβρίου 1964 περί θεσπίσεως κώδικα πολιτικής δικονομίας, εφόσον το αντικείμενό τους είναι εκτελεστός τίτλος που δεν έχει εκδοθεί από δικαστήριο·

14)      αντίγραφα και αποσπάσματα εγγράφων σχετικών με τις συμβολαιογραφικές πράξεις οι οποίες μνημονεύονται στο άρθρο 79, σημεία 1-1b και 4, του νόμου της 14ης Φεβρουαρίου 1991 περί συμβολαιογραφικού επαγγέλματος, με τις εξουσιοδοτήσεις του άρθρου 79, παράγραφος 2, του εν λόγω νόμου, καθώς και με τα διαμαρτυρικά έγγραφα που μνημονεύονται στο άρθρο 79, παράγραφος 5, του ίδιου νόμου·

15)      το πιστοποιητικό μέλους πληρώματος αεροσκάφους·

16)      στρατιωτικά προσωπικά έγγραφα που χορηγούνται σε εγγεγραμμένους στο στρατιωτικό μητρώο σύμφωνα με το άρθρο 54, παράγραφος 1, του νόμου της 21 Νοεμβρίου 1967, περί γενικής υποχρεώσεως υπερασπίσεως της Δημοκρατίας της Πολωνίας·

17)      στρατιωτικά προσωπικά έγγραφα που εκδίδονται σύμφωνα με το άρθρο 48, παράγραφος 1 του νόμου της 11ης Σεπτεμβρίου 2003, περί επαγγελματικής στρατιωτικής θητείας·

18)      δελτία ταυτότητας που εκδίδονται σύμφωνα με το άρθρο 137c, παράγραφος 1, του [νόμου περί επαγγελματικής στρατιωτικής θητείας]·

19)      δελτία ταυτότητας που εκδίδονται σύμφωνα με το άρθρο 54a, παράγραφος 1, του [νόμου περί της γενικής υποχρεώσεως υπερασπίσεως της Δημοκρατίας της Πολωνίας]·

20)      η σημείωση σε διαβατήριο κατά το άρθρο 19, παράγραφος 1, του νόμου περί διαβατηρίων, της 13ης Ιουλίου 2006·

21)      η αυτοκόλλητη θεώρηση εισόδου στη χώρα·

22)      το δελτίο ταυτότητας ομογενούς (Karta Polaka)·

23)      το δελτίο που πιστοποιεί αναπηρία ή βαθμό αναπηρίας·

24)      η άδεια ασκήσεως του ιατρικού επαγγέλματος·

25)      η άδεια ασκήσεως του επαγγέλματος του οδοντιάτρου·

26)      η άδεια οδήγησης·

27)      η επαγγελματική άδεια κυκλοφορίας και η άδεια κυκλοφορίας οχήματος, εξαιρουμένων των αδειών κυκλοφορίας οχημάτων που μνημονεύονται στο άρθρο 73, παράγραφος 3, του [νόμου περί θεσπίσεως του κώδικα οδικής κυκλοφορίας]·

28)      το πιστοποιητικό ταξινομήσεως οχήματος (karta pojazdu)·

29)      το προσωρινό πιστοποιητικό που μνημονεύεται στο άρθρο 71, παράγραφος 1, του [νόμου περί θεσπίσεως του κώδικα οδικής κυκλοφορίας]·

30)      η κάρτα ταχογράφου που μνημονεύεται στο άρθρο 2, παράγραφος 4, του νόμου της 5ης Ιουλίου 2018 περί ταχογράφων·

31)      το πιστοποιητικό ADR που μνημονεύεται στο άρθρο 2, σημείο 10, του νόμου της 19ης Αυγούστου 2011 περί μεταφορών επικίνδυνων εμπορευμάτων·

31a)      το έγγραφο νηολογήσεως το οποίο μνημονεύεται στο άρθρο 4, παράγραφος 1, του νόμου της 12ης Απριλίου 2018, περί νηολογήσεως θαλαμηγών και λοιπών σκαφών μήκους έως 24 μέτρων, και

32)      τα υπηρεσιακά δελτία ταυτότητας:

a)      αστυνομικών,

b)      συνοριοφυλάκων,

c)      στελεχών της Υπηρεσίας Κρατικής Ασφάλειας,

d)      στελεχών της Υπηρεσίας Εσωτερικής Ασφάλειας,

e)      στελεχών της Υπηρεσίας Πληροφοριών,

f)      στελεχών της Κεντρικής Υπηρεσίας για την Καταπολέμηση της Διαφθοράς,

g)      στελεχών της στρατιωτικής υπηρεσίας αντικατασκοπείας και επαγγελματιών στρατιωτικών τοποθετημένων στην εν λόγω υπηρεσία,

h)      στελεχών της στρατιωτικής υπηρεσίας πληροφοριών και επαγγελματιών στρατιωτικών τοποθετημένων στην εν λόγω υπηρεσία,

i)      στελεχών και προσωπικού της διοικήσεως σωφρονιστικών καταστημάτων,

j)      υπαλλήλων της φορολογικής και τελωνειακής αρχής,

k)      προσώπων απασχολουμένων σε οργανικές μονάδες της εθνικής φορολογικής διοίκησης,

l)      επιθεωρητών της Επιθεωρήσεως Οδικών Μεταφορών,

m)      μελών της στρατιωτικής αστυνομίας.»

 Η προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασία

16      Με προειδοποιητική επιστολή της 25ης Ιανουαρίου 2019, η Επιτροπή γνωστοποίησε στη Δημοκρατία της Πολωνίας τις αμφιβολίες της, μεταξύ άλλων, ως προς τον σύμφωνο με την οδηγία 2014/24 χαρακτήρα του νόμου περί δημοσίων συμβάσεων, με τον οποίο η εν λόγω οδηγία μεταφέρθηκε στην πολωνική έννομη τάξη.

17      Ειδικότερα, η Επιτροπή έκρινε ότι η Δημοκρατία της Πολωνίας παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από την οδηγία 2014/24, δεδομένου ότι ο προμνημονευθείς νόμος εξαιρούσε από τις διαδικασίες συνάψεως συμβάσεων τις μνημονευόμενες στο άρθρο 4, σημείο 5c, του εν λόγω νόμου υπηρεσίες (στο εξής: επίμαχες υπηρεσίες) παραγωγής εγγράφων, φορολογικών επισημάτων, νόμιμης σημάνσεως, αυτοκόλλητων σημάτων ελέγχου, ψηφοδελτίων, ολογραμμάτων τοποθετούμενων σε πιστοποιητικά δικαιώματος ψήφου και συστημάτων μικροεπεξεργαστών με λογισμικό που χρησιμοποιείται για τη διαχείριση δημοσίων εγγράφων, συστημάτων πληροφορικής και ηλεκτρονικών βάσεων δεδομένων αναγκαίων για τη χρήση των δημοσίων εγγράφων, τα οποία περιέχουν ηλεκτρονικό μικροκύκλωμα, σύμφωνα με τον σκοπό τους, μολονότι η οδηγία δεν προέβλεπε τέτοια εξαίρεση.

18      Με την από 25ης Μαρτίου 2019 απάντησή της, η Δημοκρατία της Πολωνίας αμφισβήτησε την ως άνω αιτίαση της Επιτροπής.

19      Στις 5 Νοεμβρίου 2019 ενημέρωσε την Επιτροπή για τη θέσπιση νέου νόμου προς αντικατάσταση του νόμου περί δημοσίων συμβάσεων, με ισχύ από 1ης Ιανουαρίου 2021.

20      Εκτιμώντας ότι ούτε ο νέος αυτός νόμος ήρε τις προσαπτόμενες στο εν λόγω κράτος μέλος παραβάσεις όσον αφορά την οδηγία 2014/24, η Επιτροπή, με έγγραφο της 28ης Νοεμβρίου 2019, απηύθυνε στη Δημοκρατία της Πολωνίας αιτιολογημένη γνώμη και την κάλεσε να λάβει τα αναγκαία μέτρα προκειμένου να συμμορφωθεί προς τη γνώμη αυτή εντός προθεσμίας δύο μηνών από την παραλαβή της.

21      Με την από 28ης Ιανουαρίου 2020 απάντησή της, η Δημοκρατία της Πολωνίας αμφισβήτησε, μεταξύ άλλων, την αιτίαση της Επιτροπής περί εισαγωγής στην πολωνική έννομη τάξη εξαιρέσεων τις οποίες δεν προβλέπει η εν λόγω οδηγία όσον αφορά τις επίμαχες υπηρεσίες.

22      Η Επιτροπή, κρίνοντας μη ικανοποιητικές τις απαντήσεις της Δημοκρατίας της Πολωνίας, αποφάσισε στις 9 Ιουνίου 2021 να ασκήσει ενώπιον του Δικαστηρίου την υπό κρίση προσφυγή.

 Επί της προσφυγής

 Επιχειρήματα των διαδίκων

23      Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι, κατά τη μεταφορά της οδηγίας 2014/24 στην πολωνική έννομη τάξη, η Δημοκρατία της Πολωνίας εξαίρεσε, κατά παράβαση της εν λόγω οδηγίας, τις επίμαχες υπηρεσίες από τις διαδικασίες συνάψεως συμβάσεων που προβλέπει η οδηγία. Συναφώς, το προσφεύγον θεσμικό όργανο παρατηρεί ότι τέτοιες εξαιρέσεις ούτε προβλέπονται στα άρθρα 7 έως 12 της ίδιας οδηγίας ούτε μπορούν να δικαιολογηθούν βάσει του άρθρου της 15.

24      Η Επιτροπή υπενθυμίζει ότι, σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου, το κράτος μέλος το οποίο προτίθεται να κάνει χρήση των παρεκκλίσεων που προβλέπει το εν λόγω άρθρο 15 φέρει το βάρος να αποδείξει ότι συντρέχουν πράγματι έκτακτες περιστάσεις που δικαιολογούν τις συγκεκριμένες παρεκκλίσεις.

25      Παραπέμποντας στην απόφαση της 20ής Μαρτίου 2018, Επιτροπή κατά Αυστρίας (Κρατικό τυπογραφείο) (C‑187/16, EU:C:2018:194), η Επιτροπή επισημαίνει ότι απόκειται στα κράτη μέλη να καθορίζουν τα ουσιώδη συμφέροντα ασφαλείας τους και τα μέτρα ασφαλείας που είναι αναγκαία για την προστασία της δημόσιας ασφάλειας στο πλαίσιο της εκτυπώσεως εγγράφων ταυτότητας και άλλων επίσημων εγγράφων και ότι τα μέτρα τα οποία λαμβάνουν τα κράτη μέλη στο πλαίσιο των θεμιτών απαιτήσεων εθνικού συμφέροντος δεν εξαιρούνται στο σύνολό τους από την εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης απλώς και μόνον επειδή λαμβάνονται προς το συμφέρον της δημόσιας ασφάλειας ή της εθνικής άμυνας. Ειδικότερα, απόκειται στη Δημοκρατία της Πολωνίας να αποδείξει ότι η ανάγκη προστασίας των συμφερόντων που επικαλείται δεν μπορούσε να ικανοποιηθεί στο πλαίσιο διαγωνισμού. Εξάλλου, τα οικονομικά ή βιομηχανικά συμφέροντα δεν συνιστούν, κατ’ αρχήν, τέτοια ουσιώδη συμφέροντα ασφαλείας.

26      Συναφώς, η Επιτροπή εκτιμά ότι οι δικαιολογητικοί λόγοι που προέβαλε η Δημοκρατία της Πολωνίας όσον αφορά τις επίμαχες υπηρεσίες, προκειμένου να παρεκκλίνει από την εφαρμογή των διαδικασιών συνάψεως συμβάσεως τις οποίες προβλέπει η οδηγία 2014/24, είναι ανεπαρκείς.

27      Το εν λόγω θεσμικό όργανο υποστηρίζει ότι το γεγονός ότι το Δημόσιο είναι ο μόνος μέτοχος της επιχειρήσεως στην οποία ανατέθηκε η παροχή των επίμαχων υπηρεσιών δεν μπορεί να συνιστά ούτε εγγύηση έναντι ενδεχόμενης πτωχεύσεως της συγκεκριμένης επιχειρήσεως ούτε εχέγγυο αξιοπιστίας για την εκτέλεση των επίμαχων συμβάσεων. Συναφώς, η Επιτροπή, αφενός, διατηρεί αμφιβολίες περί του ότι αποκλείεται πτώχευση της Polska Wytwórnia Papierów Wartościowych S.A. (στο εξής: PWPW), λαμβανομένων υπόψη των κανόνων που έχουν εφαρμογή στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων, και, αφετέρου, επικαλείται τη δυνατότητα της PWPW να κάνει χρήση υπεργολαβιών.

28      Όσον αφορά την ύπαρξη ενδεχόμενης απειλής για την ασφάλεια της Δημοκρατίας της Πολωνίας σε περίπτωση κατά την οποία ο ανάδοχος είναι ιδιωτική επιχείρηση, για τον λόγο ότι μπορεί να εξαγορασθεί από νέους μετόχους, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η αναθέτουσα αρχή δύναται να προβλέψει κατάλληλες εγγυήσεις, περιλαμβανομένης της καταγγελίας της οικείας δημόσιας συμβάσεως.

29      Επιπλέον, όσον αφορά το ενδεχόμενο διαρροών διαβαθμισμένων ή ευαίσθητων πληροφοριών, η Δημοκρατία της Πολωνίας δεν απέδειξε την ύπαρξη σχέσεως μεταξύ του καθεστώτος της PWPW ως δημόσιας επιχειρήσεως και των εγγυήσεων που αποσκοπούν στην αποτροπή τέτοιας διαρροής. Το γεγονός ότι η εν λόγω εταιρία ανήκει κατά ποσοστό 100 % στο Δημόσιο δεν συνιστά εγγύηση έναντι του κινδύνου των συγκεκριμένων διαρροών, λαμβανομένης υπόψη της δυνατότητας προσφυγής σε υπεργολάβους.

30      Μολονότι η Επιτροπή δεν αρνείται ότι η ανάγκη προασπίσεως της ασφάλειας των πληροφοριών την οποία προϋποθέτει η ανάθεση των επίμαχων υπηρεσιών άπτεται του γενικού συμφέροντος, υποστηρίζει εντούτοις ότι το συγκεκριμένο συμφέρον δεν αντιστοιχεί κατά σύστημα σε ουσιώδες συμφέρον ασφαλείας κράτους μέλους.

31      Το εν λόγω θεσμικό όργανο παρατηρεί ότι η αναθέτουσα αρχή μπορεί να επιβάλει ιδιαιτέρως υψηλές απαιτήσεις όσον αφορά την καταλληλότητα και την αξιοπιστία των αναδόχων, καθώς και να διαμορφώσει τους όρους που διέπουν τους διαγωνισμούς και τις συμβάσεις παροχής υπηρεσιών.

32      Ειδικότερα, η αναθέτουσα αρχή μπορεί να προβλέπει τεχνικές προδιαγραφές, όπως αυτές που μνημονεύονται στο άρθρο 42 της οδηγίας 2014/24, και/ή τον καθορισμό των κριτηρίων επιλογής, κατά το άρθρο 58 της οδηγίας, διασφαλίζοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο ότι ο ανάδοχος θα είναι σε θέση να παραδώσει προϊόν ποιότητας, τηρουμένων των επιβαλλομένων όρων και τεχνικών προδιαγραφών.

33      Όσον αφορά τις τεχνικές προδιαγραφές του άρθρου 42 της οδηγίας 2014/24, η αναθέτουσα αρχή δύναται, μεταξύ άλλων, να επιβάλει ειδικές απαιτήσεις και διαδικασίες που να εγγυώνται την ασφάλεια των εγκαταστάσεων και των μεταφορών, καθώς και την ασφάλεια σχετικά με τη χρήση του εξοπλισμού και τη φυσική πρόσβαση στις εν λόγω εγκαταστάσεις, την τήρηση κατάλληλων αρχείων, την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα ή την εκ μέρους του επιλεγέντος οικονομικού φορέα συνεχή υποβολή εκθέσεων. Η αναθέτουσα αρχή δύναται επιπροσθέτως να υποχρεώσει τον οικονομικό φορέα να της παράσχει τη δυνατότητα να διενεργεί τους ελέγχους που αυτή κρίνει αναγκαίους.

34      Κατά την Επιτροπή, μπορούν να παρασχεθούν εγγυήσεις μέσω συμβατικών όρων, όπως είναι η τραπεζική εγγύηση ή ακόμη η εγγύηση για την αποκατάσταση ενδεχόμενης ζημίας, διασφαλιζομένου ότι οποιαδήποτε διαρροή πληροφοριών θα θεωρηθεί σοβαρό επαγγελματικό πταίσμα. Επιπλέον, μπορεί να εξετασθεί το ενδεχόμενο να επιβληθεί στον ανάδοχο η υποχρέωση καταρτίσεως λεπτομερούς εκθέσεως σε περίπτωση παρατυπιών ή ακόμη το ενδεχόμενο της προσθήκης στη σύμβαση όρων σχετικών με την προστασία της διανοητικής ιδιοκτησίας και την ανάληψη των επίμαχων υπηρεσιών από άλλον φορέα σε περίπτωση κατά την οποία ο συγκεκριμένος ανάδοχος αδυνατεί να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του.

35      Εξάλλου, όσον αφορά τον μη αναστρέψιμο χαρακτήρα ενδεχόμενης ζημίας οφειλόμενης σε προσβολή των ουσιωδών συμφερόντων της Δημοκρατίας της Πολωνίας λόγω διαρροής ευαίσθητων πληροφοριών, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι ο χαρακτήρας αυτός δεν αποκλείει την ύπαρξη τόσο αποζημιωτικού όσο και αποτρεπτικού αποτελέσματος ρητρών σχετικών με την αποκατάσταση των ζημιών.

36      Συναφώς, η Επιτροπή προσθέτει ότι τέτοιες υποχρεώσεις και απαιτήσεις μπορούν να επιβληθούν στον ανάδοχο ανεξαρτήτως αν η έδρα του βρίσκεται στην επικράτεια της Δημοκρατίας της Πολωνίας ή εντός άλλου κράτους μέλους.

37      Στο πλαίσιο του καθορισμού των κριτηρίων επιλογής, τα οποία μνημονεύονται στο άρθρο 58 της οδηγίας 2014/24, η Επιτροπή υπογραμμίζει ότι η αναθέτουσα αρχή έχει τη δυνατότητα να επιβάλει ορισμένες απαιτήσεις προκειμένου ο ανάδοχος να αποδείξει την πείρα του ειδικώς στην παραγωγή εγγράφων με υψηλό βαθμό ασφάλειας, την ύπαρξη απαραίτητων υποδομών και εξοπλισμού, την ύπαρξη προσηκόντως εξειδικευμένου και πεπειραμένου προσωπικού, το οποίο διαθέτει επιπλέον λευκό ποινικό μητρώο, οικονομική κατάσταση που καθιστά δυνατή την προσήκουσα εκτέλεση της επίμαχης συμβάσεως, ή ακόμη την κάλυψη, μέσω ασφαλίσεως, των κινδύνων στον τομέα της επαγγελματικής αστικής ευθύνης.

38      Επιπλέον, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι ο εμπιστευτικός χαρακτήρας των πληροφοριών όσον αφορά τις επίμαχες υπηρεσίες μπορεί να διασφαλισθεί με την επιβολή υποχρεώσεως τηρήσεως του απορρήτου. Η αναθέτουσα αρχή δύναται να απαιτήσει συναφώς την κατοχή διαπιστεύσεως εθνικής ασφάλειας για την πρόσβαση σε διαβαθμισμένες πληροφορίες. Εξάλλου, η αναθέτουσα αρχή διατηρεί τη δυνατότητα να τροποποιήσει ή να καταγγείλει την οικεία δημόσια σύμβαση οσάκις συντρέχουν περιστάσεις τις οποίες η αναθέτουσα αρχή δεν μπορούσε να προβλέψει.

39      Η Δημοκρατία της Πολωνίας, επικαλούμενη την επιταγή περί προστασίας των ουσιωδών συμφερόντων ασφαλείας της, αμφισβητεί την προβαλλόμενη παράβαση όσον αφορά τις επίμαχες υπηρεσίες.

40      Υποστηρίζει ότι είναι αδύνατη η υπαγωγή των επίμαχων υπηρεσιών στις διαδικασίες συνάψεως συμβάσεως τις οποίες προβλέπει η οδηγία 2014/24 χωρίς να θίγονται τα εν λόγω συμφέροντα. Οι εξαιρέσεις κατά των οποίων βάλλει η υπό κρίση προσφυγή συνιστούν αναλογικού χαρακτήρα, πρόσφορα και αναγκαία μέτρα για την επίτευξη του σκοπού της διασφαλίσεως της προστασίας των εν λόγω συμφερόντων στον προσήκοντα κατά τη Δημοκρατία της Πολωνίας βαθμό.

41      Όσον αφορά, κατά πρώτον, την εξαίρεση από τις διαδικασίες συνάψεως συμβάσεων της παραγωγής των δημοσίων εγγράφων που μνημονεύονται στο άρθρο 4, σημείο 5c, του νόμου περί δημοσίων συμβάσεων, αφενός, η Δημοκρατία της Πολωνίας επικαλέσθηκε, στο πλαίσιο της προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασίας, την ανάγκη προστασίας της ασφάλειας των συγκεκριμένων εγγράφων, τα οποία κρίθηκαν ουσιώδους σημασίας για την ασφάλεια του εν λόγω κράτους μέλους, διά της αποτροπής της πλαστογραφήσεώς τους. Μόνον η εκτύπωση των εν λόγω εγγράφων από την PWPW παρέχει στο κράτος μέλος αυτό τη δυνατότητα να προστατευθεί έναντι τέτοιων κινδύνων πλαστογραφήσεως.

42      Η Δημοκρατία της Πολωνίας εμμένει στο ότι η ασφάλεια των ίδιων εγγράφων συνδέεται αναπόσπαστα με τα θεμελιώδη συμφέροντα του κράτους, δηλαδή τόσο τα εσωτερικά συμφέροντα, τα οποία περιλαμβάνουν την ασφάλεια, την υγεία και την ελευθερία των πολιτών, καθώς και την τήρηση της δημοσίας τάξεως, όσο και τα διασυνοριακά συμφέροντα, τα οποία περιλαμβάνουν την προστασία της ζωής, της υγείας και των ελευθεριών των πολιτών, καθώς και την καταπολέμηση της τρομοκρατίας, της εμπορίας ανθρώπων και του οργανωμένου εγκλήματος.

43      Όσον αφορά, ειδικότερα, τα έγγραφα που διαλαμβάνονται στο σημείο 32 του άρθρου 5, παράγραφος 2, του νόμου περί δημοσίων εγγράφων, ήτοι, ακριβέστερα, τα υπηρεσιακά δελτία ταυτότητας των αστυνομικών, συνοριοφυλάκων, στελεχών της Υπηρεσίας Κρατικής Ασφάλειας, στελεχών της Υπηρεσίας Εσωτερικής Ασφάλειας, στελεχών της Υπηρεσίας Πληροφοριών, στελεχών της στρατιωτικής υπηρεσίας αντικατασκοπείας και επαγγελματικών στρατιωτικών τοποθετημένων στην εν λόγω υπηρεσία, στελεχών της στρατιωτικής υπηρεσίας πληροφοριών και επαγγελματικών στρατιωτικών τοποθετημένων στην εν λόγω υπηρεσία, καθώς και των στελεχών της στρατιωτικής αστυνομίας, η Δημοκρατία της Πολωνίας υποστηρίζει ότι η εξαίρεση των εγγράφων αυτών από το πεδίο εφαρμογής των διαδικασιών συνάψεως συμβάσεων δικαιολογείται από την προστασία των εν λόγω θεμελιωδών συμφερόντων.

44      Συναφώς, η Δημοκρατία της Πολωνίας φρονεί ότι η προσήκουσα προστασία των εν λόγω εγγράφων, ιδίως έναντι των κινδύνων πλαστογραφήσεως και νοθεύσεως, έχει ιδιαίτερη σημασία για την εσωτερική της ασφάλεια. Προκειμένου να διασφαλισθεί το υψηλότερο δυνατό επίπεδο προστασίας από τους συγκεκριμένους κινδύνους, τα έγγραφα αυτά πρέπει να παράγονται από οικονομικό φορέα που ελέγχεται πλήρως από το συγκεκριμένο κράτος μέλος, όπως η PWPW.

45      Επιπλέον, όσον αφορά τα δελτία ταυτότητας και τα στρατιωτικά προσωπικά έγγραφα, η Δημοκρατία της Πολωνίας φρονεί ότι η εξαίρεσή τους από το πεδίο εφαρμογής των διαδικασιών συνάψεως συμβάσεων που προβλέπει η οδηγία 2014/24 δικαιολογείται από την απορρέουσα από το Σύνταγμα του εν λόγω κράτους μέλους επιτακτική ανάγκη προστασίας της εθνικής ασφάλειας του κράτους στον τομέα της άμυνας, στοιχείο που εγγυάται επίσης την ανεξαρτησία και την εδαφική ακεραιότητά του, καθώς και την ασφάλεια των πολιτών του.

46      Η Δημοκρατία της Πολωνίας υποστηρίζει, συναφώς, ότι ο έλεγχος της παραγωγής των συγκεκριμένων εγγράφων εντάσσεται στο ευρύτερο πλαίσιο της ασφάλειας και της αξιοπιστίας του εν λόγω κράτους μέλους στον τομέα της άμυνας, λαμβανομένης υπόψη της γεωπολιτικής του θέσεως, της προσχωρήσεώς του στις δομές του Οργανισμού Βορειοατλαντικού Συμφώνου (ΝΑΤΟ), αλλά και της τρέχουσας διεθνούς κατάστασης.

47      Αφετέρου, όσον αφορά τα διαλαμβανόμενα στο άρθρο 4, σημείο 5c, στοιχείο f, του νόμου περί δημοσίων συμβάσεων συστήματα μικροεπεξεργαστών με λογισμικό προοριζόμενο για τη διαχείριση των δημοσίων εγγράφων, συστήματα πληροφορικής και βάσεις δεδομένων που είναι αναγκαία για τη χρήση των δημοσίων αυτών εγγράφων, τα οποία περιέχουν ηλεκτρονικό μικροκύκλωμα, σύμφωνα με τον σκοπό τους, η Δημοκρατία της Πολωνίας θεωρεί ότι, καθόσον δεν είναι δυνατή η εγγύηση της ασφάλειας των δημοσίων εγγράφων χωρίς να διασφαλίζεται το προσήκον επίπεδο ασφάλειας των ηλεκτρονικών στοιχείων των εγγράφων αυτών, καθώς και των συστημάτων και βάσεων δεδομένων που χρησιμοποιούνται για την επεξεργασία των εν λόγω εγγράφων, πρέπει να εφαρμόζονται παρόμοια μέτρα προστασίας στα εν λόγω στοιχεία, συστήματα και βάσεις δεδομένων.

48      Όσον αφορά, κατά δεύτερον, τα φορολογικά επισήματα που μνημονεύονται στο άρθρο 4, σημείο 5c, στοιχείο b, του νόμου περί δημοσίων συμβάσεων, η Δημοκρατία της Πολωνίας υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι τα συγκεκριμένα επισήματα έχουν στρατηγική σημασία για την εθνική της ασφάλεια. Συναφώς, τα θεμελιώδη συμφέροντα που επικαλείται το εν λόγω κράτος μέλος είναι η προστασία της ζωής και της υγείας των πολιτών, η ασφάλεια των οικονομικών συναλλαγών, η αποτελεσματική καταπολέμηση του οργανωμένου και οικονομικού εγκλήματος, η χρηματοοικονομική ασφάλεια καθώς και η δυνατότητα του κράτους να διαθέτει το κατάλληλο επίπεδο φορολογικών εσόδων.

49      Κατά την καθής, η ανάθεση της παραγωγής των εν λόγω επισημάτων σε οικονομικό φορέα όπως είναι η PWPW, η οποία διαθέτει μακρά πείρα στον σχεδιασμό, την καθ’ όλα ασφαλή παραγωγή, την αποθήκευση και την προμήθεια τέτοιων επισημάτων εντός του εν λόγω κράτους μέλους, συνιστά ουσιώδες μέτρο για την εγγύηση της ασφάλειας των πολιτών στον συγκεκριμένο τομέα, δεδομένου ότι καμία άλλη πολωνική επιχείρηση δεν είναι σε θέση να εκτελέσει τις παραγγελίες φορολογικών επισημάτων.

50      Η ασφάλεια της παραγωγής των ως άνω επισημάτων αποσκοπεί στη διασφάλιση του ελέγχου της εισπράξεως των φόρων και των εισφορών καθώς και της διαθέσεως στο εμπόριο και της ταξινομήσεως των μεταφορικών μέσων. Τυχόν ανάθεση, όμως, της παραγωγής των εν λόγω επισημάτων σε άλλη επιχείρηση πλην της PWPW θα είχε, κατά την καθής, ως συνέπεια τη μείωση του βαθμού ασφαλείας τον οποίο η Δημοκρατία της Πολωνίας επιθυμεί να διατηρήσει στον συγκεκριμένο τομέα.

51      Όσον αφορά, κατά τρίτον, τη νόμιμη σήμανση και τα αυτοκόλλητα σήματα ελέγχου οχημάτων που μνημονεύονται στο άρθρο 4, σημείο 5c, στοιχείο c, του νόμου περί δημοσίων συμβάσεων, το εν λόγω κράτος μέλος υπογραμμίζει τη σημασία των εγγράφων που αφορούν τη θέση ενός οχήματος σε κυκλοφορία για την ασφάλεια ενός κράτους. Στο μέτρο που η παραγωγή των συγκεκριμένων εγγράφων απαιτεί την πρόσβαση σε απόρρητες πληροφορίες και προϋποθέτει τη χρήση κεντρικής τεχνολογίας εξατομικεύσεως με τη βοήθεια ηλεκτρονικού συστήματος, πρέπει να διασφαλίζεται η προστασία των οικείων διαβαθμισμένων πληροφοριών και δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, κάτι που αποτελεί ένα από τα ουσιώδη στοιχεία της ασφάλειας της Δημοκρατίας της Πολωνίας.

52      Ειδικότερα, το εν λόγω κράτος μέλος παρατηρεί ότι η μεταφορά επικίνδυνων εμπορευμάτων, τα οποία μπορούν να χρησιμοποιηθούν μεταξύ άλλων για τρομοκρατικές επιθέσεις, απαιτεί να παρέχεται πρόσβαση στα δεδομένα του οδηγού και του αυτοκόλλητου σήματος ελέγχου του οικείου οχήματος αποκλειστικώς σε αυστηρώς επιλεγμένους φορείς, όπως επιχειρήσεις ανήκουσες εξ ολοκλήρου στο Δημόσιο.

53      Όσον αφορά, κατά τέταρτον, τα ψηφοδέλτια και τα ολογράμματα που είναι τοποθετημένα σε πιστοποιητικά δικαιώματος ψήφου, τα οποία μνημονεύονται στο άρθρο 4, σημείο 5c, στοιχεία d και e, του νόμου περί δημοσίων συμβάσεων, η Δημοκρατία της Πολωνίας επικαλείται την εμπιστοσύνη του κοινού στην ομαλή διεξαγωγή και την ασφάλεια των εκλογών και των δημοψηφισμάτων στο εν λόγω κράτος μέλος. Ειδικότερα, η ομαλή διεξαγωγή των εκλογών έχει θεμελιώδη σημασία, τόσο από την άποψη της εμπιστοσύνης των πολιτών στα κρατικά όργανα όσο και από εκείνη της εθνικής ασφάλειας, απαιτεί δε την έγκαιρη εκτύπωση ψηφοδελτίων σε επαρκή αριθμό.

54      Η Δημοκρατία της Πολωνίας υποστηρίζει ότι η ανάθεση της παροχής των επίμαχων υπηρεσιών σε φορέα όπως η PWPW, την οποία ελέγχει πλήρως, διασφαλίζει την επιρροή της στο επίπεδο ασφαλείας των δημοσίων εγγράφων τα οποία χαρακτηρίζει ως «ευαίσθητα», καθιστώντας δυνατή τη συνεχή παρακολούθηση της καταστάσεως του συγκεκριμένου φορέα και την ταχεία αντίδραση στις ενδεχόμενες απειλές.

55      Το ως άνω κράτος μέλος επισημαίνει ότι ελέγχει πλήρως και διαχειρίζεται τόσο τη λειτουργία των οργάνων της PWPW όσο και τη διαδικασία παραγωγής των δημοσίων εγγράφων, γεγονός που καθιστά δυνατή τη διασφάλιση της προστασίας του θεμελιώδους συμφέροντος ασφαλείας του εν λόγω κράτους μέλους.

56      Ειδικότερα, η εκ μέρους του Δημόσιου Ταμείου κατοχή του συνόλου των μετοχών της PWPW παρέχει στη Δημοκρατία της Πολωνίας τη δυνατότητα να αποτρέψει την εξαγορά της εταιρίας αυτής από άλλον φορέα πλην του ελεγχόμενου από το Δημόσιο Ταμείο. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, διασφαλίζεται η συνέχεια της συγκεκριμένης παραγωγής και αποτρέπεται ο κίνδυνος πτωχεύσεως του επιφορτισμένου με το συγκεκριμένο έργο οικονομικού φορέα.

57      Συγκεκριμένα, όπως υποστηρίζει η καθής, ο κίνδυνος πτωχεύσεως εταιρίας όπως η PWPW είναι αμιγώς θεωρητικός, ενώ, επιπλέον, η Επιτροπή δεν προέβαλε λόγους για τους οποίους, σε περίπτωση οικονομικών δυσχερειών της PWPW, δεν θα ήταν δυνατή η χορήγηση κρατικής ενισχύσεως στη συγκεκριμένη εταιρία.

58      Όσον αφορά τον κίνδυνο αφερεγγυότητας της εν λόγω επιχειρήσεως, η Δημοκρατία της Πολωνίας υποστηρίζει ότι η προτεινόμενη από την Επιτροπή λύση δεν θα καθιστούσε δυνατή την αποφυγή αιφνίδιας επιδεινώσεως της οικονομικής καταστάσεως της επιχειρήσεως, ενώ, αντιθέτως, μια τέτοια περίπτωση αποκλείεται στο πλαίσιο συστήματος όπως αυτό που έχει καθιερώσει η Δημοκρατία της Πολωνίας.

59      Επιπλέον, οι συνέπειες που συνδέονται με την έλλειψη ουσιωδών για τη λειτουργία του κράτους εγγράφων, λόγω της αιφνίδιας διακοπής της παραγωγής τους εκ μέρους του επιλεγέντος οικονομικού φορέα, θα ήταν ανεπανόρθωτες.

60      Εξάλλου, κατά τη Δημοκρατία της Πολωνίας, η ανάθεση της παραγωγής τέτοιων εγγράφων σε φορέα όπως η PWPW, χωρίς τη διεξαγωγή διαδικασίας συνάψεως συμβάσεων προβλεπόμενης από την οδηγία 2014/24, εγγυάται τη γνησιότητα των εγγράφων αυτών και, ως εκ τούτου, την ασφάλεια του εν λόγω κράτους μέλους, περιορίζοντας επίσης τον κύκλο των φορέων που έχουν πρόσβαση σε διαβαθμισμένες πληροφορίες.

61      Όσον αφορά τη δυνατότητα της αναθέτουσας αρχής να προσφύγει σε υπεργολάβους, η Δημοκρατία της Πολωνίας θεωρεί ότι περίπτωση στην οποία σύμβαση εκτελείται από επιχείρηση ανήκουσα αποκλειστικώς στο Δημόσιο, ακόμη κι αν αυτή προσφεύγει σε υπεργολάβους, δεν είναι παρεμφερής εκείνης κατά την οποία η ίδια αυτή σύμβαση εκτελείται από φορέα επιλεγέντα σύμφωνα με τις διαδικασίες συνάψεως συμβάσεων που προβλέπει η οδηγία 2014/24. Εξάλλου, εάν υπεργολάβος δεν εκτελεί προσηκόντως την εν λόγω σύμβαση, η PWPW έχει τη δυνατότητα να τον υποκαταστήσει για το σύνολο της σειράς παραγωγής εγγράφων.

62      Η Δημοκρατία της Πολωνίας εκτιμά ότι κακώς η Επιτροπή στηρίζει τα επιχειρήματά της στην απόφαση της 20ής Μαρτίου 2018, Επιτροπή κατά Αυστρίας (Κρατικό τυπογραφείο) (C‑187/16, EU:C:2018:194), η οποία στερείται σημασίας για την εξέταση της υπό κρίση προσφυγής. Συναφώς, το εν λόγω κράτος μέλος υποστηρίζει ότι η εφαρμογή των οδηγιών περί δημοσίων συμβάσεων των οποίων έγινε επίκληση στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση εκείνη καθιστούσε δυνατή τη διασφάλιση επιπέδου ασφάλειας ανάλογου με εκείνο που θα είχε επιτευχθεί χωρίς προσφυγή στις διαδικασίες συνάψεως συμβάσεων που προβλέπουν οι εν λόγω οδηγίες. Τούτο, όμως, δεν συμβαίνει εν προκειμένω.

63      Η Δημοκρατία της Πολωνίας εμμένει στο γεγονός ότι δεν υποχρεούται να ευθυγραμμίζει το επίπεδο προστασίας των ουσιωδών συμφερόντων ασφαλείας της με εκείνο άλλου κράτους μέλους, ειδικότερα με εκείνο της Δημοκρατίας της Αυστρίας. Συναφώς, η Δημοκρατία της Πολωνίας εκτιμά ότι, μολονότι τα μέτρα τα οποία, κατά την Επιτροπή, μπορούν να ληφθούν προκειμένου να διασφαλισθεί η προστασία των ουσιωδών συμφερόντων της και η ταυτόχρονη υπαγωγή των επίμαχων υπηρεσιών στις διαδικασίες συνάψεως συμβάσεων που προβλέπει η οδηγία 2014/24 είναι επαρκή για την πλειονότητα των συμβάσεων, εντούτοις δεν καθιστούν δυνατή την επίτευξη του επιπέδου προστασίας των ουσιωδών συμφερόντων ασφαλείας που επέλεξε όσον αφορά τις συμβάσεις για τις επίμαχες υπηρεσίες.

64      Όσον αφορά την προστασία της ασφάλειας των σχετικών με τα επίμαχα δημόσια έγγραφα πληροφοριών, η καθής υποστηρίζει ότι το άνοιγμα των υπηρεσιών παραγωγής των συγκεκριμένων εγγράφων στον ανταγωνισμό θα αύξανε τον αριθμό των φορέων που μπορούν να έχουν πρόσβαση στις σχετικές με την ασφάλεια της Δημοκρατίας της Πολωνίας πληροφορίες, ενδεχόμενο που επιτείνει τον κίνδυνο διαρροής των ευαίσθητων αυτών πληροφοριών. Μια τέτοια, όμως, προσβολή των ουσιωδών συμφερόντων ασφαλείας του εν λόγω κράτους μέλους είναι, όπως και η διακοπή του εφοδιασμού με τα εν λόγω έγγραφα, μη αναστρέψιμη και συνιστά απειλή για τη συνέχιση της λειτουργίας του, δεδομένου ότι οι πληροφορίες που γνωστοποιούνται κατ’ αυτόν τον τρόπο μπορούν να χρησιμοποιηθούν από τρίτα κράτη, οργανωμένες εγκληματικές ομάδες ή τρομοκρατικές οργανώσεις.

65      Όσον αφορά το σχεδιαζόμενο από την Επιτροπή μέτρο, το οποίο συνίσταται στην επιβολή υποχρεώσεως τηρήσεως του απορρήτου, καθόσον θα απαιτείται η κατοχή διαπιστεύσεως εθνικής ασφαλείας για την πρόσβαση σε διαβαθμισμένες πληροφορίες, η Δημοκρατία της Πολωνίας φρονεί ότι μια τέτοια υποχρέωση εγγυάται μόνον σε ορισμένο βαθμό την ασφάλεια των εν λόγω ευαίσθητων πληροφοριών. Το αυτό ισχύει και για τα μέτρα σχετικά με τον καθορισμό τεχνικών προδιαγραφών που επιβάλλουν ειδικές απαιτήσεις και διαδικασίες που εγγυώνται την ασφάλεια.

66      Μολονότι η Επιτροπή υποστήριξε ότι απειλές για την ασφάλεια του οικείου κράτους μέλους μπορούν να υφίστανται ακόμη και όταν οι επίμαχες υπηρεσίες ανατίθενται σε δημόσια επιχείρηση όπως η PWPW, εντούτοις δεν απέδειξε, κατά το καθού κράτος μέλος, ότι το επίπεδο των απειλών αυτών είναι τόσο υψηλό όσο και στην περίπτωση κατά την οποία η εκτέλεση της οικείας συμβάσεως ανατίθεται σε φορέα που επελέγη κατ’ εφαρμογήν της οδηγίας 2014/24.

67      Συγκεκριμένα, η καθής υποστηρίζει ότι, ακόμη και αν τα μέτρα που μνημονεύονται στην σκέψη 65 της παρούσας αποφάσεως καθιστούν δυνατή την παροχή προσβάσεως στις εν λόγω πληροφορίες μόνο σε περιορισμένο αριθμό υποψηφίων οι οποίοι, άλλωστε, έχουν αποδείξει ότι πληρούν υψηλά πρότυπα όσον αφορά την αξιοπιστία και τις διαδικασίες προστασίας των πληροφοριών, το σύστημα που επέλεξε η Δημοκρατία της Πολωνίας καθιστά δυνατή τη μείωση του αριθμού των φορέων που έχουν πρόσβαση σε τέτοιες πληροφορίες.

 Εκτίμηση του Δικαστηρίου

68      Η υπό κρίση προσφυγή αφορά τη συμμόρφωση προς τις απαιτήσεις της οδηγίας 2014/24 της πολωνικής νομοθεσίας που προβλέπει την απευθείας ανάθεση στην PWPW των σχετικών με τις επίμαχες υπηρεσίες συμβάσεων.

69      Επισημαίνεται εκ προοιμίου ότι, όπως προκύπτει από τη δικογραφία που υποβλήθηκε στο Δικαστήριο, αφενός, οι δημόσιες συμβάσεις τις οποίες αφορά η συγκεκριμένη νομοθεσία συνιστούν δημόσιες συμβάσεις υπηρεσιών, κατά την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 1, σημείο 9, της εν λόγω οδηγίας και, αφετέρου, δεν αμφισβητείται ότι η εκτιμώμενη αξία των συμβάσεων αυτών υπερβαίνει τα κατώτατα όρια εφαρμογής της οδηγίας. Ως εκ τούτου, σύμφωνα με το άρθρο 1, παράγραφος 1, της οδηγίας, η εν λόγω νομοθεσία πρέπει, κατ’ αρχήν, να προβλέπει ότι η ανάθεση των συμβάσεων αυτών πραγματοποιείται τηρουμένων των κανόνων που προβλέπει η εν λόγω οδηγία.

70      Πράγματι, οι μόνες επιτρεπόμενες εξαιρέσεις στην εφαρμογή της οδηγίας 2014/24 είναι εκείνες οι οποίες μνημονεύονται ρητώς και περιοριστικώς στην οδηγία (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 18ης Νοεμβρίου 1999, Teckal, C‑107/98, EU:C:1999:562, σκέψη 43 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

71      Κατά πάγια νομολογία σχετικά με το βάρος αποδείξεως στο πλαίσιο διαδικασίας λόγω παραβάσεως δυνάμει του άρθρου 258 ΣΛΕΕ, στην Επιτροπή εναπόκειται να αποδείξει την ύπαρξη της προβαλλομένης παραβάσεως. Η Επιτροπή είναι αυτή η οποία πρέπει να προσκομίσει στο Δικαστήριο τα στοιχεία που είναι αναγκαία για τη διαπίστωση της παράβασης, χωρίς να μπορεί να στηριχθεί σε οποιοδήποτε τεκμήριο [απόφαση της 2ας Σεπτεμβρίου 2021, Επιτροπή κατά Σουηδίας (Σταθμοί επεξεργασίας λυμάτων), C‑22/20, EU:C:2021:669, σκέψη 143 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία)].

72      Στην παρούσα διαδικασία, η Δημοκρατία της Πολωνίας επικαλείται το άρθρο 15, παράγραφοι 2 και 3, της οδηγίας 2014/24, σε συνδυασμό με το άρθρο 346, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, ΣΛΕΕ, προκειμένου να δικαιολογήσει τον σύμφωνο με το δίκαιο της Ένωσης χαρακτήρα της πολωνικής νομοθεσίας η οποία προβλέπει την απευθείας ανάθεση των επίμαχων συμβάσεων υπηρεσιών στην PWPW.

73      Επισημαίνεται συναφώς ότι, όπως προκύπτει από το άρθρο 15, παράγραφος 2, της οδηγίας 2014/24, η συγκεκριμένη οδηγία δεν έχει εφαρμογή στις δημόσιες συμβάσεις στο μέτρο που η προστασία των ουσιωδών συμφερόντων ασφαλείας ενός κράτους μέλους δεν μπορεί να διασφαλισθεί με λιγότερο δραστικά μέτρα, όπως είναι, επί παραδείγματι, η επιβολή όρων με σκοπό την προστασία του εμπιστευτικού χαρακτήρα των πληροφοριών τις οποίες η αναθέτουσα αρχή καθιστά διαθέσιμες στο πλαίσιο προβλεπόμενης από την οδηγία διαδικασίας συνάψεως συμβάσεως.

74      Επιπλέον, με την ως άνω διάταξη διευκρινίζεται ότι, σύμφωνα με το άρθρο 346, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, ΣΛΕΕ, η οδηγία 2014/24 δεν τυγχάνει εφαρμογής στις δημόσιες συμβάσεις στο μέτρο που η εφαρμογή της θα υποχρέωνε ένα κράτος μέλος να παράσχει πληροφορίες τη δημοσιοποίηση των οποίων θεωρεί αντίθετη προς ουσιώδη συμφέροντα ασφαλείας του.

75      Βάσει του άρθρου 15, παράγραφος 3, της εν λόγω οδηγίας, οσάκις η διαδικασία συνάψεως και η εκτέλεση της δημόσιας συμβάσεως χαρακτηρίζονται ως απόρρητες ή πρέπει να συνοδεύονται από ειδικά μέτρα ασφαλείας, σύμφωνα με τις ισχύουσες σε κράτος μέλος νομοθετικές, κανονιστικές ή διοικητικές διατάξεις, η ίδια οδηγία δεν εφαρμόζεται εφόσον το κράτος μέλος έχει αποδείξει ότι η προστασία των σχετικών ουσιωδών συμφερόντων δεν μπορεί να διασφαλισθεί με λιγότερο δραστικά μέτρα.

76      Όσον αφορά την παρέκκλιση του άρθρου 15 της οδηγίας 2014/24, απόκειται στα κράτη μέλη να καθορίζουν τα ουσιώδη συμφέροντα ασφαλείας τους, και, εν προκειμένω, στις πολωνικές αρχές να καθορίσουν τα μέτρα ασφαλείας που είναι αναγκαία για την προστασία της εθνικής ασφάλειας της Δημοκρατίας της Πολωνίας στο πλαίσιο της εκτυπώσεως εγγράφων όπως τα επίμαχα στην υπό κρίση υπόθεση [βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 20ής Μαρτίου 2018, Επιτροπή κατά Αυστρίας (Κρατικό τυπογραφείο), C‑187/16, EU:C:2018:194, σκέψη 75 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

77      Πράγματι, το γράμμα του άρθρου 15, παράγραφοι 2 και 3, της οδηγίας 2014/24, ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα του άρθρου 346 ΣΛΕΕ, δεν επιβάλλει στα κράτη μέλη υποχρέωση ως προς το επιδιωκόμενο επίπεδο προστασίας των ουσιωδών συμφερόντων ασφαλείας τους.

78      Όπως επισήμανε, κατ’ ουσίαν, ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 48 των προτάσεών του, ο μνημονευόμενος στις ως άνω διατάξεις όρος «ασφάλεια» περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, τη διαφύλαξη της εθνικής ασφάλειας.

79      Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία, ο σκοπός της διαφυλάξεως της εθνικής ασφάλειας ανταποκρίνεται στο πρωταρχικό συμφέρον της προστασίας των βασικών λειτουργιών του κράτους και των θεμελιωδών συμφερόντων της κοινωνίας και περιλαμβάνει την πρόληψη και την καταστολή δραστηριοτήτων ικανών να αποσταθεροποιήσουν σοβαρά τις θεμελιώδεις συνταγματικές, πολιτικές, οικονομικές ή κοινωνικές δομές μιας χώρας και, ειδικότερα, να απειλήσουν άμεσα την κοινωνία, τον πληθυσμό ή το ίδιο το κράτος, όπως είναι, μεταξύ άλλων, οι τρομοκρατικές δραστηριότητες (απόφαση της 5ης Απριλίου 2022, Commissioner of An Garda Síochána κ.λπ., C‑140/20, EU:C:2022:258, σκέψη 61 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

80      Εντούτοις, τα μέτρα που θεσπίζουν τα κράτη μέλη στο πλαίσιο των θεμιτών επιταγών εθνικού συμφέροντος δεν εξαιρούνται συλλήβδην από το πεδίο εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης για τον λόγο και μόνον ότι λαμβάνονται προς το συμφέρον της δημόσιας ασφάλειας [βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 20ής Μαρτίου 2018, Επιτροπή κατά Αυστρίας (Κρατικό τυπογραφείο), C‑187/16, EU:C:2018:194, σκέψη 76 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

81      Εξάλλου, πρέπει να υπομνησθεί επίσης ότι εξαιρέσεις όπως οι προβαλλόμενες στο πλαίσιο της υπό κρίση προσφυγής πρέπει να αποτελούν αντικείμενο συσταλτικής ερμηνείας [βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 20ής Μαρτίου 2018, Επιτροπή κατά Αυστρίας (Κρατικό τυπογραφείο), C‑187/16, EU:C:2018:194, σκέψη 77 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

82      Ως εκ τούτου, μολονότι οι παράγραφοι 2 και 3 του άρθρου 15 της οδηγίας 2014/24 καταλείπουν στα κράτη μέλη περιθώριο εκτιμήσεως προκειμένου να αποφασίζουν τη λήψη των μέτρων που κρίνουν αναγκαία για την προστασία των ουσιωδών συμφερόντων ασφαλείας τους, εντούτοις οι εν λόγω διατάξεις δεν μπορούν να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι παρέχουν στα κράτη μέλη την ευχέρεια να παρεκκλίνουν από τις διατάξεις της Συνθήκης ΛΕΕ αρκούμενα στην επίκληση των εν λόγω συμφερόντων. Κατά συνέπεια, το κράτος μέλος το οποίο στηρίζεται στις εξαιρέσεις που προβλέπονται στις εν λόγω διατάξεις πρέπει να αποδείξει ότι η αναγκαιότητα προστασίας των συμφερόντων αυτών δεν θα μπορούσε να ικανοποιηθεί μέσω της διεξαγωγής διαδικασίας διαγωνισμού όπως προβλέπεται στη συγκεκριμένη οδηγία [βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 20ής Μαρτίου 2018, Επιτροπή κατά Αυστρίας (Κρατικό τυπογραφείο), C‑187/16, EU:C:2018:194, σκέψεις 78 και 79 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

83      Εν προκειμένω, μολονότι η Δημοκρατία της Πολωνίας προσδιόρισε, βεβαίως, τα ουσιώδη συμφέροντα ασφαλείας της τα οποία θεωρεί ότι πρέπει να προστατεύονται, καθώς και τις συμφυείς με την προστασία των συμφερόντων αυτών εγγυήσεις, πρέπει, εντούτοις, να διακριβωθεί αν το εν λόγω κράτος μέλος απέδειξε ότι οι σκοποί τους οποίους επιδιώκει δεν θα μπορούσαν να επιτευχθούν μέσω της διεξαγωγής διαγωνισμού, όπως προβλέπεται στην οδηγία 2014/24.

84      Συναφώς, πρέπει να απορριφθεί ευθύς εξαρχής το επιχείρημα της Δημοκρατίας της Πολωνίας ότι η Επιτροπή δεν μπορεί βασίμως να επικαλεσθεί την απόφαση της 20ής Μαρτίου 2018, Επιτροπή κατά Αυστρίας (Κρατικό τυπογραφείο) (C‑187/16, EU:C:2018:194), στο μέτρο που, αντιθέτως προς την επίμαχη εν προκειμένω περίπτωση, το επίμαχο στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση εκείνη εθνικό τυπογραφείο ήταν επιχείρηση ιδιωτικού δικαίου. Πράγματι, το νομικό καθεστώς της εταιρίας που είναι επιφορτισμένη, σε εθνικό επίπεδο, με την εκτύπωση επίσημων εγγράφων δεν απαλλάσσει το οικείο κράτος μέλος, υπό την επιφύλαξη της δυνατότητας εφαρμογής του άρθρου 12 της οδηγίας 2014/24, από την υποχρέωση να αποδείξει ότι οι σκοποί τους οποίους επιδιώκει δεν θα μπορούσαν να επιτευχθούν μέσω της διεξαγωγής διαγωνισμού. Η Δημοκρατία της Πολωνίας, όμως, δεν απέδειξε ότι οι δημόσιες συμβάσεις τις οποίες αφορά η επίμαχη πολωνική νομοθεσία αποτελούν το αντικείμενο εσωτερικής αναθέσεως (in house) και άρα εμπίπτουν στις ειδικές περιπτώσεις εξαιρέσεως από τους κανόνες περί συνάψεως δημοσίων συμβάσεων, οι οποίες μνημονεύονται στο εν λόγω άρθρο 12.

85      Όσον αφορά, κατά πρώτον, το επιχείρημα της Δημοκρατίας της Πολωνίας ότι η απευθείας ανάθεση στην PWPW των επίμαχων συμβάσεων παροχής υπηρεσιών ανταποκρίνεται στον σκοπό διασφαλίσεως του αδιάλειπτου εφοδιασμού με επίσημα έγγραφα, αποτρέποντας τον κίνδυνο πτωχεύσεως της εν λόγω επιχειρήσεως, επισημαίνεται ότι, μολονότι η πλειονότητα των εγγράφων αυτών συνδέεται στενά με τη δημόσια τάξη και τη θεσμική λειτουργία ενός κράτους μέλους, στοιχεία τα οποία προϋποθέτουν τη διασφάλιση αδιάλειπτου εφοδιασμού, εντούτοις, η Δημοκρατία της Πολωνίας δεν απέδειξε, ωστόσο, ότι ο συγκεκριμένος σκοπός δεν θα μπορούσε να επιτευχθεί στο πλαίσιο διαγωνισμού και ότι μια τέτοια εγγύηση θα ετίθετο σε κίνδυνο σε περίπτωση αναθέσεως της παροχής των εν λόγω υπηρεσιών σε άλλες επιχειρήσεις, περιλαμβανομένων, ενδεχομένως, επιχειρήσεων εγκατεστημένων σε άλλα κράτη μέλη.

86      Ειδικότερα, το εν λόγω κράτος μέλος δεν απέδειξε ότι ο κίνδυνος διαταράξεως της παραγωγής των επίμαχων δημόσιων εγγράφων λόγω ενδεχόμενης πτωχεύσεως του επιφορτισμένου με την παραγωγή αυτή οικονομικού φορέα είναι ουσιωδώς υψηλότερος σε περίπτωση προσφυγής σε προβλεπόμενη από την οδηγία 2014/24 διαδικασία συνάψεως συμβάσεως.

87      Πράγματι, προκειμένου να αντιμετωπισθούν οι ανωτέρω κίνδυνοι, η επίμαχη πολωνική νομοθεσία θα μπορούσε να προβλέπει την επιβολή, με την οικεία δημόσια σύμβαση, άλλων μέτρων, όπως είναι, μεταξύ άλλων, η υποχρέωση της αναθέτουσας αρχής να συνάπτει, εφόσον δεν υπάρχουν άλλοι λόγοι που να αντιτίθενται σε τέτοια λύση, συμβάσεις με περισσότερους του ενός προμηθευτές.

88      Εξάλλου, η σύμβαση αυτή θα μπορούσε να προβλέπει απαιτήσεις που να εγγυώνται την οικονομική ευρωστία των υποψηφίων. Πράγματι, το άρθρο 58, παράγραφος 3, της οδηγίας 2014/24 προβλέπει ότι οι αναθέτουσες αρχές μπορούν να επιβάλλουν στους οικονομικούς φορείς όρους προς διασφάλιση του ότι οι φορείς διαθέτουν την αναγκαία οικονομική και χρηματοοικονομική επάρκεια για την εκτέλεση της συμβάσεως. Με τη συγκεκριμένη διάταξη διευκρινίζεται ότι, προς τούτο, οι αναθέτουσες αρχές μπορούν ειδικότερα να απαιτούν από τους οικονομικούς φορείς να έχουν έναν ορισμένο ελάχιστο ετήσιο κύκλο εργασιών, ιδίως στον τομέα που αφορά η σύμβαση. Επιπλέον, οι αναθέτουσες αρχές μπορούν να απαιτούν από τους οικονομικούς φορείς να παρέχουν πληροφορίες σχετικά με τους ετήσιους λογαριασμούς τους και, κατά περίπτωση, να διαθέτουν κατάλληλο επίπεδο ασφαλιστικής καλύψεως έναντι των επαγγελματικών κινδύνων.

89      Η Δημοκρατία της Πολωνίας, όμως, δεν κατόρθωσε να αποδείξει ότι η επιβολή τέτοιων απαιτήσεων δεν θα μπορούσε να άρει τους προβαλλόμενους κινδύνους όσον αφορά τον εφοδιασμό με τα οικεία έγγραφα οι οποίοι ανάγονται κυρίως σε αιφνίδια επιδείνωση της οικονομικής καταστάσεως της επιφορτισμένης με την παραγωγή των εγγράφων επιχειρήσεως. Πράγματι, όπως παρατηρεί η Επιτροπή, μολονότι ο κίνδυνος πτωχεύσεως επιχειρήσεως όπως η PWPW είναι μικρότερος, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι αποκλείεται εντελώς.

90      Όσον αφορά την ανάγκη επαρκούς και έγκαιρης παραγωγής ψηφοδελτίων και ολογραμμάτων τοποθετούμενων σε πιστοποιητικά δικαιώματος ψήφου που μνημονεύονται στο άρθρο 4, σημείο 5c, στοιχεία d και e, του νόμου περί δημοσίων συμβάσεων, προκειμένου να διασφαλισθεί η ομαλή διεξαγωγή και η ασφάλεια των εκλογών, η Δημοκρατία της Πολωνίας δεν αποδεικνύει ότι άλλες επιχειρήσεις πλην της PWPW είναι οπωσδήποτε λιγότερο αποδοτικές από τη συγκεκριμένη επιχείρηση και ότι δεν μπορούν να εκτυπώνουν τα εν λόγω ψηφοδέλτια και να παράγουν τα εν λόγω ολογράμματα σε επαρκή ποσότητα και εγκαίρως. Ως εκ τούτου, δεν αποδεικνύεται ότι είναι αναγκαίο να αποκλεισθεί η εφαρμογή των διατάξεων περί συνάψεως συμβάσεων που προβλέπει η οδηγία 2014/24 προκειμένου να επιτευχθεί ο επιδιωκόμενος από το εν λόγω κράτος μέλος σκοπός.

91      Όσον αφορά, κατά δεύτερον, την ανάγκη διασφαλίσεως, όσον αφορά την πλειονότητα των επίμαχων υπηρεσιών, της προστασίας της ασφάλειας των οικείων εγγράφων και, ειδικότερα, των πληροφοριών που αυτά περιέχουν, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι η ανάγκη να προβλεφθεί υποχρέωση τηρήσεως της εμπιστευτικότητας δεν εμποδίζει αυτή καθαυτήν τη διεξαγωγή διαγωνισμού για την ανάθεση δημόσιας συμβάσεως [απόφαση της 20ής Μαρτίου 2018, Επιτροπή κατά Αυστρίας (Κρατικό τυπογραφείο) C‑187/16, EU:C:2018:194, σκέψη 89].

92      Επιπλέον, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι ο εμπιστευτικός χαρακτήρας των δεδομένων μπορεί να διαφυλάσσεται με την υποχρέωση τηρήσεως του απορρήτου, χωρίς να καθίσταται αναγκαία η μη τήρηση των διαδικασιών για τη σύναψη δημοσίων συμβάσεων. Πράγματι, η αναθέτουσα αρχή μπορεί κάλλιστα να ορίζει ιδιαιτέρως υψηλές απαιτήσεις ως προς την καταλληλότητα και την αξιοπιστία των αναδόχων, να διαμορφώνει αντιστοίχως τους όρους του διαγωνισμού και τους όρους των συμβάσεων παροχής υπηρεσιών, καθώς και να απαιτεί από τους διαγωνιζόμενους τα αναγκαία δικαιολογητικά στοιχεία [απόφαση της 20ής Μαρτίου 2018, Επιτροπή κατά Αυστρίας (Κρατικό τυπογραφείο) C‑187/16, EU:C:2018:194, σκέψεις 90 και 91].

93      Προκειμένου να διαφυλαχθεί η ασφάλεια της πλειονότητας των οικείων εγγράφων, η αναθέτουσα αρχή θα μπορούσε, στο πλαίσιο των διαδικασιών συνάψεως συμβάσεων που προβλέπει η οδηγία 2014/24, να προβλέψει, μεταξύ άλλων, τεχνικές προδιαγραφές, κατά την έννοια του άρθρου 42 της εν λόγω οδηγίας, και/ή να καθορίσει κριτήρια επιλογής, όπως αυτά που προβλέπει το άρθρο 58 της οδηγίας.

94      Ειδικότερα, όσον αφορά τις ως άνω τεχνικές προδιαγραφές, κατά την έννοια του άρθρου 42 της οδηγίας 2014/24, από την παράγραφο 1 του εν λόγω άρθρου προκύπτει ότι αυτές καθορίζουν τα απαιτούμενα χαρακτηριστικά των οικείων υπηρεσιών και ότι μπορούν επίσης να αναφέρονται στην ειδική διαδικασία ή μέθοδο παροχής των ζητούμενων υπηρεσιών, υπό την προϋπόθεση ότι συνδέονται με το αντικείμενο της συμβάσεως και ότι τελούν σε σχέση αναλογίας προς την αξία και τους σκοπούς της.

95      Όσον αφορά τα κριτήρια επιλογής τα οποία διαλαμβάνονται στο άρθρο 58 της οδηγίας 2014/24, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι ο νομοθέτης της Ένωσης παραχώρησε στην αναθέτουσα αρχή ευρεία διακριτική ευχέρεια όσον αφορά τον καθορισμό των συγκεκριμένων κριτηρίων. Επομένως, σύμφωνα με την παράγραφο 1 του εν λόγω άρθρου, η αναθέτουσα αρχή διαθέτει ορισμένη ευχέρεια για τον καθορισμό των όρων συμμετοχής σε διαδικασία σύναψης συμβάσεως, τους οποίους θεωρεί ότι σχετίζονται και είναι ανάλογοι με το αντικείμενο της οικείας σύμβασης και κατάλληλοι για να διασφαλίσουν ότι ο υποψήφιος ή προσφέρων διαθέτει τις εκ του νόμου απαιτούμενες προϋποθέσεις, τις χρηματοοικονομικές δυνατότητες και την τεχνική και επαγγελματική ικανότητα για την εκτέλεση της προς ανάθεση σύμβασης. Ειδικότερα, κατά την παράγραφο 4 του εν λόγω άρθρου 58, η αναθέτουσα αρχή εκτιμά ελεύθερα τις προϋποθέσεις συμμετοχής τις οποίες κρίνει κατάλληλες για να εξασφαλίζουν, μεταξύ άλλων, την εκτέλεση της συμβάσεως στο κατά την αναθέτουσα αρχή προσήκον επίπεδο ποιότητας (πρβλ. απόφαση της 26ης Ιανουαρίου 2023, Construct, C‑403/21, EU:C:2023:47, σκέψη 60 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

96      Ειδικότερα, η ως άνω παράγραφος 4 παρέχει στην αναθέτουσα αρχή τη δυνατότητα να επιβάλλει όρους που να εγγυώνται ότι οι οικονομικοί φορείς διαθέτουν τους αναγκαίους ανθρώπινους και τεχνικούς πόρους καθώς και την αναγκαία πείρα για την εκτέλεση της οικείας συμβάσεως, διασφαλίζοντας προσήκον επίπεδο ποιότητας, στοιχείο που μπορεί να αξιολογείται βάσει της τεχνογνωσίας, της αποτελεσματικότητας, της πείρας και της αξιοπιστίας τους. Επομένως, μπορούν να αποκλείονται οικονομικοί φορείς οι οποίοι θεωρείται ότι δεν διαθέτουν τις απαιτούμενες επαγγελματικές ικανότητες, περιλαμβανομένων και περιπτώσεων συγκρούσεως συμφερόντων οι οποίες θα μπορούσαν να έχουν αρνητικές συνέπειες στην εκτέλεση της συμβάσεως.

97      Επιπλέον, όπως υποστήριξε η Επιτροπή, όσον αφορά την πλειονότητα των επίμαχων υπηρεσιών, η αναθέτουσα αρχή μπορεί να παρέχει πρόσβαση στις σχετικές εμπιστευτικές πληροφορίες μόνον σε περιορισμένο αριθμό υποψηφίων, κάνοντας χρήση της κλειστής διαδικασίας του άρθρου 28 της οδηγίας 2014/24 ή, ενδεχομένως, των διαδικασιών που διαλαμβάνονται στα άρθρα 29 και 30 της οδηγίας. Πράγματι, η αναθέτουσα αρχή μπορεί να κάνει χρήση της δυνατότητας περιορισμού του αριθμού των προς διαπραγμάτευση προσφορών, την οποία προβλέπει το άρθρο 29, παράγραφος 6, της οδηγίας 2014/24, ή της δυνατότητας μειώσεως του αριθμού των υπό εξέταση λύσεων, την οποία προβλέπει το άρθρο 30, παράγραφος 4, της οδηγίας.

98      Υπό τις συνθήκες αυτές, πρώτον, όσον αφορά το επιχείρημα της Δημοκρατίας της Πολωνίας ότι η παραγωγή της νόμιμης σημάνσεως και των αυτοκόλλητων σημάτων ελέγχου οχημάτων, που μνημονεύονται στο άρθρο 4, σημείο 5c, στοιχείο c, του νόμου περί δημοσίων συμβάσεων, καθώς και των εγγράφων που αφορούν τη θέση σε κυκλοφορία οχήματος, απαιτεί πρόσβαση σε απόρρητες ή εμπιστευτικές πληροφορίες και συνεπάγεται την προστασία διαβαθμισμένων πληροφοριών και δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, στη σκέψη 92 της παρούσας αποφάσεως υπομνήσθηκε ότι η εμπιστευτικότητα των δεδομένων μπορεί, κατ’ αρχήν, να διασφαλίζεται μέσω της υποχρεώσεως τηρήσεως του απορρήτου, χωρίς να είναι αναγκαίο να παραβιασθούν οι διαδικασίες στον τομέα της συνάψεως δημοσίων συμβάσεων τις οποίες προβλέπει η οδηγία 2014/24.

99      Προκειμένου να αποφευχθεί η διαρροή ευαίσθητων πληροφοριών, οι πολωνικές αρχές δύνανται να περιλάβουν, υπό τους όρους που διέπουν τους διαγωνισμούς, ρήτρες που επιβάλλουν στον ανάδοχο γενική υποχρέωση εμπιστευτικότητας, καθώς και να προβλέψουν ότι η υποψήφια επιχείρηση που δεν θα είναι σε θέση να παράσχει επαρκείς εγγυήσεις ως προς την τήρηση της υποχρεώσεως αυτής θα αποκλεισθεί από τη διαδικασία αναθέσεως. Οι πολωνικές αρχές έχουν επίσης τη δυνατότητα να προβλέψουν ότι, σε περίπτωση μη συμμορφώσεώς του με την ως άνω υποχρέωση κατά τη διάρκεια εκτελέσεως της συμβάσεως, ο ανάδοχος θα υποστεί κυρώσεις, ιδίως συμβατικές [πρβλ. απόφαση της 20ής Μαρτίου 2018, Επιτροπή κατά Αυστρίας (Κρατικό τυπογραφείο) C‑187/16, EU:C:2018:194, σκέψη 93].

100    Εξάλλου, μολονότι, βεβαίως, ένα κράτος μέλος μπορεί να λάβει μέτρα προκειμένου να διασφαλίσει ειδικότερα ότι τα στοιχεία του οδηγού και του αυτοκόλλητου σήματος ελέγχου οχήματος στο πλαίσιο μεταφοράς επικίνδυνων εμπορευμάτων είναι προσβάσιμα μόνον σε αυστηρώς επιλεγμένους φορείς, ο εμπιστευτικός χαρακτήρας των στοιχείων αυτών θα μπορούσε επίσης να διασφαλισθεί με υποχρέωση εμπιστευτικότητας που θα υπέχουν οι επιχειρήσεις οι οποίες μετέχουν σε διαδικασία αναθέσεως συμβάσεως διεπόμενη από την οδηγία 2014/24.

101    Ως εκ τούτου, δεδομένου ότι η Δημοκρατία της Πολωνίας δεν προέβαλε κανένα στοιχείο δυνάμενο να καταδείξει ότι η προσφυγή σε διαδικασία συνάψεως δημόσιας συμβάσεως η οποία έχει σχεδιασθεί κατά τον ως άνω τρόπο δεν εγγυάται την ασφάλεια όσον αφορά την πρόσβαση στα εν λόγω απόρρητα δεδομένα κατά τρόπο παρόμοιο με την απευθείας ανάθεση των οικείων συμβάσεων στην PWPW, δεν αποδεικνύεται ότι η προστασία της ασφάλειάς τους αντιτίθεται σε διαδικασία διαγωνισμού για την ανάθεση των εν λόγω συμβάσεων.

102    Όσον αφορά, δεύτερον, τα φορολογικά επισήματα που μνημονεύονται στο άρθρο 4, σημείο 5c, στοιχείο b, του νόμου περί δημοσίων συμβάσεων, μολονότι η Δημοκρατία της Πολωνίας δύναται να λάβει τα αναγκαία μέτρα για να διαφυλάξει, μεταξύ άλλων, την ασφάλεια των πολιτών της, το εν λόγω κράτος μέλος δεν αποδεικνύει, πάντως, ότι μόνον η ανάθεση της παραγωγής των συγκεκριμένων επισημάτων σε επιχείρηση όπως η PWPW μπορεί να διασφαλίσει την επίτευξη του σκοπού αυτού και ότι πρέπει να αποκλεισθεί η εφαρμογή των διατάξεων περί συνάψεως συμβάσεων που προβλέπει η οδηγία 2014/24.

103    Πράγματι, δεν προκύπτει ότι ο ως άνω σκοπός δεν θα μπορούσε να επιτευχθεί αν η παραγωγή είχε ανατεθεί σε άλλους οικονομικούς φορείς πλην της PWPW, διαθέτοντες επαρκή πείρα στον σχεδιασμό, την παραγωγή με κάθε ασφάλεια, την αποθήκευση και την προμήθεια τέτοιων επισημάτων εντός του εν λόγω κράτους μέλους. Επιπλέον, ουδόλως προκύπτει ότι θα ήταν αδύνατο να επιβληθούν συμβατικώς στους φορείς αυτούς τα αναγκαία μέτρα εμπιστευτικότητας και ασφάλειας.

104    Τρίτον, όσον αφορά, ειδικότερα, την παραγωγή των δημοσίων εγγράφων που μνημονεύονται στο άρθρο 5, παράγραφος 2, του νόμου περί δημοσίων εγγράφων, καθώς και των συστημάτων μικροεπεξεργαστών με λογισμικό προοριζόμενο για τη διαχείριση δημοσίων εγγράφων, συστημάτων πληροφορικής και βάσεων δεδομένων αναγκαίων για τη χρήση των δημόσιων αυτών εγγράφων, τα οποία περιέχουν ηλεκτρονικό μικροκύκλωμα, σύμφωνα με τον σκοπό τους, και τα οποία μνημονεύονται στο άρθρο 4, σημείο 5c, στοιχείο f, του νόμου περί δημοσίων συμβάσεων, καθόσον η Δημοκρατία της Πολωνίας επικαλείται συναφώς την επιτακτική ανάγκη αποτροπής της πλαστογραφήσεως ή της νοθεύσεώς τους, επισημαίνεται ότι, όσον αφορά τα περισσότερα από τα εν λόγω έγγραφα και συστήματα, οι εγγυήσεις που μπορεί να απαιτήσει η αναθέτουσα αρχή αρκούν για την αντιμετώπιση των προβαλλομένων από το συγκεκριμένο κράτος μέλος κινδύνων για τα ουσιώδη συμφέροντα ασφαλείας του.

105    Πράγματι, η εκ μέρους του επιλεγέντος οικονομικού φορέα αυστηρή τήρηση των κριτηρίων αναθέσεως και ο συνεχής έλεγχός τους κατά τη διάρκεια της εκτελέσεως της ανατεθείσας συμβάσεως μπορούν, κατ’ αρχήν, να αποτρέψουν ενδεχόμενες εσωτερικές διαρροές και καταχρήσεις, οι οποίες θα μπορούσαν να έχουν ως αποτέλεσμα τέτοιες πλαστογραφίες ή νοθεύσεις.

106    Ως εκ τούτου, η μη εφαρμογή των προβλεπόμενων από την οδηγία 2014/24 διαδικασιών συνάψεως συμβάσεων στις περιπτώσεις των συμβάσεων που αφορούν την παραγωγή της πλειονότητας των δημοσίων εγγράφων τα οποία διαλαμβάνονται στο άρθρο 4, σημείο 5c, του νόμου περί δημοσίων συμβάσεων, αλλά και στις περιπτώσεις των συμβάσεων, οι οποίες επίσης διαλαμβάνονται στην εν λόγω διάταξη, σχετικά με την παραγωγή φορολογικών επισημάτων, νόμιμης σημάνσεως, αυτοκόλλητων σημάτων ελέγχου, ψηφοδελτίων, ολογραμμάτων τοποθετούμενων σε πιστοποιητικά δικαιώματος ψήφου, καθώς και συστημάτων μικροεπεξεργαστών με λογισμικό προοριζόμενο για τη διαχείριση δημοσίων εγγράφων, συστημάτων πληροφορικής και βάσεων δεδομένων αναγκαίων για τη χρήση των δημόσιων εγγράφων, είναι δυσανάλογη σε σχέση με τους σκοπούς που επικαλείται η Δημοκρατία της Πολωνίας.

107    Αντιθέτως, όσον αφορά ορισμένα δημόσια έγγραφα, τα οποία μνημονεύονται στα σημεία 16 έως 19 και 32 του άρθρου 5, παράγραφος 2, του νόμου περί δημοσίων εγγράφων, ήτοι τα προσωπικά έγγραφα των στρατιωτικών και τα δελτία ταυτότητάς τους, τα υπηρεσιακά δελτία ταυτότητας αστυνομικών, συνοριοφυλάκων, στελεχών της Υπηρεσίας Κρατικής Ασφάλειας, στελεχών της Υπηρεσίας Εσωτερικής Ασφάλειας, στελεχών της Υπηρεσίας Πληροφοριών, στελεχών της στρατιωτικής υπηρεσίας αντικατασκοπείας και επαγγελματιών στρατιωτικών τοποθετημένων στην εν λόγω υπηρεσία, στελεχών της στρατιωτικής υπηρεσίας πληροφοριών και επαγγελματιών στρατιωτικών τοποθετημένων στην εν λόγω υπηρεσία, καθώς και στελεχών της στρατιωτικής αστυνομίας, πρέπει να γίνει δεκτό ότι τα έγγραφα αυτά συνδέονται άμεσα και στενά με τον σκοπό της προστασίας της εθνικής ασφάλειας, οπότε μπορούν να δικαιολογήσουν πρόσθετες απαιτήσεις περί εμπιστευτικότητας.

108    Συναφώς, επιβάλλεται η επισήμανση ότι τα έγγραφα που απαριθμούνται στην προηγούμενη σκέψη, καθόσον αφορούν υπαλλήλους των οποίων τα καθήκοντα προκύπτει ότι συνδέονται άμεσα και στενά με την προάσπιση της εθνικής ασφάλειας κράτους μέλους, μπορούν να καταστήσουν αναγκαίο τον περιορισμό της δημοσιοποιήσεως των χαρακτηριστικών τους και των πληροφοριών που περιέχουν, μεταξύ των οποίων καταλέγεται ιδίως η ταυτότητα των υπαλλήλων αυτών, οπότε πρέπει να γίνει δεκτό ότι έχουν ιδιαιτέρως αυξημένο ευαίσθητο χαρακτήρα, ο οποίος απαιτεί ενισχυμένη προστασία έναντι, ιδίως, των διαρροών και των πλαστογραφήσεων.

109    Πράγματι, όπως υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, η Δημοκρατία της Πολωνίας, χωρίς να αντικρουσθεί λυσιτελώς από την Επιτροπή, ενδεχόμενη διαρροή τέτοιων πληροφοριών θα μπορούσε να έχει ανεπανόρθωτες συνέπειες για την εθνική ασφάλεια κράτους μέλους, δεδομένου ότι οι εν λόγω πληροφορίες θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν από τρίτα κράτη, ή ακόμη, μεταξύ άλλων, από εγκληματικές ομάδες ή τρομοκρατικές οργανώσεις.

110    Ως εκ τούτου, μολονότι βεβαίως θα ήταν δυνατόν να προβλεφθούν, για την περίπτωση διαρροής των εν λόγω ευαίσθητων πληροφοριών, εγγυήσεις όπως η επιβολή κυρώσεων, ιδίως συμβατικών, στον οικονομικό φορέα που θα ήταν επιφορτισμένος με την παραγωγή των εγγράφων που μνημονεύονται στη σκέψη 107 της παρούσας αποφάσεως, οι εγγυήσεις αυτές δεν μπορούν να θεωρηθούν αρκούντως αποτελεσματικές για τη διαφύλαξη της ασφάλειας των ίδιων πληροφοριών.

111    Όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 95 των προτάσεών του, η επιβολή πειθαρχικών κυρώσεων στα πρόσωπα που θα ήταν υπεύθυνα για μια τέτοια διαρροή πληροφοριών ή στα πρόσωπα που επέτρεψαν να συμβεί κάτι τέτοιο ή ακόμη η προσθήκη στις συμβάσεις ρητρών που προβλέπουν χρηματική αποζημίωση, η οποία θα καταβαλλόταν κατ’ ανάγκην μετά την επέλευση της ζημίας, δεν συνιστούν πρόσφορες λύσεις για την προστασία τέτοιων πληροφοριών.

112    Όσον αφορά το επιχείρημα της Επιτροπής ότι μια επιχείρηση όπως η PWPW μπορεί να καταφύγει σε υπεργολάβους και ότι, ως εκ τούτου, δεν δικαιολογείται η ανάθεση των επίμαχων υπηρεσιών αποκλειστικώς στη συγκεκριμένη επιχείρηση, επισημαίνεται, κατ’ αρχάς, ότι η Επιτροπή δεν απέδειξε ότι η πολωνική νομοθεσία επιτρέπει ρητώς την υπεργολαβία στην περίπτωση της παραγωγής των εγγράφων που διαλαμβάνονται στη σκέψη 107 της παρούσας αποφάσεως.

113    Εν συνεχεία, δεν αμφισβητείται ότι μια τέτοια προσφυγή σε υπεργολαβία θα αποτελούσε, κατά το μέγιστο, ευχέρεια παρεχόμενη στην PWPW και ότι, επομένως, θα ήταν δυνατή μόνον υπό τον έλεγχο της εν λόγω επιχειρήσεως και μόνον στο μέτρο και υπό τις προϋποθέσεις που αυτή θα καθόριζε. Η Δημοκρατία της Πολωνίας διευκρίνισε εξάλλου κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, χωρίς να αντικρουσθεί από την Επιτροπή, ότι η PWPW απευθύνεται σε υπεργολάβους μόνον για ορισμένες περιοριστικώς καθοριζόμενες υπηρεσίες, μεταξύ των οποίων δεν καταλέγεται η παραγωγή των εγγράφων που απαριθμούνται στη σκέψη 107 της παρούσας αποφάσεως.

114    Τέλος, σε περίπτωση που την παραγωγή αυτή αναλάμβανε φορέας επιλεγείς σύμφωνα με τους κανόνες της οδηγίας 2014/24, επισημαίνεται ότι ο εν λόγω φορέας θα μπορούσε να απευθυνθεί ο ίδιος σε υπεργολάβους, όπως προκύπτει από το άρθρο 63, παράγραφος 1, και το άρθρο 71 της ως άνω οδηγίας, χωρίς να υφίσταται δυνατότητα φορέα ελεγχόμενου από το οικείο κράτος μέλος να ελέγχει τη δράση των συγκεκριμένων υπεργολάβων ή να καθορίζει τους όρους της. Επομένως, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι ενδεχόμενη προσφυγή της PWPW σε υπεργολαβία θα συνεπαγόταν ότι το απαιτούμενο για την εν λόγω παραγωγή επίπεδο ασφάλειας δεν θα ήταν υψηλότερο από εκείνο που θα προέκυπτε από την εφαρμογή των διαδικασιών συνάψεως συμβάσεων που προβλέπει η οδηγία 2014/24.

115    Υπό τις συνθήκες αυτές, συνάγεται ότι η Δημοκρατία της Πολωνίας δύναται να επικαλεσθεί το άρθρο 15, παράγραφοι 2 και 3, της οδηγίας 2014/24 καθόσον υποστηρίζει ότι η φύση των εγγράφων που απαριθμούνται στη σκέψη 107 της παρούσας αποφάσεως δεν είναι συμβατή με την υποχρέωση προσφυγής στις διαδικασίες αυτές.

116    Δεδομένου ότι η Επιτροπή δεν απέδειξε τους ισχυρισμούς της όσον αφορά τα εν λόγω έγγραφα, η προσφυγή της πρέπει, ως εκ τούτου, να απορριφθεί κατά το μέρος που αφορά τις διατάξεις της πολωνικής νομοθεσίας οι οποίες προβλέπουν την απευθείας ανάθεση των σχετικών με την παραγωγή των εν λόγω εγγράφων συμβάσεων στην PWPW, χωρίς προσφυγή στις προβλεπόμενες από την οδηγία 2014/24 διαδικασίες συνάψεως συμβάσεων.

117    Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των προεκτεθέντων, διαπιστώνεται ότι η Δημοκρατία της Πολωνίας, εισάγοντας στην πολωνική νομοθεσία εξαιρέσεις που δεν προβλέπονται από την οδηγία 2014/24 όσον αφορά τις συμβάσεις με αντικείμενο την παραγωγή, αφενός, των δημοσίων εγγράφων που μνημονεύονται στο άρθρο 4, σημείο 5c, του νόμου περί δημοσίων συμβάσεων, εξαιρουμένων των προσωπικών εγγράφων των στρατιωτικών και των δελτίων ταυτότητάς τους, των υπηρεσιακών δελτίων ταυτότητας αστυνομικών, συνοριοφυλάκων, στελεχών της Υπηρεσίας Κρατικής Ασφάλειας, στελεχών της Υπηρεσίας Εσωτερικής Ασφάλειας, στελεχών της Υπηρεσίας Πληροφοριών, στελεχών της στρατιωτικής υπηρεσίας αντικατασκοπείας και επαγγελματιών στρατιωτικών τοποθετημένων στην εν λόγω υπηρεσία, στελεχών της στρατιωτικής υπηρεσίας πληροφοριών και επαγγελματιών στρατιωτικών τοποθετημένων στην εν λόγω υπηρεσία, καθώς και στελεχών της στρατιωτικής αστυνομίας, και, αφετέρου, την παραγωγή φορολογικών επισημάτων, νόμιμης σημάνσεως, αυτοκόλλητων σημάτων ελέγχου, ψηφοδελτίων, ολογραμμάτων τοποθετούμενων σε πιστοποιητικά δικαιώματος ψήφου, καθώς και συστημάτων μικροεπεξεργαστών με λογισμικό προοριζόμενο για τη διαχείριση δημοσίων εγγράφων, συστημάτων πληροφορικής και βάσεων δεδομένων αναγκαίων για τη χρήση των δημόσιων εγγράφων, τα οποία επίσης μνημονεύονται στο εν λόγω άρθρο 4, σημείο 5c, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 1, παράγραφοι 1 και 3, και το άρθρο 15, παράγραφοι 2 και 3, της οδηγίας 2014/24, ερμηνευόμενα σε συνδυασμό με το άρθρο 346, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, ΣΛΕΕ.

118    Η προσφυγή πρέπει να απορριφθεί κατά τα λοιπά.

 Επί των δικαστικών εξόδων

119    Κατά το άρθρο 138, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου.

120    Κατά το άρθρο 138, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας, σε περίπτωση μερικής ήττας των διαδίκων, κάθε διάδικος φέρει τα δικαστικά έξοδά του. Πάντως, αν τούτο δικαιολογείται από τις περιστάσεις της συγκεκριμένης υποθέσεως, το Δικαστήριο μπορεί να αποφασίσει ότι ένας διάδικος φέρει, πέραν των δικαστικών εξόδων του, και μέρος των εξόδων του αντιδίκου.

121    Εν προκειμένω, τόσο η Επιτροπή όσο και η Δημοκρατία της Πολωνίας ζήτησαν, αντιστοίχως, να καταδικασθεί η αντίδικος στα δικαστικά έξοδα.

122    Δεδομένου ότι η προσφυγή της Επιτροπής έγινε δεκτή, πλην του μέρους που αφορά την εξαίρεση από τις προβλεπόμενες από την οδηγία 2014/24 διαδικασίες συνάψεως συμβάσεων των συμβάσεων που αφορούν την παραγωγή ορισμένων από τα δημόσια έγγραφα που διαλαμβάνονται στο σημείο 32 του άρθρου 5, παράγραφος 2, του νόμου περί δημοσίων εγγράφων, στο οποίο παραπέμπει το άρθρο 4, σημείο 5c, του νόμου περί δημοσίων συμβάσεων, ήτοι των προσωπικών εγγράφων των στρατιωτικών και των δελτίων ταυτότητάς τους, των υπηρεσιακών δελτίων ταυτότητας αστυνομικών, συνοριοφυλάκων, στελεχών της Υπηρεσίας Κρατικής Ασφάλειας, στελεχών της Υπηρεσίας Εσωτερικής Ασφάλειας, στελεχών της Υπηρεσίας Πληροφοριών, στελεχών της στρατιωτικής υπηρεσίας αντικατασκοπείας και επαγγελματιών στρατιωτικών τοποθετημένων στην εν λόγω υπηρεσία, στελεχών της στρατιωτικής υπηρεσίας πληροφοριών και επαγγελματιών στρατιωτικών τοποθετημένων στην εν λόγω υπηρεσία, καθώς και στελεχών της στρατιωτικής αστυνομίας, πρέπει, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 138, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας, να κριθεί ότι, πέραν των δικαστικών εξόδων της, η Δημοκρατία της Πολωνίας φέρει τα δύο τρίτα των δικαστικών εξόδων της Επιτροπής.

123    Η Επιτροπή φέρει το ένα τρίτο των δικαστικών εξόδων της.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (πρώτο τμήμα) αποφασίζει:

1)      Η Δημοκρατία της Πολωνίας, εισάγοντας στην πολωνική νομοθεσία εξαιρέσεις που δεν προβλέπονται από την οδηγία 2014/24/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2014, σχετικά με τις διαδικασίες σύναψης δημοσίων συμβάσεων και την κατάργηση της οδηγίας 2004/18/ΕΚ, όσον αφορά τις συμβάσεις με αντικείμενο την παραγωγή, αφενός, των δημοσίων εγγράφων που μνημονεύονται στο άρθρο 4, σημείο 5c, του ustawa Prawo zamówień publicznych (νόμου περί δημοσίων συμβάσεων), της 29ης Ιανουαρίου 2004, όπως τροποποιήθηκε με τον ustawa o dokumentach publicznych (νόμο περί δημοσίων εγγράφων), της 22ας Νοεμβρίου 2018, εξαιρουμένων των προσωπικών εγγράφων των στρατιωτικών και των δελτίων ταυτότητάς τους, των υπηρεσιακών δελτίων ταυτότητας αστυνομικών, συνοριοφυλάκων, στελεχών της Υπηρεσίας Κρατικής Ασφάλειας, στελεχών της Υπηρεσίας Εσωτερικής Ασφάλειας, στελεχών της Υπηρεσίας Πληροφοριών, στελεχών της στρατιωτικής υπηρεσίας αντικατασκοπείας και επαγγελματιών στρατιωτικών τοποθετημένων στην εν λόγω υπηρεσία, στελεχών της στρατιωτικής υπηρεσίας πληροφοριών και επαγγελματιών στρατιωτικών τοποθετημένων στην εν λόγω υπηρεσία, καθώς και στελεχών της στρατιωτικής αστυνομίας, και, αφετέρου, την παραγωγή φορολογικών επισημάτων, νόμιμης σημάνσεως, αυτοκόλλητων σημάτων ελέγχου, ψηφοδελτίων, ολογραμμάτων τοποθετούμενων σε πιστοποιητικά δικαιώματος ψήφου, καθώς και συστημάτων μικροεπεξεργαστών με λογισμικό προοριζόμενο για τη διαχείριση δημοσίων εγγράφων, συστημάτων πληροφορικής και βάσεων δεδομένων αναγκαίων για τη χρήση των δημόσιων εγγράφων, τα οποία επίσης μνημονεύονται στο εν λόγω άρθρο 4, σημείο 5c, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 1, παράγραφοι 1 και 3, και το άρθρο 15, παράγραφοι 2 και 3, της οδηγίας 2014/24, ερμηνευόμενα σε συνδυασμό με το άρθρο 346, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, ΣΛΕΕ.

2)      Απορρίπτει την προσφυγή κατά τα λοιπά.

3)      Η Δημοκρατία της Πολωνίας φέρει, πέραν των δικαστικών εξόδων της, τα δύο τρίτα των δικαστικών εξόδων στα οποία υποβλήθηκε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή.

4)      Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή φέρει το ένα τρίτο των δικαστικών εξόδων της.

(υπογραφές)


*      Γλώσσα διαδικασίας: η πολωνική.