Language of document : ECLI:EU:T:2011:44

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έβδομο τμήμα)

της 17ης Φεβρουαρίου 2011 (*)

«Τηλεοπτικές εκπομπές – Άρθρο 3α της οδηγίας 89/552/ΕΟΚ – Μέτρα που έλαβε το Ηνωμένο Βασίλειο όσον αφορά τις εκδηλώσεις μείζονος σημασίας για την κοινωνία αυτού του κράτους μέλους – Παγκόσμιο Κύπελλο Ποδοσφαίρου – Απόφαση κρίνουσα τα μέτρα συμβατά με το κοινοτικό δίκαιο – Αιτιολογία – Άρθρα 43 ΕΚ, 49 ΕΚ και 86 EK – Δικαίωμα ιδιοκτησίας»

Στην υπόθεση T‑68/08,

Fédération internationale de football association (FIFA), με έδρα τη Ζυρίχη (Ελβετία), εκπροσωπούμενη αρχικώς από τον E. Batchelor και την F. Young, solicitors, τους A. Barav και D. Reymond, δικηγόρους, και την F. Carlin, barrister, στη συνέχεια δε, από τους Ε. Batchelor, Α. Barav και D. Reymond, καθώς και την F. Carlin,

προσφεύγουσα,

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπούμενης αρχικώς από τον F. Benyon και τις E. Montaguti και N. Yerrell, στη συνέχεια δε από τον F. Benyon και την E. Montaguti, επικουρούμενους από τον J. Flynn, QC, και την M. Lester, barrister,

καθής,

υποστηριζόμενης από

το Βασίλειο του Βελγίου, εκπροσωπούμενο από τη C. Pochet, επικουρούμενη από τους J. Stuyck και A. Joachimowicz, δικηγόρους,

και

το Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας, εκπροσωπούμενο αρχικώς από τις S. Behzadi-Spencer και V. Jackson, στη συνέχεια δε από την S. Behzadi-Spencer και τον L. Seeboruth, επικουρούμενους αρχικώς από τον T. De la Mare, στη συνέχεια δε από τον B. Kennelly, barristers,

παρεμβαίνοντα,

με αντικείμενο αίτημα μερικής ακυρώσεως της αποφάσεως 2007/730/ΕΚ της Επιτροπής, της 16ης Οκτωβρίου 2007, για τη συμβατότητα με το κοινοτικό δίκαιο των μέτρων που έλαβε το Ηνωμένο Βασίλειο σύμφωνα με το άρθρο 3α, παράγραφος 1, της οδηγίας 89/552/ΕΟΚ του Συμβουλίου, για τον συντονισμό ορισμένων νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων των κρατών μελών σχετικά με την άσκηση τηλεοπτικών δραστηριοτήτων (ΕΕ L 295, σ. 12),

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έβδομο τμήμα),

συγκείμενο από τους N. J. Forwood (εισηγητή), πρόεδρο, L. Truchot και J. Schwarcz, δικαστές,

γραμματέας: K. Pocheć, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 24ης Φεβρουαρίου 2010,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Το νομικό πλαίσιο

1        L’article 43 CE ορίζει τα εξής:

«Στο πλαίσιο των κατωτέρω διατάξεων, οι περιορισμοί της ελευθερίας εγκαταστάσεως των υπηκόων ενός κράτους μέλους στην επικράτεια ενός άλλου κράτους μέλους απαγορεύονται. Η απαγόρευση αυτή εκτείνεται επίσης στους περιορισμούς για την ίδρυση πρακτορείων, υποκαταστημάτων ή θυγατρικών εταιριών από τους υπηκόους ενός κράτους μέλους που είναι εγκατεστημένοι στην επικράτεια άλλου κράτους μέλους.

Η ελευθερία εγκαταστάσεως περιλαμβάνει την ανάληψη και την άσκηση μη μισθωτών δραστηριοτήτων, καθώς και τη σύσταση και τη διαχείριση επιχειρήσεων και ιδίως εταιριών κατά την έννοια του άρθρου 48, παράγραφος 2, [ΕΚ,] σύμφωνα με τις προϋποθέσεις που ορίζονται από τη νομοθεσία της χώρας εγκαταστάσεως για τους δικούς της υπηκόους, με την επιφύλαξη των διατάξεων του κεφαλαίου της παρούσας συνθήκης που αναφέρονται στην κυκλοφορία κεφαλαίων.»

2        Το άρθρο 49, πρώτο εδάφιο, ΕΚ ορίζει τα εξής:

«Στο πλαίσιο των κατωτέρω διατάξεων, οι περιορισμοί της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών στο εσωτερικό της Κοινότητας απαγορεύονται όσον αφορά τους υπηκόους των κρατών μελών που είναι εγκατεστημένοι σε κράτος της Κοινότητας άλλο από εκείνο του αποδέκτου της παροχής.»

3        Κατά το άρθρο 86, παράγραφος 1, ΕΚ, «[τ]α κράτη μέλη δεν θεσπίζουν ούτε διατηρούν μέτρα αντίθετα προς τους κανόνες της παρούσας συνθήκης, ιδίως προς εκείνους του άρθρου 12 [ΕΚ] και των άρθρων 81 [ΕΚ] μέχρι και 89 [ΕΚ], ως προς τις δημόσιες επιχειρήσεις και τις επιχειρήσεις στις οποίες χορηγούν ειδικά ή αποκλειστικά δικαιώματα».

4        Το άρθρο 3α της οδηγίας 89/552/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 3ης Οκτωβρίου 1989, για τον συντονισμό ορισμένων νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων των κρατών μελών σχετικά με την άσκηση τηλεοπτικών δραστηριοτήτων (ΕΕ L 298, σ. 23), το οποίο προστέθηκε με την οδηγία 97/36/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 30ής Ιουνίου 1997, για την τροποποίηση της οδηγίας [89/552] (ΕΕ L 202, σ. 60), ορίζει ότι:

«1.      Κάθε κράτος μέλος μπορεί να λαμβάνει μέτρα σύμφωνα με το κοινοτικό δίκαιο για να εξασφαλίζει ότι οι ραδιοτηλεοπτικοί οργανισμοί που υπάγονται στη δικαιοδοσία του δεν μεταδίδουν αποκλειστικά εκδηλώσεις οι οποίες θεωρούνται από το εν λόγω κράτος μέλος ως μείζονος σημασίας για την κοινωνία, κατά τρόπον ώστε μια σημαντική μερίδα του κοινού στο εν λόγω κράτος μέλος να εμποδίζεται να παρακολουθήσει τις εκδηλώσεις αυτές [σε απευθείας ή μαγνητοσκοπημένη μετάδοση μέσω δωρεάν τηλεοπτικού προγράμματος]. Σε περίπτωση που πράξει κάτι τέτοιο, το οικείο κράτος μέλος καταρτίζει κατάλογο των εθνικών ή μη εθνικών εκδηλώσεων τις οποίες θεωρεί ως μείζονος σημασίας για την κοινωνία. Πράττει τούτο με σαφή και διαφανή τρόπο, εγκαίρως. Επίσης, το οικείο κράτος μέλος καθορίζει εάν οι εκδηλώσεις αυτές θα πρέπει [να μεταδίδονται απευθείας, στο σύνολό τους ή εν μέρει] ή, όπου είναι αναγκαίο ή σκόπιμο για αντικειμενικούς λόγους δημοσίου συμφέροντος, [να μεταδίδονται, στο σύνολό τους ή εν μέρει, σε μαγνητοσκόπηση].

2.      Τα κράτη μέλη κοινοποιούν αμέσως στην Επιτροπή τα τυχόν μέτρα που έχουν λάβει ή που πρόκειται να λάβουν δυνάμει της παραγράφου 1. Εντός τριών μηνών από την κοινοποίηση, η Επιτροπή επαληθεύει ότι τα μέτρα είναι συμβατά με την κοινοτική νομοθεσία και τα γνωστοποιεί στα άλλα κράτη μέλη. Ζητεί τη γνώμη της επιτροπής που έχει συσταθεί σύμφωνα με το άρθρο 23α. Δημοσιεύει αμέσως τα ληφθέντα μέτρα στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και άπαξ τουλάχιστον του έτους ενοποιημένο κατάλογο των μέτρων που έχουν ληφθεί από τα κράτη μέλη.

3.      Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν με κατάλληλα μέσα, στο πλαίσιο της νομοθεσίας τους, ότι οι ραδιοτηλεοπτικοί οργανισμοί που υπάγονται στη δικαιοδοσία τους δεν ασκούν αποκλειστικά δικαιώματα τα οποία έχουν αποκτήσει μετά την ημερομηνία δημοσίευσης της παρούσας οδηγίας κατά τρόπον ώστε μια σημαντική μερίδα του κοινού σε άλλο κράτος μέλος να εμποδίζεται να παρακολουθήσει εκδηλώσεις οι οποίες έχουν καθοριστεί από το άλλο κράτος μέλος, σύμφωνα με τις προηγούμενες παραγράφους, [σε απευθείας, συνολικά ή εν μέρει, μετάδοση] ή, όπου είναι αναγκαίο ή σκόπιμο για αντικειμενικούς λόγους δημοσίου συμφέροντος, [σε μαγνητοσκοπημένη, συνολικά ή εν μέρει, μετάδοση μέσω δωρεάν τηλεοπτικού προγράμματος] όπως ορίζεται από το εν λόγω άλλο κράτος μέλος σύμφωνα με την παράγραφο 1.»

5        Οι αιτιολογικές σκέψεις 18 έως 22 της οδηγίας 97/36 έχουν ως εξής:

«(18) [εκτιμώντας] ότι είναι σημαντικό τα κράτη μέλη να είναι σε θέση να προστατεύουν το δικαίωμα στην ενημέρωση και να εξασφαλίζουν την ευρεία πρόσβαση του κοινού στην τηλεοπτική κάλυψη εθνικών ή μη εθνικών εκδηλώσεων μείζονος σημασίας για την κοινωνία, όπως οι ολυμπιακοί αγώνες, το παγκόσμιο κύπελλο ποδοσφαίρου και το ευρωπαϊκό πρωτάθλημα ποδοσφαίρου· ότι, προς τον σκοπό αυτό, τα κράτη μέλη διατηρούν το δικαίωμα να λαμβάνουν μέτρα σύμφωνα με το κοινοτικό δίκαιο με στόχο τη ρύθμιση της άσκησης εκ μέρους ραδιοτηλεοπτικών οργανισμών, οι οποίοι υπάγονται στη δικαιοδοσία τους, αποκλειστικών ραδιοτηλεοπτικών δικαιωμάτων όσον αφορά τις ανωτέρω εκδηλώσεις·

(19)      ότι είναι ανάγκη να θεσπιστούν ρυθμίσεις σε κοινοτικό πλαίσιο ώστε να αποφευχθούν η ενδεχόμενη νομική αβεβαιότητα και οι στρεβλώσεις της αγοράς και να συγκερασθεί η ελεύθερη κυκλοφορία των τηλεοπτικών υπηρεσιών με την ανάγκη πρόληψης της ενδεχόμενης καταστρατήγησης των εθνικών μέτρων που προστατεύουν ένα έννομο γενικό συμφέρον·

(20)      ότι, ιδίως, με την παρούσα οδηγία είναι σκόπιμο να θεσπιστούν διατάξεις για την άσκηση, εκ μέρους των ραδιοτηλεοπτικών οργανισμών, των αποκλειστικών δικαιωμάτων που έχουν ενδεχομένως αποκτήσει για τη μετάδοση εκδηλώσεων που θεωρούνται ότι ενέχουν μείζονα σημασία για την κοινωνία σε ένα κράτος μέλος διαφορετικό από εκείνο που έχει δικαιοδοσία επί των ραδιοτηλεοπτικών οργανισμών· […]

(21)      ότι οι εκδηλώσεις “μείζονος σημασίας για την κοινωνία” θα πρέπει, για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, να πληρούν ορισμένα κριτήρια, δηλαδή να αποτελούν σημαντικά συμβάντα τα οποία παρουσιάζουν ενδιαφέρον στο γενικό κοινό, στην Ευρωπαϊκή Ένωση ή σε ένα κράτος μέλος ή σε σημαντικό τμήμα κράτους μέλους και προγραμματίζονται εκ των προτέρων από υπεύθυνο ο οποίος μπορεί να πωλήσει νομίμως τα δικαιώματα που αναφέρονται στην εν λόγω εκδήλωση·

(22)      ότι, για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, “δωρεάν τηλεοπτικό πρόγραμμα” σημαίνει μετάδοση σε ένα δίαυλο, δημόσιο ή εμπορικό, προγραμμάτων στα οποία έχει πρόσβαση το κοινό χωρίς επιπλέον καταβολή τέλους εκτός από τους [πλέον διαδεδομένους εντός κάθε κράτους μέλους] τρόπους χρηματοδότησης των εκπομπών (όπως η εισφορά ή/και η βασικ[ή] συνδρομή σε καλωδιακό δίκτυο)».

 Ιστορικό της διαφοράς και η προσβαλλόμενη απόφαση

6        Η Fédération internationale de football association (FIFA), προσφεύγουσα, είναι ένωση αποτελούμενη από 208 εθνικές ομοσπονδίες ποδοσφαίρου και αποτελεί τη διοικούσα αρχή του ποδοσφαίρου παγκοσμίως. Σκοποί της είναι, μεταξύ άλλων, η προώθηση του ποδοσφαίρου παγκοσμίως και η κατάστρωση των διεθνών διοργανώσεών της. Κύρια πηγή των εσόδων της είναι η πώληση των δικαιωμάτων τηλεοπτικής μεταδόσεως της τελικής φάσεως του Παγκοσμίου Κυπέλλου της FIFA (στο εξής: Παγκοσμίου Κυπέλλου), του οποίου είναι η διοργανώτρια αρχή.

7        Με απόφαση της 25ης Ιουνίου 1998, ο Υπουργός Πολιτισμού, Μέσων Ενημερώσεως και Αθλητισμού του Ηνωμένου Βασιλείου της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας (στο εξής: υπουργός) κατήρτισε, δυνάμει του τμήματος IV του Broadcasting Act 1996 (νόμος του 1996 περί ραδιοτηλεοπτικών εκπομπών), κατάλογο εκδηλώσεων μείζονος σημασίας για την κοινωνία του Ηνωμένου Βασιλείου, στον οποίο περιλαμβανόταν και το Παγκόσμιο Κύπελλο.

8        Πριν καταρτισθεί ο κατάλογος αυτός, ο υπουργός οργάνωσε, τον Ιούλιο του 1997, κύκλο διαβουλεύσεων στις οποίες μετείχαν 42 διαφορετικοί φορείς σχετικά με τα κριτήρια βάσει των οποίων θα έπρεπε να αξιολογηθεί η σημασία που έχουν οι διάφορες εκδηλώσεις για την κοινωνία του Ηνωμένου Βασιλείου. Η διαδικασία αυτή είχε ως αποτέλεσμα, τον Νοέμβριο του 1997, τη σύνταξη καταλόγου κριτηρίων περιλαμβανομένου σε έγγραφο του Υπουργείου Πολιτισμού, Μέσων Ενημερώσεως και Αθλητισμού, τα οποία θα έθετε σε εφαρμογή ο υπουργός προκειμένου να καταρτίσει τον κατάλογο εκδηλώσεων μείζονος σημασίας για την κοινωνία του Ηνωμένου Βασιλείου. Κατά το έγγραφο αυτό, μια εκδήλωση μπορεί να περιληφθεί στον κατάλογο ιδίως σε περίπτωση κατά την οποία έχει ιδιαίτερη απήχηση σε εθνικό επίπεδο και όχι μόνο σ’ αυτούς που παρακολουθούν συνήθως το οικείο άθλημα. Κατά το ίδιο αυτό έγγραφο, μπορεί να χαρακτηρισθεί ως τέτοια κάθε εθνική ή διεθνής αθλητική διοργάνωση η οποία είναι εξέχουσας σημασίας ή στην οποία μετέχει η εθνική ομάδα του Ηνωμένου Βασιλείου ή αθλητές από αυτό. Μεταξύ των διοργανώσεων που πληρούν τα κριτήρια αυτά, όσες έχουν υψηλή τηλεθέαση ή μεταδίδονται κατά παράδοση απευθείας από τηλεοπτικούς σταθμούς ελεύθερης προσβάσεως είχαν περισσότερες πιθανότητες να περιληφθούν στον κατάλογο. Επιπλέον, ο υπουργός θα ελάμβανε υπόψη, κατά την εκτίμησή του, και άλλους παράγοντες που αφορούν τις συνέπειες για το οικείο άθλημα, όπως η δυνατότητα απευθείας μεταδόσεως ολόκληρης της εκδηλώσεως, το αντίκτυπο ως προς τα έσοδα στον οικείο τομέα του αθλητισμού, τις συνέπειες όσον αφορά την αγορά των τηλεοπτικών μεταδόσεων και την ύπαρξη συνθηκών που να διασφαλίζουν την πρόσβαση στην εκδήλωση μέσω μαγνητοσκοπημένης τηλεοπτικής ή ραδιοφωνικής μεταδόσεως/ αναμεταδόσεως.

9        Εν συνεχεία, ο υπουργός, σύμφωνα με το άρθρο 97 του Broadcasting Act 1996, οργάνωσε κύκλο διαβουλεύσεων όσον αφορά τις συγκεκριμένες εκδηλώσεις που έπρεπε να περιληφθούν στον κατάλογο. Στο πλαίσιο της διαβουλεύσεως αυτής, ο υπουργός ζήτησε τη γνώμη διαφόρων ενδιαφερομένων φορέων και επιχειρήσεων, καθώς και τη γνώμη των κατόχων των δικαιωμάτων τηλεοπτικής μεταδόσεως, όπως η FIFA. Επιπλέον, η συμβουλευτική επιτροπή, η οποία είχε συσταθεί από τον υπουργό με την ονομασία «Advisory Group on listed events» (συμβουλευτική ομάδα για τις περιλαμβανόμενες στον κατάλογο εκδηλώσεις) υπέβαλε τη γνωμοδότησή της για τις εκδηλώσεις που θα έπρεπε να περιληφθούν στον κατάλογο, προτείνοντας, όσον αφορά το Παγκόσμιο Κύπελλο, να περιληφθούν στον κατάλογο ο τελικός, οι ημιτελικοί και οι αγώνες των εθνικών ομάδων του Ηνωμένου Βασιλείου.

10      Βάσει του άρθρου 98 του Broadcasting Act 1996, όπως τροποποιήθηκε με τις Television Broadcasting Regulations 2000 (κανονιστικές αποφάσεις του 2000 περί τηλεοπτικών εκπομπών), οι τηλεοπτικοί οργανισμοί κατανέμονται σε δύο κατηγορίες. Η πρώτη κατηγορία περιλαμβάνει τους οργανισμούς που παρέχουν υπηρεσίες δωρεάν και για τους οποίους πρέπει επίσης το 95 % τουλάχιστον του πληθυσμού του Ηνωμένου Βασιλείου να έχει δυνατότητα λήψεως του σήματος των εκπομπών τους. Η δεύτερη κατηγορία περιλαμβάνει τους τηλεοπτικούς οργανισμούς που δεν πληρούν τις προϋποθέσεις αυτές.

11      Εξάλλου, βάσει του άρθρου 101 του Broadcasting Act 1996, όπως τροποποιήθηκε με τις Television Broadcasting Regulations 2000, ο παρέχων τηλεοπτικά προγράμματα ο οποίος εμπίπτει σε μία από τις κατηγορίες αυτές δεν μπορεί να μεταδίδει απευθείας, εν όλω ή εν μέρει, εκδήλωση περιλαμβανόμενη στον κατάλογο, εκτός αν άλλος οργανισμός μεταδόσεως τηλεοπτικών προγραμμάτων ο οποίος εμπίπτει στην έτερη κατηγορία έχει αποκτήσει το δικαίωμα να μεταδώσει απευθείας το σύνολο της ίδιας εκδηλώσεως ή το ίδιο τμήμα της εκδηλώσεως εντός της ίδιας ή ουσιαστικά της ίδιας περιοχής. Σε περίπτωση κατά την οποία δεν πληρούται η προϋπόθεση αυτή, ο οργανισμός που επιθυμεί να μεταδώσει απευθείας ολόκληρη την επίμαχη εκδήλωση ή τμήμα αυτής πρέπει να λάβει προηγουμένως σχετική άδεια από την Office of Communications (Αρχή Επικοινωνιών).

12      Κατά το άρθρο 3 του Code on sports and other listed events (κώδικα περί αθλητικών διοργανώσεων και λοιπών εκδηλώσεων που περιλαμβάνονται στον κατάλογο), όπως ίσχυε το 2000, οι εκδηλώσεις που περιλαμβάνονται στον κατάλογο αυτών που χαρακτηρίζονται ως μείζονος σημασίας για την κοινωνία κατανέμονται σε δύο ομάδες. Η «ομάδα A» περιλαμβάνει εκδηλώσεις που δεν μπορούν να καλυφθούν απευθείας κατ’ αποκλειστικότητα εφόσον δεν πληρούνται ορισμένα κριτήρια. Η «ομάδα B» περιλαμβάνει εκδηλώσεις των οποίων επιτρέπεται η κατ’ αποκλειστικότητα απευθείας μετάδοση μόνον εφόσον έχουν ληφθεί μέτρα για να διασφαλισθεί η μαγνητοσκοπημένη αναμετάδοσή τους.

13      Κατά το άρθρο 13 του Code on sports and other listed events, μπορεί να χορηγηθεί άδεια από την Office of Communications για εκδηλώσεις που ανήκουν στην «ομάδα A» του καταλόγου, μεταξύ των οποίων καταλέγεται και το Παγκόσμιο Κύπελλο, εφόσον τα σχετικά δικαιώματα μεταδόσεως μέσω ανοιχτής διαδικασίας και με ισότιμους και εύλογους όρους σε όλους τους τηλεοπτικούς οργανισμούς, χωρίς να ενδιαφερθεί για την αγορά τους οργανισμός της ετέρας κατηγορίας.

14      Με την από 25 Σεπτεμβρίου 1998 επιστολή, το Ηνωμένο Βασίλειο διαβίβασε στην Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, βάσει του άρθρου 3α, παράγραφος 2, της οδηγίας 89/552, τον κατάλογο εκδηλώσεων που κατήρτισε ο υπουργός, καθώς και άλλα στοιχεία σχετικά με τη νομοθεσία που θέσπισε αυτό το κράτος μέλος σύμφωνα με το άρθρο 3α, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής. Κατόπιν αλληλογραφίας μεταξύ του Ηνωμένου Βασιλείου και της Επιτροπής και κατόπιν της από 5 Μαΐου 2000 κοινοποιήσεως εκ νέου των μέτρων, ο γενικός διευθυντής της Γενικής Διευθύνσεως (ΓΔ) «Εκπαίδευση και πολιτισμός» της Επιτροπής πληροφόρησε το Ηνωμένο Βασίλειο, με την από 28 Ιουλίου 2000 επιστολή, ότι η Επιτροπή δεν είχε αντιρρήσεις όσον αφορά τα μέτρα αυτού του κράτους μέλους, τα οποία, ως εκ τούτου, θα δημοσιεύονταν στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

15      Το Πρωτοδικείο [νυν Γενικό Δικαστήριο], με απόφαση που εξέδωσε στις 15 Δεκεμβρίου 2005, T-33/01, Infront WM κατά Επιτροπής (Συλλογή 2005, σ. II‑5897), ακύρωσε την περιεχόμενη στην επιστολή της 28ης Ιουλίου 2000 απόφαση, για τον λόγο ότι αυτή συνιστούσε απόφαση κατά την έννοια του άρθρου 249 ΕΚ, την οποία έπρεπε να εκδώσει το σώμα των Επιτρόπων (προπαρατεθείσα απόφαση Infront WM κατά Επιτροπής, σκέψη 178).

16      Κατόπιν της εκδόσεως της προπαρατεθείσας στη σκέψη 15 αποφάσεως Infront WM κατά Επιτροπής, η Επιτροπή εξέδωσε την απόφαση 2007/730/ΕΚ, της 16ης Οκτωβρίου 2007, για τη συμβατότητα με το κοινοτικό δίκαιο των μέτρων που έλαβε το Ηνωμένο Βασίλειο σύμφωνα με το άρθρο 3α, παράγραφος 1, της οδηγίας [89/552] (ΕΕ L 295, σ. 12, στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση).

17      Το διατακτικό της προσβαλλομένης αποφάσεως έχει ως εξής:

«Άρθρο 1

Τα μέτρα που ελήφθησαν δυνάμει του άρθρου 3α, παράγραφος 1, της οδηγίας [89/552] και κοινοποιήθηκαν από το Ηνωμένο Βασίλειο στην Επιτροπή στις 5 Μαΐου 2000, όπως δημοσιεύθηκαν στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων C 328, της 18ης Νοεμβρίου 2000, είναι συμβατά με το κοινοτικό δίκαιο.

Άρθρο 2

Τα μέτρα που παρατίθενται στο παράρτημα της παρούσας απόφασης δημοσιεύονται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σύμφωνα με το άρθρο 3α, παράγραφος 2, της οδηγίας [89/552].»

18      Το σκεπτικό της προσβαλλομένης αποφάσεως περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, τις ακόλουθες αιτιολογικές σκέψεις:

«(4)      Ο κατάλογος των εκδηλώσεων μείζονος σημασίας για την κοινωνία που περιλαμβάνεται στα μέτρα του [Ηνωμένου Βασιλείου] καταρτίστηκε με σαφήνεια και διαφάνεια, ενώ [στο κράτος μέλος αυτό] είχε δρομολογηθεί εκτεταμένη διαδικασία διαβούλευσης.

(5)      Η Επιτροπή διαπίστωσε ότι οι εκδηλώσεις που περιλαμβάνονται στα μέτρα που κοινοποίησε το [Ηνωμένο Βασίλειο] πληρούν δύο τουλάχιστον από τα ακόλουθα κριτήρια, τα οποία θεωρούνται αξιόπιστοι δείκτες της σημασίας των εκδηλώσεων για την κοινωνία: i) ιδιαίτερη γενική απήχηση εντός του κράτους μέλους και όχι απλώς σπουδαιότητα για όσους παρακολουθούν τακτικά το συγκεκριμένο άθλημα ή δραστηριότητα· ii) γενικά αναγνωρισμένη, διακριτή πολιτιστική σημασία για τον πληθυσμό του κράτους μέλους, με καταλυτικό ρόλο για την πολιτιστική του ταυτότητα· iii) συμμετοχή της εθνικής ομάδας στη συγκεκριμένη εκδήλωση στο πλαίσιο αγώνα ή διοργάνωσης διεθνούς σημασίας· και iv) το γεγονός ότι η εκδήλωση μεταδίδεται κατά παράδοση από την τηλεόραση δωρεάν και έχει μεγάλη τηλεθέαση.

(6)      Σημαντικός αριθμός των εκδηλώσεων που περιλαμβάνονται [στον κατάλογο των μέτρων] που κοινοποίησε το [Ηνωμένο Βασίλειο], συμπεριλαμβανομένων των θερινών και των χειμερινών Ολυμπιακών Αγώνων, των αγώνων της τελικής φάσης του παγκόσμιου κυπέλλου ποδοσφαίρου και των αγώνων της τελικής φάσης του ευρωπαϊκού πρωταθλήματος ποδοσφαίρου, εμπίπτουν στην κατηγορία των εκδηλώσεων που κατά παράδοση θεωρούνται μείζονος σημασίας για την κοινωνία, όπως αναφέρεται ρητά στη δέκατη όγδοη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας [97/36]. Οι εν λόγω εκδηλώσεις έχουν ιδιαίτερη γενική απήχηση στο [Ηνωμένο Βασίλειο] στο σύνολό τους, δεδομένου ότι είναι ιδιαίτερα δημοφιλείς στο ευρύ κοινό (ανεξαρτήτως της ιθαγένειας των συμμετεχόντων) και όχι μόνο σε όσους παρακολουθούν τακτικά [στην τηλεόραση] αθλητικές εκδηλώσεις.

[…]

(18)      Οι εκδηλώσεις [του καταλόγου], περιλαμβανομένων και εκείνων που αποτελούν ενιαίο σύνολο και όχι σειρά μεμονωμένων εκδηλώσεων, μεταδίδονται κατά παράδοση από την τηλεόραση δωρεάν και έχουν μεγάλη τηλεθέαση […]

(19)      Τα μέτρα [του Ηνωμένου Βασιλείου] φαίνονται αναλογικά, ούτως ώστε να δικαιολογείται παρέκκλιση από τη θεμελιώδη αρχή της ελευθερίας παροχής υπηρεσιών, που θεσπίζεται στη συνθήκη ΕΚ, [βάσει] επιτακτικού λόγου δημοσίου συμφέροντος, που είναι η διασφάλιση της ευρείας πρόσβασης του κοινού στις τηλεοπτικές μεταδόσεις εκδηλώσεων μείζονος σημασίας για την κοινωνία.

(20)      Τα μέτρα [του Ηνωμένου Βασιλείου] είναι συμβατά με τους κανόνες [περί] ανταγωνισμού [της Συνθήκης ΕΚ], διότι ο προσδιορισμός των κατάλληλων ραδιοτηλεοπτικών οργανισμών για την τηλεοπτική μετάδοση των εκδηλώσεων που περιλαμβάνονται τον κατάλογο βασίζεται σε αντικειμενικά κριτήρια, τα οποία επιτρέπουν πραγματικό και δυνητικό ανταγωνισμό για την απόκτηση των δικαιωμάτων μετάδοσης αυτών των εκδηλώσεων. Επιπλέον, ο αριθμός των εκδηλώσεων του καταλόγου δεν είναι δυσανάλογος σε βαθμό που να συνεπάγεται στρεβλώσεις του ανταγωνισμού στις αγορές που έπονται αυτών των τηλεοπτικών σταθμών ελεύθερης προσβάσεως και της συνδρομητικής τηλεόρασης.

(21)      Η αναλογικότητα των μέτρων του Ηνωμένου Βασιλείου ενισχύεται από το γεγονός ότι ορισμένες από τις εκδηλώσεις που περιλαμβάνονται στον κατάλογο απαιτούν επαρκή αναμετάδοση και μόνον.

[…]

(24)      Όπως προκύπτει από την απόφαση [Infront WM κατά Επιτροπής], η [κρίση περί του] ότι μέτρα που ελήφθησαν σύμφωνα με το άρθρο 3α, παράγραφος 1, της οδηγίας [89/552] είναι συμβατά με το κοινοτικό δίκαιο συνιστά απόφαση, η οποία πρέπει, επομένως, να εκδοθεί από την Επιτροπή. Συνεπώς, πρέπει να δηλωθεί με την παρούσα απόφαση ότι τα μέτρα που κοινοποιήθηκαν από το Ηνωμένο Βασίλειο είναι συμβατά με το κοινοτικό δίκαιο. Τα μέτρα που παρατίθενται στο παράρτημα της παρούσας απόφασης πρέπει να δημοσιευθούν στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σύμφωνα με το άρθρο 3α, παράγραφος 2, της οδηγίας [89/552].»

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

19      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του τότε Πρωτοδικείου στις 6 Φεβρουαρίου 2008, η FIFA άσκησε την υπό κρίση προσφυγή.

20      Με χωριστό δικόγραφο, το οποίο κατέθεσε στη Γραμματεία του τότε Πρωτοδικείου στις 28 Φεβρουαρίου 2008, η FIFA ζήτησε από το νυν Γενικό Δικαστήριο, στο πλαίσιο των μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας, να υποχρεώσει την Επιτροπή να προσκομίσει διάφορα έγγραφα τα οποία, κατά την προσφεύγουσα, είναι ουσιώδη για την άσκηση τόσο των δικαιωμάτων της όσο και του εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου δικαστικού ελέγχου.

21      Με απόφαση της 26ης Μαΐου 2008, το έβδομο τμήμα του νυν Γενικού Δικαστηρίου αποφάσισε να μη δεχθεί, στο στάδιο αυτό της διαδικασίας, την αίτηση λήψεως μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας που υπέβαλε η FIFA.

22      Με δικόγραφα που κατατέθηκαν στη Γραμματεία του νυν Γενικού Δικαστηρίου στις 11 και 16 Ιουνίου 2008, αντιστοίχως, το Ηνωμένο Βασίλειο και το Βασίλειο του Βελγίου ζήτησαν να παρέμβουν στην παρούσα δίκη προς στήριξη των αιτημάτων της Επιτροπής.

23      Με διάταξη της 14ης Αυγούστου 2008, ο πρόεδρος του εβδόμου τμήματος του νυν Γενικού Δικαστηρίου δέχθηκε τις παρεμβάσεις αυτές. Οι παρεμβαίνοντες κατέθεσαν τα υπομνήματά τους και η FIFA τις παρατηρήσεις της επ’ αυτών εντός των προθεσμιών που τάχθηκαν.

24      Με διάταξη της 15ης Δεκεμβρίου 2009, διατάχθηκε η συνεκδίκαση της υπό κρίση υποθέσεως με την υπόθεση T‑385/07, FIFA κατά Επιτροπής, προς διευκόλυνση της προφορικής διαδικασίας.

25      Κατόπιν εκθέσεως του εισηγητή δικαστή, το Γενικό Δικαστήριο αποφάσισε να κινήσει την προφορική διαδικασία και, στο πλαίσιο των μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας, έθεσε εγγράφως μία ερώτηση στη FIFA και δύο ερωτήσεις στην Επιτροπή. Οι ερωτήσεις του Γενικού Δικαστηρίου απαντήθηκαν εντός της ταχθείσας προθεσμίας.

26      Η FIFA ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση, εν μέρει ή στο σύνολό της, καθόσον αφορά το Παγκόσμιο Κύπελλο·

–        να καταδικάσει την Επιτροπή, το Βασίλειο του Βελγίου και το Ηνωμένο Βασίλειο στα δικαστικά έξοδα.

27      Η Επιτροπή ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή·

–        να καταδικάσει τη FIFA στα δικαστικά έξοδα.

28      Το Βασίλειο του Βελγίου και το Ηνωμένο Βασίλειο ζητούν από το Γενικό Δικαστήριο να απορρίψει την προσφυγή.

 Σκεπτικό

1.     Επί του παραδεκτού

 Επιχειρήματα των διαδίκων

29      Το Βασίλειο του Βελγίου υποστηρίζει ότι η προσφυγή είναι απαράδεκτη για τον λόγο ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν αφορά τη FIFA ούτε ατομικά ούτε άμεσα και για τον λόγο ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν είναι αρμόδιο να εξετάσει τη νομιμότητα των εθνικών μέτρων. Επιπλέον, η FIFA δεν άσκησε προσφυγή ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων κατά των μέτρων που έλαβε το Ηνωμένο Βασίλειο, οπότε η ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου προσφυγή της ασκήθηκε εκπροθέσμως, δεδομένου ότι ενδεχόμενη ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως δεν θίγει το κύρος της επίμαχης εθνικής νομοθεσίας.

30      Η FIFA φρονεί ότι η προσβαλλόμενη απόφαση συνιστά πράξη δεκτική προσφυγής και ότι, επιπλέον, την αφορά άμεσα και ατομικά.

 Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

31      Οι λόγοι απαραδέκτου τους οποίους εγείρει το Βασίλειο του Βελγίου αφορούν τη δημόσια τάξη, δεδομένου ότι θέτουν εν αμφιβόλω την ενεργητική νομιμοποίηση της FIFA, την τήρηση της προθεσμίας για την άσκηση προσφυγής και την αρμοδιότητα του Γενικού Δικαστηρίου. Συνεπώς, το Γενικό Δικαστήριο πρέπει να εξετάσει αυτεπαγγέλτως αυτούς τους λόγους απαραδέκτου, μολονότι το Βασίλειο του Βελγίου, ως παρεμβαίνον, δεν νομιμοποιείται να τους προβάλει κατά το άρθρο 40, τέταρτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου και το άρθρο 116, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, δεδομένου ότι η Επιτροπή δεν αμφισβήτησε το παραδεκτό της προσφυγής (βλ., σχετικώς και κατ’ αναλογία, απόφαση του Δικαστηρίου της 24ης Μαρτίου 1993, C‑313/90, CIRFS κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1993, σ. I‑1125, σκέψεις 21 έως 23).

32      Όσον αφορά το αν θίγεται άμεσα η FIFA, πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά πάγια νομολογία, η προϋπόθεση του άρθρου 230, τέταρτο εδάφιο, ΕΚ, ότι η απόφαση που αποτελεί το αντικείμενο της προσφυγής πρέπει να αφορά άμεσα ένα φυσικό ή νομικό πρόσωπο απαιτεί το αμφισβητούμενο κοινοτικό μέτρο να παράγει άμεσα αποτελέσματα έναντι της νομικής καταστάσεως του ιδιώτη και να μην αφήνει καμία εξουσία εκτιμήσεως στους αποδέκτες του, οι οποίοι είναι επιφορτισμένοι με την εφαρμογή του, καθόσον αυτή έχει καθαρά αυτόματο χαρακτήρα και απορρέει αποκλειστικά από την κοινοτική ρύθμιση, χωρίς εφαρμογή άλλων παρεμβαλλομένων κανόνων (βλ. απόφαση του Δικαστηρίου της 13ης Μαρτίου 2008, C‑125/06 P, Επιτροπή κατά Infront WM, Συλλογή 2008, σ. I-1451, σκέψη 47 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

33      Συναφώς, κατά το άρθρο 101 του Broadcasting Act 1996 (βλ. ανωτέρω σκέψη 11), κανένας τηλεοπτικός οργανισμός που εμπίπτει σε μία από τις κατηγορίες που προπαρατέθηκαν στη σκέψη 10 δεν μπορεί να μεταδώσει απευθείας και κατ’ αποκλειστικότητα εκδήλωση η οποία περιλαμβάνεται στον κατάλογο του Ηνωμένου Βασιλείου. Μόνο σε περίπτωση κατά την οποία κανείς από τους οργανισμούς που υπάγονται στην άλλη κατηγορία δεν εξεδήλωσε ενδιαφέρον να αποκτήσει τα δικαιώματα μεταδόσεως της εκδηλώσεως αυτής και εφόσον πληρούνται οι λοιπές προϋποθέσεις που προπαρατίθενται στη σκέψη 13, η Office of Communications μπορεί να επιτρέψει στον οργανισμό που απέκτησε τα δικαιώματα να μεταδώσει απευθείας και κατ’ αποκλειστικότητα την επίμαχη εκδήλωση.

34      Από τη ρύθμιση αυτή προκύπτει ότι η μεταβίβαση των δικαιωμάτων τηλεοπτικής μεταδόσεως του Παγκοσμίου Κυπέλλου, του οποίου διοργανώτρια, κατά την έννοια της εικοστής πρώτης αιτιολογικής σκέψεως της οδηγίας 97/36, είναι η FIFA, σε τηλεοπτικούς οργανισμούς που εμπίπτουν στη δικαιοδοσία του Ηνωμένου Βασιλείου κατά τρόπο που να στερεί από άλλους οργανισμούς, οι οποίοι εμπίπτουν στη δικαιοδοσία του ιδίου κράτους μέλους και είχαν εκδηλώσει ενδιαφέρον για την απόκτηση των δικαιωμάτων αυτών, τη δυνατότητα να μεταδώσουν εν όλω ή εν μέρει την εν λόγω εκδήλωση εντός του κράτους αυτού, δεν παράγει τα έννομα αποτελέσματα που έχει συνήθως μια τέτοια ρήτρα αποκλειστικότητας.

35      Μολονότι οι έννομες συνέπειες αυτές απορρέουν από τη νομοθεσία του Ηνωμένου Βασιλείου και όχι από την προσβαλλόμενη απόφαση, εντούτοις, βάσει του μηχανισμού αμοιβαίας αναγνωρίσεως που ενεργοποιεί η δεύτερη, σύμφωνα με το άρθρο 3α, παράγραφος 3, της οδηγίας 89/552, τα κράτη μέλη υπέχουν υποχρέωση διασφαλίσεως των εννόμων αποτελεσμάτων αυτών. Ειδικότερα, τα κράτη μέλη οφείλουν να διασφαλίζουν την τήρηση, εκ μέρους των τηλεοπτικών οργανισμών που εμπίπτουν στη δικαιοδοσία τους, των προϋποθέσεων τηλεοπτικής μεταδόσεως εντός του Ηνωμένου Βασιλείου των εκδηλώσεων που περιλαμβάνονται στον κατάλογο του εν λόγω κράτους μέλους, όπως αυτές καθορίστηκαν από το Ηνωμένο Βασίλειο με τα μέτρα του τα οποία εγκρίθηκαν και δημοσιεύθηκαν στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ενώσεως. Η υποχρέωση, όμως, επιτεύξεως του αποτελέσματος αυτού θίγει άμεσα τη νομική κατάσταση των τηλεοπτικών οργανισμών οι οποίοι εμπίπτουν στη δικαιοδοσία άλλων κρατών μελών, εκτός του Ηνωμένου Βασιλείου, και επιθυμούν να αποκτήσουν τα δικαιώματα μεταδόσεως εντός του Ηνωμένου Βασιλείου, των οποίων κάτοχος ήταν αρχικώς η FIFA (βλ., σχετικώς, απόφαση Επιτροπή κατά Infront WM, σκέψη 32 ανωτέρω, σκέψεις 62 και 63).

36      Ως εκ τούτου, ο μηχανισμός αμοιβαίας αναγνωρίσεως τον οποίο ενεργοποίησε η προσβαλλόμενη απόφαση υποχρεώνει τα κράτη μέλη να απαγορεύουν σε τηλεοπτικούς οργανισμούς που εμπίπτουν στη δικαιοδοσία τους τη χρήση δικαιωμάτων όπως τα προεκτεθέντα στη σκέψη 34, οπότε θίγονται και τα δικαιώματα των οποίων αρχική κάτοχος ήταν η FIFA σε περίπτωση κατά την οποία αυτά προσφέρονται με ανοιχτή διαδικασία σε οργανισμούς που δεν εμπίπτουν στη δικαιοδοσία του Ηνωμένου Βασιλείου, αλλά ετέρου κράτους μέλους.

37      Επομένως, η προσβαλλόμενη απόφαση παράγει αποτελέσματα άμεσα έναντι της νομικής καταστάσεως της FIFA προκειμένου περί δικαιωμάτων τα οποία κατείχε αρχικώς αυτή και δεν παρέχει καμία εξουσία εκτιμήσεως στα κράτη μέλη όσον αφορά το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα, το οποίο επιβάλλεται άνευ άλλου τινός και απορρέει αποκλειστικώς από την κοινοτική νομοθεσία, ανεξαρτήτως του περιεχομένου των ειδικών μηχανισμών που θα θεσπίσουν τα κράτη μέλη προς επίτευξη του αποτελέσματος αυτού (βλ., σχετικώς, απόφαση Επιτροπή κατά Infront WM, σκέψη 32 ανωτέρω, σκέψεις 60 και 61).

38      Συνεπώς, η προσβαλλόμενη απόφαση αφορά άμεσα τη FIFA.

39      Όσον αφορά το ζήτημα αν η προσβαλλόμενη απόφαση αφορά ατομικά τη FIFA, πρέπει να υπομνησθεί ότι πρόσωπα άλλα από τους αποδέκτες μιας αποφάσεως δεν μπορούν να ισχυρισθούν ότι η απόφαση τα αφορά ατομικά, παρά μόνον αν η απόφαση αυτή τα θίγει λόγω ορισμένων ιδιαιτέρων χαρακτηριστικών τους ή λόγω μιας πραγματικής καταστάσεως η οποία τα διακρίνει έναντι κάθε άλλου προσώπου και, ως εκ τούτου, τα εξατομικεύει κατά τρόπο ανάλογο προς αυτόν του αποδέκτη (βλ. απόφαση Επιτροπή κατά Infront WM, σκέψη 32 ανωτέρω, σκέψη 70 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

40      Εν προκειμένω, δεν αμφισβητείται ότι, ανεξαρτήτως της νομικής φύσεως και της πηγής των δικαιωμάτων τηλεοπτικής μεταδόσεως του Παγκοσμίου Κυπέλλου, αυτό αποτελεί εκδήλωση κατά την έννοια της εικοστής πρώτης αιτιολογικής σκέψεως της οδηγίας 97/36, καθόσον διοργανώνεται εκ των προτέρων από υπεύθυνο ο οποίος νομιμοποιείται να μεταβιβάσει τα δικαιώματα αυτά και καθόσον ο εν λόγω υπεύθυνος διοργανωτής είναι η FIFA. Δεδομένου ότι τούτο ίσχυε κατά τον χρόνο εκδόσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως, η FIFA μπορούσε σαφώς να εξατομικευθεί κατά τον χρόνο αυτό.

41      Επιπλέον, η προσβαλλόμενη απόφαση κατονομάζει τη FIFA, δεδομένου ότι, στο παράρτημά της, μνημονεύει την «τελική φάση του Παγκοσμίου Κυπέλλου FIFA».

42      Ως εκ τούτου, η προσβαλλόμενη απόφαση αφορά ατομικά τη FIFA.

43      Όσον αφορά τα επιχειρήματα του Βασιλείου του Βελγίου που αντλούνται από το ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν είναι αρμόδιο να εξετάσει τη νομιμότητα των εθνικών μέτρων στο πλαίσιο του άρθρου 230 ΕΚ και από το ότι η FIFA δεν προσέβαλε τα μέτρα του Ηνωμένου Βασιλείου ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων, αρκεί να επισημανθεί ότι, με την προσφυγή της, η FIFA βάλλει ιδίως κατά της νομιμότητας του άρθρου 1 της προσβαλλομένης αποφάσεως, με το οποίο τα μέτρα του Ηνωμένου Βασιλείου κηρύσσονται συμβατά με το κοινοτικό δίκαιο.

44      Ως εκ τούτου, ο έλεγχος στον οποίο ζητείται να προβεί εν προκειμένω το Γενικό Δικαστήριο αφορά τη νομιμότητα της διαπιστώσεως αυτής, χωρίς η παράλειψη αμφισβητήσεως των μέτρων που έλαβε το Ηνωμένο Βασίλειο ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων να θίγει κατά τον ένα ή τον άλλο τρόπο το παραδεκτό της προσφυγής, η οποία κατά τα λοιπά ασκήθηκε εντός της προθεσμίας που προβλέπει το άρθρο 230 ΕΚ (βλ., σχετικώς, απόφαση Infront WM κατά Επιτροπής, σκέψη 15 ανωτέρω, σκέψη 109).

45      Κατά συνέπεια, τα επιχειρήματα περί απαραδέκτου της προσφυγής τα οποία προέβαλε το Βασίλειο του Βελγίου πρέπει να απορριφθούν.

2.     Επί της ουσίας

46      Η FIFA προβάλλει, κατ’ ουσίαν, έξι λόγους ακυρώσεως, οι οποίοι αντλούνται, πρώτον, από έλλειψη αιτιολογίας, δεύτερον, από παράβαση του άρθρου 3α, παράγραφος 1, της οδηγίας 89/552, τρίτον, από προσβολή του δικαιώματός της ιδιοκτησίας, τέταρτον από παράβαση των διατάξεων της Συνθήκης που αφορούν την ελευθερία παροχής υπηρεσιών, πέμπτον, από παράβαση των σχετικών με τον ανταγωνισμό διατάξεων της Συνθήκης και, έκτον, από παράβαση των διατάξεων της Συνθήκης που αφορούν την ελευθερία εγκαταστάσεως.

47      Πριν εξετασθούν οι λόγοι ακυρώσεως τους οποίους προβάλλει η FIFA, επιβάλλεται να εκτεθούν ορισμένα στοιχεία γενικού χαρακτήρα που πρέπει να ληφθούν υπόψη προκειμένου να εκτιμηθεί αν οι λόγοι αυτοί είναι βάσιμοι.

48      Καταρχάς, πρέπει να επισημανθεί ότι το άρθρο 3α, παράγραφος 1, της οδηγίας 89/552 συγκεκριμενοποίησε τη δυνατότητα των κρατών μελών να περιορίζουν, για επιτακτικούς λόγους γενικού συμφέροντος, την άσκηση, στον τομέα των οπτικοακουστικών μέσων, των θεμελιωδών ελευθεριών που διασφαλίζει το πρωτογενές κοινοτικό δίκαιο.

49      Συγκεκριμένα, ακόμη και αν τα μέτρα που έλαβαν τα κράτη μέλη στο πλαίσιο του άρθρου 3α, παράγραφος 1, της οδηγίας 89/552 εφαρμόζονται κατά τρόπο που δεν ενέχει διακρίσεις μεταξύ των εγκατεστημένων στην ημεδαπή επιχειρήσεων και των επιχειρήσεων που είναι εγκατεστημένες σε άλλα κράτη μέλη, αρκεί τα μέτρα αυτά να ευνοούν ορισμένες επιχειρήσεις εγκατεστημένες στην ημεδαπή για να γίνει δεκτό ότι αποτελούν περιορισμό της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών κατά την έννοια του άρθρου 49 ΕΚ (βλ., σχετικώς, αποφάσεις του Δικαστηρίου της 5ης Ιουνίου 1997, C‑398/95, SETTG, Συλλογή 1997, σ.I-3091, σκέψη 16, και της 13ης Δεκεμβρίου 2007, C‑250/06, United Pan-Europe Communications Belgium κ.λπ., Συλλογή 2007, σ. I-11135, σκέψεις 37 και 38). Ομοίως, τα μέτρα αυτά δύνανται να παρακωλύσουν την ελευθερία εγκαταστάσεως σε περίπτωση κατά την οποία ενδέχεται να θέσουν τις εταιρίες άλλων κρατών μελών σε μειονεκτική πραγματική και νομική κατάσταση σε σχέση με τις εταιρίες του κράτους μέλους που έλαβε τα μέτρα (βλ., σχετικώς, απόφαση του Δικαστηρίου της 11ης Μαΐου 1999, C‑255/97, Pfeiffer, Συλλογή 1999, σ. I‑2835, σκέψη 19).

50      Τέτοιοι περιορισμοί θεμελιωδών ελευθεριών τις οποίες εγγυάται η Συνθήκη μπορούν πάντως να δικαιολογηθούν από επιτακτικούς λόγους γενικού συμφέροντος, εφόσον είναι κατάλληλοι για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού και δεν υπερβαίνουν τα αναγκαία για την επίτευξη του σκοπού αυτού όρια (βλ., σχετικώς, αποφάσεις Pfeiffer, σκέψη 49 ανωτέρω, σκέψη 19, και United Pan-Europe Communications Belgium κ.λπ., σκέψη 49 ανωτέρω, σκέψη 39 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

51      Συναφώς, πρέπει να επισημανθεί ότι η ελευθερία εκφράσεως, όπως αυτή προστατεύεται από το άρθρο 10 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, η οποία υπογράφηκε στη Ρώμη στις 4 Νοεμβρίου 1950, καταλέγεται μεταξύ των θεμελιωδών δικαιωμάτων που διασφαλίζει η κοινοτική έννομη τάξη και αποτελεί επιτακτικό λόγο γενικού συμφέροντος δυνάμενο να δικαιολογήσει τέτοιους περιορισμούς (βλ., σχετικώς, απόφαση United Pan-Europe Communications Belgium κ.λπ., σκέψη 49 ανωτέρω, σκέψη 41 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Επιπλέον, κατά το άρθρο 10, παράγραφος 1, της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, η ελευθερία εκφράσεως περιλαμβάνει και την ελευθερία στην ενημέρωση.

52      Εν προκειμένω, όπως επισημαίνεται με τη δέκατη ένατη αιτιολογική σκέψη της προσβαλλομένης αποφάσεως, τα μέτρα που έλαβε το Ηνωμένο Βασίλειο συνιστούν περιορισμούς της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών. Εντούτοις, όπως προκύπτει από τη δέκατη όγδοη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 97/36, τα μέτρα που διαλαμβάνονται στο άρθρο 3α της οδηγίας 89/552 σκοπούν στην προστασία του δικαιώματος στην ενημέρωση και στη διασφάλιση ευρείας προσβάσεως του κοινού στην τηλεοπτική κάλυψη εκδηλώσεων, εθνικών και μη, μείζονος σημασίας για την κοινωνία. Σύμφωνα με την εικοστή πρώτη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 97/36, μια εκδήλωση θεωρείται μείζονος σημασίας οσάκις αποτελεί σημαντικό γεγονός που παρουσιάζει ενδιαφέρον για το ευρύ κοινό, εντός της Ευρωπαϊκής Ενώσεως ή εντός κράτους μέλους ή σε σημαντικό τμήμα συγκεκριμένου κράτους μέλους, και διοργανώνεται εκ των προτέρων από υπεύθυνο ο οποίος νομιμοποιείται να μεταβιβάσει τα σχετικά με την εκδήλωση αυτή δικαιώματα.

53      Ως εκ τούτου, σε περίπτωση κατά την οποία αφορούν εκδηλώσεις μείζονος σημασίας για την κοινωνία, τα μέτρα που διαλαμβάνονται στο άρθρο 3α, παράγραφος 1, της οδηγίας 89/552 δικαιολογούνται από επιτακτικούς λόγους γενικού συμφέροντος, στοιχείο το οποίο δεν αμφισβητεί άλλωστε η FIFA.

54      Εν συνεχεία, όπως επισημάνθηκε στη σκέψη 50 ανωτέρω, τα επίμαχα μέτρα πρέπει επίσης να είναι κατάλληλα για την επίτευξη του επιδιωκομένου από αυτά σκοπού και να μην υπερβαίνουν το αναγκαίο για την επίτευξή του μέτρο.

55      Τέλος, όσον αφορά το περιεχόμενο της δέκατης όγδοης αιτιολογικής σκέψεως της οδηγίας 97/36, πρέπει να επισημανθεί, πρώτον, ότι, με το άρθρο 3α της οδηγίας 89/552, στο οποίο παραπέμπει η αιτιολογική σκέψη αυτή, δεν επιχειρείται εναρμόνιση σε επίπεδο συγκεκριμένων εκδηλώσεων που μπορούν να χαρακτηρισθούν από τα κράτη μέλη ως μείζονος σημασίας για την κοινωνία. Συγκεκριμένα, αντιθέτως προς το κείμενο του άρθρου αυτού ως είχε στην απόφαση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου σχετικά με την κοινή θέση που καθόρισε το Συμβούλιο για την έκδοση της οδηγίας 97/36 (ΕΕ 1996, C 362, σ. 56), όπου μνημονεύονταν ρητώς οι χειμερινοί και θερινοί Ολυμπιακοί Αγώνες, το Παγκόσμιο Κύπελλο και το Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα Ποδοσφαίρου, η διάταξη αυτή δεν παραπέμπει σε συγκεκριμένες εκδηλώσεις δυνάμενες να περιληφθούν στους εθνικούς καταλόγους.

56      Ως εκ τούτου, όπως επισημαίνει άλλωστε η Επιτροπή, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι η δέκατη όγδοη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 97/36 συνεπάγεται ότι η καταχώριση του Παγκοσμίου Κυπέλλου σε εθνικό κατάλογο εκδηλώσεων μείζονος σημασίας για την κοινωνία καθίσταται άνευ άλλου τινός συμβατή με το κοινοτικό δίκαιο. Κατά μείζονα λόγο, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι αυτή η αιτιολογική σκέψη έχει την έννοια ότι το Παγκόσμιο Κύπελλο μπορεί ευλόγως σε κάθε περίπτωση να περιληφθεί στο σύνολό του σε τέτοιο κατάλογο, ανεξαρτήτως του ενδιαφέροντος που προκαλούν οι αγώνες της διοργανώσεως αυτής εντός του οικείου κράτους μέλους.

57      Αντιθέτως, λαμβανομένων υπόψη όσων εκτέθηκαν στις ανωτέρω σκέψεις 48 έως 53, η αιτιολογική σκέψη αυτή συνεπάγεται ότι, σε περίπτωση κατά την οποία κράτος μέλος περιλαμβάνει αγώνες του Παγκοσμίου Κυπέλλου στον κατάλογο που επέλεξε να καταρτίσει, δεν απαιτείται ειδική δικαιολόγηση, στην κοινοποίηση προς την Επιτροπή, όσον αφορά τον χαρακτηρισμό τους ως εκδηλώσεων μείζονος σημασίας για την κοινωνία.

58      Το βάσιμο των λόγων ακυρώσεων που προβάλλει η FIFA πρέπει να εκτιμηθεί με γνώμονα τις σκέψεις αυτές.

 Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος αντλείται από έλλειψη αιτιολογίας

 Επιχειρήματα των διαδίκων

59      Κατά τη FIFA, με την προσβαλλόμενη απόφαση η Επιτροπή δεν προβάλλει κανένα σκεπτικό προκειμένου να αιτιολογήσει το γεγονός ότι και οι 64 αγώνες του Παγκοσμίου Κυπέλλου περιελήφθησαν στον κατάλογο του Ηνωμένου Βασιλείου. Βεβαίως, το Παγκόσμιο Κύπελλο μνημονεύεται στη δέκατη όγδοη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 97/36 ως παράδειγμα εκδηλώσεως μείζονος σημασίας για την κοινωνία, αυτό όμως δεν συνεπάγεται ότι όλοι οι αγώνες του Παγκοσμίου Κυπέλλου μπορούν άνευ άλλου τινός να χαρακτηρισθούν ως τέτοιας σημασίας ή να διασφαλισθεί απεριόριστη πρόσβαση του κοινού σ’ αυτούς. Επιπλέον, από κανένα στοιχείο δεν συνάγεται ότι η αιτιολογική σκέψη αυτή αφορά το Παγκόσμιο Κύπελλο στο σύνολό του. Η FIFA επισημαίνει συναφώς ότι η διάκριση των αγώνων της εν λόγω διοργανώσεως σε αγώνες, αφενός, «πρώτης τάξεως ενδιαφέροντος», στους οποίους περιλαμβάνονται οι ημιτελικοί, ο τελικός και οι αγώνες της οικείας εθνικής ομάδας, εν προκειμένω κάποιας από τις ομάδες του Ηνωμένου Βασιλείου, και οι οποίοι μπορούν να χαρακτηρισθούν ως μείζονος σημασίας για την κοινωνία αυτού του κράτους μέλους, και, αφετέρου, αγώνες «μικρότερου ενδιαφέροντος», στους οποίους περιλαμβάνονται οι υπόλοιποι αγώνες και οι οποίοι δεν χαρακτηρίζονται κατ’ ανάγκη ως μείζονος σημασίας, είναι καθ’ όλα ορθή και σύμφωνη με τη μέθοδο που εφήρμοσαν άλλα κράτη μέλη που κοινοποίησαν τα μέτρα τους σύμφωνα με το άρθρο 3α, παράγραφος 2, της οδηγίας 89/552. Κατά την προσφεύγουσα, η ίδια η Επιτροπή δέχθηκε αυτή τη διάκριση των αγώνων με το έγγραφό της εργασίας CC TVSF(97), περί της εφαρμογής του άρθρου 3α της οδηγίας 89/552.

60      Κρίνοντας ότι ο έλεγχός της επί των εθνικών επιλογών όσον αφορά τις εκδηλώσεις μείζονος σημασίας είναι καθαρά περιορισμένης εκτάσεως και μάλλον περιττός, η Επιτροπή παρέβη την υποχρέωσή της να διακριβώσει εμπεριστατωμένα αν τα μέτρα του Ηνωμένου Βασιλείου είναι συμβατά με το κοινοτικό δίκαιο, στοιχείο που την οδήγησε να μην αιτιολογήσει δεόντως την προσβαλλόμενη απόφαση όσον αφορά τον χαρακτηρισμό του συνόλου των αγώνων του Παγκοσμίου Κυπέλλου ως εκδηλώσεων μείζονος σημασίας για την κοινωνία αυτού του κράτους μέλους.

61      Η FIFA επισημαίνει επίσης ότι οι αρχές του Ηνωμένου Βασιλείου δεν έλαβαν υπόψη τα στοιχεία τηλεθεάσεως για το Παγκόσμιο Κύπελλο του 1998 προκειμένου να εκδώσουν την απόφασή τους της 25ης Ιουνίου 1998 (βλ. σκέψη 7 ανωτέρω), δεδομένου ότι η προαναφερθείσα διοργάνωση ολοκληρώθηκε στις 12 Ιουνίου 1998, ενώ η Επιτροπή στηρίχθηκε στα στοιχεία αυτά για να εκδώσει την από 28 Ιουλίου 2000 απόφασή της. Επιπροσθέτως, οι αρχές αυτές δεν έλαβαν υπόψη τα προαναφερθέντα στοιχεία τηλεθεάσεως πριν κοινοποιήσουν εκ νέου τον κατάλογό τους στην Επιτροπή, στις 5 Μαΐου 2000 (βλ. σκέψη 14 ανωτέρω).

62      Δεδομένου ότι στον κατάλογο της αποφάσεως της 25ης Ιουνίου 1998 περιελήφθη το σύνολο των αγώνων του Παγκοσμίου Κυπέλλου (βλ. σκέψη 7 ανωτέρω), παρά τις προτάσεις της Advisory Group on listed events (βλ. σκέψη 9 ανωτέρων), των αρμοδίων υπαλλήλων του Υπουργείου Πολιτισμού, Μέσων Ενημερώσεως και Αθλητισμού και του γενικού διευθυντή της Office of Fair Trading (OFT, αρχής ανταγωνισμού του Ηνωμένου Βασιλείου), καθώς και την αρχική θέση του υπουργείου, βάσει της οποίας προτεινόταν η καταχώριση μόνον των αγώνων «πρώτης τάξεως ενδιαφέροντος», η Επιτροπή όφειλε να αιτιολογήσει την απόφασή της να δεχθεί την καταχώριση του συνόλου των αγώνων στον κατάλογο του Ηνωμένου Βασιλείου. Επιπλέον, η Επιτροπή έπρεπε να έχει λάβει γνώση των στοιχείων σχετικά με την τηλεθέαση των Παγκοσμίων Κυπέλλων του 1998, του 2002 και του 2006, αντί να διατηρήσει αυτούσιο το περιεχόμενο της αποφάσεως που είχε εκδοθεί πριν επτά έτη και συγκεκριμένα τον Ιουλίου του 2000. Η FIFA επισημαίνει συναφώς ότι η ίδια η Επιτροπή αναφέρει ότι έλαβε υπόψη τα στοιχεία σχετικά με την τηλεθέαση του Παγκοσμίου Κυπέλλου του 1998 για να εκδώσει την από 28 Ιουλίου 2000 απόφασή της, μολονότι τα στοιχεία αυτά δεν ήταν διαθέσιμα κατά τον χρόνο καταρτίσεως του από 25 Ιουνίου 1998 καταλόγου του Ηνωμένου Βασιλείου, γεγονός που επιβεβαιώνει ότι έπρεπε να ληφθούν υπόψη τα νεότερα στοιχεία πριν εκδοθεί η προσβαλλόμενη απόφαση. Εξάλλου, η FIFA υπογραμμίζει ότι το Πρωτοδικείο, στην προπαρατεθείσα στη σκέψη 15 απόφαση Infront WM κατά Επιτροπής, αποφάνθηκε μόνον επί του αντλούμενου από τυπικό ελάττωμα λόγου ακυρώσεως, βάσει του οποίου ακύρωσε την απόφαση της 28ης Ιουλίου 2000.

63      Η FIFA διατείνεται ότι υπήρξε ανταλλαγή αλληλογραφίας μεταξύ της Επιτροπής και των αρχών του Ηνωμένου Βασιλείου κατά το χρονικό διάστημα από τον Αύγουστο του 2006 έως τον Φεβρουάριο του 2007. Υπογραμμίζει ότι κίνησε τις διοικητικές διαδικασίας προσβάσεως στα έγγραφα, τόσο σε κοινοτικό όσο και σε εθνικό επίπεδο, χωρίς θετική έκβαση για την προσφεύγουσα. Η FIFA φρονεί ότι η Επιτροπή όφειλε να παραθέσει στην προσβαλλόμενη απόφαση όλα τα στοιχεία που αφορούν την εκτίμησή της ότι τα μέτρα του Ηνωμένου Βασιλείου είναι συμβατά με το κοινοτικό δίκαιο, ιδίως δε τα στοιχεία σχετικά με την τηλεθέαση των Παγκοσμίων Κυπέλλων του 1998, του 2002 και του 2006, καθώς και το περιεχόμενο της αλληλογραφίας αυτής, στο μέτρο που έλαβε υπόψη τα στοιχεία που περιλαμβάνονταν στην ως άνω αλληλογραφία προκειμένου να εκδώσει την προσβαλλόμενη απόφαση.

64      Τέλος, η FIFA υποστηρίζει ότι η αιτιολογία της προσβαλλομένης αποφάσεως δεν μπορεί να συμπληρωθεί μεσούσης της δίκης, οπότε οποιαδήποτε αιτιολογία προβάλλεται κατά πρώτον ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, όπως αυτή που προβάλλει η Επιτροπή με το υπόμνημά της αντικρούσεως, δεν μπορεί να ληφθεί σχετικώς υπόψη, ανεξαρτήτως της αποδεικτικής αξίας της επί της ουσίας.

65      Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι, όσον αφορά την εκτίμηση ότι το σύνολο των αγώνων του Παγκοσμίου Κυπέλλου και όχι απλώς οι αγώνες «πρώτης τάξεως ενδιαφέροντος» είναι μείζονος σημασίας για την κοινωνία του Ηνωμένου Βασιλείου, η Επιτροπή παρέβη την κατά το άρθρο 253 ΕΚ υποχρέωσή της αιτιολογήσεως.

66      Η Επιτροπή, υποστηριζόμενη από τους παρεμβαίνοντες, αμφισβητεί ότι αυτός ο λόγος ακυρώσεως είναι βάσιμος.

 Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

67      Κατά πάγια νομολογία, η απαιτούμενη κατά το άρθρο 253 ΕΚ αιτιολογία πρέπει να είναι προσαρμοσμένη στη φύση της συγκεκριμένης πράξεως, από αυτή δε πρέπει να προκύπτει κατά τρόπο σαφή και μη διφορούμενο η συλλογιστική του θεσμικού οργάνου, συντάκτη της πράξεως, κατά τρόπο που να παρέχεται στους ενδιαφερομένους η δυνατότητα να λάβουν γνώση των λόγων για τους οποίους ελήφθη το μέτρο και να καθίσταται δυνατή η άσκηση του ελέγχου εκ μέρους του αρμόδιου δικαστηρίου. H υποχρέωση αιτιολογήσεως πρέπει να εκτιμάται αναλόγως των περιστάσεων της συγκεκριμένης περιπτώσεως και ιδίως του περιεχομένου της πράξεως, της φύσεως των προβαλλομένων λόγων και του συμφέροντος που ενδέχεται να έχουν προς παροχή διευκρινίσεων οι αποδέκτες ή άλλα πρόσωπα τα οποία η πράξη αφορά άμεσα και ατομικά. Η αιτιολογία δεν απαιτείται να εξειδικεύει όλα τα ουσιώδη πραγματικά και νομικά στοιχεία, καθόσον το ζήτημα κατά πόσον η αιτιολογία αποφάσεως είναι σύμφωνη προς τις απαιτήσεις του άρθρου 253 ΕΚ πρέπει να κρίνεται βάσει όχι μόνον του περιεχομένου της, αλλά και του πλαισίου στο οποίο εντάσσεται, καθώς και του συνόλου των κανόνων δικαίου που διέπουν το σχετικό θέμα (απόφαση του Δικαστηρίου της 30ής Μαρτίου 2000, C‑265/97 P, VBA κατά Florimex κ.λπ., Συλλογή 2000, σ. I‑2061, σκέψη 93).

68      Η FIFA προσάπτει στην Επιτροπή ότι δεν αιτιολόγησε ειδικώς την κρίση της ότι το σύνολο των αγώνων του Παγκοσμίου Κυπέλλου και όχι απλώς οι αγώνες «πρώτης τάξεως ενδιαφέροντος» μπορεί να χαρακτηρισθεί ως μείζονος σημασίας για την κοινωνία του Ηνωμένου Βασιλείου. Πρέπει επίσης να υπογραμμισθεί ότι, με την γραπτή απάντησή της στην ερώτηση που έθεσε το Γενικό Δικαστήριο στο πλαίσιο των μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας (βλ. σκέψη 25 ανωτέρω), η FIFA επιβεβαίωσε ρητώς αυτό που μπορούσε να συναχθεί εμμέσως από πλείονα σημεία των υπομνημάτων της, δηλαδή ότι θεωρεί ότι η καταχώριση των αγώνων «πρώτης τάξεως ενδιαφέροντος» του Παγκοσμίου Κυπέλλου σε εθνικό κατάλογο είναι συμβατή με το κοινοτικό δίκαιο, υπό την προϋπόθεση τηρήσεως και των απαιτήσεων περί σαφούς και διαφανούς διαδικασίας.

69      Μολονότι, όμως, η δέκατη όγδοη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 97/36 δεν αποφαίνεται επί του κρίσιμου ζητήματος σχετικά με την καταχώριση του συνόλου ή μέρους των αγώνων του Παγκοσμίου Κυπέλλου σε εθνικό κατάλογο εκδηλώσεων μείζονος σημασίας για την κοινωνία, ουδόλως συνάγεται ότι καταρχήν μόνον οι αγώνες «πρώτης τάξεως ενδιαφέροντος» μπορούν να χαρακτηρισθούν ως μείζονος σημασίας και, ως εκ τούτου, να περιληφθούν σε τέτοιο κατάλογο.

70      Συγκεκριμένα, το Παγκόσμιο Κύπελλο αποτελεί διοργάνωση που μπορεί ευλόγως να θεωρηθεί ενιαία εκδήλωση και όχι συμπίλημα μεμονωμένων εκδηλώσεων που διακρίνονται σε αγώνες «πρώτης τάξεως ενδιαφέροντος» και σε αγώνες «μικρότερου ενδιαφέροντος». Είναι πασίδηλο συναφώς ότι, στο πλαίσιο του Παγκοσμίου Κυπέλλου, τα αποτελέσματα των αγώνων «μικρότερου ενδιαφέροντος» καθορίζουν την τύχη των ομάδων σε τέτοιο βαθμό που η συμμετοχή τους σε αγώνες «πρώτης τάξεως ενδιαφέροντος» ή σε αγώνες στους οποίους μετέχει η οικεία εθνική ομάδα μπορεί να εξαρτάται από αυτά. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, οι αγώνες «μικρότερου ενδιαφέροντος» καθορίζουν τους αντιπάλους της οικείας εθνικής ομάδας στις επόμενες φάσεις της διοργανώσεως. Επιπλέον, τα αποτελέσματα των αγώνων «μικρότερου ενδιαφέροντος» μπορούν ακόμη και να καθορίσουν την παρουσία ή όχι αυτής της εθνικής ομάδας στην επόμενη φάση της διοργανώσεως.

71      Λαμβανομένου υπόψη του ειδικού πλαισίου που καθιστά δυνατό να θεωρηθεί το Παγκόσμιο Κύπελλο ενιαία εκδήλωση, όπως επισημαίνεται με τη δέκατη όγδοη αιτιολογική σκέψη της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή δεν όφειλε να αιτιολογήσει πιο εμπεριστατωμένα την εκτίμησή της σχετικά με τους αγώνες «μικρότερου ενδιαφέροντος», ιδίως όταν τα σχετικά στατιστικά στοιχεία δεν αποδεικνύουν ότι οι αγώνες αυτοί προσελκύουν κατά σύστημα αμελητέο αριθμό τηλεθεατών (βλ. σκέψεις 122 έως 129 κατωτέρω). Τα στοιχεία αυτά κατέστησαν δυνατό στην Επιτροπή να αιτιολογήσει την απόφασή της βάσει της ιδιαίτερης απηχήσεως που έχει στο Ηνωμένο Βασίλειο το Παγκόσμιο Κύπελλο, υπό την έννοια ότι πρόκειται για εκδήλωση ιδιαιτέρως δημοφιλή στο ευρύ κοινό και όχι μόνο στους φίλους του ποδοσφαίρου, όπως επισημαίνεται και με την έκτη αιτιολογική σκέψη της προσβαλλομένης αποφάσεως.

72      Ως εκ τούτου, η αιτιολογία που παρατίθεται στην έκτη και στη δέκατη όγδοη αιτιολογική σκέψη της προσβαλλομένης αποφάσεως (βλ. σκέψη 18 ανωτέρω) καθιστά δυνατό στη μεν FIFA να λάβει γνώση των λόγων για τους οποίους η Επιτροπή έκρινε ότι το σύνολο των αγώνων του Παγκοσμίου Κυπέλλου μπορούσε ευλόγως να περιληφθεί στον κατάλογο εκδηλώσεων μείζονος σημασίας για την κοινωνία του Ηνωμένου Βασιλείου, στο δε Γενικό Δικαστήριο να ασκήσει τον έλεγχό του ως προς το βάσιμο της εκτιμήσεως αυτής, οπότε η προσβαλλόμενη απόφαση πληροί τις προϋποθέσεις που θέτει σχετικώς η διάταξη του άρθρου 253 ΕΚ.

73      Η κρίση αυτή δεν τίθεται εν αμφιβόλω από το γεγονός ότι, κατά την κατάρτιση του καταλόγου εκδηλώσεων μείζονος σημασίας για την κοινωνία του Ηνωμένου Βασιλείου, ορισμένοι φορείς είχαν προτείνει να περιληφθούν στον κατάλογο αυτό μόνον οι αγώνες «πρώτης τάξεως ενδιαφέροντος». Συγκεκριμένα, δεδομένου ότι η σημασία των αγώνων «μικρότερου ενδιαφέροντος» δικαιολογεί τον χαρακτηρισμό του Παγκοσμίου Κυπέλλου ως εκδηλώσεως μείζονος σημασίας για την κοινωνία, το γεγονός ότι ορισμένοι δημόσιοι υπάλληλοι ή συμβουλευτικοί φορείς, στο πλαίσιο των καθηκόντων τους, πρότειναν στον υπουργό να περιληφθούν στον κατάλογο μόνον οι αγώνες «πρώτης τάξεως ενδιαφέροντος» δεν συνεπάγεται υποχρέωση της Επιτροπής να εξηγήσει τους λόγους για τους οποίους ο υπουργός δεν υπέπεσε σε πλάνη υιοθετώντας διαφορετική, αλλά επίσης εύλογη άποψη.

74      Το αυτό ισχύει και όσον αφορά το επιχείρημα περί υπάρξεως αλληλογραφίας μεταξύ της Επιτροπής και των αρχών του Ηνωμένου Βασιλείου στην οποία δεν παραπέμπει η προσβαλλόμενη απόφαση. Συγκεκριμένα, καθόσον η αιτιολογία της προσβαλλομένης αποφάσεως είναι επαρκής, δεν μπορεί να προσαφθεί στην Επιτροπή ότι δεν περιέλαβε σ’ αυτήν περισσότερα στοιχεία. Κατά τα λοιπά, το ζήτημα αν από άλλα στοιχεία συνάγεται ότι οι αγώνες «μικρότερου ενδιαφέροντος» δεν είναι στην πράξη μείζονος σημασίας για την κοινωνία του Ηνωμένου Βασιλείου αφορά την επί της ουσίας νομιμότητα της προσβαλλομένης αποφάσεως και θα εξετασθεί στο πλαίσιο του δευτέρου λόγου ακυρώσεως (βλ. σκέψεις 118 έως 129 κατωτέρω).

75      Όσον αφορά το επιχείρημα που αντλείται από το ότι τα στοιχεία για την τηλεθέαση του Παγκοσμίου Κυπέλλου του 1998 δεν ήταν διαθέσιμα στις 25 Ιουνίου 1998, ημερομηνία καταρτίσεως του καταλόγου του Ηνωμένου Βασιλείου (βλ. σκέψη 7 ανωτέρω), ενώ η Επιτροπή στηρίχθηκε στα στοιχεία αυτά, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι ουδόλως απαγορεύεται σε κράτος μέλος να υποβάλει στην Επιτροπή στοιχεία μεταγενέστερα της ημερομηνίας καταρτίσεως του καταλόγου εκδηλώσεων μείζονος σημασίας για την κοινωνία του, ούτε στην Επιτροπή να τα λάβει υπόψη. Επιπλέον, τέτοια στοιχεία ενδέχεται να οδηγήσουν την Επιτροπή να ζητήσει από το οικείο κράτος μέλος να τροποποιήσει τα μέτρα του προκειμένου να τα καταστήσει συμβατά με το κοινοτικό δίκαιο, βάσει κατά το δυνατόν περισσότερο ενημερωμένων στοιχείων. Η ερμηνεία αυτή ενισχύεται από το γεγονός ότι το άρθρο 3α, παράγραφος 2, της οδηγίας 89/552 καλεί τα κράτη μέλη να κοινοποιούν στην Επιτροπή τα μέτρα τους πριν ακόμη τα λάβουν.

76      Ως εκ τούτου, η Επιτροπή δεν ήταν υποχρεωμένη να εκθέσει ειδικώς, στην προσβαλλόμενη απόφαση, τον λόγο για τον οποίο επέλεξε να λάβει υπόψη στοιχεία μεταγενέστερα της καταρτίσεως του καταλόγου εκδηλώσεων μείζονος σημασίας για την κοινωνία του Ηνωμένου Βασιλείου.

77      Συνεπώς, ο πρώτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

 Επί του δευτέρου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος αντλείται από παράβαση του άρθρου 3α, παράγραφος 1, της οδηγίας 89/552

78      Ο λόγος ακυρώσεως αυτός αποτελείται από δύο σκέλη, τα οποία αντλούνται, το μεν πρώτο από το ότι τα μέτρα του Ηνωμένου Βασιλείου δεν ελήφθησαν βάσει σαφούς και διαφανούς διαδικασίας, το δε δεύτερο από το ότι οι αγώνες «μικρότερου ενδιαφέροντος» δεν είναι μείζονος σημασίας για την κοινωνία του Ηνωμένου Βασιλείου.

 Επί της διαδικασίας που ακολούθησαν οι αρχές του Ηνωμένου Βασιλείου 

–       Επιχειρήματα των διαδίκων

79      Η FIFA υποστηρίζει ότι η καταχώριση του συνόλου των αγώνων του Παγκοσμίου Κυπέλλου στον κατάλογο εκδηλώσεων μείζονος σημασίας για την κοινωνία του Ηνωμένου Βασιλείου χαρακτηρίζεται από σχετική έλλειψη διαφάνειας και είναι ακατανόητη. Συναφώς, η FIFA επισημαίνει ότι ο υπουργός δεν ακολούθησε τις συμβουλές που του έδωσαν ομόφωνα οι αρμόδιοι υπάλληλοι του υπουργείου, η Advisory Group on listed events και ο γενικός διευθυντής της Office of Fair Trading (OFT, αρχή ανταγωνισμού του Ηνωμένου Βασιλείου), αλλά ούτε και την αρχική άποψη του υπουργείου, ενώ οι λόγοι της επιλογής του αυτής ουδέποτε δημοσιοποιήθηκαν. Η μη δημοσιοποίηση, όμως, των λόγων βάσει των οποίων ο υπουργός διαφοροποιήθηκε από τις ανεξάρτητες προτάσεις αυτές δεν είναι σύμφωνος με τις απαιτήσεις σαφήνειας και διαφάνειας που πρέπει να χαρακτηρίζουν την επίμαχη διαδικασία. Εξάλλου, οι αρχές του Ηνωμένου Βασιλείου ανέφεραν ψευδώς, κατά την προσφεύγουσα, στο από 23 Σεπτεμβρίου 1999 έγγραφο, ότι τα στοιχεία τηλεθεάσεως σχετικά με το Παγκόσμιο Κύπελλο του 1998 ελήφθησαν υπόψη για την έκδοση της αποφάσεως της 25ης Ιουνίου 1998 (βλ. σκέψη 61 ανωτέρω), στοιχείο το οποίο η Επιτροπή θα μπορούσε ευχερώς να αντιληφθεί.

80      Εξάλλου, τα στοιχεία σχετικά με την τηλεθέαση του Παγκοσμίου Κυπέλλου του 1994 ενείχαν επίσης σοβαρό μαθηματικό σφάλμα. Εν πάση περιπτώσει, τόσο τα στοιχεία για το Παγκόσμιο Κύπελλο του 1998 όσο και αυτά για τη διοργάνωση του 1994 δεν δικαιολογούν την καταχώριση όλων των αγώνων της διοργανώσεως αυτής στον κατάλογο. Η δεύτερη κοινοποίηση του καταλόγου, στις 5 Μαΐου 2000 (βλ. σκέψη 14 ανωτέρω), ουδόλως μετέβαλε την προπεριγραφείσα κατάσταση, δεδομένου ότι τα στοιχεία του 1998 ουσιαστικά δεν επανεξετάσθηκαν πριν την εκ νέου κοινοποίηση αυτή.

81      Καθόσον, πρώτον, οι λόγοι που επέβαλαν την καταχώριση του συνόλου των αγώνων στον κατάλογο των εκδηλώσεων μείζονος σημασίας για την κοινωνία του Ηνωμένου Βασιλείου προδήλως δεν ήταν οι ίδιοι με αυτούς που κοινοποιήθηκαν από τις αρχές αυτού του κράτους μέλους στην Επιτροπή και, δεύτερον, καθόσον οι πρώτοι δεν δημοσιοποιήθηκαν, η Επιτροπή έπρεπε να αποφανθεί ότι η εθνική διαδικασία δεν ήταν σύμφωνη με τις απαιτήσεις σαφήνειας και διαφάνειας του άρθρου 3α, παράγραφος 1, της οδηγίας 89/552. Υπό τις συνθήκες αυτές, η Επιτροπή υπέπεσε σε πλάνη κρίνοντας ότι η διαδικασία αυτή χαρακτηριζόταν από σαφήνεια και διαφάνεια. Η αιτίαση αυτή δεν αφορά το κύρος της εθνικής διαδικασίας, αλλά τη νομιμότητα της σχετικής εκτιμήσεως της Επιτροπής.

82      Τέλος, η FIFA επισημαίνει ότι η εκ μέρους του υπουργού οργάνωση κύκλου διαβουλεύσεων όσον αφορά τα κριτήρια για την επιλογή των εκδηλώσεων μείζονος σημασίας για την κοινωνία δεν μεταβάλλει τον χαρακτήρα των εκτιμήσεών του, καθόσον η προσφεύγουσα δεν αμφισβητεί τη σημασία των κριτηρίων αυτών.

83      Η Επιτροπή, υποστηριζόμενη από τους παρεμβαίνοντες, αμφισβητεί το βάσιμο των όσων υποστηρίζει η FIFA.

–       Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

84      Πρέπει να υπομνησθεί καταρχάς ότι το άρθρο 3α, παράγραφος 1, της οδηγίας 89/552 δεν παραθέτει ειδικώς τα στοιχεία που πρέπει να χαρακτηρίζουν τις διαδικασίες που προβλέπονται σε εθνικό επίπεδο ως προς την κατάρτιση του καταλόγου εκδηλώσεων μείζονος σημασίας για την κοινωνία. Η διάταξη αυτή παρέχει στα κράτη μέλη περιθώριο εκτιμήσεως για την οργάνωση των διαδικασιών αυτών όσον αφορά τα στάδια που αυτές θα περιλαμβάνουν, την ενδεχόμενη διαβούλευση με τους ενδιαφερομένους και την ανάθεση διοικητικών αρμοδιοτήτων, διευκρινίζοντας πάντως ότι οι διαδικασίες πρέπει να χαρακτηρίζονται από σαφήνεια και διαφάνεια στο σύνολό τους.

85      Συγκεκριμένα, οι περιορισμοί στην άσκηση των θεμελιωδών ελευθεριών που διασφαλίζονται με τη Συνθήκη από εθνικά μέτρα δικαιολογούμενα από επιτακτικούς λόγους δημοσίου συμφέροντος πρέπει επίσης να είναι κατάλληλοι να διασφαλίσουν την επίτευξη του επιδιωκομένου σκοπού και να μην υπερβαίνουν το αναγκαίο μέτρο για την επίτευξη του σκοπού αυτού (βλ. σκέψη 50 ανωτέρω).

86      Έτσι, ακόμη και σε περίπτωση κατά την οποία εθνικές νομοθετικές ρυθμίσεις, όπως οι διαλαμβανόμενες στο άρθρο 3α, παράγραφος 1, της οδηγίας 89/552, σκοπούν στη διασφάλιση του δικαιώματος της ελευθερίας εκφράσεως (βλ. ανωτέρω σκέψεις 51 έως 53), οι απαιτήσεις που απορρέουν από τα μέτρα τα οποία σκοπούν στην εφαρμογή της πολιτικής αυτής πρέπει οπωσδήποτε να είναι αναλογικές προς τον εν λόγω σκοπό, ο δε τρόπος εφαρμογής τους δεν πρέπει να ενέχει διακρίσεις σε βάρος των υπηκόων άλλων κρατών μελών (βλ., σχετικώς, αποφάσεις του Δικαστηρίου της 28ης Νοεμβρίου 1989, C‑379/87, Groener, Συλλογή 1989, σ. 3967, σκέψη 19, και της 12ης Ιουνίου 2003, C‑112/00, Schmidberger, Συλλογή 2003, σ. I‑5659, σκέψη 82).

87      Οι διαδικασίες που προβλέπουν τα κράτη μέλη για την κατάρτιση του καταλόγου εκδηλώσεων μείζονος σημασίας για την κοινωνία πρέπει να είναι σαφείς και διαφανείς σε αυτό το πλαίσιο, υπό την έννοια ότι πρέπει να στηρίζονται σε αντικειμενικά κριτήρια που είναι εκ των προτέρων γνωστά στους ενδιαφερομένους, έτσι ώστε να αποτρέπεται η κατ’ αυθαίρετο τρόπο άσκηση της εξουσίας εκτιμήσεως που διαθέτουν τα κράτη μέλη όσον αφορά την καταχώριση συγκεκριμένων εκδηλώσεων στους καταλόγους τους (βλ., σχετικώς, απόφαση United Pan-Europe Communications Belgium κ.λπ., σκέψη 49 ανωτέρω, σκέψη 46). Συγκεκριμένα, μολονότι πράγματι η καταχώριση εκδηλώσεως στον κατάλογο προϋποθέτει, κατά το άρθρο 3α της οδηγίας 89/552, ότι πρόκειται για εκδήλωση μείζονος σημασίας για την κοινωνία, εντούτοις ο εκ των προτέρων καθορισμός ειδικών κριτηρίων, βάσει των οποίων εκτιμάται η σημασία αυτή, αποτελεί ουσιώδες στοιχείο προκειμένου οι εθνικές αποφάσεις να εκδίδονται με διαφάνεια και εντός του πλαισίου της διακριτικής ευχέρειας που διαθέτουν προς τούτο οι εθνικές αρχές (βλ. σκέψη 112 κατωτέρω).

88      Η απαίτηση σαφήνειας και διαφάνειας ως προς τη διαδικασία συνεπάγεται επίσης ότι οι σχετικές διατάξεις πρέπει να καθορίζουν την αρμόδια αρχή για την κατάρτιση του καταλόγου των εκδηλώσεων, καθώς και τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες οι ενδιαφερόμενοι μπορούν να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους.

89      Αντιθέτως, η ύπαρξη απλώς στοιχείων δυνάμενων να αναιρέσουν την εκτίμηση εθνικής αρχής ως προς τη σημασία που έχει για την κοινωνία συγκεκριμένη εκδήλωση δεν αφορά ούτε τη σαφήνεια ούτε τη διαφάνεια της ακολουθούμενης διαδικασίας, αλλά το βάσιμο της εκτιμήσεως αυτής. Το αυτό ισχύει οσάκις τα στοιχεία αυτά συνίστανται σε γνωμοδοτήσεις ή παρατηρήσεις συμβουλευτικών οργάνων, υπηρεσιών της αρμόδιας αρχής ή υπηρεσιών υπαγομένων στην αρμοδία αρχή.

90      Εν προκειμένω, πρέπει να επισημανθεί καταρχάς ότι η FIFA αμφισβητεί τη σαφήνεια και τη διαφάνεια της διαδικασίας που εφήρμοσε το Ηνωμένο Βασίλειο, καθόσον αυτή είχε ως αποτέλεσμα την καταχώριση του συνόλου των αγώνων του Παγκοσμίου Κυπέλλου στον κατάλογο και όχι μόνον των αγώνων «πρώτης τάξεως ενδιαφέροντος».

91      Εν συνεχεία, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι οι αιτιάσεις που προβάλλει η FIFA δεν μπορούν να θέσουν εν αμφιβόλω την εκτίμηση της Επιτροπής όσον αφορά τη σαφήνεια και διαφάνεια της διαδικασίας που ακολούθησε ο υπουργός για την κατάρτιση του καταλόγου εκδηλώσεων μείζονος σημασίας για την κοινωνία του Ηνωμένου Βασιλείου (βλ. σκέψεις 7 έως 9 ανωτέρω). Συγκεκριμένα, αντιθέτως προς ό,τι υποστηρίζει η FIFA, η κατά το άρθρο 3α της οδηγίας 89/552 απαίτηση σαφήνειας και διαφάνειας ούτε σκοπεί, ούτε έχει ως αποτέλεσμα να υποχρεώνει την αρμόδια εθνική αρχή να εκθέτει τους λόγους για τους οποίους δεν δέχθηκε γνωμοδοτήσεις ή παρατηρήσεις που υποβλήθηκαν σ’ αυτήν κατά τη διαδικασία διαβουλεύσεως.

92      Η εκτίμηση αυτή επιβάλλεται κατά μείζονα λόγο στην περίπτωση του Παγκοσμίου Κυπέλλου, το οποίο μνημονεύεται στη δέκατη όγδοη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 97/36 και δύναται ευλόγως να θεωρηθεί ενιαία εκδήλωση και όχι συμπίλημα μεμονωμένων εκδηλώσεων που διακρίνονται σε αγώνες «πρώτης τάξεως ενδιαφέροντος» και αγώνες «μικρότερου ενδιαφέροντος» (βλ. σκέψη 70 ανωτέρω).

93      Υπό τις συνθήκες αυτές, εφόσον ενδιαφερόμενος εκτιμά ότι οι γνωμοδοτήσεις που υποβλήθηκαν κατά τη διαδικασία διαβουλεύσεως ή ακόμη και η άποψη που διατύπωσαν οι υπηρεσίες της αρμοδίας αρχής περιέχουν στοιχεία που αναιρούν την τελική εκτίμηση της αρχής αυτής όσον αφορά τη σημασία που έχει η επίμαχη εκδήλωση για την κοινωνία, τότε έχει τη δυνατότητα, πρώτον, να αμφισβητήσει την εκτίμηση αυτή ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων και, δεύτερον, να αμφισβητήσει ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου το βάσιμο της αποφάσεως που θα εκδώσει ενδεχομένως η Επιτροπή και με την οποία θα εγκρίνει την εκτίμηση αυτή, όπως άλλωστε έπραξε η FIFA στο πλαίσιο του δευτέρου σκέλους του υπό κρίση λόγου ακυρώσεως.

94      Όσον αφορά τα επιχειρήματα τα σχετικά με τα στοιχεία τηλεθεάσεως που έλαβαν υπόψη οι αρχές του Ηνωμένου Βασιλείου, διαπιστώνεται ότι και αυτοί βάλλουν κατά της επί της ουσίας εκτιμήσεως της Επιτροπής ως προς το βάσιμο της απόψεως του υπουργού περί της σημασίας που έχουν για την κοινωνία αυτού του κράτους μέλους οι αγώνες «μικρότερου ενδιαφέροντος». Ούτε αυτοί αφορούν επομένως το ζήτημα αν η διαδικασία την οποία προέβλεψαν οι αρχές του Ηνωμένου Βασιλείου ήταν σαφής και διαφανής.

95      Το επιχείρημα που αντλείται από το ότι τα στοιχεία σχετικά με την τηλεθέαση του Παγκοσμίου Κυπέλλου του 1998 δεν ήταν διαθέσιμα στις 25 Ιουνίου 1998, ημερομηνία καταρτίσεως του καταλόγου του Ηνωμένου Βασιλείου (βλ. σκέψη 7 ανωτέρω), ενώ η Επιτροπή στηρίχθηκε στα στοιχεία αυτά, πρέπει να απορριφθεί για τους λόγους που προεκτέθηκαν στη σκέψη 75.

96      Επομένως, τα επιχειρήματα της FIFA δεν αποδεικνύουν ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πλάνη κρίνοντας ότι η διαδικασία που ακολούθησε το Ηνωμένο Βασίλειο για να περιλάβει το Παγκόσμιο Κύπελλο στον κατάλογο εκδηλώσεων μείζονος σημασίας για την κοινωνία αυτού του κράτους μέλους ήταν σαφής και διαφανής.

97      Ως εκ τούτου, το πρώτο σκέλος του δευτέρου λόγου ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

 Επί της σημασίας των αγώνων «μικρότερου ενδιαφέροντος» για την κοινωνία του Ηνωμένου Βασιλείου 

–       Επιχειρήματα των διαδίκων

98      Προς στήριξη του σκέλους αυτού του υπό κρίση λόγου ακυρώσεως, η FIFA διατείνεται, πρώτον, ότι οι αγώνες «μικρότερου ενδιαφέροντος» δεν έχουν ιδιαίτερη απήχηση εκτός των φίλων του ποδοσφαίρου και, δεύτερον, ότι οι αγώνες αυτοί δεν μεταδίδονταν κατά παράδοση από τηλεοπτικούς σταθμούς ελεύθερης προσβάσεως και δεν είχαν υψηλή τηλεθέαση. Ως εκ τούτου, οι αγώνες «μικρότερου ενδιαφέροντος» δεν πληρούν τα δύο κριτήρια που έθεσε η Επιτροπή με την έκτη και τη δέκατη όγδοη αιτιολογική σκέψη της προσβαλλομένης αποφάσεως, οπότε το εν λόγω θεσμικό όργανο υπέπεσε σχετικώς σε πλάνη.

99      Κατά τη FIFA, δεν μπορεί ευλόγως να γίνει δεκτό ότι όλοι οι αγώνες του Παγκοσμίου Κυπέλλου συνιστούν εκδηλώσεις μείζονος σημασίας για την κοινωνία του Ηνωμένου Βασιλείου, δηλαδή εξαιρετικής σπουδαιότητας εκδηλώσεις που ενδιαφέρουν το ευρύ κοινό, κατά την εικοστή πρώτη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 97/36.

100    Η FIFA υποστηρίζει συναφώς ότι, μολονότι τα κράτη μέλη μπορούν να επιλέξουν ελεύθερα τις εκδηλώσεις που θεωρούν μείζονος σημασίας για την κοινωνία, η Επιτροπή υποχρεούται να ελέγξει ενδελεχώς τη νομιμότητα της επιλογής αυτής από απόψεως κοινοτικού δικαίου. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, η εξουσία εκτιμήσεως που διαθέτουν τα κράτη μέλη δεν τους επιτρέπει να υιοθετούν αυθαίρετες απόψεις και δεν είναι απεριόριστη, ενώ οι επιλογές των κρατών αυτών δεν έχουν προτεραιότητα ή κατισχύουν έναντι άλλων, ούτε και είναι, κατά μείζονα λόγο, υπεράνω αμφισβητήσεως.

101    Εν προκειμένω, οι διενεργηθείσες έρευνες επιβεβαιώνουν ότι όσοι δεν παρακολουθούν συνήθως ποδόσφαιρο επιδεικνύουν περιορισμένο μόνον ενδιαφέρον για τους αγώνες «μικρότερου ενδιαφέροντος». Η FIFA επισημαίνει επίσης ότι δεν αμφισβητεί την επιλογή του νομοθέτη να θεσπίσει κανόνες όπως είναι αυτοί του άρθρου 3α της οδηγίας 89/552 περί εκδηλώσεων μείζονος σημασίας για την κοινωνία, αλλά το περιεχόμενο που προσδίδει η Επιτροπή στην έννοια αυτή με την προσβαλλόμενη απόφαση. Συναφώς, η FIFA επαναλαμβάνει ότι οι αγώνες «πρώτης τάξεως ενδιαφέροντος» μπορούν θεμιτώς να χαρακτηρισθούν ως εκδηλώσεις μείζονος σημασίας για την κοινωνία, κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, στοιχείο που είναι άλλωστε σύμφωνο με την πολιτική της. Κατά την πολιτική αυτή της προσφεύγουσας, οι ημιτελικοί, ο τελικός, οι αγώνες της οικείας εθνικής ομάδας και ο εναρκτήριος αγώνας του Παγκοσμίου Κυπέλλου πρέπει να μεταδίδονται απευθείας από σταθμό ελεύθερης προσβάσεως.

102    Από έρευνα στηριζόμενη στα βασικά στοιχεία των δεδομένων του Broadcast Audience Research Board προκύπτει ότι ο μέσος όρος των τηλεθεατών που δεν είναι φίλοι του ποδοσφαίρου και παρακολούθησαν αδιαλείπτως τουλάχιστον 30 λεπτά της ώρας όλων των αγώνων «μικρότερου ενδιαφέροντος» του Παγκοσμίου Κυπέλλου του 2006 είναι μόλις το 2,8 % του συνόλου, έναντι ποσοστού 14,7 % μη φίλων του ποδοσφαίρου που παρακολούθησαν αδιαλείπτως τουλάχιστον 30 λεπτά όλων των αγώνων «πρώτης τάξεως ενδιαφέροντος», ποσοστού 18,5 % που παρακολούθησαν ίσης χρονικής διάρκειας μέρος του τελικού, 7,1 % για τους ημιτελικούς και 17 % για τους αγώνες της εθνικής ομάδας της Αγγλίας.

103    Όσον αφορά τα στοιχεία που προσκόμισε το Ηνωμένο Βασίλειο στην Επιτροπή, η FIFA επαναλαμβάνει ότι τα σχετικά με το Παγκόσμιο Κύπελλο του 1998 στοιχεία δεν ήταν διαθέσιμα στις 25 Ιουνίου 1998, ημερομηνία καταρτίσεως του καταλόγου των εκδηλώσεων μείζονος σημασίας για την κοινωνία αυτού του κράτους μέλους (βλ. σκέψη 7 ανωτέρω), ενώ το από 23 Σεπτεμβρίου 1999 έγγραφο (βλ. σκέψη 79 ανωτέρω) έκανε λόγο για μέσο αριθμό 8,59 εκατομμυρίων τηλεθεατών που παρακολούθησαν τους αγώνες της διοργανώσεως αυτής. Εξαιρουμένης της υπερεκτιμήσεως του αριθμού αυτού –το ορθό είναι 6,518 εκατομμύρια τηλεθεατές–, δεν παρέχεται καμία ένδειξη ως προς τη σημασία των αγώνων «μικρότερου ενδιαφέροντος» για το ευρύ κοινό του Ηνωμένου Βασιλείου. Συγκεκριμένα, αφενός, το αποτέλεσμα αυτό λαμβάνει υπόψη και τους αγώνες «πρώτης τάξεως ενδιαφέροντος» και, αφετέρου, δεν διακρίνει μεταξύ φίλων του ποδοσφαίρου και μη, μολονότι οι δεύτεροι επιλέγουν να παρακολουθήσουν έναν αγώνα του Παγκοσμίου Κυπέλλου επειδή τον εκλαμβάνουν ως γεγονός μείζονος σημασίας για την κοινωνία. Τα αποτελέσματα, όμως, της προπαρατεθείσας στη σκέψη 102 έρευνας καταδεικνύουν ότι, εκτός των φίλων του ποδοσφαίρου, το μεγάλο κοινό δεν επιδεικνύει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τους αγώνες «μικρότερου ενδιαφέροντος», οπότε οι εν λόγω αγώνες δεν έχουν ιδιαίτερη απήχηση στο κοινό αυτό. Τα συμπεράσματα αυτά είναι σύμφωνα με την πρακτική της Επιτροπής όσον αφορά τη λήψη αποφάσεων. Το θεσμικό όργανο αυτό υπέπεσε επομένως σε πλάνη κρίνοντας ότι οι αγώνες «μικρότερου ενδιαφέροντος» έχουν σημασία για όσους δεν είναι φίλοι του ποδοσφαίρου.

104    Η Επιτροπή υπέπεσε επίσης σε πλάνη αποφαινόμενη ότι όλοι οι αγώνες του Παγκοσμίου Κυπέλλου μεταδίδονταν κατά παράδοση απευθείας από τηλεοπτικούς σταθμούς ελεύθερης προσβάσεως, δεδομένου ότι 16, 8 και 8 αγώνες των Παγκοσμίων Κυπέλλων του 1994, του 1998 και του 2002, αντιστοίχως, δεν μεταδόθηκαν κατ’ αυτόν τον τρόπο, μολονότι, σε ορισμένες περιπτώσεις, δεν διεξάγονταν ταυτοχρόνως με άλλον αγώνα. Επίσης, 8 αγώνες «μικρότερου ενδιαφέροντος» του Παγκοσμίου Κυπέλλου του 2006 μεταδόθηκαν από τηλεοπτικούς οργανισμούς της δεύτερης κατηγορίας του άρθρου 98 του Broadcasting Act 1996 (βλ. σκέψη 10 ανωτέρω). Εξάλλου, η λύση που προκρίθηκε κατά τη διάρκεια των Παγκοσμίων Κυπέλλων του 1994, του 1998 και του 2002 ήταν να μη μεταδίδεται ένας αγώνας οσάκις διεξαγόταν ταυτοχρόνως με άλλον.

105    Εξάλλου, από τα στοιχεία σχετικά με την τηλεθέαση των Παγκοσμίων Κυπέλλων του 1994, του 1998, του 2002 και του 2006, τα οποία ήταν διαθέσιμα κατά τον χρόνο εκδόσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως, προκύπτει ότι οι αγώνες «μικρότερου ενδιαφέροντος» προσελκύουν κλάσμα μόνο του αριθμού των τηλεθεατών που παρακολουθούν τους αγώνες «πρώτης τάξεως ενδιαφέροντος». Επιπλέον, αντιθέτως προς ό,τι ισχυρίζεται η Επιτροπή, η τηλεθέαση όσον αφορά τους αγώνες «μικρότερου ενδιαφέροντος» του Παγκοσμίου Κυπέλλου του 1994 και του 1998 δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να χαρακτηρισθεί ως εξαιρετικά υψηλή λαμβανομένου υπόψη του πληθυσμού του Ηνωμένου Βασιλείου και της τηλεθεάσεως των αγώνων «πρώτης τάξεως ενδιαφέροντος».

106    Συγκεκριμένα, 9 αγώνες του Παγκοσμίου Κυπέλλου του 1994 και 23 αγώνες του Παγκοσμίου Κυπέλλου του 2002 που μεταδόθηκαν απευθείας προσήλκυσαν λιγότερους από 3 εκατομμύρια τηλεθεατές, 12 αγώνες του Παγκοσμίου Κυπέλλου του 1998 τα οποία μεταδόθηκαν απευθείας προσήλκυσαν λιγότερους από 5 εκατομμύρια τηλεθεατές και 5 αγώνες «μικρότερου ενδιαφέροντος» του Παγκοσμίου Κυπέλλου του 2006 προσήλκυσαν από 65 000 έως 96 000 τηλεθεατές.

107    Ως εκ τούτου, τα δύο κριτήρια που επέλεξε να εφαρμόσει η Επιτροπή για να αποφανθεί ότι οι αγώνες «μικρότερου ενδιαφέροντος» του Παγκοσμίου Κυπέλλου είναι μείζονος σημασίας για την κοινωνία του Ηνωμένου Βασιλείου, δηλαδή ότι έχουν ιδιαίτερη απήχηση εντός αυτού του κράτους μέλους και ότι μεταδίδονταν ανέκαθεν από τηλεοπτικούς σταθμούς ελεύθερης προσβάσεως έχοντας υψηλή τηλεθέαση, δεν πληρούνται στην πραγματικότητα.

108    Επιπροσθέτως, δεν μπορεί, κατά τη FIFA, να γίνει δεκτό ότι οι αγώνες «μικρότερου ενδιαφέροντος» είναι εκδηλώσεις μείζονος σημασίας για την κοινωνία του Ηνωμένου Βασιλείου, μολονότι η νομοθεσία αυτού του κράτους μέλους δεν επιβάλλει στους τηλεοπτικούς οργανισμούς τη μετάδοσή τους και παρότι τέτοιες υποχρεώσεις υφίστανται στην περίπτωση άλλων εκδηλώσεων. Επιπλέον, στο επιχείρημα της Επιτροπής ότι είναι αδύνατον ο ίδιος σταθμός να μεταδίδει δύο αγώνες του Παγκοσμίου Κυπέλλου οι οποίοι διεξάγονται ταυτοχρόνως, η FIFA αντιτείνει ότι, αν οι επίμαχοι αγώνες ήταν πράγματι μείζονος σημασίας για την κοινωνία, ένας τηλεοπτικός οργανισμός θα μπορούσε να τους μεταδώσει ταυτοχρόνως σε δύο διαφορετικούς σταθμούς που του ανήκουν (όπως το BBC 1 και το BBC 2) ή να χορηγήσει άδεια σε άλλον τηλεοπτικό οργανισμό. Όσον αφορά το επιχείρημα της Επιτροπής ότι τα στοιχεία που επικαλείται η FIFA δεν λαμβάνουν υπόψη την ημέρα και την ώρα μεταδόσεως ενός αγώνα, η προσφεύγουσα διατείνεται ότι οι παράγοντες αυτοί δεν επηρεάζουν ουσιωδώς την τηλεθέαση και παραθέτει διάφορα παραδείγματα αγώνων Παγκοσμίου Κυπέλλου, μεταξύ του 1994 και του 2006, σε στήριξη της απόψεώς της.

109    Η FIFA επισημαίνει επίσης ότι, καθόσον εκδήλωση που θεωρείται μείζονος σημασίας για μια κοινωνία δεν είναι κατ’ ανάγκη μείζονος σημασίας για μια άλλη, είναι αστήρικτος ο ισχυρισμός της Επιτροπής ότι η μνεία του Παγκοσμίου Κυπέλλου στη δέκατη όγδοη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 97/36 αφορά όλους τους αγώνες της διοργανώσεως αυτής. Επιπλέον, είναι παράλογο να θεωρείται το Παγκόσμιο Κύπελλο αδιαίρετη εκδήλωση, μολονότι περιλαμβάνει πλείονες φάσεις, στον δε κατάλογο του Ηνωμένου Βασιλείου άλλες διοργανώσεις που περιλαμβάνουν διάφορους αγώνες, όπως ιδίως το Παγκόσμιο Κύπελλο κρίκετ, αντιμετωπίζονται ως διαιρετές στα μέρη τους εκδηλώσεις. Εξάλλου, εκτός του Ηνωμένου Βασιλείου και του Βασιλείου του Βελγίου, όλα τα άλλα κράτη μέλη κατήρτισαν καταλόγους εκδηλώσεων στους οποίους περιλαμβάνονται μόνο ορισμένοι αγώνες που αντιστοιχούν στους αγώνες «πρώτης τάξεως ενδιαφέροντος» και οι οποίοι εγκρίθηκαν από την Επιτροπή. Το γεγονός αυτό καταδεικνύει ότι το Παγκόσμιο Κύπελλο δεν πρέπει να θεωρείται κατ’ ανάγκη αδιαίρετη εκδήλωση.

110    Η FIFA υποστηρίζει ότι αν, αντιθέτως προς τα επιχειρήματα που προβάλλει, το άρθρο 3α, παράγραφος 1, της οδηγίας έχει την έννοια ότι το Παγκόσμιο Κύπελλο πρέπει να θεωρείται στο σύνολό του εκδήλωση μείζονος σημασίας για την κοινωνία, κατά τη δέκατη όγδοη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 97/36, πρέπει να γίνει δεκτό ότι με την προσφυγή της και, εν πάση περιπτώσει, με το υπόμνημά της απαντήσεως εγείρεται εμμέσως ένσταση, δυνάμει του άρθρου 241 ΕΚ, κατά της διατάξεως αυτής. Με την ένσταση αυτή, η FIFA επικαλείται το σύνολο των επιχειρημάτων που τείνουν να αποδείξουν, κατ’ αυτήν, ότι ουδόλως δικαιολογείται να χαρακτηρισθεί το Παγκόσμιο Κύπελλο στο σύνολό του ως ενιαία εκδήλωση μείζονος σημασίας για την κοινωνία.

111    Η Επιτροπή, υποστηριζόμενη από τους παρεμβαίνοντες, αμφισβητεί το βάσιμο αυτού του σκέλους του δεύτερου λόγου ακυρώσεως και επισημαίνει ότι η FIFA δεν είχε το δικαίωμα να εγείρει ένσταση βάσει του άρθρου 241 ΕΚ κατά της οδηγίας 97/36.

–       Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

112    Πρέπει να υπομνησθεί, πρώτον, ότι, ορίζοντας ότι στα κράτη μέλη απόκειται να καθορίσουν τις εκδηλώσεις μείζονος σημασίας για την κοινωνία τους, κατά την έννοια της εικοστής πρώτης αιτιολογικής σκέψεως της οδηγίας 97/36, το άρθρο 3α της οδηγίας 89/552 παρέχει προς τούτο στα κράτη μέλη σημαντικό περιθώριο εκτιμήσεως.

113    Δεύτερον, ανεξαρτήτως του ότι το άρθρο 3α της οδηγίας 89/552 δεν προβαίνει σε εναρμόνιση των συγκεκριμένων εκδηλώσεων που μπορούν να χαρακτηρισθούν από κράτος μέλος ως μείζονος σημασίας για την κοινωνία (βλ. σκέψεις 55 και 56 ανωτέρω), η μνεία του Παγκοσμίου Κυπέλλου στη δέκατη όγδοη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 97/36 συνεπάγεται ότι η Επιτροπή δεν μπορεί να θεωρήσει ότι η καταχώριση αγώνων της διοργανώσεως αυτής σε κατάλογο εκδηλώσεων αντιβαίνει στο κοινοτικό δίκαιο, για τον λόγο ότι το οικείο κράτος μέλος δεν της κοινοποίησε τους ειδικούς λόγους που τους καθιστούν εκδηλώσεις μείζονος σημασίας για την κοινωνία (βλ. σκέψη 57 ανωτέρω). Πάντως, ενδεχόμενη κρίση της Επιτροπής ότι η καταχώριση του Παγκοσμίου Κυπέλλου στο σύνολό του σε κατάλογο εκδηλώσεων μείζονος σημασίας για την κοινωνία κράτους μέλους είναι συμβατή με το κοινοτικό δίκαιο, για τον λόγο ότι η διοργάνωση αυτή, ως εκ των χαρακτηριστικών γνωρισμάτων της, μπορεί πράγματι να θεωρηθεί ενιαία εκδήλωση, δύναται να αμφισβητηθεί βάσει ειδικών στοιχείων που θα αποδεικνύουν ότι οι αγώνες «μικρότερου ενδιαφέροντος» δεν έχουν τέτοια σημασία για την κοινωνία του κράτους μέλους αυτού.

114    Συγκεκριμένα, όπως προεκτέθηκε στις σκέψεις 55 και 56, ούτε η δέκατη όγδοη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 97/36 ούτε το άρθρο 3α της οδηγίας 89/552 εξετάζουν το ζήτημα αν το Παγκόσμιο Κύπελλο ορθώς περιελήφθη στο σύνολό του σε κατάλογο εκδηλώσεων μείζονος σημασίας για την κοινωνία, ανεξαρτήτως του ενδιαφέροντος που προκαλούν εντός του οικείου κράτους μέλους οι αγώνες του και ειδικά οι αγώνες «μικρότερου ενδιαφέροντος».

115    Συνεπώς, η όποια συζήτηση περί της νομιμότητας της οδηγίας 97/36 όσον αφορά τον χαρακτηρισμό του Παγκοσμίου Κυπέλλου στο σύνολό του, και όχι μόνον των αγώνων «πρώτης τάξεως ενδιαφέροντος», ως εκδηλώσεως μείζονος σημασίας για την κοινωνία (βλ. σκέψη 110 ανωτέρω) στερείται αντικειμένου, δεδομένου ότι η δέκατη όγδοη αιτιολογική σκέψη της δεν αφορά το ζήτημα αυτό. Επομένως, δεν απαιτείται να αποφανθεί το Γενικό Δικαστήριο επί του ζητήματος αν ορθώς η FIFA είχε το δικαίωμα να εγείρει σχετικώς, με το υπόμνημά της απαντήσεως, ένσταση βάσει του άρθρου 241 ΕΚ ή αν πρέπει να γίνει δεκτό ότι η ένσταση αυτή προβλήθηκε εμμέσως με το δικόγραφο της προσφυγής.

116    Τρίτον, όπως εξετέθη με τις σκέψεις 69 και 70 ανωτέρω, το Παγκόσμιο Κύπελλο μπορεί ευλόγως να θεωρηθεί ενιαία εκδήλωση και όχι συμπίλημα μεμονωμένων εκδηλώσεων που διακρίνονται σε αγώνες «πρώτης τάξεως ενδιαφέροντος» και «μικρότερου ενδιαφέροντος», οπότε η προσέγγιση που υιοθέτησε ο υπουργός δεν είναι αυθαίρετη, αλλά εντός του περιθωρίου εκτιμήσεως που διαθέτει.

117    Η σημασία των αγώνων «μικρότερου ενδιαφέροντος» συνάγεται εξάλλου και από το γεγονός και μόνον ότι αποτελούν μέρος της διοργανώσεως αυτής, ακριβώς όπως και άλλα αθλήματα, για τα οποία το ενδιαφέρον, μολονότι είναι συνήθως περιορισμένο, αυξάνεται οσάκις αυτά διεξάγονται στο πλαίσιο των Ολυμπιακών Αγώνων.

118    Ως εκ τούτου, μη θέτοντας εν αμφιβόλω την άποψη ότι δεν πρέπει να γίνεται διάκριση, όσον αφορά την εκτίμηση περί της σπουδαιότητας του Παγκοσμίου Κυπέλλου για την κοινωνία του Ηνωμένου Βασιλείου, μεταξύ αγώνων «πρώτης τάξεως ενδιαφέροντος» και αγώνων «μικρότερου ενδιαφέροντος», αλλά ότι η διοργάνωση πρέπει να τυγχάνει συνολικής αντιμετωπίσεως και όχι να θεωρείται σειρά μεμονωμένων εκδηλώσεων (έκτη και δέκατη όγδοη αιτιολογική σκέψη της προσβαλλομένης αποφάσεως, βλ. σκέψη 18 ανωτέρω), η Επιτροπή ουδόλως υπέπεσε σε πλάνη.

119    Τα επιχειρήματα που προβάλλει σχετικώς η FIFA στο πλαίσιο του υπό κρίση λόγου ακυρώσεως δεν αναιρούν τις κρίσεις που περιλαμβάνονται στην έκτη και στη δέκατη όγδοη αιτιολογική σκέψη της προσβαλλομένης αποφάσεως.

120    Συγκεκριμένα, το γεγονός ότι μόνον το 2,8 % όσων δεν είναι φίλοι του ποδοσφαίρου παρακολούθησε αδιαλείπτως τουλάχιστον 30 λεπτά όλων των αγώνων «μικρότερου ενδιαφέροντος» του Παγκοσμίου Κυπέλλου του 2006 (βλ. σκέψη 102 ανωτέρω) δεν αποτελεί πειστικό επιχείρημα, δεδομένου ότι δεν απαιτείται οπωσδήποτε όλοι οι αγώνες «μικρότερου ενδιαφέροντος» να είναι μείζονος σημασίας για την κοινωνία του Ηνωμένου Βασιλείου προκειμένου το Παγκόσμιο Κύπελλο να μπορεί ευλόγως να περιληφθεί στο σύνολό του σε κατάλογο τέτοιων εκδηλώσεων αυτού του κράτους μέλους. Αντιθέτως, αρκεί το χαρακτηριστικό γνώρισμα που προεκτέθηκε στη σκέψη 70 να αφορά ορισμένους από τους αγώνες «μικρότερου ενδιαφέροντος», των οποίων ούτε ο αριθμός ούτε οι αντίπαλες ομάδες μπορούν να προσδιορισθούν κατά τον χρόνο καταρτίσεως του καταλόγου ή τον χρόνο κτήσεως των δικαιωμάτων τηλεοπτικής μεταδόσεως, για να δικαιολογηθεί η έλλειψη διακρίσεως μεταξύ αγώνων «πρώτης τάξεως ενδιαφέροντος» και αγώνων «μικρότερου ενδιαφέροντος» αναλόγως της σημασίας τους για την κοινωνία. Ως εκ τούτου, το κριτήριο που χρησιμοποιήθηκε για τις δημοσκοπήσεις οι οποίες διενεργήθηκαν στο πλαίσιο της έρευνας αυτής ήταν εξαιρετικά περιοριστικό και, συνεπώς, ακατάλληλο τόσο ως προς τη δομή του Παγκοσμίου Κυπέλλου όσο και ως προς τα χαρακτηριστικά που πρέπει να πληροί η διοργάνωση αυτή προκειμένου να μπορεί να χαρακτηρισθεί στο σύνολό της ως εκδήλωση μείζονος σημασίας για την κοινωνία.

121    Η διαπίστωση αυτή αναιρεί επίσης το επιχείρημα της FIFA το οποίο αντλείται από το ότι ορισμένοι αγώνες «μικρότερου ενδιαφέροντος» των Παγκοσμίων Κυπέλλων του 1994, του 1998 και του 2002 δεν μεταδόθηκαν απευθείας τηλεοπτικά ή μεταδόθηκαν από τηλεοπτικούς οργανισμούς της δεύτερης κατηγορίας του άρθρου 98 του Broadcasting Act 1996 (βλ. σκέψη 10 ανωτέρω). Επιπλέον, αντιθέτως προς ό,τι υποστηρίζει η FIFA, η δέκατη όγδοη αιτιολογική σκέψη της προσβαλλομένης αποφάσεως (βλ. σκέψη 18 ανωτέρω) δεν κάνει λόγο για αγώνες που ανέκαθεν μεταδίδονταν απευθείας, αλλά για αγώνες που μεταδίδονταν ανέκαθεν από τηλεοπτικούς σταθμούς ελευθέρας προσβάσεως, δεδομένο αντίστοιχο του τετάρτου κριτηρίου που απαριθμείται στην πέμπτη αιτιολογική σκέψη της ιδίας αποφάσεως.

122    Όσον αφορά τα επιχειρήματα που αντλούνται από τα στοιχεία για την τηλεθέαση των αγώνων «μικρότερου ενδιαφέροντος» των Παγκοσμίων Κυπέλλων του 1994, του 1998, του 2002 και του 2006 (βλ. σκέψη 105 ανωτέρω), ούτε αυτά μπορούν να γίνουν δεκτά.

123    Πρέπει να επισημανθεί συναφώς ότι, αντιθέτως προς ό,τι υποστηρίζει η FIFA, η σύγκριση μεταξύ της τηλεθεάσεως των αγώνων «μικρότερου ενδιαφέροντος» και αυτής των αγώνων «πρώτης τάξεως ενδιαφέροντος» δεν αποδεικνύει ότι οι πρώτοι δεν προσήλκυσαν σημαντικό αριθμό τηλεθεατών. Συγκεκριμένα, από τα στατιστικά στοιχεία που προσκόμισε η FIFA προκύπτει ότι οι αγώνες «μικρότερου ενδιαφέροντος» προσήλκυσαν, κατά μέσο όρο, το 60 % των τηλεθεατών που παρακολούθησαν τους αγώνες «πρώτης τάξεως ενδιαφέροντος» όσον αφορά το Παγκόσμιο Κύπελλο του 1994, ενώ τα ποσοστά αυτά ανέρχονται στο 43, το 30 και το 33 % όσον αφορά, αντιστοίχως, τα Παγκόσμια Κύπελλα του 1998, του 2002 και του 2006. Μολονότι τα ποσοστά αυτά είναι χαμηλότερα από τα αντίστοιχα των αγώνων «πρώτης τάξεως ενδιαφέροντος», εντούτοις η καταχώριση των αγώνων «μικρότερου ενδιαφέροντος» στον εθνικό κατάλογο εκδηλώσεων μείζονος σημασίας για την κοινωνία δεν απαιτεί να έχουν την ίδια τηλεθέαση με τους αγώνες «πρώτης τάξεως ενδιαφέροντος». Εν προκειμένω, τα στοιχεία αυτά δεν είναι αντίστοιχα της συνήθους τηλεθεάσεως που θα σημείωναν στο Ηνωμένο Βασίλειο αγώνες οι οποίοι δεν διεξάγονται στο πλαίσιο μεγάλης διεθνούς ποδοσφαιρικής διοργανώσεως σε επίπεδο εθνικών ομάδων και στους οποίους, επιπροσθέτως, δεν μετέχει εθνική ομάδα από αυτό το κράτος μέλος.

124    Οι εκτιμήσεις αυτές επιβεβαιώνονται από πλείονα στοιχεία που περιλαμβάνονται στην από 24 Μαρτίου 1999 κοινοποίηση του Ηνωμένου Βασιλείου προς την Επιτροπή, της οποίας το περιεχόμενο παρατίθεται σε έγγραφο που φέρει τον τίτλο «Σχέδιο απαντήσεως στην από 23 Δεκεμβρίου 1998 επιστολή της Επιτροπής» και επισυνάπτεται στο δικόγραφο της προσφυγής. Έτσι, το παράρτημα E του εγγράφου αυτού περιέχει ανάλυση των στοιχείων τηλεθεάσεως του Παγκοσμίου Κυπέλλου του 1998. Από την ανάλύση αυτή προκύπτει ότι ο αγώνας «μικρότερου ενδιαφέροντος» μεταξύ Κάτω Χωρών και Γιουγκοσλαβίας, από το αποτέλεσμα του οποίου εξηρτάτο ο αντίπαλος της εθνικής ομάδας της Αγγλίας σε περίπτωση κατά την οποία αυτή θα κατόρθωνε να επικρατήσει της Αργεντινής, προσήλκυσε περίπου 10,55 εκατομμύρια τηλεθεατές, αριθμός που ανέρχεται σε 10,605 εκατομμύρια σε άλλο έγγραφο το οποίο φέρει τον τίτλο «Στοιχεία τηλεθεάσεως απευθείας μεταδόσεων στο Ηνωμένο Βασίλειο» και επισυνάπτεται στο δικόγραφο της προσφυγής (στο εξής: αναλυτικά στοιχεία τηλεθεάσεως). Ταυτοχρόνως, οι αγώνες «μικρότερου ενδιαφέροντος» μεταξύ, αφενός, της Βραζιλίας και της Χιλής και, αφετέρου, της Νιγηρίας και της Δανίας, προσήλκυσαν αντιστοίχως 10,63 και 10,32 εκατομμύρια τηλεθεατές, αριθμοί που συμφωνούν με τα αναλυτικά στοιχεία τηλεθεάσεως, μολονότι ουδείς εκ των αγώνων αυτών δεν επηρέαζε τη συνέχεια της πορείας στη διοργάνωση κάποιας εθνικής ομάδας από το Ηνωμένο Βασίλειο. Επιπλέον, η εθνική ομάδα του Καμερούν προσήλκυσε, σύμφωνα με τα δύο αυτά έγγραφα, περίπου 9,18 εκατομμύρια τηλεθεατές κατά μέσο όρο στους δύο αγώνες της που μεταδόθηκαν απευθείας στο πλαίσιο του Παγκοσμίου Κυπέλλου του 1998 κατά της Αυστρίας και της Ιταλίας, αντιστοίχως, ενώ οι αγώνες μεταξύ, αφενός, Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής και Ιράν και, αφετέρου, Ισπανίας και Βουλγαρίας, προσήλκυσαν, αντιστοίχως, 7,94 και 7,91 εκατομμύρια τηλεθεατές. Τέλος, σύμφωνα με τα δύο αυτά έγγραφα, η εθνική ομάδα της Ιαμαϊκής προσήλκυσε κατά μέσο όρο 7,89 εκατομμύρια τηλεθεατές στους δύο αγώνες που έδωσε κατά της Κροατίας και της Αργεντινής, αντιστοίχως, εκ των οποίων τον πρώτο παρακολούθησαν 10,234 εκατομμύρια τηλεθεατές.

125    Πρέπει να προστεθεί ότι, κατά το ίδιο έγγραφο των αρχών του Ηνωμένου Βασιλείου, 7,81 εκατομμύρια τηλεθεατές παρακολούθησαν τον τελικό του Football Association Cup του 1998 (της εθνικής διοργανώσεως κυπέλλου ποδοσφαίρου), στοιχείο το οποίο, λαμβανομένων υπόψη των αριθμών τηλεθεάσεως που παρατέθηκαν στην προηγούμενη σκέψη, καταδεικνύει τη σπουδαιότητα που έχουν οι αγώνες «μικρότερου ενδιαφέροντος» στο πλαίσιο του Παγκοσμίου Κυπέλλου.

126    Πρέπει να επισημανθεί συναφώς ότι, σύμφωνα με τα αναλυτικά στοιχεία τηλεθεάσεως, από τους αγώνες «μικρότερου ενδιαφέροντος» του Παγκοσμίου Κυπέλλου του 1994, οι 16 προσήλκυσαν από 7,196 έως 11,625 εκατομμύρια τηλεθεατές, ενώ οι 8 από 5,669 έως 6,926 εκατομμύρια. Όσον αφορά το Παγκόσμιο Κύπελλο του 1998, από το ίδιο αυτό έγγραφο προκύπτει ότι, από τους αγώνες «μικρότερου ενδιαφέροντος», οι 21 προσήλκυσαν από 7,161 έως 10,632 εκατομμύρια τηλεθεατές και οι 13 από 5,254 έως 6,761 εκατομμύρια τηλεθεατές. Όσον αφορά το Παγκόσμιο Κύπελλο του 2002, από τα αναλυτικά στοιχεία τηλεθεάσεως συνάγεται ότι 24 αγώνες μικρότερου ενδιαφέροντος προσήλκυσαν από 3,073 έως 5,317 εκατομμύρια τηλεθεατές. Για το Παγκόσμιο Κύπελλο του 2006, από τα αναλυτικά στοιχεία τηλεθεάσεως προκύπτει ότι 11 αγώνες μικρότερου ενδιαφέροντος προσήλκυσαν από 7,058 έως 9,645 εκατομμύρια τηλεθεατές, ενώ 15 αγώνες της ίδιας κατηγορίας παρακολουθήθηκαν από 5 έως 6,692 εκατομμύρια τηλεθεατές.

127    Τόσο απολύτως όσο και συσχετιζόμενα με τα στοιχεία τηλεθεάσεως του τελικού του Football Association Cup του 1998, τα στοιχεία αυτά καταδεικνύουν ότι οι αγώνες «μικρότερου ενδιαφέροντος» έχουν εξαιρετικά υψηλή τηλεθέαση στο Ηνωμένο Βασίλειο, γεγονός που εξηγείται αποκλειστικώς και μόνο από το ότι περιλαμβάνονται στο πρόγραμμα του Παγκοσμίου Κυπέλλου. Τα στοιχεία αυτά περί τηλεθεάσεως επιβεβαιώνουν τις εκτιμήσεις που προεκτέθηκαν στις σκέψεις 69, 70 και 117 και ενισχύουν την άποψη που εκτίθεται στη δέκατη όγδοη αιτιολογική σκέψη της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι δηλαδή οι αγώνες του Παγκοσμίου Κυπέλλου, περιλαμβανομένων των αγώνων «μικρότερου ενδιαφέροντος» έχουν κατά παράδοση υψηλή τηλεθέαση.

128    Η ανάλυση αυτή δεν τίθεται εν αμφιβόλω από τα φερόμενα ως ιδιαιτέρως χαμηλά ποσοστά τηλεθεάσεως που επικαλείται η FIFA όσον αφορά ορισμένους αγώνες «μικρότερου ενδιαφέροντος» (βλ. σκέψη 106 ανωτέρω). Πρέπει να επισημανθεί συναφώς ότι και οι 9 αγώνες του Παγκοσμίου Κυπέλλου του 1994, οι οποίοι μεταδόθηκαν απευθείας και τους οποίους παρακολούθησαν λιγότεροι από 3 εκατομμύρια τηλεθεατές, άρχιζαν στις 12:30 π.μ. ώρα Γκρήνουιτς, δεδομένου ότι η διοργάνωση διεξαγόταν στις Ηνωμένες Πολιτείας. Η διαφορά ώρας εξηγεί επίσης τα στοιχεία τηλεθεάσεως ορισμένων αγώνων του Παγκοσμίου Κυπέλλου του 2002, το οποίο διεξήχθη στη Νότιο Κορέα και στην Ιαπωνία. Έτσι, από τους 23 αγώνες «μικρότερου ενδιαφέροντος» που επικαλέσθηκε η FIFA και οι οποίοι προσήλκυσαν λιγότερους από 3 εκατομμύρια τηλεθεατές, οι 14 άρχισαν μεταξύ 6:15 και 7:15 ώρα Γκρήνουιτς, ενώ οι υπόλοιποι 9 μεταξύ 8:25 και 12:15. Το γεγονός ότι το φαινόμενο αυτό, το οποίο παρατηρείται στην περίπτωση των διοργανώσεων του 1994 και του 2002, οφείλεται στη διαφορά ώρας σε συνδυασμό με τον χρόνο διεξαγωγής των ως άνω αγώνων αποδεικνύεται από τη σαφώς υψηλότερη τηλεθέαση των αγώνων «μικρότερου ενδιαφέροντος» οι οποίοι δεν μεταδόθηκαν τηλεοπτικώς πολύ νωρίς το πρωί ή κατά την ώρα εργασίας, όπως οι προπαρατεθέντες στη σκέψη 126. Επιπλέον, σύμφωνα με ανακοινωθέν τύπου που επισυνάπτεται στο υπόμνημα ανταπαντήσεως στην υπόθεση T‑385/07, με την οποία συνεκδικάζεται η υπό κρίση υπόθεση προς διευκόλυνση της προφορικής διαδικασίας (βλ. σκέψη 24 ανωτέρω), η FIFA παραδέχεται τη σημασία που έχει η διαφορά ώρας, στοιχείο που καθορίζει την ώρα διεξαγωγής ενός αγώνα αναλόγως της χώρας και το οποίο αναγνωρίζεται ως παράγοντας που επηρέασε το εύρος των αριθμών τηλεθεάσεως σε Ασία και Ευρώπη κατά τη διάρκεια των Παγκοσμίων Κυπέλλων του 2002 και του 2006.

129    Όσον αφορά το Παγκόσμιο Κύπελλο του 2002, και οι 12 αγώνες «μικρότερου ενδιαφέροντος» που επικαλείται η FIFA μεταδόθηκαν τηλεοπτικώς μεταξύ 13:30 και 16:30 ώρας Γκρήνουιτς, δηλαδή κατά τον χρόνο εργασίας του κοινού. Όσον αφορά τους 5 αγώνες «μικρότερου ενδιαφέροντος» του Παγκοσμίου Κυπέλλου του 2006, οι οποίοι είχαν πράγματι πολύ χαμηλή τηλεθέαση, αρκεί να επισημανθεί ότι ο αγώνας μεταξύ της Παραγουάης και του Τρίνινταντ και Τομπέηγκο διεξήχθη ταυτοχρόνως με τον αγώνα μεταξύ Αγγλίας και Σουηδίας τον οποίο παρακολούθησαν 18,464 εκατομμύρια τηλεθεατές. Ο αγώνας μεταξύ της Κόστα Ρίκα και της Πολωνίας είχε ώρα έναρξης τις 14:28 και διεξήχθη ταυτοχρόνως με τον αγώνα μεταξύ Ισημερινού και Γερμανίας τον οποίο παρακολούθησαν 2,725 εκατομμύρια τηλεθεατές. Ο αγώνας μεταξύ Ιράν και Αγκόλας άρχισε στις 14:30 και διεξήχθη ταυτοχρόνως με την αναμέτρηση Πορτογαλίας και Μεξικού, την οποία παρακολούθησαν 2,301 εκατομμύρια τηλεθεατές. Ο αγώνας μεταξύ της Ακτής Ελεφαντοστού και Σερβίας-Μαυροβουνίου διεξήχθη ταυτοχρόνως με την αναμέτρηση μεταξύ Κάτω Χωρών και Αργεντινής, την οποία παρακολούθησαν 8,740 εκατομμύρια τηλεθεατές, ενώ η αναμέτρηση Ουκρανίας και Τυνησίας άρχισε στις 15:00 και διεξήχθη ταυτοχρόνως με τον αγώνα μεταξύ Σαουδικής Αραβίας και Ισπανίας, τον οποίο παρακολούθησαν 1,872 εκατομμύρια τηλεθεατές. Τα ανωτέρω αποτελούν αντικειμενικούς λόγους οι οποίοι εξηγούν την απόκλιση μεταξύ των στοιχείων τηλεθεάσεως αυτών των αγώνων «μικρότερου ενδιαφέροντος» και της συνήθους τηλεθεάσεως τέτοιων αναμετρήσεων (βλ. σκέψη 126 ανωτέρω).

130    Ως εκ τούτου, τα στοιχεία τηλεθεάσεως που αφορούν τους αγώνες «μικρότερου ενδιαφέροντος» επιβεβαιώνουν, αντί να αναιρούν, την προεκτεθείσα στη σκέψη 118 εκτίμηση.

131    Εξάλλου, η προεκτεθείσα στη σκέψη 127 κρίση δεν αντιβαίνει σ’ αυτήν που περιέχεται στην τεσσαρακοστή αιτιολογική σκέψη της αποφάσεως 2000/400/ΕΚ της Επιτροπής, της 10ης Μαΐου 2000, σχετικά με διαδικασία εφαρμογής του άρθρου 81 [ΕΚ] (υπόθεση αριθ. IV/32.150 – Eurovision, ΕΕ L 151, σ. 18), την οποία υπονοεί η FIFA (βλ. σκέψη 103 ανωτέρω). Σύμφωνα με την αιτιολογική σκέψη εκείνη, οι διεθνείς διοργανώσεις είναι συνήθως πιο ελκυστικές για το κοινό ορισμένης χώρας απ’ ό,τι οι εθνικές διοργανώσεις εφόσον μετέχει σ’ αυτές η εθνική ομάδα ή η πρωταθλήτρια της χώρας, ενώ οι διεθνείς διοργανώσεις στις οποίες δεν μετέχει εθνική ομάδα ή η πρωταθλήτρια της χώρας προκαλούν συνήθως μικρό ενδιαφέρον. Στη μεγάλη πλειονότητα των περιπτώσεων, όμως, στο Παγκόσμιο Κύπελλο μετέχει εθνική ομάδα από το Ηνωμένο Βασίλειο. Επιπλέον, ακόμη κι όταν κατ’ εξαίρεση δεν συμβαίνει αυτό, το γεγονός ότι στην τελική φάση δεν θα μετάσχει καμία από τις εθνικές ομάδες του Ηνωμένου Βασιλείου διαπιστώνεται συνήθως μετά την κατάρτιση του καταλόγου των εκδηλώσεων μείζονος σημασίας για την κοινωνία αυτού του κράτους μέλους, αλλά και κατόπιν της μεταβιβάσεως των δικαιωμάτων τηλεοπτικής μεταδόσεως για τη διοργάνωση του οικείου έτους.

132    Όσον αφορά το επιχείρημα που αντλείται από τη μη επιβολή υποχρεώσεως τηλεοπτικής μεταδόσεως των αγώνων «μικρότερου ενδιαφέροντος» (βλ. σκέψη 108 ανωτέρω), αρκεί να επισημανθεί ότι η επιλογή να μην επιβληθεί σε τηλεοπτικό οργανισμό υποχρέωση μεταδόσεως εκδηλώσεως ουδόλως συνεπάγεται ότι η εκδήλωση αυτή δεν είναι μείζονος σημασίας για την κοινωνία κατά την έννοια του άρθρου 3α της οδηγίας 89/552, μολονότι η θέσπιση τέτοιων υποχρεώσεων καταλέγεται μεταξύ των πρακτικών που ακολουθεί συνήθως ο εθνικός νομοθέτης. Συγκεκριμένα, τηρώντας την αρχή της αναλογικότητας, το προπαρατεθέν άρθρο σκοπεί να αποκλείσει το ενδεχόμενο να στερηθεί το ευρύ κοινό, εξαιτίας αποκλειστικών τηλεοπτικών μεταδόσεων, τη δυνατότητα να παρακολουθήσει ορισμένες εκδηλώσεις σε τηλεοπτικό σταθμό ελεύθερης προσβάσεως. Επομένως, δεν σκοπεί να υποχρεώσει εμμέσως τα κράτη τα οποία επιθυμούν να παράσχουν τέτοια προστασία να επιβάλουν σε τηλεοπτικό σταθμό ελεύθερης προσβάσεως τη μετάδοση των εκδηλώσεων αυτών. Εάν, όμως, για να περιλάβουν θεμιτώς εκδήλωση σε κατάλογο εκδηλώσεων μείζονος σημασίας για την κοινωνία, τα κράτη μέλη έπρεπε να επιβάλουν σε τηλεοπτική υπηρεσία ελεύθερης προσβάσεως υποχρέωση να τη μεταδώσει, τότε η επίμαχη διάταξη θα προκαλούσε αποτελέσματα που θα υπερέβαιναν τον σκοπό της.

133    Το γεγονός ότι το Ηνωμένο Βασίλειο ακολούθησε διαφορετική προσέγγιση στην περίπτωση άλλων διοργανώσεων, όπως το Παγκόσμιο Κύπελλο κρίκετ, ή το ότι άλλα κράτη μέλη περιέλαβαν στους καταλόγους τους κυρίως αγώνες «πρώτης τάξεως ενδιαφέροντος» του Παγκοσμίου Κυπέλλου Ποδοσφαίρου δεν θέτει εν αμφιβόλω τις προπαρατεθείσες εκτιμήσεις, βάσει των οποίων ορθώς χαρακτηρίσθηκε το Παγκόσμιο Κύπελλο στο σύνολό του ως εκδήλωση μείζονος σημασίας για την κοινωνία αυτού του κράτους μέλους. Συγκεκριμένα, δεδομένου ότι με το άρθρο 3α της οδηγίας 89/552 δεν επιχειρείται εναρμόνιση σε επίπεδο συγκεκριμένων εκδηλώσεων που μπορούν να χαρακτηρισθούν από τα κράτη μέλη ως μείζονος σημασίας για την κοινωνία (βλ. ανωτέρω σκέψη 55), πλείονες προσεγγίσεις του ζητήματος της καταχωρίσεως αγώνων του Παγκοσμίου Κυπέλλου σε εθνικό κατάλογο δύνανται να είναι συμβατές με την ως άνω διάταξη.

134    Δεδομένου ότι τα επιχειρήματα της FIFA περί του ότι η Επιτροπή, επιβεβαιώνοντας την εκτίμηση του υπουργού ότι το Παγκόσμιο Κύπελλο αποτελεί, στο σύνολό του, εκδήλωση μείζονος σημασίας για την κοινωνία του Ηνωμένου Βασιλείου, υπέπεσε σε πλάνη δεν μπορούν να γίνουν δεκτά, τόσο το δεύτερο σκέλους του υπό κρίση λόγου ακυρώσεως όσο και ο λόγος στο σύνολό του πρέπει να απορριφθούν.

 Επί του τρίτου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος αντλείται από προσβολή του δικαιώματος ιδιοκτησίας της FIFA

 Επιχειρήματα των διαδίκων

135    Η FIFA επισημαίνει ότι το δικαίωμα ιδιοκτησίας διασφαλίζεται από την κοινοτική έννομη τάξη ως γενική αρχή της. Το δικαίωμα αυτό επιδέχεται περιορισμούς για λόγους γενικού συμφέροντος, υπό τον όρο να μην είναι δυσανάλογοι και να μη θίγουν την ίδια την ουσία του δικαιώματος. Η αποκλειστική εκμετάλλευση δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας διά της χρήσεως ή της χορηγήσεως αδειών αποτελεί την ουσία των δικαιωμάτων αυτών.

136    Στο μέτρο, όμως, που η προσβαλλόμενη απόφαση ενέκρινε την καταχώριση των αγώνων «μικρότερου ενδιαφέροντος» του Παγκοσμίου Κυπέλλου στον κατάλογο εκδηλώσεων μείζονος σημασίας για την κοινωνία του Ηνωμένου Βασιλείου, μολονότι οι αγώνες αυτοί δεν έπρεπε να χαρακτηρισθούν ως τέτοιας σημασίας, ενέκρινε όχι απλώς περιορισμό του δικαιώματος της FIFA να εκμεταλλεύεται την ιδιοκτησία της, αλλά την αναίρεση της ίδιας της ουσίας του δικαιώματος, ανεξαρτήτως των αποτελεσμάτων της αποφάσεως όσον αφορά τους τηλεοπτικούς οργανισμούς. Συγκεκριμένα, η απαγόρευση χορηγήσεως άδειας για την κατ’ αποκλειστικότητα απευθείας τηλεοπτική μετάδοση στο Ηνωμένο Βασίλειο οποιουδήποτε αγώνα του Παγκοσμίου Κυπέλλου προσβάλλει αυθαιρέτως την ίδια την ουσία του δικαιώματος ιδιοκτησίας της FIFA.

137    Κανένας σκοπός που άπτεται του γενικού συμφέροντος δεν δικαιολογεί τόσο δραστική και δυσανάλογη προσβολή του δικαιώματος αυτού ιδιοκτησίας, δεδομένου ότι η καταχώριση μόνον των αγώνων «πρώτης τάξεως ενδιαφέροντος» στον κατάλογο εκδηλώσεων μείζονος σημασίας για την κοινωνία θα ήταν πρόσφορη και σαφώς επαρκής για να διασφαλισθεί στο ευρύ κοινό η πρόσβαση στις εν λόγω εκδηλώσεις. Συναφώς, η FIFA προσθέτει ότι η παροχή και κτήση αποκλειστικών δικαιωμάτων μεταδόσεως αθλητικών εκδηλώσεων είναι κεφαλαιώδους σημασίας και αποτελεί εμπορική πρακτική σαφώς εδραιωμένη και αποδεκτή ως τέτοια από την ίδια την Επιτροπή. Συγκεκριμένα, η αποκλειστικότητα αυξάνει ουσιωδώς την αξία των δικαιωμάτων αυτών και καθιστά δυνατό στη FIFA να εξακολουθεί να επιδιώκει την επίτευξη των προβλεπομένων από το καταστατικό σκοπών της, οπότε η απαγόρευση χορηγήσεως αδείας αποκλειστικής εκμεταλλεύσεώς τους θίγει την ίδια την ουσία τους.

138    Η Επιτροπή υπέπεσε επομένως σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως αποφαινόμενη, με την προσβαλλόμενη απόφαση, ότι τα μέτρα που έλαβε το Ηνωμένο Βασίλειο τελούν σε σχέση αναλογικότητας προς τον σκοπό να διασφαλισθεί ευρεία πρόσβαση στις τηλεοπτικές μεταδόσεις των εκδηλώσεων μείζονος σημασίας για την κοινωνία

139    Η Επιτροπή, υποστηριζόμενη από τους παρεμβαίνοντες, αμφισβητεί το βάσιμο αυτού του λόγου ακυρώσεως.

 Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

140    Επισημαίνεται ότι, όπως δεν αμφισβητείται από τους διαδίκους, η FIFA είναι η διοργανώτρια του Παγκοσμίου Κυπέλλου κατά την έννοια της εικοστής πρώτης αιτιολογικής σκέψεως της οδηγίας 97/36, οπότε οποιοσδήποτε επιθυμεί την εκμετάλλευση των δικαιωμάτων τηλεοπτικής μεταδόσεως της διοργανώσεως αυτής πρέπει να τα αποκτήσει από τη FIFA ή από πρόσωπο που τα απέκτησε από αυτήν.

141    Έτσι, στο μέτρο που η αξία των δικαιωμάτων αυτών μπορεί να θιγεί από τα νομικά αποτελέσματα της προσβαλλομένης αποφάσεως (βλ. σκέψεις 33 έως 37 ανωτέρω), μπορεί να υπάρξει και προσβολή του δικαιώματος ιδιοκτησίας της FIFA.

142    Επιπλέον, από τη νομολογία προκύπτει ότι σε περίπτωση κατά την οποία κράτος μέλος επικαλείται διατάξεις όπως αυτές των άρθρων 46 ΕΚ και 55 ΕΚ προκειμένου να δικαιολογήσει ρύθμιση δυνάμενη να παρακωλύσει την άσκηση της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών ή της ελευθερίας εγκαταστάσεως, η δικαιολόγηση αυτή, την οποία προβλέπει το κοινοτικό δίκαιο, πρέπει να ερμηνεύεται υπό το πρίσμα των γενικών αρχών του δικαίου, ιδίως δε των θεμελιωδών δικαιωμάτων. Επομένως, η επίμαχη εθνική ρύθμιση μπορεί να δικαιολογηθεί βάσει των εξαιρέσεων που προβλέπουν οι διατάξεις αυτές μόνον εφόσον είναι σύμφωνη με τα θεμελιώδη δικαιώματα των οποίων την τήρηση διασφαλίζουν τα κοινοτικά δικαιοδοτικά όργανα (βλ., σχετικώς, απόφαση του Δικαστηρίου της 18ης Ιουνίου 1991, C‑260/89, ΕΡΤ, Συλλογή 1991, σ. I‑2925, σκέψη 43). Ομοίως, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι εθνικό μέτρο αντίθετο προς τα θεμελιώδη δικαιώματα, όπως το δικαίωμα της ιδιοκτησίας (βλ., σχετικώς, απόφαση του Δικαστηρίου της 10ης Ιουλίου 2003, C‑20/00 και C‑64/00, Booker Aquaculture και Hydro Seafood, Συλλογή 2003, σ. I‑7411, σκέψη 67), δύναται να συνιστά επιτρεπόμενη εξαίρεση δικαιολογούμενη από επιτακτικούς λόγους γενικού συμφέροντος, όπως είναι η τηλεοπτική πρόσβαση του ευρύτερου κοινού στις εκδηλώσεις μείζονος σημασίας για την κοινωνία.

143    Εντούτοις, η αρχή της προστασίας του θεμελιώδους δικαιώματος της ιδιοκτησίας στο πλαίσιο του κοινοτικού δικαίου δεν αποτελεί απόλυτη αξία, αλλά πρέπει να λαμβάνεται υπόψη σε συνάρτηση με τη λειτουργία του στην κοινωνία. Κατά συνέπεια, επιτρέπεται η επιβολή περιορισμών κατά την άσκηση του δικαιώματος ιδιοκτησίας, υπό τον όρο ότι οι περιορισμοί αυτοί ανταποκρίνονται πράγματι σε σκοπούς γενικού συμφέροντος και δεν συνιστούν, από απόψεως του επιδιωκομένου σκοπού, υπέρμετρη και απαράδεκτη επέμβαση που θίγει την ίδια την ουσία του εν λόγω δικαιώματος (βλ., σχετικώς, αποφάσεις του Δικαστηρίου της 12ης Μαΐου 2005, C‑347/03, Regione autonoma Friuli-Venezia Giulia και ERSA, Συλλογή 2005, σ. I‑3785, σκέψη 119, και της 12ης Ιουλίου 2005, C‑154/04 και C‑155/04, Alliance for Natural Health κ.λπ., Συλλογή 2005, σ. I‑6451, σκέψη 126).

144    Πρέπει να επισημανθεί συναφώς ότι, για τους προεκτεθέντες στις σκέψεις 116 έως 134 λόγους και αντιθέτως προς ό,τι υποστηρίζει η FIFA, το Παγκόσμιο Κύπελλο μπορεί ευλόγως να θεωρηθεί ενιαία εκδήλωση μείζονος σημασίας για την κοινωνία του Ηνωμένου Βασιλείου, δεδομένου ότι τα στοιχεία τηλεθεάσεως για τους αγώνες «μικρότερου ενδιαφέροντος» επιβεβαιώνουν, αντί να αναιρούν, την εκτίμηση που εκτίθεται στην έκτη και στη δέκατη όγδοη αιτιολογική σκέψη της προσβαλλομένης αποφάσεως. Στο πλαίσιο αυτό ο χαρακτήρας του Παγκοσμίου Κυπέλλου ως ενιαίας εκδηλώσεως συνεπάγεται ότι η Επιτροπή δεν υπέπεσε σε πλάνη κρίνοντας ότι η καταχώριση του συνόλου των αγώνων του στον κατάλογο του Ηνωμένου Βασιλείου αποτελεί μέτρο αναλογικού χαρακτήρα.

145    Επιβάλλεται, επομένως, η διαπίστωση ότι η αιτίαση περί του ότι η καταχώριση των αγώνων «μικρότερου ενδιαφέροντος» στον κατάλογο εκδηλώσεων μείζονος σημασίας για την κοινωνία του Ηνωμένου Βασιλείου συνιστά υπέρμετρη και απαράδεκτη προσβολή του δικαιώματος ιδιοκτησίας της FIFA, για τον λόγο ότι οι αγώνες αυτοί δεν αποτελούν τέτοιες εκδηλώσεις, στηρίζεται σε πεπλανημένη μείζονα πρόταση συλλογισμού.

146    Εξάλλου, μολονότι η επίμαχη νομοθεσία δύναται να επηρεάσει το ύψος του τιμήματος που θα μπορούσε να λάβει η FIFA για τη μεταβίβαση των δικαιωμάτων τηλεοπτικής μεταδόσεως του Παγκοσμίου Κυπέλλου στο Ηνωμένο Βασίλειο, δεν εκμηδενίζει πάντως την εμπορική αξία των δικαιωμάτων αυτών, καθόσον, πρώτον, δεν υποχρεώνει τη FIFA να τα μεταβιβάσει με οποιουσδήποτε όρους και, δεύτερον, αυτή προστατεύεται από το ενδεχόμενο συμπαιγνιών ή καταχρηστικών πρακτικών εκ μέρους των δυνητικών αγοραστών των δικαιωμάτων αυτών τόσο βάσει του κοινοτικού όσο και του εθνικού δικαίου περί ανταγωνισμού. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή δεν υπέπεσε σε πλάνη αποφαινόμενη ότι τα μέτρα του Ηνωμένου Βασιλείου είναι αναλογικά.

147    Επομένως, ο τρίτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

 Επί του τετάρτου και του έκτου λόγου ακυρώσεως, οι οποίοι αντλούνται από παράβαση των διατάξεων της Συνθήκης που αφορούν την ελευθερία παροχής υπηρεσιών και το δικαίωμα εγκαταστάσεως

 Επιχειρήματα των διαδίκων

148    Με τον πρώτο εξ αυτών των λόγων ακυρώσεως, οι οποίοι πρέπει να εξετασθούν από κοινού, η FIFA υποστηρίζει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση περιορίζει την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών, καθόσον, πρώτον, εμποδίζει την πώληση των δικαιωμάτων αποκλειστικής μεταδόσεως κάθε αγώνα του Παγκοσμίου Κυπέλλου σε τηλεοπτικούς οργανισμούς που υπάγονται στη δεύτερη εκ των κατηγοριών που καθορίσθηκαν με τη νομοθεσία του Ηνωμένου Βασιλείου (βλ. σκέψη 10 ανωτέρω) και, δεύτερον, εξαιτίας της οι τηλεοπτικοί οργανισμοί της κατηγορίας αυτής οι οποίοι είναι εγκατεστημένοι σε άλλα κράτη μέλη δεν μπορούν να μεταδώσουν κατ’ αποκλειστικότητα αγώνες του Παγκοσμίου Κυπέλλου εντός αυτού του κράτους μέλους. Ο αποκλεισμός της δυνατότητας να αποκτηθούν κατ’ αποκλειστικότητα τα δικαιώματα αυτά μεταδόσεως εντός του Ηνωμένου Βασιλείου στερεί από τους τηλεοπτικούς οργανισμούς που εμπίπτουν στη δικαιοδοσία άλλων κρατών μελών το όποιο ενδιαφέρον να τα αποκτήσουν, καθόσον δεν τους επιτρέπει να μεταδώσουν τηλεοπτικά κάθε αγώνα του Παγκοσμίου Κυπέλλου εντός του κράτους μέλους αυτού. Συγκεκριμένα, η αποκλειστικότητα αποτελεί ουσιώδη προϋπόθεση για τους τηλεοπτικούς οργανισμούς που επιθυμούν να καινοτομούν και να αναπτύσσουν τις υπηρεσίες τους, ιδίως σε άλλα κράτη μέλη από αυτό εντός του οποίου είναι εγκατεστημένοι.

149    Συναφώς, μολονότι τυχόν περιορισμοί της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών μπορούν να δικαιολογηθούν από επιτακτικούς λόγους γενικού συμφέροντος, τα εθνικά μέτρα που λαμβάνονται προς τούτο πρέπει να είναι αναγκαία, κατάλληλα και αναλογικά. Η Επιτροπή, η οποία φέρει εν προκειμένω το βάρος να αποδείξει ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις αυτές, πρέπει να προβεί σε ενδελεχή έλεγχο και να αποδείξει ότι έχει λάβει στοιχεία σχετικώς.

150    ΟΙ περιορισμοί αυτοί, όμως, η ύπαρξη των οποίων αναγνωρίζεται άλλωστε με τη δέκατη ένατη αιτιολογική σκέψη της προσβαλλομένης αποφάσεως, είναι σαφώς δυσανάλογοι και ακατάλληλοι για την επίτευξη του σκοπού τους και θα μπορούσαν να καταργηθούν ή να αμβλυνθούν με την καταχώριση στον κατάλογο των εκδηλώσεων μείζονος σημασίας για την κοινωνία του Ηνωμένου Βασιλείου αποκλειστικώς των αγώνων που έχουν πράγματι τη σημασία αυτή, δηλαδή των αγώνων «πρώτης τάξεως ενδιαφέροντος». Η επιλογή αυτή είναι σύμφωνη με την πολιτική της ίδιας της FIFA, η οποία επιβάλλει τη μετάδοση του εναρκτήριου αγώνα, των ημιτελικών, του τελικού και των αγώνων της οικείας εθνικής ομάδας από τηλεοπτικούς σταθμούς ελεύθερης προσβάσεως, ενώ οι λοιποί αγώνες είναι δυνατό να μεταδοθούν από σταθμούς συνδρομητικής τηλεοράσεως. Η FIFA επιμένει ότι η αναλογικότητα ή μη της καταχωρίσεως κάθε εκδηλώσεως στον κατάλογο του Ηνωμένου Βασιλείου πρέπει να εκτιμάται χωριστά, καθόσον ο κατάλογος αυτός αποτελεί στην πράξη μια δέσμη αποφάσεων, έκαστη των οποίων αφορά μια συγκεκριμένη εκδήλωση.

151    Απαντώντας στα επιχειρήματα του Ηνωμένου Βασιλείου τα οποία στηρίζονται στην εξουσία της Office of Communications να δώσει άδεια για κατ’ αποκλειστικότητα απευθείας μετάδοση, η FIFA επισημαίνει ότι οι μη επιλέξιμοι τηλεοπτικοί οργανισμοί δεν έχουν κανένα συμφέρον να αποκτήσουν δικαιώματα μεταδόσεως εάν δεν διασφαλισθεί η αποκλειστικότητα της μεταδόσεως αυτής.

152    Στο πλαίσιο του λόγου ακυρώσεως που αντλείται από προσβολή του δικαιώματος εγκαταστάσεως, η FIFA επισημαίνει ότι, καθόσον το άρθρο 66 ΕΚ αποτελεί μία εκ των νομικών βάσεων της οδηγίας 97/36 και καθόσον τα κρατικά μέτρα που θεσπίσθηκαν βάσει του άρθρου 3α οδηγίας 89/552 πρέπει να είναι σύμφωνα με όλες τις διατάξεις του κοινοτικού δικαίου, τα εθνικά μέτρα πρέπει μεταξύ άλλων να είναι συμβατά με τις σχετικές με το δικαίωμα εγκαταστάσεως διατάξεις της Συνθήκης ΕΚ. Κατά τη FIFA, ο κατάλογος του Ηνωμένου Βασιλείου, ο οποίος εγκρίθηκε με την προσβαλλόμενη απόφαση, δεν επιτρέπει στους τηλεοπτικούς οργανισμούς που επιθυμούν να εγκατασταθούν εντός αυτού του κράτους μέλους, προσφέροντας τηλεοπτικές υπηρεσίες επί πληρωμή, την απόκτηση αποκλειστικών δικαιωμάτων μεταδόσεως των αγώνων του Παγκοσμίου Κυπέλλου.

153    Βεβαίως, τα περιοριστικά της ελευθερίας εγκαταστάσεως εθνικά μέτρα που ισχύουν για κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο, το οποίο ασκεί δραστηριότητα εντός του κράτους μέλους υποδοχής, μπορούν να δικαιολογηθούν εφόσον επιβάλλονται για επιτακτικούς λόγους γενικού συμφέροντος, πρέπει, όμως, να είναι κατάλληλα να διασφαλίσουν την επίτευξη του επιδιωκομένου σκοπού και να μην υπερβαίνουν το αναγκαίο μέτρο για την επίτευξη του σκοπού αυτού.

154    Δεδομένου ότι τα δικαιώματα αποκλειστικής μεταδόσεως αθλητικών εκδηλώσεων αποτελούν σημαντικό μέσο ασκήσεως του δικαιώματος εγκαταστάσεως εκ μέρους των νεοεισερχομένων στην αγορά του Ηνωμένου Βασιλείου επιχειρήσεων, η αδυναμία του δυνητικώς νεοεισερχομένου να μεταδώσει κατ’ αποκλειστικότητα αγώνα του Παγκοσμίου Κυπέλλου συνιστά περιορισμό του δικαιώματος εγκαταστάσεως. Επομένως, η Επιτροπή υπέπεσε σε πλάνη μη αναγνωρίζοντας, με την προσβαλλόμενη απόφαση, το γεγονός αυτό.

155    Η Επιτροπή, υποστηριζόμενη από τους παρεμβαίνοντες, αμφισβητεί το βάσιμο των επιχειρημάτων που προβάλλει η FIFA στο πλαίσιο των υπό κρίση λόγων ακυρώσεως.

 Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

156    Δεν αμφισβητείται ότι, όπως γίνεται δεκτό με τη δέκατη ένατη αιτιολογική σκέψη της προσβαλλομένης αποφάσεως, ο μηχανισμός αμοιβαίας αναγνωρίσεως ο οποίος ενεργοποιείται με την προσβαλλόμενη απόφαση, βάσει του άρθρου 3α της οδηγίας 89/552, έχει ως αποτέλεσμα τον περιορισμό της ελευθερίας παροχής υπηρεσιών εντός της κοινής αγοράς, την οποία καθιερώνει το άρθρο 49 ΕΚ.

157    Επιπλέον, όπως διατείνεται η FIFA, τα μέτρα του Ηνωμένου Βασιλείου ενδέχεται να καταστήσουν δυσμενέστερη τη νομική και πραγματική κατάσταση των εγκατεστημένων σε άλλα κράτη μέλη τηλεοπτικών οργανισμών απ’ ό,τι αυτή των εγκατεστημένων στην ημεδαπή τηλεοπτικών οργανισμών. Συναφώς, ανεξαρτήτως αν η προπαρατεθείσα στις σκέψεις 10 έως 13 νομοθεσία εφαρμόζεται αδιακρίτως στις επιχειρήσεις που εμπίπτουν στις δύο κατηγορίες που καθόρισε η νομοθεσία του Ηνωμένου Βασιλείου, στην πράξη είναι σαφώς λιγότερο πιθανό να μην ενδιαφερθεί κανένας τηλεοπτικός οργανισμός της πρώτης κατηγορίας, εγκατεστημένος κατά πάσα πιθανότητα σ’ αυτό το κράτος μέλος, να καλύψει το Παγκόσμιο Κύπελλο παρέχοντας έτσι σε ανταγωνιστή εγκατεστημένο σε άλλο κράτος μέλος τη δυνατότητα να ζητήσει από την Office of Communications άδεια μεταδόσεως της εν λόγω εκδηλώσεως ουσιαστικά κατ’ αποκλειστικότητα (βλ. σκέψη 13 ανωτέρω), παρά να συμβεί το αντίθετο. Ως εκ τούτου, τα μέτρα του Ηνωμένου Βασιλείου περιορίζουν πράγματι την κατά το άρθρο 43 ΕΚ ελευθερία εγκαταστάσεως.

158    Πάντως, οι περιορισμοί αυτοί της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών μπορούν να δικαιολογηθούν εφόσον σκοπούν στην προστασία του δικαιώματος στην ενημέρωση και στη διασφάλιση ευρείας προσβάσεως του κοινού στις τηλεοπτικές μεταδόσεις, εθνικών ή όχι, εκδηλώσεων μείζονος σημασίας για την κοινωνία, υπό τις πρόσθετες προϋποθέσεις ότι είναι κατάλληλοι για να διασφαλισθεί η επίτευξη του επιδιωκομένου σκοπού και ότι δεν υπερβαίνουν το αναγκαίο για την επίτευξή του μέτρο (βλ. σκέψεις 48 έως 54 ανωτέρω).

159    Πρέπει να υπομνησθεί συναφώς ότι η FIFA αμφισβητεί τη νομιμότητα της προσβαλλομένης αποφάσεως από απόψεως των διατάξεων της Συνθήκης οι οποίες αφορούν την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών, καθόσον η Επιτροπή εγκρίνει την καταχώριση αγώνων «μικρότερου ενδιαφέροντος» στον κατάλογο εκδηλώσεων μείζονος σημασίας για την κοινωνία του Ηνωμένου Βασιλείου. Κατά τη FIFA, οι αγώνες αυτοί δεν πληρούν τις προϋποθέσεις για να χαρακτηρισθούν ως εκδηλώσεις μείζονος σημασίας, οπότε ο περιορισμός της ελευθερίας παροχής υπηρεσιών είναι δυσανάλογος.

160    Επιβάλλεται η επισήμανση ότι το επιχείρημα αυτό της FIFA καταδεικνύει σύγχυση μεταξύ, αφενός, της μείζονος σημασίας που έχει για την κοινωνία μια εκδήλωση, στοιχείο που αποτελεί την πρώτη προϋπόθεση η οποία πρέπει να πληρούται και η οποία αποτελεί τον επιτακτικό λόγο γενικού συμφέροντος που δικαιολογεί τον περιορισμό θεμελιώδους ελευθερίας διασφαλιζομένης από τη Συνθήκη (βλ. σκέψεις 48 έως 53 ανωτέρω), και, αφετέρου, του αναλογικού χαρακτήρα του επίμαχου περιορισμού, στοιχείο που αποτελεί τη δεύτερη προϋπόθεση την οποία πρέπει να πληροί η περιορίζουσα τέτοια ελευθερία εθνική νομοθεσία προκειμένου να είναι συμβατή με το κοινοτικό δίκαιο (βλ. σκέψη 54 ανωτέρω).

161    Στο πλαίσιο αυτό, πρέπει να επισημανθεί ότι, όπως προκύπτει από τις ανωτέρω σκέψεις 116 έως 134 και αντιθέτως προς ό,τι διατείνεται η FIFA με τον τέταρτο λόγο ακυρώσεως που προβάλλει, το Παγκόσμιο Κύπελλο μπορεί ευλόγως να θεωρηθεί ενιαία εκδήλωση μείζονος σημασίας για την κοινωνία του Ηνωμένου Βασιλείου, δεδομένου ότι τα στοιχεία τηλεθεάσεως σχετικά με τους αγώνες «μικρότερου ενδιαφέροντος» επιβεβαιώνουν, αντί να αναιρούν, την εκτίμηση που παρατίθεται στην έκτη και στην όγδοη αιτιολογική σκέψη της προσβαλλομένης αποφάσεως. Επιβάλλεται, επομένως, η διαπίστωση ότι η αιτίαση περί του ότι οι επίμαχοι αγώνες δεν είναι μείζονος σημασίας για την κοινωνία, οπότε τα μέτρα που έλαβε το Ηνωμένο Βασίλειο δεν είναι αναλογικά, στηρίζεται, εν πάση περιπτώσει, σε εσφαλμένη μείζονα πρόταση συλλογισμού. Συνεπώς, η αιτίαση αυτή δεν αναιρεί την κρίση της Επιτροπής όσον αφορά την καταλληλότητα και τον αναλογικό χαρακτήρα της καταχωρίσεως του συνόλου των αγώνων του Παγκοσμίου Κυπέλλου στον κατάλογο εκδηλώσεων μείζονος σημασίας για την κοινωνία του Ηνωμένου Βασιλείου, δεδομένου ότι η διοργάνωση αυτή αποτελεί ενιαία εκδήλωση.

162    Το σκεπτικό αυτό αφορά και την ελευθερία εγκαταστάσεως. Συγκεκριμένα, μολονότι στο πλαίσιο της επιχειρηματολογίας της επί του έκτου λόγου ακυρώσεως η FIFA δεν διευκρίνισε ρητώς αν βάλλει κατά της ορθότητας της κρίσεως που διατύπωσε με την προσβαλλόμενη απόφαση η Επιτροπή, ως προς το αν ο κατάλογος του Ηνωμένου Βασιλείου είναι συμβατός με το κοινοτικό δίκαιο, αποκλειστικά καθόσον η Επιτροπή εγκρίνει την καταχώριση των αγώνων «μικρότερου ενδιαφέροντος» στον κατάλογο, από την προσφυγή της συνολικά και από την απάντησή της στην ερώτηση που έθεσε το Γενικό Δικαστήριο (βλ. σκέψη 68 ανωτέρω) συνάγεται ότι αυτό ακριβώς συμβαίνει.

163    Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθεισών στη σκέψη 161 κρίσεων, τα επιχειρήματα που αντλούνται από παράβαση των διατάξεων της Συνθήκης σχετικά με την ελευθερία εγκαταστάσεως δεν μπορούν να γίνουν δεκτά.

164    Συνεπώς, ο τέταρτος και ο έκτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθούν.

 Επί του πέμπτου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος αντλείται από παράβαση των σχετικών με τον ανταγωνισμό διατάξεων της Συνθήκης

 Επιχειρήματα των διαδίκων

165    Η FIFA επισημαίνει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν περιέχει καμία ανάλυση περί της στρεβλώσεως του ανταγωνισμού την οποία συνεπάγεται η καταχώριση του συνόλου των αγώνων του Παγκοσμίου Κυπέλλου στον κατάλογο εκδηλώσεων μείζονος σημασίας για την κοινωνία του Ηνωμένου Βασιλείου. Η στρέβλωση αυτή έγκειται στη μείωση του αριθμού των τηλεοπτικών οργανισμών που ανταγωνίζονται μεταξύ τους για να αποκτήσουν τα δικαιώματα τηλεοπτικής μεταδόσεως του Παγκοσμίου Κυπέλλου στο Ηνωμένο Βασίλειο, γεγονός το οποίο επηρεάζει τα έσοδα της FIFA ως διοργανώτριας της εκδηλώσεως αυτής. Επιπλέον, με την προσβαλλόμενη απόφαση δεν προσδιορίζονται τα προϊόντα και οι αγορές που αφορά η ανάλυση στην οποία στηρίζονται η εικοστή και η εικοστή πρώτη αιτιολογική σκέψη της προσβαλλομένης αποφάσεως (βλ. σκέψη 18 ανωτέρω). Εντούτοις, ο καθορισμός των οικείων αγορών είναι απαραίτητος για την ανάλυση της καταστάσεως όσον αφορά τα ζητήματα ανταγωνισμού, κατά μείζονα λόγο καθόσον ο κατάλογος του Ηνωμένου Βασιλείου αφορά τέσσερις διαφορετικές ποδοσφαιρικές διοργανώσεις.

166    Η FIFA υποστηρίζει ότι ο ορισμός των τηλεοπτικών οργανισμών που υπάγονται στην πρώτη εκ των κατηγοριών που καθορίσθηκαν με τη νομοθεσία του Ηνωμένου Βασιλείου επελέγη σκοπίμως έτσι ώστε μόνον οι ιστορικοί τηλεοπτικοί οργανισμοί αυτού του κράτους μέλους να πληρούν τις προβλεπόμενες προϋποθέσεις και, ως εκ τούτου, να μπορούν να αποκτήσουν το αποκλειστικό δικαίωμα απευθείας μεταδόσεως των αγώνων του Παγκοσμίου Κυπέλλου. Στην πράξη, τα δικαιώματα αυτά ανέκαθεν τα αποκτούσαν από κοινού, από το 1966, δύο τηλεοπτικοί οργανισμοί, το BBC και η ITV, οπότε, πρώτον, δεν υπήρχε κανένας ανταγωνισμός όσον αφορά την απόκτηση των δικαιωμάτων μεταδόσεων των αγώνων του Παγκοσμίου Κυπέλλου στο Ηνωμένο Βασίλειο και, δεύτερον, το BBC και η ITV κατείχαν συλλογικώς δεσπόζουσα θέση. Συνεπώς, η Επιτροπή υπέπεσε σε πλάνη αποφαινόμενη, στην εικοστή αιτιολογική σκέψη της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι τα μέτρα του Ηνωμένου Βασιλείου καθιστούσαν συναφώς δυνατή την ανάπτυξη πραγματικού ή δυνητικού ανταγωνισμού. Επιπλέον, τα μέτρα αυτά συνεπάγονται στρέβλωση της αγοράς της διαφημίσεως, καθώς και αυτής των μεταδόσεων αθλητικών εκδηλώσεων από συνδρομητικούς τηλεοπτικούς σταθμούς.

167    Κατ’ αυτόν τον τρόπο, βάσει της νομοθεσίας του Ηνωμένου Βασιλείου παρέχονται ειδικά δικαιώματα στο BBC και στην ITV, χωρίς η αντικειμενική φύση των κριτηρίων για την παροχή των δικαιωμάτων αυτών να αναιρεί τη συγκεκριμένη εκτίμηση. Αποκτώντας πάντα από κοινού τα δικαιώματα μεταδόσεως του Παγκοσμίου Κυπέλλου, οι τηλεοπτικοί οργανισμοί αυτοί συμπεριφέρονταν ως συλλογικός φορέας. Έτσι, κατά τη FIFA, κατέχουν συλλογικώς δεσπόζουσα θέση την οποία μπορούν να εκμεταλλευθούν καταχρηστικώς, δεδομένης της παροχής των επίμαχων δικαιωμάτων. Η FIFA επισημαίνει συναφώς ότι δεν απαιτείται να αποδειχθεί ότι όντως υπήρξε κατάχρηση δεσπόζουσας θέσεως για να γίνει δεκτό ότι ένα κράτος μέλος παραβαίνει τη διάταξη του άρθρου 86, παράγραφος 1, ΕΚ σε συνδυασμό με αυτήν του άρθρου 82 ΕΚ, δεδομένου ότι αρκεί προς τούτο η δυνατότητα καταχρήσεως. Τα μέτρα, όμως, του Ηνωμένου Βασιλείου είχαν ως αποτέλεσμα να δημιουργήσουν δομή αγοράς που επιτρέπει και ευνοεί την καταχρηστική συμπεριφορά.

168    Εξάλλου, το BBC και η ITV δεν εκμεταλλεύθηκαν πλήρως τα δικαιώματα που είχαν αποκτήσει, δεδομένου ότι δεν μετέδωσαν απευθείας 40 από τους 244 αγώνες των τελευταίων τεσσάρων διοργανώσεων τελικής φάσεως Παγκοσμίου Κυπέλλου. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, περιόρισαν την παραγωγή κατά παράβαση του άρθρου 82 ΕΚ. Η απόκτηση των επίμαχων δικαιωμάτων από τους δύο αυτούς τηλεοπτικούς οργανισμούς περιόρισε επίσης την ανάπτυξη αγορών, όπως αυτή των συνδρομητικών τηλεοπτικών σταθμών αθλητικού περιεχομένου και αυτή της τηλεοπτικής διαφημίσεως για το Παγκόσμιο Κύπελλο, δεδομένου ότι υφίστανται σοβαρά εμπόδια για την απόκτηση των δικαιωμάτων τηλεοπτικής μεταδόσεως αθλητικών εκδηλώσεων ανάλογης σημασίας, τα οποία κατείχαν στο σύνολό τους και για σημαντικά χρονικά διαστήματα συνδρομητικοί τηλεοπτικοί σταθμοί.

169    Η FIFA διατείνεται επίσης ότι η παροχή των επίμαχων ειδικών δικαιωμάτων στο BBC και στην ITV, σε συνδυασμό με τη συμφωνία μεταξύ των δύο αυτών τηλεοπτικών οργανισμών για την απόκτηση από κοινού των δικαιωμάτων μεταδόσεως του Παγκοσμίου Κυπέλλου, συνιστά μέτρο αντίθετο προς το άρθρο 81, παράγραφος 1, ΕΚ, κατά παράβαση του άρθρου 86, παράγραφος 1, ΕΚ.

170    Η Επιτροπή, υποστηριζόμενη από τους παρεμβαίνοντες, αμφισβητεί το βάσιμο των όσων προβάλλει η FIFA.

 Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

171    Επισημαίνεται ότι η επιχειρηματολογία που προβάλλει η FIFA στο πλαίσιο του υπό κρίση λόγου ακυρώσεως αποτελείται από δύο αιτιάσεις.

172    Η πρώτη αιτίαση αφορά της συνέπειες του γεγονότος ότι, λαμβανομένης υπόψη της σημασίας που έχει η κατ’ αποκλειστικότητα τηλεοπτική μετάδοση των αγώνων του Παγκοσμίου Κυπέλλου για τους τηλεοπτικούς οργανισμούς οι οποίοι υπάγονται στη δεύτερη κατηγορία που καθορίσθηκε βάσει της νομοθεσίας του Ηνωμένου Βασιλείου, οι οργανισμοί αυτοί δεν ενδιαφέρονται για την αγορά των δικαιωμάτων μη αποκλειστικής μεταδόσεως. Κατά τη FIFA, το γεγονός αυτό συνεπάγεται περιορισμούς του ανταγωνισμού εντός πλειόνων αγορών, όπως αυτή της αποκτήσεως των εν λόγω δικαιωμάτων, η αγορά της διαφημίσεως και η αγορά μεταδόσεως αθλητικών εκδηλώσεων από συνδρομητικούς τηλεοπτικούς σταθμούς, λόγω της μειώσεως του αριθμού των τηλεοπτικών οργανισμών που δραστηριοποιούνται εντός των αγορών αυτών. Στο ίδιο πλαίσιο, η FIFA προσάπτει επίσης στην Επιτροπή ότι δεν καθόρισε τις αγορές αυτές και ότι δεν παρέθεσε την εκτίμησή της όσον αφορά τους περιορισμούς αυτούς.

173    Πρέπει να επισημανθεί συναφώς ότι οι επίμαχες συνέπειες απορρέουν εμμέσως από τους περιορισμούς της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών που έχουν ως αποτέλεσμα τα μέτρα του Ηνωμένου Βασιλείου. Όπως, όμως, κρίθηκε στο πλαίσιο του δευτέρου και του τετάρτου λόγου ακυρώσεως, η Επιτροπή δεν υπέπεσε σε πλάνη κρίνοντας ότι περιορισμοί της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών λόγω της καταχωρίσεως του συνόλου των αγώνων του Παγκοσμίου Κυπέλλου στον κατάλογο εκδηλώσεων μείζονος σημασίας για την κοινωνία του Ηνωμένου Βασιλείου δικαιολογούνται από επιτακτικούς λόγους γενικού συμφέροντος και δεν είναι ούτε ακατάλληλοι ούτε δυσανάλογοι. Επομένως, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι τα αποτελέσματα όσον αφορά τον αριθμό των δυνητικών ανταγωνιστών, τα οποία εμφανίζονται ως αναπότρεπτη συνέπεια αυτών των περιορισμών της ελευθερίας παροχής υπηρεσιών, αντιβαίνουν στα άρθρα της Συνθήκης που αφορούν τον ανταγωνισμό. Υπό τις συνθήκες αυτές, η Επιτροπή δεν όφειλε να προβεί σε ενδελεχέστερη ανάλυση ως προς τις συνέπειες από αυτήν στην οποία όντως προέβη.

174    Η δεύτερη αιτίαση αφορά τα ειδικά δικαιώματα τα οποία, κατά την προσφεύγουσα, παρασχέθηκαν στο BBC και στην ITV και τα οποία είχαν ως αποτέλεσμα να επιτρέψουν ή να καταστήσουν δυνατή την κατάχρηση της δεσπόζουσας θέσεως που κατέχουν οι τηλεοπτικοί οργανισμοί αυτοί στη σχετική αγορά, δηλαδή, κατά τη FIFA, στην αγορά δικαιωμάτων μεταδόσεως των αγώνων του Παγκοσμίου Κυπέλλου.

175    Συγκεκριμένα, κατά το άρθρο 86, παράγραφος 1, ΕΚ, δηλαδή τον εφαρμοστέο κανόνα περί ανταγωνισμού στην περίπτωση κρατικών μέτρων (απόφαση του Δικαστηρίου της 16ης Σεπτεμβρίου 1999, C‑22/98, Becu κ.λπ., Συλλογή 1999, σ. I‑5665, σκέψη 31), απαγορεύεται στα κράτη μέλη να περιάγουν, με νομοθετικά, κανονιστικά ή διοικητικά μέτρα, τις δημόσιες επιχειρήσεις και τις επιχειρήσεις στις οποίες παρέχουν ειδικά ή αποκλειστικά δικαιώματα σε κατάσταση στην οποία οι εν λόγω επιχειρήσεις θα μπορούσαν να περιέλθουν με αυτοτελείς ενέργειές τους μόνο αν παρέβαιναν τις διατάξεις των άρθρων 12 ΕΚ και 81 ΕΚ έως 89 ΕΚ (βλ., σχετικώς, απόφαση του Δικαστηρίου της 13ης Δεκεμβρίου 1991, C‑18/88, GB‑Inno-BM, Συλλογή 1991, σ. I-5941, σκέψη 20).

176    Συναφώς, μολονότι ειδικά ή αποκλειστικά δικαιώματα κατά την έννοια της διατάξεως αυτής παρέχονται οσάκις το κράτος προστατεύει περιορισμένο αριθμό επιχειρήσεων και εφόσον η προστασία αυτή δύναται να επηρεάσει ουσιωδώς την ικανότητα των λοιπών επιχειρήσεων να ασκούν την εν λόγω οικονομική δραστηριότητα στην ίδια γεωγραφική περιοχή και υπό ουσιαστικά παρόμοιες συνθήκες (απόφαση του Δικαστηρίου της 25ης Οκτωβρίου 2001, C‑475/99, Ambulanz Glöckner, Συλλογή 2001, σ. I-8089, σκέψη 24), εντούτοις βάσει της νομοθεσίας του Ηνωμένου Βασιλείου δεν παρέχεται τέτοια προστασία στους εν λόγω τηλεοπτικούς οργανισμούς.

177    Έτσι, πρόκειται για τέτοια δικαιώματα σε περίπτωση κατά την οποία οι αρχές του Δημοσίου παρέχουν δικαίωμα μονοπωλιακής εκμεταλλεύσεως (απόφαση του Δικαστηρίου της 12ης Φεβρουαρίου 1998, C-163/96, Raso κ.λπ., Συλλογή 1998, σ. I-533, σκέψη 23), οσάκις μπορούν να εμποδίσουν την είσοδο ανταγωνιστή στην αγορά όπου δραστηριοποιείται ο κάτοχος των δικαιωμάτων ή σε παρεμφερή αγορά για λόγους σχετικούς με τα αρνητικά αποτελέσματα που θα είχε μια τέτοια είσοδος όσον αφορά τη λειτουργία και την αποδοτικότητα του εν λόγω δικαιούχου (απόφαση Ambulanz Glöckner, σκέψη 176 ανωτέρω, σκέψεις 7, 23 και 25) ή τις ανάγκες σε εργατικό δυναμικό (απόφαση Becu κ.λπ., σκέψη 175 ανωτέρω, σκέψη 23), ή οσάκις ο δικαιούχος δύναται, μέσω της σχετικής νομοθεσίας, να επηρεάσει τις προϋποθέσεις ασκήσεως της επίμαχης δραστηριότητας εκ μέρους των ανταγωνιστών του, αναλόγως των συμφερόντων του ή των συνεπειών που θα είχε η δραστηριότητα των δεύτερων στην αγορά αυτή ή ακόμη και σε παρεμφερή αγορά (βλ., σχετικώς, απόφαση του Δικαστηρίου της 19ης Μαρτίου 1991, C-202/88, Γαλλία κατά Επιτροπής, Συλλογή 1991, σ. I‑1223, σκέψη 51, ΕΡΤ, σκέψη 142 ανωτέρω, σκέψη 37, GB-Inno-BM, σκέψη 175 ανωτέρω, σκέψη 25, και απόφαση του Δικαστηρίου της 1ης Ιουλίου 2008, C‑49/07, ΜΟΤΟΕ, Συλλογή 2008, σ. I-4863, σκέψη 43).

178    Εντούτοις, αντί να απαγορεύει η ίδια ή να παρέχει στο BBC ή στην ITV το δικαίωμα να απαγορεύει σε οποιονδήποτε τηλεοπτικό οργανισμό την απόκτηση των δικαιωμάτων μεταδόσεως των αγώνων του Παγκοσμίου Κυπέλλου ή να επηρεάζει τις προϋποθέσεις μεταδόσεως των αγώνων αυτών, η νομοθεσία του Ηνωμένου Βασιλείου περιορίζεται να αποκλείσει τη δυνατότητα μεταδόσεώς τους κατ’ αποκλειστικότητα εντός αυτού του κράτους μέλους, χωρίς να διακρίνει προς τούτο μεταξύ των δύο κατηγοριών τηλεοπτικών οργανισμών (βλ. σκέψεις 10 και 11 ανωτέρω). Πρέπει να διευκρινισθεί σχετικώς ότι η FIFA διατείνεται πεπλανημένα ότι το BBC και η ITV είναι οι μόνοι τηλεοπτικοί οργανισμοί που έχουν δικαίωμα να αποκτήσουν αποκλειστικά δικαιώματα τηλεοπτικής μεταδόσεως του Παγκοσμίου Κυπέλλου για το Ηνωμένο Βασίλειο. Όλως αντιθέτως, καταρχάς, όπως μόλις επισημάνθηκε, η κατά το άρθρο 101 του Broadcasting Act 1996 απαγόρευση αποκλειστικής μεταδόσεως αφορά αδιακρίτως όλους τους τηλεοπτικούς οργανισμούς που υπάγονται στις δύο κατηγορίες τις οποίες καθόρισε η νομοθεσία του Ηνωμένου Βασιλείου. Εν συνεχεία, η επίμαχη απαγόρευση συνοδεύεται από τη διάταξη του άρθρου 99 του Broadcasting Act 1996, βάσει της οποίας κηρύσσεται άκυρη κάθε σύμβαση με αντικείμενο τη μετάδοση εκδηλώσεως περιλαμβανομένης στον κατάλογο καθόσον σκοπεί στην παροχή αποκλειστικού δικαιώματος, ανεξαρτήτως τηλεοπτικού οργανισμού.

179    Ως εκ τούτου, η νομοθεσία του Ηνωμένου Βασιλείου απαγορεύει την αποκλειστικότητα σε κάθε τηλεοπτικό οργανισμό όχι μόνο στο στάδιο της μεταδόσεως, αλλά και σε αυτό της συνάψεως των συμβάσεων με αντικείμενο τη μετάδοση, οπότε κανένας τηλεοπτικός οργανισμός που εμπίπτει στη δικαιοδοσία του Ηνωμένου Βασιλείου δεν μπορεί να συνάψει εγκύρως σύμβαση με αντικείμενο την κατ’ αποκλειστικότητα τηλεοπτική μετάδοση εκδηλώσεως που περιλαμβάνεται στον κατάλογο. Αντιθέτως, βάσει της νομοθεσίας αυτής επιτρέπεται αδιακρίτως στους τηλεοπτικούς οργανισμούς των δύο κατηγοριών που καθορίσθηκαν με την εν λόγω νομοθεσία να υποβάλουν προσφορά για την απόκτηση των δικαιωμάτων μη αποκλειστικής τηλεοπτικής μεταδόσεως των αγώνων του Παγκοσμίου Κυπέλλου.

180    Υπό τις συνθήκες αυτές, το γεγονός ότι ορισμένοι μόνο τηλεοπτικοί οργανισμοί της πρώτης κατηγορίας, όπως το BBC και η ITV, μεταδίδουν τελικώς, κατόπιν αδείας της Office of Communications, το Παγκόσμιο Κύπελλο στο Ηνωμένο Βασίλειο, δεδομένου ότι οι ανταγωνιστές τους ενδιαφέρονται μόνο για την αποκλειστική μετάδοση και, ως εκ τούτου, δεν υποβάλλουν προσφορά για την απόκτηση των σχετικών δικαιωμάτων (βλ. σκέψη 13 ανωτέρω), δεν ισοδυναμεί με παροχή ειδικών ή αποκλειστικών δικαιωμάτων στους ως άνω οργανισμούς, κατά την έννοια του άρθρου 86, παράγραφος 1, ΕΚ. Συγκεκριμένα, το στοιχείο αυτό, αν υποτεθεί ότι έτσι έχουν τα πράγματα, είναι το αποτέλεσμα της σημασίας που προσδίδεται στην αποκλειστικότητα στο πλαίσιο του επιχειρηματικού προτύπου που ακολουθούν οι τηλεοπτικοί οργανισμοί οι οποίοι εκμεταλλεύονται συνδρομητικούς σταθμούς και όχι κάποιας απαγορεύσεως που θέτει η νομοθεσία του Ηνωμένου Βασιλείου, δεδομένου ότι αυτή ισχύει αδιακρίτως για τους τηλεοπτικούς οργανισμούς αμφοτέρων των κατηγοριών. Ως εκ τούτου, τα μέτρα του Ηνωμένου Βασιλείου δεν θίγουν αφεαυτών τη δυνατότητα των επιχειρήσεων που εκμεταλλεύονται σταθμούς συνδρομητικής τηλεοράσεως να ασκούν, όσον αφορά την απόκτηση των δικαιωμάτων τηλεοπτικής μεταδόσεως του Παγκοσμίου Κυπέλλου, τη δραστηριότητά τους υπό ουσιαστικά ισότιμους όρους με τους ισχύοντες για το BBC ή την ITV.

181    Ο πέμπτος λόγος ακυρώσεως πρέπει συνεπώς να απορριφθεί.

 Επί του αιτήματος λήψεως μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας που υπέβαλε η FIFA

182    Οι κρίσεις που εκτέθηκαν στο πλαίσιο της εξετάσεως των λόγων ακυρώσεως τους οποίους προέβαλε η FIFA συνεπάγονται ότι παρέλκει η λήψη των μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας που ζήτησε η προσφεύγουσα (βλ. σκέψεις 20 και 21 ανωτέρω).

183    Επισημαίνεται συναφώς ότι, κατά τη FIFA, η αίτησή της σκοπεί να παράσχει σ’ αυτήν και στο Γενικό Δικαστήριο τη δυνατότητα να εξετάσουν, πρώτον, αν τα διαθέσιμα στοιχεία καθιστούσαν δυνατό στην Επιτροπή να αποφανθεί ευλόγως ότι το σύνολο των αγώνων του Παγκοσμίου Κυπέλλου χαρακτηριζόταν κατά παράδοση ως μείζονος σημασίας για την κοινωνία του Ηνωμένου Βασιλείου και είχε ιδιαίτερη απήχηση στο ευρύ κοινό, δεύτερον, αν η Επιτροπή δικαιολογημένα ενέκρινε την καταχώριση του συνόλου των αγώνων αυτών στον κατάλογο του Ηνωμένου Βασιλείου και, τρίτον, αν η Επιτροπή απέδειξε επαρκώς ότι οι περιορισμοί των θεμελιωδών ελευθεριών, του δικαιώματος ιδιοκτησίας και του ανταγωνισμού ήταν δικαιολογημένοι. Επίσης, τα στοιχεία αυτά θα καθιστούσαν δυνατό στη FIFA να αποδείξει ότι η Επιτροπή αιτιολόγησε πλημμελώς την προσβαλλόμενη απόφαση καθόσον παρέλειψε να εξηγήσει τους λόγους για τους οποίους δεν έλαβε υπόψη τα στοιχεία που της υπέβαλαν οι αρχές του Ηνωμένου Βασιλείου μετά τις 28 Ιουλίου 2000. Τα επίμαχα στοιχεία είναι επίσης σημαντικά για να εξετασθεί αν η διαδικασία που ακολούθησαν οι αρχές του Ηνωμένου Βασιλείου χαρακτηριζόταν από σαφήνεια και διαφάνεια, λαμβανομένων ιδίως υπόψη των στοιχείων που προσκομίσθηκαν στην Επιτροπή, πλην όμως δεν υπήρχαν κατά τον χρόνο καταρτίσεως του καταλόγου του Ηνωμένου Βασιλείου, και των αντίθετων γνωμοδοτήσεων των αρμοδίων εθνικών υπηρεσιών.

184    Υπό τις συνθήκες αυτές, η FIFA ζήτησε από το Γενικό Δικαστήριο να υποχρεώσει την Επιτροπή να προσκομίσει το σύνολο της αλληλογραφίας της με τις αρχές του Ηνωμένου Βασιλείου σχετικά με τον κατάλογο των εκδηλώσεων μείζονος σημασίας για την κοινωνία του Ηνωμένου Βασιλείου, περιλαμβανομένων των επιστολών που αντηλλάγησαν μετά τις 15 Δεκεμβρίου 2005, ημερομηνία εκδόσεως της προπαρατεθείσας στη σκέψη 15 αποφάσεως Infront WM κατά Επιτροπής.

185    Πρέπει να επισημανθεί συναφώς ότι, όπως κρίθηκε στο πλαίσιο της εξετάσεως των λόγων ακυρώσεως που προέβαλε η FIFA, το σύνολο των επιχειρημάτων προς στήριξη των οποίων επιθυμεί η προσφεύγουσα να επικαλεσθεί τα στοιχεία που ενδεχομένως περιέχονται στα έγγραφα τα οποία ζητεί να προσκομισθούν δεν δύνανται να θίξουν τη νομιμότητα της προσβαλλομένης αποφάσεως.

186    Ειδικότερα, όσον αφορά τη σημασία των αγώνων «μικρότερου ενδιαφέροντος» για την κοινωνία του Ηνωμένου Βασιλείου και, συναφώς, όσον αφορά τον χαρακτηρισμό του Παγκοσμίου Κυπέλλου στο σύνολό του ως εκδηλώσεως μείζονος σημασίας για την κοινωνία αυτού του κράτους μέλους, η FIFA προσκόμισε σειρά στατιστικών στοιχείων, ως εκ της φύσεώς τους εκ των πλέον σημαντικών, αποδεικνύοντας, κατά την άποψη της προσφεύγουσας, ότι τα όσα σχετικώς υποστήριξε ήταν ακριβή, πλην όμως το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι τα στοιχεία αυτά δεν αναιρούν τις κρίσεις της Επιτροπής. Το αυτό ισχύει και για τα επιχειρήματα σχετικά με την, κατά την προσφεύγουσα, παράλειψη να ληφθούν υπόψη στοιχεία μεταγενέστερα του έτους 2000, δεδομένου ότι η FIFA προσκόμισε πράγματι τα σχετικά στατιστικά στοιχεία και το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι αυτά δεν αναιρούν το βάσιμο των κρίσεων της Επιτροπής. Όσον αφορά το αν η Επιτροπή έλαβε υπόψη στοιχεία που δεν ήταν διαθέσιμα κατά τον χρόνο που οι αρχές του Ηνωμένου Βασιλείου κατήρτισαν τον κατάλογο των εκδηλώσεων μείζονος σημασίας για την κοινωνία αυτού του κράτους μέλους, αρκεί να υπομνησθεί ότι το ζήτημα αν αυτά ελήφθησαν υπόψη δεν καταδεικνύει καμία διαδικαστική ή επί της ουσίας παρατυπία (βλ. σκέψεις 75, 76 και 95 ανωτέρω), οπότε η λήψη μέτρου οργανώσεως της διαδικασίας δεν κρίνεται πρόσφορη σχετικώς.

187    Υπό τις συνθήκες αυτές, πρέπει να απορριφθεί τόσο το αίτημα λήψεως μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας όσο και η προσφυγή στο σύνολό της.

 Επί των δικαστικών εξόδων

188    Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι η FIFA ηττήθηκε, πρέπει να καταδικασθεί στα δικαστικά έξοδα, σύμφωνα με το σχετικό αίτημα της Επιτροπής.

189    Το Βασίλειο του Βελγίου και το Ηνωμένο Βασίλειο φέρουν τα έξοδά τους, σύμφωνα με το άρθρο 87, παράγραφος 4, του Κανονισμού Διαδικασίας.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έβδομο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Απορρίπτει την προσφυγή.

2)      Η Fédération internationale de football association (FIFA) φέρει, εκτός των εξόδων της, τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή.

3)      Το Βασίλειο του Βελγίου και το Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας φέρουν τα έξοδά τους.

Forwood

Truchot

Schwarcz

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 17 Φεβρουαρίου 2011.

(υπογραφές)

Πίνακας περιεχομένων


Το νομικό πλαίσιο

Ιστορικό της διαφοράς και η προσβαλλόμενη απόφαση

Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

Σκεπτικό

1. Επί του παραδεκτού

Επιχειρήματα των διαδίκων

Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

2. Επί της ουσίας

Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος αντλείται από έλλειψη αιτιολογίας

Επιχειρήματα των διαδίκων

Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

Επί του δευτέρου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος αντλείται από παράβαση του άρθρου 3α, παράγραφος 1, της οδηγίας 89/552

Επί της διαδικασίας που ακολούθησαν οι αρχές του Ηνωμένου Βασιλείου

– Επιχειρήματα των διαδίκων

– Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

Επί της σημασίας των αγώνων «μικρότερου ενδιαφέροντος» για την κοινωνία του Ηνωμένου Βασιλείου

– Επιχειρήματα των διαδίκων

– Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

Επί του τρίτου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος αντλείται από προσβολή του δικαιώματος ιδιοκτησίας της FIFA

Επιχειρήματα των διαδίκων

Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

Επί του τετάρτου και του έκτου λόγου ακυρώσεως, οι οποίοι αντλούνται από παράβαση των διατάξεων της Συνθήκης που αφορούν την ελευθερία παροχής υπηρεσιών και το δικαίωμα εγκαταστάσεως

Επιχειρήματα των διαδίκων

Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

Επί του πέμπτου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος αντλείται από παράβαση των σχετικών με τον ανταγωνισμό διατάξεων της Συνθήκης

Επιχειρήματα των διαδίκων

Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

Επί του αιτήματος λήψεως μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας που υπέβαλε η FIFA

Επί των δικαστικών εξόδων



* Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.