Language of document : ECLI:EU:T:2006:150

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ (τρίτο πενταμελές τμήμα)

της 7ης Ιουνίου 2006 (*)

«Κρατικές ενισχύσεις – Ταχυδρομικός τομέας – Δημόσια επιχείρηση επιφορτισμένη με την παροχή υπηρεσίας γενικού οικονομικού συμφέροντος – Υλικοτεχνική και εμπορική υποστήριξη παρεχόμενη σε θυγατρική εταιρία που δεν δραστηριοποιείται σε τομέα όπου δεν υφίσταται ανταγωνισμός – Αίτηση αναιρέσεως – Αναπομπή από το Δικαστήριο»

Στην υπόθεση T-613/97,

Union française de l’express (UFEX), με έδρα το Roissy-en-France (Γαλλία),

DHL International SA, με έδρα το Roissy-en-France,

Federal express international (Γαλλία) SNC, με έδρα το Gennevilliers (Γαλλία),

CRIE SA, με έδρα το Asnières (Γαλλία),

εκπροσωπούμενες από τους É. Morgan de Rivery και J. Derenne, δικηγόρους,

προσφεύγουσες,

κατά

Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενης από τους G. Rozet και Δ. Τριανταφύλλου, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο,

καθής,

υποστηριζόμενης από

τη Γαλλική Δημοκρατία, εκπροσωπούμενη από τους G. de Bergues, R. Abraham και F. Million, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο,

τη Chronopost SA, με έδρα το Issy-les-Moulineaux (Γαλλία), εκπροσωπούμενη από τους V. Bouaziz Torron και D. Berlin, δικηγόρους,

και

την La Poste, με έδρα το Παρίσι (Γαλλία), εκπροσωπούμενη από τον H. Lehman, δικηγόρο, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο,

παρεμβαίνουσες,

με αντικείμενο αίτηση ακυρώσεως της αποφάσεως 98/365/ΕΚ της Επιτροπής, της 1ης Οκτωβρίου 1997, σχετικά με τις ενισχύσεις που φέρεται ότι χορήγησε η Γαλλία στην SFMI-Chronopost (ΕΕ 1998, L 164, σ. 37),

ΤΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ
ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ (τρίτο πενταμελές τμήμα),

συγκείμενο από τους M. Jaeger, πρόεδρο, V. Tiili, J. Azizi, E. Cremona και O. Czúcz, δικαστές,

γραμματέας: K. Andová, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την απόφαση του Δικαστηρίου της 3ης Ιουλίου 2003,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία μετά την αναπομπή και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 15ης Ιουνίου 2005,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Η παρούσα απόφαση εκδίδεται κατόπιν αναπομπής της υποθέσεως με απόφαση του Δικαστηρίου της 3ης Ιουλίου 2003, C‑83/01 P, C‑93/01 P και C‑94/01 P, Chronopost κ.λπ. κατά UFEX κ.λπ. (Συλλογή 2003, σ. Ι-6993, στο εξής: απόφαση του Δικαστηρίου), με την οποία αναιρέθηκε η απόφαση του Πρωτοδικείου της 14ης Δεκεμβρίου 2000, Τ-613/97, UFEX κ.λπ. κατά Επιτροπής (Συλλογή 2000, σ. II‑4055, στο εξής: απόφαση του Πρωτοδικείου).

 Ιστορικό της διαφοράς

2        Τα Γαλλικά Ταχυδρομεία (που θα αναφέρονται στο εξής ως La Poste ή ως Γαλλικά Ταχυδρομεία), τα οποία δραστηριοποιούνται, υπό καθεστώς μονοπωλίου εκ του νόμου, στον τομέα της παροχής κοινών ταχυδρομικών υπηρεσιών, αποτελούσαν μέρος της γαλλικής διοικήσεως μέχρι το τέλος του 1990. Από την 1η Ιανουαρίου 1991 είναι οργανωμένα ως νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου σύμφωνα με τις διατάξεις του νόμου 90-568, της 2ας Ιουλίου 1990, σχετικά με την οργάνωση της δημόσιας υπηρεσίας των ταχυδρομείων και των τηλεπικοινωνιών [JORF (Επίσημη Εφημερίδα της Γαλλικής Δημοκρατίας) της 8ης Ιουλίου 1990, σ. 8069, στο εξής: νόμος 90-568]. Ο νόμος αυτός επιτρέπει στη La Poste να ασκεί ορισμένες δραστηριότητες υπό καθεστώς ανταγωνισμού, στις οποίες περιλαμβάνεται, μεταξύ άλλων, η διεκπεραίωση επείγουσας αλληλογραφίας.

3        Η Société française de messagerie internationale (στο εξής: SFMI) είναι εταιρία ιδιωτικού δικαίου, στην οποία ανατέθηκε, από το τέλος του 1985, η άσκηση της υπηρεσίας διεκπεραιώσεως επείγουσας αλληλογραφίας της La Poste. Η επιχείρηση αυτή συστάθηκε με εταιρικό κεφάλαιο 10 εκατομμυρίων γαλλικών φράγκων (FRF) (περίπου 1 524 490 ευρώ), κατανεμημένο μεταξύ της Sofipost (66 %), χρηματοπιστωτικής εταιρίας που ανήκει κατά 100 % στη La Poste, και της TAT Express (34 %), θυγατρικής της αεροπορικής εταιρίας Transport aérien transrégional (στο εξής: ΤΑΤ).

4        Ο τρόπος εκμεταλλεύσεως και εμπορίας της υπηρεσίας διεκπεραιώσεως επείγουσας αλληλογραφίας την οποία παρείχε η SFMI υπό την επωνυμία EMS/Chronopost καθορίστηκαν με εγκύκλιο του Υπουργείου Ταχυδρομείων και Τηλεπικοινωνιών της Γαλλίας της 19ης Αυγούστου 1986. Σύμφωνα με την εγκύκλιο αυτή, η La Poste όφειλε να παρέχει στην SFMI υλικοτεχνική και εμπορική υποστήριξη. Οι σχέσεις μεταξύ της La Poste και της SFMI ρυθμίζονταν με συμβάσεις, η πρώτη από τις οποίες ανάγεται στο 1986.

5        Το 1992 πραγματοποιήθηκε αναδιάρθρωση της δραστηριότητας διεκπεραιώσεως επείγουσας αλληλογραφίας την οποία ασκούσε η SFMI. Η Sofipost και η TAT σύστησαν μια νέα εταιρία, την Chronopost SA, στην οποία κατείχαν και πάλι το 66 % και το 34 % των μετοχών αντιστοίχως. Η εταιρία Chronopost, η οποία είχε αποκλειστική πρόσβαση στο δίκτυο της La Poste μέχρι την 1η Ιανουαρίου 1995, επικεντρώθηκε στη διεκπεραίωση της εγχώριας επείγουσας αλληλογραφίας. Η SFMI εξαγοράστηκε από την GD Express Worldwide France, θυγατρική μιας διεθνούς κοινής επιχειρήσεως στην οποία μετείχαν η αυστραλιανή εταιρία ΤΝΤ και τα ταχυδρομεία πέντε χωρών, η συγκέντρωση δε αυτή επιτράπηκε με απόφαση της Επιτροπής της 2ας Δεκεμβρίου 1991 (υπόθεση IV/M.102 – ΤΝΤ/Canada Post, DBP Postdienst, La Poste, PTT Poste και Sweden Post) (ΕΕ C 322, σ. 19). Η SFMI διατήρησε τη διεθνή δραστηριότητα διεκπεραιώσεως επείγουσας αλληλογραφίας, χρησιμοποιώντας την Chronopost ως αντιπρόσωπο και για την παροχή υπηρεσιών κατά τη διεκπεραίωση στη Γαλλία των διεθνών ταχυδρομικών της αποστολών (στο εξής: SFMI-Chronopost).

6        Η Syndicat français de l’express international (SFEI), την οποία διαδέχτηκε η Union française de l’express (UFEX), μέλη της οποίας είναι οι λοιπές τρεις προσφεύγουσες, αποτελεί επαγγελματική ένωση γαλλικού δικαίου που περιλαμβάνει όλες σχεδόν τις εταιρίες παροχής υπηρεσιών επείγουσας αλληλογραφίας οι οποίες ανταγωνίζονται την SFMI-Chronopost.

7        Στις 21 Δεκεμβρίου 1990 η SFEI υπέβαλε καταγγελία στην Επιτροπή για τον λόγο, ιδίως, ότι η υλικοτεχνική και εμπορική υποστήριξη που παρείχε η La Poste στην SFMI υπέκρυπτε κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 92 της Συνθήκης ΕΚ (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρου 87 ΕΚ). Με την καταγγελία επέκρινε κυρίως το γεγονός ότι η αμοιβή που κατέβαλλε η SFMI για την υποστήριξη που της παρείχε η La Poste δεν ανταποκρινόταν στις συνήθεις συνθήκες της αγοράς. Κατά την καταγγέλλουσα, η διαφορά μεταξύ του αγοραίου τιμήματος για την παροχή τέτοιων υπηρεσιών και του πράγματι καταβαλλομένου από την SFMI τιμήματος συνιστούσε κρατική ενίσχυση. Στην καταγγελία είχε επισυναφθεί μια οικονομική μελέτη που εκπονήθηκε κατόπιν παραγγελίας της SFEI από την εταιρία παροχής συμβουλευτικών υπηρεσιών Braxton, προκειμένου να υπολογισθεί το ποσό της ενισχύσεως κατά την περίοδο 1986-1989.

8        Με έγγραφο της 10ης Μαρτίου 1992, η Επιτροπή ενημέρωσε τη SFEI ότι η καταγγελία της τέθηκε στο αρχείο. Στις 16 Μαΐου 1992 η SFEI και άλλες επιχειρήσεις άσκησαν κατά της αποφάσεως αυτής προσφυγή ακυρώσεως ενώπιον του Δικαστηρίου. Κατόπιν της αποφάσεως της Επιτροπής της 9ης Ιουλίου 1992, με την οποία ανακλήθηκε η απόφαση της 10ης Μαρτίου 1992, το Δικαστήριο έκρινε ότι δεν συνέτρεχε λόγος να αποφανθεί (διάταξη του Δικαστηρίου της 18ης Νοεμβρίου 1992, C-222/92, SFEI κ.λπ. κατά Επιτροπής, που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή).

9        Κατόπιν αιτήματος της Επιτροπής, η Γαλλική Δημοκρατία της διαβίβασε πληροφορίες με έγγραφο της 21ης Ιανουαρίου, με τηλεομοιοτυπία της 3ης Μαΐου 1993 και με έγγραφο της 18ης Ιουνίου 1993.

10      Στις 16 Ιουνίου 1993 η SFEI και άλλες επιχειρήσεις άσκησαν ενώπιον του tribunal de commerce de Paris προσφυγή κατά της SFMI, της Chronopost, της La Poste και άλλων. Στην προσφυγή είχε επισυναφθεί μια δεύτερη μελέτη της εταιρίας Braxton, με την οποία ενημερώνονταν τα στοιχεία της πρώτης μελέτης και διευρυνόταν η περίοδος υπολογισμού της ενισχύσεως μέχρι το τέλος του 1991. Με απόφαση της 5ης Ιανουαρίου 1994, το tribunal de commerce de Paris υπέβαλε στο Δικαστήριο διάφορα προδικαστικά ερωτήματα ως προς την ερμηνεία του άρθρου 92 της Συνθήκης και του άρθρου 93 της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρου 88 ΕΚ), ένα από τα οποία αφορούσε την έννοια της κρατικής ενισχύσεως υπό τα δεδομένα της παρούσας υποθέσεως. Η Γαλλική Κυβέρνηση κατέθεσε ενώπιον του Δικαστηρίου, ως παράρτημα των παρατηρήσεών της της 10ης Μαΐου 1994, μια οικονομική μελέτη που είχε εκπονηθεί από την εταιρία Ernst & Young. Με απόφαση της 11ης Ιουλίου 1996, C-39/94, SFEI κ.λπ. (Συλλογή 1996, σ. Ι-3547, στο εξής: απόφαση SFEI), το Δικαστήριο έκρινε ότι «η παροχή υλικοτεχνικής και εμπορικής υποστηρίξεως από δημόσια επιχείρηση στις ιδιωτικού δικαίου θυγατρικές της, οι οποίες ασκούν δραστηριότητα για την οποία επιτρέπεται ο ανταγωνισμός, μπορεί να συνιστά κρατική ενίσχυση υπό την έννοια του άρθρου 92 της Συνθήκης, αν η λαμβανόμενη ως αντιπαροχή αμοιβή είναι κατώτερη από αυτήν που ζητείται υπό τις συνήθεις συνθήκες της αγοράς» (σκέψη 62).

11      Εν τω μεταξύ, με έγγραφο της Επιτροπής της 20ής Μαρτίου 1996, η Γαλλική Δημοκρατία ενημερώθηκε για την κίνηση της διαδικασίας η οποία προβλέπεται στο άρθρο 93, παράγραφος 2, της Συνθήκης. Στις 30 Μαΐου 1996 η Γαλλική Δημοκρατία απέστειλε τις σχετικές παρατηρήσεις της στην Επιτροπή.

12      Στις 17 Ιουλίου 1996 η Επιτροπή δημοσίευσε στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων ανακοίνωση σχετικά με την κίνηση της διαδικασίας του άρθρου 93, παράγραφος 2, της Συνθήκης αναφορικά με τις ενισχύσεις τις οποίες η Γαλλία εφέρετο ότι χορηγούσε στην εταιρία SFMI-Chronopost (ΕΕ C 206, σ. 3).

13      Στις 17 Αυγούστου 1996 η SFEI υπέβαλε στην Επιτροπή τις παρατηρήσεις της σε απάντηση της ανακοινώσεως αυτής, στις οποίες επισύναψε μια νέα οικονομική μελέτη, την οποία είχε εκπονήσει το γραφείο Bain & Co. Επιπλέον, η SFEI διεύρυνε το αντικείμενο της καταγγελίας που είχε υποβάλει στις 21 Δεκεμβρίου 1990, ώστε να περιληφθούν και ορισμένα νέα στοιχεία, και συγκεκριμένα η εκμετάλλευση της εμπορικής φήμης της La Poste, η προνομιακή πρόσβαση στις συχνότητες της Radio France, τελωνειακά και φορολογικά πλεονεκτήματα και επενδύσεις της La Poste σε κέντρα διεκπεραιώσεως ταχυδρομικών αντικειμένων.

14      Η Επιτροπή διαβίβασε στη Γαλλική Δημοκρατία τις παρατηρήσεις της SFEI τον Σεπτέμβριο του 1996. Σε απάντηση των παρατηρήσεων αυτών, η Γαλλική Δημοκρατία απέστειλε στην Επιτροπή έγγραφο με συνημμένη οικονομική μελέτη της εταιρίας συμβούλων Deloitte Touche Tohmatsu (στο εξής: έκθεση Deloitte).

15      Με έγγραφο της 7ης Νοεμβρίου 1996, η SFEI ζήτησε επιμόνως από την Επιτροπή να της δοθεί η δυνατότητα να διατυπώσει παρατηρήσεις ως προς όλα τα στοιχεία του φακέλου. Για τον λόγο αυτό, ζήτησε να της κοινοποιηθούν οι απαντήσεις που είχαν διαβιβαστεί στην Επιτροπή από τη Γαλλική Κυβέρνηση και τις οποίες η SFEI δεν είχε ακόμη στην κατοχή της (ήτοι τα έγγραφα της 21ης Ιανουαρίου και της 18ης Ιουνίου 1993) και να της κοινοποιούνται τα συμπληρωματικά στοιχεία που η Γαλλική Κυβέρνηση θα υπέβαλλε στην Επιτροπή, αμέσως μετά την παραλαβή τους.

16      Με έγγραφο της 13ης Νοεμβρίου 1996, η Επιτροπή δεν επέτρεψε την πρόσβαση της SFEI στα προμνημονευθέντα στοιχεία του φακέλου.

17      Στις 21 Απριλίου 1997 η SFEI απηύθυνε νέο έγγραφο στην Επιτροπή, με το οποίο της ζητούσε να την ενημερώσει σε ποια ακριβώς φάση βρισκόταν η έρευνα και, ειδικότερα, να της γνωστοποιήσει, αφενός, τις απαντήσεις της Γαλλικής Κυβερνήσεως επί του εγγράφου με το οποίο κινήθηκε η διαδικασία και επί των παρατηρήσεων της SFEI της 17ης Αυγούστου 1996 και, αφετέρου, τις αντιδράσεις και τις προθέσεις της Επιτροπής. Στις 30 Απριλίου 1997 η Επιτροπή αρνήθηκε να κοινοποιήσει τα έγγραφα που είχε στην κατοχή της, επικαλούμενη τον άκρως απόρρητο χαρακτήρα τους.

18      Την 1η Οκτωβρίου 1997 η Επιτροπή εξέδωσε την απόφαση 98/365/ΕΚ, σχετικά με τις ενισχύσεις που φέρεται ότι χορήγησε η Γαλλία στην SFMI-Chronopost (ΕΕ 1998, L 164, σ. 37, στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση), η οποία κοινοποιήθηκε στην SFEI με έγγραφο της 22ας Οκτωβρίου 1997.

19      Με την προσβαλλόμενη απόφαση, η Επιτροπή διαπίστωσε ότι έπρεπε να γίνει διάκριση μεταξύ δύο κατηγοριών μέτρων. Η πρώτη κατηγορία συνίσταται στην παροχή εκ μέρους της La Poste, αφενός, της υλικοτεχνικής υποστηρίξεως που συνίσταται στη διάθεση της ταχυδρομικής υποδομής στην SFMI-Chronopost για τη συλλογή, τη διαλογή, τη μεταφορά και τη διανομή των αντικειμένων που διεκπεραιώνει και, αφετέρου, της εμπορικής υποστηρίξεως, ήτοι της προσβάσεως της SFMI-Chronopost στην πελατεία της La Poste και της εκ μέρους της διαθέσεως των αΰλων στοιχείων του ενεργητικού της υπέρ της SFMI-Chronopost. Η δεύτερη κατηγορία συνίσταται σε ειδικά μέτρα, όπως η προνομιακή πρόσβαση στις συχνότητες του Radio France και τα φορολογικά και τελωνειακά προνόμια.

20      Κατά συνέπεια, η Επιτροπή έκρινε ότι ουσιώδες ήταν το ζήτημα «εάν οι όροι της συναλλαγής μεταξύ των Γαλλικών Ταχυδρομείων και της SFMI-Chronopost [ήταν] ανάλογοι με τους όρους μιας ισοδύναμης συναλλαγής μεταξύ μιας ιδιωτικής μητρικής εταιρίας, η οποία μπορεί κάλλιστα να κατέχει μονοπωλιακή θέση (π.χ. διότι κατέχει αποκλειστικά δικαιώματα), και της θυγατρικής της». Κατά την Επιτροπή, δεν υφίσταται κανένα οικονομικό πλεονέκτημα όταν οι εσωτερικές τιμές για τα προϊόντα και τις υπηρεσίες που ανταλλάσσουν μεταξύ τους οι εταιρίες που ανήκουν στον ίδιο όμιλο «υπολογίζονται βάσει του πλήρους κόστους (δηλαδή βάσει του συνολικού κόστους προσαυξημένου κατά την απόδοση των ιδίων κεφαλαίων)».

21      Συναφώς, η Επιτροπή επισήμανε ότι οι πληρωμές στις οποίες προέβαινε η SFMI-Chronopost δεν κάλυπταν το συνολικό κόστος κατά τα δύο πρώτα έτη εκμεταλλεύσεως, πλην όμως κάλυπταν όλο το κόστος με την εξαίρεση των εξόδων έδρας και περιφερειακών διευθύνσεων. Εκτίμησε, πρώτον, ότι κατά την περίοδο εκκινήσεως ήταν φυσιολογικό να μην καλύπτεται παρά μόνον το μεταβλητό κόστος από τις πληρωμές στις οποίες προέβαινε μια νέα επιχείρηση, δηλαδή η SFMI-Chronopost. Δεύτερον, σύμφωνα πάντοτε με την Επιτροπή, η Γαλλική Δημοκρατία απέδειξε ότι, από το 1988, η αμοιβή που κατέβαλλε η SFMI-Chronopost κάλυπτε όλες τις δαπάνες της La Poste, καθώς και την απόδοση των ιδίων κεφαλαίων που είχε επενδύσει η La Poste. Επιπλέον, η Επιτροπή υπολόγισε ότι ο δείκτης εσωτερικής αποδόσεως (στο εξής: ΔΕΑ) της επενδύσεως της La Poste ως μετόχου υπερέβαινε κατά πολύ το κόστος του κεφαλαίου της εταιρίας κατά το 1986, ήτοι τον συνήθη δείκτη αποδόσεως που ένας ιδιώτης επενδυτής θα αξίωνε υπό παρόμοιες συνθήκες. Ως εκ τούτου, η La Poste παρέσχε υλικοτεχνική και εμπορική υποστήριξη στη θυγατρική της εταιρία υπό τις συνήθεις συνθήκες της αγοράς και επομένως η υποστήριξη αυτή δεν συνιστούσε κρατική ενίσχυση.

22      Όσον αφορά τη δεύτερη κατηγορία μέτρων, ήτοι τα διάφορα ειδικά μέτρα, η Επιτροπή έκρινε ότι η SFMI-Chronopost δεν είχε κανένα πλεονέκτημα ως προς τη διαδικασία εκτελωνισμού, το τέλος χαρτοσήμου, τον φόρο επί των μισθών ή τις προθεσμίες εξοφλήσεως. Η χρήση των οχημάτων της La Poste ως διαφημιστικού μέσου έπρεπε να θεωρηθεί, κατά την Επιτροπή, ως συνήθης εμπορική υποστήριξη μητρικής εταιρίας προς τη θυγατρική της, ενώ η SFMI-Chronopost δεν ετύγχανε προνομιακής μεταχειρίσεως ως προς τη διαφήμιση στην Radio France. Η Επιτροπή διαπίστωσε επίσης ότι οι υποχρεώσεις τις οποίες ανέλαβε η La Poste κατά την έγκριση της κοινής επιχειρήσεως με την απόφαση της Επιτροπής της 2ας Δεκεμβρίου 1991 δεν συνιστούσαν κρατικές ενισχύσεις.

23      Με το άρθρο 1 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή διαπιστώνει τα εξής:

«Η τεχνικοοικονομική και εμπορική υποστήριξη που παρέχουν τα Γαλλικά Ταχυδρομεία στη θυγατρική τους SFMI-Chronopost, οι υπόλοιπες οικονομικές συναλλαγές μεταξύ των δύο αυτών εταιρειών, η σχέση μεταξύ της SFMI-Chronopost και της Radio France, το τελωνειακό καθεστώς που εφαρμόζεται στα Γαλλικά Ταχυδρομεία και στην SFMI-Chronopost, το σύστημα φορολογίας των μισθών και τέλους χαρτοσήμου που εφαρμόζεται στα Γαλλικά Ταχυδρομεία και η επένδυσή τους, ύψους [...] σε κέντρα διεκπεραίωσης ταχυδρομικών αντικειμένων δεν συνιστούν κρατική ενίσχυση υπέρ της SFMI-Chronopost.»

24      Στις 2 Δεκεμβρίου 1997 η SFEI όχλησε την Επιτροπή προκειμένου να της κοινοποιήσει, πριν από τις 17 Δεκεμβρίου 1997, την τηλεομοιοτυπία της 3ης Μαΐου 1993, το έγγραφο της 30ής Μαΐου 1996 και την έκθεση Deloitte, που μνημονεύονταν όλα στην προσβαλλόμενη απόφαση. Την ίδια ημέρα, οι προσφεύγουσες ζήτησαν και από το Υπουργείο Οικονομίας, Οικονομικών και Βιομηχανίας της Γαλλίας να τους κοινοποιήσει την έκθεση Deloitte. Στις 9 Δεκεμβρίου 1997 υπέβαλαν το ίδιο αίτημα στην επιτροπή προσβάσεως στα διοικητικά έγγραφα.

25      Με έγγραφο της 15ης Δεκεμβρίου 1997, η Επιτροπή απέρριψε το αίτημα της SFEI, επικαλούμενη τον Κώδικα συμπεριφοράς όσον αφορά την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα της Επιτροπής και του Συμβουλίου (ΕΕ 1993, L 340, σ. 41). Η Επιτροπή προέβαλε ότι η αίτηση, όταν αφορά έγγραφο που βρίσκεται μεν στην κατοχή θεσμικού οργάνου, αλλά έχει συνταχθεί από φυσικό ή νομικό πρόσωπο ή από κράτος μέλος, πρέπει να απευθύνεται απευθείας στον συντάκτη του εγγράφου. Επιπλέον, προέβαλε ενστάσεις αντλούμενες από την προστασία του εμπορικού και βιομηχανικού απορρήτου και την προστασία στοιχείων εμπιστευτικού χαρακτήρα.

26      Με δικόγραφο που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 30 Δεκεμβρίου 1997, οι προσφεύγουσες άσκησαν την παρούσα προσφυγή.

27      Στις 12 Μαρτίου 1998 οι προσφεύγουσες υπέβαλαν παρεμπίπτουσα αίτηση προσκομίσεως εγγράφων, προκειμένου η Επιτροπή να προσκομίσει τα έγγραφα που μνημονεύονταν στην απόφαση και στα οποία οι προσφεύγουσες δεν είχαν δυνατότητα προσβάσεως πριν από την έκδοση της αποφάσεως αυτής, ήτοι την τηλεομοιοτυπία της 3ης Μαΐου 1993, το έγγραφο της 30ής Μαΐου 1996, το απαντητικό έγγραφο επί των παρατηρήσεων της SFEI του Αυγούστου 1996 και την έκθεση Deloitte, έγγραφα τα οποία είχαν αποσταλεί στην Επιτροπή από τη Γαλλική Κυβέρνηση. Με έγγραφο της 7ης Μαΐου 1998, το Πρωτοδικείο κάλεσε την Επιτροπή να προσκομίσει τα δύο τελευταία από τα ζητούμενα έγγραφα. Τα έγγραφα αυτά διαβιβάστηκαν στις 26 Μαΐου 1998.

28      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 2 Ιουνίου 1998, η Γαλλική Δημοκρατία ζήτησε να παρέμβει υπέρ της καθής. Με έγγραφα που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 5 Ιουνίου 1998, η Chronopost και η La Poste υπέβαλαν το ίδιο αίτημα.

29      Με διατάξεις του Προέδρου του τέταρτου πενταμελούς τμήματος του Πρωτοδικείου, της 7ης Ιουλίου 1998, επιτράπηκε στη Γαλλική Δημοκρατία, στην Chronopost και στη La Poste να παρέμβουν υπέρ της καθής.

30      Στις 23 Ιουλίου 1998 οι προσφεύγουσες κατέθεσαν στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου δεύτερη παρεμπίπτουσα αίτηση προσκομίσεως εγγράφων. Με έγγραφο της 10ης Νοεμβρίου 1998, το Πρωτοδικείο κοινοποίησε στις προσφεύγουσες την απόφασή του να μην κάνει δεκτό, στο συγκεκριμένο στάδιο της δίκης, την εν λόγω αίτηση.

31      Με το υπόμνημα απαντήσεως, οι προσφεύγουσες ζήτησαν να τύχουν εμπιστευτικής μεταχειρίσεως όλα τα αναφερόμενα στο παράρτημα 10 του υπομνήματος απαντήσεως έγγραφα και να μπορεί να έχει πρόσβαση σε αυτά μόνον το Πρωτοδικείο. Με έγγραφα της 5ης Ιανουαρίου και της 10ης Φεβρουαρίου 1999, οι προσφεύγουσες διευκρίνισαν ότι το αίτημα αυτό αφορούσε μόνον τη La Poste και την Chronopost. Με διάταξη της 5ης Μαρτίου 1999 του Προέδρου του τέταρτου πενταμελούς τμήματος του Πρωτοδικείου, έγινε δεκτό το αίτημα εμπιστευτικής μεταχειρίσεως ορισμένων στοιχείων έναντι της La Poste και της Chronopost.

32      Προς στήριξη της προσφυγής τους, οι προσφεύγουσες προέβαλαν τέσσερις λόγους ακυρώσεως, εκ των οποίων ο πρώτος συνίστατο σε «προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας, ιδίως του δικαιώματος προσβάσεως στη δικογραφία», ο δεύτερος σε «ανεπάρκεια της αιτιολογίας», ο τρίτος σε «πλάνη περί τα πραγματικά περιστατικά και σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως» και ο τέταρτος σε «εσφαλμένη ερμηνεία της έννοιας της κρατικής ενισχύσεως». Ο τέταρτος λόγος διαιρούνταν σε δύο σκέλη, με τα οποία προβαλλόταν ότι η Επιτροπή ερμήνευσε εσφαλμένα την έννοια της κρατικής ενισχύσεως, αφενός μη λαμβάνοντας υπόψη τις συνήθεις συνθήκες της αγοράς κατά την εκτίμηση της αμοιβής που καταβαλλόταν για την υποστήριξη που παρείχε η La Poste στην SFMI-Chronopost και αφετέρου μη υπάγοντας στην έννοια αυτή διάφορα μέτρα υπέρ της SFMI-Chronopost.

33      Το Πρωτοδικείο ακύρωσε μερικώς το άρθρο 1 της προσβαλλομένης αποφάσεως, κάνοντας δεκτό το πρώτο σκέλος του τέταρτου λόγου. Από τους λοιπούς λόγους ακυρώσεως και τα λοιπά επιχειρήματα των προσφευγουσών το Πρωτοδικείο εξέτασε μόνον τον πρώτο λόγο ακυρώσεως, που αναφερόταν στην προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας, καθώς και τα επιχειρήματα που προβλήθηκαν στο πλαίσιο του τρίτου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος αφορούσε πλάνη περί τα πράγματα και πρόδηλα σφάλματα εκτιμήσεως, στο μέτρο που τα επιχειρήματα αυτά δεν συγχέονταν με εκείνα που είχαν εξεταστεί προηγουμένως στο πλαίσιο του τετάρτου λόγου ακυρώσεως. Και στις δύο περιπτώσεις οι αιτιάσεις των προσφευγουσών απορρίφθηκαν.

34      Με δικόγραφα που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 19 και 23 Φεβρουαρίου 2001, η Chronopost, η La Poste και η Γαλλική Δημοκρατία άσκησαν αναίρεση κατά της αποφάσεως αυτής, δυνάμει του άρθρου 56 του Οργανισμού του Δικαστηρίου.

35      Προς στήριξη της αναιρέσεώς τους, η Chronopost, η La Poste και η Γαλλική Δημοκρατία προέβαλαν διαφόρους λόγους, εκ των οποίων ο πρώτος, αντλούμενος από την παράβαση του άρθρου 92, παράγραφος 1, της Συνθήκης, στηριζόταν στην εσφαλμένη ερμηνεία της έννοιας «συνήθεις συνθήκες της αγοράς».

36      Με την από 3 Ιουλίου 2003 απόφαση, το Δικαστήριο αναίρεσε την απόφαση του Πρωτοδικείου, κάνοντας δεκτό τον πρώτο λόγο αναιρέσεως, ανέπεμψε την υπόθεση στο Πρωτοδικείο και επιφυλάχθηκε ως προς τα δικαστικά έξοδα.

 Η διαδικασία κατόπιν της αναπομπής

37      Η υπόθεση ανατέθηκε στο τέταρτο πενταμελές τμήμα του Πρωτοδικείου. Κατόπιν της τροποποιήσεως της συνθέσεως των τμημάτων του Πρωτοδικείου με την απόφαση του Πρωτοδικείου της 13ης Σεπτεμβρίου 2004 (ΕΕ C 251, σ. 12), ο εισηγητής δικαστής τοποθετήθηκε στο τρίτο πενταμελές τμήμα, στο οποίο ανατέθηκε, κατά συνέπεια, η υπό κρίση υπόθεση.

38      Βάσει του άρθρου 119, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου, οι προσφεύγουσες και η καθής κατέθεσαν υπόμνημα γραπτών παρατηρήσεων. Βάσει του άρθρου 119, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας, δόθηκε στις προσφεύγουσες και στην καθής άδεια να καταθέσουν συμπληρωματικό υπόμνημα γραπτών παρατηρήσεων. Τα υπομνήματα γραπτών παρατηρήσεων των παρεμβαινουσών κατατέθηκαν, σύμφωνα με το άρθρο 119, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, μετά την υποβολή των συμπληρωματικών υπομνημάτων των κυρίων διαδίκων.

39      Κατόπιν εκθέσεως του εισηγητή δικαστή, το Πρωτοδικείο (τρίτο πενταμελές τμήμα) αποφάσισε να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία και, στο πλαίσιο των προβλεπόμενων από το άρθρο 64 του Κανονισμού Διαδικασίας μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας, κάλεσε τους διαδίκους να υποβάλουν ορισμένα έγγραφα και να απαντήσουν γραπτώς σε ορισμένα ερωτήματα. Οι διάδικοι προέβησαν στις σχετικές ενέργειες εντός των προθεσμιών που τάχθηκαν.

40      Οι διάδικοι αγόρευσαν και απάντησαν στα ερωτήματα που τους έθεσε το Πρωτοδικείο κατά τη συνεδρίαση της 15ης Ιουνίου 2005, κατά τη λήξη της οποίας η Επιτροπή και η La Poste εκλήθησαν να υποβάλουν ορισμένα έγγραφα. Επιπλέον, ετάχθη στους λοιπούς διαδίκους προθεσμία προκειμένου να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους επί των εγγράφων αυτών. Οι προσφεύγουσες υπέβαλαν τις παρατηρήσεις τους εντός της ταχθείσης προθεσμίας.

41      Η προφορική διαδικασία περατώθηκε στις 23 Αυγούστου 2005.

42      Με έγγραφα που κατατέθηκαν στις 30 Σεπτεμβρίου και στις 4 Οκτωβρίου 2005, η Chronopost και η La Poste ζήτησαν την άδεια να καταθέσουν απάντηση επί των παρατηρήσεων των προσφευγουσών ως προς τα έγγραφα που είχαν προσκομίσει όπως τους είχε ζητηθεί από το Πρωτοδικείο κατά τη διάρκεια της συνεδριάσεως.

43      Με διάταξη της 27ης Οκτωβρίου 2005, το Πρωτοδικείο (τρίτο πενταμελές τμήμα) διέταξε την επανάληψη της προφορικής διαδικασίας, σύμφωνα με το άρθρο 62 του Κανονισμού Διαδικασίας.

44      Περαιτέρω, το Πρωτοδικείο αποφάσισε, λαμβάνοντας μέτρο οργανώσεως της διαδικασίας σύμφωνα με το άρθρο 64 του Κανονισμού Διαδικασίας, να συμπεριλάβει στη δικογραφία τις παρατηρήσεις που υποβλήθηκαν από την Chronopost και τη La Poste στις 30 Σεπτεμβρίου και στις 4 Οκτωβρίου 2005 αντίστοιχα. Οι παρατηρήσεις των άλλων διαδίκων συμπεριλήφθηκαν επίσης στη δικογραφία.

45      Κατόπιν αυτού, η προφορική διαδικασία περατώθηκε εκ νέου στις 19 Δεκεμβρίου 2005.

 Τα αιτήματα των διαδίκων κατόπιν της αναπομπής

46      Οι προσφεύγουσες ζητούν από το Πρωτοδικείο:

–        να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση,

–        να καταδικάσει την καθής στα δικαστικά έξοδα της υποθέσεως T‑613/97,

–        να καταδικάσει τη Γαλλική Δημοκρατία, την Chronopost και τη La Poste εις ολόκληρον στα δικαστικά έξοδα των υποθέσεων C‑83/01 P, C‑93/01 P και C‑94/01 P και T-613/97 κατόπιν αναπομπής.

47      Η Επιτροπή, υποστηριζόμενη από τη Γαλλική Δημοκρατία και τη La Poste, ζητεί από το Πρωτοδικείο:

–        να απορρίψει την προσφυγή,

–        να καταδικάσει τις προσφεύγουσες στα δικαστικά έξοδα και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας.

48      Η Chronopost ζητεί από το Πρωτοδικείο:

–        να απορρίψει την προσφυγή, κυρίως, ως απαράδεκτη και, επικουρικώς, ως αβάσιμη,

–         να καταδικάσει τις προσφεύγουσες στα δικαστικά έξοδα και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας.

 Σκεπτικό

1.     Προκαταρκτικές παρατηρήσεις

49      Κατόπιν της αποφάσεως του Δικαστηρίου και της αναπομπής της υποθέσεως στο Πρωτοδικείο, οι προσφεύγουσες εμμένουν, κατ’ ουσία, στον δεύτερο, στον τρίτο και στον τέταρτο από τους λόγους ακυρώσεως που είχαν προβάλει κατά τη διαδικασία επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση του Πρωτοδικείου, ήτοι στον λόγο που αντλείται από την παραβίαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως, στον λόγο που αντλείται από την ύπαρξη ουσιαστικών ανακριβειών και προδήλων σφαλμάτων εκτιμήσεως κατά την ανάλυση της αμοιβής για την υποστήριξη που παρέχεται από τη La Poste και στον λόγο που αντλείται από την εσφαλμένη εφαρμογή της έννοιας της κρατικής ενισχύσεως. Ο τελευταίος αυτός λόγος υποδιαιρείται σε δύο σκέλη, τα οποία αφορούν, αφενός, την εσφαλμένη ερμηνεία της έννοιας των συνήθων συνθηκών αγοράς, όπως έχει προσδιοριστεί με την απόφαση του Δικαστηρίου, και, αφετέρου, το γεγονός ότι ορισμένα στοιχεία δεν ελήφθησαν υπόψη σχετικά με την έννοια της κρατικής ενισχύσεως.

50      Καταρχάς, πρέπει να υπομνησθεί ότι το Δικαστήριο εξαφάνισε την απόφαση του Πρωτοδικείου λόγω νομικού σφάλματος κατά την εφαρμογή του άρθρου 92, παράγραφος 1, της Συνθήκης. Κατά το Δικαστήριο, το σφάλμα αυτό εντοπίζεται στη διαπίστωση του Πρωτοδικείου ότι η Επιτροπή όφειλε να εξετάσει, κατά τη διερεύνηση του ζητήματος αν η υλικοτεχνική και εμπορική υποστήριξη που παρείχε η La Poste στην SFMI–Chronopost συνιστούσε κρατική ενίσχυση, αν το πλήρες κόστος με το οποίο επιβαρυνόταν η La Poste εξαιτίας της παροχής της υλικοτεχνικής αυτής υποστηρίξεως αντιστοιχούσε στους παράγοντες τους οποίους θα όφειλε να λάβει υπόψη της, κατά τον καθορισμό της αμοιβής για τις παρεχόμενες υπηρεσίες, μια επιχείρηση που θα ενεργούσε υπό τις συνήθεις συνθήκες της αγοράς. Το Πρωτοδικείο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η Επιτροπή όφειλε τουλάχιστον να ελέγξει αν η αντιπαροχή την οποία λάμβανε η La Poste τα Ταχυδρομεία ήταν ανάλογη προς την αντιπαροχή την οποία αξιώνει μια ιδιωτική χρηματοπιστωτική εταιρία ή ένας ιδιωτικός όμιλος επιχειρήσεων που δεν ασκούν τη δραστηριότητά τους σε τομέα μη υποκείμενο σε ανταγωνισμό και εφαρμόζουν διαρθρωτική, γενική ή κλαδική, πολιτική με γνώμονα τις μακροπρόθεσμες προοπτικές. Το Δικαστήριο επεσήμανε ότι η νομικώς εσφαλμένη αυτή εκτίμηση δεν λάμβανε υπόψη το γεγονός ότι η κατάσταση μιας επιχειρήσεως όπως η La Poste διαφέρει κατά πολύ από την κατάσταση μιας ιδιωτικής επιχειρήσεως που ενεργεί υπό τις συνήθεις συνθήκες της αγοράς και παρέσχε, συναφώς, τις ακόλουθες διευκρινίσεις (σκέψεις 34 έως 40 της αποφάσεως του Δικαστηρίου):

«34      Συγκεκριμένα, τα Γαλλικά Ταχυδρομεία είναι επιφορτισμένα με την παροχή υπηρεσίας γενικού οικονομικού συμφέροντος, υπό την έννοια του άρθρου 90, παράγραφος 2, της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρου 86, παράγραφος 2, ΕΚ) (βλ. απόφαση της 19ης Μαΐου 1993, C-320/91, Corbeau, Συλλογή 1993, σ. I-2533, σκέψη 15). Μια τέτοια υπηρεσία συνίσταται, κατ’ ουσίαν, στην υποχρέωση εξασφαλίσεως της συλλογής, της μεταφοράς και της διανομής της αλληλογραφίας, προς όφελος των χρηστών σε ολόκληρο το έδαφος του οικείου κράτους μέλους με ενιαίες τιμές και υπό παρεμφερείς προδιαγραφές ποιότητας.

35      Προς τούτο, τα Γαλλικά Ταχυδρομεία χρειάστηκε να εξοπλιστούν ή εξοπλίστηκαν με υποδομές και σημαντικά μέσα (το “ταχυδρομικό δίκτυο”) που κατέστησαν δυνατή την εκ μέρους τους παροχή ταχυδρομικών υπηρεσιών σε όλους τους χρήστες, περιλαμβανομένων των κατοίκων αραιοκατοικημένων περιοχών, όπου οι τιμές δεν καλύπτουν τα έξοδα που συνεπάγεται η παροχή των εν λόγω υπηρεσιών.

36      Λόγω των χαρακτηριστικών της υπηρεσίας που πρέπει να μπορεί να εξασφαλίσει το δίκτυο των Γαλλικών Ταχυδρομείων, η σύσταση και η συντήρηση του δικτύου αυτού δεν ανταποκρίνονται σε μια αμιγώς εμπορική λογική. Όπως υπενθυμίστηκε με τη σκέψη 22 της παρούσας αποφάσεως, η Ufex κ.λπ. δέχθηκαν εξάλλου ότι ένα δίκτυο όπως αυτό του οποίου μπόρεσε να επωφεληθεί η SFMI-Chronopost δεν είναι προφανώς δίκτυο της αγοράς. Συνεπώς, το δίκτυο αυτό ουδέποτε θα μπορούσε να συσταθεί από ιδιωτική επιχείρηση.

37      Περαιτέρω, η παροχή υλικοτεχνικής και εμπορικής υποστηρίξεως συνδέεται άρρηκτα με το δίκτυο των Γαλλικών Ταχυδρομείων, καθότι συνίσταται ακριβώς στη δυνατότητα χρησιμοποιήσεως αυτού του άνευ ισοδυνάμου στην αγορά δικτύου.

38      Υπό τις συνθήκες αυτές, ελλείψει οποιασδήποτε δυνατότητας συγκρίσεως της καταστάσεως των Γαλλικών Ταχυδρομείων με αυτήν του ιδιωτικού ομίλου επιχειρήσεων που δεν δραστηριοποιείται σε τομέα όπου δεν υφίσταται ανταγωνισμός, οι “συνήθεις συνθήκες της αγοράς”, οι οποίες είναι κατ’ ανάγκη υποθετικές, πρέπει να εκτιμώνται σε σχέση με τα διαθέσιμα αντικειμενικά και επαληθεύσιμα στοιχεία.

39      Εν προκειμένω, τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν τα Γαλλικά Ταχυδρομεία για την παροχή υλικοτεχνικής και εμπορικής υποστηρίξεως στη θυγατρική τους εταιρία μπορούν να θεωρηθούν ως τέτοιου είδους αντικειμενικά και επαληθεύσιμα στοιχεία.

40      Συναφώς, η ύπαρξη κρατικής ενισχύσεως υπέρ της SFMI-Chronopost μπορεί να αποκλειστεί εφόσον, αφενός, αποδειχθεί ότι η αξιούμενη αντιπαροχή καλύπτει δεόντως όλα τα διάφορα πρόσθετα έξοδα που προκαλούνται από την παροχή υλικοτεχνικής και εμπορικής υποστηρίξεως και αποτελεί πρόσφορη συνεισφορά στα σταθερά έξοδα που προκύπτουν από τη χρησιμοποίηση του ταχυδρομικού δικτύου, καθώς και πρόσφορη απόδοση των ιδίων κεφαλαίων στο μέτρο που έχουν διατεθεί για την ανταγωνιστική δραστηριότητα της SFMI-Chronopost και εφόσον, αφετέρου, δεν υφίσταται κανένα στοιχείο από το οποίο να προκύπτει ότι τα στοιχεία αυτά υποεκτιμήθηκαν ή καθορίστηκαν αυθαίρετα.»

51      Ενόψει των ανωτέρω εκτιμήσεων του Δικαστηρίου, το Πρωτοδικείο κρίνει ότι επιβάλλεται να εξεταστεί, αρχικώς, ο αντλούμενος από την παραβίαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως λόγος. Οι λόγοι που αφορούν την ύπαρξη ουσιαστικών ανακριβειών και προδήλων σφαλμάτων εκτιμήσεως, καθώς και την εσφαλμένη εφαρμογή της έννοιας της κρατικής ενισχύσεως, οι οποίοι αλληλοεπικαλύπτονται, θα συνεξεταστούν στη συνέχεια.

2.     Επί του λόγου ακυρώσεως που αντλείται από την παραβίαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως

 Επιχειρήματα των διαδίκων

52      Οι προσφεύγουσες επικρίνουν το γεγονός ότι, με την προσβαλλόμενη απόφαση, η Επιτροπή απλώς παρέπεμψε στις οικονομικές εκθέσεις στις οποίες στηρίχθηκε, χωρίς να προσδιορίσει τα στοιχεία των αποφάσεων αυτών βάσει των οποίων συμπέρανε ότι δεν υφίσταντο ενισχύσεις υπέρ της SFMI-Chronopost, τις οποίες θα μπορούσε να ελέγξει ο κοινοτικός δικαστής.

53      Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν, καταρχάς, ότι αναμφισβήτητα η προσβαλλόμενη απόφαση στηρίζεται κυρίως στα πορίσματα της εκθέσεως Deloitte, την οποία η Επιτροπή αρνήθηκε να τους διαβιβάσει και η οποία συνιστούσε το μόνο στοιχείο που μπορούσε να δικαιολογήσει το περιεχόμενο της προσβαλλομένης αποφάσεως. Η έκθεση Deloitte, ως ουσιώδες στοιχείο της αιτιολογίας της προσβαλλομένης αποφάσεως, έπρεπε να έχει κοινοποιηθεί στις προσφεύγουσες το αργότερο συγχρόνως με τη βλαπτική απόφαση, προκειμένου να τους δοθεί η δυνατότητα να ασκήσουν τα δικαιώματά τους.

54      Δεύτερον, οι προσφεύγουσες προβάλλουν ανεπάρκεια της αιτιολογίας όσον αφορά την παρεχόμενη υλικοτεχνική υποστήριξη. Κατ’ αυτές, με την προσβαλλόμενη απόφαση, η Επιτροπή ουδόλως εκθέτει τον τρόπο με τον οποίο κατανέμεται το «πλήρες κόστος» που θεωρεί ότι ανταποκρίνεται στο σύνολο των παροχών που συνιστούν τη δραστηριότητα της διεκπεραιώσεως επείγουσας αλληλογραφίας. Επί του σημείου αυτού, η αιτιολόγηση εκ μέρους της Επιτροπής προφανώς δεν επαρκεί για να γίνει κατανοητή από τις προσφεύγουσες και να ελεγχθεί από το Πρωτοδικείο, εφόσον δεν αναφέρονται τα πραγματικά δεδομένα βάσει των οποίων η Επιτροπή οδηγήθηκε στο συμπέρασμα ότι «η συνολική αμοιβή που κατέβαλε η SFMI-Chronopost για την τεχνικοοικονομική υποστήριξη που της παρείχαν τα Γαλλικά Ταχυδρομεία ήταν υψηλότερη από το συνολικό λειτουργικό κόστος κατά την περίοδο 1986-1995», οπότε δεν μπορούσε να συναχθεί το συμπέρασμα ότι υφίστανται ενισχύσεις.

55      Τρίτον, οι προσφεύγουσες θεωρούν ανεπαρκή την αιτιολόγηση όσον αφορά την εμπορική υποστήριξη. Υποστηρίζουν ότι η Επιτροπή ουδόλως προσδιορίζει το μέρος του «πλήρους κόστους» που αντιστοιχεί στα υπολογιζόμενα από την ίδια έξοδα εμπορικής υποστηρίξεως, ούτε τη συγκεκριμένη εμπορική υποστήριξη, για την οποία καταβάλλεται ως αμοιβή το μέρος αυτό του κόστους. Άλλωστε, η εξακρίβωση αυτή είναι δυσχερής, εφόσον δεν δίνεται ορισμός της έννοιας «έξοδα μάρκετινγκ». Επιπλέον, οι προσφεύγουσες εκτιμούν ότι η Επιτροπή δεν απάντησε παρά με αόριστες επικρίσεις στις πολύ συγκεκριμένες εκτιμήσεις που υπέβαλαν όσον αφορά το κόστος της προωθήσεως των προϊόντων της SFMI και την αξία της εκμεταλλεύσεως της φήμης της La Poste.

56      Κατά τις προσφεύγουσες, η Επιτροπή όφειλε να έχει συμπεριλάβει στην προσβαλλόμενη απόφαση τους πίνακες που είχαν αποσταλεί από τη Γαλλική Κυβέρνηση, στους οποίους εκθέτονταν συγκεκριμένα οι δαπάνες, και δεν μπορούσε να δικαιολογήσει την απουσία αιτιολογίας επικαλούμενη είτε το μέλημα να μην επιβαρύνει υπερβολικά την προσβαλλόμενη απόφαση είτε το εμπορικό απόρρητο. Επισημαίνουν ότι η περίοδος αναφοράς της αρχικής καταγγελίας (1986-1990) ήταν ήδη «εμπορικώς παρωχημένη». Ως εκ τούτου, η εκτίμηση της Επιτροπής είναι αστήρικτη και η αιτιολόγηση ανεπαρκής.

57      Τέταρτον, οι προσφεύγουσες επισημαίνουν ότι στις αιτιολογικές σκέψεις της προσβαλλομένης αποφάσεως υφίσταται αντίφαση που ισοδυναμεί με έλλειψη αιτιολογίας, όσον αφορά την καλούμενη μέθοδο της «αναδρομικής παρεκβολής». Ειδικότερα, η Επιτροπή καταρχάς εξέθεσε ότι η αξία της υλικοτεχνικής υποστηρίξεως υπολογίζεται με πολλαπλασιασμό του αριθμού των διεκπεραιωθέντων αντικειμένων ή του βάρους τους με την τιμή μονάδας των διαφόρων πράξεων, διαπιστώνοντας εν συνεχεία ότι, μέχρι το 1992, η La Poste δεν διέθετε σύστημα αναλυτικής λογιστικής.

58      Περαιτέρω, οι προσφεύγουσες τονίζουν ότι η αιτιολόγηση της προσβαλλομένης αποφάσεως πρέπει να κριθεί βάσει των περιστάσεων της υποθέσεως, οι οποίες, εν προκειμένω, δικαιολογούν μια ιδιαιτέρως εμπεριστατωμένη αιτιολογία. Τέτοιες περιστάσεις συνιστούν η παράλειψη κοινοποιήσεως, η υπερβολική διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας (έκδοση της αποφάσεως 81 μήνες μετά την υποβολή της αρχικής καταγγελίας), οι σοβαρές δυσχέρειες, την ύπαρξη των οποίων αναγνώρισε η Επιτροπή, ιδίως ως προς το ζήτημα αν τα καταγγελθέντα μέτρα μπορούσαν να χαρακτηρισθούν ως κρατικές ενισχύσεις, η αναγνωρισθείσα από την Επιτροπή πιθανότητα υπάρξεως ενισχύσεως, η ανάκληση μιας αρχικής απορριπτικής αποφάσεως έπειτα από την άσκηση προσφυγής ακυρώσεως κατ’ αυτής, η πλήρης ολιγωρία της Επιτροπής επί τρία έτη (μεταξύ της ανακλήσεως της αποφάσεώς της στις 9 Ιουλίου 1992 και της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως ενώπιον του Δικαστηρίου στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση SFEI, ήτοι της 24ης Οκτωβρίου 1995), η ύπαρξη της αποφάσεως SFEI που παρείχε κατευθυντήριες γραμμές, η άρνηση παροχής προσβάσεως στον φάκελο, έστω και χωρίς να περιέχονται σε αυτόν τα ενδεχομένως εμπιστευτικά ή απόρρητα στοιχεία του, και η εγγραφή των επίδικων στοιχείων στο μητρώο των μη κοινοποιηθεισών ενισχύσεων. Τέλος, οι προσφεύγουσες προσθέτουν ότι απέστειλαν στην Επιτροπή οικονομικές μελέτες που καθίσταντο συνεχώς ακριβέστερες.

59      Η Επιτροπή εκτιμά ότι, αντιθέτως προς τους ισχυρισμούς των προσφευγουσών, με την προσβαλλόμενη απόφαση (στο σημείο Δ.1) κατέδειξε τον τρόπο κατανομής του «πλήρους κόστους». Επισημαίνει ότι η μέθοδος που ακολούθησε η La Poste και την οποία αποδέχθηκε και η ίδια περιγράφεται στην απόφαση ως προς τα διάφορα στάδιά της, καθώς και ως προς το αποτέλεσμά της, ήτοι το ποσοστό καλύψεως του «πλήρους κόστους» το οποίο βάρυνε τη La Poste κατά τα διάφορα έτη. Σύμφωνα με την Επιτροπή, προκειμένου να εξακριβωθεί αν υφίσταται ενίσχυση, αρκεί η αναφορά στη μέθοδο που εφαρμόστηκε και στα αποτελέσματα που προέκυψαν, χωρίς συμπερίληψη των σχετικών πινάκων, οι οποίοι θα καθιστούσαν υπερβολικά ογκώδες το κείμενο της αποφάσεώς της. Προσθέτει ότι, κατά τη νομολογία, δεν απαιτείται να καλύπτει η υποχρέωση αιτιολογήσεως όλα τα κρίσιμα νομικά και πραγματικά δεδομένα, ιδίως όταν πρόκειται για ζήτημα τεχνικών επιλογών.

60      Η Επιτροπή επισημαίνει ότι οι γαλλικές αρχές της γνωστοποίησαν την κατανομή του εν λόγω πλήρους κόστους στις 30 Μαΐου 1996. Η κατανομή αυτή διακρίνει ιδίως, με μικρές μεταβολές ανά έτος, μεταξύ των διαφόρων πράξεων των ταχυδρομικών καταστημάτων, των κέντρων διαλογής και των πρακτόρων της La Poste. Οι εν λόγω πίνακες αναφέρονται πάντοτε στο πλήρες κόστος και συγκρίνουν το κόστος αυτό με τις τιμές μονάδας υπεργολαβίας για την κάθε παροχή, προκειμένου να προσδιοριστεί το ετήσιο ποσοστό καλύψεως. Εντούτοις, τα αριθμητικά αυτά στοιχεία έχουν, κατά την Επιτροπή, χαρακτήρα εμπορικού απορρήτου, εφόσον αποκαλύπτουν τη διάρθρωση των δαπανών και τις κινήσεις κεφαλαίων μεταξύ μιας μητρικής εταιρίας και της θυγατρικής της.

61      Η Chronopost τονίζει ότι η υποχρέωση αιτιολογήσεως, την οποία υπέχει η Επιτροπή έναντι ενός καταγγέλλοντος, συνίσταται στην έκθεση των λόγων για τους οποίους τα προβληθέντα με την καταγγελία πραγματικά και νομικά στοιχεία δεν υπήρξαν επαρκή για να αποδείξουν την ύπαρξη κρατικής ενισχύσεως. Ωστόσο, δεν μπορεί να αξιώνεται ειδική αιτιολογία για την κάθε τεχνική επιλογή που πραγματοποιήθηκε, ούτε για στοιχεία προδήλως άσχετα, ασήμαντα ή σαφώς δευτερεύοντα.

62      Η Chronopost εκτιμά ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι επαρκώς αιτιολογημένη. Τονίζει ότι η Επιτροπή δεν έχει υποχρέωση να συμπεριλάβει στην προσβαλλόμενη απόφαση όλους τους αναλυτικούς λογιστικούς υπολογισμούς. Επιπλέον, η Chronopost αναφέρει ότι ούτε το Πρωτοδικείο ούτε το Δικαστήριο επισήμαναν καμία έλλειψη αιτιολογίας της προσβαλλομένης αποφάσεως, μολονότι η έλλειψη αιτιολογίας αποτελεί ζήτημα δημοσίας τάξεως και, ως εκ τούτου, μπορεί να εξετάζεται αυτεπαγγέλτως. Κατά την Chronopost, αντιθέτως προς το συμπέρασμα το οποίο συνάγουν οι προσφεύγουσες από τη νομολογία, αρκεί η Επιτροπή να εκθέσει τους υπολογισμούς στους οποίους βασίστηκε.

 Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

 Υπόμνηση της νομολογίας ως προς το ζήτημα της αιτιολογήσεως

63      Πρέπει να υπομνησθεί ότι η αιτιολογία την οποία επιβάλλει το άρθρο 190 της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρο 253 ΕΚ) πρέπει να είναι προσαρμοσμένη στη φύση της σχετικής πράξεως και να εκθέτει κατά τρόπο σαφή και μη διφορούμενο τη συλλογιστική του κοινοτικού οργάνου που εξέδωσε την πράξη, ώστε να παρέχεται η δυνατότητα, αφενός, στους ενδιαφερόμενους να γνωρίζουν τους δικαιολογητικούς λόγους του ληφθέντος μέτρου και, αφετέρου, στο αρμόδιο δικαστήριο να ασκήσει τον έλεγχό του. Η υποχρέωση αιτιολογήσεως πρέπει να εκτιμάται σε συνάρτηση με τις περιστάσεις της συγκεκριμένης υποθέσεως, και ιδίως με το περιεχόμενο της πράξεως, τη φύση της παρατιθέμενης αιτιολογίας και το συμφέρον που ενδέχεται να έχουν οι αποδέκτες της πράξεως, ή άλλα πρόσωπα τα οποία η πράξη αφορά άμεσα και ατομικά, να λάβουν εξηγήσεις. Στην αιτιολογία δεν απαιτείται να προσδιορίζονται όλα τα κρίσιμα πραγματικά και νομικά στοιχεία, καθόσον το ζήτημα αν η αιτιολογία μιας πράξεως ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις του άρθρου 190 της Συνθήκης πρέπει να εκτιμάται με γνώμονα όχι μόνον το κείμενο της πράξεως αυτής, αλλά και το πλαίσιό της και το σύνολο των νομικών κανόνων που διέπουν το οικείο ζήτημα (βλ. απόφαση του Δικαστηρίου της 2ας Απριλίου 1998, C–367/95 P, Επιτροπή κατά Sytraval και Brink’s France, Συλλογή 1998, σ. I-1719, σκέψη 63 και την εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

64      Ειδικότερα, όταν η Επιτροπή κρίνει, με απόφασή της, ότι δεν υφίσταται η κρατική ενίσχυση για την οποία υποβλήθηκε καταγγελία, υποχρεούται σε κάθε περίπτωση να εκθέσει στον καταγγέλλοντα επαρκώς τους λόγους για τους οποίους τα προβληθέντα με την καταγγελία πραγματικά και νομικά στοιχεία δεν υπήρξαν επαρκή για να αποδείξουν την ύπαρξη κρατικής ενισχύσεως. Ωστόσο, η Επιτροπή δεν υποχρεούται να λαμβάνει θέση ως προς στοιχεία που είναι προδήλως άσχετα, ασήμαντα ή σαφώς δευτερεύοντα (προαναφερθείσα απόφαση Επιτροπή κατά Sytraval και Brink’s France, σκέψη 64).

65      Πρέπει, εξάλλου, να υπογραμμισθεί ότι στις περιπτώσεις που η Επιτροπή διαθέτει εξουσία εκτιμήσεως προκειμένου να μπορεί να εκπληρώσει τα καθήκοντά της, η τήρηση των εγγυήσεων με τις οποίες η κοινοτική έννομη τάξη περιβάλλει τη διεξαγωγή των διοικητικών διαδικασιών έχει ακόμη πιο θεμελιώδη σημασία. Μεταξύ αυτών των εγγυήσεων περιλαμβάνεται, ιδίως, η υποχρέωση του αρμοδίου οργάνου να ερευνά, με επιμέλεια και αμεροληψία, όλα τα κρίσιμα στοιχεία της συγκεκριμένης υποθέσεως και να αιτιολογεί επαρκώς τις αποφάσεις του (απόφαση του Δικαστηρίου της 21ης Νοεμβρίου 1991, C-269/90, Technische Universität München, Συλλογή 1991, σ. Ι-5469, σκέψη 14).

66      Επιπλέον, έστω και αν η Επιτροπή δεν υποχρεούται να αναλύσει, στην αιτιολογία των αποφάσεων που λαμβάνει για να διασφαλίσει την εφαρμογή των κανόνων του ανταγωνισμού, όλα τα πραγματικά και νομικά στοιχεία καθώς και τις σκέψεις που την οδήγησαν στη λήψη της αποφάσεώς της, εντούτοις υποχρεούται, δυνάμει του άρθρου 190 της Συνθήκης, να μνημονεύει τουλάχιστον τα πραγματικά περιστατικά και τις σκέψεις που έχουν ουσιώδη σημασία στην οικονομία της αποφάσεώς της, παρέχοντας, κατ’ αυτόν τον τρόπο, στον κοινοτικό δικαστή και στα ενδιαφερόμενα μέρη τη δυνατότητα να γνωρίζουν τις συνθήκες υπό τις οποίες προέβη στην εφαρμογή της Συνθήκης (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση του Πρωτοδικείου της 15ης Σεπτεμβρίου 1998, Τ‑374/94, Τ‑375/94, Τ‑384/94 και Τ‑388/94, European Night Services κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1998, σ. ΙΙ–813, σκέψη 171 και την εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

67      Από τη νομολογία προκύπτει επίσης ότι, πλην εξαιρετικών περιπτώσεων, η αιτιολογία πρέπει να περιλαμβάνεται στο σώμα της αποφάσεως και δεν είναι δυνατόν να εκτεθεί για πρώτη φορά και εκ των υστέρων ενώπιον του δικαστή (βλ. απόφαση του Πρωτοδικείου της 14ης Μαΐου 1998, T‑295/94, Buchmann κατά Επιτροπής, Συλλογή 1998, σ. II‑813, σκέψη 171, και προαναφερθείσα απόφαση European Night Services κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 95 και την εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Ειδικότερα, επιβάλλεται η υπόμνηση ότι η αιτιολογία πρέπει, κατ’ αρχήν, να ανακοινώνεται στον ενδιαφερόμενο ταυτοχρόνως με την απόφαση που τον θίγει. Η έλλειψη αιτιολογίας δεν μπορεί να θεραπευθεί από το γεγονός ότι ο ενδιαφερόμενος πληροφορείται τους λόγους στους οποίους στηρίζεται η απόφαση κατά τη διάρκεια της διαδικασίας ενώπιον των κοινοτικών δικαιοδοτικών οργάνων (απόφαση του Δικαστηρίου της 28ης Ιουνίου 2005, C‑189/02 P, C‑202/02 P, C‑205/02 P έως C‑208/02 P και C‑213/02 P, Dansk Rørindustri κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2005, σ. I‑5425, σκέψη 463). Επομένως, όταν σε μια απόφαση της Επιτροπής που εφαρμόζει το άρθρο 92 της Συνθήκης υπάρχουν σημαντικές παραλείψεις, η Επιτροπή δεν μπορεί να τις θεραπεύσει επικαλούμενη για πρώτη φορά ενώπιον του Πρωτοδικείου στοιχεία και άλλα δεδομένα μελετών που αποδεικνύουν ότι εφάρμοσε ορθά τα άρθρο 92 της Συνθήκης, εκτός αν πρόκειται για δεδομένα μελετών που κανείς εκ των διαδίκων δεν είχε αμφισβητήσει κατά την προηγηθείσα διοικητική διαδικασία (βλ., υπό την έννοια αυτή, προαναφερθείσα απόφαση European Night Services κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 96).

68      Επομένως, η επιχειρηματολογία την οποία ανέπτυξαν οι εκπρόσωποι της Επιτροπής ενώπιον του Πρωτοδικείου δεν μπορεί να αναπληρώσει την ανεπάρκεια της αιτιολογίας της προσβαλλομένης αποφάσεως (βλ. απόφαση του Πρωτοδικείου της 18ης Ιανουαρίου 2005, T‑93/02, Confédération nationale du Crédit mutuel κατά Επιτροπής, Συλλογή 2005, σ. ΙΙ-143, σκέψη 126 και την εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

69      Ειδικότερα, το διατακτικό και η αιτιολογία μιας αποφάσεως, η οποία, βάσει του άρθρου 190 της Συνθήκης, πρέπει υποχρεωτικά να είναι αιτιολογημένη, αποτελούν αδιαίρετο σύνολο, με συνέπεια να εναπόκειται αποκλειστικά στην ολομέλεια της Επιτροπής, βάσει της αρχής της συλλογικότητας, να εγκρίνει ταυτοχρόνως και τα δύο, ενώ κάθε τροποποίηση του αιτιολογικού, πλην των καθαρά ορθογραφικών ή γραμματικών διορθώσεων, εμπίπτει στην αποκλειστική αρμοδιότητα της ολομέλειας (προαναφερθείσα απόφαση Confédération nationale du Crédit mutuel κατά Επιτροπής, σκέψη 124, η οποία παραπέμπει στην απόφαση του Δικαστηρίου της 15ης Ιουνίου 1994, C‑137/92 P, Επιτροπή κατά BASF κ.λπ., Συλλογή 1994, σ. I‑2555, σκέψεις 66 έως 68).

70      Συναφώς, επιβάλλεται να υπομνησθεί ότι, στο πλαίσιο προσφυγής ακυρώσεως, ασκηθείσας δυνάμει του άρθρου 173 της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρου 230 ΕΚ), ο κοινοτικός δικαστής οφείλει να περιορίζεται σε έλεγχο της νομιμότητας της προσβαλλομένης πράξεως. Ως εκ τούτου, το Πρωτοδικείο δεν μπορεί να θεραπεύσει την ενδεχόμενη έλλειψη αιτιολογίας ή να συμπληρώσει την αιτιολογία της Επιτροπής, προσθέτοντας ή υποκαθιστώντας σε αυτή στοιχεία που δεν προκύπτουν από την προσβαλλόμενη απόφαση καθεαυτή.

71      Επιβάλλεται επομένως να εξετασθεί αν η προσβαλλόμενη απόφαση, η οποία στηρίζεται σε πολύπλοκες οικονομικές εκτιμήσεις, ελήφθη σύμφωνα με τις προεκτεθείσες αρχές. Ειδικότερα, ενόψει της παρατεθείσας στις σκέψεις 66 έως 70 νομολογίας, το ζήτημα αν η Επιτροπή τήρησε την υποχρέωση αιτιολογήσεως πρέπει να εξετασθεί αποκλειστικά βάσει της αιτιολογίας που περιέχεται στο κείμενο της ίδιας της προσβαλλομένης αποφάσεως.

 Επί της εκτάσεως του ελέγχου της τηρήσεως της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως στην υπό κρίση υπόθεση

72      Επιβάλλεται να υπομνησθεί ότι το Πρωτοδικείο οφείλει να εξετάσει αν η Επιτροπή τήρησε την υποχρέωσή της, βάσει του άρθρου 190 της Συνθήκης, να αιτιολογήσει τη διαπίστωσή της ότι δεν υφίσταται κρατική ενίσχυση υπέρ της SFMI-Chronopost. Υπό το πρίσμα των αρχών που διατύπωσε το Δικαστήριο με την παρατιθέμενη ανωτέρω στη σκέψη 50 απόφασή του, η εξέταση αυτή συνίσταται, ιδίως, στον έλεγχο της επάρκειας της αιτιολογίας της προσβαλλομένης αποφάσεως, σε σχέση, αφενός, με το ζήτημα αν η αντιπαροχή που αξιώνεται από την SFMI-Chronopost καλύπτει, πρώτον, όλα το πρόσθετο μεταβλητό κόστος που προκαλείται λόγω της παροχής υλικοτεχνικής και εμπορικής υποστηρίξεως, δεύτερον, μια πρόσφορη συμμετοχή στο πάγιο κόστος που συνεπάγεται η χρησιμοποίηση του ταχυδρομικού δικτύου και, τρίτον, πρόσφορη απόδοση των ιδίων κεφαλαίων στο μέτρο που έχουν διατεθεί για την ανταγωνιστική δραστηριότητα της SFMI-Chronopost και, αφετέρου, με το ζήτημα της υπάρξεως ή μη ενδείξεων ότι τα εκτιμηθέν ύψος των στοιχείων αυτών ήταν χαμηλότερο από το πραγματικό ή ότι τα στοιχεία αυτά προσδιορίστηκαν κατά τρόπο αυθαίρετο.

73      Συναφώς, το Πρωτοδικείο εκτιμά ότι, έστω και αν οι λόγοι για τους οποίους η Επιτροπή απέρριψε την προταθείσα από τις προσφεύγουσες μέθοδο υπολογισμού του κόστους προκύπτουν σαφώς από την αιτιολογία που εκτίθεται στις αιτιολογικές σκέψεις 49 έως 56 της προσβαλλομένης αποφάσεως, στην αιτιολογία αυτή έπρεπε επίσης να περιλαμβάνονται επαρκείς εξηγήσεις, αφενός, ως προς τον τρόπο με τον οποίο η Επιτροπή, ακολουθώντας την καλούμενη μέθοδο του «πλήρους κόστους», υπολόγισε και εκτίμησε τις δαπάνες της La Poste –συμπεριλαμβανομένων των δαπανών που κρίθηκαν συναφείς από το Δικαστήριο με την απόφασή του επί της αιτήσεως αναιρέσεως– και, αφετέρου, ως προς την αντίστοιχη αντιπαροχή που καλείται να καταβάλει η SFMI-Chronopost, προκειμένου να παράσχει στο Πρωτοδικείο τη δυνατότητα να ασκήσει έλεγχο νομιμότητας στην εκτίμηση της Επιτροπής σχετικά με την ύπαρξη κρατικής ενισχύσεως. Στο πλαίσιο αυτό, πρέπει να απορριφθεί το επιχείρημα της Chronopost ότι η προσβαλλομένη απόφαση είναι επαρκώς αιτιολογημένη επειδή ούτε το Πρωτοδικείο ούτε το Δικαστήριο επεσήμαναν την έλλειψη αιτιολογίας, που αποτελεί λόγο δημοσίας τάξεως. Πράγματι, ούτε το Πρωτοδικείο ούτε το Δικαστήριο όφειλαν να επισημάνουν την έλλειψη αιτιολογίας εξ αυτού του λόγου, δεδομένου ότι το Πρωτοδικείο είχε ακυρώσει, σε πρώτο βαθμό, την προσβαλλόμενη απόφαση αποκλειστικά λόγω νομικού σφάλματος κατά την εφαρμογή του άρθρου 92 της Συνθήκης (σκέψεις 64 έως 79 της αποφάσεως του Πρωτοδικείου) και ότι ο έλεγχος του Δικαστηρίου αφορούσε μόνο τη νομιμότητα της εκτιμήσεως επί της οποίας το Πρωτοδικείο θεμελίωσε το συγκεκριμένο συμπέρασμα (σκέψεις 31 έως 42 της αποφάσεως του Δικαστηρίου).

74      Ως εκ τούτου, το Πρωτοδικείο θεωρεί αναγκαία την εξέταση του ζητήματος αν η Επιτροπή αιτιολόγησε επαρκώς την εκτίμησή της, πρώτον, αναφορικά με την κάλυψη του πρόσθετου μεταβλητού κόστους που προκαλείται λόγω της παροχής υλικοτεχνικής και εμπορικής υποστηρίξεως, δεύτερον, την πρόσφορη συμμετοχή στο πάγιο κόστος που συνεπάγεται η χρησιμοποίηση του ταχυδρομικού δικτύου και, τρίτον, την πρόσφορη απόδοση των ιδίων κεφαλαίων.

 Επί της αιτιολογήσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως σε σχέση με το πρόσθετο μεταβλητό κόστος που προκαλείται λόγω της παροχής υλικοτεχνικής και εμπορικής υποστηρίξεως

75      Όσον αφορά το πρόσθετο μεταβλητό κόστος που προκαλείται λόγω της παροχής υλικοτεχνικής και εμπορικής υποστηρίξεως προς την SFMI-Chronopost εκ μέρους της La Poste, στην τριακοστή τρίτη αιτιολογική σκέψη της προσβαλλομένης αποφάσεως επισημαίνονται τα ακόλουθα:

«Για να υπολογιστεί το συνολικό ύψος της παρεχόμενης υποστήριξης προς την SFMI-Chronopost, τα Γαλλικά Ταχυδρομεία υπολογίζουν κατ’ αρχάς τα άμεσα λειτουργικά τους έξοδα, εξαιρουμένων των εξόδων έδρας και περιφερειακών διευθύνσεων, σε συνάρτηση με το φάσμα της παραγωγής (αλυσίδα στοιχειωδών πράξεων) που αντιστοιχεί στην παροχή και τον πραγματικό όγκο της ταχυδρομικής κίνησης. Στη συνέχεια τα έξοδα έδρας και περιφερειακών διευθύνσεων επιμερίζονται κατ’ αναλογία της τιμής κόστους κάθε παροχής.

Όσον αφορά το φάσμα παραγωγής, τα Γαλλικά Ταχυδρομεία δεν διέθεταν σύστημα αναλυτικών λογιστικών καταστάσεων που θα τους επέτρεπε να υπολογίσουν το πραγματικό κόστος παροχής της τεχνικοοικονομικής υποστήριξης στην SFMI-Chronopost. Μέχρι το 1992 το κόστος αυτό υπολογιζόταν βάσει εκτιμήσεων. Οι παροχές προς την SFMI-Chronopost αναλύονταν σε μια σειρά στοιχειωδών πράξεων, των οποίων η διάρκεια δεν είχε χρονομετρηθεί μέχρι το 1992. Για τον προσδιορισμό του κόστους αυτού, τα Γαλλικά Ταχυδρομεία εξομοίωναν τις παροχές με ήδη υφιστάμενες συναφείς ταχυδρομικές υπηρεσίες, οι οποίες απαρτίζονταν από επί μέρους πράξεις που είχαν ήδη χρονομετρηθεί κα αποτιμηθεί (για παράδειγμα, κατάθεση μιας συστημένης επιστολής). Το 1992 η διάρκεια και το κόστος των εν λόγω πράξεων υπολογίστηκαν λαμβάνοντας υπόψη τον πραγματικό όγκο της ταχυδρομικής κίνησης μέσω υπηρεσιών ταχείας διεκπεραίωσης. Οι υπολογισμοί αυτοί επέτρεψαν στα Γαλλικά Ταχυδρομεία να εκτιμήσουν το πραγματικό κόστος της τεχνικοοικονομικής υποστήριξης.»

76      Συναφώς, η Επιτροπή δέχθηκε, στην πεντηκοστή έβδομη αιτιολογική σκέψη της προσβαλλομένης αποφάσεως, τα ακόλουθα:

«Η Επιτροπή θεωρεί ότι οι “εσωτερικές” τιμές βάσει των οποίων πραγματοποιείται η προμήθεια προϊόντων και η παροχή υπηρεσιών μεταξύ εταιρειών που ανήκουν στον ίδιο όμιλο δεν παρέχουν κανένα απολύτως χρηματοοικονομικό πλεονέκτημα, εφόσον υπολογίζονται βάσει του πλήρους κόστους (δηλαδή βάσει του συνολικού κόστους επαυξημένου κατά την απόδοση των ιδίων κεφαλαίων). Στην προκειμένη περίπτωση, οι πληρωμές της SFMI-Chronopost δεν κάλυπταν το πλήρες κόστος κατά τα δύο πρώτα χρόνια εκμετάλλευσης, κάλυπταν όμως το σύνολο του κόστους εξαιρουμένων των εξόδων έδρας και περιφερειακών διευθύνσεων. Η Επιτροπή θεωρεί ότι η κατάσταση αυτή είναι φυσιολογική, δεδομένου ότι τα έσοδα που προέρχονται από τη δραστηριότητα μιας νέας επιχείρησης που ανήκει σε όμιλο εταιρειών ενδέχεται να καλύπτουν μόνο τα μεταβλητά έξοδα κατά την περίοδο εκκίνησης. Άπαξ και η επιχείρηση σταθεροποιήσει τη θέση της στην αγορά, τα έσοδα που δημιουργεί πρέπει να υπερβαίνουν τα μεταβλητά έξοδα, ούτως ώστε να συμβάλλει στην κάλυψη των παγίων εξόδων του ομίλου. Κατά τα δύο πρώτα οικονομικά έτη (1986 και 1987) οι πληρωμές [της] SFMI-Chronopost κάλυπταν όχι μόνο τα μεταβλητά έξοδα, αλλά και ορισμένα πάγια έξοδα (π.χ. ακίνητα και οχήματα). Η Γαλλία απέδειξε ότι η αμοιβή που καταβάλλει από το 1988 η SFMI-Chronopost για την παρεχόμενη προς αυτήν υποστήριξη καλύπτει όλα τα έξοδα που βάρυναν τα Γαλλικά Ταχυδρομεία, καθώς και μια συνεισφορά στην απόδοση των ιδίων κεφαλαίων. Κατά συνέπεια, η τεχνικοοικονομική και εμπορική υποστήριξη των Γαλλικών Ταχυδρομείων προς τη θυγατρική τους παρεχόταν υπό τις κανονικές συνθήκες της αγοράς και δεν αποτελούσε κρατική ενίσχυση.»

77      Με την αιτιολογία αυτή δεν καταδεικνύονται, σε επαρκή βαθμό, η ακριβής έννοια την οποία προσδίδει η Επιτροπή στους οικονομικούς και λογιστικούς όρους που χρησιμοποιεί εν προκειμένω ούτε ο ακριβής χαρακτήρας των δαπανών που εξέτασε για να θεμελιώσει την απουσία κρατικής ενισχύσεως, προκειμένου να παρασχεθεί στο Πρωτοδικείο η δυνατότητα να ασκήσει τον έλεγχό του ως προς το ζήτημα αν οι δαπάνες αυτές αντιστοιχούν πράγματι στο πρόσθετο μεταβλητό κόστος που προκαλείται λόγω της παροχής υλικοτεχνικής και εμπορικής υποστηρίξεως κατά την έννοια της αποφάσεως του Δικαστηρίου.

78      Ειδικότερα, όσον αφορά τον αναφερόμενο στην τριακοστή τρίτη αιτιολογική σκέψη της προσβαλλομένης αποφάσεως όρο «άμεσο λειτουργικό κόστος», η Επιτροπή δήλωσε μόνο, με το από 27 Μαΐου 2005 έγγραφό της, το οποίο υπέβαλε σε απάντηση γραπτού ερωτήματος του Πρωτοδικείου, ότι επρόκειτο για αναλογούν κόστος. Στο έγγραφο αυτό η Επιτροπή πρόσθεσε ότι, στην περίπτωση της La Poste, το αναλογούν αυτό κόστος περιλάμβανε και μέρος του παγίου κόστους, εξαιρουμένων των εξόδων έδρας και περιφερειακών διευθύνσεων.

79      Ωστόσο, με βάση την προσβαλλόμενη απόφαση και μόνο, είναι αδύνατον να εξακριβωθεί ποιο είναι τα άμεσο λειτουργικό κόστος ή ποιο κόστος, κατά το λογιστικό σύστημα της La Poste, αναλογεί άμεσα στις διάφορες δραστηριότητες, δεδομένου ότι το αναλογούν κόστος ποικίλλει στις διάφορες επιχειρήσεις ανάλογα με το χρησιμοποιούμενο λογιστικό σύστημα.

80      Το Πρωτοδικείο εκτιμά, ως εκ περισσού, ότι ούτε τα υπομνήματα που υπέβαλε η Επιτροπή κατά τη διάρκεια της δίκης είναι διαφωτιστικά ως προς το συγκεκριμένο ζήτημα, ενώ, σε κάθε περίπτωση, δεν επιτρέπεται στο Πρωτοδικείο να τα λάβει υπόψη του στο πλαίσιο της εξετάσεως αυτής καθεαυτής της αιτιολογίας της προσβαλλομένης αποφάσεως (βλ. ανωτέρω σκέψεις 66 έως 70). Με τα υπομνήματα αυτά, η Επιτροπή διευκρινίζει ότι, σύμφωνα με το σύστημα αναλυτικής λογιστικής, το οποίο προβαίνει σε κατάλληλη διάκριση μεταξύ των διαφόρων θέσεων, η μέθοδος που εφαρμόστηκε στην προσβαλλόμενη απόφαση είχε ως στόχο να ομαδοποιήσει τις διάφορες υποχρεώσεις (εξωτερικές αγορές αγαθών και υπηρεσιών, προσωπικό, αποσβέσεις και συντήρηση των παγίων στοιχείων του ενεργητικού) με βάση τον λειτουργικό χαρακτήρα τους (δραστηριότητες γραφείων, μεταφοράς, διανομής, διαλογής, χρηματοοικονομικής φύσεως) –εφόσον επρόκειτο για το άμεσο κόστος (είτε μεταβλητό, που να αφορά δηλαδή συγκεκριμένο αντικείμενο, είτε πάγιο)– ή τον διαρθρωτικό χαρακτήρα τους (διοικητική υποδομή σε περιφερειακό ή εθνικό επίπεδο για την αλληλογραφία ή τις οικονομικές υπηρεσίες, κοινές υποδομές) –εφόσον επρόκειτο για το έμμεσο κόστος (εξ ολοκλήρου πάγιο). Εν συνεχεία, οι έμμεσες (πάγιες) διαρθρωτικές δαπάνες (τόσο οι κοινές δαπάνες, όσο και οι δαπάνες που αφορούσαν ειδικά την αλληλογραφία ή τις οικονομικές υπηρεσίες) υπήχθησαν στις σχετικές με την αλληλογραφία δραστηριότητες κατ’ αναλογία του λειτουργικού (άμεσου) κόστους καθεμιάς εξ αυτών. Επομένως, ως προς τις τέσσερις σχετικές με την αλληλογραφία δραστηριότητες (συλλογή, διανομή, διαλογή και μεταφορά), το έμμεσο κόστος (δαπάνες των μη λειτουργικών υποδομών, στις οποίες περιλαμβάνονται και οι κεντρικές και περιφερειακές διαφημιστικές και εμπορικές δαπάνες) κατανεμήθηκε κατ’ αναλογία του άμεσου κόστους καθεμιάς εξ αυτών των δραστηριοτήτων. Το κόστος των διαφόρων μονάδων έργου (λεπτό ωριαίας εργασίας ή μεταφερθείς τόνος) προκύπτει από τη διαίρεση του πραγματικού κόστους κάθε δραστηριότητας με τον ακριβή χρονομετρημένο αριθμό λεπτών ωριαίας εργασίας (ή τόνων μεταφερθέντος φορτίου). Το συνολικό κόστος των παροχών της La Poste προς την SFMI-Chronopost υπολογίζεται με πολλαπλασιασμό του κόστους μονάδας με τον χρόνο που διετίθετο για τις παροχές προς τη θυγατρική αυτή εταιρία (ή με το μεταφερθέν φορτίο).

81      Κατά την εκτίμηση του Πρωτοδικείου, οι διευκρινίσεις αυτές απλώς ενισχύουν το συμπέρασμα ότι η αιτιολογία της προσβαλλομένης αποφάσεως, αυτή καθεαυτή, είναι υπερβολικά γενική για να επιτρέψει στο Πρωτοδικείο να ελέγξει τη νομιμότητα της εκτιμήσεως από την Επιτροπή του ζητήματος αν καλύφθηκε όλο το κόστος της παροχής υλικοτεχνικής και εμπορικής υποστηρίξεως από τη La Poste προς την SFMI-Chronopost. Η ανεπάρκεια της αιτιολογίας επιτείνεται από το γεγονός ότι στην προσβαλλόμενη απόφαση η Επιτροπή κάνει ανακριβή χρήση διαφόρων οικονομικών και λογιστικών όρων. Ειδικότερα, από την ανάγνωση της πεντηκοστής έβδομης αιτιολογικής σκέψεως της προσβαλλομένης αποφάσεως, σύμφωνα με την οποία «[κ]ατά τα δύο πρώτα οικονομικά έτη (1986 και 1987) οι πληρωμές που κατέβαλλε η SFMI-Chronopost κάλυπταν όχι μόνο τα μεταβλητά έξοδα, αλλά και ορισμένα πάγια έξοδα (π.χ. ακίνητα και οχήματα)», δεν μπορεί να συναχθεί με ακρίβεια ποια είναι τα εν λόγω «ορισμένα πάγια έξοδα», τα οποία φέρεται ότι κάλυπτε η SFMI-Chronopost.

82      Επιπλέον, η προσβαλλόμενη απόφαση δεν παρέχει καμία εξήγηση όσον αφορά τον τρόπο με τον οποίο οι παροχές προς την SFMI-Chronopost αναλύονταν σε μια σειρά στοιχειωδών πράξεων ή τον τρόπο κατά τον οποίο η La Poste εξομοίωσε τις παροχές αυτές με υφιστάμενες παρόμοιες ταχυδρομικές υπηρεσίες. Ωστόσο, δεδομένου ότι δεν είχε γίνει χρονομέτρηση των παροχών προς την SFMI-Chronopost πριν από το 1992 και ότι, μέχρι το 1992, το πραγματικό κόστος της παροχής υλικοτεχνικής και εμπορικής υποστηρίξεως από τη La Poste προς την SFMI-Chronopost υπολογιζόταν κατ’ εκτίμηση, με την προσβαλλόμενη απόφαση έπρεπε να έχει αποσαφηνιστεί ο τρόπος διενέργειας της εξομοιώσεως αυτής, προκειμένου ο αποδέκτης της προσβαλλομένης αποφάσεως και οι λοιποί ενδιαφερόμενοι, καθώς και το Πρωτοδικείο, να μπορέσουν να ελέγξουν αν η εν λόγω μέθοδος ενείχε, ενδεχομένως, πλάνη περί τα πράγματα ή σφάλματα εκτιμήσεως.

83      Αναγκαίο ήταν ιδίως να δοθούν σαφείς διευκρινίσεις, προκειμένου να παρασχεθεί δυνατότητα ελέγχου του τρόπου με τον οποίο συνυπολογίστηκε στο πλήρες κόστος η εμπορική υποστήριξη που παρείχε η La Poste προς την SFMI-Chronopost. Όπως οι συνδεόμενες με συγκεκριμένο προϊόν παροχές προς την SFMI-Chronopost απομονώθηκαν, κατά την Επιτροπή, από τις λοιπές δραστηριότητες της La Poste, με τον ίδιο τρόπο επιβαλλόταν να αιτιολογηθεί και η ύπαρξη και η σημασία του κόστους της εμπορικής υποστηρίξεως. Εντούτοις, από τις εξηγήσεις της προσβαλλομένης αποφάσεως ουδόλως προκύπτει με ποιον τρόπο ελήφθη υπόψη, κατά τον υπολογισμό του πλήρους κόστους, η συγκεκριμένη υποστήριξη.

84      Συνεπώς, η προσβαλλόμενη απόφαση έπρεπε να περιλαμβάνει επαρκή αιτιολογία ως προς το συγκεκριμένο ζήτημα και, τουλάχιστον, μια γενική σύνοψη των αναλυτικών λογιστικών υπολογισμών ως προς τις παροχές προς την SFMI-Chronopost, ενδεχομένως κατόπιν απαλείψεως των απορρήτων στοιχείων.

85      Από όλα τα ανωτέρω προκύπτει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν περιέχει επαρκή αιτιολογία ως προς την εκτίμηση, εκ μέρους της Επιτροπής, της υπάρξεως ή μη πρόσθετου μεταβλητού κόστους λόγω της παροχής υλικοτεχνικής και εμπορικής υποστηρίξεως.

 Επί της αιτιολογήσεως όσον αφορά την πρόσφορη συνεισφορά στο πάγιο κόστος που συνεπάγεται η χρησιμοποίηση του ταχυδρομικού δικτύου

86      Ως προς τη συνεισφορά στο πάγιο κόστος που συνεπάγεται η χρησιμοποίηση του ταχυδρομικού δικτύου, από την τριακοστή τρίτη αιτιολογική σκέψη της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι «[…] τα έξοδα έδρας και περιφερειακών διευθύνσεων επιμερίζονται κατ’ αναλογία της τιμής κόστους κάθε παροχής».

87      Αξίζει να σημειωθεί ότι, ενόψει της προσβαλλομένης αποφάσεως και μόνον, είναι αδύνατος ο καθορισμός των στοιχείων του κόστους που περιλαμβάνονται στα ανωτέρω έξοδα έδρας και περιφερειακών διευθύνσεων. Ειδικότερα, το Πρωτοδικείο δεν είναι σε θέση να εξακριβώσει αν, κατά την άποψη της Επιτροπής, ένα μέρος των εξόδων έδρας και περιφερειακών διευθύνσεων αποτελεί κόστος που μπορεί να χαρακτηρισθεί ως πάγιο κόστος που συνεπάγεται η χρησιμοποίηση του ταχυδρομικού δικτύου, το οποίο, ως εκ τούτου, θα έπρεπε να ληφθεί υπόψη για τον υπολογισμό της αντιπαροχής που θα όφειλε η SFMI-Chronopost. Εντούτοις, ο χαρακτηρισμός αυτός αποκτά ιδιαίτερη σημασία, δεδομένου ότι, με την προσβαλλόμενη απόφαση, η Επιτροπή διαπίστωσε επίσης ότι τα έξοδα έδρας και περιφερειακών διευθύνσεων της La Poste δεν καλύπτονταν σε ποσοστό 100 % από την αμοιβή που κατέβαλε η SFMI-Chronopost κατά τα έτη 1986 και 1987. Αντιθέτως, από την τριακοστή τρίτη αιτιολογική σκέψη της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι το ποσοστό καλύψεως του πλήρους κόστους ανερχόταν μόνο σε 70,3 % το 1986 και σε 84,3 % το 1987.

88      Συγκεκριμένα, η Επιτροπή δεν προσδιόρισε με ακρίβεια ποιο είναι, κατά την άποψή της, το πάγιο κόστος που συνεπάγεται η χρησιμοποίηση του ταχυδρομικού δικτύου της La Poste από την SFMI-Chronopost. Για παράδειγμα, με την προσβαλλόμενη απόφαση δεν διευκρινίζεται αν υπάρχει και άλλο πάγιο κόστος, εκτός από τα έξοδα έδρας και περιφερειακών διευθύνσεων, το οποίο θα έπρεπε να θεωρηθεί ως πάγιο κόστος που συνεπάγεται η χρησιμοποίηση του ταχυδρομικού δικτύου και το οποίο, καθ’ υπόθεση, δεν υπάγεται στην κατηγορία του πρόσθετου μεταβλητού κόστους που προκαλείται από την παροχή υλικοτεχνικής και εμπορικής υποστηρίξεως προς την SFMI-Chronopost. Κατά συνέπεια, το Πρωτοδικείο δεν είναι σε θέση να εξακριβώσει αν η εν λόγω συνεισφορά στο πάγιο κόστος πραγματοποιήθηκε ορθά εν όψει των όρων που έθεσε το Δικαστήριο με την απόφασή του.

89      Επομένως, υπό τις συνθήκες αυτές, η προσβαλλόμενη απόφαση δεν είναι επαρκώς αιτιολογημένη, στο μέτρο που δεν επιτρέπει στο Πρωτοδικείο να εξακριβώσει, αφενός, αν το κόστος έδρας και περιφερειακών διευθύνσεων περιλαμβάνει πάγιο κόστος που συνεπάγεται η χρησιμοποίηση του ταχυδρομικού δικτύου και, αφετέρου, αν προέκυπτε και άλλο πάγιο κόστος για τη La Poste από τη χρησιμοποίηση του ταχυδρομικού δικτύου, το οποίο έπρεπε να καλύπτει η αντιπαροχή της SFMI-Chronopost σύμφωνα με τους όρους που έθεσε το Δικαστήριο με την απόφασή του επί της αιτήσεως αναιρέσεως.

 Επί της αιτιολογήσεως όσον αφορά την πρόσφορη απόδοση των ιδίων κεφαλαίων

90      Όσον αφορά την απόδοση των ιδίων κεφαλαίων, η Επιτροπή εκθέτει στην πεντηκοστή έβδομη αιτιολογική σκέψη της προσβαλλομένης αποφάσεως ότι «[η] Γαλλία απέδειξε ότι η αμοιβή που καταβάλλει από το 1988 η SFMI-Chronopost για την παρεχόμενη προς αυτήν υποστήριξη καλύπτει όλα τα έξοδα που βάρυναν τα Γαλλικά Ταχυδρομεία, καθώς και μια συνεισφορά στην απόδοση των ιδίων κεφαλαίων». Εντούτοις, στην προσβαλλόμενη απόφαση δεν διευκρινίζεται ποια ήταν η συνεισφορά που κατέβαλε η SFMI-Chronopost για την απόδοση των ιδίων κεφαλαίων των Γαλλικών Ταχυδρομείων.

91      Βεβαίως, από την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει ότι η Επιτροπή υπολόγισε τον δείκτη εσωτερικής αποδόσεως (ΔΕΑ). Εντούτοις, η προσβαλλόμενη απόφαση δεν εξειδικεύει αν ο εν λόγω υπολογισμός του ΔΕΑ έγινε προκειμένου να αποδειχθεί ότι πληρούνταν το κριτήριο του ιδιώτη επενδυτή ή/και για να υπολογιστεί η απόδοση των ιδίων κεφαλαίων. Ως προς το ζήτημα αυτό, αναφέρεται μόνο, στην πεντηκοστή όγδοη αιτιολογική σκέψη της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι «[η] Επιτροπή εξέτασε επίσης το ερώτημα εάν η συμπεριφορά των Γαλλικών Ταχυδρομείων ως μετόχου της SFMI-Chronopost δικαιολογείται εμπορικά βάσει της αρχής του επενδυτή που δραστηριοποιείται στην οικονομία της αγοράς […]» και ότι, «[γ]ια να διαπιστωθεί εάν τα Γαλλικά Ταχυδρομεία συμπεριφέρθηκαν ως επενδυτής δραστηριοποιούμενος στην οικονομία της αγοράς, η Επιτροπή πρέπει να εξετάσει την απόδοση για τη μητρική εταιρεία από άποψη μερισμάτων και υπεραξίας κεφαλαίου».

92      Επιπλέον, έστω και αν υποτεθεί ότι ο υπολογισμός του ΔΕΑ, όπως αυτός παρουσιάζεται στην προσβαλλόμενη απόφαση, έγινε με σκοπό να ελεγχθεί η απόδοση των ιδίων κεφαλαίων που είχαν διατεθεί για τη δραστηριότητα της SFMI-Chronopost σε τομέα όπου επικρατεί ανταγωνισμός, στην προσβαλλόμενη απόφαση δεν προσδιορίζεται η ταυτότητα των κεφαλαίων που η Επιτροπή θεωρεί ότι πράγματι διατέθηκαν στη συγκεκριμένη δραστηριότητα, προκειμένου να συμπεράνει ότι δεν υφίσταται κρατική ενίσχυση. Συναφώς, η Επιτροπή εκθέτει απλώς, στην πεντηκοστή ένατη αιτιολογική σκέψη της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι « [γ]ια τον υπολογισμό του ΔΕΑ, η Επιτροπή έλαβε υπόψη, αφενός, την εισφορά κεφαλαίου που πραγματοποίησαν τα Γαλλικά Ταχυδρομεία το 1986 και, αφετέρου, τα μερίσματα που κατέβαλε η SFMI-Chronopost κατά την περίοδο 1986-1991 και την αξία της εταιρείας το 1991». Η Επιτροπή προσθέτει, στην εξηκοστή δεύτερη αιτιολογική σκέψη της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι «υπολόγισε τον ΔΕΑ και τον συνέκρινε με το κόστος των ιδίων κεφαλαίων της SFMI-Chronopost κατά το 1986 (13,65 %), έτος ιδρύσεως και ενάρξεως των δραστηριοτήτων της εταιρείας, γεγονός που της επέτρεψε να ελέγξει κατά πόσον η αποδοτικότητα της επενδύσεως στο σύνολό της ήταν επαρκής», για να καταλήξει ότι «[ο] ΔΕΑ, όπως υπολογίστηκε από την Επιτροπή, υπερβαίνει κατά πολύ το κόστος του κεφαλαίου το 1986» και ότι «[ο]ι χρηματοοικονομικές συναλλαγές που πραγματοποιήθηκαν μεταξύ των Γαλλικών Ταχυδρομείων και της θυγατρικής τους κατά την περίοδο 1986-1991 δεν περιέχουν, συνεπώς, κανένα στοιχείο ενισχύσεως». Επομένως, στην προσβαλλόμενη απόφαση δηλώνεται μόνον ότι η Επιτροπή έλαβε υπόψη της, αφενός, την εισφορά κεφαλαίου που πραγματοποίησε η La Poste το 1986, και, αφετέρου, τις χρηματοοικονομικές συναλλαγές μεταξύ της La Poste και της θυγατρικής της κατά την περίοδο 1986-1991, χωρίς η Επιτροπή να προσδιορίζει με επαρκή ακρίβεια ποιες είναι αυτές οι χρηματοοικονομικές συναλλαγές.

93      Άλλωστε, έστω και αν θεωρηθεί ότι ο ΔΕΑ αντικατοπτρίζει με επαρκή ακρίβεια την απόδοση των ιδίων κεφαλαίων που διατέθηκαν για τη δραστηριότητα της SFMI-Chronopost σε τομέα όπου επικρατεί ανταγωνισμός, το Πρωτοδικείο δεν έχει σε καμία περίπτωση τη δυνατότητα να ελέγξει αν η ενδεχόμενη αυτή απόδοση των ιδίων κεφαλαίων ήταν πρόσφορη κατά την έννοια της σκέψεως 40 της αποφάσεως του Δικαστηρίου, δεδομένου ότι από την προσβαλλόμενη απόφαση δεν προκύπτει πώς υπολογίστηκε το ύψος του ΔΕΑ.

 Επί της αιτιολογήσεως όσον αφορά την εν γένει κάλυψη του κόστους

94      Όσον αφορά τα συμπεράσματα της Επιτροπής που παρατίθενται στην πεντηκοστή έβδομη αιτιολογική σκέψη της προσβαλλομένης αποφάσεως, σύμφωνα με τα οποία «[κ]ατά τα δύο πρώτα οικονομικά έτη (1986 και 1987) οι πληρωμές [της] SFMI-Chronopost κάλυπταν όχι μόνο τα μεταβλητά έξοδα, αλλά και ορισμένα πάγια έξοδα (π.χ. ακίνητα και οχήματα)» και «[η] Γαλλία απέδειξε ότι η αμοιβή που καταβάλλει από το 1988 η SFMI-Chronopost για την παρεχόμενη προς αυτήν υποστήριξη καλύπτει όλα τα έξοδα που βάρυναν τα Γαλλικά Ταχυδρομεία, καθώς και μια συνεισφορά στην απόδοση των ιδίων κεφαλαίων», πρέπει να θεωρηθούν ως καθαρά δογματικές δηλώσεις. Πράγματι, η προσβαλλόμενη απόφαση δεν περιλαμβάνει ούτε λεπτομερή εξέταση των διαφόρων φάσεων του υπολογισμού της αμοιβής για την εν λόγω υποστήριξη ή του κόστους των υποδομών για την υποστήριξη αυτή, ούτε τα σχετικά αριθμητικά στοιχεία της αναλύσεως του κόστους. Συναφώς, η Επιτροπή βεβαιώνει απλώς ότι το πλήρες κόστος της La Poste καλυπτόταν από την καταβαλλόμενη από την SFMI-Chronopost αμοιβή, χωρίς εντούτοις να προσδιορίζει τα αριθμητικά στοιχεία και τους υπολογισμούς επί των οποίων βασίζει την ανάλυση και τα συμπεράσματά της.

95      Υπό τις συνθήκες αυτές, το Πρωτοδικείο αδυνατεί να εξελέγξει αν η μέθοδος και η πορεία αναλύσεως που εφάρμοσε η Επιτροπή είναι απαλλαγμένες από σφάλματα και συμβιβάζονται με τις αρχές που διατυπώθηκαν με την απόφαση του Δικαστηρίου προκειμένου να κριθεί αν υφίσταται ή όχι κρατική ενίσχυση.

 Επί της αναγκαιότητας λεπτομερούς αιτιολογήσεως

96       Επιπλέον, πρέπει να υπομνησθεί ότι η έκταση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως πρέπει να εκτιμηθεί σε συνάρτηση με τις περιστάσεις της συγκεκριμένης υποθέσεως, οι οποίες, όταν απαιτείται, δικαιολογούν μια λεπτομερέστερη αιτιολόγηση.

97      Εν προκειμένω, οι περιστάσεις που δικαιολογούν λεπτομερέστερη αιτιολόγηση συνίστανται στο ότι, πρώτον, η απόφαση αυτή ήταν μία από τις πρώτες που αντιμετώπισαν, στο πλαίσιο της εφαρμογής των διατάξεων περί κρατικών ενισχύσεων, το περίπλοκο ζήτημα του υπολογισμού του κόστους μιας μητρικής εταιρίας που δραστηριοποιείται σε μια αγορά στην οποία δεν επιτρέπεται ανταγωνισμός και παρέχει υλικοτεχνική και εμπορική υποστήριξη στη θυγατρική της η οποία δεν δραστηριοποιείται σε τέτοια αγορά. Δεύτερον, η ανάκληση της αρχικής απορριπτικής αποφάσεως της Επιτροπής, της 10ης Μαρτίου 1992, έπειτα από την άσκηση προσφυγής ακυρώσεως και η απόφαση SFEI του Δικαστηρίου έπρεπε να είχαν οδηγήσει την Επιτροπή να εκθέσει τους λόγους για τους οποίους προσέγγισε το ζήτημα κατ’ αυτόν τον τρόπο με ακόμη περισσότερη επιμέλεια και ακρίβεια ως προς τα αμφισβητούμενα σημεία. Τέλος, το γεγονός ότι οι προσφεύγουσες υπέβαλαν πολυάριθμες οικονομικές μελέτες κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας έπρεπε επίσης να είχε οδηγήσει την Επιτροπή στην προετοιμασία μιας επιμελούς αιτιολογίας, με την οποία θα απαντούσε στα ουσιώδη επιχειρήματα των προσφευγουσών, όπως θεμελιώνονταν στις εν λόγω οικονομικές μελέτες.

98      Υπό τις συνθήκες αυτές, το Πρωτοδικείο εκτιμά ότι η αιτιολογία της προσβαλλομένης αποφάσεως, η οποία περιορίζεται σε μια πολύ γενική παρουσίαση της μεθόδου υπολογισμού του κόστους την οποία εφάρμοσε η Επιτροπή και του τελικού αποτελέσματος που εξήγαγε, χωρίς όμως να κατανέμει με την απαιτούμενη ακρίβεια τις διάφορες δαπάνες που προέκυψαν για τη La Poste λόγω της παροχής υλικοτεχνικής και εμπορικής υποστηρίξεως προς την SFMI-Chronopost, καθώς και το πάγιο κόστος που συνεπάγεται η χρησιμοποίηση του ταχυδρομικού δικτύου, και χωρίς να προσδιορίζει την απόδοση των ιδίων κεφαλαίων, δεν ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις του άρθρου 190 της Συνθήκης.

99      Όσον αφορά το επιχείρημα της Επιτροπής ότι τα αριθμητικά στοιχεία που σχετίζονται με τους εν λόγω υπολογισμούς εμφανίζουν χαρακτήρα εμπορικού απορρήτου, αρκεί η διαπίστωση ότι η Επιτροπή θα μπορούσε να έχει παράσχει περισσότερες εξηγήσεις ως προς τις μεθόδους που ακολούθησε και τους υπολογισμούς που πραγματοποίησε χωρίς να αποκαλύψει τυχόν εμπορικά απόρρητα. Η δυνατότητα αυτή επιβεβαιώνεται άλλωστε από τις εξηγήσεις που παρέσχε η Επιτροπή κατά τη διάρκεια της δίκης, ιδίως με τα υπομνήματά της και τις απαντήσεις της στα προφορικά και γραπτά ερωτήματα του Πρωτοδικείου. Εν πάση περιπτώσει, η Επιτροπή θα μπορούσε να υποβάλει τα στοιχεία με περικοπές και τις αναλύσεις αυτές σε μη εμπιστευτική μορφή.

100    Κατά συνέπεια, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν επιτρέπει στο Πρωτοδικείο να εξακριβώσει την ύπαρξη και τη σπουδαιότητα των διαφόρων δαπανών που εμπίπτουν στην έννοια του πλήρους κόστους, όπως ορίζεται από την Επιτροπή στην προσβαλλόμενη απόφαση. Ως εκ τούτου, η αιτιολογία της προσβαλλομένης αποφάσεως δεν επιτρέπει στο Πρωτοδικείο να ελέγξει τη νομιμότητα της σχετικής εκτιμήσεως της Επιτροπής ούτε τη συμβατότητά της με τις προϋποθέσεις που καθόρισε το Δικαστήριο με την απόφασή του επί της αιτήσεως αναιρέσεως προκειμένου να κριθεί ότι δεν υφίσταται κρατική ενίσχυση.

101    Επομένως η προσβαλλόμενη απόφαση πρέπει να ακυρωθεί λόγω ελλείψεως αιτιολογίας, καθόσον με αυτήν γίνεται δεκτό ότι η υλικοτεχνική και εμπορική υποστήριξη που παρείχε η La Poste στην SFMI-Chronopost δεν συνιστά κρατική ενίσχυση.

3.     Επί του λόγου ακυρώσεως που αντλείται από την παραβίαση της έννοιας της κρατικής ενισχύσεως

 Προκαταρκτικές παρατηρήσεις

102    Κατόπιν των προεκτεθέντων, είναι αδύνατον να εξετασθούν τα επιχειρήματα που προέβαλαν οι προσφεύγουσες στο πλαίσιο του πρώτου σκέλους του τέταρτου λόγου ακυρώσεως, τα οποία αντλούνται από την προβαλλόμενη μη κάλυψη των δαπανών της SFMI-Chronopost, την εκτίμηση σε ύψος χαμηλότερο από το πραγματικό και τον αυθαίρετο χαρακτήρα ορισμένων στοιχείων στα οποία βασίστηκε η Επιτροπή, τα σφάλματα της περιλαμβανόμενης στο παράρτημα 4 της εκθέσεως Deloitte λογιστικής προσαρμογής, τον αφύσικα υψηλό ΔΕΑ ή τα αίτια της αποδοτικότητας της SFMI-Chronopost.

103    Όσον αφορά τα λοιπά επιχειρήματα που προέβαλαν οι προσφεύγουσες στο πλαίσιο του πρώτου σκέλους του τέταρτου λόγου, ήτοι τα προβαλλόμενα πρόδηλα σφάλματα σε σχέση με την καλούμενη μέθοδο της γραμμικής «αναδρομικής παρεκβολής», καθώς και το ότι η La Poste δεν διέθετε σύστημα αναλυτικής λογιστικής κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα, θα ακολουθήσει κατωτέρω πραγμάτευσή τους.

 Επί της παραβιάσεως της έννοιας των συνήθων συνθηκών της αγοράς

 Επί της εφαρμογής της μεθόδου της αναδρομικής παρεκβολής

–       Επιχειρήματα των διαδίκων

104     Οι προσφεύγουσες εκτιμούν ότι, δεδομένης της ελλείψεως συστήματος αναλυτικής λογιστικής της La Poste το 1992, η εφαρμογή της μεθόδου της αναδρομικής παρεκβολής των υπολογισμών ως προς τα έτη 1986 έως 1992 δεν ήταν δικαιολογημένη. Οι προσφεύγουσες τονίζουν ότι η Επιτροπή γνώριζε την έλλειψη συστήματος αναλυτικής λογιστικής ήδη πριν από την έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως. Συναφώς, οι προσφεύγουσες υπενθυμίζουν ότι, ήδη το 1996, η γαλλική επιτροπή ανταγωνισμού είχε επισημάνει ότι το λογιστικό σύστημα της La Poste δεν επέτρεπε την αναλογική κατανομή των δαπανών του δικτύου. Συνεπώς, η Επιτροπή όφειλε, κατά τις προσφεύγουσες, να απορρίψει μια μέθοδο υπολογισμού των δαπανών της La Poste που βασιζόταν σε ένα τέτοιο λογιστικό σύστημα.

105    Οι προσφεύγουσες καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι η Επιτροπή αδυνατούσε να καταλογίσει τις λειτουργικές δαπάνες υπεργολαβίας της La Poste.

106    Οι προσφεύγουσες επισημαίνουν τρία σφάλματα. Πρώτον, το συνολικό κόστος μονάδας παραγωγής των δραστηριοτήτων διεκπεραιώσεως επείγουσας αλληλογραφίας δεν είναι σταθερό, αλλά παρουσιάζει σημαντική μείωση με την αύξηση του όγκου παραγωγής. Εντούτοις, με την επιλεγείσα από την Επιτροπή μέθοδο δεν λαμβάνονται υπόψη οι αυξανόμενες αποδόσεις κλίμακας. Επομένως, η μέθοδος αυτή έχει ως συνέπεια να υποτιμάται το κόστος των παροχών προς την SFMI-Chronopost κατά την αρχική περίοδο, πολλώ δε μάλλον επειδή επρόκειτο για έναν τύπο δραστηριότητας στον οποίο, από την έναρξη της δραστηριότητας, υπήρχε σημαντικό πάγιο κόστος. Συναφώς, οι προσφεύγουσες εκτιμούν ότι η επιλογή της μεθόδου της γραμμικής αναδρομικής παρεκβολής είχε ως συνέπεια τη μείωση του κόστους σε αναλογία 3 προς 1.

107    Δεύτερον, ο επιλεγείς «αποπληθωριστής», ήτοι ο δείκτης αυξήσεως του κόστους εργασίας, ήταν απρόσφορος από οικονομικής απόψεως. Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι η αύξηση του κόστους εργασίας δεν μπορεί να χρησιμεύσει ως «αποπληθωριστής» του κόστους της La Poste, διότι το κόστος διεκπεραιώσεως μιας αποστολής της SFMI-Chronopost ουδόλως εξαρτάται από την αύξηση ή τη μείωση του αριθμού των εργαζομένων στη La Poste. Είναι πιθανόν να έγιναν σημαντικές προσλήψεις για λόγους αναγόμενους στην οικονομική συγκυρία ή για άλλες δραστηριότητες, άσχετες με εκείνες της SFMI-Chronopost. Για τη εξαγωγή του κόστους μιας μεμονωμένης δραστηριότητας (της υπεργολαβίας για την SFMI-Chronopost), έπρεπε να έχει χρησιμοποιηθεί ο δείκτης αυξήσεως του κόστους ενός λεπτού εργασίας στα ταχυδρομικά καταστήματα και στα κέντρα διαλογής. Σύμφωνα με τις προσφεύγουσες, η χρησιμοποίηση του «σημείου 539», ήτοι του δείκτη αυξήσεως του κόστους ενός λεπτού εργασίας, θα ήταν προσφορότερη.

108    Τρίτον, οι προσφεύγουσες εκτιμούν ότι η Επιτροπή έπρεπε να χρησιμοποιήσει, αντί της μεθόδου της αναδρομικής παρεκβολής, τα τιμολόγια που βασίζονταν στους πίνακες τιμών εκχωρήσεως. Ειδικότερα, η προσφυγή στη μέθοδο της αναδρομικής παρεκβολής είναι αδικαιολόγητη, εφόσον η La Poste και η SFMI-Chronopost είχαν υπογράψει από το 1986 συμβάσεις με τις οποίες προσδιόριζαν επακριβώς μια μέθοδο καθορισμού του πλήρους κόστους υπεργολαβίας, το οποίο κόστος και εφαρμόστηκε πράγματι.

109    Υπό τις συνθήκες αυτές, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι απέδειξαν την ύπαρξη εναλλακτικής μεθόδου με μεγαλύτερη ακρίβεια από τη μέθοδο της αναδρομικής παρεκβολής.

110    Στον ισχυρισμό της Επιτροπής ότι το επιχείρημα που αναφέρεται στη μέθοδο της γραμμικής αναδρομικής παρεκβολής αποτελεί νέα αιτίαση οι προσφεύγουσες αντιτάσσουν ότι το περιεχόμενο της έννοιας «συνήθεις συνθήκες της αγοράς» μεταβλήθηκε εξαιτίας της ερμηνείας που δόθηκε με την απόφαση του Δικαστηρίου, και όχι με τον λόγο που προέβαλαν οι ίδιες. Υποστηρίζουν ότι ο συγκεκριμένος λόγος εξακολουθεί να αφορά ομοίως το ζήτημα αν είχαν καλυφθεί οι δαπάνες της La Poste για την παροχή υλικοτεχνικής υποστηρίξεως. Eίναι παραδεκτή η νέα διατύπωση ενός από τα επιχειρήματα που προέβαλαν ήδη κατά τον χρόνο της ασκήσεως της προσφυγής. Οι προσφεύγουσες μετέβαλαν απλώς την παρουσίαση των λόγων προκειμένου να λάβουν υπόψη την απόφαση του Δικαστηρίου.

111    Οι προσφεύγουσες προσθέτουν ότι δεν είχαν δυνατότητα γνώσεως των λεπτομερειών της μεθόδου της αναδρομικής παρεκβολής βάσει της προσβαλλομένης αποφάσεως, δεδομένου ότι δεν είχαν πρόσβαση στην έκθεση Deloitte παρά μόνο κατόπιν των μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας που ελήφθησαν από το Πρωτοδικείο και ότι, κατά συνέπεια, μόλις με το υπόμνημα απαντήσεως μπόρεσαν να εξειδικεύσουν την επιχειρηματολογία τους σχετικά με τη μέθοδο της αναδρομικής παρεκβολής.

112    Η Επιτροπή θεωρεί, καταρχήν, ότι οι επικρίσεις που αφορούν τον γραμμικό χαρακτήρα της μεθόδου της αναδρομικής παρεκβολής, στο πλαίσιο της οποίας έπρεπε, κατά τις προσφεύγουσες, να ληφθούν υπόψη οικονομίες κλίμακος, συνιστούν νέα αιτίαση και, ως εκ τούτου, πρέπει να απορριφθούν ως απαράδεκτες.

113    Επικουρικώς, η Επιτροπή προβάλλει ότι ο συλλογισμός που αφορά τις οικονομίες κλίμακας έχει λογική βάση μόνον στην περίπτωση κατά την οποία η επιχείρηση άρχισε να δημιουργεί το δίκτυό της εκ του μηδενός. Ωστόσο, η SFMI-Chronopost είναι απλώς το προϊόν της διαφοροποιήσεως των δραστηριοτήτων της La Poste, η οποία με τον τρόπο αυτό πραγματοποιεί, χάρη στο δίκτυό της, αποτελεσματικές οικονομίες φάσματος, ασκώντας μια δραστηριότητα που έχει έντονη ομοιότητα με την κύρια δραστηριότητά της. Υπενθυμίζει ότι ο όγκος εργασιών της Chronopost αντιστοιχούσε στο 1/3000 των εργασιών της La Poste το 1992.

114    Η Επιτροπή ομολογεί ότι μόλις από το 1992 άρχισαν να χρονομετρώνται όλες οι πράξεις διεκπεραιώσεως αλληλογραφίας κατά τρόπο ακριβή και ομοιογενή και άρχισε να εφαρμόζεται στη La Poste αξιόπιστο σύστημα αναλυτικής λογιστικής με εξειδικευμένο υπολογισμό του κόστους των «μονάδων έργου» κατά το χρονικό σημείο ακριβώς της πραγματοποιήσεως της δαπάνης. Επισημαίνει ότι εξαιτίας του λόγου αυτού αναγκάστηκε να επιλέξει, ως προς το παρελθόν, τη μέθοδο της αναδρομικής παρεκβολής που συνιστούσαν οι ειδικοί. Ισχυρίζεται ότι η μέθοδος αυτή βασιζόταν σε αξιόπιστα δεδομένα του έτους 1992 και εφαρμόστηκε σε παρελθοντικές πράξεις της SFMI-Chronopost, οι οποίες περιλαμβάνονταν κάθε έτος στα λογιστικά βιβλία από το 1986 και έπειτα και επαληθεύονταν από τους οικονομικούς ελεγκτές.

115    Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η προσφυγή της σε μια τέτοια «γενικευμένη» μεθοδολογία θεωρήθηκε καταρχήν ορθή από το Πρωτοδικείο με την απόφασή του της 27ης Φεβρουαρίου 1997, T‑106/95, FFSA κ.λπ. κατά Επιτροπής (Συλλογή 1997, σ. II‑229, σκέψεις 103 επ.), όπως ορθά θεωρήθηκαν και τα λογιστικά στοιχεία βάσει των οποίων εφαρμόστηκε.

116    Η Επιτροπή, υποστηριζόμενη από τη Γαλλική Δημοκρατία, προβάλλει ότι οι προσφεύγουσες δεν απέδειξαν, αφενός, την ύπαρξη εναλλακτικής και ακριβέστερης μεθόδου και, αφετέρου, ότι η Επιτροπή στήριξε την απόφασή της σε ανακριβή δεδομένα ή υπερέβη τη διακριτική της εξουσία ως προς το συγκεκριμένο ζήτημα.

117    Ως προς τα δεδομένα που δόθηκαν για το 1992, η Επιτροπή υπογραμμίζει ότι οι γαλλικές αρχές κοινοποίησαν στις 24 Μαΐου 1996 τη διόρθωση για το 1992, καθώς και τους υπολογισμούς για τα έτη από 1986 έως 1991, οι οποίοι από τότε βασίζονταν στις πραγματικές τιμές και το κόστος μονάδας του 1992, με αναδρομική προσαρμογή, όπως ακριβώς και τους αναφερόμενους στα έτη από 1993 έως 1995 υπολογισμούς, οι οποίοι βασίζονταν στα αναλυτικά λογιστικά στοιχεία των αντίστοιχων ετών.

118    Η Επιτροπή υπενθυμίζει ότι το Δικαστήριο τόνισε στην απόφασή του ότι οι «συνήθεις συνθήκες της αγοράς» πρέπει να εκτιμώνται σε συνάρτηση με τα διαθέσιμα αντικειμενικά και επαληθεύσιμα στοιχεία. Η Επιτροπή συμπεραίνει επομένως ότι, εφόσον το λογιστικό σύστημα που υπήρχε το 1992 ήταν το μόνο διαθέσιμο, ελλείψει άλλων ακριβέστερων στοιχείων, δεν είχε λόγο να αμφισβητήσει τα δεδομένα αυτά.

119    Όσον αφορά τον «αποπληθωριστή» που χρησιμοποιήθηκε για τον αναδρομικό υπολογισμό, ήτοι τον δείκτη αυξήσεως του κόστους εργασίας, η Επιτροπή δηλώνει ότι χρησιμοποιήθηκε ως δείκτης αυξήσεως του κόστους διότι θεωρήθηκε ως ο πλέον αντιπροσωπευτικός του συνολικού κόστους της La Poste, ώστε να επιτρέψει την αναπροσαρμογή του κόστους από το 1992, δεδομένου ότι το κόστος εργασίας αποτελεί το 75 % περίπου του κόστους της La Poste. Η Επιτροπή εκτιμά ότι οι προσφεύγουσες δεν πρότειναν κανένα προσφορότερο δείκτη για την εν λόγω περίοδο. Το σημείο 539 θα συνιστούσε υπερβολικά μερικό δείκτη, εφόσον υφίστανται δύο σημεία 539, ένα για τα ταχυδρομικά καταστήματα και ένα για τη διαλογή, στα οποία προστίθεται η «στατιστική 742» για τη διανομή και το κόστος του μεταφερθέντος φορτίου. Η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι η εκ μέρους της επιλογή ενός γενικότερου αποπληθωριστή δεν μπορεί να αποτελεί πρόδηλο σφάλμα εκτιμήσεως. Επισημαίνει επίσης ότι οι προσφεύγουσες δεν προσπάθησαν καν να αποδείξουν αύξηση του κόστους βάσει της εναλλακτικής μεθόδου για την περίοδο 1986-1992.

120    Η Επιτροπή επισημαίνει ότι οι συμβάσεις μεταξύ της La Poste και της SFMI για τον καθορισμό των τιμών είναι εντελώς ακατάλληλες για τον υπολογισμό του πλήρους κόστους, αφού ο σκοπός τους ήταν ο καθορισμός της αμοιβής για τις παροχές λειτουργίας και της εμπορικής αμοιβής της La Poste. Η Επιτροπή θεωρεί ότι έπρεπε να υπολογίσει το πραγματικό πλήρες κόστος με διαφορετικό τρόπο και να το συγκρίνει, εν συνεχεία, με την καταβληθείσα αμοιβή προκειμένου να αποφανθεί επί της υπάρξεως ή μη ενισχύσεων.

121    Η Γαλλική Δημοκρατία διευκρινίζει ότι η La Poste δεν ήταν υποχρεωμένη να διαθέτει το λογιστικό σύστημα που ίσχυε για τις εμπορικές επιχειρήσεις παρά μόνο μετά το 1991, στο πλαίσιο της γενικής μεταρρυθμίσεως που εισήγαγε ο νόμος 90-568. Προσθέτει ότι η La Poste ανέπτυξε μεθόδους υπολογισμού του κόστους επαρκώς ακριβείς και ομοιογενείς, οι οποίες, από το 1992, της επέτρεψαν να υπολογίζει λεπτομερέστερα το πραγματικό κόστος με το οποίο επιβαρυνόταν λόγω των δραστηριοτήτων της θυγατρικής της. Επομένως, εκτιμά ότι η επιλεγείσα με την προσβαλλόμενη απόφαση μέθοδος βασίστηκε στα πλέον αξιόπιστα στοιχεία αναλύσεως του κόστους, ενώ παράλληλα λαμβάνει δεόντως υπόψη την ιδιαιτερότητα της θέσεως μιας επιχειρήσεως όπως η La Poste.

–       Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

122    Επιβάλλεται, καταρχάς, να εξετασθεί ο ισχυρισμός της Επιτροπής ότι η αιτίαση των προσφευγουσών που αναφέρεται στη μέθοδο της αναδρομικής παρεκβολής είναι νέα και, ως εκ τούτου, απαράδεκτη.

123    Το άρθρο 48, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, του Κανονισμού Διαδικασίας ορίζει ότι κατά τη διάρκεια της δίκης απαγορεύεται η προβολή νέων ισχυρισμών, εκτός αν στηρίζονται σε νομικά και πραγματικά στοιχεία που ανέκυψαν κατά τη διαδικασία.

124    Εν προκειμένω, αρκεί η διαπίστωση ότι οι προσφεύγουσες επέκριναν, στα σημεία 212 έως 220 του δικογράφου της προσφυγής τους, τη μέθοδο της αναδρομικής παρεκβολής βάσει της οποίας υπολογίστηκε το κόστος για την περίοδο 1986-1991 με γνώμονα το κόστος του 1992. Ειδικότερα, οι προσφεύγουσες προέβαλαν ότι «η παρεκβολή στο παρελθόν […][προϋπέθετε] ότι το κόστος και οι τιμές υπεργολαβίας [αυξάνονταν] συνεχώς και παράλληλα». Επομένως οι προσφεύγουσες, με το να εξειδικεύσουν την επιχειρηματολογία τους ως προς τον γραμμικό χαρακτήρα του αναδρομικού υπολογισμού, δεν προέβαλαν νέο ή διαφορετικό λόγο, αλλά ανέπτυξαν τον συλλογισμό τους επί του ζητήματος αυτού, ο οποίος περιεχόταν στο δικόγραφο της προσφυγής.

125     Επιβάλλεται επίσης να υπομνησθεί ότι οι προσφεύγουσες αναγκάστηκαν να ασκήσουν την προσφυγή τους χωρίς να έχουν πρόσβαση ούτε στην έκθεση Deloitte ούτε στις απαντήσεις της Γαλλικής Κυβερνήσεως. Πράγματι, τα έγγραφα αυτά τους διαβιβάστηκαν μόνον κατόπιν της λήψεως μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας τον Μάιο του 1998.

126    Συναφώς, πρέπει να επισημανθεί ότι η μέθοδος της αναδρομικής παρεκβολής αναλύθηκε στην προσβαλλόμενη απόφαση κατά τρόπο συνοπτικό, διότι μόνο στην τριακοστή τρίτη και στην τεσσερακοστή τρίτη αιτιολογική σκέψη της προσβαλλομένης αποφάσεως παρέχονται διευκρινίσεις ως προς τη μέθοδο αυτή. Ωστόσο, από τις αιτιολογικές αυτές σκέψεις δεν προκύπτει αναμφίβολα ότι ο αναδρομικός υπολογισμός ήταν γραμμικός.

127    Υπό τις συνθήκες αυτές, δεν μπορεί να προσαφθεί στις προσφεύγουσες ότι δεν άσκησαν με την προσφυγή τους λεπτομερή κριτική κατά της γραμμικότητας της μεθόδου της αναδρομικής παρεκβολής. Επομένως, τα επιχειρήματα που αναφέρονται στη γραμμικότητα της μεθόδου της αναδρομικής παρεκβολής είναι παραδεκτά.

128    Επί της ουσίας, επιβάλλεται η υπόμνηση ότι η εκ μέρους της Επιτροπής εξέταση του τρόπου με τον οποίο πρέπει να υπολογιστεί, ελλείψει αναλυτικού λογιστικού συστήματος, το κόστος που συνεπάγεται για τη La Poste η παροχή υλικοτεχνικής και εμπορικής υποστηρίξεως προς τη θυγατρική της προϋποθέτει περίπλοκη οικονομική εκτίμηση. Όμως, η Επιτροπή, όταν εκδίδει πράξη που προϋποθέτει μια περίπλοκη οικονομική εκτίμηση, διαθέτει ευρεία εξουσία εκτιμήσεως και ο δικαστικός έλεγχος της εν λόγω πράξεως, έστω και αν είναι καταρχήν «πλήρης» όσον αφορά το ζήτημα αν ένα μέτρο εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 92, παράγραφος 1, της Συνθήκης, περιορίζεται στον έλεγχο της τηρήσεως των κανόνων διαδικασίας και αιτιολογήσεως, της ουσιαστικής ακρίβειας των πραγματικών περιστατικών που ελήφθησαν υπόψη για την επίμαχη επιλογή, της απουσίας προδήλου σφάλματος κατά την εκτίμηση των περιστατικών αυτών ή καταχρήσεως εξουσίας. Ειδικότερα, το Πρωτοδικείο δεν μπορεί να υποκαταστήσει την οικονομική εκτίμηση του οργάνου που εξέδωσε την απόφαση με τη δική του οικονομική του εκτίμηση (αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 15ης Σεπτεμβρίου 1998, T-126/96 και T-127/96, BFM και EFIM κατά Επιτροπής, Συλλογή 1998, σ. II-3437, σκέψη 81, της 12ης Δεκεμβρίου 2000, T‑296/97, Alitalia κατά Επιτροπής, Συλλογή 2000, σ. II‑3871, σκέψη 105, και της 6ης Μαρτίου 2003, T‑228/99 και T‑233/99, Westdeutsche Landesbank Girozentrale και Land Nordrhein-Westfalen κατά Επιτροπής, Συλλογή 2003, σ. II‑435, σκέψη 282).

129     Πρέπει καταρχάς να υπομνησθεί ότι η μέθοδος της γραμμικής αναδρομικής παρεκβολής συνίστατο, στην υπό κρίση υπόθεση, στον αποπληθωρισμό του κόστους κάθε προϊόντος, με χρήση του αντίστοιχου κόστους του 1992 ως έτους βάσης και του δείκτη αυξήσεως του κόστους εργασίας ως αποπληθωριστή και, εν συνεχεία, στον πολλαπλασιασμό του υπολογισθέντος κατά τον τρόπο αυτό αποπληθωρισμένου κόστους με τον όγκο εργασιών του δεδομένου προϊόντος για το οικείο έτος.

130     Οι προσφεύγουσες επικρίνουν τη γραμμικότητα του αναδρομικού υπολογισμού, κυρίως για τον λόγο ότι με τη μέθοδο αυτή δεν λαμβάνονται υπόψη οι αυξανόμενες αποδόσεις κλίμακας. Κατά τις προσφεύγουσες, με την αύξηση του όγκου παραγωγής, το συνολικό κόστος μονάδας παραγωγής των δραστηριοτήτων διεκπεραιώσεως επείγουσας αλληλογραφίας θα πρέπει να μειώνεται.

131    Ο συλλογισμός αυτός αναφέρεται στην περίπτωση ιδιωτικής επιχειρήσεως που αρχίζει τις δραστηριότητές της και, ιδίως, στην περίπτωση που η επιχείρηση αυτή δημιουργεί το δίκτυο διανομής της εκ του μηδενός, ενώ δεν είναι εφαρμοστέος στην περίπτωση της διαμορφώσεως μιας νέας δραστηριότητας, η οποία αντιστοιχεί σε μικρό τμήμα μιας ήδη υπάρχουσας δραστηριότητας και για την οποία έχει ήδη καταβληθεί το μεγαλύτερο μέρος του πάγιου κόστους. Πράγματι, σε έναν τομέα όπως ο εξεταζόμενος εν προκειμένω, στον οποίο το πάγιο κόστος είναι πολύ σημαντικό, αλλά προκαλείται από την ύπαρξη, αυτή καθεαυτή, του δικτύου της La Poste, ανεξαρτήτως της δραστηριότητας της θυγατρικής εταιρίας, η άποψη των προσφευγουσών δεν μπορεί να γίνει δεκτή.

132    Εξάλλου, οι διευκρινίσεις που παρέσχε η Επιτροπή, σύμφωνα με τις οποίες, λόγω ιδίως του πολύ περιορισμένου όγκου των εργασιών της SFMI-Chronopost σε σύγκριση με τη συνολική κίνηση της La Poste, δεν υπάρχει δυνατότητα επιτεύξεως πραγματικών οικονομιών κλίμακας, δεν αντικρούονται από τις προσφεύγουσες.

133    Υπό τις συνθήκες αυτές, πρέπει να κριθεί ότι οι προσφεύγουσες δεν απέδειξαν την ύπαρξη προδήλου σφάλματος εκτιμήσεως ως προς την επιλογή της μεθόδου της γραμμικής αναδρομικής παρεκβολής.

134    Όσον αφορά τις επικρίσεις των προσφευγουσών σχετικά με την επιλογή του έτους βάσει του οποίου διενεργήθηκε ο αναδρομικός υπολογισμός, πρέπει να υπομνησθεί ότι μέχρι το 1991 η La Poste αποτελούσe μέρος της γαλλικής διοικήσεως και δεν υποχρεούνταν να διατηρεί σύστημα αναλυτικής λογιστικής. Συγκεκριμένα, οι υποχρεώσεις της La Poste ως προς τη λογιστική της εξομοιώθηκαν με αυτές μιας ιδιωτικής επιχειρήσεως μόνο μετά τη θέση σε ισχύ του νόμου 90-568.

135    Επιπλέον, όσον αφορά την επιλογή του έτους 1992 ως χρονικής αφετηρίας για τον αναδρομικό υπολογισμό του κόστους, η Επιτροπή επισημαίνει, χωρίς να αντικρούεται από τις προσφεύγουσες, ότι μόνον από το 1992, λόγω των επακριβών χρονομετρήσεων και του συστήματος αναλυτικής λογιστικής, κατέστη δυνατός ο ακριβής υπολογισμός του κόστους των παροχών προς την SFMI-Chronopost.

136     Συγκεκριμένα, η Επιτροπή έπρεπε να βρει ορισμένη λύση ενόψει της ελλείψεως συστήματος αναλυτικής λογιστικής της La Poste πριν από το 1992. Δεδομένου ότι τα λογιστικά βιβλία του 1992 ήταν τα πρώτα που καταρτίστηκαν βάσει του συστήματος αναλυτικής λογιστικής, η Επιτροπή ορθώς βασίστηκε σε αυτά, καθόσον μάλιστα οι συνήθεις συνθήκες της αγοράς, όπως αναφέρει το Δικαστήριο στην απόφασή του, πρέπει να εκτιμώνται σε συνάρτηση με τα διαθέσιμα αντικειμενικά και επαληθεύσιμα στοιχεία. Άλλωστε, οι προσφεύγουσες δεν απέδειξαν την ύπαρξη άλλων ακριβέστερων στοιχείων.

137    Επιπλέον, η εκ μέρους της Επιτροπής αντιμετώπιση της ελλείψεως συστήματος αναλυτικής λογιστικής της La Poste πριν από το 1992 με προσφυγή στη μέθοδο της αναδρομικής παρεκβολής εντάσσεται στην ευρεία εξουσία εκτιμήσεως που διαθέτει στον συγκεκριμένο τομέα.

138    Κατόπιν των προεκτεθέντων, πρέπει να θεωρηθεί ότι οι προσφεύγουσες δεν απέδειξαν την ύπαρξη προδήλου σφάλματος εκτιμήσεως ως προς την επιλογή του έτους βάσει του οποίου πραγματοποιήθηκε ο αναδρομικός υπολογισμός.

139    Όσον αφορά τα επιχειρήματα που αντλούν οι προσφεύγουσες από την έκθεση του γαλλικού Ελεγκτικού Συνεδρίου, πρέπει να υπομνησθεί ότι οι προσφεύγουσες δεν κατέδειξαν ποιες αντικειμενικές βάσεις όφειλε να χρησιμοποιήσει η Επιτροπή αντί της λογιστικής της La Poste για το 1992. Ως εκ τούτου, έστω και αν υποτεθεί ότι η λογιστική της La Poste για το 1992 δεν ήταν αναλυτική, δεν μπορεί να διαπιστωθεί κανένα πρόδηλο σφάλμα της Επιτροπής, δεδομένου ότι η Επιτροπή θεμιτώς χρησιμοποίησε τη λογιστική της La Poste, η οποία και μόνον παρείχε τη δυνατότητα εκτιμήσεως της επίμαχης υποστηρίξεως σε συνάρτηση με το πραγματικό κόστος κατά την έννοια της αποφάσεως του Δικαστηρίου.

140    Όσον αφορά τον επιλεγέντα αποπληθωριστή, ήτοι τον δείκτη αυξήσεως του κόστους εργασίας, το οποίο αντιστοιχεί στο σύνολο των μισθών και των κοινωνικοασφαλιστικών εισφορών που καταβάλλουν οι εργοδότες, η Επιτροπή εξήγησε ότι αποτελούσε λογική επιλογή, διότι οι μισθοί αντιπροσώπευαν το 75 % του κόστους του λειτουργικού δικτύου της La Poste.

141    Είναι βεβαίως αληθές ότι ο δείκτης αυξήσεως του κόστους εργασίας συνδέεται με τη συνολική αύξηση του προσωπικού της La Poste και ότι η χρήση του κόστους μονάδας εργασίας θα ήταν καταλληλότερη για τον υπολογισμό του κόστους μιας μεμονωμένης δραστηριότητας. Όπως προκύπτει από την έκθεση Deloitte του1996, αν το κόστος εκτιμάται σε 100 το 1992 και το κόστος εργασίας αυξήθηκε κατά 5 % μεταξύ 1991 και 1992, το αναδρομικώς υπολογιζόμενο κόστος του 1991 ανέρχεται σε 95,2.

142    Εντούτοις, οι προσφεύγουσες δεν απέδειξαν ότι η εκτίμηση της Επιτροπής ότι οι μισθοί συνιστούν το κυριότερο στοιχείο του κόστους της La Poste ήταν εσφαλμένη και ότι, κατά συνέπεια, η Επιτροπή υπέπεσε σε πρόδηλο σφάλμα εκτιμήσεως επιλέγοντας ως αποπληθωριστή το κόστος εργασίας. Οι προσφεύγουσες δεν απέδειξαν ούτε ότι η χρησιμοποίηση άλλου αποπληθωριστή θα είχε ως αποτέλεσμα την αύξηση του κόστους της La Poste που θα προέκυπτε από τον αναδρομικό υπολογισμό.

143    Περαιτέρω, σε απάντηση των ισχυρισμών που προέβαλαν οι προσφεύγουσες κατά τη διάρκεια της διαδικασίας ενώπιον του Πρωτοδικείου, η La Poste προσκόμισε δύο συμπληρωματικές εκθέσεις του γραφείου Deloitte, ειδικότερα μια έκθεση του 1999 και μια έκθεση του 2004, στις οποίες πραγματοποιούνταν αναδρομικός υπολογισμός με χρήση του σημείου 539 (ταχυδρομικό κατάστημα) και του μέσου κόστους ενός μισθωτού. Από τα αποτελέσματα των υπολογισμών αυτών, τα οποία παρουσιάζονται στο παράρτημα 4 της εκθέσεως του 1999 και στη σελίδα 17 της εκθέσεως του 2004, προκύπτει ότι η χρήση των δύο αυτών συντελεστών θα οδηγούσε σε ελαφρά μείωση του πλήρους κόστους της La Poste για την περίοδο 1986-1992 σε σύγκριση με τη χρήση του κόστους εργασίας ως αποπληθωριστή. Κατά συνέπεια, με τους υπολογισμούς αυτούς αποδεικνύεται ότι ο αποπληθωριστής που προτείνουν οι προσφεύγουσες δεν θα οδηγούσε σε αυξημένο πλήρες κόστος της La Poste για την παροχή υλικοτεχνικής και εμπορικής υποστηρίξεως προς τη θυγατρική της.

144    Επομένως, το συμπέρασμα είναι ότι οι προσφεύγουσες δεν απέδειξαν ότι ο αναδρομικός υπολογισμός θα είχε καταλήξει σε διαφορετικά αποτελέσματα –ούτε βέβαια σε αποτελέσματα με αυξημένο κόστος για τη La Poste– αν η Επιτροπή είχε επιλέξει άλλο αποπληθωριστή. Επομένως πρέπει να γίνει δεκτό ότι οι προσφεύγουσες δεν απέδειξαν ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πρόδηλο σφάλμα εκτιμήσεως ως προς τον επιλεγέντα αποπληθωριστή.

145     Όσον αφορά τα επιχειρήματα των προσφευγουσών ότι η Επιτροπή όφειλε να είχε χρησιμοποιήσει τις υφιστάμενες συμβάσεις μεταξύ της La Poste και της SFMI-Chronopost αντί της μεθόδου της αναδρομικής παρεκβολής, αρκεί η διαπίστωση, στην οποία προβαίνει και η Επιτροπή, ότι οι συμβάσεις μεταξύ της La Poste και της SFMI-Chronopost είναι απρόσφορες για τον υπολογισμό του πλήρους κόστους, εφόσον ο σκοπός τους ήταν ο καθορισμός της αμοιβής για τις παροχές λειτουργίας και της εμπορικής αμοιβής της La Poste. Πράγματι, όπως ορθώς επισημαίνει η Επιτροπή, μια σύμβαση για τον καθορισμό των τιμών δεν ισοδυναμεί με αναλυτικό λογιστικό σύστημα και επομένως δεν είναι πρόσφορη για τον υπολογισμό του κόστους.

146    Επομένως, οι προσφεύγουσες δεν κατέστησαν σαφές με ποιον τρόπο η χρήση των εν λόγω συμβάσεων θα μπορούσε να οδηγήσει σε ακριβέστερο υπολογισμό του κόστους της παροχής υλικοτεχνικής και εμπορικής υποστηρίξεως προς την SFMI-Chronopost, σε σύγκριση με τη μέθοδο της αναδρομικής παρεκβολής.

147    Κατόπιν των προεκτεθέντων, το πρώτο σκέλος του τέταρτου λόγου ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί στο μέτρο που αφορά τη μέθοδο της αναδρομικής παρεκβολής.

 Επί της μη συνεκτιμήσεως ορισμένων στοιχείων στο πλαίσιο της έννοιας των κρατικών ενισχύσεων

 Επί της μεταβιβάσεως της Postadex

–       Επιχειρήματα των διαδίκων

148    Οι προσφεύγουσες εκτιμούν ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε νομικό σφάλμα με το να θεωρήσει ότι η άνευ ανταλλάγματος μεταβίβαση της Postadex εντάσσεται στο πλαίσιο των σχέσεων μεταξύ εταιριών του ίδιου ομίλου. Πρώτον, η Επιτροπή θεώρησε εσφαλμένα ότι η άνευ ανταλλάγματος μεταβίβαση ενός άυλου στοιχείου του ενεργητικού, όπως είναι η πελατεία, αποτελούσε φυσιολογική πράξη, χαρακτηριστική της σχέσεως μεταξύ μητρικής εταιρίας και της θυγατρικής της. Οι προσφεύγουσες ισχυρίζονται ότι, κατά κανόνα, η μεταβίβαση ενός στοιχείου του ενεργητικού από μητρική εταιρία προς τη θυγατρική της είτε συνεπάγεται την καταβολή αντιπαροχής είτε λαμβάνει τη μορφή εισφοράς κεφαλαίου είτε δημιουργεί σχετική αξίωση της μητρικής εταιρίας. Η μεταβίβαση ενός στοιχείου του ενεργητικού από χαριστική αιτία σπανίως εξυπηρετεί το συμφέρον της μητρικής εταιρίας.

149    Οι προσφεύγουσες θεωρούν ότι, αν η αξία της Postadex είχε προσδιοριστεί από ανεξάρτητο εμπειρογνώμονα, θα είχε εκτιμηθεί σε ύψος ανώτερο των 38 εκατομμυρίων FRF (περίπου 5 793 062 ευρώ). Πράγματι, ο τελευταίος ετήσιος κύκλος εργασιών της Postadex, κατά το χρονικό σημείο της μεταβιβάσεως, είναι ενδεικτικός της αξίας αυτής.

150    Οι προσφεύγουσες εκθέτουν ότι, αν η Επιτροπή θεωρεί την κατ’ εκτίμηση αξία της Postadex (38 εκατομμύρια FRF) ως εισφορά κεφαλαίου στην SFMI εκ μέρους της La Poste, η TAT, η οποία έχει καλύψει 3,4 εκατομμύρια FRF (518 326,66 ευρώ) από το συνολικό κεφάλαιο των 10 εκατομμυρίων FRF (1 524 490,17 ευρώ), δεν κατέχει το 34 %, αλλά μόνο το 7 % του κεφαλαίου της SFMI.

151    Δεύτερον, η Επιτροπή δεν έλαβε υπόψη της το γεγονός ότι, σε αντίθεση με τα ισχύοντα σε έναν ιδιωτικό όμιλο, η La Poste πέτυχε, χάρη στους πόρους που προέρχονταν από το εκ του νόμου μονοπώλιο, να δημιουργήσει, να χρηματοδοτήσει και να αναπτύξει την υπηρεσία Postadex, που δεν ανήκει στον εξαιρούμενο από τον ανταγωνισμό τομέα. Η Επιτροπή απέκλινε εν προκειμένω από την πρακτική της σχετικά με τη λήψη αποφάσεων στον τομέα των τηλεπικοινωνιών. Συναφώς, οι προσφεύγουσες αναφέρονται στις κατευθυντήριες οδηγίες για την εφαρμογή των κοινοτικών κανόνων ανταγωνισμού στον τομέα των τηλεπικοινωνιών (ΕΕ 1991, C 233, σ. 2). Κατά τις κατευθυντήριες οδηγίες αυτές, «[…] η επιδότηση ανταγωνιστικών δραστηριοτήτων, είτε αφορούν υπηρεσίες είτε εξοπλισμό με τη μεταφορά των δαπανών τους σε μονοπωλιακές δραστηριότητες, ενδέχεται να στρεβλώσει των ανταγωνισμό κατά παράβαση του άρθρου 86.».

152     Τρίτον, η Επιτροπή υπέπεσε σε νομικό σφάλμα εκτιμώντας ότι η μεταβίβαση της Postadex δεν συνιστά κρατική ενίσχυση προς την SFMI-Chronopost, εφόσον δεν της παρέχει κάποιο χρηματικό πλεονέκτημα. Συναφώς, οι προσφεύγουσες υπενθυμίζουν ότι η έννοια της κρατικής ενισχύσεως ορίζεται με γνώμονα τα αποτελέσματα του επίμαχου μέτρου και όχι τη φύση του πλεονεκτήματος που παρέχεται.

153    Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η μεταβίβαση της Postadex δεν προκάλεσε στη La Poste καμία δαπάνη και ότι το Δικαστήριο, στην απόφασή του, αναφέρθηκε μόνο στην αμοιβή που προορίζεται για την κάλυψη των δαπανών.

154     Η Επιτροπή εκτιμά ότι η μεταβίβαση της Postadex προς την SFMI-Chronopost αποτελεί άμεση συνέπεια της μεταφοράς της δραστηριότητας διεκπεραιώσεως επείγουσας αλληλογραφίας προς μια θυγατρική εταιρία της La Poste. Επιπλέον, η Επιτροπή προβάλλει ότι η πελατεία της Postadex δεν είχε αξία, με τη λογιστική έννοια του όρου, και ότι ήταν αδύνατον να υπολογιστεί το οικονομικό πλεονέκτημα που αντιπροσώπευε. Για τους λόγους αυτούς, η Επιτροπή εκτιμά ότι η μεταβίβαση αυτή δεν συνιστά κρατική ενίσχυση.

155    Επικουρικώς, η Επιτροπή υπενθυμίζει ότι δέχθηκε την εκ μέρους των προσφευγουσών εκτίμηση της εισφοράς της Postadex σε 38 εκατομμύρια FRF (περίπου 5 793 062 ευρώ) προκειμένου να αποδείξει ότι ο δείκτης εσωτερικής αποδόσεως εξακολουθούσε να υπερβαίνει το κόστος του κεφαλαίου.

156    Εφόσον η εισφορά της Postadex συμβιβαζόταν με την πραγματική κατάσταση του ομίλου και η La Poste ελάμβανε, ως επενδύτρια, επαρκές αντάλλαγμα για αυτήν, η Επιτροπή θεώρησε ότι δεν ήταν απαραίτητο να προβεί σε συμπληρωματικές εκτιμήσεις, πέρα από την εκτίμηση που περιλαμβανόταν στην καταγγελία.

157    Η Επιτροπή προσθέτει ότι η προβαλλόμενη επανεκτίμηση του μεριδίου της TAT στο κεφάλαιο της SFMI συνιστά νέα αιτίαση, που δεν ανάγεται σε γεγονότα που επήλθαν κατά τη διάρκεια της διαδικασίας και, κατά συνέπεια, είναι προδήλως απαράδεκτη. Επικουρικώς, προβάλλει ότι, εφόσον η προσβαλλόμενη απόφαση αφορούσε το ζήτημα αν υφίσταντο κρατικές ενισχύσεις εκ μέρους της La Poste προς την SFMI-Chronopost, η ενδεχόμενη χορήγηση ενισχύσεως στην TAT θα έπρεπε, καταρχήν, να αποτελέσει αντικείμενο άλλης αποφάσεως, η οποία θα είχε αντικείμενο διαφορετικό από αυτό της προσβαλλομένης αποφάσεως.

–       Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

158    Σύμφωνα με πάγια νομολογία, η κρατική ενίσχυση, κατά την έννοια του άρθρου 92 της Συνθήκης, έχει ευρύτατο πεδίο εφαρμογής. Συγκεκριμένα, η διάταξη αυτή έχει ως σκοπό να αποτρέψει το ενδεχόμενο επηρεασμού του εμπορίου μεταξύ των κρατών μελών από πλεονεκτήματα που παρέχονται από τις δημόσιες αρχές και τα οποία, υπό διάφορες μορφές, νοθεύουν ή απειλούν να νοθεύσουν τον ανταγωνισμό, ευνοώντας ορισμένες επιχειρήσεις ή ορισμένους κλάδους παραγωγής (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 2ας Ιουλίου 1974, 173/73, Ιταλία κατά Επιτροπής, Rec. 1974, σ. 709, σκέψη 26, και της 15ης Μαρτίου 1994, C‑387/92, Banco Exterior de España, Συλλογή 1994, σ.  I‑877, σκέψη 12). Κατά συνέπεια, η έννοια της ενισχύσεως καλύπτει όχι μόνο θετικές παροχές, όπως είναι οι επιδοτήσεις, αλλά και παρεμβάσεις οι οποίες, υπό διάφορες μορφές, ελαφρύνουν τις επιβαρύνσεις που κανονικώς βαρύνουν τον προϋπολογισμό μιας επιχειρήσεως και οι οποίες, ως εκ τούτου, χωρίς να αποτελούν επιδοτήσεις υπό στενή έννοια, είναι της ίδιας φύσεως και έχουν ίδια αποτελέσματα (προαναφερθείσα απόφαση Banco Exterior de España, σκέψη 13).

159    Επιβάλλεται να επισημανθεί ότι μεταξύ των εμμέσων πλεονεκτημάτων που έχουν τα ίδια αποτελέσματα με τις επιδοτήσεις περιλαμβάνεται η παράδοση αγαθών ή η παροχή υπηρεσιών με προτιμησιακούς όρους (βλ. απόφαση του Δικαστηρίου της 20ής Νοεμβρίου 2003, C‑126/01, GEMO, Συλλογή 2003, σ. I‑13769, σκέψη 29 και την παρατιθέμενη εκεί νομολογία).

160    Επιπλέον, σύμφωνα με πάγια νομολογία, το άρθρο 92, παράγραφος 1, της Συνθήκης δεν διακρίνει ανάλογα με τις αιτίες ή τους στόχους των κρατικών παρεμβάσεων, αλλά τις προσδιορίζει με γνώμονα τα αποτελέσματά τους (βλ. προαναφερθείσα απόφαση GEMO, σκέψη 34 και την παρατιθέμενη εκεί νομολογία).

161    Όσον αφορά τη μεταβίβαση της Postadex, η Επιτροπή υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι η μεταβίβαση αυτή δεν προκάλεσε καμία δαπάνη και ότι, συνεπώς, δεν συνιστούσε κρατική ενίσχυση, εφόσον το Δικαστήριο, στην απόφασή του, αναφέρθηκε μόνο στην αμοιβή που προορίζεται για την κάλυψη των δαπανών.

162     Ωστόσο, η επιχειρηματολογία της Επιτροπής, σύμφωνα με την οποία η μεταβίβαση της πελατείας της Postadex αποτέλεσε λογική συνέπεια της δημιουργίας μιας θυγατρικής και για τον λόγο αυτό δεν συνιστά κρατική ενίσχυση δεν μπορεί να γίνει δεκτή.

163    Πρέπει να επισημανθεί, πρώτον, ότι πρόκειται για μέτρο διαφορετικό από την παροχή υλικοτεχνικής και εμπορικής υποστηρίξεως.

164    Ειδικότερα, δεν αμφισβητείται ότι η La Poste μεταβίβασε στην SFMI-Chronopost την πελατεία του προϊόντος της Postadex χωρίς καμία αντιπαροχή. Από τις απαντήσεις της Επιτροπής στα ερωτήματα του Πρωτοδικείου προκύπτει ότι η SFMI-Chronopost δεν κατέβαλε αντίτιμο για τη μεταβίβαση της πελατείας της Postadex.

165    Η πελατεία της Postadex συνιστούσε όμως άυλο στοιχείο του ενεργητικού που είχε οικονομική αξία. Εξάλλου, πρέπει να υπομνησθεί ότι η La Poste μπόρεσε να δημιουργήσει την υπηρεσία Postadex χάρη στους πόρους του μονοπωλίου εκ του νόμου. Η μεταβίβαση ενός τέτοιου άυλου αγαθού αποτελεί πλεονέκτημα για τον λήπτη.

166    Ομοίως, η απόφαση να μεταβιβασθεί η Postadex στην SFMI-Chronopost μπορεί να θεωρηθεί ως απόφαση του Δημοσίου. Συγκεκριμένα, ο τρόπος εκμεταλλεύσεως και εμπορίας της υπηρεσίας διεκπεραιώσεως επείγουσας αλληλογραφίας την οποία παρείχε η SFMI υπό την επωνυμία EMS/Chronopost καθορίστηκε με εγκύκλιο του γαλλικού Υπουργείου Ταχυδρομείων και Τηλεπικοινωνιών της 19ης Αυγούστου 1986.

167    Επομένως, πρέπει να αναγνωρισθεί ότι η μεταβίβαση της Postadex στην SFMI-Chronopost συνιστά κρατική ενίσχυση, αφού η SFMI-Chronopost δεν κατέβαλε αντιπαροχή στη La Poste.

168    Η διαπίστωση αυτή δεν αναιρείται από τον ισχυρισμό της Επιτροπής ότι η πελατεία της Postadex δεν είχε λογιστική αξία.

169    Ειδικότερα, έστω και αν πρόκειται για στοιχείο που δύσκολα ποσοτικοποιείται, τούτο δεν σημαίνει ότι στερείται αξίας. Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι η κατάρτιση και η εμπορία καταλόγων διευθύνσεων για ορισμένες δραστηριότητες αποτελούν, αυτές καθεαυτές, οικονομικές δραστηριότητες.

170    Στην υπό κρίση υπόθεση δεν αμφισβητείται ότι, όπως προκύπτει εξάλλου από την επιστολή των γαλλικών αρχών της 21ης Ιανουαρίου 1993, στις συμβάσεις των πελατών της υπηρεσίας Postadex υπεισήλθε η SFMI. Επιπλέον, στην έκθεση του διοικητικού συμβουλίου της SFMI της 12ης Μαΐου 1987 επισημαίνεται ότι «η μεταφορά της δραστηριότητας Postadex στη Chronopost πραγματοποιήθηκε προοδευτικά από την 1η Ιανουαρίου μέχρι τις 30 Ιουνίου 1986» και ότι «μπορούσε να θεωρηθεί ότι κατά την ημερομηνία αυτή η μεταφορά είχε πραγματοποιηθεί χωρίς αξιόλογη απώλεια πελατών».

171    Επομένως, είναι νομικά εσφαλμένη η εκτίμηση της Επιτροπής ότι η μεταβίβαση της πελατείας της Postadex δεν συνιστούσε κρατική ενίσχυση διότι δεν συνεπαγόταν κάποιο χρηματικό πλεονέκτημα. Ως εκ τούτου, η προσβαλλόμενη απόφαση πρέπει να ακυρωθεί στο μέτρο κατά το οποίο η Επιτροπή θεώρησε ότι η μεταβίβαση της Postadex από τη La Poste προς την SFMI-Chronopost δεν συνιστούσε κρατική ενίσχυση.

 Επί της εμπορικής φήμης της La Poste

–       Επιχειρήματα των διαδίκων

172    Οι προσφεύγουσες εκτιμούν ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε νομικό σφάλμα με το να θεωρήσει ότι η εμπορική φήμη της La Poste δεν αποτελούσε στοιχείο που να μπορεί να διαχωριστεί από τη μεταβίβαση της υπηρεσίας Postadex ή την πρόσβαση στο δίκτυο. Οι προσφεύγουσες τονίζουν ότι η εμπορική φήμη της La Poste αποτελεί άυλο στοιχείο του ενεργητικού που έχει, αυτό καθεαυτό, οικονομική αξία, οφειλόμενη στο σύνολο των αντιπροσωπευτικών στοιχείων των Ταχυδρομείων (κίτρινο χρώμα, λογότυπος και μότο). Συναφώς, οι προσφεύγουσες τονίζουν ότι η οικονομική αξία του σήματος της La Poste αποτελεί σοβαρό ανταγωνιστικό πλεονέκτημα που μπορεί να έχει καθοριστική σημασία για την επικράτηση σε μία αγορά. Άλλωστε, οι προσφεύγουσες εκτιμούν ότι το πλεονέκτημα της εμπορικής φήμης οριστικοποιείται, όταν η επιχείρηση έχει αποκτήσει σημαντικό μερίδιο της αγοράς χάρη σε αυτό.

173    Η χωρίς αντάλλαγμα μεταβίβαση στην SFMI-Chronopost της εμπορικής φήμης της La Poste, που έχει σημαντική οικονομική αξία και χρηματοδοτείται με έσοδα προερχόμενα από το μονοπώλιο, συνιστά, ως εκ τούτου, κρατική ενίσχυση.

174    Οι προσφεύγουσες ισχυρίζονται ότι, έστω και αν η εκμετάλλευση της φήμης της La Poste, αυτής καθεαυτής, δεν προκάλεσε καμία δαπάνη στη La Poste, θα πρέπει ωστόσο να συνυπολογισθεί ένα «κόστος ευκαιρίας». Εκτιμούν ότι η απόφαση του Δικαστηρίου αναφέρεται στο πραγματικό κόστος μόνον όσον αφορά την πρόσβαση στο δίκτυο που δεν ανταποκρίνεται σε μια καθαρά εμπορική λογική. Εντούτοις, στην περίπτωση κατά την οποία η La Poste επιτρέπει στη θυγατρική της να χρησιμοποιήσει, παραδείγματος χάριν, τα οχήματά της για διαφημιστικούς σκοπούς, θα πρέπει να ζητήσει αντίστοιχη αμοιβή.

175    Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η εμπορική φήμη δεν συνεπάγεται κάποιο κόστος ή διαφυγόν κέρδος για τη La Poste που να μην έχει συνυπολογισθεί βάσει της μεθόδου του πλήρους κόστους. Η Επιτροπή διαπιστώνει ότι οι προσφεύγουσες εξακολουθούν να επιχειρηματολογούν με βάση όχι το κόστος, αλλά «οριακά αυξανόμενα» πλεονεκτήματα, επιδιώκοντας να καθορίσουν την «ορθή» αμοιβή για τη δραστηριότητα της SFMI-Chronopost. Η αντιμετώπιση όμως αυτή δεν συμβιβάζεται με αυτήν του «πλήρους κόστους», που αποτελεί γενική μέθοδο, με την οποία υπολογίζονται ακόμη και οι αποσβέσεις και η συντήρηση των εγκαταστάσεων της μητρικής εταιρίας.

176    Η Επιτροπή προσθέτει ότι δεν υφίσταται αγορά ούτε ενδιαφέρον για τον διαφημιστικό χώρο ή τη φήμη της La Poste.

–       Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

177    Αν υποτεθεί ότι η εμπορική φήμη της La Poste αποτελεί άυλο στοιχείο του ενεργητικού, τούτο δεν συνεπάγεται απαραιτήτως ότι η εκμετάλλευσή της αποτελεί στοιχείο που μπορεί να διαχωριστεί από την υλικοτεχνική και εμπορική υποστήριξη την οποία παρέχει η La Poste προς την SFMI-Chronopost. Εφόσον δεν υπάρχουν ενδείξεις ότι η εμπορική φήμη προέρχεται από μια τέτοια αυτοτελή μεταβίβαση, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η εκμετάλλευση της εμπορικής φήμης της La Poste οφείλεται στην παροχή, αυτή καθεαυτή, της εν λόγω υλικοτεχνικής και εμπορικής υποστηρίξεως και αποτελεί παρεπόμενό της. Το συμπέρασμα αυτό δεν αναιρείται από τις ενδείξεις που παρέσχον οι προσφεύγουσες με το παράρτημα 4 των γραπτών παρατηρήσεών τους. Οι προσφεύγουσες αναφέρονται αποκλειστικά στις διαφημίσεις της La Poste που παρουσιάζουν την Chronopost ως μία από τις υπηρεσίες της και στις δηλώσεις της SFMI-Chronopost με τις οποίες εκδηλώνει την επιθυμία της «να χρησιμοποιήσει τις επαφές της La Poste με τους μεγάλους προμηθευτές για να προσεγγίσει με καλύτερους όρους συγκεκριμένη πελατεία». Τα στοιχεία αυτά επιβεβαιώνουν, αντιθέτως, τον παρακολουθηματικό χαρακτήρα της εκμεταλλεύσεως της εμπορικής φήμης της La Poste σε σχέση με την υλικοτεχνική και εμπορική υποστήριξη που η La Poste υποστηρίζει ότι παρέσχε έναντι αντιπαροχής τουλάχιστον ίσης με το πλήρες κόστος της.

178    Επομένως, η Επιτροπή δεν διέπραξε σφάλμα με το να κρίνει ότι η εκμετάλλευση της εμπορικής φήμης της La Poste από τη θυγατρική της δεν συνιστούσε κρατική ενίσχυση που να μπορεί να διαχωριστεί από την αμοιβή που καταβάλλεται έναντι του πλήρους κόστους της La Poste. Συναφώς όμως, επιβάλλεται επίσης να υπομνησθεί ότι, βάσει των όσων διαπιστώνονται με τις ανωτέρω σκέψεις 72 έως 85, στο πλαίσιο της εκτιμήσεως του λόγου που αντλείται από την παραβίαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως, το Πρωτοδικείο δεν είναι σε θέση να εξακριβώσει αν πληρούνται οι προϋποθέσεις για τη στοιχειοθέτηση κρατικής ενισχύσεως όσον αφορά την παροχή υλικοτεχνικής και εμπορικής υποστηρίξεως προς την SFMI-Chronopost, στην οποία περιλαμβάνεται και η εκμετάλλευση της εμπορικής φήμης της La Poste.

179    Κατόπιν των προεκτεθέντων, το δεύτερο σκέλος του τέταρτου λόγου πρέπει να γίνει δεκτό ως προς τη μεταβίβαση της υπηρεσίας Postadex και να απορριφθεί στο μέτρο που αφορά την εκμετάλλευση της εμπορικής φήμης της La Poste.

4.     Επί του λόγου ακυρώσεως που αντλείται από πρόδηλα σφάλματα εκτιμήσεως και ουσιαστικές ανακρίβειες

 Γενικές παρατηρήσεις

180    Όσον αφορά τον τρίτο λόγο ακυρώσεως, που αντλείται από πρόδηλα σφάλματα εκτιμήσεως και ουσιαστικές ανακρίβειες, ένα μέρος των αιτιάσεων που προβλήθηκαν στο πλαίσιο του λόγου αυτού απορρίφθηκε από το Πρωτοδικείο και δεν προσβλήθηκε με την αναίρεση που ασκήθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου. Πρόκειται συγκεκριμένα για τις αιτιάσεις που αφορούν τη διαφημιστική προβολή στο Radio France, τη διαδικασία εκτελωνισμού των αποστολών της SFMI-Chronopost και το τέλος χαρτοσήμου (προαναφερθείσα απόφαση του Πρωτοδικείου, σκέψεις 95 έως 124). Ως προς τα λοιπά επιχειρήματα, από τις σκέψεις 92 και 93 της αποφάσεως του Πρωτοδικείου και από τα υπομνήματα των προσφευγουσών συνάγεται ότι συμπίπτουν με τους λόγους που εξετάστηκαν ήδη με την απόφαση εκείνη. Τούτο προκύπτει ρητώς από το υπόμνημα γραπτών παρατηρήσεων των προσφευγουσών (σκέψη 84). Ειδικότερα, το μοναδικό μέρος του υπό κρίση λόγου ακυρώσεως που δεν έχει εξετασθεί είναι αυτό που αφορά το υποτιθέμενο όφελος της SFMI-Chronopost λόγω της μη υποβολής της La Poste στον φόρο προστιθέμενης αξίας (ΦΠΑ) και της υποβολής της σε μειωμένο φόρο επί των μισθών.

 Επιχειρήματα των διαδίκων

181    Με τα επιχειρήματα των προσφευγουσών επιδιώκεται να διαπιστωθεί ότι η La Poste υποβαλλόταν σε ενιαίο φορολογικό συντελεστή για τους μισθούς, ύψους 4,25 %, ενώ οι άλλες επιχειρήσεις κατέβαλλαν φόρο βάσει μέσου συντελεστή 9,15 %. Κατά τις προσφεύγουσες, το όφελος αυτό μεταβιβάστηκε στην SFMI-Chronopost, διότι, έστω και αν η SFMI-Chronopost είχε καλύψει το πλήρες κόστος της La Poste, το εν λόγω κόστος ήταν κατώτερο από αυτό που θα επιβάρυνε μια κανονική επιχείρηση.

182    Οι προσφεύγουσες αμφισβητούν την εκτίμηση της Επιτροπής ότι το πλεονέκτημα της La Poste λόγω της υπαγωγής της σε μειωμένο φορολογικό συντελεστή υπερκαλύπτεται από το μειονέκτημα του ΦΠΑ που καταβάλλει επί των αγορών της. Η La Poste δεν υπόκειται πλήρως στον φόρο επί των μισθών, όπως υπόκεινται όλες οι άλλες επιχειρήσεις που δεν υπόκεινται στον ΦΠΑ τουλάχιστον ως προς το 90 % του κύκλου εργασιών τους. Οι προσφεύγουσες επισημαίνουν ότι ο κανονικός συντελεστής του φόρου επί των μισθών ανέρχεται σε 4,25 %, αλλά αυξάνεται σε 8,50 % για το τμήμα των ετήσιων ατομικών αποδοχών που κυμαίνονται μεταξύ 40 780 FRF (6 216,87 ευρώ) και 81 490 FRF (12 423,07 ευρώ) και σε 13,60 % για το τμήμα των αποδοχών που υπερβαίνουν τα 81 490 FRF (12 423,07 ευρώ). Εντούτοις, μέχρι την 1η Σεπτεμβρίου 1994, στη La Poste επιβαλλόταν μειωμένος φόρος επί των μισθών με ενιαίο συντελεστή 4,25 %, ο οποίος υπολογιζόταν μόνον επί των βασικών μισθών (χωρίς τα πριμ και τις παροχές σε είδος). Το όφελος, επομένως, από αυτόν τον μειωμένο συντελεστή σε σύγκριση με τον σταθμισμένο μέσο συντελεστή ύψους 9,15 % (αναλόγως της διαρθρώσεως του κόστους εργασίας) είναι προφανές. Υπό τις συνθήκες αυτές, δεν επιτυγχάνεται αντιστάθμιση με τη μη υποβολή στον ΦΠΑ, αλλά, αντιθέτως, η εφαρμογή του μειωμένου συντελεστή συνεπάγεται για το κράτος διαφυγόν κέρδος.

183    Οι προσφεύγουσες επισημαίνουν επίσης την έλλειψη δυνατότητας συγκρίσεως και κοινού μέτρου αναφοράς για την εκτίμηση της φορολογικής καταστάσεως της La Poste όσον αφορά τον φόρο επί των μισθών και τον ΦΠΑ. Συγκεκριμένα, βάση επιβολής του φόρου επί των μισθών είναι το κόστος εργασίας της επιχειρήσεως, ενώ βάση επιβολής του ΦΠΑ είναι οι παραδόσεις αγαθών και οι παροχές υπηρεσιών. Ούτε ο κανονικός συντελεστής του ΦΠΑ, ύψους 20,6 %, μπορεί να συγκριθεί με τους συντελεστές του φόρου επί των μισθών, ύψους 4,25, 8,50 ή 13,60 %. Επομένως, οι προσφεύγουσες αμφισβητούν το μέγεθος της επιβαρύνσεως της La Poste λόγω της απαλλαγής της από τον ΦΠΑ.

184    Επιπλέον, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι η αντιστάθμιση ενός φορολογικού πλεονεκτήματος από άλλη φορολογική επιβάρυνση δεν μεταβάλλει τον χαρακτήρα του πλεονεκτήματος αυτού ως κρατικής ενισχύσεως. Το γεγονός ότι η Επιτροπή κάλεσε τις γαλλικές αρχές να το καταργήσουν καταδεικνύει ότι πρόκειται για φορολογικό πλεονέκτημα. Οι προσφεύγουσες επισημαίνουν περαιτέρω ότι, εν προκειμένω, το «επιπλέον κόστος» της απαλλαγής της La Poste από τον ΦΠΑ δεν συνδέεται με την παροχή δημόσιας υπηρεσίας όσον αφορά τις δραστηριότητες SFMI-Chronopost, οι οποίες ασκούνται υπό καθεστώς ανταγωνισμού.

185    Η Επιτροπή επισημαίνει, πρώτον, ότι το φορολογικό καθεστώς της La Poste είναι επαχθέστερο από αυτό των ανταγωνιστών της. Τούτο επιβεβαιώνεται από τα δεδομένα που κοινοποιήθηκαν από τις γαλλικές αρχές, οι οποίες υπολογίζουν τον καταβληθέντα από τη La Poste ΦΠΑ, για τον οποίο δεν υπάρχει δικαίωμα εκπτώσεως, σε 274 εκατομμύρια FRF (41 771 030,72 ευρώ) και τον καταβληθέντα φόρο επί των μισθών σε 74 εκατομμύρια FRF (11 281 227,28 ευρώ) το 1993, οπότε η τελική συνολική φορολογική επιβάρυνση της La Poste ανέρχεται σε 352 εκατομμύρια FRF (53 662 054,07 ευρώ). Αντίστοιχη επιβάρυνση δεν υφίσταται κανένας από τους ανταγωνιστές της, οι οποίοι δεν υπόκεινται στον φόρο επί των μισθών και έχουν δικαίωμα εκπτώσεως του ΦΠΑ που καταβάλλουν.

186    Δεύτερον, το προβαλλόμενο εμπορικό πλεονέκτημα που συνίσταται στο ότι οι πελάτες της La Poste δεν καταβάλλουν ΦΠΑ για τις παροχές τους δεν ισχύει στην πραγματικότητα. Η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι η μη υπαγωγή της La Poste στον ΦΠΑ αντισταθμίζει το πλεονέκτημα που της παρέχεται ως προς τον φόρο επί των μισθών. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τις πληροφορίες που διαβίβασαν οι γαλλικές αρχές, το μεγαλύτερο μέρος του κύκλου εργασιών (83,4 %) της La Poste πραγματοποιείται με πελάτες υποκείμενους στον ΦΠΑ, οι οποίοι, συνεπώς, θα μπορούσαν να εκπέσουν τον ΦΠΑ που καταβάλλουν στους ανταγωνιστές της La Poste, αλλά όχι και τον φόρο επί των μισθών που μετακυλίεται στις τιμές της La Poste. Το συγκεκριμένο αυτό στοιχείο του τελικού κόστους είναι ασφαλώς επαχθέστερο από την υποχρέωση προκαταβολής ορισμένου ποσού ΦΠΑ που μπορεί να εκπέσει στη συνέχεια, γεγονός που αποτελεί εμπορικό μειονέκτημα για τη La Poste.

187    Η Γαλλική Δημοκρατία εξηγεί ότι, παρά τον ισχυρισμό των προσφευγουσών ότι «ο προβλεπόμενος από το κοινό δίκαιο συντελεστής του φόρου επί των μισθών προκύπτει βάσει επακριβών μαθηματικών προσομοιώσεων της Γαλλικής Κυβερνήσεως που διασφαλίζουν την εξισορρόπηση [...]», οι συντελεστές του φόρου επί των μισθών και τα αντίστοιχα κατώτατα όρια εφαρμογής δεν καθορίστηκαν με σκοπό την εξισορρόπηση με τις υποκείμενες στον ΦΠΑ επιχειρήσεις. Προσθέτει ότι μια τέτοια λύση θα ήταν αδύνατον να εφαρμοστεί στην πράξη, ενόψει των εντελώς διαφορετικών μηχανισμών των δύο αυτών φόρων. Περαιτέρω, για τη διασφάλιση της οικονομικής ισορροπίας, κάθε μεταβολή του συντελεστή του ΦΠΑ θα συνεπαγόταν αντίστοιχη μεταβολή του συντελεστή του φόρου επί των μισθών, κάτι που δεν είναι ρεαλιστικό.

188    Εξάλλου, η Γαλλική Δημοκρατία συμφωνεί με την επιχειρηματολογία της Επιτροπής, σύμφωνα με την οποία η La Poste δεν τυγχάνει εμπορικού πλεονεκτήματος λόγω της απαλλαγής της από τον ΦΠΑ. Επισημαίνει ότι ο φόρος επί των μισθών συνιστά επιβάρυνση εν μέρει οριστική (εκπίπτουσα από τη βάση επιβολής του φόρου επί των εταιριών), ενώ ο ΦΠΑ εκπίπτει πλήρως (φόρος επί φόρου) και μπορεί, ενδεχομένως, να επιστραφεί. Καταλήγει στο συμπέρασμα ότι οι δαπάνες της La Poste καθίστανται, κατά συνέπεια, επαχθέστερες λόγω του ότι καταβάλλει φόρο επί των μισθών και δεν έχει δικαίωμα εκπτώσεως του ΦΠΑ που κατέβαλε επί των δαπανών.

 Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

189    Οι προσφεύγουσες προβάλλουν, κατ’ ουσία, ότι, ακόμα και αν έπρεπε να ληφθεί υπόψη μόνον το πλήρες κόστος που συνεπάγεται για τη La Poste η παροχή χρηματοοικονομικής και εμπορικής υποστηρίξεως προς την SFMI-Chronopost, εκτίμηση με την οποία διαφωνούν, το κόστος αυτό είναι κατώτερο από αυτό με το οποίο θα επιβαρυνόταν μια ιδιωτική επιχείρηση, διότι η La Poste έχει τη δυνατότητα να παρέχει τις ίδιες υπηρεσίες με χαμηλότερο κόστος, αφού απαλλάσσεται από τον ΦΠΑ και υπόκειται σε μειωμένο φόρο επί των μισθών.

190    Συναφώς, αρκεί η διαπίστωση ότι η απόφαση του Δικαστηρίου θέτει μόνο την απαίτηση να καλύπτεται το κόστος της δημόσιας επιχειρήσεως από τη θυγατρική της. Επομένως, το Δικαστήριο δεν κάνει καμία διάκριση ανάλογα με το αν το κόστος αυτό είναι χαμηλότερο από το κόστος μιας εταιρίας που ασκεί τη δραστηριότητά της υπό τις συνήθεις συνθήκες της αγοράς. Κατά συνέπεια, βάσει της αποφάσεως του Δικαστηρίου, έστω και αν υποτεθεί ότι ένα μέρος του κόστους της La Poste επιδοτείται με τα φορολογικά μέτρα που επικρίνονται από τις προσφεύγουσες, δεν επηρεάζεται η εξέταση της υπάρξεως κρατικής ενισχύσεως, δεδομένου ότι, κατά το Δικαστήριο, αρκεί η κάλυψη του κόστους της παρεχόμενης υλικοτεχνικής και εμπορικής υποστηρίξεως.

191    Επομένως ο τρίτος λόγος πρέπει να απορριφθεί στο μέτρο που αφορά το έμμεσο πλεονέκτημα που απέκτησε η SFMI-Chronopost εξαιτίας των φορολογικών πλεονεκτημάτων που παρέχονται, κατά τις προσφεύγουσες, στη La Poste.

 Επί των δικαστικών εξόδων

192    Με την απόφασή του, το Πρωτοδικείο καταδίκασε την Επιτροπή στα δικαστικά της έξοδα και στο 90% των εξόδων των προσφευγουσών και έκρινε ότι οι παρεμβαίνουσες θα φέρουν τα έξοδά τους.

193    Με την απόφασή του, το Δικαστήριο επιφυλάχθηκε ως προς τα δικαστικά έξοδα. Επομένως, σύμφωνα με το άρθρο 121 του Κανονισμού Διαδικασίας, στο Πρωτοδικείο εναπόκειται να αποφανθεί, με την παρούσα απόφαση, επί του συνόλου των δικαστικών εξόδων που αφορούν τις διάφορες διαδικασίες.

194    Δυνάμει του άρθρου 87, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας, το Πρωτοδικείο μπορεί να κατανείμει τα έξοδα ή να αποφασίσει ότι κάθε διάδικος φέρει τα δικαστικά του έξοδα σε περίπτωση μερικής ήττας των διαδίκων. Εν προκειμένω, τα περισσότερα αιτήματα των προσφευγουσών έγιναν δεκτά κατά την κατόπιν αναπομπής διαδικασία.

195    Επομένως, κατά δίκαιη εκτίμηση των περιστάσεων της υποθέσεως, η Επιτροπή πρέπει να φέρει τα δικαστικά της έξοδα και το 75 % των εξόδων των προσφευγουσών, με την εξαίρεση αυτών που προκλήθηκαν από τις παρεμβάσεις, ενώπιον του Πρωτοδικείου και του Δικαστηρίου. Οι προσφεύγουσες φέρουν τα υπόλοιπα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν ενώπιον του Πρωτοδικείου και του Δικαστηρίου.

196    Η Γαλλική Δημοκρατία, η Chronopost και η La Poste, που παρενέβησαν στη διαδικασία, φέρουν τα έξοδά τους ενώπιον του Πρωτοδικείου και του Δικαστηρίου, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 87, παράγραφος 4, πρώτο και τρίτο εδάφιο, του Κανονισμού Διαδικασίας.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ (τρίτο πενταμελές τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Ακυρώνει την απόφαση 98/365/ΕΚ της Επιτροπής, της 1ης Οκτωβρίου 1997, σχετικά με τις ενισχύσεις που φέρεται ότι χορήγησε η Γαλλία στην SFMI-Chronopost, καθόσον με αυτή διαπιστώνεται ότι ούτε η υλικοτεχνική και εμπορική υποστήριξη που παρέσχε η La Poste προς τη θυγατρική της SFMI-Chronopost ούτε η μεταβίβαση της Postadex συνιστούν κρατικές ενισχύσεις υπέρ της SFMI-Chronopost.

2)      Η Επιτροπή φέρει τα δικαστικά της έξοδα και το 75 % των εξόδων των προσφευγουσών, με την εξαίρεση αυτών που προκλήθηκαν από τις παρεμβάσεις, για τις διαδικασίες ενώπιον του Πρωτοδικείου και του Δικαστηρίου.

3)       Οι προσφεύγουσες φέρουν τα υπόλοιπα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν ενώπιον του Πρωτοδικείου και του Δικαστηρίου.

4)       Η Γαλλική Δημοκρατία, η Chronopost SA και η La Poste φέρουν τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν ενώπιον του Πρωτοδικείου και του Δικαστηρίου.

Jaeger

Tiili

Azizi

Cremona

 

       Czúcz

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 7 Ιουνίου 2006.

Ο Γραμματέας

 

       Ο Πρόεδρος

E. Coulon

 

       M. Jaeger

Πίνακας περιεχομένων




* Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική.