ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ
HENRIK SAUGMANDSGAARD ØE
της 9ης Σεπτεμβρίου 2021 (1)
Υπόθεση C‑242/20
HRVATSKE ŠUME d.o.o., Zagreb, ως νόμιμη διάδοχος της HRVATSKE ŠUME javno poduzeće za gospodarenje šumama i šumskim zemljištima u Republici Hrvatskoj p.o., Zagreb,
κατά
BP EUROPA SE, ως νόμιμης διαδόχου της DEUTSCHE BP AG, η οποία ήταν η νόμιμη διάδοχος της THE BURMAH OIL (Deutschland) GmbH
[αίτηση του Visoki trgovački sud Republike Hrvatske
(ανώτερου εμποροδικείου, Κροατία)
για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]
«Προδικαστική παραπομπή – Χώρος ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης – Δικαστική συνεργασία σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις – Διεθνής δικαιοδοσία – Κανονισμός (ΕΚ) 44/2001 – Αγωγή για την επιστροφή παροχής λόγω αδικαιολόγητου πλουτισμού – Χαρακτηρισμός – Άρθρο 5, σημείο 1 και άρθρο 5, σημείο 3 – Ειδικές δικαιοδοσίες για “διαφορές εκ συμβάσεως” και για “ενοχές εξ αδικοπραξίας ή οιονεί αδικοπραξίας”»
I. Εισαγωγή
1. Με την υπό κρίση αίτηση προδικαστικής αποφάσεως, το Visoki trgovački sud Republike Hrvatske (ανώτερο εμποροδικείο, Κροατία) υπέβαλε στο Δικαστήριο δύο ερωτήματα που αφορούν την ερμηνεία του κανονισμού (ΕΚ) 44/2001 για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις (2) (στο εξής: κανονισμός Βρυξέλλες I).
2. Τα ερωτήματα αυτά ανέκυψαν στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της HRVATSKE ŠUME d.o.o., Ζάγκρεμπ, εταιρίας του κροατικού δικαίου, και της BP EUROPA SE, εταιρίας με έδρα το Αμβούργο (Γερμανία), με αντικείμενο χρηματικό ποσό το οποίο κατασχέθηκε στον τραπεζικό λογαριασμό της πρώτης εταιρίας και περιήλθε στην περιουσία της δεύτερης στο πλαίσιο διαδικασίας αναγκαστικής εκτελέσεως. Κατόπιν μεταγενέστερης ακυρώσεως της διαδικασίας αυτής, η εκκαλούσα της κύριας δίκης ζητεί την επιστροφή του εν λόγω ποσού λόγω αδικαιολόγητου πλουτισμού.
3. Στο αρχικό στάδιο της διαδικασίας στο οποίο βρίσκεται η διαφορά της κύριας δίκης, το αιτούν δικαστήριο πρέπει να κρίνει αν τα κροατικά δικαστήρια έχουν διεθνή δικαιοδοσία να αποφανθούν επί της εν λόγω αγωγής αδικαιολόγητου πλουτισμού ή αν τα γερμανικά δικαστήρια, ως δικαστήρια του κράτους μέλους της κατοικίας της BP EUROPA, είναι αυτά που πρέπει να επιληφθούν της διαφοράς. Η απάντηση εξαρτάται, μεταξύ άλλων, από το αν η αγωγή αφορά «ενοχές εξ αδικοπραξίας ή οιονεί αδικοπραξίας», κατά την έννοια του άρθρου 5, σημείο 3, του κανονισμού Βρυξέλλες I.
4. Δεν είναι η πρώτη φορά που το Δικαστήριο καλείται να αποφανθεί επί του χαρακτηρισμού αγωγών που έχουν ως βάση τον αδικαιολόγητο πλουτισμό υπό το πρίσμα του κανονισμού Βρυξέλλες Ι. Ωστόσο, δεν έχει ακόμη απαντήσει κατά τρόπο αδιαμφισβήτητο στο ερώτημα αν ο προβλεπόμενος στο άρθρο 5, σημείο 3, του κανονισμού αυτού κανόνας διεθνούς δικαιοδοσίας που αφορά τις «ενοχές εξ αδικοπραξίας ή οιονεί αδικοπραξίας» εφαρμόζεται και στις αγωγές αυτού του είδους. Δεδομένου ότι η διάταξη αυτή συνδέεται, από συστηματικής απόψεως, με το άρθρο 5, σημείο 1, του εν λόγω κανονισμού που αφορά τις «διαφορές εκ συμβάσεως», η υπό κρίση υπόθεση παρέχει στο Δικαστήριο την ευκαιρία να δώσει συνολική απάντηση και για τους δύο αυτούς κανόνες.
5. Με τις παρούσες προτάσεις, θα εξηγήσω ότι οι αγωγές για την επιστροφή παροχής λόγω αδικαιολόγητου πλουτισμού, αφενός, δεν αφορούν «διαφορές εκ συμβάσεως», κατά την έννοια του άρθρου 5, σημείο 1, του κανονισμού Βρυξέλλες Ι, εκτός εάν συνδέονται στενά με συμβατική σχέση η οποία υφίσταται ή θεωρείται ότι υφίσταται μεταξύ των διαδίκων, και, αφετέρου, δεν εμπίπτουν στο πεδίο των «ενοχών εξ αδικοπραξίας ή οιονεί αδικοπραξίας» κατά την έννοια του άρθρου 5, σημείο 3, του κανονισμού αυτού.
II. Το νομικό πλαίσιο
Α. Ο κανονισμός Βρυξέλλες Ι
6. Οι αιτιολογικές σκέψεις 11 και 12 του κανονισμού Βρυξέλλες Ι έχουν ως εξής:
«(11) Οι κανόνες δικαιοδοσίας πρέπει να παρουσιάζουν υψηλό βαθμό προβλεψιμότητας και να βασίζονται στην αρχή της γενικής δωσιδικίας της κατοικίας του εναγομένου και η δωσιδικία αυτή πρέπει να ισχύει πάντοτε, εκτός από μερικές συγκεκριμένες περιπτώσεις όπου το επίδικο αντικείμενο ή η αυτονομία των μερών δικαιολογεί άλλο συνδετικό παράγοντα. […]
(12) Η δωσιδικία της κατοικίας του εναγομένου πρέπει να συμπληρωθεί από εναλλακτικές δωσιδικίες που θα ισχύουν λόγω του στενού συνδέσμου μεταξύ του δικαστηρίου και της διαφοράς ή για τη διευκόλυνση του έργου της δικαιοσύνης.»
7. Το άρθρο 2, παράγραφος 1, του κανονισμού αυτού ορίζει τα εξής:
«Με την επιφύλαξη των διατάξεων του παρόντος κανονισμού, τα πρόσωπα που έχουν την κατοικία τους στο έδαφος κράτους μέλους ενάγονται ενώπιον των δικαστηρίων αυτού του κράτους μέλους, ανεξάρτητα από την ιθαγένειά τους.»
8. Το άρθρο 5 του εν λόγω κανονισμού προβλέπει, στα σημεία 1 και 3, τα εξής:
«Πρόσωπο που έχει την κατοικία του στο έδαφος κράτους μέλους μπορεί να εναχθεί σε άλλο κράτος μέλος:
1) α) ως προς διαφορές εκ συμβάσεως, ενώπιον του δικαστηρίου του τόπου όπου εκπληρώθηκε ή οφείλει να εκπληρωθεί η παροχή·
[…]
3) ως προς ενοχές εξ αδικοπραξίας ή οιονεί αδικοπραξίας, ενώπιον του δικαστηρίου του τόπου όπου συνέβη ή ενδέχεται να συμβεί το ζημιογόνο γεγονός·».
9. Ο κανονισμός Βρυξέλλες I αντικαταστάθηκε από τον κανονισμό (ΕΕ) 1215/2012 για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις (3) (στο εξής: κανονισμός Βρυξέλλες Ια). Εντούτοις, κατά το άρθρο 66 του δεύτερου κανονισμού, αυτός εφαρμόζεται μόνο στις αγωγές που ασκούνται από τις 10 Ιανουαρίου 2015 και εφεξής. Δεδομένου δε ότι η αγωγή της κύριας δίκης ασκήθηκε την 1η Οκτωβρίου 2014, ο κανονισμός Βρυξέλλες I εφαρμόζεται ratione temporis στην περίπτωση αυτή.
Β. Το κροατικό δίκαιο
10. Στο κροατικό δίκαιο, οι κανόνες περί αδικαιολόγητου πλουτισμού περιλαμβάνονται στα άρθρα 1111 έως 1120 του zakon o obveznim odnosima (νόμου περί ενοχών, Narodne novine, br. 35/05, 41/08, 125/11, 78/15 και 29/18).
11. Το άρθρο 1111 του νόμου αυτού ορίζει τα εξής:
«(1) Σε περίπτωση περιουσιακής μεταβιβάσεως, με οιονδήποτε τρόπο, από ένα πρόσωπο σε άλλο, χωρίς η μεταβίβαση αυτή να στηρίζεται σε δικαιοπραξία, απόφαση δικαστηρίου ή άλλης αρμόδιας αρχής ή στον νόμο, ο λήπτης του πλουτισμού οφείλει να επιστρέψει το όφελος που αποκόμισε ή, εάν αυτό δεν είναι δυνατό, να αποδώσει την αξία του.
(2) Ως μεταβίβαση περιουσίας νοείται επίσης η άντληση οφέλους από την εκτέλεση πράξεως.
(3) Η υποχρέωση επιστροφής του οφέλους ή απόδοσης της αξίας του υφίσταται ακόμη και όταν ο προσπορισμός του στηρίχθηκε σε ανίσχυρη βάση ή σε βάση η οποία ακολούθως καταργήθηκε.»
III. Η διαφορά της κύριας δίκης, τα προδικαστικά ερωτήματα και η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου
12. Από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι, σε ορισμένη ημερομηνία, το Trgovački sud u Zagrebu (εμποροδικείο Ζάγκρεμπ, Κροατία) διέταξε, κατόπιν αιτήσεως της THE BURMAH OIL (Deutschland) GmbH, την αναγκαστική εκτέλεση υποχρεώσεως η οποία βάρυνε τη FUTURA d.o.o., Ζάγκρεμπ (Κροατία), διά της κατασχέσεως, υπέρ της αιτούσας, χρηματικής απαιτήσεως την οποία είχε η δεύτερη έναντι τρίτης εταιρίας, ήτοι της εταιρίας HRVATSKE ŠUME (4).
13. Η τελευταία αυτή εταιρία άσκησε, ενώπιον του Vrhovni sud Republike Hrvatske (Ανώτατου Δικαστηρίου, Κροατία), έκτακτο ένδικο βοήθημα με αίτημα να διαπιστωθεί η ακυρότητα των μέτρων αναγκαστικής εκτελέσεως που είχαν διαταχθεί σε βάρος της. Δεδομένου όμως ότι το εν λόγω ένδικο βοήθημα δεν είχε ανασταλτικό αποτέλεσμα, η αναγκαστική εκτέλεση διενεργήθηκε στις 11 Μαρτίου 2003, ημερομηνία κατά την οποία το ποσό των 3 792 600,87 κροατικών κούνα (HRK) (περίπου 503 331 ευρώ) αναλήφθηκε από τον τραπεζικό λογαριασμό της και μεταβιβάσθηκε στην DEUTSCHE BP AG [η οποία είχε εν τω μεταξύ καταστεί νόμιμη διάδοχος της THE BURMAH OIL (Deutschland)] με σκοπό την είσπραξη της επίμαχης απαιτήσεως.
14. Στο πλαίσιο του ενδίκου βοηθήματος που άσκησε η HRVATSKE ŠUME, το Vrhovni sud (Ανώτατο Δικαστήριο) έκρινε, με απόφαση της 21ης Μαΐου 2009, ότι τα διαταχθέντα σε βάρος της μέτρα αναγκαστικής εκτέλεσης ήταν άκυρα.
15. Με δικόγραφο της 1ης Οκτωβρίου 2014, η HRVATSKE ŠUME άσκησε, ενώπιον του Trgovački sud u Zagrebu (εμποροδικείου Ζάγκρεμπ), αγωγή για την επιστροφή των αχρεωστήτως καταβληθέντων λόγω αδικαιολόγητου πλουτισμού (5) κατά της BP EUROPA (η οποία είχε εν τω μεταξύ καταστεί νόμιμη διάδοχος της DEUTSCHE BP). Στο πλαίσιο αυτό, η ενάγουσα υποστήριξε, κατ’ ουσίαν, ότι η απόφαση της 21ης Μαΐου 2009 που είχε εκδώσει το Vrhovni sud (Ανώτατο Δικαστήριο) εξάλειψε το νομικό έρεισμα για τη μεταβίβαση της κατασχεθείσας απαιτήσεως στην περιουσία της DEUTSCHE BP και ότι, επομένως, η εταιρία αυτή κατέστη πλουσιότερη χωρίς νόμιμη αιτία. Ως εκ τούτου, η BP EUROPA όφειλε να επιστρέψει στην HRVATSKE ŠUME το επίμαχο ποσό, πλέον νομίμων τόκων.
16. Αμυνόμενη, η BP EUROPA προέβαλε ένσταση ελλείψεως διεθνούς δικαιοδοσίας των κροατικών δικαστηρίων. Με διάταξη της 20ής Μαρτίου 2019, το Trgovački sud u Zagrebu (εμποροδικείο Ζάγκρεμπ) απέρριψε την αγωγή της HRVATSKE ŠUME για τον λόγο αυτόν. Κατ’ ουσίαν, το ως άνω δικαστήριο έκρινε ότι, ελλείψει ειδικού κανόνα διεθνούς δικαιοδοσίας στον κανονισμό Βρυξέλλες Ια για τις διαφορές που έχουν ως βάση τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, είναι δυνατή μόνον η εφαρμογή του προβλεπόμενου στο άρθρο 4, παράγραφος 1, του κανονισμού αυτού γενικού κανόνα της δωσιδικίας των δικαστηρίων του κράτους μέλους της κατοικίας του εναγομένου. Επομένως, η ενάγουσα έπρεπε να ασκήσει την αγωγή της ενώπιον των γερμανικών δικαστηρίων.
17. Η HRVATSKE ŠUME άσκησε έφεση κατά της διατάξεως αυτής ενώπιον του Visoki trgovački sud Republike Hrvatske (ανώτερου εμποροδικείου). Το εν λόγω δικαστήριο επισημαίνει ότι το Trgovački sud u Zagrebu (εμποροδικείο Ζάγκρεμπ) εσφαλμένως εφάρμοσε τον κανονισμό Βρυξέλλες Iα, διότι στην αγωγή που άσκησε η ενάγουσα και νυν εκκαλούσα της κύριας δίκης είναι εφαρμοστέος ratione temporis ο κανονισμός Βρυξέλλες Ι (6). Επιπλέον, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο διερωτάται εάν τα κροατικά δικαστήρια θα μπορούσαν να αντλήσουν δικαιοδοσία από το άρθρο 5, σημείο 3, ή το άρθρο 22, σημείο 5, του κανονισμού Βρυξέλλες Ι για την εκδίκαση της αγωγής αυτής. Στο πλαίσιο αυτό, το εν λόγω δικαστήριο δεν είναι βέβαιο, αφενός, αν η αγωγή για την επιστροφή των αχρεωστήτως καταβληθέντων που ασκείται βάσει των διατάξεων περί αδικαιολόγητου πλουτισμού εμπίπτει στο πεδίο των «ενοχών εξ αδικοπραξίας ή οιονεί αδικοπραξίας», κατά την έννοια της πρώτης διατάξεως. Αφετέρου, διερωτάται αν η εν λόγω αγωγή αφορά «θέματα αναγκαστικής εκτελέσεως αποφάσεων», κατά την έννοια της δεύτερης διατάξεως, λαμβανομένου υπόψη του γεγονότος ότι ο προβαλλόμενος πλουτισμός επήλθε στο πλαίσιο διαδικασίας αναγκαστικής εκτελέσεως.
18. Υπό τις συνθήκες αυτές, το Visoki trgovački sud (ανώτερο εμποροδικείο) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:
«1) Υπάγεται η αγωγή για την επιστροφή των αχρεωστήτως καταβληθέντων που ασκείται βάσει των διατάξεων περί αδικαιολόγητου πλουτισμού στην προβλεπόμενη από τον [κανονισμό Βρυξέλλες Ι] δικαιοδοσία των δικαστηρίων για τις ενοχές εξ “οιονεί αδικοπραξίας”, λαμβανομένου υπόψη του γεγονότος ότι το άρθρο 5, σημείο 3, του κανονισμού αυτού προβλέπει, μεταξύ άλλων, ότι “[π]ρόσωπο που έχει την κατοικία του στο έδαφος κράτους μέλους μπορεί να εναχθεί σε άλλο κράτος μέλος […] ως προς ενοχές εξ […] οιονεί αδικοπραξίας, ενώπιον του δικαστηρίου του τόπου όπου συνέβη ή ενδέχεται να συμβεί το ζημιογόνο γεγονός”;
2) Πρέπει οι ένδικες διαδικασίες αστικού δικαίου, οι οποίες κινήθηκαν λόγω της υφιστάμενης προθεσμίας εντός της οποίας μπορούν να αναζητηθούν στο πλαίσιο διαδικασίας αναγκαστικής εκτελέσεως τα αχρεωστήτως καταβληθέντα στο πλαίσιο της διαδικασίας αυτής ποσά, να υπάγονται στην αποκλειστική διεθνή δικαιοδοσία του άρθρου 22, σημείο 5, του [κανονισμού Βρυξέλλες Ι], κατά το οποίο τα δικαστήρια του κράτους μέλους του τόπου εκτελέσεως έχουν αποκλειστική διεθνή δικαιοδοσία σε θέματα αναγκαστικής εκτελέσεως αποφάσεων, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη η κατοικία;»
19. Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως, με ημερομηνία 6 Μαΐου 2020, περιήλθε στο Δικαστήριο στις 8 Ιουνίου του ίδιου έτους. Η Κροατική και η Τσεχική Κυβέρνηση καθώς και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατέθεσαν γραπτές παρατηρήσεις ενώπιον του Δικαστηρίου. Δεν διεξήχθη επ’ ακροατηρίου συζήτηση στην υπό κρίση υπόθεση.
IV. Ανάλυση
20. Τα δύο ερωτήματα που υπέβαλε το αιτούν δικαστήριο αφορούν τη διεθνή δικαιοδοσία των δικαστηρίων των κρατών μελών της Ένωσης, κατ’ εφαρμογήν του κανονισμού Βρυξέλλες Ι (7), για εκδίκαση αγωγής αδικαιολόγητου πλουτισμού. Κατόπιν αιτήματος του Δικαστηρίου, οι παρούσες προτάσεις θα επικεντρωθούν στο πρώτο εξ αυτών.
21. Προκαταρκτικώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι το άρθρο 2, παράγραφος 1, του κανονισμού αυτού προβλέπει, ως γενικό κανόνα, τη διεθνή δικαιοδοσία των δικαστηρίων του κράτους μέλους της κατοικίας του εναγομένου. Εν προκειμένω, δεν αμφισβητείται ότι, για την εφαρμογή του κανονισμού αυτού, η BP EUROPA έχει την κατοικία της στη Γερμανία (8). Επομένως, η διάταξη αυτή απονέμει διεθνή δικαιοδοσία στα γερμανικά δικαστήρια.
22. Ωστόσο, ο κανονισμός Βρυξέλλες Ι προβλέπει επίσης κανόνες που, σε ορισμένες περιπτώσεις, παρέχουν στον ενάγοντα τη δυνατότητα να εναγάγει τον εναγόμενο ενώπιον των δικαστηρίων άλλου κράτους μέλους (9). Ο κανονισμός αυτός περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων στο άρθρο 5, κανόνες ειδικής δικαιοδοσίας σε διάφορες περιπτώσεις «διαφορών», που παρέχουν στον ενάγοντα την ευχέρεια να ασκήσει την αγωγή του και ενώπιον ενός ή περισσότερων άλλων δικαστηρίων.
23. Τέτοιοι κανόνες υφίστανται, ειδικότερα, για τις «διαφορές εκ συμβάσεως» και τις «ενοχές εξ αδικοπραξίας ή οιονεί αδικοπραξίας». Όσον αφορά τις αγωγές που εμπίπτουν στην πρώτη κατηγορία, το άρθρο 5, σημείο 1, του κανονισμού Βρυξέλλες Ι παρέχει στον ενάγοντα τη δυνατότητα να προσφύγει στο δικαστήριο του «τόπου όπου εκπληρώθηκε ή οφείλει να εκπληρωθεί η παροχή». Όσον αφορά δε τις αγωγές που εμπίπτουν στη δεύτερη κατηγορία, το άρθρο 5, σημείο 3, του κανονισμού αυτού προβλέπει ότι μπορούν να ασκηθούν ενώπιον του δικαστηρίου του «τόπου όπου συνέβη ή ενδέχεται να συμβεί το ζημιογόνο γεγονός».
24. Η δυνατότητα του ενάγοντος να επωφεληθεί από τις υφιστάμενες επιλογές διεθνούς δικαιοδοσίας εξαρτάται από τον χαρακτηρισμό της αγωγής του. Ακριβώς ένα τέτοιο ζήτημα χαρακτηρισμού θέτει το αιτούν δικαστήριο. Κατ’ ουσίαν ερωτά αν μια αγωγή για την επιστροφή παροχής λόγω αδικαιολόγητου πλουτισμού, όπως η ασκηθείσα από την HRVATSKE ŠUME, συνδέεται, ελλείψει ειδικού κανόνα στον κανονισμό Βρυξέλλες Ι, με τις «ενοχές εξ αδικοπραξίας ή οιονεί αδικοπραξίας» του άρθρου 5, σημείο 3, του κανονισμού αυτού. Πρόκειται εν τέλει για το ζήτημα αν το κροατικό δικαστήριο στο οποίο προσέφυγε η εταιρία αυτή μπορεί να αντλήσει διεθνή δικαιοδοσία από τη συγκεκριμένη διάταξη.
25. Όπως επισήμανα στην εισαγωγή των παρουσών προτάσεων, ο χαρακτηρισμός των αγωγών αδικαιολόγητου πλουτισμού υπό το πρίσμα του κανονισμού Βρυξέλλες Ι δεν αποτελεί, πράγματι, καινοφανές ζήτημα στη νομολογία του Δικαστηρίου (10). Συγκεκριμένα, το Δικαστήριο έχει επιληφθεί πολλών υποθέσεων οι οποίες αφορούν το ζήτημα αυτό σε σχέση με διάφορες διατάξεις του εν λόγω κανονισμού (11). Ωστόσο, δεν έχει ακόμη αποφανθεί με αδιαμφισβήτητο τρόπο επί του ζητήματος που τίθεται στην υπό κρίση υπόθεση (12).
26. Το αιτούν δικαστήριο κλίνει υπέρ της απόψεως, όπως ακριβώς και η Τσεχική Κυβέρνηση και η Επιτροπή, ότι η αγωγή που ασκείται βάσει των διατάξεων περί αδικαιολόγητου πλουτισμού εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 5, σημείο 3, του κανονισμού Βρυξέλλες Ι. Όπως και η Κροατική Κυβέρνηση, δεν συμμερίζομαι την άποψη αυτή. Στο πλαίσιο αυτό, διευκρινίζω ότι το πρώτο προδικαστικό ερώτημα αφορά μεν μόνον το άρθρο 5, σημείο 3, πλην όμως η διάταξη αυτή συνδέεται, από συστηματικής απόψεως, όπως θα αναλύσω στη συνέχεια, με το άρθρο 5, σημείο 1, του κανονισμού αυτού. Συγκεκριμένα, δεν είναι δυνατόν να αποφανθεί το δικαστήριο επί της πρώτης εκ των διατάξεων αυτών χωρίς να έχει προηγουμένως αποκλείσει την εφαρμογή της δεύτερης. Για τον λόγο αυτό θα τις εξετάσω διαδοχικά (ενότητα Β). Προηγουμένως όμως, θα αναλύσω εν συντομία τον νομικό θεσμό του αδικαιολόγητου πλουτισμού, όπως αυτός συνάγεται από τις εθνικές έννομες τάξεις των κρατών μελών (ενότητα Α).
Α. Τα βασικά χαρακτηριστικά του αδικαιολόγητου πλουτισμού
27. Εξ όσων γνωρίζω, ο νομικός θεσμός του αδικαιολόγητου πλουτισμού (ο οποίος καλείται επίσης «άδικος», «άνευ αιτίας» ή και «παράνομος» πλουτισμός) (13) είναι γνωστός σε όλες τις εθνικές έννομες τάξεις των κρατών μελών, υπό τη μία ή την άλλη μορφή. Βάσει του θεσμού αυτού, όποιος έγινε πλουσιότερος χωρίς νόμιμη αιτία επί ζημία τρίτου έχει υποχρέωση να του αποδώσει την ωφέλεια (14). Θεωρείται γενικά ότι ο εν λόγω θεσμός αποτελεί έκφραση της αρχής της δικαιοσύνης κατά την οποία ουδείς δύναται να πλουτίσει εις βάρος τρίτου (15).
28. Το πλαίσιο του θεσμού αυτού ποικίλλει από το ένα κράτος μέλος στο άλλο. Ειδικότερα, ορισμένα εθνικά δίκαια, όπως το ουγγρικό και το πολωνικό, περιλαμβάνουν μια σφαιρική έννοια του αδικαιολόγητου πλουτισμού, στην οποία αντιστοιχεί μία και μοναδική αγωγή, καλούμενη ιστορικά «de in rem verso». Άλλα εθνικά δίκαια, μεταξύ των οποίων το δανικό, το ισπανικό, το γαλλικό και το αυστριακό, προβλέπουν διάφορες επιμέρους παραλλαγές του θεσμού και αντίστοιχες αγωγές, η δε επιστροφή των αχρεωστήτως καταβληθέντων (condictio indebiti) διακρίνεται ειδικότερα από τις άλλες μορφές αδικαιολόγητου πλουτισμού. Επιπλέον, ποικίλλει η νομική κατηγορία στην οποία εντάσσονται ο θεσμός αυτός και οι τυχόν παραλλαγές του. Παραδείγματος χάριν, στο γαλλικό δίκαιο, ο αδικαιολόγητος πλουτισμός (και η επιστροφή των αχρεωστήτως καταβληθέντων) εμπίπτουν στις «οιονεί συμβάσεις», έννοια η οποία είναι άγνωστη σε άλλες έννομες τάξεις, όπως στο γερμανικό δίκαιο, ενώ στο Common law, ο εν λόγω θεσμός ανήκει σε πρόσφατο κλάδο του δικαίου, το λεγόμενο law of restitution (16).
29. Ωστόσο, οι λεπτές αυτές διακρίσεις δεν είναι καθοριστικές για την εφαρμογή των κανόνων ιδιωτικού διεθνούς δικαίου της Ένωσης. Ειδικότερα, φρονώ ότι δεν είναι αναγκαίο να γίνει διάκριση μεταξύ επιστροφής των αχρεωστήτως καταβληθέντων και αδικαιολόγητου πλουτισμού, καθώς ο δεύτερος, εκλαμβανόμενος υπό ευρεία έννοια, περιλαμβάνει την πρώτη. Επιπλέον, η ακριβής κατάταξη του αδικαιολόγητου πλουτισμού στο εθνικό δίκαιο κάθε κράτους μέλους δεν έχει τόση σημασία όσο το γεγονός ότι ο θεσμός αυτός εμπίπτει γενικώς σε μια sui generis κατηγορία, η οποία δεν συνδέεται, μεταξύ άλλων, ούτε με το δίκαιο των συμβάσεων ούτε με τους κανόνες περί αστικής ευθύνης.
30. Συγκεκριμένα, στις εθνικές έννομες τάξεις των κρατών μελών, ο αδικαιολόγητος πλουτισμός συνιστά αυτοτελή πηγή ενοχών. Ειδικότερα, η λήψη του πλουτισμού αυτού γεννά υποχρέωση επιστροφής. Ο πλουτίσας υποχρεούται να επιστρέψει σε εκείνον που κατέστη φτωχότερος το περιουσιακό όφελος (ή, ενδεχομένως, το χρηματικό ισοδύναμο του οφέλους αυτού) το οποίο ο πρώτος αποκόμισε αδικαιολόγητα εις βάρος του δεύτερου. Ο νόμος επιχειρεί κατ’ αυτόν τον τρόπο να επανορθώσει μια άδικη κατάσταση επιβάλλοντας την αποκατάσταση του status quo ante. Ο έχων την αξίωση επικαλείται την υποχρέωση αυτή στο πλαίσιο αγωγής αδικαιολόγητου πλουτισμού (17). Επομένως, στη συνέχεια των παρουσών προτάσεων, θα γίνεται αναφορά, χάριν ευκολίας, είτε σε αγωγή(-ές) είτε σε αξίωση(-ώσεις) για την επιστροφή παροχής λόγω αδικαιολόγητου πλουτισμού.
31. Στα διάφορα εθνικά δίκαια, η άσκηση τέτοιου είδους αγωγής προϋποθέτει, κατά κανόνα, τη συνδρομή τεσσάρων προϋποθέσεων, ήτοι 1) πλουτισμό του εναγομένου, 2) ελάττωση της περιουσίας του ενάγοντος, 3) ύπαρξη συνδέσμου μεταξύ του πλουτισμού και της ελαττώσεως της περιουσίας, και 4) έλλειψη «αιτίας» (με άλλα λόγια, νομικής βάσεως) που να δικαιολογεί τα ανωτέρω (18).
32. Η HRVATSKE ŠUME υποστηρίζει ότι πληρούνται εν προκειμένω οι προϋποθέσεις αυτές, όπως προβλέπονται στο κροατικό δίκαιο. Όπως εξηγεί το αιτούν δικαστήριο, η κατάσχεση πολλών εκατομμυρίων HRK στον τραπεζικό λογαριασμό της εκκαλούσας της κύριας δίκης και η μεταβίβαση του ποσού αυτού στην περιουσία της THE BURMAH OIL (Deutschland) προκάλεσε τον πλουτισμό της δεύτερης εταιρίας και τη συνακόλουθη ελάττωση της περιουσίας της πρώτης. Μολονότι η εν λόγω μεταφορά πλούτου είχε αρχικώς ως «αιτία» τη διαδικασία αναγκαστικής εκτελέσεως που κίνησε η THE BURMAH OIL (Deutschland) κατά της FUTURA και, ειδικότερα, τα μέτρα εκτελέσεως που διέταξε το Trgovački sud u Zagrebu (εμποροδικείο Ζάγκρεμπ) έναντι της HRVATSKE ŠUME, το Vrhovni sud Republike Hrvatske (Ανώτατο Δικαστήριο) ακύρωσε τα εν λόγω μέτρα και, κατ’ αυτόν τον τρόπο, εξάλειψε αναδρομικώς την «αιτία» αυτή (19).
Β. Ο χαρακτηρισμός των αγωγών για την επιστροφή παροχής λόγω αδικαιολόγητου πλουτισμού υπό το πρίσμα του άρθρου 5, σημείο 1, και του άρθρου 5, σημείο 3, του κανονισμού Βρυξέλλες I
33. Έχοντας σκιαγραφήσει τα βασικά χαρακτηριστικά του αδικαιολόγητου πλουτισμού, πρέπει τώρα να εξετάσω το ζήτημα του χαρακτηρισμού των αγωγών που έχουν αυτή τη νομική βάση υπό το πρίσμα του άρθρου 5, σημείο 1, και του άρθρου 5, σημείο 3, του κανονισμού Βρυξέλλες I. Επιβάλλονται συναφώς ορισμένες υπομνήσεις περί της μεθόδου.
34. Ελλείψει ορισμών στον κανονισμό Βρυξέλλες I, το Δικαστήριο έχει επανειλημμένως κρίνει ότι οι «διαφορές εκ συμβάσεως» που διαλαμβάνονται στην πρώτη διάταξη και οι «ενοχές εξ αδικοπραξίας ή οιονεί αδικοπραξίας» που μνημονεύονται στη δεύτερη διάταξη συνιστούν αυτοτελείς έννοιες του δικαίου της Ένωσης, οι οποίες πρέπει να ερμηνεύονται με γνώμονα κυρίως (20) το σύστημα και τους σκοπούς του κανονισμού αυτού, προκειμένου να διασφαλίζεται η ομοιόμορφη εφαρμογή των κανόνων διεθνούς δικαιοδοσίας που αυτός προβλέπει σε όλα τα κράτη μέλη. Επομένως, η υπαγωγή της εκάστοτε αγωγής στη μία ή στην άλλη κατηγορία δεν εξαρτάται ούτε από τις λύσεις που προβλέπει το εσωτερικό δίκαιο του επιληφθέντος δικαστηρίου (το αποκαλούμενο lex fori) ούτε από τον χαρακτηρισμό της βάσει του εφαρμοστέου δικαίου (του αποκαλούμενου lex causae) (21).
35. Όσον αφορά, αφενός, το σύστημα του κανονισμού Βρυξέλλες Ι, το Δικαστήριο έχει επανειλημμένως κρίνει ότι το σύστημα αυτό στηρίζεται στον γενικό κανόνα της διεθνούς δικαιοδοσίας των δικαστηρίων του κράτους μέλους της κατοικίας του εναγομένου, τον οποίο προβλέπει το άρθρο 2, παράγραφος 1, του κανονισμού αυτού, ενώ οι κανόνες ειδικής δικαιοδοσίας, που περιλαμβάνονται, μεταξύ άλλων, στο άρθρο 5 του εν λόγω κανονισμού, συνιστούν παρεκκλίσεις από τον γενικό αυτό κανόνα και, ως τέτοιες, πρέπει να ερμηνεύονται στενά (22).
36. Όσον αφορά, αφετέρου, τους σκοπούς του κανονισμού Βρυξέλλες I, από την αιτιολογική σκέψη 12 του κανονισμού αυτού προκύπτει ότι οι κανόνες ειδικής δικαιοδοσίας που προβλέπονται στο άρθρο 5, σημείο 1, και στο άρθρο 5, σημείο 3, του ίδιου κανονισμού επιδιώκουν, μεταξύ άλλων (23), σκοπούς εγγύτητας και ορθής απονομής της δικαιοσύνης. Συναφώς, το Δικαστήριο έχει επανειλημμένως κρίνει ότι η επιλογή που παρέχεται στον ενάγοντα από τις διατάξεις αυτές προβλέφθηκε λαμβανομένης υπόψη της υπάρξεως, στις «περιπτώσεις» που αυτές καλύπτουν, ιδιαιτέρως στενού συνδέσμου μεταξύ της αγωγής και του δικαστηρίου που μπορεί να κληθεί να επιληφθεί της αγωγής, για την αποτελεσματική οργάνωση της δίκης (24).
37. Υπό το πρίσμα αυτών των γενικών εκτιμήσεων, το Δικαστήριο, κατά την εξέλιξη της νομολογίας του, έχει ορίσει τις έννοιες των «διαφορών εκ συμβάσεως» και «ενοχών εξ αδικοπραξίας ή οιονεί αδικοπραξίας».
38. Αφενός, από πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, η οποία ξεκίνησε με την απόφαση Handte (25), προκύπτει ότι η εφαρμογή του άρθρου 5, σημείο 1, του κανονισμού Βρυξέλλες Ι «προϋποθέτει τον προσδιορισμό νομικής υποχρεώσεως η οποία έχει ελευθέρως αναληφθεί από ένα πρόσωπο έναντι άλλου προσώπου και επί της οποίας στηρίζεται η αγωγή του ενάγοντος» (26). Με άλλα λόγια, η «διαφορά εκ συμβάσεως», κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, περιλαμβάνει κάθε αγωγή στηριζόμενη σε μια τέτοια ενοχή (27).
39. Αφετέρου, κατά πάγια επίσης νομολογία, η οποία απορρέει από την απόφαση Καλφέλης και η οποία διευκρινίστηκε προσφάτως με την απόφαση Wikingerhof, η έννοια «ενοχές εξ αδικοπραξίας ή οιονεί αδικοπραξίας», κατά το άρθρο 5, σημείο 3, του κανονισμού Βρυξέλλες I, περιλαμβάνει «κάθε αξίωση η οποία εγείρει ζήτημα ευθύνης του εναγομένου και δεν συνδέεται με “διαφορές εκ συμβάσεως”», κατά την έννοια του άρθρου 5, σημείο 1, του κανονισμού αυτού, «ήτοι δεν στηρίζεται σε νομική υποχρέωση η οποία έχει ελευθέρως αναληφθεί από ένα πρόσωπο έναντι άλλου» (28).
40. Από τον συνδυασμό των ορισμών αυτών προκύπτει ότι, όπως διευκρίνισα με τις προτάσεις μου στην υπόθεση Wikingerhof (29), και όπως έκρινε το Δικαστήριο με την ομώνυμη απόφαση (30), η υπαγωγή μιας αγωγής στις «διαφορές εκ συμβάσεως», κατά την έννοια του άρθρου 5, σημείο 1, του κανονισμού Βρυξέλλες Ι, ή στις «ενοχές εξ αδικοπραξίας ή οιονεί αδικοπραξίας», κατά την έννοια του άρθρου 5, σημείο 3, του κανονισμού αυτού, εξαρτάται από την ενοχή στην οποία στηρίζεται η αγωγή αυτή.
41. Κατ’ ουσίαν, ο «έλεγχος» του χαρακτηρισμού συνίσταται στον προσδιορισμό της ενοχής την οποία επικαλείται ο ενάγων κατά του εναγομένου και στη συνέχεια στον προσδιορισμό της φύσεως της ενοχής αυτής, η οποία εξαρτάται, με τη σειρά της, από το γεγονός ή την πράξη που αποτελεί την πηγή της. Όπως θα αναφέρω και στη συνέχεια, αν η επίμαχη ενοχή πηγάζει από σύμβαση ή άλλη μορφή εκούσιας δεσμεύσεως ενός προσώπου έναντι άλλου προσώπου, η ενοχή αυτή και, κατ’ επέκταση, η αγωγή είναι «συμβατικής» φύσεως, κατά την έννοια του άρθρου 5, σημείο 1, του κανονισμού Βρυξέλλες I. Αντιθέτως, αν η επίμαχη ενοχή απορρέει από «ζημιογόνο γεγονός», ενοχή και αγωγή έχουν τον χαρακτήρα αντίστοιχα ενοχής και αγωγής «εξ αδικοπραξίας ή οιονεί αδικοπραξίας», κατά την έννοια του άρθρου 5, σημείο 3, του κανονισμού αυτού (31). Τέλος, εάν η πηγή της ενοχής δεν εμπίπτει στις περιπτώσεις αυτές, αποκλείεται η εφαρμογή της μιας ή της άλλης διατάξεως.
42. Στο πλαίσιο αυτό, ο κανονισμός (ΕΚ) 593/2008 για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές (Ρώμη Ι) (32) (στο εξής: κανονισμός Ρώμη Ι), αφενός, και ο κανονισμός (ΕΚ) 864/2007 για το εφαρμοστέο δίκαιο στις εξωσυμβατικές ενοχές (Ρώμη ΙΙ) (33) (στο εξής: κανονισμός Ρώμη II), αφετέρου, παρέχουν χρήσιμες ενδείξεις για τον προσδιορισμό της φύσεως ορισμένης ενοχής και, ως εκ τούτου, για τον χαρακτηρισμό της αγωγής που βασίζεται σε αυτήν. Συγκεκριμένα, μολονότι οι κανονισμοί αυτοί δεν έχουν ακριβώς το ίδιο πεδίο εφαρμογής με το άρθρο 5, σημείο 1, και το άρθρο 5, σημείο 3, του κανονισμού Βρυξέλλες Ι (34), αντίστοιχα, αποτελούν εντούτοις, στον τομέα της συγκρούσεως νόμων, ρυθμίσεις αντίστοιχες των διατάξεων αυτών, οι δε τρεις εν λόγω κανονισμοί πρέπει να ερμηνεύονται, στο μέτρο του δυνατού, κατά τρόπο συνεκτικό (35).
43. Κατόπιν των υπομνήσεων αυτών, θα εξηγήσω, στις ενότητες που ακολουθούν, τους λόγους για τους οποίους οι αγωγές για την επιστροφή παροχής λόγω αδικαιολόγητου πλουτισμού δεν συνδέονται, κατ’ αρχήν, με τις «διαφορές εκ συμβάσεως», πλην ορισμένων περιπτώσεων (ενότητα 1), και τους λόγους για τους οποίους οι αγωγές αυτές δεν εμπίπτουν στο πεδίο των «ενοχών εξ αδικοπραξίας ή οιονεί αδικοπραξίας» (ενότητα 2).
1. Οι αγωγές για την επιστροφή παροχής λόγω αδικαιολόγητου πλουτισμού δεν εμπίπτουν, κατ’ αρχήν, στο πεδίο των «διαφορών εκ συμβάσεως»
44. Όπως εξήγησα στο σημείο 38 των παρουσών προτάσεων, η «διαφορά εκ συμβάσεως», κατά την έννοια του άρθρου 5, σημείο 1, του κανονισμού Βρυξέλλες I, περιλαμβάνει κάθε αγωγή που βασίζεται σε «νομική υποχρέωση η οποία έχει αναληφθεί ελευθέρως», δηλαδή σε «συμβατική ενοχή», κατά την αυτοτελή έννοια με την οποία το ιδιωτικό διεθνές δίκαιο της Ένωσης ερμηνεύει τον όρο αυτόν (36). Η ενοχή αυτή πηγάζει από σύμβαση ή άλλη μορφή εκούσιας δεσμεύσεως ενός προσώπου έναντι άλλου προσώπου (37).
45. Ωστόσο, στο πλαίσιο αγωγής η οποία ασκείται βάσει των διατάξεων περί αδικαιολόγητου πλουτισμού, η υποχρέωση επιστροφής την οποία επικαλείται ο ενάγων δεν απορρέει, κατά κανόνα, από τέτοια εκούσια δέσμευση του εναγομένου έναντι αυτού. Αντιθέτως, η υποχρέωση αυτή γεννάται ανεξαρτήτως της βουλήσεως του πλουτίσαντος. Εν προκειμένω, η προκάτοχος της BP EUROPA ήταν μεν αυτή που κίνησε τη διαδικασία εκτελέσεως η οποία προκάλεσε τον πλουτισμό της, πλην όμως η βούλησή της περιοριζόταν μόνο σε αυτό. Δεν είχε την πρόθεση να δεσμευθεί έναντι της HRVATSKE ŠUME. Η εν λόγω υποχρέωση επιστροφής απορρέει, στην πραγματικότητα, απευθείας από τον νόμο, ο οποίος προσδίδει, για λόγους δικαιοσύνης, έννομα αποτελέσματα στην έλλειψη «αιτίας» που να δικαιολογεί τον πλουτισμό.
46. Κατά συνέπεια, η υποχρέωση που απορρέει από αδικαιολόγητο πλουτισμό δεν συνιστά, κατά κανόνα, «νομική υποχρέωση η οποία έχει αναληφθεί ελευθέρως», κατά την έννοια της νομολογίας που αφορά το άρθρο 5, σημείο 1, του κανονισμού Βρυξέλλες I. Επομένως, οι αγωγές για την επιστροφή παροχής λόγω αδικαιολόγητου πλουτισμού δεν συνδέονται, κατ’ αρχήν, με τις «διαφορές εκ συμβάσεως» τις οποίες αφορά η εν λόγω διάταξη (38).
47. Η ερμηνεία αυτή επιβεβαιώνεται από το γράμμα του κανονισμού Ρώμη ΙΙ. Συγκεκριμένα, από το άρθρο 2, παράγραφος 1, του κανονισμού αυτού προκύπτει ότι η υποχρέωση επιστροφής που απορρέει από αδικαιολόγητο πλουτισμό θεωρείται «εξωσυμβατική ενοχή», η οποία εμπίπτει στον εν λόγω κανονισμό (39) και αποτελεί, στο άρθρο 10 αυτού, αντικείμενο ειδικών κανόνων συγκρούσεως νόμων.
48. Ωστόσο, η ανωτέρω ερμηνεία πρέπει να αμβλυνθεί. Συγκεκριμένα, όπως πολύ ορθά παρατηρεί η Επιτροπή, οι αγωγές για την επιστροφή παροχής λόγω αδικαιολόγητου πλουτισμού μπορούν να ενταχθούν σε διαφορετικά πλαίσια. Ειδικότερα, μια τέτοια αγωγή μπορεί μεν να ασκηθεί μεταξύ προσώπων τα οποία δεν έχουν μεταξύ τους καμία άλλη έννομη σχέση, όπως a priori στην περίπτωση της HRVATSKE ŠUME και της BP EUROPA (40), αλλά μπορεί και να συνδέεται στενά με συμβατική σχέση η οποία υφίσταται ή θεωρείται ότι υφίσταται μεταξύ των διαδίκων.
49. Όπως αποφάνθηκε το Δικαστήριο στην απόφασή του Profit Investment SIM (41), αγωγή με αίτημα την επιστροφή παροχών που παρασχέθηκαν βάσει ανίσχυρης συμβάσεως (άκυρης συμβάσεως, συμβάσεως της οποίας έχει λήξει η ισχύς, κ.λπ.) εμπίπτει στις «διαφορές εκ συμβάσεως», κατά την έννοια του άρθρου 5, σημείο 1, του κανονισμού Βρυξέλλες I. Η ίδια ερμηνεία επιβάλλεται, κατά την άποψή μου, και στην περίπτωση αγωγών για την επιστροφή παροχής κατόπιν υπαναχωρήσεως από τη σύμβαση λόγω μη εκπληρώσεως ή κατόπιν καταβολής αχρεώστητης παροχής στο πλαίσιο συμβάσεως, παραδείγματος χάριν όταν ο οφειλέτης καταβάλλει ποσό το οποίο υπερβαίνει την πραγματική οφειλή του.
50. Πράγματι, οι αγωγές αυτές στηρίζονται μεν ενίοτε (αλλά όχι πάντοτε) στους κανόνες αδικαιολόγητου πλουτισμού του ουσιαστικού δικαίου (42), πλην όμως, για τους σκοπούς της εφαρμογής των κανόνων διεθνούς δικαιοδοσίας του κανονισμού Βρυξέλλες Ι, πρέπει να θεωρηθούν ως απορρέουσες από σύμβαση. Κατ’ ουσίαν, ο ενάγων επικαλείται «συμβατική ενοχή» η οποία, κατά την άποψή του, είναι άκυρη ή δεν εκπληρώθηκε από τον εναγόμενο ή την οποία θεωρεί ότι εκπλήρωσε πέραν του δέοντος, προκειμένου να δικαιολογήσει την αξίωσή του επιστροφής, η οποία συνιστά το ζητηθέν «μέτρο αποκαταστάσεως» (remedy). Επομένως, μια τέτοια αγωγή στηρίζεται ουσιαστικά στην επίμαχη «συμβατική ενοχή», δεδομένου ότι η υποχρέωση επιστροφής την οποία επικαλείται ο ενάγων δεν έχει αυτοτελή υπόσταση (43).
51. Επιπλέον, συνάδει με τους σκοπούς της εγγύτητας και της ορθής απονομής της δικαιοσύνης, που επιδιώκονται με το άρθρο 5, σημείο 1, του κανονισμού Βρυξέλλες Ι, το αρμόδιο για την εκδίκαση διαφορών εκ συμβάσεως δικαστήριο να μπορεί να αποφανθεί για τις συνέπειες της ακυρότητάς της, της μη εκτελέσεως ή της πέραν του δέοντος εκτελέσεώς της και, ιδίως, για τις επιστροφές που απορρέουν από αυτές (44). Ειδικότερα, η δικαιοδοσία δεν πρέπει να διαφέρει ανάλογα με το αν, συνεπεία αθετήσεως συμβατικής υποχρεώσεως του εναγομένου, ο ενάγων ζητεί αποζημίωση ή τη λύση της συμβάσεως και την επιστροφή των παροχών που αντάλλαξαν τα μέρη (45). Άλλωστε, η εκδίκαση αυτών των αγωγών συνεπάγεται ουσιαστικά, για το επιληφθέν δικαστήριο, την επίλυση ζητημάτων συμβατικού χαρακτήρα (όπως, ανάλογα με την περίπτωση, ζητημάτων που άπτονται του περιεχομένου της επίμαχης συμβατικής υποχρεώσεως, της εγκυρότητάς της ή του τρόπου εκπληρώσεώς της από τον εναγόμενο) κατόπιν εκτιμήσεως των αντίστοιχων αποδεικτικών στοιχείων. Επομένως, υφίσταται ιδιαιτέρως στενός σύνδεσμος μεταξύ της αγωγής και του δικαστηρίου του «τόπου όπου εκπληρώθηκε ή οφείλει να εκπληρωθεί η παροχή», κατά την έννοια της διατάξεως αυτής (46).
52. Επιπλέον, αφενός, το άρθρο 12, παράγραφος 1, στοιχεία γʹ και εʹ, του κανονισμού Ρώμη Ι προβλέπει ότι το εφαρμοστέο στη σύμβαση δίκαιο (το αποκαλούμενο «lex contractus») διέπει, αντιστοίχως, τις συνέπειες της μη εκπληρώσεως των συμβατικών ενοχών και τις συνέπειες της ακυρότητας της συμβάσεως. Επομένως, ο νομοθέτης της Ένωσης έλαβε θέση υπέρ του «συμβατικού» χαρακτήρα των αγωγών για την επιστροφή παροχής μετά τη λύση ή την ακύρωση συμβάσεως, καθώς και των ενοχών που αποτελούν τη βάση των αγωγών αυτών. Αφετέρου, από το άρθρο 10, παράγραφος 1, του κανονισμού Ρώμη ΙΙ προκύπτει ότι, αν εξωσυμβατική ενοχή η οποία απορρέει από αδικαιολόγητο πλουτισμό συνδέεται με προϋφιστάμενη συμβατική σχέση μεταξύ των μερών (χαρακτηριστική περίπτωση όταν ο οφειλέτης καταβάλει ποσό το οποίο υπερβαίνει την πραγματική οφειλή του), τότε εφαρμόζεται το δίκαιο που διέπει την εν λόγω σχέση, ήτοι το lex contractus. Κατ’ αυτόν τον τρόπο διασφαλίζεται, στο μέτρο του δυνατού, η συνοχή μεταξύ των δύο αυτών κανονισμών και του κανονισμού Βρυξέλλες Ι.
2. Οι αγωγές για την επιστροφή παροχής λόγω αδικαιολόγητου πλουτισμού δεν εμπίπτουν στο πεδίο των «ενοχών εξ αδικοπραξίας ή οιονεί αδικοπραξίας»
53. Όσον αφορά δε το άρθρο 5, σημείο 3, του κανονισμού Βρυξέλλες Ι, υπενθυμίζω ότι από τη νομολογία που διαμορφώθηκε με την απόφαση Καλφέλης, η οποία μνημονεύθηκε στο σημείο 39 των παρουσών προτάσεων, προκύπτουν δύο σωρευτικές προϋποθέσεις: μια αγωγή εμπίπτει στο πεδίο των «ενοχών εξ αδικοπραξίας ή οιονεί αδικοπραξίας», κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, εφόσον, αφενός, «εγείρει ζήτημα ευθύνης του εναγομένου» και, αφετέρου, «δεν αφορά “διαφορές εκ συμβάσεως”», κατά την έννοια του άρθρου 5, σημείο 1, του κανονισμού αυτού.
54. Από την προηγούμενη ενότητα προκύπτει ότι οι αγωγές για την επιστροφή παροχής λόγω αδικαιολόγητου πλουτισμού δεν αφορούν «διαφορές εκ συμβάσεως» καθόσον δεν στηρίζονται σε «νομική υποχρέωση η οποία έχει αναληφθεί ελευθέρως», αλλά σε «εξωσυμβατική ενοχή», εκτός εάν συνδέονται στενά με προγενέστερη συμβατική σχέση που υφίσταται ή θεωρείται ότι υφίσταται μεταξύ των διαδίκων.
55. Επομένως, απομένει να εξεταστεί αν μια τέτοια αγωγή «εγείρει ζήτημα ευθύνης του εναγομένου», κατά την έννοια της «νομολογίας Καλφέλη».
56. Επισήμανα ήδη ότι, όπως και η Κροατική Κυβέρνηση, δεν συμμερίζομαι την άποψη αυτή (47).
57. Πρώτον, υπενθυμίζω ότι το άρθρο 5, σημείο 3, του κανονισμού Βρυξέλλες I απονέμει διεθνή δικαιοδοσία, ως προς «ενοχές εξ αδικοπραξίας ή οιονεί αδικοπραξίας», στο δικαστήριο του «τόπου όπου συνέβη ή ενδέχεται να συμβεί το ζημιογόνο γεγονός». Επομένως, η διαπίστωση ενός τέτοιου «ζημιογόνου γεγονότος» είναι απαραίτητη για την εφαρμογή της διατάξεως αυτής. Πρόκειται, συνεπώς, για προϋπόθεση κάθε αγωγής που αφορά «ενοχές εξ αδικοπραξίας ή οιονεί αδικοπραξίας».
58. Με την απόφαση Bier (48), το Δικαστήριο διέσπασε την έννοια του όρου «ζημιογόνο γεγονός», κατά το άρθρο 5, σημείο 3, του κανονισμού Βρυξέλλες Ι, σε δύο χωριστές έννοιες: στη «ζημία» (άλλως «βλάβη») και στο «γενεσιουργό της ζημίας γεγονός» (49). Στο πλαίσιο αυτό, το Δικαστήριο έχει αναφερθεί στα συστατικά στοιχεία της εξωσυμβατικής ευθύνης, όπως αυτά προκύπτουν από τις γενικές αρχές που απορρέουν από τις εθνικές έννομες τάξεις των κρατών μελών (50). Συναφώς, έχει κρίνει ότι «η περίπτωση ευθύνης εξ αδικοπραξίας ή οιονεί αδικοπραξίας δεν αντιμετωπίζεται παρά μόνο αν αποδεικνύεται αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της ζημίας και του γεγονότος που την προκάλεσε» (51).
59. Κατά συνέπεια, μια αγωγή «εγείρει ζήτημα ευθύνης του εναγομένου», κατά την έννοια της αποφάσεως Καλφέλης, εάν στηρίζεται σε «ζημιογόνο γεγονός» το οποίο μπορεί να καταλογιστεί στον εναγόμενο και το οποίο έχει προκαλέσει ζημία στον ενάγοντα (52). Κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου και τις μνημονευόμενες στο προηγούμενο σημείο γενικές αρχές, το «ζημιογόνο γεγονός» είναι μια παράνομη ενέργεια, δηλαδή μια πράξη ή παράλειψη η οποία είναι αντίθετη προς καθήκον ή απαγόρευση που επιβάλλεται από τον νόμο σε όλους και η οποία προκαλεί βλάβη σε τρίτους (53).
60. Το αιτούν δικαστήριο διερωτάται, εντούτοις, μήπως η διάκριση που γίνεται, στο άρθρο 5, σημείο 3, του κανονισμού Βρυξέλλες I, σε πλείονες γλωσσικές αποδόσεις του, μεταξύ ενοχών «εξ αδικοπραξίας» και «οιονεί αδικοπραξίας» επιτρέπει ευρύτερη ερμηνεία του πεδίου εφαρμογής της διατάξεως αυτής. Στο πλαίσιο αυτό, κλίνει προς την άποψη ότι η δεύτερη έννοια θα μπορούσε να περιλαμβάνει, αντιθέτως προς την πρώτη, νομικά γεγονότα πέραν των «ζημιογόνων γεγονότων».
61. Κατά την άποψή μου, τούτο δεν ισχύει. Ορθώς το Δικαστήριο ουδέποτε διέκρινε, με τη νομολογία του σχετικά με το άρθρο 5, σημείο 3, του κανονισμού Βρυξέλλες Ι, τις «οιονεί αδικοπραξίες» από τις «αδικοπραξίες». Πέραν του ότι η διάκριση αυτή δεν περιλαμβάνεται σε όλες τις γλωσσικές αποδόσεις του κανονισμού αυτού (54), η παρουσία του όρου «οιονεί αδικοπραξία» σε ορισμένες εξ αυτών δεν αποσκοπεί στη διεύρυνση του πεδίου εφαρμογής της διατάξεως αυτής. Πρόκειται, στην πραγματικότητα, για δάνειο από το γαλλικό δίκαιο, το οποίο έχει την ιδιαιτερότητα να διαχωρίζει την αστική ευθύνη που προκύπτει από εκούσιες πράξεις (αδικοπραξίες) από την απορρέουσα από ζημιογόνα γεγονότα που προκλήθηκαν από απερισκεψία ή αμέλεια (οιονεί αδικοπραξίες) (55). Εν ολίγοις, ο εν λόγω όρος αποτελεί απλώς και μόνον ένδειξη, στις συγκεκριμένες γλωσσικές αποδόσεις, ότι η διάταξη αυτή καλύπτει τα «ζημιογόνα γεγονότα» ανεξαρτήτως του αν οφείλονται σε πρόθεση ή αμέλεια (56). «Αδικοπραξίες» και «οιονεί αδικοπραξίες» αποτελούν δύο κατηγορίες αυτών των ίδιων «γεγονότων». Εξάλλου, όπως επισημαίνει το αιτούν δικαστήριο, αν η έννοια της «οιονεί αδικοπραξίας» περιλάμβανε και άλλα είδη νομικών γεγονότων, το εν λόγω άρθρο 5, σημείο 3, δεν θα παρείχε κανένα κριτήριο διεθνούς δικαιοδοσίας για τις σχετικές αγωγές.
62. Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι μια αγωγή «εγείρει ζήτημα ευθύνης του εναγομένου», κατά την έννοια της αποφάσεως Καλφέλης, και, ως εκ τούτου, αφορά «ενοχές εξ αδικοπραξίας ή οιονεί αδικοπραξίας», κατά την έννοια του άρθρου 5, σημείο 3, του κανονισμού Βρυξέλλες I, όταν στηρίζεται σε εξωσυμβατική ενοχή η οποία, όπως εξήγησα στο σημείο 41 των παρουσών προτάσεων, πηγάζει από «ζημιογόνο γεγονός» («αδικοπραξία» ή «οιονεί αδικοπραξία»), όπως αυτό ορίζεται στο σημείο 59 των παρουσών προτάσεων (57). Αντιθέτως, αγωγή στηριζόμενη σε εξωσυμβατική ενοχή που απορρέει από νομικό γεγονός διαφορετικό από το «ζημιογόνο γεγονός» δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της διατάξεως αυτής. Εν κατακλείδι, η εν λόγω διάταξη δεν καλύπτει το σύνολο των εξωσυμβατικών ενοχών, αλλά μια υποκατηγορία αυτών, την οποία θα χαρακτηρίσω ως «ενοχές εξ αδικοπραξίας ή οιονεί αδικοπραξίας».
63. Επομένως, μολονότι η κατηγορία των «ενοχών εξ αδικοπραξίας ή οιονεί αδικοπραξίας», όπως ερμηνεύεται με την απόφαση Καλφέλης, καλύπτει μεγάλη ποικιλία τύπων ευθύνης (58), εντούτοις δεν πρόκειται, εν αντιθέσει προς ό, τι αφήνει να νοηθεί η Επιτροπή, για «υπολειμματική κατηγορία» η οποία περιλαμβάνει κάθε αγωγή που βασίζεται σε ενοχή αστικής ή εμπορικής φύσεως η οποία δεν είναι «συμβατική», κατά την έννοια του άρθρου 5, σημείο 1, του κανονισμού Βρυξέλλες Ι (59). Με την εν λόγω απόφαση, το Δικαστήριο επισήμανε μόνον ότι η διάταξη αυτή και το άρθρο 5, σημείο 3, του κανονισμού αυτού αλληλοαποκλείονται, καθώς η ίδια αγωγή αστικής ευθύνης δεν μπορεί να στηρίζεται ταυτόχρονα και στις δύο διατάξεις (60). Ωστόσο, υπάρχουν αγωγές οι οποίες δεν συνδέονται με καμία από τις δύο αυτές διατάξεις, λόγω του ότι στηρίζονται σε ενοχές που δεν είναι ούτε «εκ συμβάσεως» ούτε «εξ αδικοπραξίας ή οιονεί αδικοπραξίας».
64. Δεύτερον, δε, μολονότι μια αγωγή για την επιστροφή παροχής λόγω αδικαιολόγητου πλουτισμού στηρίζεται όντως, κατ’ αρχήν, σε εξωσυμβατική ενοχή (61), η ενοχή αυτή δεν πηγάζει από «ζημιογόνο γεγονός» καταλογιστέο στον εναγόμενο, κατά την έννοια του άρθρου 5, σημείο 3, του κανονισμού Βρυξέλλες I (62). Πράγματι, όπως επισήμανε το αιτούν δικαστήριο, ο αδικαιολόγητος πλουτισμός δεν μπορεί να θεωρηθεί ως τέτοιο «γεγονός». Επομένως, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζουν η Τσεχική Κυβέρνηση και η Επιτροπή, δεν πρόκειται για «οιονεί αδικοπραξία», κατά την έννοια της διατάξεως αυτής.
65. Συγκεκριμένα, η υποχρέωση επιστροφής στην οποία στηρίζεται η αγωγή αυτή απορρέει από τον πλουτισμό του εναγομένου και την απουσία (ή, εν προκειμένω, την αναδρομική εξάλειψη) μιας «αιτίας» που να τον δικαιολογεί (63). Ως εκ τούτου, όπως ορθά υποστηρίζει η Κροατική Κυβέρνηση, η αγωγή αυτή δεν προϋποθέτει κάποια ζημιογόνο πράξη ή παράλειψη καταλογιστέα στον εναγόμενο. Η εν λόγω ενοχή προέκυψε αυτόματα, ανεξάρτητα από τη συμπεριφορά του (64).
66. Η Τσεχική Κυβέρνηση αντιτάσσει, κατ’ ουσίαν, ότι το γενεσιουργό γεγονός του πλουτισμού (ήτοι, εν προκειμένω, η κίνηση από την εκκαλούσα της κύριας δίκης της διαδικασίας αναγκαστικής εκτελέσεως η οποία ακολούθως ακυρώθηκε) πρέπει να εξομοιωθεί με «ζημιογόνο γεγονός», κατά την έννοια του άρθρου 5, σημείο 3, του κανονισμού Βρυξέλλες I.
67. Εντούτοις, κατά την άποψή μου, δεν υφίσταται λόγος εξομοιώσεως. Κατ’ αρχάς, η ενοχή επί της οποίας στηρίζεται μια αγωγή για την επιστροφή παροχής λόγω αδικαιολόγητου πλουτισμού δεν πηγάζει stricto sensu από το γενεσιουργό γεγονός του πλουτισμού, αλλά από τον ίδιο τον πλουτισμό. Περαιτέρω, το γενεσιουργό αυτό γεγονός δεν μπορεί πάντοτε να καταλογίζεται στον εναγόμενο. Αντιθέτως, αρκετά συχνά θα πρέπει να καταλογιστεί στον ενάγοντα, ο οποίος, παραδείγματος χάριν, έχει μεταφέρει εκ παραδρομής ένα μη οφειλόμενο χρηματικό ποσό. Τέλος, μολονότι, εν προκειμένω, η διαδικασία εκτελέσεως κινήθηκε με πρωτοβουλία της εφεσίβλητης της κύριας δίκης, τούτο δεν μπορεί να θεωρηθεί ως «ζημιογόνο γεγονός», διότι η πράξη αυτή δεν είναι παράνομη και δεν έχει προκαλέσει, υπό τη νομική έννοια του όρου, «ζημία» στην εκκαλούσα της κύριας δίκης.
68. Η Επιτροπή αντιτάσσει ότι το «ζημιογόνο γεγονός», κατά την έννοια του άρθρου 5, σημείο 3, του κανονισμού Βρυξέλλες Ι, είναι το γεγονός ότι η εφεσίβλητη της κύριας δίκης παρέλειψε να επιστρέψει τον επίμαχο πλουτισμό στην εκκαλούσα της κύριας δίκης, κατά παράβαση του άρθρου 1111 του νόμου περί ενοχών (65).
69. Το επιχείρημα αυτό δεν μπορεί να γίνει δεκτό. Συγκεκριμένα, η προβαλλόμενη υποχρέωση επιστροφής υφίστατο, εξ ορισμού, πριν από οιαδήποτε τυχόν άρνηση εκπληρώσεώς της εκ μέρους της εφεσίβλητης της κύριας δίκης. Επομένως, η εκτίμηση ότι η εν λόγω υποχρέωση απορρέει από τη συμπεριφορά της εφεσίβλητης θα αποτελούσε διάλληλο συλλογισμό. Η υποχρέωση επιστροφής είναι προγενέστερη: υπενθυμίζω ότι γεννήθηκε ήδη κατά το χρονικό σημείο λήψης του αδικαιολόγητου πλουτισμού (ή, εν προκειμένω, κατά το χρονικό σημείο που η διαδικασία εκτελέσεως κηρύχθηκε άκυρη ex tunc).
70. Επιπλέον, εάν το γεγονός και μόνον ότι ο εναγόμενος δεν εκπλήρωσε προϋπάρχουσα υποχρέωση έπρεπε να θεωρηθεί ως «ζημιογόνο γεγονός», το άρθρο 5, σημείο 3, του κανονισμού Βρυξέλλες Ι θα είχε εξαιρετικά ευρύ πεδίο εφαρμογής, καθόσον η προσφυγή ενώπιον της δικαιοσύνης στις αστικές και εμπορικές υποθέσεις δικαιολογείται γενικώς από τη μη εκπλήρωση, εκ μέρους του εναγομένου, φερόμενης υποχρεώσεως (66).
71. Αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η Επιτροπή, η κατάσταση αυτή δεν είναι συγκρίσιμη με την επίμαχη στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση Austro-Mechana (67), την οποία επίσης μνημονεύει το αιτούν δικαστήριο. Συγκεκριμένα, οι περιστάσεις της εν λόγω υποθέσεως είναι, κατά την άποψή μου, όλως ιδιάζουσες.
72. Πρέπει να υπομνησθεί ότι, με την απόφαση εκείνη, το Δικαστήριο έκρινε ότι αγωγή με αίτημα την καταβολή της «δίκαιης αποζημιώσεως» που προβλέπει το άρθρο 5, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2001/29/ΕΚ για την εναρμόνιση ορισμένων πτυχών του δικαιώματος του δημιουργού και συγγενικών δικαιωμάτων στην κοινωνία της πληροφορίας (68), όπως η αγωγή της Austro-Mechana, εταιρίας συλλογικής διαχειρίσεως δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας, κατά των εταιριών Amazon, καταλέγεται στις αξιώσεις από «ενοχές εξ αδικοπραξίας ή οιονεί αδικοπραξίας», κατά την έννοια του άρθρου 5, σημείο 3, του κανονισμού Βρυξέλλες Ι (69). Η αγωγή αυτή είχε ως έρεισμα την υποχρέωση της Amazon να καταβάλει την εν λόγω «αποζημίωση», σύμφωνα με την αυστριακή νομοθεσία, λόγω της διαθέσεως για εμπορικούς σκοπούς υποθεμάτων εγγραφής στην αυστριακή επικράτεια (70). Δεν επρόκειτο στην περίπτωση αυτή για παράνομη πράξη. Εντούτοις, η συμπεριφορά αυτή συνέβαλε στη ζημία που προκλήθηκε στους δικαιούχους από την πραγματοποίηση ιδιωτικών αντιγράφων των προστατευόμενων αντικειμένων τους. Κατά πάγια δε νομολογία του Δικαστηρίου, η εν λόγω «αποζημίωση» έχει ως αντικείμενο την αποκατάσταση της ζημίας αυτής. Η Austro-Mechana, ως εταιρία συλλογικής διαχειρίσεως, εισέπραττε την «αποζημίωση» αυτή για λογαριασμό των δικαιούχων που εκπροσωπούσε. Επομένως, η φερόμενη ως ζημία της εταιρίας ήταν, στην πραγματικότητα, ζημία των εν λόγω δικαιούχων. Εν ολίγοις, η παροχή που αποτέλεσε τη βάση της αγωγής οφειλόταν πράγματι, λαμβανομένων υπόψη όλων των στοιχείων, σε «ζημιογόνο γεγονός» (71). Επιπλέον, τα αυστριακά δικαστήρια ήταν τα πλέον κατάλληλα να εκτιμήσουν τη ζημία που προκλήθηκε στους δικαιούχους από τις ιδιωτικές αντιγραφές που πραγματοποίησαν οι Αυστριακοί καταναλωτές (η οποία τελούσε σε συνάρτηση με τον αριθμό των υποθεμάτων εγγραφής που πωλήθηκαν στην Αυστρία από τις εταιρίες Amazon) και, ως εκ τούτου, να αποφανθούν επί του ποσού της «δίκαιης αποζημιώσεως» που όφειλαν να καταβάλουν οι εταιρίες αυτές (72).
73. Τρίτον, η ερμηνεία κατά την οποία η αγωγή για την επιστροφή παροχής λόγω αδικαιολόγητου πλουτισμού δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 5, σημείο 3, του κανονισμού Βρυξέλλες Ι επιβεβαιώνεται, κατά την άποψή μου, από άλλο χωρίο της αποφάσεως Καλφέλης. Υπενθυμίζω ότι, στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η εν λόγω απόφαση, ένας ιδιώτης προσέφυγε κατά της τράπεζάς του κατόπιν ανεπιτυχών χρηματιστηριακών πράξεων και, στο πλαίσιο αυτό, είχε ασκήσει αγωγή στηριζόμενη σωρευτικώς σε τρεις νομικές βάσεις, ήτοι στην εκ συμβάσεως ευθύνη, στην ευθύνη εξ αδικοπραξίας και, τέλος, στον αδικαιολόγητο πλουτισμό. Στο πλαίσιο αυτό, το αιτούν δικαστήριο είχε, μεταξύ άλλων, υποβάλει στο Δικαστήριο ερώτημα σχετικά με το αν το δικαστήριο που είχε διεθνή δικαιοδοσία, δυνάμει του άρθρου 5, σημείο 3, του κανονισμού Βρυξέλλες I, να αποφανθεί επί της στηριζόμενης στην αδικοπρακτική ευθύνη αγωγής είχε, επικουρικώς, δικαιοδοσία να αποφανθεί και επί των αξιώσεων που είχαν ως βάση τη συμβατική ευθύνη και τον αδικαιολόγητο πλουτισμό.
74. Το Δικαστήριο απεφάνθη ότι «το δικαστήριο που είναι αρμόδιο, δυνάμει [του άρθρου 5, σημείο 3, του κανονισμού Βρυξέλλες Ι], να κρίνει το κεφάλαιο μιας αγωγής που στηρίζεται σε ενοχή εξ αδικοπραξίας δεν είναι αρμόδιο να κρίνει τα υπόλοιπα κεφάλαια της ιδίας αγωγής που δεν στηρίζονται σε ενοχές εξ αδικοπραξίας» (73). Ωστόσο, ερμηνευόμενη στο πλαίσιο που υπομνήσθηκε στο προηγούμενο σημείο, η φράση «δεν στηρίζονται σε ενοχές εξ αδικοπραξίας» παραπέμπει σιωπηρώς, αλλά αναγκαίως, στη συμβατική ευθύνη και στον αδικαιολόγητο πλουτισμό.
75. Τέταρτον, αντιθέτως προς την Τσεχική Κυβέρνηση και την Επιτροπή, φρονώ ότι η ερμηνεία του κανονισμού Ρώμη ΙΙ δεν αναιρεί, αλλά, αντιθέτως, ενισχύει την ερμηνεία που προτείνεται με τις παρούσες προτάσεις.
76. Συγκεκριμένα, μολονότι, όπως επισήμανα στο σημείο 47 των παρουσών προτάσεων, ο κανονισμός αυτός περιλαμβάνει, μεταξύ των «εξωσυμβατικών ενοχών» που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του, τις ενοχές που απορρέουν από αδικαιολόγητο πλουτισμό, οι ενοχές αυτές εντάσσονται, στο πλαίσιο του εν λόγω κανονισμού, σε ειδική κατηγορία (74).
77. Ειδικότερα, ο κανονισμός Ρώμη ΙΙ περιλαμβάνει, αφενός, στο κεφάλαιο II, κανόνες που ισχύουν για τις εξωσυμβατικές ενοχές που απορρέουν από «αδικοπραξία» [στα γαλλικά «fait dommageable»]. Η φράση αυτή έχει, κατά την άποψή μου, την ίδια έννοια με την πανομοιότυπη φράση του άρθρου 5, σημείο 3, του κανονισμού Βρυξέλλες Ι (75). Επομένως, εδώ υπάγονται οι «ενοχές εξ αδικοπραξίας ή οιονεί αδικοπραξίας» που διαλαμβάνονται στο σημείο 62 των παρουσών προτάσεων (76). Εν κατακλείδι, το κεφάλαιο ΙΙ καλύπτει, κατ’ αρχήν, τις ίδιες ενοχές με το εν λόγω άρθρο 5, σημείο 3 (77).
78. Αφετέρου, ο κανονισμός Ρώμη ΙΙ συγκεντρώνει, στο κεφάλαιο ΙΙΙ, τους κανόνες που ισχύουν για τις εξωσυμβατικές ενοχές που απορρέουν από «πράξη η κατάσταση που δεν συνιστά αδικοπραξία» (78). Οι αγωγές που στηρίζονται στις εν λόγω ενοχές δεν θα πρέπει, εξ ορισμού, να εμπίπτουν στο άρθρο 5, σημείο 3, του κανονισμού Βρυξέλλες Ι (79). Το δε κεφάλαιο ΙΙΙ περιλαμβάνει τον αδικαιολόγητο πλουτισμό. Επομένως, η ένταξη σε αυτή την κατηγορία επιβεβαιώνει ότι η υποχρέωση επιστροφής επί της οποίας στηρίζεται η αγωγή που ασκείται βάσει των διατάξεων περί αδικαιολόγητου πλουτισμού δεν πηγάζει από «ζημιογόνο γεγονός», κατά την έννοια του εν λόγω άρθρου 5, σημείο 3 (80).
79. Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, φρονώ ότι οι αγωγές για την επιστροφή παροχής λόγω αδικαιολόγητου πλουτισμού δεν εμπίπτουν στο άρθρο 5, σημείο 3, του κανονισμού Βρυξέλλες I (81).
80. Αντιθέτως δε προς όσα υπαινίσσεται η Τσεχική Κυβέρνηση, η ερμηνεία αυτή δεν συνεπάγεται αρνησιδικία. Στις περιπτώσεις κατά τις οποίες δεν εφαρμόζεται το άρθρο 5, σημείο 1, του κανονισμού αυτού (82), συνάγεται απλώς ότι ο διάδικος δεν έχει τη δυνατότητα επιλογής διεθνούς δικαιοδοσίας όταν ασκεί αγωγή στηριζόμενη στον αδικαιολόγητο πλουτισμό, η οποία πρέπει να ασκηθεί ενώπιον των δικαστηρίων του κράτους μέλους στο οποίο έχει την κατοικία του ο εναγόμενος, σύμφωνα με τον γενικό κανόνα του άρθρου 2, παράγραφος 1, του εν λόγω κανονισμού (83).
81. Επιπλέον, αυτό το αποτέλεσμα είναι, πρώτον, απόλυτα σύμφωνο με το σύστημα του κανονισμού Βρυξέλλες Ι. Υπενθυμίζω ότι τούτο βασίζεται ακριβώς στην αρχή της δωσιδικίας του τόπου κατοικίας του εναγομένου (84). Συναφώς, το Δικαστήριο έχει επανειλημμένως κρίνει ότι αυτός ο γενικός κανόνας, ο οποίος αποτελεί έκφραση της αρχής aktor sequitur forum rei (85), εξηγείται από το γεγονός ότι ο εναγόμενος μπορεί, κατ’ αρχήν, να αμυνθεί ευκολότερα ενώπιον των δικαστηρίων του τόπου κατοικίας του (86). Η επιλογή αυτή να ευνοηθεί ο εναγόμενος δικαιολογείται, με τη σειρά της, από το γεγονός ότι αυτός βρίσκεται κατά κανόνα σε πιο αδύναμη θέση στη δίκη, διότι δεν ανέλαβε ο ίδιος πρωτοβουλία και διότι υφίσταται την αγωγή του ενάγοντος (87).
82. Επομένως, δεν μπορεί να υποστηριχθεί, όπως πράττει η Επιτροπή, ότι, στον τομέα των αστικών και εμπορικών ενοχών, δεν πρέπει να υπάρξει «κενό δικαίου» μεταξύ του άρθρου 5, σημείο 1, και του άρθρου 5, σημείο 3, του κανονισμού Βρυξέλλες Ι και ότι, ως εκ τούτου, πρέπει πάντοτε να υπάρχει εναλλακτική της διεθνούς δικαιοδοσίας των δικαστηρίων του κράτους μέλους της κατοικίας του εναγομένου. Αν οι πρόσθετες δωσιδικίες που προβλέπονται στις διατάξεις αυτές ήταν πάντοτε διαθέσιμες, ο γενικός κανόνας θα ετίθετο στο περιθώριο και θα ευνοούνταν σε μεγάλο βαθμό ο ενάγων, αντιθέτως προς τη βούληση του νομοθέτη της Ένωσης (88).
83. Αντιθέτως, σύμφωνα με όσα μόλις εξήγησα, το Δικαστήριο έχει επανειλημμένως κρίνει ότι το άρθρο 5, σημείο 3, του κανονισμού Βρυξέλλες Ι, ως παρέκκλιση από τον γενικό αυτόν κανόνα, χρήζει στενής ερμηνείας, «η οποία δεν πρέπει να βαίνει πέραν των περιπτώσεων που ρητώς προβλέπει» η διάταξη αυτή (89). Η δε ερμηνεία της έννοιας «ζημιογόνο γεγονός» με τόσο ευρύ τρόπο όπως προτάθηκε από την Τσεχική Κυβέρνηση ή την Επιτροπή θα ισοδυναμούσε ακριβώς με εφαρμογή της διατάξεως αυτής σε μη ρητώς προβλεπόμενη περίπτωση, ήτοι στην περίπτωση αδικαιολόγητου πλουτισμού (90).
84. Δεύτερον, δεν είμαι πεπεισμένος ότι οι σκοποί της εγγύτητας και της ορθής απονομής της δικαιοσύνης, τους οποίους επιδιώκει το άρθρο 5, σημείο 3, του κανονισμού Βρυξέλλες I (91), επιτάσσουν διαφορετική ερμηνεία.
85. Συγκεκριμένα, πέραν του ότι οι σκοποί αυτοί δεν παρέχουν, εν πάση περιπτώσει, τη δυνατότητα να παραμεριστεί το γράμμα του εν λόγω άρθρου 5, σημείο 3, αμφιβάλλω αν υφίσταται, εν προκειμένω, ένας «ιδιαιτέρως στενός» σύνδεσμος μεταξύ της επίμαχης στην κύρια δίκη αγωγής και του κροατικού δικαστηρίου ενώπιον του οποίου προσέφυγε η εκκαλούσα της κύριας δίκης και, ως εκ τούτου, αν το δικαστήριο αυτό είναι κατ’ ανάγκην καταλληλότερο από τα γερμανικά δικαστήρια να αποφανθεί επί των ισχυρισμών της εν λόγω εταιρίας, ήτοι να κρίνει αν πληρούνται οι προϋποθέσεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού (92), ιδίως όσον αφορά τη συλλογή και την αξιολόγηση των κρίσιμων προς τούτο αποδεικτικών στοιχείων.
86. Το αιτούν δικαστήριο, με την άποψη του οποίου συντάσσονται η Τσεχική Κυβέρνηση και η Επιτροπή, εκτιμά ότι τούτο ισχύει για τον λόγο ότι το γενεσιουργό γεγονός του πλουτισμού, ήτοι η διαδικασία εκτελέσεως που κινήθηκε από την προκάτοχο της BP EUROPA, επήλθε στην Κροατία. Συνεπώς, όλα τα κρίσιμα πραγματικά στοιχεία συνδέονται με τη χώρα αυτή, ενώ μόνον η κατοικία της εφεσίβλητης της κύριας δίκης βρίσκεται στη Γερμανία.
87. Εντούτοις, προκειμένου να κριθεί μια αγωγή για την επιστροφή παροχής λόγω αδικαιολόγητου πλουτισμού, πρέπει πρωτίστως να διαπιστωθεί αν όντως υπήρξε τέτοιος πλουτισμός. Επομένως, τα πλέον κατάλληλα να αποφανθούν επί της αγωγής αυτής δικαστήρια δεν φαίνεται να είναι εκείνα του τόπου όπου επήλθε το γενεσιουργό γεγονός του πλουτισμού, αλλά εκείνα του τόπου όπου φέρεται να πλούτισε ο εναγόμενος.
88. Κατ’ αναλογίαν, το άρθρο 10, παράγραφος 3, του κανονισμού Ρώμη ΙΙ προβλέπει ότι, όταν ο αδικαιολόγητος πλουτισμός επήλθε χωρίς προϋπάρχουσα σχέση μεταξύ των μερών και τα μέρη δεν έχουν τη συνήθη διαμονή τους στην ίδια χώρα, στην εξωσυμβατική ενοχή που απορρέει από αυτόν εφαρμόζεται το δίκαιο της χώρας στην οποία «επήλθε ο αδικαιολόγητος πλουτισμός». Επομένως, κρίσιμη δεν είναι η χώρα στην οποία επήλθε το γενεσιουργό γεγονός του πλουτισμού, αλλά η χώρα στην οποία ο εναγόμενος έλαβε το επίμαχο οικονομικό όφελος. Σε περίπτωση μεταφοράς χρημάτων σε τραπεζικό λογαριασμό, όπως εν προκειμένω, η χώρα όπου επήλθε ο πλουτισμός είναι εκείνη στην οποία βρίσκεται το τραπεζικό ίδρυμα στο οποίο τηρείται ο συγκεκριμένος λογαριασμός (93).
89. Εν προκειμένω δε, είναι πιθανόν ο τόπος αυτός να βρίσκεται στη Γερμανία (94). Επομένως, τα δικαστήρια του κράτους μέλους της κατοικίας του εναγομένου, στο μέτρο που αντιστοιχούν στον τόπο λήψης του πλουτισμού, είναι τα πλέον κατάλληλα να εκτιμήσουν αν όντως υπήρξε πλουτισμός (95). Εκ των ανωτέρω συνάγεται, κατά την άποψή μου, ότι δεν υφίσταται, κατά κανόνα, «ιδιαιτέρως στενός» σύνδεσμος μεταξύ των αγωγών που ασκούνται βάσει των διατάξεων περί αδικαιολόγητου πλουτισμού και δικαστηρίου άλλου από εκείνο του τόπου κατοικίας του εναγομένου (96).
90. Επιπλέον, η πρακτική ταλαιπωρία την οποία συνεπάγεται για την HRVATSKE ŠUME το γεγονός ότι αυτή οφείλει να εναγάγει την BP EUROPA ενώπιον των δικαστηρίων του κράτους μέλους της κατοικίας της εναγομένης (ταλαιπωρία η οποία, υπενθυμίζω, απορρέει από τη βούληση του νομοθέτη της Ένωσης (97)) αντισταθμίζεται από ένα δικονομικό πλεονέκτημα: εάν υποτεθεί ότι η αγωγή είναι βάσιμη και στο μέτρο που η περιουσία της εφεσίβλητης της κύριας δίκης βρίσκεται στη Γερμανία, η εκκαλούσα της κύριας δίκης θα έχει εξαρχής στη διάθεσή της εθνικό εκτελεστό τίτλο για να ανακτήσει το επίδικο ποσό (την απόφαση που θα εκδώσουν τα γερμανικά δικαστήρια), αντί να χρειάζεται να καταφύγει στη διαδικασία κηρύξεως εκτελεστότητας προκειμένου να κηρυχθεί εκτελεστή στο εν λόγω κράτος μέλος τυχόν κροατική απόφαση (98).
V. Πρόταση
91. Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των προεκτεθέντων, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα που υπέβαλε το Visoki trgovački sud Republike Hrvatske (ανώτερο εμποροδικείο, Κροατία) ως εξής:
Το άρθρο 5, σημείο 1, και το άρθρο 5, σημείο 3, του κανονισμού (ΕΚ) 44/2001 του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 2000, για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, έχουν την έννοια ότι αγωγή για την επιστροφή παροχής λόγω αδικαιολόγητου πλουτισμού:
– δεν εμπίπτει στο πεδίο των «διαφορών εκ συμβάσεως», κατά την έννοια της πρώτης διατάξεως, εκτός εάν συνδέεται στενά με προγενέστερη συμβατική σχέση που υφίσταται ή θεωρείται ότι υφίσταται μεταξύ των διαδίκων, και
– δεν εμπίπτει στο πεδίο των «ενοχών εξ αδικοπραξίας ή οιονεί αδικοπραξίας», κατά την έννοια της δεύτερης διατάξεως.